Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (1516-1537)

ΧΟ. φέρε νυν ἡμεῖς αὐτοῖς ὀλίγον ξυγχωρήσωμεν ἅπαντες,
ἵν᾽ ἐφ᾽ ἡσυχίας ἡμῶν πρόσθεν βεμβικίζωσιν ἑαυτούς.

ἄγ᾽, ὦ μεγαλώνυμα τέκνα [στρ.]
τοῦ θαλασσίου,
1520 πηδᾶτε παρὰ ψάμαθον
καὶ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,
καρίδων ἀδελφοί·

ταχὺν πόδα κυκλοσοβεῖτε, [ἀντ.]
καὶ τὸ Φρυνίχειον
1525 ἐκλακτισάτω τις, ὅπως
ἰδόντες ἄνω σκέλος ὤ-
ζωσιν οἱ θεαταί.

στρόβει, παράβαινε κύκλῳ καὶ γάστρισον σεαυτόν,
1530 ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον· βέμβικες ἐγγενέσθων.
καὐτὸς γὰρ ὁ ποντομέδων ἄναξ πατὴρ προσέρπει
ἡσθεὶς ἐπὶ τοῖσιν ἑαυτοῦ παισί, τοῖς τριόρχοις.
1535 ἀλλ᾽ ἐξάγετ᾽, εἴ τι φιλεῖτ᾽, ὀρχούμενοι θύραζε
ἡμᾶς ταχύ· τοῦτο γὰρ οὐδείς πω πάρος δέδρακεν,
ὀρχούμενος ὅστις ἀπήλλαξεν χορὸν τρυγῳδῶν.

***
ΚΟΡ. Ας σταθούμε παράμερα τότε λοιπόν
όλοι εμείς απ᾽ τη μια κι απ᾽ την άλλη,
για να μην τους μποδάμε, κι απλόχωρ᾽ αυτοί
να γυρίζουν μπροστά μας σα σβούρες.

Ο Φιλοκλέωνας και οι καβουρόμορφοι χορευτές πιάνουν το χορό
και χορεύουν σαν τρελοί.


ΧΟΡ. Ω αδερφάκια των γαρίδων
και θαλασσινού πατέρα
ξακουσμένα εσείς παιδιά,
1520 δώστε πήδους στ᾽ ακρογιάλι,
μπρος, χορό στην αμμουδιά!

Με γοργό ρυθμό ένα γύρο
δώστε μια, να πάει το πόδι
σαν του Φρύνιχου ψηλά,
κι οι θεατές που θα το βλέπουν
να φωνάζουν οπ λαλά.

Με γυροβολιές χορεύετε σα σβούρες!
1530 Χτύπο στην κοιλιά, το πόδι στον αέρα!
Και των θαλασσών ο αφέντης, νά τος, σειέται,
ο πατέρας σας, σιμώνει με καμάρι
για τους τρεις του γιους, τα τρυποκάρυδά του.
Ζωηρός χορός για κάμποση ώρα.
Μα χορεύοντας, αν αγαπάτε, τώρα
συνοδέψτε μας, να βγούμε απ᾽ την ορχήστρα·
πράμα που ποτέ κανείς δεν το ᾽δε ώς τώρα,
να ξεπροβοδούν με το χορό τους άλλοι
τη χορευτική της κωμωδίας ομάδα.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΜΙΝΥΑΔΕΣ

ΜΙΝΥΑΔΕΣ
(νυχτοπούλια: μπούφος, κουκουβάγια, νυχτερίδα)
 
Περισσότερο γνωστές ως Μινυάδες οι τρεις κόρες του Μινύα παρά με τα ονόματά τους η καθεμιά από τις τρεις, εμπλέκονται σε μια ιστορία τιμωρίας* από τον Διόνυσο για την περιφρόνηση που έδειξαν στην τέλεση των λατρευτικών πρακτικών τους, όπως πολλά μέλη βασιλικών οικογενειών της Βοιωτίας (κι ας καταγόταν ο Διόνυσος από τη Θήβα).
 
Από την πλευρά του πατέρα τους έχουν μια σπουδαία καταγωγή. Ο Μινύας από τον Ορχομενό της Βοιωτίας ήταν ο επώνυμος ήρωας των Μινυών, όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι του Ορχομενού την ομηρική εποχή, πλούσιος πολύ και ο πρώτος Έλληνας που κατείχε θησαυρό. Παππούς ή προπάππος τους ήταν ο Ποσειδώνας, μητέρα τους η Ευρυγάνεια, κόρη του Υπέρφαντα, ενώ οι αδελφοί τους ήταν ήρωες, κάποιοι επώνυμοι, όπως ο Ορχομενός, και οι αδελφές τους σύζυγοι και μητέρες ηρώων.
 
Τα ονόματά τους ήταν Αλκοθόη, Αρσίππη, Λευκίππη.

Εργατικές και πολύ προκομμένες, προτίμησαν σε κάποια γιορτή του Διόνυσου να μείνουν στο σπίτι τους κλώθοντας και υφαίνοντας, την ώρα που οι άλλες γυναίκες του Ορχομενού βάκχευαν** τρέχοντας στα βουνά· μάλιστα οι Μινυάδες κατηγόρησαν τις Βάκχες, γιατί επιδίδονταν σε μανικές τελετές παραμελώντας τα του οίκου τους. Ακόμη κι όταν ο Διόνυσος εμφανίστηκε μπροστά τους με τη μορφή κοπέλας, σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου, παροτρύνοντάς τες να πάρουν μέρος στα μυστήρια του θεού, ακόμη και τότε δεν έδωσαν σημασία. Οργισμένος ο θεός εμφανίστηκε μπροστά τους με όλη του τη δύναμη και όλες του τις υποστάσεις***, σαν ταύρος, λιοντάρι, λεοπάρδαλη, και ταυτόχρονα από τα δοκάρια του αργαλειού έτρεχε νέκταρ και γάλα για εκείνον. Τρομαγμένες οι Μινυάδες, και με τη μανία που ενέβαλε σε αυτές ο Διόνυσος άρπαξαν τον μικρό Ίππασο, τον γιο της Λευκίππης, και τον ξέσκισαν (σπαραγμός), γιατί τον πέρασαν για ελαφάκι, όπως η μητέρα του Πενθέα που τον είχε περάσει για λιοντάρι. Σύμφωνα με την όχι και τόσο σαφή εικόνα που δίνει ο Αντωνίνος Λιβεράλις, οι τρεις κόρες, σε κατάσταση φόβου, έριξαν κλήρο που έπεσε στη Λευκίππη, και αυτή έταξε στον θεό τον γιο της. Όπως και να έγινε ο φόνος**** του Ίππασου, οι Μινυάδες εγκατέλειψαν το σπίτι του πατέρα τους και έτρεξαν στα βουνά μαζί με τις άλλες γυναίκες, έβαλαν στο κεφάλι τους στεφάνια από κισσούς και τρέφονταν με δάφνη, σμιλακιά και κισσό. Αυτό μέχρι τη στιγμή που ο Ερμής με το ραβδί του τις μεταμόρφωσε σε πουλιά που απέφευγαν το φως της ημέρας· σε νυχτερίδα η μία, σε κουκουβάγια η δεύτερη, σε μπούφο η τρίτη.
 
Άλλη παραλλαγή του μύθου δεν παραδίδει εμφάνιση του Διόνυσου στις κόρες του Μινύα αλλά ότι άρχισαν να φυτρώνουν τα ιερά φυτά του Διόνυσου γύρω από τα σκαμνιά τους, κισσός και κλήματα, και να τρέχει γάλα και κρασί από τη στέγη. Φώτα και κραυγές άγριων θηρίων, ήχοι από αυλούς και τύμπανα κατέκλυσαν το σπίτι τους. Φοβισμένες από τα φαινόμενα αυτά και με τη μανία να τις έχει καταλάβει, σκότωσαν τον Ίππασο που τον έβλεπαν σαν ελαφάκι και τον ξέσκισαν. Στεφανωμένες με τα σύμβολα του θεού έτρεξαν στα βουνά.
---------------------------
*Οι τιμωρίες του Διόνυσου
 
Οι τιμωρίες που επιβάλλει ο Διόνυσος είναι σκληρές και επιπλέον φαίνονται παράξενες: τις πιο πολλές φορές ο θεός μοιάζει να επιβάλλει ως τιμωρία την εκτέλεση των ίδιων των τελετουργών του. Οι τρεις Καδμείες, οι τρεις Μινυάδες, οι γυναίκες του Άργους διαπράττουν μια παιδοκτονία με σπαραγμό, που θα μπορούσε να ήταν μια διονυσιακή θυσία. Και είναι, τω όντι, στο επίπεδο των λατρευτικών επιθέτων του θεού, «διαμελιστής ανθρώπων» (ανθρωπορραίστης), καταναλωτής ωμής σάρκας (ωμάδιος και ωμηστής), «φονιάς των νεογνών» (βρεφοκτόνος). Είναι επίσης θυσία μερικές φορές στα κείμενα. στις Βάκχες του Ευριπίδη το «έγκλημα» της Αγάβης αποκαλείται «θυσία». Η έννοια της διονυσιακής θυσίας υπάρχει αλλά στο επίπεδο των λέξεων, των λέξεων της λογοτεχνίας και εκείνων της λατρείας. Η τιμωρία συνίσταται στο να γίνεται επιστροφή στην πρακτική.
 
**Η Βακχεία
 
Ω Θήβα, τη Σεμέλη εσύ
που ανάστησες! Από κισσό
βάλε στεφάνι· με χλωρό,
καλόκαρπο αρκουδόβατο
γιομώσου, ρίχ' το πληθερό,
και βάκχευε με τα κλαδιά
του ελάτου, της βελανιδιάς·
και τα τομάρια του αλαφιού
τα παρδαλά που θα ντυθείς,
με φούντες ζώσε τα σγουρές,
αρνομαλλίσιες και λευκές·
και σείσε τους ψηλάρμενους
τους θύρσους ευλαβητικά·
όπου και νά 'ναι η πάσα γη
χορούς θα στήσει στο βουνό
-βάκχος λογιέσαι αν βακχευτείς-
που λημεριάζει το πυκνό
γυναικομάνι, απ' αργαλειούς
και χτένια που ξεσήκωσε
με το κεντρί του ο Διόνυσος.
 
Ώ των Κουρητών κατοικία,
της Κρήτης θεοτικά βουνά,
σεις που το Δία γεννήσατε!
Μες στις σπηλιές σας τούτο εδώ
το τσέρκι με το τανυστό
τουμπανοπέτσι μια φορά
μου βρήκαν οι Κορύβαντες,
που 'χουν τα κράνη τρίκορφα·
και μπλέξανε το βρόντο του,
μες στη βακχεία τους τη σφοδρή,
με τη γλυκόλαλη πνοή
απ' τους αυλούς τους φρυγικούς,
και μες στα χέρια το 'βαλαν
της Ρέας της μάνας να βαρεί
με των βακχών τα ευάν ευοί·
κ' οι μανιασμένοι οι Σάτυροι
της θεάς μητέρας το άρπαξαν
και το 'σμιξαν με τους χορούς
τους ταχτικούς στα Δίχρονα
που κάνει ο Διόνυσος χαρά.
 
Τί γλύκα πόχει στα βουνά με θιάσους να συντρέχεις,
να πέφτεις πα στη γης,
και το δερμάτι του αλαφιού ιερό ντύμα να το έχεις,
και να ποθείς να πιεις
αίμα τραγιού που σκότωσαν, τη σάρκα να γυρεύεις
να τη γευτείς ωμή,
στα Φρυγικά, στα Λυδικά τα όρη ν' αναδεύεις
και να γρικάς τα ευοί
Χορό να σέρνει ο Βροντερός,
να τρέχει γάλα ποταμός,
στη γη να τρέχει του κρασιού
το νέκταρ και του μελισσιού!
Σαν τον καπνό του λιβανιού
ψηλά σηκώνει ο βακχευτής
πεύκινη φλόγα φουντωτή
πάνω στου θύρσου την κορφή·
και στην πιλάλα, στο χορό,
τις βουνοπλάνητες κεντά,
τινάζοντας τα χουγιαχτά,
και κατ' ανέμου τρυφερά
πλεξούδια ρίχνοντας χυτά.
Και μέσα στην αλαλαχή
κάνει η φωνή του ν' αντηχεί:
"Βάκχες, εμπρός! Βάκχες, εμπρός!
Μέσα στου χρυσορέματου
του Τμώλου εσείς την μπολικιά.
δοξάζετε το Διόνυσο
με τύμπανα βαρύβροντα
και κάντε στο θεό χαρά
με φρυγικά αναφωνητά,
όταν το καλοκέλαδο
ιερό καλάμι τα ιερά
λαλήματα θα τραγουδά,
τις βάκχες να τις προβοδά
για τα βουνά, για τα βουνά!"
Κ' η βάκχη τότε αναγαλλιά,
και σαν πουλάρι που σκιρτά
πλάι στη φοράδα μάνα του,
παίζει τα πόδια της γοργά.
(Ευρ., Βάκχες 105-169)
 
***Μορφές του Διόνυσου
 
ΧΟΡΟΣ
Μα ευθύς ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,
μες στο μηρό του τ' άνοιξε
φωλιά καινούριας αγκαστριάς
και μέσα εκεί τον έραψε
με τις βελόνες τις χρυσές,
της Ήρας έτσι να κρυφτεί.
Κι όταν οι Μοίρες έφεραν
την ώρα, εκείνος γέννησε
τον ταυροκέρατο θεό
και φίδια τον στεφάνωσε,
π' όμοια η μαινάδα τα φορά
περιπλεχτά μες στα σγουρά.
(Ευρ., Βάκχες 94-104)
 
 
ΧΟΡΟΣ (ΚΟΡΥΦΑΙΑ)
Ρίχτε στη γη, μαινάδες, ρίχτε χάμω
τα κορμιά σας που τρέμουν, τι χιμάει
ο αφέντης μας, του Δία ο γιος, δω μέσα
και το παλάτι το φέρνει άνω κάτω
 
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ασιάτισσες, τόσο πολύ σας τάραξεν ο φόβος
που πέσατε ψαθί στη γης; Το Βάκχο έχετε νιώσει,
θαρρώ, που ταρακούνησε το σπίτι του Πενθέα.
Μα θάρρος! Σηκωθείτε ορθές και διώξτε την τρομάρα !
 
ΧΟΡΟΣ
Ω φως υπέρτατο για μας στη χαρωπή βακχεία,
αναγαλλιάζω να σε δω μέσα στην ερημιά μου.
 
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Σας πήρε η βαροκάρδιση σα μ' έσερναν κει μέσα,
στα μαύρα να με ρίξουνε κατώγια του Πενθέα;
 
ΧΟΡΟΣ
Πώς όχι; Αν πάθαινες κακό, που θά 'βρισκα εγώ σκέπη;
Μα από τα χέρια πώς εσύ του άσεβου αντρός λυτρώθης;
 
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μονάχος λευτερώθηκα, κ' εύκολα, δίχως κόπο.
 
ΧΟΡΟΣ
Μα με σκοινιά τα χέρια σου δεμένα δε σου τά 'χε;
 
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εδώ τον καταντρόπιασα· θαρρούσε πώς με δένει,
μα μήδε τόσο με άγγιξε, μόν' έβοσκε στην πλάνη.
Βρήκε έναν ταύρο στα παχνιά που πήγε να με κλείσει,
εκείνον πόδια γόνατα με τα σκοινιά τον δένει,
φυσώντας απ' τη μάνητα, σταλάζοντας τον ίδρο,
τα χείλια του δαγκώνοντας· κ' εγώ ήμουν εκεί δίπλα
και τον κοιτούσα, ατάραχα καθώντας.
(Ευρ., Βάκχες 600-624)
 
 
ΧΟΡΟΣ
Φανερώσου σαν ταύρος, ώ Βάκχε,
ή καθώς πολυκέφαλο φίδι,
ή λιοντάρι περίφλογο!
Έλα με όψη γελούμενη, ώ Βάκχε,
και στο δίχτυ του θανάτου πιάσε
το σκληρό των βακχών κυνηγάρη,
στο κοπάδι τους μέσα όταν πέσει!
(Ευρ., Βάκχες 1018-1023)
 
 
ΧΟΡΟΣ
Άιντε χορό να σύρουμε
του Βάκχου, ας σύρουμε φωνή
για του Πενθέα τη συφορά
που από το φίδι έχει γενιά!
Πού τα γυναίκεια φόρεσε
κι άρπαξε θύρσον όμορφο,
αρμάτωμα θανατερό,
και πήρε ταύρο για οδηγό.
Βάκχες της Θήβας, τον τρανό
τον ύμνο τον καλλίνικο,
κλάμα και θρήνο εκάματε.
Αγώνας όμορφος, μαθές,
φονικό χέρι να βουτάς
μες στο αίμα του ίδιου σου παιδιού!
(Ευρ., Βάκχες 1153-1165)
 
****Ήρεμος και βίαιος μαιναδισμός. Φόνοι και σπαραγμοί
 
Ο μαιναδισμός έχει δύο εκφάνσεις, μία ήρεμη και την άλλη βίαιη. Η βιαιότητα εκδηλώνεται σαν τιμωρία του Διόνυσου προς όσους απιστούν απέναντί του. Οι δύο μορφές του μαιναδισμού, η ήρεμη επαφή με τη φύση αλλά και οι υπερφυσικές δυνάμεις που αποκτούν όσοι βακχεύουν, και το παράλληλο του φόνου/θυσίας του νεαρού Ίππασου από τη μητέρα του και τις αδελφές της με τον φόνο/θυσία του Πενθέα από τη μητέρα του και τις αδελφές της (τρεις και αυτές συνολικά) περιγράφονται από τον Ευριπίδη στη τελευταία τραγωδία της ζωής του, τις Βάκχες:
 
ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Το κοπάδι τα βόδια σαλαγούσα
ψηλά για τις βοσκές, τότε που ο ήλιος
πρωτοβαρεί τη γης και τη ζεσταίνει.
Τρεις βλέπω ξάφνου συντροφιές γυναίκες,
της μιας αρχηγός ήταν η Αυτονόη,
της άλλης η μητέρα σου η Αγαύη,
και της τρίτης η Ινώ. Αποκαμωμένες
κοιμόνταν όλες· τούτες ξαπλωμένες
σε κλάρες ολοφούντωτες ελάτου,
κι άλλες με το κεφάλι απά σε φύλλα
βελανιδιάς σεμνόπρεπα γυρμένο,
κι όχι, καθώς τις λέγεις, μεθυσμένες
απ' το κρασί κι από του αυλού το λάλο
να κυνηγούν τον έρωτα στα δάση.
Κι ως άκουσε η μητέρα σου τα βόδια
να μουκανιώνται, ανάμεσα στις βάκχες
στάθηκε ολόρθη και φωνή τους βάνει
να σηκωθούν στο πόδι από τον ύπνο.
Και διώχνοντας εκείνες απ' τα μάτια
τη γλύκα του ύπνου, πετάχτηκαν πάνω
εκεί να δεις σεμνότητα από νέες,
μεστωμένες κι ανύπαντρα κοράσια!
Και πρώτα ρίξαν τα μαλλιά στους ώμους,
τα παρδαλά τους λαφοτόμαρα -όσες
τους είχανε λυθεί- τα ξαναδέσαν
και τα ζώσαν με φίδια που γλείφονταν.
Κι άλλες, στον κόρφο τους κρατώντας άγρια
λυκόπουλα ή ζαρκάδια, λευκό γάλα
τους δίναν, όσες νιόγεννες βρέθηκαν
με φουσκωμένα τα βυζιά τους κι είχαν
στα σπίτια τους μωρά παρατημένα·
κι από κισσό φορέσανε στεφάνια
κι από δρυ κι αρκουδόβατο ανθισμένο.
Κάποια απ' αυτές το θύρσο της φουχτώνει,
χτυπά ένα βράχο και νερό αναβρύζει
δροσόπαγο· και μια άλλη το δικό της
στη γη τον μπήγει, κι ο θεός ξεχύνει
βρύση κρασί· κι όσες ποθούσαν το άσπρο
πιοτό, σκαλίζανε το χώμα λίγο
με τ' ακροδάχτυλά τους, κ' ευθύς είχαν
ποτάμια γάλα· κ' έπεφτε απ' τους θύρσους
τους κισσόδετους στάλες γλυκό μέλι.
Ώστε, κι εσύ αν βρισκόσουν εκεί πέρα
και τα 'βλεπες αυτά, θα τον τιμούσες,
με προσευκές το θεό που τώρα βρίζεις.
Συναχτήκαμε τότες οι βουκόλοι
κι οι τσοπάνοι και πήραμε να λέμε
τα τρομερά και θαμαστά που κάναν·
κι ένας πολύξερος λογάς, της χώρας
τριγυριστής, πετάει το λόγο σε όλους:
"Ε σεις που τα σεβάσμια βουνοκάμπια
τα 'χετε για λημέρια σας, τι λέτε
ν' αρπάζαμε τη μάνα του Πενθέα
την Αγαύη δω μέσα απ' τις βακχείες,
το βασιλιά να φχαριστήσουμε έτσι;"
Ο λόγος του μας άρεσε· στα θάμνα
κρυφτήκαμε και στήσαμε καρτέρι.
Κι αυτές, σαν ήρθε η ώρα τους, κίνησαν
τη βακχεία, ανεμίζοντας τους θύρσους
και κράζοντας τον Ίακχο μ' ένα στόμα,
το γιο του Δία το Βροντερό· κι αντάμα
με κείνες το βουνό κι όλα τ' αγρίμια
βακχεύονταν και σάλευαν τα πάντα.
Έτυχε μπρος μου να διαβεί η Αγαύη·
πετάγουμαι απ' τα θάμνα που κρυβόμουν
να την αρπάξω, μα χουγιάζει εκείνη:
"Σκύλες μου γοργοπόδαρες, μας πήραν
οι άντρες του κυνηγού, μόν' ελάτε
κοντά μου, ακολουθάτε μου, τους θύρσους
κρατώντας αντί γι' άρματα στα χέρια!"
Εμείς, αν δε μας ξέσκισαν οι βάκχες,
είναι που γίναμε καπνός· και κείνες,
χωρίς μαχαίρι να κρατούν, χίμησαν
στα γελάδια που βόσκαν το χορτάρι.
Να 'βλεπες τότε με τα χέρια η μια τους
να παλεύει καλόμαστη δαμάλα
που μουγκαλιόταν, και πιο πέρα οι άλλες
γελάδια να τα κάνουνε κομμάτια.
Παγίδια τότε να 'βλεπες και πόδια
διπλόνυχα να ρίχνουνται άνω κάτω,
κι απ' των ελάτων τα κλαδιά πιασμένα
να σταλάζουνε, στο αίμα τυλιμένα.
Και γαυριασμένοι ταύροι, που πριν ώρας
είχαν θυμό στα κέρατα, στο χώμα
γονάτιζαν, καθώς μυριάδες χέρια
κοριτσιών τους τραβούσανε. Κι οι σάρκες
λιανίζουνταν γοργότερα παρ' όσο
τα ρηγικά σου βλέφαρα σφαλίζεις.
Ξεχύθηκαν κατόπι, καθώς σμάρι
πετούμενα που η φόρα τους τα παίρνει,
στα ριζοβούνια κάτω, πλάι στο ρέμα
του Ασωπού, κει που βγαίνει το σιτάρι
το πλούσιο των Θηβαίων και πάτησαν
σαν εχτροί τα χωριά που 'ναι χτισμένα
στου Κιθαιρώνα τις ποδιές -Υσιές
κι Ερυθρές-και διαγούμισαν τα πάντα.
Άρπαζαν τα παιδιά μέσ' απ' τα σπίτια,
κι ό,τι παίρναν στους ώμους δεν το δέναν,
κι αυτό δεν έπεφτε στη γης, κι ας ήταν
χαλκός ή σίδερο· και φλόγες είχαν
απάνω στα μαλλιά, μα δεν τις καίγαν.
Όσοι απ' τις βάκχες έπαθαν στο κουρσός
άρπαξαν αγριεμένοι τ' άρματά τους,
κι ήταν φριχτό να βλέπεις τότε, ω ρήγα!
Οι λόγχες των άντρων δεν τις ματώναν,
μα αυτές, ρίχνοντας θύρσους, τους λάβωναν,
κι απάνω στη φευγάλα τους βαρούσαν
στις πλάτες, ναι! τους άντρες οι γυναίκες·
κάποιος θεός τους έδινε ένα χέρι!
Κατόπι, όθε κινήσανε γύρισαν,
στις βρύσες που ο θεός τους είχε ανοίξει.
Νίφτηκαν από το αίμα, και τις στάλες
στα μαγουλά τους γλείφανε τα φίδια.
(Ευρ., Βάκχες 664-768)
 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
Αφού τα γυροχώρια της Θηβαίας
γης τ' αφήκαμε πίσω και το ρέμα
του Ασωπού το διαβήκαμε, τη ρίζα
του Κιθαιρώνα πιάσαμε, ο Πενθέας
κι εγώ που τον αφέντη μου ακλουθούσα
κι ο ξένος, ο οδηγός μας στο γιορτάσι.
Και πρώτα εμείς σε κλαδερό λακκούδι
καθίσαμε, λαγάζοντας, βαστώντας
τη μιλιά μας, να βλέπουμε μα δίχως
να μας βλέπουν. Παρέκει ένα λαγκάδι
με γκρέμνα δώθε κείθε, μουσκεμένο
στα νερά και βαθίσκιωτο στα πεύκα·
εκεί 'ταν καθισμένες οι μαινάδες
και σε δουλειές τερπνές ήταν δοσμένες.
Τούτες τους θύρσους, που ο κισσός τους είχε
φύγει, ξανά τους τύλιγαν εκείνες,
σαν τις φοραδοπούλες που γλίτωσαν
από τον πλουμιστά ζυγό, τραγούδια
βακχικά η μιά στην άλλη αντιφωνούσαν.
Μα το γυναικομάζωμα ο Πενθέας
ο δόλιος μη θωρώντας, λέγει τότε:
"Ω ξένε, εδώ που στέκουμε, δε σώνω
να δω τις ψεύτικες μαινάδες· όμως,
εκεί στη ράχη, αν σκαρφαλώσω πάνω
σε ψηλόφουντον έλατο, τις πράξες
τις αισχρές των μαινάδων θα ξεκρίνω".
Ετότε πια του ξένου είδα το θάμα·
αρπάζοντας ακρόκλωνο του ελάτου
εφτάψηλο, το σούρνει ίσαμε κάτω
κι ως χάμω εκεί στη μαύρη γης το φέρνει·
λυγούσε αυτό σαν τόξο ή σαν τη ρόδα
που ο διαβήτης το γύρο της χαράζει·
έτσι κι ο ξένος το βουνίσιο κλώνο,
με τα δυο του συγκλίνοντας τα χέρια,
τον λυγούσε στη γη, υπεράνθρωπο έργο.
Και βάνοντας κει πάνω τον Πενθέα,
απ' τα χέρια του αφήνει το κλωνάρι
να ξαναπάει ψηλά, απαλά, με τρόπο
που να μην τον τινάξει η δύναμή του·
και στον αγέρα ο κλώνος ορθός στάθη
και στην κορφή του ο αφέντης μου καβάλα·
μα πιότερο τον είδαν οι μαινάδες
παρά που αυτός τις είδε. Κι ότι που 'χε
φανερωθεί κει πάνω κλαρωμένος,
ο ξένος έγινε άφαντος, εκείνος·
και μια φωνή χουγιάζει απ' τον αιθέρα,
που σίγουρα του Διόνυσου θε να 'ταν:
"Γυναίκες, φέρνω αυτόν που εσάς και μένα
και τη δικιά μου αναγελάει λατρεία·
εσείς παιδέψετε τον!" Καθώς το 'πε,
ιερής φωτιάς εσήκωσε κολόνα
από τη γη να πάει ψηλά στα ουράνια.
Σίγησε ο αιθέρας, και βουβά τα φύλλα
το δασωμένο κράτησε λαγκάδι,
φωνή αγριμιού δεν άκουες· οι μαινάδες,
που τον αχό το αυτί τους δεν τον πήρε
καθαρά, πετάχτηκαν ορθές πάνω
κι ένα γύρο τα μάτια τους τα φέραν.
Τότε ξαναπροστάζει εκείνος· κι όταν
του Κάδμου οι θυγατέρες τη γνώρισαν
την προσταγή τη λαγαρή του Βάκχου,
χιμίσανε γοργές σαν περιστέρια,
η μητέρα του αφέντη μου η Αγαύη,
οι αδερφές της οι ομόσπαρτες κι οι βάκχες
όλες· κι απ' του θεού ξεφρενιασμένες
την εμπνοή, πηδούσαν τους ξεριάδες
της λαγκαδιάς και τους γκρεμούς. Κι ως είδαν
στο έλατο καθισμένο τον αφέντη,
πρώτα με ορμή τον πήραν με τις πέτρες,
πατώντας πα σε βράχο όπως σε πύργο,
και μ' ελάτου κλαριά τον κονταρίζαν.
Κι άλλες θύρσους πετούσαν στον Πενθέα,
σε στόχο ελεεινό· μα δεν τον βρίσκαν.
Απ' το θυμό τους πιο ψηλά καθόταν
ο δύστυχος, τρελός απ' την αγκούσα.
Τέλος, βελανιδιά τετρακλαδιάσαν
και με τους ξύλινους λοστούς ξεχώναν
τις ρίζες του έλατου· χαμένος όμως
πήγε κι αυτός ο κόπος. Τότε η Αγαύη
τους λέγει: "Εμπρός, μαινάδες, κάντε κύκλο
κι απ' τα κλαριά πιαστείτε, αυτό το αγρίμι
το σβέλτο να τσακώσουμε, μη βγάλει
τους μυστικούς χορούς του θεού στα φόρα".
Με μύρια χέρια εκείνες τότε αρπάξαν
το ελάτι κι απ' το χώμα το ανασπάσαν·
κι από τα ύψη που καθόταν, χάμω
γκρεμίζεται ο Πενθέας με πολύ σκούσμα,
τι ένιωσε δα τη συφορά κοντά του.
Πρώτη η μάνα του βάνει αρχή στο φόνο
και πέφτει απάνω του· και κείνος λύνει
απ' τα μαλλιά του το ανάδεμα, μήπως
η δύστυχη η Αγαύη τον γνωρίσει
και δεν τόνε σκοτώσει, και της λέγει,
πιάνοντάς της το μάγουλο: "Μητέρα,
εγώ 'μαι το παιδί σου, εγώ, ο Πενθέας,
που γέννησες στου Εχίονα το παλάτι·
λυπήσου με, μητέρα, για δικό μου
αμάρτημα το γιο σου μη σκοτώσεις!"
Εκείνη βγάνει αφρούς, στριφοκυλάει
τ' αλλοπαρμένα μάτια της, τη γνώση
ξαστοχά, γιατί ο Βάκχος την ορίζει,
και πού ν' ακούσει τότε τον Πενθέα!
Απ' του ζερβού χεριού του τον αρπάζει
τον πήχη, και πατώντας τα πλευρά του,
του αρμοχωρίζει τον ώμο, του δόλιου,
όχι απ' τη δύναμή της· μες στα χέρια
της έβανε ο θεός τη γεροσύνη.
Απ' την άλλη, η Ινώ χερομαχούσε
να του ξεσκίζει τις σάρκες, κι αντάμα
η Αυτονόη και το λεφούσι οι βάκχες·
κι ήταν μια ανάκατη βοή: να βογκεί
ο μαύρος με όση ανάσα αποκρατούσε,
και κείνες ν' αλαλάζουν! Μια βαστούσε
το καλαμόχερό του, μια το πόδι,
με το σαντάλι ακόμα· κι απόμεναν
ξέσαρκα, σπαραγμένα τα πλευρά του·
κι όλες μαζί, με ματωμένα χέρια,
κάναν τόπι τις σάρκες του Πενθέα.
Ξεσκίδια τώρα κείτεται· άλλα κάτω
από βράχους τραχιούς κι άλλα στου λόγκου
τα χαμόδεντρα μέσα σκορπισμένα,
όλα δυσκολογύρευτα· και το άθλιο
κεφάλι του, στα χέρια της το πήρε
η μάνα του, σε θύρσου το 'μπήξε άκρη
σα λιονταριού βουνίσιου, και το φέρνει
μέσ' απ' τον Κιθαιρώνα, παρατώντας
τις αδερφές της σε χορούς μαινάδων.
Για το φριχτό γαυριάζοντας κυνήγι,
ζυγώνει εδώ στο κάστρο, και το Βάκχο
ανακαλεί και συνεργό τον κράζει,
συγκυνηγό και καλλίνικο· ναι, δάκρυα
της χάρισεν αυτός αντί για νίκη.
Εγώ τώρα πηγαίνω, κι από τούτη
τη συφορά αλαργεύω, προτού φτάσει
η Αγαύη στο παλάτι. Η σωφροσύνη
και το σέβας των θεών το πιο όμορφό 'ναι·
αυτό για τους θνητούς το λογαριάζω
για το σοφότερο αγαθό που μπορεί να 'χουν.
(Ευρ., Βάκχες 1043-1152)

Μάρκος Αντώνιος και Κλεοπάτρα· μια σχέση πάθους κι εξουσίας

Ένας έρωτας γεννημένος στην έρημο της Αιγύπτου. Καμωμένος από ένα πάθος ασίγαστο, ζήλια, έρωτα και αντιζηλίες κι όλα αυτά να υφαίνονται σε έναν ιστό πολιτικών συμφερόντων κι επιδιώξεων δύο μεγάλων δυνάμεων, Ρώμης και Αιγύπτου. Κλεοπάτρα και Μάρκος Αντώνιος. Αυτόν τον έρωτα επιλέξαμε να σας διηγηθούμε. Τον άτρωτο κι ακατανίκητο, αφού ο θάνατος μπορεί να τους χώρισε στη γη αλλά σφράγισε την ένωσή τους στα ουράνια, για πάντα.

Μέσα στα χρυσά στολισμένη, να λάμπει σαν τον ήλιο στο άρμα της. Έτσι την αντίκρισε ο Αντώνιος για πρώτη φορά να εισέρχεται στη Ρώμη, με μια ομορφιά άγρια να σαρώνει τους πάντες και τα πάντα στο διάβα της. Τότε δεν μπορούσε ούτε κατά διάνοια να επιτρέψει στον εαυτό του να αισθανθεί έτσι για εκείνη. Η μεγάλη ανατροπή που μοιραία θα φέρει πιο κοντά τον γενναίο Ρωμαίο διοικητή και την Αιγύπτια βασίλισσα ήταν ένας θάνατος και συγκεκριμένα αυτός του Ιουλίου Καίσαρα.

Η Κλεοπάτρα πολύ σύντομα συνειδητοποιεί πως πρέπει πάση θυσία να εξασφαλίσει τα μέσα για την προστασία του γιου της, ενός όχι και τόσο επιθυμητού κληρονόμου από τους Ρωμαίους αλλά κι έναν σύμμαχο για να μη χάσει την εξουσία της. Βρίσκει όσα ζητούσε στο πρόσωπο του Αντώνιου, διοικητή της Ανατολής που αναλαμβάνει διαπραγματεύσεις μαζί της στο όνομα των Ρωμαίων και του νέου Καίσαρα. Έχοντάς τον σαγηνεύσει ήδη, το έργο της δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Ακολουθεί ένα διάστημα όπου η Κλεοπάτρα δε φεύγει από το πλευρό του, ικανοποιώντας όλες του τις επιθυμίες εκτός από την κυριότερη για τον Αντώνιο, να ενδώσει στον έρωτά του. Μπορούσε να προσαρμόζει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια και τελειότητα το χαρακτήρα της στα θέλω του Αντώνιου.

Κάπου εκεί δεν αργεί όμως να μπλεχτεί στον ιστό της ίντριγκας που η ίδια έπλεξε. Ο έρωτας καραδοκούσε για εκείνη στη γωνία κι ας τον απαρνούνταν πεισματικά. Πλέον ο Αντώνιος δεν αποτελεί απλώς το μέσο για τη διατήρηση της εξουσίας της αλλά για τη διατήρηση της ίδιας στη ζωή. Οι δύο ανάσες γίνονται μία κι αν κάποιος μπορούσε να δει τα βλέμματά τους, φώναζαν το ανεκπλήρωτο του έρωτα που έμελλε να ζήσουν.

Η Ρώμη αντιλαμβανόμενη την επιρροή που έχει αρχίσει να ασκεί στον Αντώνιο η παραμονή του στο παλάτι της Κλεοπάτρας κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον απομακρύνει. Ούτε ο γάμος του με την αδερφή του Καίσαρα δε στέκεται αρκετός όμως για να τον ελευθερώσει από τη φωτιά που άναψε ο έρωτάς του για εκείνη. Η είδηση του γάμου του, χτύπημα κάτω από τη μέση για εκείνη. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ο θυμός και η οργή της ήταν απόρροιες της απώλειας ενός ισχυρού πολιτικού πλεονεκτήματος. Μάταια όμως αφού ο Αντώνιος ξαναβρίσκεται μπροστά της και τότε όλα μοιάζουν πιο ξεκάθαρα από ποτέ.

Εκείνον θέλει και μάλιστα δικό της, ολοκληρωτικά δικό της. Τον διεκδικεί χωρίς προηγούμενο για να της χαρίσει αυτό που λαχταρά περισσότερο, την επισφράγιση του έρωτά τους και την απόδειξη της πίστης του σε εκείνη και σε κανέναν άλλο. Με ένα αιγυπτιακό τελετουργικό ενώνονται υπό τα δεσμά του γάμου. Η ουράνια αυτή ένωση αντήχησε ως ύβρις στα αυτιά των Ρωμαίων. Η ένωσή τους δε σήμαινε τίποτα άλλο από την διακινδύνευση των ρωμαϊκών εδαφών. Δεν άργησε να βρεθεί η αφορμή για να εκτοπίσουν τον Αντώνιο. Οι δυο εραστές δε μένουν όμως στριμωγμένοι κι ετοιμάζουν αντεπίθεση. Μια σειρά από συγκρούσεις λαμβάνει τέλος με τον αποδεκατισμό των κοινών δυνάμεών τους και με τον Αντώνιο να αποσύρεται σαν πληγωμένος λέοντας από το πεδίο μάχης.

Ο κλοιός στένευε γύρω τους όλο και πιο πολύ. Ο Αντώνιος γνωρίζοντας τη μοίρα που τους περίμενε αποχωρεί πρώτος από αυτή τη μεγάλη σκηνή, αφήνοντας τη Κλεοπάτρα πίσω με μία επιλογή. Μια από τις φήμες που πλανιέται είναι η ύπαρξη ενός συμβολαίου που συνυπέγραψαν, ένα « συμβόλαιο διπλού ερωτικού θανάτου». Συμφωνημένα ή όχι η Κλεοπάτρα τον ακολουθεί. Τερματίζοντας τη ζωή της έκανε τη λαμπρότερη έξοδο. Όχι μόνο δεν έγινε βοά στα χέρια αυτών που τη μίσησαν, έσμιξε αιώνια με τον Αντώνιο πραγματοποιώντας τη μεγαλύτερη φιλοδοξία της, το να γίνει μια θεά μεταξύ του αιγυπτιακού πανθέου και το όνομά της να γραφτεί με ανεξίτηλο τρόπο στην ιστορία. Έφυγε από τη ζωή με το όνομά του στα χείλη της και με τη διαταγή να την ντύσουν στα χρυσά, όπως την πρώτη φορά που την αντίκρισε, για να λάμψει πάλι σαν τον ήλιο και να την αναγνωρίσει.

Από θύματα γινόμαστε πολεμιστές

"Η βασική διαφορά ανάμεσα σε ένα συνηθισμένο άτομο και σ' έναν πολεμιστή είναι ότι ο πολεμιστής αντιμετωπίζει τα πάντα ως πρόκληση, ενώ ένα συνηθισμένο άτομο τα θεωρεί ευλογία ή κατάρα". -Carlos Castaneda

Η ζωή άλλοτε είναι υπέρ μας και άλλοτε κατά. Και κάποιες φορές ίσως νιώθουμε ολόκληρο τον κόσμο εναντίον μας. Το θετικό είναι ότι ο τρόπος διαχείρισης είναι δική μας απόφαση: μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα στο θύμα ή τον πολεμιστή. Κι αυτό όμως δεν είναι πάντα εύκολο.

Η πρόκληση βρίσκεται στην ώριμη αντιμετώπιση και τη συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε θύμα του κόσμου να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε πραγματικά ο κόσμος. Αν προηγουμένως έχουμε αξιολογήσει σωστά τι σημαίνει για τον καθένα από μας καλή και τι κακή ζωή.

Ο Carl Jung έγραψε "η διαφορά ανάμεσα σε μια καλή ζωή και μια κακή ζωή είναι πόσο καλά μπορείς να διασχίσεις μια φωτιά". Ο Άμλετ του Σαίξπηρ είπε ότι "δεν υπάρχει τίποτα είτε καλό ή κακό, αλλά είναι η σκέψη που το κάνει έτσι". Συνεπώς η διάθεση και η στάση μας απέναντι στα πράγματα, τα σημασιοδοτούν ως ευχάριστα ή δυσάρεστα. Το θύμα περπατά μέσα στη φωτιά, κλαίγοντας για τον πόνο και θρηνώντας για τα σημάδια του. Ο πολεμιστής μαθαίνει μέσα από τη φωτιά και διδάσκεται από τον πόνο και στη συνέχεια τον χρησιμοποιεί ως σκαλοπάτι για μια υψηλότερη κατάσταση της συνείδησης, θεωρώντας τα σημάδια του τρόπαια.

Κατά την Elizabeth Gilbert "η καταστροφή είναι ένα δώρο, είναι ο δρόμος για την αλλαγή". Ο πολεμιστής εξελίσσεται μέσα από τις δυσκολίες, επιλέγει ανάμεσα στο θάρρος και τη δειλία. Η δειλία ίσως είναι ευκολότερη, αλλά οδηγεί στη θυματοποίηση. Το θάρρος είναι πάντα πιο δύσκολο αλλά ταυτόχρονα μια μεγάλη επιβράβευση.

Να ελπίζουμε για το καλύτερο αλλά να είμαστε προετοιμασμένοι και για το χειρότερο.

Όσο κι αν ακούγεται εύκολο στη θεωρία, στην πράξη δεν είναι! Η αδικαιολόγητα υψηλή προσδοκία είναι ένας από τους κύριους λόγους. Το σύμπαν όμως δεν είναι σχεδιασμένο για να ταιριάζει με τις προσδοκίες μας.

Ο David McRaney είπε πως "δεν μπορείς να βελτιώσεις τα πράγματα που αγαπάς αν ποτέ δεν επιτρέπεις να είναι ατελή. Πρέπει να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να μην είναι τέλειοι. Και αυτό σημαίνει να παραιτηθούμε από τις προσδοκίες μας. "Όσο αποπροσανατολιστικά, δύσκολα ή ταπεινωτικά μπορεί να είναι τα λάθη μας" κατά την Katheryn Schultz, "είναι τελικά εκείνα μέσα από τα οποία μαθαίνουμε ποιοι πραγματικά είμαστε".

Αν ο μεγαλύτερος εχθρός της φαντασίας είναι η προσδοκία και ο μεγαλύτερος σύμματος είναι ο αποπροσανατολισμός, τότε είναι ζήτημα λογικής να "σπάσουμε" τον φαύλο κύκλο του να είμαστε τα θύματα, συμβιβαζόμενοι με την πιθανή σύγχυση και την αβεβαιότητα, αναμιγνύοντάς τες με παράλογες προσδοκίες ώστε να βελτιωθεί η φαντασία μας. Αν δεν μπορούμε να το πετύχουμε αυτό θα οδηγηθούμε σε άγχος. Αν όμως το καταφέρουμε τότε θα είμαστε ευχαριστημένοι από την κάθε στιγμή αντί να υποφέρουμε από ματαιωμένες προσδοκίες. 'Ετσι η ψυχή ανθίζει και καρποφορεί ανεξάρτητα από τις προσδοκίες του εγώ μας.

Το να πούμε όμως "ναι" στην ψυχή δεν είναι ένας εύκολος στόχος για κανέναν. Η Marianne Williamson γράφει πως "βαθύτερος φόβος μας δεν είναι ότι είμαστε ανεπαρκείς, είναι ότι είμαστε ισχυροί πέρα ​​από το μέτρο". Το ενδιαφέρον είναι ότι όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό είναι αλήθεια. Όλοι γνωρίζουμε πως είμαστε πιο ισχυροί από ό, τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας. Ο φόβος μάς παραλύει με δύο τρόπους, είτε ως θύματα είτε ως εν δυνάμει πολεμιστές. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε βασίσει την ταυτότητά μας με την ταύτιση με κάποια εξουσία, οπότε η ελευθερία προκαλεί άγχος.

Έτσι αποκρύπτουμε τον ισχυρό πολεμιστή και την ίδια στιγμή θυματοποιούμαστε, ανακουφίζοντας έτσι τον εαυτό μας από το άγχος που έρχεται με την αληθινή ελευθερία. Είναι μια εντυπωσιακή πτυχή της ανθρώπινης φύσης. Έτσι, δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για τα παιδιά που φοβούνται το σκοτάδι, αλλά περισσότερο για τους ενήλικες οι οποίοι φοβούνται το φως.

Εν τέλει ο πόνος προκαλείται όταν επιθυμούμε η παροδικότητα του κόσμου να είναι μόνιμη. Όπως Neil Gaiman έγραψε "κόλαση είναι κάτι που κουβαλάς μαζί σου, όχι κάποιο μέρος όπου πηγαίνεις". Η μόνη κόλαση είναι η εξωπραγματική προσδοκία. Αν θυσιάσουμε την ανάγκη για μονιμότητα και αγκαλιάσουμε την περιπέτεια και την απρόσμενη αλλαγή, τότε θα καταφέρουμε να διαφεύγουμε από την "κόλαση".

Ας ξεφύγουμε από την τυραννία του γραμμικού και ας ανακαλύψουμε τον κύκλο. Ας απαλλάξουμε τους εαυτούς μας από τα νεκρό βλέμμα του θύματος που εμπεριέχει και εξαπάτηση, και την υποσυνείδητη επιθυμία να προσαρμόσουμε τα πάντα στα δικά μας "θέλω". Ας προχωρήσουμε με ανοικτό βλέμμα του πολεμιστή και την ολιστική επιθυμία να ενώσει ανθρώπους και φύση. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι ευκολότερο, και όμως, φαίνεται πως τελικά είναι πολύ δύσκολο.

Η αλλαγή συμβαίνει όταν εστιάσουμε σε αυτά που μπορούμε να ελέγξουμε

Ποιες πτυχές της ζωής σας ελέγχετε πραγματικά; Ελέγχετε αν θα αρρωστήσετε ή όχι; Αποφασίζετε αν θα εμπλακείτε σε κάποιο ατύχημα; Μπορείτε να αποτρέψετε τον θάνατο των αγαπημένων σας; Επιλέγετε ποιον θα ερωτευτείτε και ποιος θα σας ερωτευτεί; Μπορείτε να εγγυηθείτε την επιτυχία σας; Πόσο έλεγχο έχετε πραγματικά σε όλα αυτά; Ίσως μπορείτε να τα επηρεάσετε με διάφορους τρόπους, αλλά μπορείτε ποτέ να εγγυηθείτε ότι θα εξελιχθούν προς όφελός σας;

Τα ερωτήματα αυτά ήταν θεμελιώδη ζητήματα που απασχολούσαν τους Στωικούς. Το Εγχειρίδιον του Επίκτητου ξεκινά με την καταγραφή των πραγμάτων που πιστεύει ότι είναι στο χέρι μας και εκείνων που δεν είναι. Τα πράγματα που μπορούμε να ελέγξουμε –τα πράγματα που είναι στο χέρι μας–, συμπεριλαμβανομένων των κρίσεών μας, των παρορμήσεών μας και των επιθυμιών μας.

Σχεδόν οτιδήποτε άλλο, σύμφωνα με τον Επίκτητο, δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχό μας, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων μας, των υλικών αγαθών μας, της φήμης και της επιτυχίας μας. Συνεχίζει λέγοντας ότι μεγάλο μέρος της ανθρώπινης δυστυχίας οφείλεται κυρίως στη λανθασμένη κατηγοριοποίηση, που είναι αποτέλεσμα της σκέψης ότι έχουμε τον έλεγχο κάποιων πραγμάτων, τον οποίο, ωστόσο, δεν διαθέτουμε.

Αυτός ο διαχωρισμός μπορεί να περιλαμβάνει τη διάκριση ανάμεσα στα εξωτερικά και στα εσωτερικά πράγματα: μπορούμε να ελέγξουμε το μυαλό μας, αλλά όχι τον κόσμο γύρω μας. Ή μπορούμε να το δούμε ως μια διάκριση ανάμεσα στο πνευματικό και στο σωματικό: μπορούμε να ελέγξουμε τις σκέψεις μας, αλλά όχι υλικά πράγματα, όπως τα σώματά μας ή τα αγαθά μας. Κανένας από αυτούς τους τρόπους σκέψης δεν είναι απόλυτα σωστός, αν και οι δύο συλλαμβάνουν ένα μέρος όσων συμβαίνουν.

Ο Επίκτητος δεν λέει ότι έχουμε τον έλεγχο όσων συμβαίνουν μέσα μας, ή των σκέψεών μας. Αντίθετα, ισχυρίζεται πως έχουμε τον έλεγχο μόνο κάποιων πνευματικών δράσεων. Για να είμαστε πιο ακριβείς, πιστεύει ότι όλοι έχουμε τον έλεγχο της κρίσης μας, αλλά και κάποιων άλλων πραγμάτων που πηγάζουν από την κρίση μας. Δεν έχουμε τον πλήρη έλεγχο όσων βρίσκονται στο μυαλό μας. Δεν επιλέγουμε τις αισθήσεις και τις αναμνήσεις που έχουμε, και δεν μπορούμε να «ανοιγοκλείνουμε με διακόπτη» τα συναισθήματά μας (θα επανέλθουμε στα συναισθήματα στο επόμενο κεφάλαιο). Όχι – όλοι έχουμε τον πλήρη έλεγχο των κρίσεών μας, και άρα σκεφτόμαστε τα πράγματα που μας συμβαίνουν.

Τώρα, οι κρίσεις μας είναι πολύ σημαντικές γιατί, μεταξύ άλλων, καθορίζουν τις πράξεις μας. Όπως το έθεσε ο Επίκτητος, ελέγχουν τις επιθυμίες και τις παρορμήσεις μας. Μπορεί να βλέπουμε κάτι, να κρίνουμε ότι είναι καλό, κι αυτό να γεννά την επιθυμία μας να το αποκτήσουμε, που στη συνέχεια μας ωθεί να το διεκδικήσουμε. Ανάλογα με το ποιο είναι αυτό το πράγμα –η καριέρα των ονείρων μας, ένα ακριβό σπίτι–, το ταξίδι μπορεί να είναι μακρύ και δύσκολο και να έχει μεγάλο κόστος για μας και τους άλλους.

Όλη αυτή η διαδικασία, όμως, ξεκινά από μια απλή κρίση. Έτσι, οι κρίσεις είναι θεμελιώδεις, και όταν τις παραμελούμε είναι εις βάρος μας, αλλά συχνά τις κάνουμε τόσο βιαστικά που ούτε καν το συνειδητοποιούμε. Μπορεί να κρίνουμε πολύ γρήγορα ότι κάτι είναι καλό, και να το κάνουμε τόσο συχνά, που αρχίζουμε να υποθέτουμε ότι το πράγμα αυτό είναι καλό.

Τίποτα εξωτερικό, όμως, δεν είναι έμφυτα καλό. Είναι όλα ύλη σε κίνηση. Μόνον ο ενάρετος χαρακτήρας είναι αυθεντικά καλός. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, που ήταν φανατικός αναγνώστης του Επίκτητου, συχνά προσπαθούσε να θυμίσει στον εαυτό του όλα αυτά, κάνοντας μια παύση για να αναλογιστεί τη σωματική φύση των φαινομενικά επιθυμητών πραγμάτων πριν τα κρίνει: ένα ωραίο γεύμα είναι απλώς το νεκρό σώμα ενός γουρουνιού ή ενός ψαριού. Κατά τον ίδιο τρόπο, το ακριβό εξάρτημα ενός αυτοκινήτου είναι απλώς ένα κομμάτι μετάλλου και πλαστικού. Όποια αξία κι αν φαίνεται πως έχουν τα πράγματα αυτά, είναι η αξία που τους αποδίδουμε με τις κρίσεις μας και όχι κάτι έμφυτο δικό τους.

Τα καλά νέα, σύμφωνα με τον Επίκτητο, είναι ότι έχουμε τον πλήρη έλεγχο των κρίσεών μας, και με κάποια σκέψη και εκπαίδευση μπορούμε σύντομα να υπερβούμε την τάση μας να κρίνουμε τα πράγματα χωρίς να τα σκεφτούμε. Αν μπορούμε να το κάνουμε αυτό –αν μπορούμε να γίνουμε κύριοι των κρίσεών μας–, τότε θα έχουμε τον πλήρη έλεγχο της ζωής μας. Θα αποφασίσουμε τι είναι σημαντικό για μας, τι επιθυμούμε και πώς θα λειτουργούμε. Η ευτυχία μας θα είναι υπό τον πλήρη έλεγχό μας.

Ο Επίκτητος φαίνεται πως λέει ότι δεν έχουμε τον έλεγχο πολλών πραγμάτων, αλλά στην ουσία λέει ότι έχουμε τον έλεγχο όσων έχουν πραγματικά σημασία για την ευημερία μας. Και τι γίνεται με όλα τα άλλα πράγματα που λέει ότι δεν ελέγχουμε, όλα τα πράγματα που χρειάζονται τόσο την προσοχή μας – τα σώματά μας, τα υπάρχοντά μας, τη φήμη μας και την επιτυχία μας;

Έχουμε ήδη δει τους Στωικούς να υποστηρίζουν ότι κανένα από τα πράγματα αυτά δεν είναι έμφυτα καλό. Η θέση του Επίκτητου είναι κάπως διαφορετική. Υποστηρίζει πως, ακόμα κι αν πιστεύετε πως είναι καλά, η ουσία είναι ότι δεν μπορείτε να τα ελέγξετε. Αν εξαρτάται η ευτυχία σας από αυτά τα πράγματα, τότε θα είναι πραγματικά ευάλωτη απέναντι σε δυνάμεις που δεν ελέγχετε. Είτε μιλάμε για μια ρομαντική σχέση, μια συγκεκριμένη φιλοδοξία στη δουλειά, κάποιο υλικό αγαθό ή την εξωτερική μας εμφάνιση, αν νιώθετε πως η ευημερία σας εξαρτάται από ένα από αυτά τα πράγματα, τότε έχετε παραδώσει την ευτυχία σας σε κάτι ή σε κάποιον άλλο.

Αυτή η θέση δεν είναι καθόλου καλή. Αν νομίζετε ότι έχετε τον έλεγχο αυτών των πραγμάτων, ενώ είναι γεγονός πως δεν τον έχετε, τότε είναι σχεδόν βέβαιο το άγχος και η απογοήτευση. Πρέπει να τονίσουμε πως ο Επίκτητος δεν υποστηρίζει ότι πρέπει να απομακρυνθούμε από τον εξωτερικό κόσμο. Επειδή δεν μπορούμε να ελέγξουμε κάτι, δεν σημαίνει ότι πρέπει να το αγνοήσουμε. Είναι απλώς θέμα ανάπτυξης της σωστής στάσης απέναντί του.

Αργότερα στο Εγχειρίδιόν του, ο Επίκτητος προτείνει να σκέφτεστε τη ζωή σας σαν να ήσαστε ηθοποιός σε μια παράσταση. Δεν έχετε διαλέξει τον ρόλο σας, δεν αποφασίζετε τι θα συμβεί και δεν είναι στο χέρι σας η διάρκειά της. Αντί να παλεύετε εναντίον όλων αυτών των πραγμάτων που δεν είναι υπό τον έλεγχό σας, η αποστολή σας είναι να παίξετε τον ρόλο σας όσο καλύτερα μπορείτε. Έχουμε τα προσόντα για κάτι τέτοιο. Όλοι θα αναλάβουμε πολλούς ρόλους.

Κάποιους από αυτούς μπορούμε σίγουρα να τους αλλάξουμε αν θέλουμε – κανείς δεν λέει ότι είναι υποχρεωτικό να μείνεις κολλημένος σε μια απαίσια δουλειά ή σε μια κακή σχέση. Υπάρχουν, όμως, άλλα πράγματα, πιο στενά συνδεδεμένα με την ανθρώπινη κατάσταση, για τα οποία δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά. Κανείς μας δεν επέλεξε την εθνικότητα, το φύλο, την ηλικία, το χρώμα του δέρματος ή τη σεξουαλική του προτίμηση, κι όμως, όλα αυτά έχουν σημαντική επιρροή στις ζωές μας.

Υπάρχει στον κόσμο ένας και μόνο δρόμος που κανένας άλλος δεν μπορεί να διαβεί εκτός από εσένα. Πού οδηγεί; Μη ρωτάς, ακολούθησέ τον

Ακόμα όμως κι αν το μέλλον δεν μας επέτρεπε να ελπίζουμε σε τίποτε, είναι η αλλόκοτη ύπαρξή μας σ’ αυτό ακριβώς το τώρα που, περισσότερο από κάθε τι άλλο, μας ενθαρρύνει να ζήσουμε σύμφωνα με δικά μας μέτρα και δικούς μας νόμους· εκείνο δηλαδή το ανεξήγητο γεγονός ότι ζούμε ακριβώς σήμερα, μολονότι θα μπορούσαμε να γεννηθούμε οποιαδήποτε άλλη στιγμή μέσα στον άπειρο χρόνο, το γεγονός ότι δεν κατέχουμε τίποτε άλλο παρά ένα βραχύ σήμερα και οφείλουμε εντός αυτού να δείξουμε για ποιον λόγο και σκοπό γεννηθήκαμε τώρα και όχι κάποια άλλη στιγμή.

Πρέπει για την ύπαρξή μας να λογοδοτούμε ενώπιον του ίδιου μας του εαυτού· συνεπώς, θέλουμε να αποτελέσουμε και τους πραγματικούς πηδαλιούχους της ύπαρξης αυτής και να μην επιτρέψουμε να καταστεί τούτη όμοια με τυφλή σύμπτωση. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε την ύπαρξή μας κάπως πιο τολμηρά και πιο ριψοκίνδυνα, αφού άλλωστε είναι σίγουρο πως, σε κάθε περίπτωση, εμείς πάντα θα τη χάνουμε.

Γιατί να προσκολλόμαστε σε τούτο το κομμάτι γης, σ’ εκείνο το επάγγελμα; Γιατί να αφουγκραζόμαστε αυτό που λέει ο πλησίον;

Είναι τόσο μικροαστικό να δεσμεύεσαι από απόψεις που μόλις διακόσια μίλια μακριά δεν είναι πια δεσμευτικές. Η Ανατολή και η Δύση είναι γραμμές που κάποιος χάραξε μπροστά στα μάτια μας με κιμωλία για να περιγελάσει τη λιποψυχία μας.

“Θα κάνω μια προσπάθεια να αποκτήσω την ελευθερία μου”, μονολογεί η νεανική ψυχή· και σε τούτο πρόκειται να την εμποδίσει το γεγονός ότι δύο έθνη τυχαίνει να μισούνται και να πολεμούν μεταξύ τους ή το ότι μία θάλασσα χωρίζει δύο ηπείρους ή το ότι γύρω της διδάσκεται μια θρησκεία που όμως πριν μερικές χιλιάδες χρόνια πριν δεν υφίστατο. “Δεν είσαι εσύ όλ’ αυτά”, λέει στον εαυτό της. “Κανένας δεν μπορεί να χτίσει για σένα τη γέφυρα στην οποία πρέπει εσύ ακριβώς να βαδίσεις για να περάσεις πάνω από το ποτάμι της ζωής· κανένας εκτός από σένα και μόνο. Υπάρχουν βέβαια αμέτρητα μονοπάτια και γέφυρες και ημίθεοι που θέλουν να σε μεταφέρουν στην απέναντι όχθη, τούτο όμως μόνο με αντίτιμο εσένα τον ίδιο· τον εαυτό σου θα έβαζες ενέχυρο και θα τον έχανες. “Υπάρχει στον κόσμο ένας και μόνο δρόμος που κανένας άλλος δεν μπορεί να διαβεί εκτός από εσένα. Πού οδηγεί; Μη ρωτάς, ακολούθησέ τον”.

Ποιος ήταν αυτός που είπε τη ρήση: “Ένας άνθρωπος δεν ανεβαίνει ποτέ ψηλότερα απ’ όσο όταν δεν ξέρει που ακόμη μπορεί να οδηγήσει ο δρόμος του”

Πώς όμως θα ξαναβρούμε τον εαυτό μας; Πώς μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τον εαυτό του; Αυτός είναι πράγμα σκοτεινό και συγκαλυμμένο· κι αν ο λαγός έχει επτά δέρματα, ο άνθρωπος μπορεί να γδάρει τον εαυτό του επτά επί εβδομήντα φορές και πάλι να μην μπορεί να πει: “Αυτό λοιπόν είσαι πραγματικά, αυτό πλέον δεν έχει περικάλυμμα”.

Επιπλέον, είναι βασανιστικό, επικίνδυνο εγχείρημα το να ανασκάπτει κανείς τον εαυτό του κατά τέτοιον τρόπο και να εκβιάζει την κατάβασή του στα έγκατα της ουσίας του από την πιο κοντινή διαδρομή.

Πόσο εύκολα μπορεί κανείς έτσι να τραυματιστεί τόσο ώστε κανένας γιατρός να μην μπορεί να τον θεραπεύσει! Και πέραν τούτου, γιατί να είναι αναγκαίο κάτι τέτοιο τη στιγμή που όλα αποτελούν μαρτυρίες για την ουσία μας: οι φιλίες και οι έχθρες μας, το βλέμμα και η χειραψία μας και ό,τι ξεχνάμε, τα βιβλία μας και ο γραφικός μας χαρακτήρας;

Για την διεξαγωγή όμως της πλέον σημαντικής ανάκρισης, υπάρχει το εξής μέσο: να στρέψει η νεανική ψυχή το βλέμμα της πίσω και να κοιτάξει τη ζωή της με το ερώτημα: “Τι αγάπησες στ’ αλήθεια μέχρι τώρα, τι εξύψωσε την ψυχή σου, τι την κυρίευσε και συγχρόνως την αγαλλίασε; Βάλε τα λατρευτά αυτά αντικείμενα σε μια σειρά μπροστά σου και τούτα ίσως σου αποκαλύψουν, μέσω της φύσης τους και της σειράς τους, έναν νόμο, τον θεμελιώδη νόμο του αληθινού σου εαυτού. Σύγκρινε τούτα τα αντικείμενα, δες πώς το ένα συμπληρώνει το άλλο, το διευρύνει, το υπερβαίνει, το λαμπρύνει, πώς όλα αυτά μαζί σχηματίζουν μια σκάλα με την οποία εσύ σκαρφάλωνες μέχρι τώρα στον εαυτό σου· διότι η αληθινή ουσία σου δεν βρίσκεται βαθιά κρυμμένη μέσα σου, αλλά σε απροσμέτρητο ύψος πάνω από σένα ή, τουλάχιστον, πάνω απ’ αυτό που συνήθως εκλαμβάνεις ως το Εγώ σου.

“Οι αληθινοί παιδαγωγοί και διαμορφωτές σου σού αποκαλύπτουν ότι το αληθινό πρωταρχικό νόημα και το θεμελιώδες υλικό της ουσίας σου είναι κάτι εντελώς ανεπίδεκτο διαπαιδαγώγησης και διαμόρφωσης και οπωσδήποτε κάτι το δέσμιο, δυσπρόσιτο και παραλυμένο· οι παιδαγωγοί σου δεν μπορούν να είναι παρά μόνον ελευθερωτές σου. Κι αυτό είναι το μυστικό όλης της παιδείας: δεν παρέχει τεχνητά μέλη, κέρινες μύτες, διοπτροφόρα μάτια· απεναντίας, εκείνο που δεν θα κατόρθωνε να προσφέρει παρά μόνο τέτοια χαρίσματα θα ήταν απλώς το κακέκτυπο της διαπαιδαγώγησης. Η παιδεία είναι, αντιθέτως, απελευθέρωση, απομάκρυνση όλων των ζιζανίων, των σωρών από μπάζα, των σκουληκιών που θέλουν να βλάψουν τα τρυφερά βλαστάρια των φυτών, εκπομπή φωτός και θερμότητας, τρυφερό βουητό νυχτερινής βροχής· είναι μίμηση και λατρεία της φύσης εκεί όπου η φύση εμφανίζει μητρική κι ευσπλαχνική διάθεση, είναι τελείωση της φύσης όταν αποτρέπει τις φρικτές και ανελέητες επιθέσεις αυτής και τις μετατρέπει σε κάτι καλό, όταν καλύπτει μ’ ένα πέπλο τις εκδηλώσεις των άστοργων διαθέσεων αυτής και της θλιβερής της αφροσύνης”.

Θα υπάρχουν σίγουρα και άλλα μέσα για να βρει κανείς τον εαυτό του, για να βγει από τον λήθαργο μέσα στον οποίο πλανιέται συνήθως σαν σε θολό σύννεφο και να έλθει στον εαυτό του· εγώ όμως δεν ξέρω κανένα καλύτερο από το να αναλογίζεται κανείς τους παιδαγωγούς και τους διαμορφωτές του. Έτσι λοιπόν, σήμερα θα τιμήσω τη μνήμη του μόνου δάσκαλου και αυστηρότατου παιδαγωγού για τον οποίο μπορώ να καυχιέμαι: του Άρθουρ Σοπεγχάουερ [Arthur Schopenhauer] – προκειμένου αργότερα να τιμήσω τη μνήμη και άλλων.

Friedrich Nietzsche, Ο ΣΟΠΕΓΧΑΟΥΕΡ ΩΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Νίτσε: Αγαπάμε κάτι αληθινά μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι

Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι. Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους.

Όμως η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. Αγαπάμε κάτι αληθινά μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι.

Μόνο αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, συμπεριλαμβανόμενων των πληγών μας, θα μπορέσουμε να είμαστε κύριοι της ζωής μας. Και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Κι έτσι, οι άλλοι θα μπορέσουν να αγαπήσουν το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε και όχι ένα προσωπείο που έχουμε δημιουργήσει. Ένα γνωστό τανγκό με στίχους του Κάρλος Άντρες Μπαρ λέει:

Δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλεις
αφού με παροτρύνεις ν’ αλλάξω,
δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλω,
και για τη δική σου αγάπη και για τη δική μου.
Αγάπα με όπως είμαι, με την αγάπη μου και τα πιστεύω μου,
αγάπα με όπως είμαι με την ενοχή μου και την μνησικακία μου,
μην περιμένεις από μένα για να μ’ αγαπήσεις να πάψω να είμαι εγώ.

Νίτσε

Προσωκρατικοί: Απαρχές του Διαλεκτικού Λόγου

Διαλεκτική Εσωτερικού και Εξωτερικού Λόγου

§1

     Οι Προσωκρατικοί διανοητές είναι οι πρώτοι στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, που επιχείρησαν να αρθρώσουν στοχαστικό-διαφωτιστικό λόγο σε σαφή διάκριση από τους αρχαϊκούς ποιητές. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τούτοι οι ποιητές ανήκουν στους μυθολόγους και θεολόγους, γιατί αντλούν τα θέματά τους κυρίως από μύθους για ήρωες και για θεούς. Απεναντίας, οι Προσωκρατικοί διατυπώνουν ολικές και βαθυστόχαστες αποφάνσεις, που εκτείνονται από την άμεση πολιτική κατάσταση της πόλεως έως το Είναι και μη-Είναι, τη φύση και τη δια-νοηματική συνάρτηση κόσμου και ψυχής. Μέσα στον ορίζοντα ανάπτυξης αυτού του πρώτου ιστορικά διασκεπτικού λόγου, ο λόγος του μύθου [=μυθο-λογία] υπερβαίνεται διαλεκτικά: παύει να συγκροτεί τα περιεχόμενα της σκέψης και αναλαμβάνεται ως στοιχείο μορφής μέσα στη στοχαστική κίνηση του λέγειν και θεωρείν. Ετούτη η κίνηση είναι παρούσα στις διάφορες πτυχές της Προσωκρατικής σκέψης ως κίνηση ή διεργασία ζήτησης και εύρεσης. Δυνάμει αυτής της διεργασίας και διαδικασίας, αποκαθηλώνεται η αυθεντία των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων και προσ(ς)-βάλλονται, χωρίς να καθυβρίζονται, οι ως τώρα προστακτικές αρχές γύρω από το Πολιτικό και το κοσμολογικό, μα όχι λιγότερο και γύρω από τις πεποιθήσεις για το θείο. 

§2

     Η διαλεκτική ζήτηση και εύρεση έτσι δεν εξελίσσεται ως διαπιστωτική περιγραφή αυτών που συμβαίνουν ούτε ως μια καταστροφική «Λογική» απέναντι στο παραδεδομένο ή ως ουδέτερη παρατήρηση, που δεν εγγίζει τον βίο και τον τρόπο ζωής των ίδιων των πρώτων στοχαστών. Απεναντίας συνυφαίνεται με ένα είδος ερευνητικής διάθεσης, της «διζήσιος», σύμφωνα με την οποία η σκέψη αντιπαρατίθεται με το παραδοσιακό και είναι ικανή για μια τέτοια αντιπαράθεση, επειδή πρωτίστως καθιδρύεται μέσα στον κόσμο [=τάξη και φύση-Είναι] της ζωής ως προστακτική αυτογνωσίας των ίδιων των στοχαστών και γι’ αυτό δημιουργών: «εδιζησάμην εμεωυτόν» [=ψάχνω να βρω τον εαυτό μου] (Ηράκλειτος). Από το παρατηρητήριο αυτής της «διζήσιος» λοιπόν γεννιούνται τα σπέρματα για χειραφέτηση της σκέψης. Μια τέτοια χειραφέτηση και τότε και τώρα και πάντα μπορεί να είναι μόνο συγκεκριμένη και όχι γενική και αφηρημένη, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες εποχές του απόλυτου παρα-λογισμού και θρυμματισμού. Στα σπέρματα αυτά ανήκει η διαλεκτική λάθους και αλήθειας: το εδραιωμένο λάθος, που ενεργοποιείται ως ψεύδος με τη φιλοσοφική έννοια, δηλαδή ως επίφαση, φαινομενικότητα, πλάνη, απάτη και εν τέλει ως αδιαμφισβήτητο δόγμα, στέκεται τώρα απέναντι στον δυναμικό λόγο, που εκτυλίσσεται μέσα στον χρόνο και στον εκάστοτε συγκεκριμένο χώρο.

§3

    Η πρώτη λοιπόν διαλεκτική αντιπαράθεση είναι αυτή της α-λήθειας–λάθους και εκδιπλώνεται μέσα στα κείμενα των Προσωκρατικών ως διαφορά ή διάκριση δόξας [=γνώμης] και αλήθειας. Πρόκειται για μια ουσιωδώς θεμελιακή διαφορά, που στον κάθε Προσωκρατικό στοχαστή εμφανίζεται με μορφή αντίστοιχη προς τη συγκεκριμένη ανάπτυξη των στοχασμών του. Στον Παρμενίδη, ας πούμε, είναι η διάκριση της «δόξας των βροτών» και της αλήθειας, το ίδιο περίπου και στον Ξενοφάνη. Ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει τη διαφορά ως διάκριση ανάμεσα στον «ξυνόν λόγον» και την «ιδίην φρόνησιν» κ.λπ. Αυτή η θεμελιακή διαφορά απηχεί γενικώς την οντο-λογική διαφορά Είναι και φαίνεσθαι. Στη συνάφεια τούτη, η τοπολογία του διαλεκτικά εκδηλωνόμενου λόγου εδράζεται στο ερώτημα για την αλήθεια και το ψεύδος ή λάθος, για το Είναι και το φαινόμενο. Το ερώτημα δεν νοείται ως κάποιο μεμονωμένο ερώτημα, αλλά ως ερωτηματική στάση, που ζητεί να συλλάβει, να αναλύσει, να κατανοήσει, να συνθέσει και να ρωτήσει πάλι από την αρχή. Κατ’ αυτή την ερωτηματική διαδικασία διαμορφώνονται πυρηνικά μόρια γνώσης, τα οποία με τη σειρά τους συγκροτούν αυτή τούτη την αλήθεια της Προσωκρατικής σκέψης ως τέτοιας.

§4

    Η δυναμική των ως άνω πυρηνικών μορίων εγγράφεται ως ο βαθύς λόγος της ψυχής (Ηράκλειτος) και κατ’ επέκταση ως η αυτοκινησία της. Με σημερινούς όρους, τούτη η αυτοκινησία είναι ο αυτοπροσδιορισμός του πνεύματος: δηλαδή η αυτοθέσμιση της κοινωνίας και της πολιτείας του ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος. Αυτή η πράξη αυτοθέσμισης, δηλαδή η αυτοκινησία χαρακτηρίζεται από δυο τινά: 1. Την εσωτερικότητα, ήτοι τον προαναφερθέντα βαθύ λόγο, που είναι αυτοδύναμος, αυτόνομος, ελεύθερος· 2. Από την εξωτερικότητα, που απηχεί ή αντανακλά εν πολλοίς την βαθύτητα του εσωτερικού, ενώ την ίδια στιγμή εσωτερικεύεται από το τελευταίο. Χωρίς ετούτη την εσωτερίκευση του εξωτερικού δεν νοείται βαθύτητα του εσωτερικού. Δομικό στοιχείο έτσι του Προσωκρατικού λόγου αναδεικνύεται η διαλεκτική εσωτερικού και εξωτερικού. Αυτή εδώ θα αποτελέσει την πρώτη διαλεκτική ύλη, πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Χέγκελ για να διατυπώσει, εναρμονισμένος με το πνεύμα της εποχής του, τη δική του διαλεκτική αυτονομία ως διαλεκτική εσωτερικότητας–εξωτερικότητας, γνώμης–γνώσης, περατού–απείρου, με γνώμονα πάντοτε την απελευθέρωση του νεωτερικού ανθρώπου από την αιχμαλωσία της αυθαίρετης υποκειμενικότητας και από τα δεσμά μιας απρόσωπης, δεσποτικής αντικειμενικότητας, που απροσχημάτιστα πλέον αντιποιείται ό,τι ακόμη θα μπορούσε να ζωογονεί την ουσία του ανθρώπου.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1161b-1162a)

[XII] Ἐν κοινωνίᾳ μὲν οὖν πᾶσα φιλία ἐστίν, καθάπερ εἴρηται. ἀφορίσειε δ᾽ ἄν τις τήν τε συγγενικὴν καὶ τὴν ἑταιρικήν. αἱ δὲ πολιτικαὶ καὶ φυλετικαὶ καὶ συμπλοϊκαί, καὶ ὅσαι τοιαῦται, κοινωνικαῖς ἐοίκασι μᾶλλον· οἷον γὰρ καθ᾽ ὁμολογίαν τινὰ φαίνονται εἶναι. εἰς ταύτας δὲ τάξειεν ἄν τις καὶ τὴν ξενικήν. καὶ ἡ συγγενικὴ δὲ φαίνεται πολυειδὴς εἶναι, ἠρτῆσθαι δὲ πᾶσα ἐκ τῆς πατρικῆς· οἱ γονεῖς μὲν γὰρ στέργουσι τὰ τέκνα ὡς ἑαυτῶν τι ὄντα, τὰ δὲ τέκνα τοὺς γονεῖς ὡς ἀπ᾽ ἐκείνων τι ὄντα. μᾶλλον δ᾽ ἴσασιν οἱ γονεῖς τὰ ἐξ αὑτῶν ἢ τὰ γεννηθέντα ὅτι ἐκ τούτων, καὶ μᾶλλον συνωκείωται τὸ ἀφ᾽ οὗ τῷ γεννηθέντι ἢ τὸ γενόμενον τῷ ποιήσαντι· τὸ γὰρ ἐξ αὐτοῦ οἰκεῖον τῷ ἀφ᾽ οὗ, οἷον ὀδοὺς θρὶξ ὁτιοῦν τῷ ἔχοντι· ἐκείνῳ δ᾽ οὐδὲν τὸ ἀφ᾽ οὗ, ἢ ἧττον. καὶ τῷ πλήθει δὲ τοῦ χρόνου· οἳ μὲν γὰρ εὐθὺς γενόμενα στέργουσιν, τὰ δὲ προελθόντος χρόνου τοὺς γονεῖς, σύνεσιν ἢ αἴσθησιν λαβόντα. ἐκ τούτων δὲ δῆλον καὶ δι᾽ ἃ φιλοῦσι μᾶλλον αἱ μητέρες. γονεῖς μὲν οὖν τέκνα φιλοῦσιν ὡς ἑαυτούς (τὰ γὰρ ἐξ αὐτῶν οἷον ἕτεροι αὐτοὶ τῷ κεχωρίσθαι), τέκνα δὲ γονεῖς ὡς ἀπ᾽ ἐκείνων πεφυκότα, ἀδελφοὶ δ᾽ ἀλλήλους τῷ ἐκ τῶν αὐτῶν πεφυκέναι· ἡ γὰρ πρὸς ἐκεῖνα ταυτότης ἀλλήλοις ταὐτὸ ποιεῖ· ὅθεν φασὶ ταὐτὸν αἷμα καὶ ῥίζαν καὶ τὰ τοιαῦτα. εἰσὶ δὴ ταὐτό πως καὶ ἐν διῃρημένοις. μέγα δὲ πρὸς φιλίαν καὶ τὸ σύντροφον καὶ τὸ καθ᾽ ἡλικίαν· ἧλιξ γὰρ ἥλικα, καὶ οἱ συνήθεις ἑταῖροι· διὸ καὶ ἡ ἀδελφικὴ τῇ ἑταιρικῇ

[1162a] ὁμοιοῦται. ἀνεψιοὶ δὲ καὶ οἱ λοιποὶ συγγενεῖς ἐκ τούτων συνῳκείωνται· τῷ γὰρ ἀπὸ τῶν αὐτῶν εἶναι. γίνονται δ᾽ οἳ μὲν οἰκειότεροι οἳ δ᾽ ἀλλοτριώτεροι τῷ σύνεγγυς ἢ πόρρω τὸν ἀρχηγὸν εἶναι. ἔστι δ᾽ ἡ μὲν πρὸς γονεῖς φιλία τέκνοις, καὶ ἀνθρώποις πρὸς θεούς, ὡς πρὸς ἀγαθὸν καὶ ὑπερέχον· εὖ γὰρ πεποιήκασι τὰ μέγιστα· τοῦ γὰρ εἶναι καὶ τραφῆναι αἴτιοι, καὶ γενομένοις τοῦ παιδευθῆναι· ἔχει δὲ καὶ τὸ ἡδὺ καὶ τὸ χρήσιμον ἡ τοιαύτη φιλία μᾶλλον τῶν ὀθνείων, ὅσῳ καὶ κοινότερος ὁ βίος αὐτοῖς ἐστίν. ἔστι δὲ καὶ ἐν τῇ ἀδελφικῇ ἅπερ καὶ ἐν τῇ ἑταιρικῇ καὶ μᾶλλον ἐν τοῖς ἐπιεικέσι, καὶ ὅλως ἐν τοῖς ὁμοίοις, ὅσῳ οἰκειότεροι καὶ ἐκ γενετῆς ὑπάρχουσι στέργοντες ἀλλήλους, καὶ ὅσῳ ὁμοηθέστεροι οἱ ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ σύντροφοι καὶ παιδευθέντες ὁμοίως· καὶ ἡ κατὰ τὸν χρόνον δοκιμασία πλείστη καὶ βεβαιοτάτη. ἀνάλογον δὲ καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς τῶν συγγενῶν τὰ φιλικά.

Ἀνδρὶ δὲ καὶ γυναικὶ φιλία δοκεῖ κατὰ φύσιν ὑπάρχειν· ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν, ὅσῳ πρότερον καὶ ἀναγκαιότερον οἰκία πόλεως, καὶ τεκνοποιία κοινότερον τοῖς ζῴοις. τοῖς μὲν οὖν ἄλλοις ἐπὶ τοσοῦτον ἡ κοινωνία ἐστίν, οἱ δ᾽ ἄνθρωποι οὐ μόνον τῆς τεκνοποιίας χάριν συνοικοῦσιν, ἀλλὰ καὶ τῶν εἰς τὸν βίον· εὐθὺς γὰρ διῄρηται τὰ ἔργα, καὶ ἔστιν ἕτερα ἀνδρὸς καὶ γυναικός· ἐπαρκοῦσιν οὖν ἀλλήλοις, εἰς τὸ κοινὸν τιθέντες τὰ ἴδια. διὰ ταῦτα δὲ καὶ τὸ χρήσιμον εἶναι δοκεῖ καὶ τὸ ἡδὺ ἐν ταύτῃ τῇ φιλίᾳ. εἴη δ᾽ ἂν καὶ δι᾽ ἀρετήν, εἰ ἐπιεικεῖς εἶεν· ἔστι γὰρ ἑκατέρου ἀρετή, καὶ χαίροιεν ἂν τῷ τοιούτῳ. σύνδεσμος δὲ τὰ τέκνα δοκεῖ εἶναι· διὸ θᾶττον οἱ ἄτεκνοι διαλύονται· τὰ γὰρ τέκνα κοινὸν ἀγαθὸν ἀμφοῖν, συνέχει δὲ τὸ κοινόν. τὸ δὲ πῶς βιωτέον ἀνδρὶ πρὸς γυναῖκα καὶ ὅλως φίλῳ πρὸς φίλον, οὐδὲν ἕτερον φαίνεται ζητεῖσθαι ἢ πῶς δίκαιον· οὐ γὰρ ταὐτὸν φαίνεται τῷ φίλῳ πρὸς τὸν φίλον καὶ τὸν ὀθνεῖον καὶ τὸν ἑταῖρον καὶ τὸν συμφοιτητήν.

***
[12] Η φιλία λοιπόν προϋποθέτει πάντοτε, όπως το έχουμε ήδη πει, συνύπαρξη και συνάφεια ανθρώπων. Μπορούμε, ωστόσο, να βγάλουμε έξω από αυτόν τον κανόνα τη φιλία των συγγενών και τη φιλία των συντρόφων. Οι φιλίες όμως που γεννιούνται μεταξύ των συμπολιτών, μεταξύ των μελών μιας φυλής, μεταξύ των συνταξιδιωτών και όσες άλλες τέτοιες μοιάζουν πιο πολύ με τις φιλίες που προϋποθέτουν συνύπαρξη και συνάφεια ανθρώπων, αφού όλες τους φαίνεται ότι βασίζονται σε ένα είδος συμφωνίας. Σ᾽ αυτές τις φιλίες θα μπορούσε κανείς να εντάξει και τη φιλία από φιλοξενία. Η φιλία των συγγενών φαίνεται ότι είναι πολύμορφη και ότι βρίσκεται, στο σύνολό της, σε εξάρτηση από τη φιλία των γονιών με τα παιδιά τους· γιατί οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους επειδή είναι ένα κομμάτι του εαυτού τους, και τα παιδιά τούς γονείς τους επειδή είναι κάτι που προήλθε από εκείνους. Οι γονείς όμως είναι σε μεγαλύτερο βαθμό βέβαιοι ότι τα παιδιά προήλθαν από τους ίδιους από ό,τι είναι βέβαια τα παιδιά ότι προήλθαν από αυτούς, και ο δεσμός του γεννήτορα με το παιδί του είναι ισχυρότερος από τον δεσμό του παιδιού με τον γεννήτορά του· γιατί καθετί που προήλθε από κάποιο άλλο ανήκει σ᾽ αυτό από το οποίο προήλθε· το δόντι, επιπαραδείγματι, η τρίχα ή οτιδήποτε άλλο ανήκουν σ᾽ αυτόν που τα έχει· αντίθετα, αυτό από το οποίο προήλθε κάτι με κανέναν τρόπο δεν «ανήκει» σ᾽ αυτό που προήλθε από το ίδιο, ή, έστω, «ανήκει» μεν, σε μικρότερο όμως βαθμό. Έπειτα υπάρχει και η διάσταση του χρόνου: οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους αμέσως μόλις αυτά γεννηθούν, ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονείς τους αφού περάσει κάποιος χρόνος και αρχίσουν πια να καταλαβαίνουν ή να αισθάνονται. Από όλα αυτά γίνεται φανερό και γιατί οι μητέρες αγαπούν περισσότερο. Οι γονείς λοιπόν αγαπούν τα παιδιά τους σαν αυτά να είναι ο εαυτός τους (: τα παιδιά τους είναι σαν ένας άλλος εαυτός τους, έτσι που είναι χωριστή η ύπαρξή τους), ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονείς τους επειδή γεννήθηκαν από αυτούς. Τα αδέρφια αγαπούν το ένα το άλλο επειδή γεννήθηκαν από τους ίδιους γονείς· γιατί η ταύτισή τους με αυτούς τους κάνει να ταυτίζονται και μεταξύ τους· νά γιατί λέμε «από το ίδιο αίμα», «από την ίδια ρίζα» και τα παρόμοια. Είναι λοιπόν κατά κάποιο τρόπο το ίδιο πράγμα, έστω και αν πρόκειται για ξεχωριστά άτομα. Πολύ, επίσης, συμβάλλει στη φιλία τους το ότι μεγάλωσαν μαζί και είναι στην ίδια περίπου ηλικία· γιατί «ο συνομήλικος τον συνομήλικο», και άνθρωποι που ζουν μαζί, γίνονται φίλοι· γι᾽ αυτό και η αδελφική φιλία

[1162a] μοιάζει με τη συντροφική. Όσο για τα ξαδέρφια και για τους άλλους συγγενείς, τους δένει τον έναν με τον άλλον ο ίδιος δεσμός που δένει και τα αδέρφια: ο δεσμός που ξεκινάει από την ίδια καταγωγή. Βρίσκονται, πάντως, πιο κοντά ή πιο μακριά ο ένας από τον άλλον ανάλογα με το πόσο κοντινός ή πόσο μακρινός είναι ο κοινός αρχηγός της γενιάς τους. Η φιλία των παιδιών προς τους γονείς, και των ανθρώπων προς τους θεούς, είναι φιλία προς κάτι καλό και ανώτερο· οι γονείς, πράγματι, τους έχουν κάνει πολύ μεγάλες ευεργεσίες, αφού αυτοί τους έδωσαν τη ζωή, την τροφή και, στη συνέχεια, την ανατροφή τους. Έπειτα, αυτού του είδους η φιλία περιέχει επίσης την ευχαρίστηση και το όφελος σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η φιλία με τους ξένους ανθρώπους, δεδομένου ότι η ζωή αυτών των ανθρώπων είναι σε μεγαλύτερο βαθμό κοινή.

Στην αδελφική, πάλι, φιλία υπάρχουν τα χαρακτηριστικά που υπάρχουν στη φιλία των συντρόφων· τα χαρακτηριστικά μάλιστα αυτά υπάρχουν στην αδελφική φιλία σε μεγαλύτερο βαθμό όταν τα αδέρφια είναι καλοί άνθρωποι και, γενικά, όταν μοιάζουν μεταξύ τους, αφού τα αδέρφια είναι στενότερα δεμένα μεταξύ τους και αγαπούν ο ένας τον άλλον κιόλας από τη γέννησή τους, και, ακόμη, αφού τα άτομα που γεννήθηκαν από τους ίδιους ανθρώπους, που μεγάλωσαν μαζί και πήραν την ίδια ανατροφή, παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγαλύτερη ομοιότητα στον χαρακτήρα. Αλλά και η δοκιμασία του χρόνου είναι στην περίπτωσή τους μεγαλύτερης διάρκειας και ασφαλέστερη. Ανάλογη μορφή παρουσιάζουν οι φιλικές σχέσεις και στις άλλες περιπτώσεις συγγένειας.

Η φιλία ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα φαίνεται ότι υπάρχει εκ φύσεως· γιατί ο άνθρωπος κλίνει από τη φύση του πιο πολύ στο να ζει ζευγαρωμένος παρά στο να ζει μαζί με άλλους σε πόλη, ακριβώς όπως η οικογένεια είναι κάτι που προηγείται από την πόλη, κάτι που έχει περισσότερο από ό,τι εκείνη τον χαρακτήρα της ανάγκης, και η επιθυμία για τεκνοποίηση είναι πιο κοινή σε όλα τα ζώα. Ενώ όμως στα άλλα ζώα η συνύπαρξη και η συνάφεια φτάνει ως αυτό μόνο το σημείο, οι άνθρωποι συνοικούν όχι μόνο για την τεκνοποίηση, αλλά και για όλες τις άλλες ανάγκες της ζωής· γιατί οι ρόλοι είναι από την πρώτη κιόλας αρχή χωριστοί: άλλοι οι ρόλοι του άντρα και άλλοι της γυναίκας· βοηθούν λοιπόν ο ένας τον άλλον με το να καταθέτουν στην κοινή υπόθεση ο καθένας το δικό του μερτικό. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους όλοι θεωρούμε ότι σ᾽ αυτήν τη φιλία υπάρχει και το όφελος και η ευχαρίστηση. Μπορεί όμως η φιλία αυτή να βασίζεται και στην αρετή, στην περίπτωση που και τα δύο μέλη του ζευγαριού είναι ενάρετοι άνθρωποι· γιατί ο καθένας τους έχει τη δική του αρετή, και αυτό είναι κάτι για το οποίο μπορούν να χαίρονται ο ένας τον άλλον. Τα παιδιά θεωρούνται ένας σύνδεσμος· αυτός είναι ο λόγος που τα άτεκνα ζευγάρια χωρίζουν γρηγορότερα· γιατί τα παιδιά είναι ένα αγαθό κοινό και για τους δύο, και το κοινό είναι κάτι που ενώνει. Όσο για το ερώτημα «Πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι σύζυγοι ο ένας στον άλλον μέσα στη συμβίωσή τους;» και γενικά «Πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ο φίλος στον φίλο;» μοιάζει να μην είναι καθόλου διαφορετικό από το ερώτημα «Πώς είναι δίκαιο να συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλον;»· γιατί φαίνεται ότι το δίκαιο δεν είναι το ίδιο όταν σκέφτεται κανείς πάνω στη σχέση ενός ανθρώπου με τον φίλο του, με έναν ξένο, με έναν σύντροφο και με έναν συμμαθητή.