Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 5. Εξωτερική αφήγηση και εσωτερικές διηγήσεις

5.1.2. Οι διηγήσεις του Φοίνικα


Σημαντικότερη ωστόσο από κάθε άποψη είναι η μακρά, εσωτερική διήγηση του Φοίνικα, παιδαγωγού του Αχιλλέα. Ακούγεται στο πλαίσιο της «Πρεσβείας» και αποτελεί τον αφηγηματικό κορμό της ένατης ραψωδίας (Ι 430-605). Η ικετευτική αυτή αποστολή εξελίσσεται μέσα στη νύχτα, χωρίζει τη δεύτερη από την τρίτη μάχιμη μέρα της Ιλιάδας, και σκοπεύει στον κατευνασμό του οργισμένου και απόλεμου Αχιλλέα. Με αντάλλαγμα αμέτρητα δώρα, που είναι πρόθυμος να προσφέρει στον θυμωμένο ήρωα ο Αγαμέμνονας για να τον εξευμενίσει, ώστε να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, ενόψει τώρα του έσχατου κινδύνου που απειλεί το (περιφραγμένο και τειχισμένο) ναυτικό στρατόπεδο των Δαναών, εξαιτίας της ακατάσχετης επιθετικής ορμής του Έκτορα.

Η «Πρεσβεία» εντοπίζεται στη σκηνή του Αχιλλέα, με παρόντα και τον Πάτροκλο, όπου καταφθάνουν, ως απεσταλμένοι της συμφιλιωτικής προσφοράς του Αγαμέμνονα, ο Οδυσσέας, ο Φοίνικας και ο Αίαντας. Πρώτος παίρνει τον λόγο ο Οδυσσέας, η επιχειρηματολογία του όμως απορρίπτεται από τον Αχιλλέα, ο οποίος όχι μόνον εμμένει στην απόλεμη οργή του, αλλά απειλεί κιόλας πως ξημερώντας θα μπαρκάρει με τους Μυρμηδόνες του στα πλοία, επιστρέφοντας στη Φθία, αφήνοντας τους Αχαιούς στο έλεος του Έκτορα και των Τρώων. Παρεμβαίνει τότε δεύτερος ομιλητής ο Φοίνικας, με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, ως εντεταλμένος από τον Πηλέα παιδαγωγός και σύμβουλος του Αχιλλέα, για τον οποίο ο γιος της Θέτιδας ομολογεί εξαρχής τρυφερή συμπάθεια. Ο διεξοδικός παραινετικός λόγος του Φοίνικα κλιμακώνεται σε δύο ένθετες διηγήσεις: αυτοβιογραφική και νοβελιστική η πρώτη· επική η δεύτερη.

Η αυτοβιογραφική διήγηση του Φοινίκα επιμένει στην αμετάκλητη οργή του πατέρα του, η οποία τον οδήγησε στην αυτοεξορία, και τελικά τον έφερε στη Φθία, στο παλάτι του Πηλέα, που τον υποδέχτηκε και τον όρισε παιδαγωγό και σύμβουλο του Αχιλλέα. Αιτία της πατρικής οργής υπήρξε μια σκλάβα παλλακίδα, που πέρασε από το κρεβάτι του γέρου πατέρα στην αγκαλιά του νεαρού γιου, με σχέδιο εκδικητικό της μάνας, το οποίο ο γιος αποδέχτηκε και πραγματοποίησε. Το συνωμοτικό σχέδιο όμως το πήρε είδηση ο πατέρας, και έξω φρενών καταράστηκε τον γιο του: να μείνει στείρος και άτεκνος για πάντα· ποτέ να μην κρατήσει ο ίδιος στα γόνατά του εγγόνι απ᾽ αυτόν. Η πατρική κατάρα εισακούστηκε από τις σκληρές Ερινύες, τον Δία και την ανελέητη θεά του κάτω κόσμου, την Περσεφόνη. Οπότε ο γιος, ο Φοίνικας, ταλαντεύεται: να σκοτώσει τον πατέρα του; να παραμείνει στο οικογενειακό αρχοντικό, έκθετος στην πατρική οργή, όπως επιμένουν φίλοι και δικοί, τάζοντάς του ως αντάλλαγμα γλέντια και χαρές νεανικές; ή κρυφά από τους φύλακές του να δραπετεύσει και να ξενιτευτεί γυρεύοντας αλλού τύχη καλύτερη; Διαλέγει την τρίτη λύση. Έτσι βρήκε στη Φθία δεύτερο πατέρα τον Πηλέα, αναλαμβάνοντας και την αγωγή του Αχιλλέα.

Μολονότι η διήγηση αυτή εντάσσεται στον παραινετικό λόγο του Φοίνικα, ο παραδειγματικός της ρόλος δεν είναι τόσο σαφής, όπως ξεκάθαρα συμβαίνει στη επόμενη ένθετη διήγηση για τον Μελέαγρο, η οποία λειτουργεί ως παράδειγμα προς αποφυγή για την περίπτωση του Αχιλλέα. Παρά ταύτα, και στην πρώτη, αυτοβιογραφική, όπως είπαμε, διήγηση του Φοίνικα, ξεχωρίζουν δύο τουλάχιστον θέματα, που, συνειρμικά έστω, παραπέμπουν στην προκείμενη εμπλοκή του Αχιλλέα. Πρώτα ο αμετάκλητος θυμός του πατέρα, που οδηγεί τον γιο στην εξορία· θέμα που αναλογεί στη φιλονικία Αγαμέμνονα και Αχιλλέα και στην απόφαση του Αχιλλέα να απόσχει από τη μάχη. Ύστερα η ίδια η αφορμή της ρήξης στη σχέση πατέρα και γιου: η ανώνυμη εδώ παλλακίδα κρατεί τη θέση της Βρισηίδας, που υπήρξε μήλο της έριδας μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα. Κανένα ωστόσο από τα δύο αυτά θέματα δεν οδηγεί άμεσα στον κύριο στόχο της παραίνεσης του Φοίνικα, που είναι: να δεχθεί ο Αχιλλέας τη μεταμέλεια και τις εξιλαστήριες προσφορές του Αγαμέμνονα, να κατευνάσει την οργή του και να ξαναγυρίσει στο πεδίο της μάχης, ώστε να προλάβει ενδεχόμενη πανωλεθρία των Αχαιών.

Με τους όρους αυτούς η αυτοβιογραφική διήγηση του Φοίνικα μπορεί να εκτιμηθεί μάλλον ως νοβελιστική εισαγωγή στην επόμενη επική διήγηση περί του Μελεάγρου. Γιατί, καθώς θυμίζει θέματα της πρώτης ραψωδίας (τη φιλονικία δηλαδή Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, την αιτία και τις συνέπειές της), ανακεφαλαιώνει κατά κάποιον τρόπο τα προηγούμενα της «Πρεσβείας», τις προϋποθέσεις της, και μάλιστα από τη σκοπιά του Φοίνικα. Ο οποίος μοιάζει να λέει στον Αχιλλέα: δεν μιλώ στον αέρα, έχω προσωπική πείρα από τέτοιου είδους εμπλοκές, τις έζησα κι εγώ στο πετσί μου, άκου λοιπόν τη συμβουλή μου.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο Φοίνικας δεν διστάζει εξ υστέρου να βγάλει τα παραινετικά του συμπεράσματα. Επιμένει λοιπόν πως πρέπει ο Αχιλλέας να μερώσει την οργή του, καταπώς το θέλουν οι θεοί. Να αποδεχτεί τις προσφορές, όπως το επιβάλλουν οι συμφιλιωτικές Λιτές, κόρες του Δία. Ν᾽ ακούσει και να υπολογίσει τα λόγια και τις συμβουλές όσων προσήλθαν για να τον μεταπείσουν, αναγνωρίζοντας την αξία τους. Μετά όμως παίρνει απότομα στροφή ο νους του, και θυμάται ο Φοίνικας μια παλιά ιστορία, που αποφασίζει, φίλος σε φίλους, να τη διηγηθεί. Η επεισοδιακή αυτή διήγηση λέει σε παράφραση τα εξής (I 527-605):

Κουρήτες και Αιτωλοί έχουν ανοίξει μεταξύ τους άγριο πόλεμο γύρω από την Καλυδώνα. Οι Αιτωλοί την υπερασπίζονται, ενώ οι Κουρήτες θέλουν να την κουρσέψουν. Θεολογική αιτία του πολέμου: ο θυμός της Άρτεμης, που οργίστηκε με τον βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, γιατί τη λησμόνησε στις προσφορές καρπών πρώτης σοδειάς, στις απαρχές δηλαδή. Οπότε η θεά στέλνει στη γη της Καλυδώνας κάπρο φοβερό, που ρήμαζε τα χτήματα, ξερίζωνε τα δέντρα, δεν άφηνε τίποτα όρθιο μπροστά του. Την εξόντωσή του ανέλαβε τότε ο γιος του Οινέα, ο Μελέαγρος, καλώντας απ᾽ όλη την Ελλάδα ξακουστούς αγριμολόγους, κι έτσι άρχισε η περίφημη θήρα του καλυδωνείου κάπρου, που αποτυπώθηκε και σε εικαστικά έργα. Τελικά τον κάπρο τον σκοτώνει ο Μελέαγρος, αλλά μετά ξεσπά άγρια διαμάχη ανάμεσα σε Αιτωλούς και Κουρήτες για το κεφάλι του κάπρου, ποιος θα το κρατήσει. Αποτέλεσμα: φονικός πόλεμος.

Όσο τη μάχη την κυβερνούσε ατρόμητος ο Μελέαγρος, οι Κουρήτες την είχαν άσχημα. Ο πόλεμος όμως γύρισε ανάποδα, όταν οργίστηκε βαριά ο Μελέαγρος και πήρε την απόφαση να απόσχει από τη μάχη, οπότε οι Κουρήτες πήραν το πάνω χέρι. Αιτία του θυμού: η μάνα του Μελέαγρου, η Αλθαία, που καταράστηκε τον ίδιο της τον γιο να σκοτωθεί, γιατί της σκότωσε τον αδελφό της. Μ᾽ αυτό το βάρος της μητρικής κατάρας θυμωμένος αποτραβήχτηκε ο Μελέαγρος στον συζυγικό κοιτώνα, πλαγιάζοντας με την πανέμορφη γυναίκα του, κόρη της Μάρπησσας και του Ίδα, την Κλεοπάτρα. Που είχε και παρονόμι: οι γονείς της την έλεγαν και Αλκυόνη.

Στο μεταξύ, ο πόλεμος κρατούσε καλά για τους Κουρήτες, που βρέθηκαν τώρα να χτυπούν πύλες και πύργους της τειχισμένης Καλυδώνας. Οπότε οι άρχοντες των Αιτωλών στέλνουν ιερουργούς να παρακαλέσουν τον Μελέαγρο, τάζοντας δώρα πολλά και πολύτιμα, ώστε να γυρίσει πίσω στη μάχη και να υπερασπιστεί την πύλη. Μάταια όμως, εκείνος έμεινε αμετάπειστος. Οπότε πέφτει στα γόνατα ο πατέρας του Μελεάγρου, μπρος στο κατώφλι του νυφικού θαλάμου, χτυπώντας τα κλειστά θυρόφυλλα. Εκείνος τίποτα. Μετά έρχεται η μάνα του παρακαλώντας, ανάβει όμως κι άλλο τον θυμό του. Μήτε τους πιο αγαπημένους του συντρόφους άκουσε ο Μελέαγρος, που προσέτρεξαν κι εκείνοι με τη σειρά τους.

Μόνο την τελευταία στιγμή, όταν τα βέλη του εχθρού έπεφταν πια μέσα στο σπίτι, και οι Κουρήτες ανεβασμένοι στις επάλξεις έβαζαν φωτιά στο κάστρο, τότε και μόνο τότε ενέδωσε στην ικεσία της γυναίκας του ο Μελέαγρος. Όταν του θύμισε δηλαδή η Κλεοπάτρα ποια τύχη περιμένει τους ηττημένους του πολέμου: οι άντρες σκοτώνονται, γυναίκες και παιδιά σέρνονται στη σκλαβιά. Τότε σκίρτησε ο νους του Μελεάγρου και λύγισε η καρδιά του: τινάχτηκε πάνω, φόρεσε τη λαμπρή του αρματωσιά, απώθησε τον εχθρό και γλίτωσε την πόλη και τους Αιτωλούς, δίχως να πάρει όμως όσα δώρα του είχαν τάξει. Και ο Φοίνικας, σφραγίζοντας την ιστορία του, επιλέγει: δεν πρέπει ο Αχιλλέας να φτάσει στο σημείο αυτό· όσο είναι καιρός ακόμη, οφείλει να χαλαρώσει την τεντωμένη οργή του, να δεχτεί τις προσφορές, να ξαναγυρίσει στη μάχη.

Τόσο η έκταση όσο και η σύνταξη της ένθετης αυτής διήγησης μαρτυρούν αφηγηματική επιμέλεια, σχεδόν αυτοτέλεια. Παρά ταύτα, η παρεμβολή της στον παραινετικό λόγο του Φοίνικα, που την καθιστά παράδειγμα προς αποφυγή (επομένως αντιπαράδειγμα για τον Αχιλλέα), δεν εκπληρώνει τους αυστηρούς όρους της εσωτερικής διήγησης. Κανείς δεν την προκάλεσε, η επιλογή της οφείλεται αποκλειστικά στις συμβουλευτικές προθέσεις του Φοίνικα, ο οποίος διηγείται από μνήμης μια ιστορία μάλλον γνωστή στους εξωτερικούς ακροατές της εποχής εκείνης. Ως παραινετικό αντιπαράδειγμα ωστόσο κολλάει καλά στα συμφραζόμενα της «Πρεσβείας», στη μῆνιν του Αχιλλέα προπαντός, η οποία τώρα βρίσκεται στην κρισιμότερη καμπή της: θα υποχωρήσει ή θα συνεχιστεί; Τελικά ο θυμός του Αχιλλέα θα αποδειχτεί ανυποχώρητος και θα ξεπεραστεί μόνο την τελευταία στιγμή, κάτω από οριακές και αναπότρεπτες πλέον συνθήκες, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Μελεάγρου.

Στο σημείο αυτό μια λοξή παρατήρηση. Μπορεί ο εξωτερικός ακροατής του έπους να δυσφορεί με το αγύριστο κεφάλι του Αχιλλέα, που θα στοιχίσει, εκτός των άλλων, και τον θάνατο του φίλου του, του Πατρόκλου. Από την άλλη όμως μεριά η αρνητική στάση του θυμωμένου ήρωα στη φάση αυτή είναι συνθετικά υποχρεωτική για τη συνέχεια της Ιλιάδας. Τούτο σημαίνει ότι το σχέδιο του έπους, όπως το ξέρουμε και το βλέπουμε μέσα από το συντελεσμένο κείμενο, δεν άφηνε περιθώρια για άλλου είδους συμπεριφορά του Αχιλλέα. Θα έπρεπε δηλαδή να ανατραπεί η συνέχεια του έπους, στην περίπτωση που θα υποχωρούσε εδώ ο Αχιλλέας στην παραίνεση του Φοίνικα. Με άλλα λόγια: η παρατεινόμενη οργή του μεγάλου ήρωα δεν χρεώνεται τόσο στον αλύγιστο χαρακτήρα του όσο στο αφηγηματικό πρόγραμμα, όπως το αποφάσισε ο ποιητής και το υπερασπίζεται τώρα με νύχια και με δόντια.

Έστω και ένθετη, η διήγηση αυτή του Φοίνικα στο πλαίσιο ενός παραινετικού λόγου ανακαλεί, όπως είπαμε, μια γνωστή ιστορία. Ίσως ένα προηγούμενο προφορικό έπος αιτωλικής καταγωγής, που πιθανόν το είχε υπόψη του ο ποιητής της Ιλιάδας και το συνταίριαξε με το δικό του έπος, επειδή του έδινε την ευκαιρία να διπλασιάσει το κεντρικό θέμα της οργής και της αποχής ενός ήρωα από τη μάχη. Αποτέλεσμα: η διήγηση του Φοίνικα για τον θυμό του Μελεάγρου και τα παρεπόμενά της μικροσκοπεί την αφήγηση για τη μῆνιν του Αχιλλέα και τις δικές της συνέπειες, θέμα που αποτελεί τον αφηγηματικό άξονα ολόκληρης της Ιλιάδας. Το γεγονός αυτό εξώθησε κάποιους ομηριστές να διατυπώσουν την υποθετική θεωρία ότι πίσω από την ομηρική Ιλιάδα κρύβεται μια προηγούμενη Μελεαγρίδα, η οποία αποτέλεσε και το πρότυπό της.

Τέλος, ενδιαφέρουν και κάποια κοινά θεματικά στοιχεία ανάμεσα στην πρώτη (τη νοβελιστική) και στη δεύτερη (την επική) διήγηση του Φοίνικα, πέρα από τον παραινετικό τύπο που τις περιβάλλει. Το ένα είναι το θέμα του ανυποχώρητου θυμού: έντονο ήδη θέμα στον πατέρα του Φοίνικα και πιο ενισχυμένο στον Μελέαγρο. Το άλλο έχει να κάνει με το μοτίβο της κατάρας, που εκτοξεύεται τόσο από τον πατέρα του Φοίνικα εναντίον του όσο και από τη μάνα του Μελεάγρου εις βάρος του γιου της. Η κατάρα του πατέρα και η κατάρα της μάνας με στόχο τον γιο μοιάζει να συμπληρώνει η μία την άλλη, μολονότι η δεύτερη είναι βαρύτερη από την πρώτη, και ακούγεται αποτρόπαιη: μια μάνα καταριέται το παιδί της να σκοτωθεί στη μάχη, γιατί (πιθανόν άθελά του) σκότωσε τον αδελφό της. Ωστόσο, η προτίμηση αυτή του αδελφού έναντι του γιου επιβεβαιώνει μια παραδοσιακή ιεράρχηση αγαπημένων προσώπων, που τη συναντούμε στον Ηρόδοτο (3.119) και στον Σοφοκλή (Αντιγόνη 909-915). Σύμφωνα με την οποία ιεραρχικά πρωτεύει ο αδελφός τόσο από τον γιο όσο και από τον σύζυγο, επειδή θεωρείται αναντικατάστατος, σε περίπτωση που έχουν πεθάνει οι γεννήτορες, ο πατέρας δηλαδή και η μάνα των αδελφών.

Τι είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή σας;

Έχετε αναρωτηθεί ποιος είναι ο σκοπός της ζωής σας; Πέρα από τη φυσική επιδίωξη για ασφάλεια, ευχαρίστηση, αγάπη και αναγνώριση, τι είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή σας;

Τις στιγμές που πέφτουν οι έντονοι ρυθμοί της καθημερινότητας, για παράδειγμα, καθώς ξεκουράζεστε στη βεράντα του σπιτιού σας ή περπατάτε στη φύση, εκείνες τις ώρες όπου σκέφτεστε βαθύτερα ερωτήματα, τι είναι αυτό που σας συγκινεί; Όταν αισθάνεστε την ανάγκη να αποτελέσετε μέρος σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό σας, τι είναι αυτό που σας ελκύει; Ποιο είναι το δικό σας δώρο στον κόσμο;

Αυτά είναι καίρια ζητήματα για όλους μας. Ακόμα κι αν δεν το έχετε ποτέ σκεφτεί, εάν πλησιάζετε την μέση ηλικία ή είστε σε μια περίοδο κρίσης και μετάβασης, αυτό το θέμα μπορεί μόλις τώρα να αναδύεται στη συνείδησή σας. Αν έχετε φτάσει στο σημείο της ψυχολογικής σας εξέλιξης όπου οι βασικές σας ανάγκες καλύπτονται, ενδεχομένως αυτά τα ευρύτερα ερωτήματα να αποτελούν πλέον σημαντική προτεραιότητα για σας.

Ως σκοπό ζωής εννοούμε τη συνεισφορά μας στον κόσμο, η οποία χρησιμοποιεί ολόκληρο τον εαυτό μας πλήρως και δίνει στη ζωή μας πάθος, πληρότητα και νόημα μέσα από την αφοσίωση σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας. Θα μπορούσε να είναι έργο κοινωνικής μεταρρύθμισης, υπηρεσία σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη, απελευθέρωση της δημιουργικότητάς μας ή ανάπτυξη του υψηλότερου πνευματικού/ψυχικού μας δυναμικού.

Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΣΚΟΠΟ ΖΩΗΣ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ Η ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙ.

Είναι σαφές ότι σε ένα ορισμένο επίπεδο ψυχολογικής ανάπτυξης, χρειάζεται να εντοπίσουμε και να εκδηλώσουμε αυτό το σκοπό. Μπλοκάρισμα στον τομέα αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απάθεια, κατάθλιψη, απελπισία και μια ποικιλία άλλων ψυχολογικών συμπτωμάτων. Μπορεί ακόμη και να οδηγήσει σε σωματικά συμπτώματα. Αντίθετα, η εύρεση και εκπλήρωση του σκοπού της ζωής μας μπορεί να οδηγήσει σε χαρά και ικανοποίηση τέτοιου βάθους που δεν συγκρίνεται με επιδιώξεις που είναι περισσότερο προσανατολισμένες στον εαυτό. Πώς μπορούμε να το καταφέρουμε αυτό; Αρχικά δημιουργούμε ένα χόμπι ή ψυχαγωγικό ενδιαφέρον σε κάτι που μας προσφέρει διασκέδαση, μάθηση και εξέλιξη και γίνεται αβίαστα στη ζωή μας, χωρίς στρες, με «ροή». Κατόπιν μαθαίνουμε να αξιοποιούμε αυτό το ευγενές πάθος, αυτή τη «ροή», με έναν τρόπο που μας φέρνει χαρά ή να τη μετατρέπουμε σε επάγγελμα ή τρόπο για να βγάζουμε τα προς το ζην.

Ο καλύτερος τρόπος για να βρούμε το πάθος ή τη «ροή» είναι απλά να ζούμε τη ζωή και να δοκιμάζουμε διαφορετικές εμπειρίες μέσα σε ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων. Μια μέρα θα παρατηρήσουμε ότι σε κάποια τέτοια ενασχόληση είμαστε σε μια κατάσταση αβίαστης επίγνωσης, όπου το σώμα, το μυαλό και η ψυχή μας είναι σε φάση εγρήγορσης, περιέργειας, ενεργοποίησης, επαφής με το «εδώ και τώρα» και με κίνητρο να διακριθούμε. Αυτή η στιγμή διαύγειας είναι αρκετά ουσιαστική και διαχρονική για όσους τη βιώνουν. Μπορούμε όλοι να το βιώσουμε αυτό.

Σύμφωνα με τον Csikszentmihalyi (1990), ροή είναι η ευχαρίστηση που βιώνουμε όταν αντιλαμβανόμαστε ότι οι δεξιότητές μας ταιριάζουν με τις διαφαινόμενες προκλήσεις μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας.

Η ευτυχία προκύπτει με φυσικό τρόπο όταν είμαστε σε «ροή», καθώς ο νους είναι ελεύθερος από σκέψεις που αποσπούν την προσοχή και είμαστε παρόντες σε αυτό που συμβαίνει στην τρέχουσα χρονική στιγμή, οπότε δεν μπορούν να προκύψουν οι νευρωτικές φαντασιώσεις τραυμάτων του παρελθόντος και μελλοντικοί φόβοι σε αυτή την κατάσταση. Αυτό μπορεί να συμβαίνει χωρίς να το παρατηρούμε. Για παράδειγμα, καθώς μαγειρεύουμε, περιποιούμαστε τον κήπο, βάφουμε, αθλούμαστε ή συλλέγουμε γραμματόσημα. Όταν αυτό σας συμβαίνει, παρατηρήστε πώς χαίρεστε και η πραγματικότητά σας χαρακτηρίζεται από ενθουσιασμό, διασκέδαση, χαρά, ενεργητικότητα και εγρήγορση.

Όταν ανακαλύψετε αυτή την αίσθηση πάθους, ροής ή σκοπού, θα βρείτε την ευτυχία μέσα από την επιδίωξη αυτού που ονειρεύεστε. Σύμφωνα με έρευνες, η έλλειψη ευχαρίστησης στην εργασία είναι μια από τις τρεις πιο κοινές αιτίες της αίσθησης αδυναμίας και δυστυχίας στους ανθρώπους. Αν αλλάξετε αυτή την πτυχή της ζωής σας και την μετατρέψετε προς την κατεύθυνση του πάθους και του σκοπού της ζωής σας, θα απαλλαγείτε από ένα σημαντικό παράγοντα στρες και δυσφορίας και θα την αντικαταστήσετε με μια ισχυρή πηγή έμπνευσης και ευτυχίας.

Εάν δεν μπορείτε ακόμα να βρείτε τι σας κάνει να νιώθετε «ροή», τότε ξεκινήστε με μικρά βήματα. Για παράδειγμα, οι μελέτες δείχνουν πως υιοθετώντας τυχαίες πράξεις καλοσύνης και συμπόνιας προς τους άλλους, υπονομεύουμε τις ρίζες της κατάθλιψης και δυστυχίας και δημιουργούμε τα θεμέλια της αληθινής ευτυχίας. Δεν είναι όλοι σε θέση, ούτε υποχρεούνται να κάνουν μια τεράστια αλλαγή στη ζωή τους για να βρουν την ευτυχία. Μπορούμε όμως όλοι να ξεκινήσουμε με μικρά καθημερινά βήματα ανθρωπιάς, ευγένειας πράξεις προσφοράς και καλής θέλησης προς τους άλλους.

Αν κάτι σας συγκινεί, τότε αυτό το κάτι έχει νόημα. Δώστε προσοχή σε ό, τι σας συγκινεί, στα πράγματα που σας επηρεάζουν περισσότερο. Όλα αυτά τα πράγματα έχουν σημασία. Όλα αυτά τα πράγματα έχουν νόημα για σας. Όσο περισσότερο γνωρίζετε τι σας δίνει ζωντάνια, τόσο περισσότερο μπορείτε να στηρίζεστε σε αυτό.

Ποιες είναι οι αλληλεπιδράσεις, τα μηνύματα, οι ιστορίες, τα αποσπάσματα, που σας συγκινούν; Όσο περισσότερο μπορείτε να καταλάβετε τα πράγματα που σας συγκινούν στο παρόν, τόσο περισσότερο μπορείτε να δημιουργήσετε πράγματα που θα συγκινούν εσάς και τους άλλους στο μέλλον.

Η απολογία ενός "τρελού"

Κάποτε κλήθηκε ο Ιπποκράτης στα Άβδηρα να εξετάσει για τρέλα τον Δημόκριτο, διότι υπήρχαν παράπονα για αυτόν ότι δεν φέρεται φυσιολογικά, και ότι γελάει με παράξενο τρόπο, κάθε φορά που αντίκριζε ανθρώπους.

Ακολουθεί μέρος της «εξέτασης».

Ιπποκράτης: Λέγε στο όνομα των Θεών, μήπως λοιπόν όλος ο κόσμος νοσεί χωρίς να το αντιλαμβάνεται και δε μπορεί να ζητήσει από πουθενά βοήθεια για θεραπεία, γιατί τι θα υπήρχε πέρα από αυτόν;

Δημόκριτος: Υπάρχουν άπειροι κόσμοι Ιπποκράτη και μη παίρνεις για τόσο λίγη και μικρή τη φύση που έχει τόσο πλούτο.

Ιπποκράτης: Αλλά αυτά Δημόκριτε, θα τα διδάξεις άλλη στιγμή πιο κατάλληλη, γιατί τώρα φοβάμαι μήπως και για το άπειρο ακόμη συζητώντας αρχίσεις να γελάς. Τώρα όμως ξέρε πως θα δώσεις λόγο στον κόσμο για το γέλιο σου.

Εκείνος τότε με κοίταξε έντονα και είπε:

«Εσύ νομίζεις πως δύο είναι οι αιτίες του γέλιου μου, τα καλά και τα άσχημα.

Εγώ όμως γελώ με ένα μόνο, τον άνθρωπο, τον γεμάτο ανοησία, κενό από οτιδήποτε σωστό, που όλα του τα σχέδια μοιάζουν με του μικρού παιδιού και που υποφέρει τους αβάσταχτους μόχθους χωρίς να υπάρχει καμιά ωφέλεια.

Τον άνθρωπο που χωρίς να γνωρίζει μέτρο στην επιθυμία του πορεύεται ως τα πέρατα της γης και τα έγκατά της που δεν έχουν όρια, λιώνοντας το ασήμι και το χρυσάφι που ποτέ δεν σταματά να αποκτά, πάντα κάνοντας θόρυβο για περισσότερα για να μην πέσει σε λιγότερα και δεν ντρέπεται να ονομάζεται ευτυχισμένος, ενώ σκάβει στα βάθη της γης χρησιμοποιώντας αλυσοδεμένα χέρια, ανθρώπων από τους οποίους σε άλλους υποχωρεί η γη και τους πλακώνει και άλλους ο καταναγκασμός αυτός τους κρατάει χρόνια σε αυτή την κόλαση σαν να ήταν η πατρίδα τους, μαζεύοντας ασήμι και χρυσό, ψάχνοντας ίχνη της σκόνης και ψήγματα, σηκώνοντας εδώ κι εκεί σωρούς από άμμο, ανοίγοντας τις φλέβες της γης, σπάζοντας τους σβώλους και το χώμα για την απόκτηση περιουσίας, κάνοντας τη μητέρα γη εχθρική και άλλοτε θαυμάζοντάς την κι άλλοτε καταπατώντας την, ενώ αυτή είναι πάντοτε η ίδια.

Πόσο γέλιο προκαλεί την επίμοχθη και κρυφή γη να αγαπούν και να υβρίζουν τη φανερή.

Άλλοι αγοράζουν σκυλιά, άλλοι άλογα κι άλλοι βάζοντας σύνορα σε μια μεγάλη περιοχή την ονομάζουν ιδιωτική τους περιουσία. Άλλοι πάλι που θέλουν να έχουν στην κατοχή τους μεγάλη έκταση, δεν το μπορούν μόνοι τους. Τότε σπεύδουν να παντρευτούν γυναίκες που ύστερα από λίγο καιρό τις διώχνουν, τις αγαπούν, τις μισούν, κάνουν παιδιά επειδή τα θέλουν κι ύστερα τα διώχνουν τελείως.

Τι είναι αυτή η κενή από περιεχόμενο και αλόγιστη βιασύνη που σε τίποτα δεν διαφέρει από τη μανία;

Πολεμούν τους ομοφύλους τους και δεν επιθυμούν την ησυχία. Στήνουν ενέδρες στους βασιλιάδες, διαπράττουν φόνους, σκάβουν τη γη ζητώντας ασήμι κι όταν το βρουν θέλουν να αγοράσουν γη κι όταν αγοράσουν τη γη πουλούν τους καρπούς της και πουλώντας τους καρπούς της πάλι παίρνουν ασήμι. Πώς βρίσκονται συνέχεια σε μεταβολή, πώς μεταβάλλουν συνέχεια την κατάστασή τους.

Όταν δεν έχουν περιουσία, ποθούν να την αποκτήσουν, όταν την έχουν την κρύβουν, την εξαφανίζουν. Κοροϊδεύω εκείνους που τους συμβαίνουν ατυχίες, γελάω ακόμη περισσότερο με εκείνους που είναι δυστυχισμένοι, γιατί έχουν παραβεί τους νόμους της αλήθειας, φιλονικώντας με έχθρα μεταξύ τους, μαλώνοντας με τ’ αδέρφια τους, τα παιδιά τους, τους συμπολίτες τους, κι όλα τούτα τα κάνουν για ν’ αποκτήσουν πράγματα που κανείς όταν πεθάνει δεν τα εξουσιάζει.

Σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, δεν σέβονται τους νόμους, αδιαφορούν για τη δύσκολη κατάσταση των φίλων και της πατρίδας τους, πλουτίζουν με πράγματα ανάξια που δεν έχουν ψυχή, δίνουν όλη την περιουσία τους για να αγοράσουν ανδριάντες, γιατί τους φαίνεται πως τα αγάλματα μιλούν, αλλά τους ανθρώπους που μιλούν λέγοντας την αλήθεια τους μισούν. Ζητούν ότι τους είναι δύσκολο, γιατί όταν κατοικούν στη στεριά ποθούν τη θάλασσα κι όταν μένουν σε νησί ποθούν την ηπειρωτική χώρα κι όλα τα διαστρέφουν με βάση τη δική τους επιθυμία. Φαίνονται πως επαινούν την ανδρεία στον πόλεμο, αλλά κάθε μέρα νικιούνται από την ακολασία, τη φιλαργυρία κι όλα τα άλλα πάθη από τα οποία πάσχουν. Είναι όλοι τους Θερσίτες της ζωής.

Τώρα, όμως, καθώς χάνουν το μυαλό τους και γεμίζουν αλαζονεία για όσα υπάρχουν στη ζωή, σαν αυτά να ήταν πάντα σταθερά, χωρίς να περνά από τον νου τους πόσο άτακτη είναι η πορεία των πραγμάτων, είναι δύσκολο να διδαχτούν. Γιατί θα αρκούσε για να τους φρονηματίσει η μεταβολή των πάντων, που κάνοντας απότομη στροφή μας επιτίθεται και επινοεί κάθε είδους αιφνιδιαστική τροχηλασία.

Αυτοί, όμως, σαν να βάδιζαν σε σταθερό και σίγουρο δρόμο, ξεχνούν τις συμφορές που τους βρίσκουν συνεχώς και με διάφορους τρόπους επιθυμούν αυτά που φέρνουν λύπη, επιζητούν εκείνα που τους βλάπτουν και ρίχνονται σε μεγάλες συμφορές.

Γιατί λοιπόν, Ιπποκράτη, μέμφθηκες το γέλιο μου; Γιατί κανένας δεν γελά με τη δική του ανοησία, αλλά καθένας κοροϊδεύει την ανοησία του άλλου. Το γέλιο μου κατακρίνει την απερισκεψία των ανθρώπων, το ότι δεν έχουν ούτε μάτια ούτε αυτιά.»

Φεύγοντας, έφτασα τους Αβδηρίτες που με περίμεναν στον λόφο απ’ όπου παρακολουθούσαν και τους είπα: Μεγάλη χάρη σας χρωστώ για την πρόσκλησή σας- γιατί είδα τον Δημόκριτο, τον σοφότατο, που διερεύνησε και κατάλαβε την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης, τον μόνο που έχει τη δύναμη να σωφρονίσει τους ανθρώπους.

Προστάτευε με στοργή, και με θυσίες, το σώμα σου

Μερικοί πολύ χρήσιμοι για τη ζωή, πρακτικοί κανόνες πού χρέος άλλα και συμφέρον έχει ο φρόνιμος άνθρωπος να τους προσέξει. Θα τους διατυπώσω αφού προτάξω ένα μικρό προοίμιο που αν δίνει την εντύπωση παραδοξολογίας, τούτο οφείλεται μόνο στη διατύπωση και όχι στο νόημά του.

Το σώμα μας έφτιαξε. Τα χέρια έκαναν το νου μας να ξυπνήσει και τη σκέψη μας να οργανωθεί. Αν τώρα ο νους προστάζει και τα χέρια εκτελούν, στην αρχή δεν ήταν έτσι τα πράγματα τα χέρια πρόσταζαν και ο νους εκτελούσε. Αυτά γύμνασαν, οδήγησαν, φώτισαν τη σκέψη μας. Αυτά μας δίδαξαν τις πρώτες μεθόδους: πως να συγκρατούμε, να χωρίζομε και να ενώνομε, δηλαδή να παρατηρούμε, να κρίνομε και να συλλογιζόμαστε.

Και τα πόδια μας εκίνησαν, μας έβγαλαν από την κατάσταση του φυτού. Μας μετατόπισαν στο χώρο και μας απελευθέρωσαν από τις «ρίζες». Κ’ έτσι μας έδωσαν την πρώτη αίσθηση της ελευθερίας.

Και το κεφάλι; Αυτό μας εσήκωσε ψηλά. Το σήκωμα προς τα απάνω, η όρθωση, έκανε τον άνθρωπο. Από την ώρα που ο μακρινός πρόγονος κατόρθωσε να σηκωθεί και να σταθεί στα δύο του πόδια με το κεφάλι ψηλά, είδε τον ουρανό και μέσα του ένιωσε την πρώτη του αγωνία. Αν τα χέρια μας εδίδαξαν πώς να σκεπτόμαστε, αν τα πόδια μας ελευθέρωσαν, το κεφάλι μας έδωσε τη μεταφυσικήν ανησυχία και ανάταση.

«Σέβον η το σώμα σου, τίμα το σώμα σου» θα είναι η πρώτη παραίνεση.

Αν το σώμα μας είμαστε εμείς, και όχι ένας άλλος που τον έχομε φορτωθεί όπως ο σαλίγκαρος το καυκί του, αν εδώ δεν υπάρχουν δύο: το όχημα και ο ήνίοχος, άλλα το ίδιο το όχημα είναι ο ηνίοχος ο και ο ίδιος ηνίοχος είναι το όχημα, τότε όποιος σέβεται και τιμά το σώμα του σέβεται και τιμά τον εαυτό του, και όποιος δεν σέβεται ούτε τιμά το σώμα του δεν σέβεται ούτε τιμά τον εαυτό του.

Σ’ αυτή την αλήθεια απάνω μπορεί να οικοδομήσει κανείς όχι μόνο μιαν υγιεινή αλλά και μιαν Ηθική. Διδάξετε τους νέους να σέβονται το σώμα τους και θα γίνουν ευπρεπείς δεν θα επιτρέψουν στην οκνηρία και στην ακρασία να ασχημύνει το κορμί τους. Διδάξετε τους να τιμούν το σώμα τους και θα γίνουν εγκρατείς δεν θα παραδίνονται στις βάναυσες ηδονές ή στις χρείες των άλλων. Γιατί και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση το σώμα εξευτελίζεται, γίνεται όργανο ταπεινό και ντροπιάζεται.

Θα συμβούλευα στον φρόνιμο όχι την κομψότητα άλλα τη χάρη .Η χάρη επιβάλλεται με τη φυσικότητα και την ειλικρίνεια, την άνεση που τη χαρακτηρίζει. Χαριτωμένος αξίζει να ονομάζεται εκείνος πού παρουσιάζει στο ντύσιμο, στις κινήσεις, στους τρόπους του μια τελειότητα με μεγάλην άνεση. Ακριβώς επειδή ή τελειότητα αυτή είναι τόσο άνετη, δίνει στους άλλους την εντύπωση της ευκολίας, έως ότου δοκιμάσουν και εκείνοι να τη μιμηθούν, οπότε καταλαβαίνουν πόσο δύσκολη είναι, γιατί όταν τού λείπει το τάλαντο (και εδώ το χάρισμα είναι απαραίτητο), με την προσπάθεια που κάνει κανείς για να τη φτάσει, τη χάνει. Αν έχει έναν εχθρό η χάρη, αυτός είναι η προσπάθεια.

«Η μηχανή με την εισβολή της στη ζωή σου θα παραμορφώσει, θα φθείρει το σώμα σου· μην παραδίνεσαι στους πειρασμούς της».

Η εκπληκτική πρόοδος της τεχνολογίας στους χρόνους μας έχει επιβάλει την τυραννία τού εργαλείου. Τα πρώτα εργαλεία πού κατασκεύασε ο άνθρωπος, για να αλλάξει το φυσικό περιβάλλον και να το προσαρμόσει στις ανάγκες του, ήταν προεκτάσεις και συμπληρώσεις των αισθητήριων οργάνων και των άκρων του, των χεριών και των ποδιών του. Έπρεπε να καλύψει αποστάσεις, να κάμψει αντιστάσεις, να επιτύχει δυσανάλογα προς τις φυσικές δυνάμεις του αποτελέσματα, να ασφαλιστεί από την πείνα, το ψύχος, το σκοτάδι, την αρρώστια, τους εχθρούς —και για τούτο επινόησε ολοένα πιο περίπλοκες, πιο σίγουρες, πιο αποδοτικές μηχανές.

Αλλά οι υπηρέτες αυτοί, με τον καιρό, απομακρύνθηκαν από τα ανθρώπινα σχήματα, ξεπέρασαν και τις άμεσες ανθρώπινες χρείες, και αντί να υπακούουν στη θέληση μας, πάνε να επιβάλουν το δικό τους νόμο στον τράχηλό μας. Το σώμα μας φθείρεται πρόωρα από τα προϊόντα τους(τις τροφές και τα ποτά πού παρασκευάζουν), τα όργανά μας ατροφούν, τα άκρα μας αχρηστεύονται από τις “ευκολίες” που προσφέρουν (στην πληροφοριοδότηση, στη μετακίνηση, στους λογαριασμούς μας).

Κάτω από την τυραννία τους ο άνθρωπος, αν δεν εξολοθρευτεί, κινδυνεύει να πάθει σωματικές αναπηρίες και αλλοιώσεις σε κλίμακα πού δεν εγνώρισε ως τώρα η ιστορία τού είδους, με αναπόφευκτη συνέπεια να στερηθεί, μαζί με τη χαρά της ζωής, και αυτήν ακόμη την προσωπικότητά του.

Πως να αντιδράσομε στον κίνδυνο; Μη μπαίνοντας απερίσκεπτα (σαν τα άμυαλα παιδιά) στον ζυγό της μηχανής μη αναγνωρίζοντας σ αυτήν το δικαίωμα να μας υποδουλώσει. Τα εργαλεία έγιναν για να καλυτερεύουν τη ζωή, να ελευθερώνουν τον άνθρωπο από τις ανάγκες πού τον πιέζουν όταν δεν τους δίνομε τη θέση που τους ταιριάζει, παρά τους επιτρέπομαι, χάρη στις ανέσεις πού μας προσφέρουν, να μας θυσιάζουν, έχομε ηττηθεί —όχι απ’ αυτά άλλα από την απερισκεψία μας.

Θα ήταν μωρός εκείνος που θα αποφάσιζε να συστήσει την επάνοδο στη δήθεν παραδεισιακήν απλότητα των πρωτογενών κοινωνιών (ακόμη κι αν ήταν τούτο κατορθωτό, που δεν είναι) το τίμημα στην πρόοδο άξιζε να πληρωθεί, και το πληρώσαμε. Δεν συμβουλεύω λοιπόν αυτό, άλλα τούτο μόνο: με τον τρόπο που θα οργανώσομε τη ζωή μας: το επάγγελμα, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία μας, τα όργανα της ελευθερίας να μη γίνουν όπλα καταδούλωσης.

Πολλές φορές η επιτυχία δεν εξαρτάται από μας, άλλοτε πάλι υπερβαίνει τις δυνάμεις μας. Ο καθένας όμως είναι υπεύθυνος για τις καταστάσεις που μπορεί να ελέγξει, και επειδή ελέγχομαι, ευτυχώς, πολλές ακόμη, η ολιγωρία θα μας καταλογιστεί. Γιατί, όπως εξηγήσαμε, δεν γίνεται να παραδοθεί το «σώμα» χωρίς να προδοθεί η ψυχή, ή να παραδοθεί ή «ψυχή» χωρίς να προδοθεί το «σώμα».

3. «Προστάτευε με στοργή, και με θυσίες, το σώμα σου (προλαβαίνοντας, όσο είναι δυνατόν, και στην ανάγκη επανορθώνοντας τη φθορά του) άλλα γνώριζε ότι η υγεία δεν είναι πάντοτε αγαθό, γίνεται αγαθό και ή αρρώστια δεν είναι πάντοτε κακό γίνεται κακό».

Η υγεία γίνεται αγαθό μόνο για κείνον πού μπορεί να τη χαρεί και να την αξιοποιήσει και η αρρώστια γίνεται κακό μόνο για κείνον που κρύβεται πίσω της για ν αποφύγει ευθύνες, ή βιάζεται να τη θεωρήσει οριστική καταστροφή και παραιτείται από τη σωτηρία. Ν’ αγρυπνούμε για να διατηρεί το σώμα μας την ακμή και την ισορροπία του όχι και να τρέμομε για την υγεία μας, τόσο που η περιφρούρησή της να γίνει η αποκλειστική έγνοια της ζωής μας μια τόσο υπερβολική προσήλωση είναι ήδη αρρώστια, ή τουλάχιστον η αρχή της αρρώστιας.

Ο υγιής δεν έχει λόγο να απασχολείται διαρκώς με την κατάσταση του σώματός του, ούτε βρίσκεται πάντοτε σε συναγερμό, για να προφτάσει τάχα το ατύχημα που πρόκειται να του συμβεί μοιάζει με τον καπετάνιο που δεν έχει κολλήσει στο τιμόνι, άλλα τριγυρνά στό πλοίο ξένοιαστος, γιατί ξέρει ότι κάθε άντρας του πληρώματος, από το ναυτόπαιδο έως τον υποπλοίαρχο, βρίσκεται στη θέση του και κάνει τη δουλειά του· θα τον φωνάξουν όταν χρειαστεί, και τότε θα τρέξει να προλάβει το κακό.

Δεν μας λείπει μόνο η αγωγή της υγείας, μας λείπει και η αγωγή της αρρώστιας. Με την πρώτη εισβολή τού εχθρού μας πιάνει πανικός, και έτσι οι ίδιοι ετοιμάζομαι τον όλεθρό μας· ή αρχίζαμε να βρίσκομε την ήττα μας συμφέρουσα, και την προεξοφλούμε για να μη χάσομε τίποτα από τα πιθανά κέρδη της. Του φρόνιμου ανθρώπου η στάση είναι και στην περίπτωση αυτή εντελώς διαφορετική. Όχι μόνο συμφιλιώνεται με την κακή κατάσταση της υγείας του (εάν παρ’ όλες τις προσπάθειές του δεν διορθώνεται παρά επιμένει, ή και χειροτερεύει), όχι μόνο υποφέρει μ’ εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια τα δεινά της αρρώστιας του, άλλα γίνεται ικανός και να επωφεληθεί από την αναπηρία του ωφελείται ο ίδιος απ’ αυτήν με τον αγώνα ν’ αποκτήσει ένα αγαθό πολυτιμότερο από την υγεία, ωφελεί και τους άλλους με την πιο εντατική χρησιμοποίηση των δυνάμεων πού ακόμα διαθέτει.

Όπως ή καλή υγεία μπορεί τούς απερίσκεπτους να τούς ζημιώσει γινόμενη εμπόδιο στην ανάπτυξη των προσόντων τους, επειδή τους ενθαρρύνει να σπαταλούν αλόγιστα τα φυσικά τους κεφάλαια, έτσι και η αρρώστια μπορεί, σε όσους ξέρουν να συντάξουν με γενναιοφροσύνη τη ζωή τους μεθοδεύοντας τις σωματικές τους αδυναμίες με υπομονή και προνοητικότητα, να γίνει όχι τροχοπέδη άλλα συνεργάτης.

Εμπόδισε τον van Gogh η σχιζοφρένεια, τον Ντοστογιέφσκι η επιληψία, τον Beethoven η βαρηκοΐα, τον Spinosa η φυματίωση— να προσφέρουν στην παιδεία μας τον πλούτο του πνεύματός τους; Δεν μεγαλούργησαν από την αρρώστια τους (όπως κακώς υποθέτουν εκείνοι που θεωρούν τη μεγαλοφυΐα αδελφή της αρρώστιας)· μεγαλούργησαν παρά την αρρώστια τους, συντροφεμένοι από την αρρώστια τους.

Δεν είναι λοιπόν (πάντοτε και με οποιουσδήποτε όρους) αγαθό η υγεία, ούτε είναι (πάντοτε και με οποιουσδήποτε όρους) κακό η αρρώστια. Γίνεται και η μία και η άλλη το ένα ή το άλλο κατά τον τρόπο και από τον τρόπο πού τις αντιμετωπίζει ό άνθρωπος στη ζωή του, κατά τον τρόπο και από τον τρόπο πού τις τοποθετεί μέσα στο πρόγραμμα των επιδιώξεων, στον κώδικα των σκοπών του.

Τόσο πιο σίγουρα ιππεύει το δίτροχό του και τόσο πιο γρήγορα τρέχει ο ποδηλάτης, όσο βλέπει πιο μακριά μπροστά του μόλις προσηλώσει το βλέμμα του κοντά και κοιτάξει τα πόδια του, χάνει την ισορροπία και πέφτει. Όταν αναφτερώνει τον νου μας ένα πρόγραμμα μακράς πνοής, έχομε λ.χ. αφιερωθεί στη διακονία μιας υψηλής ιδέας και επιστρατέψει όλες τις δυνάμεις μας για τη νίκη της, η υγεία παίρνει νόημα και άξια, ως μέσον για το σκοπό πού έχομε θέσει —και η αρρώστια, αν μας τύχει ένας τέτοιος κλήρος, περνάει στο δεύτερο επίπεδο. Δεν εξαλείφεται βέβαια· απλώς τη λησμονούμε.

Και κάποτε προχωρούμε πιο πέρα: την ευλογούμε που περιόρισε τις άλλες μας δραστηριότητες και μας επέτρεψε να αφοσιωθούμε σε ότι καλύτερο μπορούμε να προσφέρομε με τις δυνάμεις που μας απομένουν.

Αντίθετα, όταν δεν υπάρχει ο μακρινός στόχος, ή υγεία δεν χρησιμεύει ουσιαστικά σε τίποτα, και ή αρρώστια (όχι η βαριά, άλλα και ένας ασήμαντος ακόμη πονόδοντος) εξελίσσεται κάποτε σε τραγωδία.

—«Έδάμασε» λέμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις «τη σάρκα μας το πνεύμα» τούτο όμως το σχήμα λόγου είναι απατηλό, με τον δυϊσμό πού παρεισάγει. Καλύτερα να λέμε: η αρρώστια δεν κατάφερε να σπάσει την ενότητα της ψυχής με το σώμα μας, άλλα ίσα – ίσα έκανε πιο συμπαγή, αρμονικότερο—δημιουργικότερο — ευτυχέστερο, τον εαυτό μας την ώρα ακριβώς που διέτρεξε τον μέγιστο κίνδυνο —να διαλυθεί.

Λιαντίνης: Η ζωή μας είναι ένας τελεστήριος αγνισμός απάνου στη φλόγα της αρετής

«Το συντριβάνι του κόσμου είναι το θαύμα του απλού, που για να το βλέπουμε χρειαζόμαστε το καθαρό μάτι.

Και για να το ακούμε, πρέπει να κρατάμε έναυλα ώτα στην κουβέντα του Αϊνστάιν: Το πιο ακατανόητο πράγμα είναι ότι ο κόσμος είναι κατανοητός.»

«Την απόκρυψη και την καταφυγή από τον πανικό φόβο του θανάτου ο άνθρωπος την εβάφτισε θεούς και θρησκείες.

Και ζωή μετά θάνατο. Προπαντός αυτό.

Η πίστη στη ζωή μετά θάνατο είναι το σύστημα ανάρτησης, είναι η ραχοκοκαλιά όλων των θρησκειών.

Βρες μου μια θρησκεία, που ο ιδρυτής της να μην εστερέωσε το οικοδόμημα της απάνου στην θεμέλια πέτρα της πίστης για μια ζωή μετά θάνατο, κι εγώ θα σου δείξω πως η θρησκεία αυτή δεν έχει οπαδό ούτε τον ίδιο τον ιδρυτή της.»

«Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν.

Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του.»

«Και ο ρυθμός της φύσης είναι αθάνατος, γιατί δεν έχει μέσα του την ανοησία, την αδικία, την τυχαιότητα, τον εγωισμό και την τύφλα που έχει ο ρυθμός των κοινωνιών και της ιστορίας.

Όλα εκείνα τα άνθη του κακού, που ο Έγελος τα ‘βαλε στο βάζο της πρότασης : οι κοινωνίες είναι ένας απέραντος θίασος μεθυσμένων.»

«Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο.

Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη.

Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις.

Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο.

Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.»

«Η ζωή μας είναι ένας τελεστήριος αγνισμός απάνου στη φλόγα της αρετής.»

«Η εμορφιά είναι δύναμη νόησης.

Η εμορφιά δεν είναι απλά καμπύλες, και χρώτας, και λίκνισμα, και λαιμός και μαλλιά.

Η εμορφιά είναι δαιμονική κυριαρχία στον περίγυρο απο αιτίες απροσδιόριστες.

Είναι το “αμήχανον κάλος” που λέει ο Πλάτων.»

Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα

Είμαστε όλοι μας ονειροπόλοι

«…Γνωρίζω πως οι περισσότεροι άνθρωποι θα επικρίνουν το βιβλίο αυτό. Θα το θεωρήσουν έργο κάποιου φαντασιόπληκτου καλόγερου, κάποιου εξαγριωμένου ερημίτη ή κάποιου ασκητή που τον μεθάει η νηστεία και τον κατασπαράζει ο πυρετός. Θα το θεωρήσουν παραληρηματικό και σκοτεινό όνειρο, που το διαπερνούν λαμπρές αστραπές και τίποτε περισσότερο. Τέτοια ιδέα συνήθως σχηματίζουν για τους μυστικοπαθείς, και λησμονούν πως μόνον αυτοί είναι άρχοντες της βεβαιότητας. Επιπλέον, αν είναι αλήθεια πως ο καθένας είναι ένας Σαίξπηρ μέσα στα όνειρά του, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως και ο καθένας στην ζωή του δεν είναι ένας μυστικιστής ακατονόμαστος και απερίγραπτος, χίλιες φορές πιο μεταφυσικός από όσους περιτοιχίστηκαν με τις λέξεις… Ποια είναι η ενέργεια του ανθρώπου που το τελικό του ελατήριο δεν είναι μυστικοπαθές; Άλλωστε, δεν ξεκινούν όλα από την κρυφή μας ονειροπόληση; Υπάρχουν πράγματα πολύ πιο δυσνόητα και πιο αδιαπέραστα και μυστικοπαθή από αυτό το ταπεινό βιβλίο, που επιτέλους είναι και εξηγήσιμο, όπως όλα τα βιβλία, που δεν είναι παρά μυστήρια νεκρά, που ο ορίζοντάς τους δεν ανανεώνεται ποτέ…»
Μωρίς Μέτερλινκ, 1913

Η πραγματικότητα συμπαγής σαν κρύο μάρμαρο. Θελήσαμε κάποτε να την υπερβούμε, οι σύντροφοί μου κι εγώ. Βαλθήκαμε να εξηγήσουμε τις μεγαλύτερες αιτίες, πασχίσαμε να βάλουμε στίχους στο ανείπωτο, φτιάξαμε φτερούγες σαν τα πουλιά, ονειρευτήκαμε μέρη μακρινά, ποθήσαμε να γίνουμε αθάνατοι, και σταυροφόροι παράδοξων σχεδίων.

Πυροτεχνήματα οι ιδέες μας φωτίζουν μονάχα την πτώση τους, κι αν ποτέ βγήκες μια νύχτα ιδιαίτερη στο παράθυρό σου, και είδες εκείνη την μαυρίλα που μας κυκλώνει από παντού, το κατάλαβες, ταξιδεύουμε πάνω σε μια σχεδία γεμάτη όνειρα μέσα στην αχανή μαυρίλα του σύμπαντος, κι αγναντεύουμε από μακριά, από πολύ μακριά, τα θαμπά φώτα άγνωστων πολιτειών που δεν τις επισκέφτηκε ποτέ κανείς.

Πάμε στο Άγνωστο με βάρκα την Ελπίδα…

Κι αν υπάρχει στ’ αλήθεια μία μόνο μεγάλη συνωμοσία, τότε είναι εκείνη που μας κάνει να πεθαίνουμε, αυτή που θα καταπιεί την όμορφη και τραγική ιστορία μας και δεν θα την θυμάται πια κανείς. Θα είναι σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, εγώ, εσύ, όλοι μας, θα ξεχαστούμε όπως κατάπιε η Σαχάρα όλες τις αυτοκρατορίες κι έμεινε μόνο η άμμος να φτιάχνει τις νύχτες με τον άνεμο σχήματα και σύμβολα που δεν τα βλέπει κανείς. Κι όμως, είμαστε εδώ, τώρα, κι αν είναι γραφτό η μοίρα μας να είναι αυτή, τότε άραγε γιατί να φοβάσαι; Τί να φοβάσαι; Είμαστε όλοι ήδη πεθαμένοι, κι όμως είναι σαν να είμαστε ζωντανοί, καθόμαστε στο σπιτάκι μας και φοβόμαστε τα πάντα, κι αν υπάρχει μια ελπίδα για μάς, κάπως, κάπου, είναι να φτιάξουμε κάτι εκπληκτικό, να ζωγραφίσουμε με τη μικρή ζωή μας έναν ωραίο πίνακα, ένα μικρό και σεμνό δικό μας αριστούργημα, κάτι να στείλουμε εκεί έξω στην σιωπηλή μαυρίλα του χώρου και του χρόνου, κάτι που να στείλει μήνυμα σε τόπους και καιρούς μακρινούς πως κάποτε ήμασταν κι εμείς εδώ, κι αν δεν το λάβει ποτέ κανείς, ίσως να το λάβει κάποτε, κάπως, ο θεός.

Γιατί, τι άλλο να είναι ο θεός, αν δεν είναι αυτός που μένει μόνος στο τέλος όταν όλοι έχουν φύγει; Ναι, γι’ αυτό πρέπει να αγαπιόμαστε, γι’ αυτό πρέπει τα πάντα ν’ αγαπάμε, γιατί όλα θα χαθούν, δεν θα τα ξαναδούμε, δεν θα μας ξαναδούν, κι είναι όλα τόσο όμορφα, κι ο θεός δεν θα μας σώσει, θα μας είχε ήδη σώσει αν ήθελε, αλλά ίσως μπορεί να μάθει κάτι από εμάς, να μάθει κάποτε ότι ήμασταν κι εμείς εδώ και ήμασταν πολύ ωραίοι, εμείς, μαζί με τους αγαπημένους μας και μαζί με τα αγαπημένα μας πράγματα, που όλοι και όλα θα χαθούν και θα γίνουν αστρική σκόνη. Και, ίσως να έχουμε μία τελευταία ευκαιρία για το μικρό μας αριστούργημα…

Ά, να καβαλούσαμε μια ηλεκτρική καταιγίδα, να κλέβαμε το μαύρο τ’ ουρανού και το θαύμα από το βλέμμα του Φακίρη, και να πετούσαμε με το χαλί αθόρυβα πάνω από τις σκεπές, βροντές τα παράλογα τραγούδια μας θα σείουν την Οικουμένη. Τρελοί εφευρέτες των λογισμών μας, γεωμετρήσαμε το Άγνωστο, σε σάπια πλοία πειρατικά της θάλασσας των Σαργασσών, μεσ’ στην κοιλιά της φάλαινας και μεσ’ στον δούρειο ίππο, αόρατοι τις νύχτες με πανσέληνο καβάλα σε άλογο χλωμό, με μπέρτες που ανεμίζουν αστρόσκονη και λόγια μυθικά, με μια καρδιά σοφίτα γεμάτη μυστικά, κρησφύγετο υπέροχων συμμοριών.

Μικροί ονειρευτές του μεγάλου κόσμου, χωθήκαμε στα φυλλώματα σκοτεινών δασών μαζί με τους παράξενους λαγούς της νύχτας, κι ήπιαμε κρασί μαζί με τον χιονάνθρωπο των Ιμαλαίων και με τα ξωτικά μέσα στους λόφους της Ιρλανδίας. Τα γρανάζια της νύχτας γυρνούσαν μαζί με τ’ αστέρια, στα κάτοπτρά τους είδαμε τους αστροθεούς, μηνύματα από άλλους κόσμους κι οράματα μέσα στο πλανητάριο, μια αράχνη φτιάχνει το δίχτυ της απ’ το φεγγάρι μέχρι τα παράθυρά μας, πόσα ονόματα αλλάξαμε για να μην μας θυμούνται οι άνθρωποι; Τα όνειρα γαβγίζουν μεσ’ στα σπίτια μας τις νύχτες, ύαινες αόρατες οι ήττες μας που κλαίνε σαν χίλιες σμέρνες, κι η μουσική μας είναι η πιο παράφωνη που ακούστηκε ποτέ.

Όλους εμάς, οι άλλοι μας λένε ονειροπόλους (όταν δεν θέλουν απλώς να μας βρίσουν, να μας πουν ονειροπαρμένους ή φαντασιόπληκτους), και ξεχνούν ότι είμαστε εμείς ο Πόλος των Ονείρων.

Υπάρχει μια μαγική χώρα σε κάθε καρδιά, και ξεκινήσαμε μονάχοι να την βρούμε. Σκαρφαλώσαμε πάνω σε κατάρτια φαντασματικών πλοίων, ξιφομαχώντας με τους άπιστους και καβαλώντας μπάλες κανονιών, κρυφτήκαμε μέσα στα τραγούδια του Βάρδου και σε ψιθυριστές ιστορίες γύρω από το τζάκι, σε ημερολόγια χαμένων εξερευνητών και σε βιβλία που δεν γράφτηκαν ποτέ, πίσω από κάθε βιολί δαιμονικό που παίζει μεσ’ στην νύχτα, και σε κάθε κεραυνό που ξεφεύγει απ’ το αλεξικέραυνο, σε σπίτια χρόνων αλλοτινών και σε σπηλιές γεμάτες καθρέφτες, σε σκάλες που ξετυλίγονται σε σκοτεινά υπόγεια, αλλά και σε Ναυτίλους μυστικούς που εμβολίζουν τα καράβια, πέρα από κάθε παράθυρο με θέα και σε ασθένειες άγνωστες ή μυστικές, σε ναούς ξεχασμένων θεών και στα ξύλινα σπαθιά των αγοριών, στις πλεξούδες των κοριτσιών και στην θλίψη των αγγέλων, πολεμώντας με γίγαντες ανεμόμυλους και με κακές γοργόνες.

Αρπάζοντας από την χαίτη του το άλογο του ανέμου, χαθήκαμε μέσα στις γαλάζιες καταιγίδες του σύμπαντος, τυφώνες οι στίχοι μας ανακατεύουν την γενειάδα του Θεού γεμάτη άστρα και κομήτες που ταξιδεύουν σε άγνωστες τροχιές, σαν τραίνα νυχτερινά χωρίς σταθμάρχη, χωρίς προορισμό.

Φεύγουμε, λοιπόν, κι ας είναι πια αργά. Σας αποχαιρετούμε και φεύγουμε, στους αστροστόλους που ταξιδεύουν για την Ανδρομέδα, στις πλάτες των μονόκερων που τρέχουν για τον Παράδεισο, σ’ επαύλεις θολές που πλέουν στην θάλασσα της νύχτας, στον Άδη και σε γιορτές της άνοιξης πάνω στα φεγγάρια του Δία, στα εργαστήρια των αλχημιστών πίνοντας τα ελιξίρια, χορεύοντας με τα Γκόλεμ, στην πρωινή αύρα όταν θα ξημερώνει μια μέρα χίλια έτη φωτός μακριά από εδώ, κάτω από δυο ήλιους δίδυμους και με μια νέα ελπίδα πρωτάκουστη.

Α, να μην ήμασταν απλά ανθρωπάκια, να μπορούσαμε να φτιάξουμε έναν άνθρωπο θαυμαστό μέσα στο κεφάλι μας, τόσο θαυμαστό που να έβγαινε έξω, να τάραζε τα λιμνάζοντα νερά της πραγματικότητας, να τρόμαζε την μεγάλη συνωμοσία του σύμπαντος, οι άγγελοι να έσκυβαν για να του ψιθυρίσουν τι βλέπουν, να κάθονταν πάνω του τα πουλιά χωρίς να τον φοβούνται, όλοι να χαίρονται όταν τον συναντούν, και να έχει σ’ όλους κάτι θαυμαστό να πει, κάτι που να το θυμούνται για πάντα. Και, πάνω απ’ όλα, έναν άνθρωπο που να μην ονειρεύεται ποτέ, αλλά να ζει τα όνειρά του, κι εκείνα να τον ζουν, κι όλα να είναι ψέματα, όλα τα πράγματα του κόσμου, ν’ ανακαλύψει πως όλα ήταν ένα παραμύθι που κάποτε το διηγήθηκε κάποιος στον εαυτό του, ένα ωραίο και τρελό και περίτεχνο παραμύθι, όχι σαν εκείνα που διηγούνται οι γριές στα παιδιά για να κοιμηθούν…

Ονειροναύτες στα ίχνη των μεγάλων πλοηγών, θα χαθούμε κι εμείς όπως χάνονται τα πάντα, είναι η ιστορία του χασίματός μας που θα μείνει, για να την μάθουνε και να χαθούνε κι άλλοι κάποτε σαν κι εμάς, και να ‘ρθουν να μας βρούνε.

Όσο κι αν προσπαθούμε να το κρατάμε μυστικό από τον εαυτό μας, πρέπει κάποτε να μας αποκαλυφθεί: Είμαστε όλοι μας ονειροπόλοι. Είμαστε μοναχοί μας και ταξιδεύουμε στο Άγνωστο με βάρκα την Ελπίδα. Κι αν μπορούμε να κρατήσουμε ένα ημερολόγιο, ένα βιβλιαράκι γεμάτο όνειρα και σκέψεις, σχέδια και σκόρπια μυστικά, ιδέες και χάρτες, συμπεράσματα και συντεταγμένες, φαντασίες και εμπνεύσεις, αν μπορούμε να τα καταγράψουμε όλα αυτά ή όσα περισσότερα μπορούμε:

Να ένα μήνυμα μέσα σ’ ένα μπουκάλι για να το στείλουμε στο Άγνωστο, με άγνωστο παραλήπτη κάποιον συνταξιδιώτη μας, κάποιον που επιτέλους να καταλαβαίνει ότι είμαστε όλοι μας μέλη μιας ακατονόμαστης αδελφότητας που ταξιδεύει στο Χρόνο, της αδελφότητας των Ονειροπόλων, εκείνων που θέλησαν ν’ ακολουθήσουν τα όνειρά τους και βρέθηκαν τελικά να τους ακολουθούν τα όνειρα παντού, όπου κι αν πάνε, και να τους ζητάνε με ψιθυριστές φωνές να τα διασώσουν στο χαρτί.

Ξέρουμε ότι τα περισσότερα όνειρά μας δεν θα γίνουν αληθινά. Δεν θα γίνουν ποτέ αληθινά. Κι όμως, συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε.

Αυτό και μόνο, λέει πολλά, και δεν είναι τόσο παράδοξο όσο ακούγεται. Έχουμε μάθει ότι τα όνειρά μας είναι σημαντικά όχι γιατί γίνονται αληθινά, αλλά γιατί μας οδηγούν σε μέρη που ποτέ δεν θα πηγαίναμε αλλιώς, και μας διδάσκουν πράγματα που ποτέ δεν ξέραμε ότι μπορούσαμε να μάθουμε…

Η ζωή μου είναι οι σκέψεις μου

Η ζωή είναι πολύ απλή. Ό, τι δίνουμε- αυτό και λαμβάνουμε.

Εμείς είμαστε υπεύθυνοι 100% για όλα τα γεγονότα, που συμβαίνουν στην ζωή μας- τα πιο ευχάριστα και τα πιο άσχημα. Η κάθε μας σκέψη δημιουργεί το μέλλον μας.

Όλα τα γεγονότα δημιουργούνται από εμάς τους ίδιους με την βοήθεια των σκέψεων και των αισθημάτων μας. Το νόημα, που εμείς βάζουμε στις σκέψεις μας και τα λόγια μας φέρουν αυτό, που εμείς βιώνουμε στην ζωή μας.

Εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε τις συγκεκριμένες καταστάσεις στην ζωή μας και μετά καταναλώνουμε τις δυνάμεις μας, βρίζοντας τους άλλους ανθρώπους η στέλνοντας τις κατάρες στις συνθήκες, που μας εμποδίζουν.

Η αιτία όλων των δεινών μας και της πραγματικότητάς μας είμαστε εμείς οι ίδιοι.

Μπορούμε να πούμε, ότι:

ΕΓΩ = ΕΓΩ + ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΜΟΥ

Εάν ο νους μας είναι αρμονικός και ισορροπημένος, τότε στην ζωή μας εμείς θα βρίσκουμε ακριβώς το ίδιο.

Προσπαθήστε να εντοπίσετε, ποιο χαρακτηριστικό με το πλέον παραστατικό τρόπο σας περιγράφει;

1. «Οι άνθρωποι κοιτούν να μου κάνουν κακό».

2. «Όλοι θέλουν το καλό μου και προσπαθούν να βοηθήσουν στην λύση των προβλημάτων μου».

Αυτό, που εμείς πιστεύουμε- γίνεται η πραγματικότητά μας.

Το υποσυνείδητό μας υλοποιεί τις σκέψεις μας, τις ορμές, τις επιθυμίες, στην ουσία λέγοντάς μας, ότι εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε τις σκέψεις μας.

Έχουμε πολύ μεγάλη δυνατότητα της επιλογής.

Οι Δυνάμεις της Ζωής ποτέ δεν μας κρίνουν, ούτε μας κατακρίνουν. Μας αποδέχονται έτσι, όπως είμαστε. Μετά οι Δυνάμεις Αυτές αντανακλούν τις πεποιθήσεις μας αυτόματα.

Εάν εσείς προτιμάτε να θεωρείτε, ότι στην ζωή σας είσαστε μόνοι και δεν σας αγαπάει κανείς, τότε ακριβώς αυτό θα λάβετε στην ζωή σας.

Αν όμως θα αρχίσετε να συγκεντρώνεστε στις θετικές σκέψεις, τότε θα φανεί το ανάλογο αποτέλεσμα.Θα μεταμορφωθεί όλη η ζωή, η ύπαρξη σας θα γεμίσει με το καινούριο νόημα, που θα φέρει την χαρά της ύπαρξης.

Αλλά ας δούμε, από πού προέρχονται οι σκέψεις μας, που αυτές σχηματίζονται, ποια είναι η πηγή τους;

Βέβαια, είναι κατανοητό, ότι ο λόγος γίνεται για την παιδική ηλικία.

Στην παιδική ηλικία μας ανοίγεται η ζωή, στην παιδική ηλικία εμείς μαθαίνουμε για την ζωή από τις αντιδράσεις των ενηλίκων.

Εάν σας έτυχε να ζήσετε με ανθρώπους, που δεν ήσαν ευτυχισμένοι, ήσαν κακιωμένοι η ένιωθαν ένοχοι, τότε εσείς μάθατε πολλά αρνητικά πράγματα στην ζωή ως προς τον εαυτόν σας και προς τον γύρω κόσμο.

Συνηθίσατε να σκέφτεστε για τον εαυτό σας αρνητικά, να τοποθετείτε τον εαυτό σας στο αρνητικό πεδίο ενέργειας των σκέψεών σας:

«Είμαι συνεχώς ένοχος», «Ποτέ μου δεν κάνω τίποτε το σωστό», «Με θεωρούν κακό άνθρωπο».

Είναι πολύ φυσικό οι σκέψεις αυτές να σας δημιουργήσουν μια ζωή, γεμάτη απογοητεύσεις.

ΟΤΑΝ ΕΜΕΙΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΜΕ, ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Η ΤΑΣΗ ΝΑ ΑΝΑΠΑΡΑΓΟΥΜΕ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΓΥΡΟ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑΣ.

Πρόκειται για τον φυσικό νόμο της εξέλιξης και είτε το θέλουμε, είτε όχι, αυτός ο νόμος λειτουργεί.

Στις προσωπικές μας σχέσεις, στις σχέσεις με τους προϊσταμένους και τους συναδέλφους εμείς αναπαράγουμε τις σχέσεις, που έχουν δημιουργηθεί με τους γονείς μας.

Φερόμαστε με την ακρίβεια έτσι, όπως μας φέρονταν οι γονείς μας. Βρίζουμε και τιμωρούμε τους εαυτούς μας έτσι, όπως μας έβριζαν και μας τιμωρούσαν οι γονείς μας.

Επίσης αγαπάμε τους εαυτούς μας έτσι, όπως μας αγαπούσαν, όταν ήμασταν παιδιά.

ΑΛΛΑ ΕΓΩ ΔΕΝ ΒΡΙΖΩ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ.

Όλοι μας είμαστε τα θύματα των θυμάτων και αυτοί (οι γονείς μας) δεν μπορούσαν να μας μάθουν κάτι, που οι ίδιοι δεν γνώριζαν.

Εάν η μητέρα σας δεν ήξερε πώς να αγαπάει τον εαυτό της η ο πατέρας σας δεν ήξερε πώς να αγαπάει τον εαυτό του, τότε είναι απολύτως φυσικό αυτοί να μην ήξεραν να σας μάθουν να αγαπάτε τον εαυτό σας.

Ρωτήστε τους γονείς σας για τα παιδικά τους χρόνια και θα τους καταλάβετε καλλίτερα και αν θα τους ακούτε με συμπόνια, εσείς θα καταλάβετε την πηγή του φόβου τους και την στάση τους προς την ζωή.

Οι άνθρωποι, που σας «προκάλεσαν τον πόνο», ήσαν οι ίδιοι τρομοκρατημένοι, όπως είσαστε εσείς τώρα.

Εμείς σχηματίζουμε τις πεποιθήσεις μας στην παιδική ηλικία και μετά πορευόμαστε στην ζωή, αναπαράγοντας τις καταστάσεις, που ταιριάζουν στις πεποιθήσεις μας.

Κοιτάξτε πίσω την ζωή σας και θα δείτε, ότι ουσιαστικά εσείς δημιουργείτε την ίδια πάλι κατάσταση με διαφορετικές αποχρώσεις και εκδοχές.

Και η κατάσταση αυτή είναι η υλοποίηση των δικών σας υποσυνείδητων ροπών.

Γι’ αυτό, πρέπει να ξέρετε καλά, ότι

ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ – ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΤΙΓΜΗ.

Τα πάντα ανεξαιρέτως γεγονότα στην ζωή σας μέχρις αυτής της στιγμής ήσαν δημιουργημένα από σας τους ίδιους με την βοήθεια των πεποιθήσεών σας, πάνω στην εμπειρία σας.

Τα γεγονότα δημιουργούνταν από τις σκέψεις σας και τα λόγια σας, που χρησιμοποιούσατε χθες, την προηγούμενη εβδομάδα, τον προηγούμενο μήνα, τον προηγούμενο χρόνο, 10, 20, 30, 40 χρόνια πριν, αναλόγως της ηλικίας σας.

Όμως όλα αυτά ήταν στο παρελθόν. Το σημαντικό τώρα είναι η επιλογή σας, η επιλογή των σκέψεων, των λέξεων, της πίστης. Να θυμάστε, ότι ακριβώς και πριν απ’ όλα οι σκέψεις σας και τα λόγια σας δημιουργούν το μέλλον σας.

Η παρούσα στιγμή είναι εκείνη η αφετηρία, από την οποία εσείς κάνετε το άλμα προς το δικό σας αύριο.

Σημειώστε τι σκέφτεστε αυτήν την στιγμή, όταν διαβάζετε αυτά τα λόγια.

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΤΕ- ΕΙΝΑΙ Η ΣΚΕΨΗ ΣΑΣ. Η ΣΚΕΨΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΜΕ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΤΡΟΠΟ.

Δεν έχει σημασία η φύση του προβλήματός σας, το πρόβλημά σας είναι η αντανάκλαση της πορείας των σκέψεών σας.

Π.χ. σας εμφανίζεται η σκέψη:

«Είμαι ένας άχρηστος άνθρωπος».

Η σκέψη αυτή προκαλεί αμέσως ως απάντηση το αίσθημα, που επιδρά ενδόμυχα, αλλά πολύ κυριαρχικά πάνω σε όλη την ύπαρξή σας και η προσωπικότητά σας αυθόρμητα αναπτύσσεται ειδικά προς αυτήν την κατεύθυνση.

Αλλά είναι στο χέρι σας εδώ και τώρα, αυτήν την στιγμή να απορρίψετε αυτήν την σκέψη και η μοίρα σας θα κινηθεί προς άλλη κατεύθυνση.

Γι’ αυτό ελάτε από δω και τώρα να απελευθερωνόμαστε από τις αρνητικές μας σκέψεις, διότι η βασική πηγή των προβλημάτων μας και των δεινών μας- είναι το μίσος προς τον εαυτό μας και το αίσθημα της ενοχής ποικίλου βαθμού.

Αν η ζωή σού μοιάζει σκοτεινή και δυστυχισμένη είναι επειδή τη ζεις με λάθος τρόπο

Διαμορφωνόμαστε από αυτό που κάνουμε. Οι πράξεις μας τελικά είναι εκείνες που μας φτιάχνουν. Αυτό που κάνουμε σι­γά σιγά γίνεται ο δημιουργός της ζωής μας και της ψυχής μας. Αυτό που κάνουμε στη ζωή αποφασίζει το πώς δημιουργούμε τους εαυτούς μας. Αυτό που είναι η συμπεριφορά μας στη ζωή αποφασίζει τις κατευθύνσεις στις οποίες θα ταξιδέψει η ψυχή μας, τα μονοπάτια που θα διασχίσει, τους νέους κόσμους που θα εξερευνήσει.

Αν γνωρίζαμε ότι η συμπεριφορά μας στη ζωή μάς δημιουργεί, τότε ίσως η άποψη ότι η ζωή είναι μάταιη και ανώφελη να φαινόταν παρεξηγημένη. Τότε ίσως η ιδέα να αποδεχτούμε ότι η ζωή είναι ένα βάσανο να έμοιαζε λάθος. Τότε ίσως η στάση μας κατά της ζωής να μας φαινόταν άθρησκη.

Αλλά μέχρι τώρα, στο όνομα της θρησκείας έχουμε διδαχτεί μόνο την άρνηση της ζωής. Μέχρι τώρα η πραγματικότητα είναι ότι όλη η θρησκεία είναι προσανατολισμένη προς τον θάνατο αντί να είναι προσανατολισμένη προς τη ζωή. Σημασία για τις θρησκείες έχει αυτό που έρχεται μετά τον θάνατο, όχι αυτό που είναι πριν από τον θάνατο. Ως τώρα, η άποψη των θρησκειών ήταν να σεβόμαστε τον θάνατο, όχι τη ζωή. Δεν μπορούμε να βρούμε ποτέ σεβασμό για τα λουλούδια της ζωής· παντού υπάρχουν μόνο ευλογίες και σεβασμός για νεκρά λουλούδια, μαραμένα λουλούδια, λουλούδια που έχουν πάει στους τάφους τους.

Μέχρι τώρα, όλος ο θρησκευτικός συλλογισμός έχει ασχοληθεί με αυτό που υπάρχει μετά τον θάνατο – παράδεισος, σωτηρία, νιρβάνα, λες και αυτό που υπάρχει πριν από τον θάνατο δεν έχει καμία σημασία. Θέλω να σας πω ότι αν δεν είστε σε θέση έστω και να φροντίσετε αυτό που υπάρχει πριν από τον θάνατο, δεν θα μπορέσετε ποτέ να φροντίσετε αυτό που έρχεται μετά τον θάνατο. Αν αυτό που είναι εδώ, πριν τον θάνατο, θεωρείται ότι δεν έχει νόημα, δεν μπορείτε να αναπτύξετε ποτέ την ικανότητα να βρείτε νόημα σε αυτό που έρχεται μετά τον θάνατο.

Η προετοιμασία για τον θάνατο πρέπει να γίνει μέσω όλων όσων υπάρχουν εδώ στη ζωή. Αν υπάρχει ένας άλλος κόσμος μετά τον θάνατο, θα βρούμε και εκεί μόνο αυτό που έχουμε δημιουργήσει και έχουμε ζήσει σε αυτή τη ζωή. Όμως ως τώρα το μόνο πράγμα που μας λένε είναι να περιφρονούμε αυτή τη ζωή, να αγνοούμε αυτή τη ζωή.

Δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από την ίδια τη ζωή. Δεν μπορεί να υπάρξει. Θέλω επίσης να πω ότι το να πασχίζουμε για την τελειοποίηση της τέχνης της ζωής σημαίνει να πασχίζουμε για την τελειοποίηση της τέχνης της θρησκευτικότητας και το να βιώνουμε την απόλυτη αλήθεια σε αυτή τη ζωή είναι το πρώτο βήμα προς την επίτευξη του απόλυτου. Εκείνος που χάνει αυτή τη ζωή είναι σίγουρο ότι θα χάσει και όλα τα άλλα.

Ωστόσο, η προσέγγιση ως τώρα ήταν ακριβώς η αντίθετη. Αυτή η προσέγγιση σας ζητάει να απαρνηθείτε τη ζωή, να απαρνηθείτε τον κόσμο. Δεν σας ζητάει να ψάξετε στη ζωή, δεν σας ζητάει να μάθετε την τέχνη της ζωής. Επίσης δεν σας λέει ότι ο τρόπος που βιώνετε τη ζωή εξαρτάται από το πώς τη βλέπετε. Αν η ζωή μοιάζει σκοτεινή και δυστυχισμένη είναι επειδή τη ζείτε με λάθος τρόπο. Αυτή η ίδια ζωή μπορεί να γίνει μια βροχή ευτυχίας αρκεί να ξέρετε τον σωστό τρόπο να τη ζείτε.

Θρησκεία αποκαλώ την τέχνη του να ζεις. Η πραγματική θρησκεία δεν είναι μια άρνηση της ζωής, είναι μια σκάλα για να κατεβαίνεις βαθιά μέσα στη ζωή. Η πραγματική θρησκεία δεν είναι να γυρίζει κανείς την πλάτη του στη ζωή, είναι να ανοίγει τα μάτια του στη ζωή. Θρησκεία δεν είναι απόδραση από τη ζωή· θρησκεία είναι ο πλήρης εναγκαλισμός της ζωής. Είναι μια ολοκληρωτική συνάντηση με τη ζωή.

FERNANDO PESSOA: Το θαύμα της ζωής

Μπορεί να έχετε ελαττώματα, να ζείτε ανήσυχοι και μερικές φορές να θυμώνετε, αλλά ποτέ να μην ξεχνάτε ότι η ζωή σας είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση στον κόσμο. Και μπορείτε να τη διαφυλάξετε από την χρεωκοπία.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σας χρειάζονται, σας θαυμάζουν και σας επευφημούν.

Εύχομαι να θυμάστε πάντα ότι το να είστε ευτυχισμένοι δεν προϋποθέτει έναν ουρανό χωρίς καταιγίδες, μονοπάτια χωρίς ατυχήματα, εργασία χωρίς κόπωση, σχέσεις χωρίς απογοήτευση.

Η ευτυχία είναι η εξεύρεση δύναμης στη συγχώρεση, η ελπίδα στις μάχες, η ασφάλεια στον φόβο, η αγάπη στις διαφωνίες.

Η ευτυχία δεν εκτιμά μόνο τα χαμόγελα, αλλά αντανακλάται και στη θλίψη.
Δεν είναι μόνο ο εορτασμός της επιτυχίας, αλλά και τα μαθήματα από τις αποτυχίες.
Όχι μόνο η χαρά του χειροκροτήματος, αλλά και η χαρά της ανωνυμίας.

Η ευτυχία αναγνωρίζει ότι τη ζωή αξίζει να τη ζείτε, παρά τις προκλήσεις, τις παρεξηγήσεις και τις περιόδους κρίσης.

Η ευτυχία σημαίνει πως πλέον δεν είστε θύμα των προβλημάτων και σας ζητά να γίνετε συγγραφείς της ίδιας της ιστορίας. Είναι πέρασμα από ερήμους που βρίσκονται έξω από τον εαυτό σας, ενώ είστε σε θέση να βρείτε μια όαση στο μυστικό της ψυχής σας.

Να ευχαριστείτε κάθε πρωί για το θαύμα της ζωής.

Ευτυχία είναι να μην φοβάστε τα συναισθήματά σας. Είναι να ξέρετε πώς να μιλήσετε στον εαυτό σας.
Είναι το θάρρος να ακούσετε το “Όχι” και να είστε γεμάτοι αυτοπεποίθηση αν λάβετε κριτική, αν και μερικές φορές μπορεί να είναι αναληθής.

Ευτυχία είναι να αφήσουμε το παιδί που ζει μέσα μας να ζει ελεύθερο, ευτυχισμένο και απλό.

Η ευτυχία έχει την απαιτούμενη ωριμότητα να πει «έκανα λάθος».
Έχει το βασικό θάρρος να πει “συγχωρέστε με”.
Έχει την απαραίτητη ευαισθησία να πει “σε χρειάζομαι”.
Είναι σε θέση να πει “σ ‘αγαπώ”.

Έχει την ταπεινότητα της δεκτικότητας.

Θέλω η ζωή να είναι μία εστία ευκαιριών και να είστε ευτυχισμένοι. Και όταν απομακρύνεστε, ξεκινήστε ξανά. Με αυτόν τον τρόπο, θα διαπιστώσετε ότι το να είστε ευτυχισμένοι δεν σημαίνει ότι πρέπει να έχετε τέλεια ζωή, αλλά πως αξιοποιώντας τα δάκρυα ποτίζετε την ανοχή.
Αξιοποιώντας τις απώλειες βελτιώνετε την υπομονή.
Αξιοποιώντας τις αποτυχίες προσεύχεστε.
Αξιοποιώντας τα εμπόδια ανοίγετε νέα παράθυρα του νου.

Ποτέ μην εγκαταλείπετε την ελπίδα.
Ποτέ μην εγκαταλείπετε τους ανθρώπους που αγαπάτε.
Ποτέ μην σταματάτε να είστε ευτυχισμένοι, γιατί η ζωή είναι ένα εμπόδιο χωρίς σταματημό, ακόμα κι αν σας δίνει δεκάδες λόγους για να κάνετε το αντίθετο.

Πέτρες στο δρόμο; Τις κρατώ όλες … μία μέρα θα χτίσω ένα κάστρο!

ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ

ΕΝΟΧΗ

Η ενοχή είναι το αντίστροφο τou θυμού. Αισθανόμαστε θυμό όταν μας προσβάλλει κάποιος. Αισθανόμαστε ενοχή όταν εμείς προσβάλλουμε κάποιον, ή παραβιάζουμε κανόνες. Μπορώ να απαριθμήσω δέκα τουλάχιστον διαφορετικές αποχρώσεις αυτού του καταστροφικού συναισθήματος, πέρα από την ενοχή που αισθάνομαι όταν δεν τηρώ μια δέσμευσή μου. Απλώς για να θυμηθούμε μερικές, σκεφτείτε την ενοχή που μπορεί να νιώσετε αν καθυστερήσετε στη δουλειά σας, ή όταν δεν προλαβαίνετε μια διορία. Ας μην ξεχνάμε και την ενοχή που μπορούν να σας «φορτώσουν» οι γονείς σας αν αμελήσετε να τους τηλεφωνήσετε για πάνω από μία εβδομάδα, ή επιλέξετε να ζήσετε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά τους. Ακόμη, έχουμε την ικανότητα να φορτίζουμε τον εαυτό μας με ενοχές για κάτι που κάναμε, αλλά και που δεν κάναμε: για το ότι δεν πήγαμε στο μάθημα της γιόγκα, ας πούμε, ή για το ότι δεν αντισταθήκαμε σ’ εκείνα τα ακαταμάχητα τραγανά πατατάκια, ή για το ότι δεν κόψαμε το κάπνισμα. Επίσης, αν ξεχάσουμε να απαντήσουμε σε ένα σημαντικό μέιλ μπορεί να βασανιζόμαστε από ενοχές για μια ολόκληρη εβδομάδα. Μας τρώνε οι ενοχές και όταν αισθανόμαστε ότι αγνοήσαμε τους συνεργάτες μας, ή τους φερθήκαμε απότομα, ή ακόμη και όταν είμαστε πιο επιτυχημένοι από αυτούς. Πολλοί, μάλιστα, φτάνουν στο σημείο να αισθάνονται ενοχές επειδή είναι ευτυχισμένοι!

Χρησιμοποιούμε, επίσης, την ενοχή για να χειριστούμε τους άλλους. Μπορούμε να γεμίσουμε με ενοχές έναν υπάλληλό μας για τα λάθη που έκανε, ή να αναγκάσουμε ένα μέλος της οικογένειάς μας να αισθάνεται ενοχές επειδή απαιτεί υπερβολικά πολλά ή προσφέρει υπερβολικά λίγα. Για τους θρησκευόμενους, η ενοχή είναι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο φρουρός όλων των πράξεων τους. Και η λίστα με τις διαφορετικές αποχρώσεις της ενοχής, δεν τελειώνει εδώ.

Σε καθημερινή βάση, και με την πάροδο του χρόνου, το φορτίο της ενοχής αυξάνεται αδιάκοπα και ριζώνει τόσο βαθιά μέσα μας, ώστε γίνεται σχεδόν αδύνατον να το εξαλείψουμε.

Η ενοχή μάς φορτίζει με φόβο. Η ενοχή κατατρώει. Δαγκώνει. Επιτίθεται ανελέητα. Μοιάζει με βαρύ φορτίο. Τέτοιες είναι οι μεταφορές που της αρμόζουν.

Ανεξάρτητα του πόσο έντονη αισθανόμαστε σε προσωπικό επίπεδο την πίεση της ενοχής, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ξοδεύουμε -ή μάλλον χάνουμε- πολύ χρόνο κλωθογυρίζοντας την στο μυαλό μας. Φανταστείτε για λίγο μια ζωή -την κοινωνική και διαπροσωπική ζωή σας- κενή από οποιαδήποτε μορφή ενοχής. Αν δεν έχετε ήδη απορρίψει τούτη τη σκέψη ως γελοία, και λαμβάνετε σοβαρά υπόψη σας τη δυνατότητα μιας ζωής χωρίς ενοχές, πιθανότατα θα σκεφτείτε: πόσο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθα! Αν αναλογιζόμασταν όλες τις διαφορετικές περιστάσεις και συνθήκες που μπορούν να γεννήσουν ή να παρατείνουν τις ενοχές, σίγουρα θα κερδίζαμε πολύ χρόνο και το μυαλό μας θα ηρεμούσε.

Ωστόσο, αν δεν νιώθαμε, ή δεν μπορούσαμε να νιώθουμε ενοχή, θα κάναμε διαρκώς λάθη. Δεν θα είχαμε κανένα κίνητρο να τροποποιήσουμε ή να βελτιώσουμε τη συμπεριφορά μας. Θα περιφρονούσαμε οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής ή ηθικής νόρμας, θα παραβλέπαμε τις συνέπειες των πράξεών μας. Οι μπαζωμένοι δολοφόνοι μάχονται με τις ενοχές τους μέχρι το τέλος της ζωής τους. Αντιθέτως, οι ψυχοπαθείς δεν αισθάνονται συχνά ενοχές. Συνεπώς, βιολογικά, η ενοχή έχει εξελιχθεί σε ένα κοινωνικό διορθωτικό εργαλείο που διασφαλίζει ότι δεν θα συμβούν ή δεν θα επαναληφθούν ορισμένες πράξεις. Σμιλεύει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Περιορίζει το προσωπικό συμφέρον και δημιουργεί χώρο για αλτρουιστικές και κοινωνικά ωφέλιμες πράξεις. Το αίσθημα της ενοχής είναι δυσάρεστο, διαρκές και εξαλείφεται δύσκολα, ωστόσο εμπνέει πράξεις που αποσκοπούν στην επανόρθωση μιας ζημιάς (για παράδειγμα, μια συγγνώμη) και επιχειρεί να σταματήσει, να αποτρέψει ή να αντισταθμίσει τις συνέπειες μιας προσβολής. Συνεπώς, η ενοχή αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για να ενεργούμε με ηθικά και κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους και να διορθώνουμε τη διαγωγή μας.

Fr. Nietzsche: η φιλοσοφία των Ελλήνων χτες και σήμερα

Φρίντριχ Νίτσε: 1844-1900

Γιατί οι Έλληνες;

§1

Ο Νίτσε είναι εκείνος ο στοχαστής της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, που στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, με έμφαση στους Προσωκρατικούς, έχει αναζητήσει την πηγή της σκέψης του, αλλά και τη βάση της αντιπαράθεσής του με τη δυτική μεταφυσική. Αυτό σημαίνει ότι το ενδιαφέρον του για τη συγκεκριμένη φιλοσοφία είναι διαρκές και έντονο. Απέναντι στη δίνη, αλλά και την οδύνη του σύγχρονου χαοτικού πνευματικού μας πολιτισμού ο Νίτσε επιχείρησε να ορθώσει έναν αυθεντικά ριζοσπαστικό, εν πολλοίς αφοριστικό και πάντοτε παραγωγικό λόγο. Αυτός ο λόγος εισέρχεται στη ζωή μας σήμερα ως μια ακαταμάχητη αναδιάταξη του αρχαίου ελληνικού λόγου υπό τη μορφή της πιο επίκαιρης πολεμικής σκέψης. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας σκέψης προκύπτει από το γεγονός ότι ο σημερινός άνθρωπος βιώνει, όσο κανένας άλλος προγενέστερός του, την απόλυτη διάλυση αρχών, αξιών, κανόνων ζωής, επιθυμητών επιλογών κ.λπ. Είναι ένας ηττημένος ψυχικά, υπαρκτικά, κοινωνικά και πολιτικά άνθρωπος με δυο μόνο δυνατότητες μπροστά του:

1. να παραδεχτεί την ήττα του χωρίς διάθεση για αντί-σταση. Αυτός είναι ο αδύναμος ή αγελαίος, όπως λέει ο Νίτσε, άνθρωπος, που εκλιπαρεί τους πολιτικούς του δουλοκτήτες να του χαρίζουν λίγη δουλική ανάπαυση, ώστε «να πάρει τέλος ο πόλεμος που είναι ο ίδιος» (Πέραν του καλού και του κακού, KSA 5, σ. 120).

2. ή να αντλήσει από την πολεμική σκέψη, που είναι η αδούλωτη πτυχή του Είναι του, το δικαίωμα, αλλά και τη δύναμη να διεκδικήσει το παρόν και το μέλλον ως τη δική του βούληση ενάντια στους

«φιλειρηνικά εργατικούς δημοκράτες και τους ιδεολόγους της επανάστασης, πιο πολύ ακόμη τους ηλίθιους φιλοσοφίσκους και φανατικούς της αδελφοσύνης, που αυτο-αποκαλούνται σοσιαλιστές και επιθυμούν την “ελεύθερη κοινωνία”, και όλοι μαζί συν-εργάζονται στη θεμελιακή και ενστικτώδη εχθρότητα ενάντια σε κάθε άλλη μορφή κοινωνίας εκτός από εκείνη της αυτόνομης αγέλης» (ό.π., σ. 125).

§2

Για να προετοιμάσει ο Νίτσε το κατάλληλο φιλοσοφικό εγχείρημα, που θα οδηγήσει τον σύγχρονο άνθρωπο πέρα από τις α-νοησίες των φιλοσοφίσκων και των καθεστωτικών τους εναγκαλισμών και προς τα πιο γόνιμα πνεύματα της ιστορίας, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, μεταξύ των άλλων, στους Έλληνες. Γιατί; Επειδή

«το ύφος ενός Ηράκλειτου, ενός Πλάτωνος, ενός Εμπεδοκλή ή όποιο όνομα κι αν είχαν εκείνες οι βασιλικές και επιβλητικές, μοναχικές μορφές του πνεύματος» (ό.π., σ. 131)

μπορεί να αποτινάξει τη

«μιζέρια της τωρινής φιλοσοφίας, που έχει καταστρέψει το σεβασμό για τη φιλοσοφία και άνοιξε τις πύλες στα χυδαία ένστικτα» (ό.π.).

Ο Νίτσε μπορεί και εκφράζεται έτσι, επειδή καθ’ όλη τη φιλοσοφική του διαδρομή διατηρούσε έντονο το ενδιαφέρον του για τους Φιλοσόφους της Ελλάδας και ειδικά για τους Προσωκρατικούς ή, όπως ο ίδιος τους αποκαλούσε, τους Προπλατωνικούς. Τι προσδοκούσε απ’ αυτή τη σκέψη των πρώτων Ελλήνων; Σίγουρα όχι κάποια πληροφοριακή ή ιστοριογραφική γνώση ή κάποιο «μεγάλο σφάλμα» (KSA 1, σ. 801), που θα χρειαζόταν αναίρεση ή θα αποτελούσε αφορμή για ένα αντι-λογικό, μοντερνιστικής υφής, κουβεντολόι. Απεναντίας, όπως ο ίδιος τονίζει με λαγαρό ύφος, ζητούσε

«να φωτιστεί εκείνο που πρέπει πάντοτε να αγαπάμε και να σεβόμαστε και το οποίο καμιά μεταγενέστερη γνώση δεν μπορεί να μας αφαιρέσει βίαια: ο μεγάλος άνθρωπος» (ό.π., σ. 802).

§3

Ο μεγάλος άνθρωπος, συνεχίζει ο φιλόσοφος, διάγει το βίο του στο βασίλειο της σκέψης σε συνδυασμό πάντοτε με το βασίλειο της πράξης, της βούλησης και της βίωσης. Όλα ετούτα συνθέτουν το βασίλειο της ελευθερίας. Ο μεγάλος άνθρωπος ενδημεί μέσα σε τούτο το βασίλειο και ενσαρκώνει τις δυνατότητες ελεύθερης ζωής, που φωτίζουν το μονοπάτι όλων των μεταγενέστερων: ενισχύουν το αίσθημα της δύναμης των ανθρώπων και τους οπλίζουν με την ελευθερία της βούλησης. Η επι-στροφή στους Προσωκρατικούς είναι ένα ταξίδι εξερεύνησης των πιο απόκρημνων και επικίνδυνων περιοχών του ανθρώπινου βίου. Κατ’ αυτό το νόημα, εκείνοι οι Έλληνες φιλόσοφοι αποτελούσαν για τον Νίτσε τους κατ’ εξοχήν θεμελιωτές και προμάχους της φιλοσοφικής παράδοσης της Ευρώπης. Καθίδρυσαν μια αντίληψη της φιλοσοφίας στη βάση περισσότερο της τραγικής σοφίας και λιγότερο της μεταφυσικής. Ο τραγικός εν πολλοίς χαρακτήρας της Προσωκρατικής γνώσης επέτρεψε σε εκείνους τους μεγάλους άνδρες να αντι-σταθούν σθεναρά στην αποκλειστικότητα της καθαρής θεωρητικής ενατένισης απέναντι στην πρακτική έποψη της ζωής. Εκκινώντας λοιπόν από αυτό το παράδειγμα των πρώτων Ελλήνων φιλο-σόφων, ο Νίτσε επιχειρεί δια βίου να κατανοήσει τη φιλοσοφία ως την εγγενή δυνατότητα του ανθρώπου να διεκδικεί την ελεύθερη πραγμάτωσή του, να δίνει περιεχόμενο στην ύπαρξή του και να στέκεται απαιτητικά απέναντι στον κόσμο και τη ζωή. Αναγνωρίζει, ως εκ τούτου, την καθοριστική επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας στην ενηλικίωση της δυτικής σκέψης και, όπως αργότερα και ο Χάιντεγκερ, διακρίνει μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στον ελληνισμό και τη φιλοσοφία. Γράφει σχετικά ο Νίτσε:

«Σήμερα ξαναγυρίζουμε σ’ αυτές τις θεμελιακές εξηγήσεις του σύμπαντος, που το ελληνικό πνεύμα ανακάλυψε με τον Αναξίμανδρο, τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Εμπεδοκλή, τον Δημόκριτο και τον Αναξαγόρα. Μέρα με τη μέρα γινόμαστε όλο και πιο πολύ Έλληνες· πριν απ’ όλα, φυσικά, στις αντιλήψεις και τις κλίσεις μας, σαν να μην είμαστε παρά φαντάσματα που ελληνίζουν. Ας ελπίσουμε όμως πως μια μέρα θα γίνουμε και κατά φύση Έλληνες» (ό.π. σ. 808)

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ

ΙΣΟΚΡ 4.150–156

Το σύστημα αξιών των Περσών είναι απότοκο του τρόπου ζωής τους

Συνεχίζοντας το δεύτερο μέρος του λόγου του, το συμβουλευτικό, ο Ισοκράτης υποστήριξε ότι μια πανελλήνια εκστρατεία εναντίον των Περσών υπό την ηγεσία των Αθηναίων θα ήταν και συμφέρουσα και δυνατή: αντί να εξακολουθούν να αναλώνουν τις δυνάμεις τους σε εμφύλιες διαμάχες δίνοντας την ευκαιρία στον Πέρση βασιλιά να ισχυροποιείται, οι Έλληνες θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσουν εγκαίρως. Μάλιστα, ο ρήτορας επικαλέστηκε πληθώρα στρατιωτικών αποτυχιών των Περσών, για να αποδείξει ότι δεν ήταν ανίκητοι. Και συνεχίζει:


[150] Καὶ τούτων οὐδὲν ἀλόγως γέγονεν, ἀλλὰ πάντ’
εἰκότως ἀποβέβηκεν· οὐ γὰρ οἷόν τε τοὺς οὕτω τρεφομέ-
νους καὶ πολιτευομένους οὔτε τῆς ἄλλης ἀρετῆς μετέχειν
οὔτ’ ἐν ταῖς μάχαις τρόπαιον ἱστάναι τῶν πολεμίων. πῶς
γὰρ ἐν τοῖς ἐκείνων ἐπιτηδεύμασιν ἐγγενέσθαι δύναιτ’ ἂν ἢ
στρατηγὸς δεινὸς ἢ στρατιώτης ἀγαθός, ὧν τὸ μὲν
πλεῖστόν ἐστιν ὄχλος ἄτακτος καὶ κινδύνων ἄπειρος, πρὸς
μὲν τὸν πόλεμον ἐκλελυμένος, πρὸς δὲ τὴν δουλείαν ἄμει-
νον τῶν παρ’ ἡμῖν οἰκετῶν πεπαιδευμένος, [151] οἱ δ’
ἐν ταῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες αὐτῶν ὁμαλῶς μὲν οὐδὲ
κοινῶς οὐδὲ πολιτικῶς οὐδεπώποτ’ ἐβίωσαν, ἅπαντα δὲ τὸν
χρόνον διάγουσιν εἰς μὲν τοὺς ὑβρίζοντες τοῖς δὲ δου-
λεύοντες, ὡς ἂν ἄνθρωποι μάλιστα τὰς φύσεις διαφθα-
ρεῖεν, καὶ τὰ μὲν σώματα διὰ τοὺς πλούτους τρυφῶντες,
τὰς δὲ ψυχὰς διὰ τὰς μοναρχίας ταπεινὰς καὶ περιδεεῖς
ἔχοντες, ἐξεταζόμενοι πρὸς αὐτοῖς τοῖς βασιλείοις καὶ
προκαλινδούμενοι καὶ πάντα τρόπον μικρὸν φρονεῖν μελε-
τῶντες, θνητὸν μὲν ἄνδρα προσκυνοῦντες καὶ δαίμονα
προσαγορεύοντες, τῶν δὲ θεῶν μᾶλλον ἢ τῶν ἀνθρώπων
ὀλιγωροῦντες. [152] τοιγαροῦν οἱ καταβαίνοντες αὐτῶν
ἐπὶ θάλατταν, οὓς καλοῦσι σατράπας, οὐ καταισχύνουσι
τὴν ἐκεῖ παίδευσιν, ἀλλ’ ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς αὐτοῖς διαμέ-
νουσι, πρὸς μὲν τοὺς φίλους ἀπίστως πρὸς δὲ τοὺς ἐχθ-
ροὺς ἀνάνδρως ἔχοντες, καὶ τὰ μὲν ταπεινῶς τὰ δ’ ὑπε-
ρηφάνως ζῶντες, τῶν μὲν συμμάχων καταφρονοῦντες τοὺς
δὲ πολεμίους θεραπεύοντες. [153] τὴν μέν γε μετ’ Ἀγη-
σιλάου στρατιὰν ὀκτὼ μῆνας ταῖς αὑτῶν δαπάναις
διέθρεψαν, τοὺς δ’ ὑπὲρ αὑτῶν κινδυνεύοντας ἑτέρου
τοσούτου χρόνου τὸν μισθὸν ἀπεστέρησαν· καὶ τοῖς μὲν
Κισθήνην καταλαβοῦσιν ἑκατὸν τάλαντα διένειμαν, τοὺς
δὲ μεθ’ αὑτῶν εἰς Κύπρον στρατευσαμένους μᾶλλον ἢ
τοὺς αἰχμαλώτους ὕβριζον. [154] ὡς δ’ ἁπλῶς εἰπεῖν
καὶ μὴ καθ’ ἓν ἕκαστον ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, τίς ἢ τῶν
πολεμησάντων αὐτοῖς οὐκ εὐδαιμονήσας ἀπῆλθεν, ἢ τῶν
ὑπ’ ἐκείνοις γενομένων οὐκ αἰκισθεὶς τὸν βίον ἐτελεύτη-
σεν; οὐ Κόνωνα μέν, ὃς ὑπὲρ τῆς Ἀσίας στρατηγήσας
τὴν ἀρχὴν τὴν Λακεδαιμονίων κατέλυσεν, ἐπὶ θανάτῳ
συλλαβεῖν ἐτόλμησαν, Θεμιστοκλέα δ’, ὃς ὑπὲρ τῆς Ἑλ-
λάδος αὐτοὺς κατεναυμάχησε, τῶν μεγίστων δωρεῶν
ἠξίωσαν; [155] καίτοι πῶς χρὴ τὴν τούτων φιλίαν
ἀγαπᾶν, οἳ τοὺς μὲν εὐεργέτας τιμωροῦνται, τοὺς δὲ
κακῶς ποιοῦντας οὕτως ἐπιφανῶς κολακεύουσιν; περὶ
τίνας δ’ ἡμῶν οὐκ ἐξημαρτήκασιν; ποῖον δὲ χρόνον διαλε-
λοίπασιν ἐπιβουλεύοντες τοῖς Ἕλλησιν; τί δ’ οὐκ ἐχθρὸν
αὐτοῖς ἐστι τῶν παρ’ ἡμῖν, οἳ καὶ τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ
τοὺς νεὼς συλᾶν ἐν τῷ προτέρῳ πολέμῳ καὶ κατακάειν
ἐτόλμησαν; [156] διὸ καὶ τοὺς Ἴωνας ἄξιον ἐπαινεῖν,
ὅτι τῶν ἐμπρησθέντων ἱερῶν ἐπηράσαντ’ εἴ τινες κινή-
σειαν ἢ πάλιν εἰς τἀρχαῖα καταστῆσαι βουληθεῖεν, οὐκ
ἀποροῦντες πόθεν ἐπισκευάσωσιν, ἀλλ’ ἵν’ ὑπόμνημα τοῖς
ἐπιγιγνομένοις ᾖ τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας, καὶ μηδεὶς
πιστεύῃ τοῖς τοιαῦτα εἰς τὰ τῶν θεῶν ἐξαμαρτεῖν
τολμῶσιν, ἀλλὰ καὶ φυλάττωνται καὶ δεδίωσιν, ὁρῶντες
αὐτοὺς οὐ μόνον τοῖς σώμασιν ἡμῶν ἀλλὰ καὶ τοῖς
ἀναθήμασιν πολεμήσαντας.

***
[150] Και τίποτα από αυτά δεν έγινε στην τύχη· όλα ήταν φυσικό να γίνουν όπως έγιναν. Δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι, που ανατρέφονται με αυτόν τον τρόπο και κάτω από την τρομάρα του δεσποτικού τους πολιτεύματος, να έχουν μέσα τους καμιά αρετή, δεν είναι δυνατό να στήνουν τρόπαια στις μάχες ενάντια στους εχθρούς. Πώς είναι δυνατόν αλήθεια, με τα δικά τους ήθη, να αναδειχτεί ποτέ άξιος στρατηγός ή και γενναίος στρατιώτης, αφού η μάζα η μεγάλη είναι άτακτος όχλος χωρίς καμία πείρα στους κινδύνους, ανίκανοι για πόλεμο, για τη σκλαβιά όμως καλύτερα εκπαιδευμένοι και από τους δούλους μας; [151] Όσοι πάλι κατέχουν μεγάλα αξιώματα, αυτοί ποτέ δεν έζησαν με κάποια ισορροπία, ποτέ δε νοιάστηκαν για το συμφέρον το κοινό, για το καλό του κράτους· αντίθετα, κάθε στιγμή δείχνουν την περιφρόνηση στους κατώτερους, τη δουλοπρέπειά τους στους ανώτερους, σαν τους ανθρώπους που η διαφθορά τους έχει σημαδέψει. Και γενικά τα σώματά τους είναι μαλθακά, από τον πλούτο βουτηγμένα στην πολυτέλεια και στη χλιδή, και η ψυχή τους πάντα δουλική, ταπεινωμένη και τρομοκρατημένη από το δυνάστη· αφήνουν να τους ερευνούν εξευτελιστικά στου παλατιού τις πόρτες, σέρνονται κατά γης, με κάθε τρόπο ασκούνται στην ταπείνωση· λατρεύουν και προσκυνούν ένα θνητό που τον αποκαλούν θεό, αδιαφορούν για τους θεούς και λογαριάζουν τους ανθρώπους περισσότερο.

[152] Άλλωστε και αυτοί που διορίζονται σατράπες και κατεβαίνουν στις παραθαλάσσιες περιοχές ποτέ δε θα ντροπιάσουν την αγωγή πού έλαβαν στη χώρα τους! Θα βαδίσουν ακριβώς πάνω στα ίδια χνάρια, άπιστοι για τους φίλους, άναντροι προς τους εχθρούς τους, πότε μες στην ταπείνωση, πότε μέσα στην περηφάνια βουτηγμένοι, με έπαρση και καταφρόνια στους συμμάχους και στους εχθρούς κόλακες σιχαμένοι. [153] Το στράτευμα του Αγησίλαου το συντήρησαν με έξοδα δικά τους οχτώ μήνες· τους στρατιώτες όμως, που για λογαριασμό τους αντιμετώπισαν κινδύνους, τους κατακράτησαν δυο φορές τόσους μήνες τους μισθούς. Και αυτούς που είχαν καταλάβει την Κισθήνη εκατό τάλαντα τους μοίρασαν, εκείνους όμως που πήραν μαζί τους μέρος στην εκστρατεία της Κύπρου τους φέρθηκαν πιο βάναυσα και από τους αιχμαλώτους. [154] Και για να σταθούμε σε γενικές γραμμές, χωρίς να πελαγοδρομούμε σε λεπτομέρειες ειδικές, ποιος από αυτούς που τους πολέμησαν δεν έφυγε πλούσιος; Και ποιος από όσους έπεσαν στα χέρια τους δεν πέθανε φριχτά από βασανιστήρια; Δεν έπιασαν τον Κόνωνα θρασύτατα για να τον θανατώσουν, αυτόν που ναύαρχος για το συμφέρον της Ασίας κατόρθωσε να καταλύσει την εξουσία των Σπαρτιατών; Και το Θεμιστοκλή, που τους κατατρόπωσε στη Σαλαμίνα, για να υπερασπίσει την Ελλάδα, δεν τον έκριναν άξιο για τα ακριβότερα δώρα και για τις πιο λαμπρές τιμές;

[155] Πώς είναι δυνατό λοιπόν να επιδιώκει άνθρωπος τη φιλία των βαρβάρων, που τιμωρούν σκληρά τους ευεργέτες τους και κολακεύουν επιδεικτικά εκείνους που τους βλάπτουν; Και ποιον τάχα από μας δεν έχουν αδικήσει; Και ποια στιγμή σταμάτησαν να ετοιμάζουν συμφορές για την Ελλάδα; Και ποιο πράγμα ελληνικό είναι που δε μισούν αυτοί, που δε δίστασαν στον προηγούμενο πόλεμο να λεηλατήσουν και να παραδώσουν στις φλόγες και των θεών ακόμα τα αγάλματα και τους ναούς;

[156] Γι' αυτό κιόλας οι Ίωνες αξίζουν κάθε έπαινο, που άφησαν κατάρα σε οποίον αγγίξει τους καμένους τους ναούς ή σε όποιον διανοηθεί να τους επαναφέρει στην παλιά τους κατάσταση. Δεν ήταν βέβαια τα μέσα που τους έλειπαν να τους αναστηλώσουν, αλλά ήθελαν να θυμίζουν συνεχώς την ασέβεια των βαρβάρων στις επερχόμενες γενιές, έτσι που κανένας πια να μην τους έχει εμπιστοσύνη, αφού τόλμησαν τέτοιες ντροπές για τους θεούς, παρά να τους φοβούνται και να φυλάγονται από αυτούς, βλέποντας πως τα έβαλαν όχι μόνο με τη δική μας τη ζωή, αλλά ακόμα και με τα αφιερώματά μας στους θεούς.