Τρίτη 26 Απριλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (22.247-22.305)

Ὣς φαμένη καὶ κερδοσύνῃ ἡγήσατ᾽ Ἀθήνη·
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
τὸν πρότερος προσέειπε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
250 «οὔ σ᾽ ἔτι, Πηλέος υἱέ, φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ
τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον, οὐδέ ποτ᾽ ἔτλην
μεῖναι ἐπερχόμενον· νῦν αὖτέ με θυμὸς ἀνῆκε
στήμεναι ἀντία σεῖο· ἕλοιμί κεν, ἤ κεν ἁλοίην.
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο θεοὺς ἐπιδώμεθα· τοὶ γὰρ ἄριστοι
255 μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων·
οὐ γὰρ ἐγώ σ᾽ ἔκπαγλον ἀεικιῶ, αἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς
δώῃ καμμονίην, σὴν δὲ ψυχὴν ἀφέλωμαι·
ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἄρ κέ σε συλήσω κλυτὰ τεύχε᾽, Ἀχιλλεῦ,
νεκρὸν Ἀχαιοῖσιν δώσω πάλιν· ὣς δὲ σὺ ῥέζειν.»
260 Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«Ἕκτορ, μή μοι, ἄλαστε, συνημοσύνας ἀγόρευε·
ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά,
οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν,
ἀλλὰ κακὰ φρονέουσι διαμπερὲς ἀλλήλοισιν,
265 ὣς οὐκ ἔστ᾽ ἐμὲ καὶ σὲ φιλήμεναι, οὐδέ τι νῶϊν
ὅρκια ἔσσονται, πρίν γ᾽ ἢ ἕτερόν γε πεσόντα
αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν.
παντοίης ἀρετῆς μιμνήσκεο· νῦν σε μάλα χρὴ
αἰχμητήν τ᾽ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν.
270 οὔ τοι ἔτ᾽ ἔσθ᾽ ὑπάλυξις, ἄφαρ δέ σε Παλλὰς Ἀθήνη
ἔγχει ἐμῷ δαμάᾳ· νῦν δ᾽ ἀθρόα πάντ᾽ ἀποτείσεις
κήδε᾽ ἐμῶν ἑτάρων, οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος·
καὶ τὸ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο φαίδιμος Ἕκτωρ·
275 ἕζετο γὰρ προϊδών, τὸ δ᾽ ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος,
ἐν γαίῃ δ᾽ ἐπάγη· ἀνὰ δ᾽ ἥρπασε Παλλὰς Ἀθήνη,
ἂψ δ᾽ Ἀχιλῆϊ δίδου, λάθε δ᾽ Ἕκτορα, ποιμένα λαῶν.
Ἕκτωρ δὲ προσέειπεν ἀμύμονα Πηλεΐωνα·
«ἤμβροτες, οὐδ᾽ ἄρα πώ τι, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
280 ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον· ἦ τοι ἔφης γε·
ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων,
ὄφρα σ᾽ ὑποδείσας μένεος ἀλκῆς τε λάθωμαι.
οὐ μέν μοι φεύγοντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πήξεις,
ἀλλ᾽ ἰθὺς μεμαῶτι διὰ στήθεσφιν ἔλασσον,
285 εἴ τοι ἔδωκε θεός· νῦν αὖτ᾽ ἐμὸν ἔγχος ἄλευαι
χάλκεον· ὡς δή μιν σῷ ἐν χροῒ πᾶν κομίσαιο.
καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο
σεῖο καταφθιμένοιο· σὺ γάρ σφισι πῆμα μέγιστον.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος,
290 καὶ βάλε Πηλεΐδαο μέσον σάκος οὐδ᾽ ἀφάμαρτε·
τῆλε δ᾽ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ· χώσατο δ᾽ Ἕκτωρ
ὅττι ῥά οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός,
στῆ δὲ κατηφήσας, οὐδ᾽ ἄλλ᾽ ἔχε μείλινον ἔγχος.
Δηΐφοβον δὲ κάλει λευκάσπιδα μακρὸν ἀΰσας·
295 ᾔτεέ μιν δόρυ μακρόν· ὁ δ᾽ οὔ τί οἱ ἐγγύθεν ἦεν.
Ἕκτωρ δ᾽ ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσὶ φώνησέν τε·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με θεοὶ θάνατόνδε κάλεσσαν·
Δηΐφοβον γὰρ ἔγωγ᾽ ἐφάμην ἥρωα παρεῖναι·
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἐν τείχει, ἐμὲ δ᾽ ἐξαπάτησεν Ἀθήνη.
300 νῦν δὲ δὴ ἐγγύθι μοι θάνατος κακός, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἄνευθεν,
οὐδ᾽ ἀλέη· ἦ γάρ ῥα πάλαι τό γε φίλτερον ἦεν
Ζηνί τε καὶ Διὸς υἷι ἑκηβόλῳ, οἵ με πάρος γε
πρόφρονες εἰρύατο· νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει.
μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην,
305 ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι.»

***
Είπε η θεά και δίβουλα ξεκίνησε αυτή πρώτη
και όταν αυτοί προχώρησαν κι ευρέθησαν αντίκρυ
ο Έκτωρ πρωτομίλησεν: «Εμπρός σου δεν θα φύγω,
250 Πηλείδη, πλέον ως προτού, που ολόγυρα εις τα τείχη
τρεις μ᾽ εκυνήγησες φορές, και αντίκρυ εις την ορμήν σου
να μείνω δεν ετόλμησα· τώρα η ψυχή μου θέλει
αντίμαχα να σου στηθώ· θα πέσεις ή θα πέσω.
Και πρώτ᾽ ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι
255 θα ᾽ναι οι θεοί και έφοροι στο λόγο που θα ειπούμε.
Άπρεπα εγώ το σώμα σου δεν θα χαλάσω, αν ίσως
μου δώσει ο Δίας δύναμιν και την ζωήν σού πάρω·
γυμνόν απ᾽ τ᾽ άρματα λαμπρά το σώμα σου, ω Πηλείδη,
θα δώσω εγώ των Αχαιών· όμοια και συ να πράξεις».
260 Μ᾽ άγριο βλέμμ᾽ απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης:
«Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου,
λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν όμοσαν ειρήνην,
λύκοι και αρνιά δεν γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν
αλλ᾽ έχθραν έχουν άσπονδην κακήν ανάμεσόν τους.
265 Τόσο κι εγώ δεν δύναμαι ποτέ να σ᾽ αγαπήσω
και όρκους δεν θα ομόσομε πριν ένας απ᾽ τους δύο
χορτάσει με το αίμα του τον ανδρειωμένον Άρην.
Κάθε αρετήν πολεμικήν να θυμηθείς είν᾽ ώρα
καλός να δείξεις λογχιστής και μαχητής ανδρείος·
270 αποφυγήν δεν έχεις πλια, στην λόγχην μου αποκάτω
θα σε δαμάσ᾽ η Αθηνά· και θα πλερώσεις όλον
τον πόνον των συντρόφων μου που η λόγχη σου έχει σφάξει».
Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι.
Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ
275 κι επέταξε απ᾽ επάνω του το χάλκινο κοντάρι
και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει
και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως.
Ο Έκτωρ τότε ομίλησε στον άψογον Πηλείδην:
«Δεν πέτυχες, ισόθεε Πηλείδη, μήτε ο Δίας
280 σου είπε ακόμα, ως έλεγες, το πότε θ᾽ αποθάνω.
Αλλ᾽ έχεις λόγια στρογγυλά και κλεφτολόγος είσαι
να με δειλιάσεις, στην ψυχήν το θάρρος να νεκρώσεις.
Δεν φεύγω εγώ, την λόγχην σου στες πλάτες να μου εμπήξεις,
αλλά στο στήθος, που άντικρυς προβάλλω, πέρασέ την,
285 αν τούτο θέλησε ο θεός· ωστόσο απ᾽ την δικήν μου
φυλάξου, κι είθε ολόβολη στα σπλάχνα σου να φθάσει·
στους Τρώας ελαφρότερον θα κάμει τον αγώνα
ο θάνατός σου, ότι σ᾽ εσέ την συμφοράν τους βλέπουν».
Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι
290 και του Πηλείδη επέτυχε στην μέσην την ασπίδα.
Αλλά τινάχθηκε μακράν απ᾽ την ασπίδα εκείνο.
Χαμένο είδε τ᾽ ακόντι του ο Έκτωρ κι εχολώθη,
κατηφιασμένος έμεινε, που άλλην δεν είχε λόγχην.
Κι έσυρε δυνατήν φωνήν να ειπεί του Δηιφόβου
295 κοντάρι να του φέρει ευθύς, και αυτός εκεί δεν ήταν.
Και ο Έκτωρ το εννόησε στο πνεύμα του και είπε:
«Το βλέπω, οϊμένα, που οι θεοί μ᾽ εκάλεσαν στον Άδην·
τον ήρωα Δηίφοβον επίστευα κοντά μου
κι είναι στο τείχος· η Αθηνά μ᾽ ετύφλωσε με δόλον.
300 Θάνατος τώρα μ᾽ εύρηκε κακός, μακράν δεν είναι.
Αχ! τούτο ηθέλαν απ᾽ αρχής ο Ζευς και ο μακροβόλος
υιός του, αυτοί που πρόθυμα με προστατεύαν πρώτα.
Και η μοίρα τώρα μ᾽ έπιασεν. Αλλά χωρίς αγώνα
άδοξα δεν θα πέσω εγώ και πρώτα κάτι μέγα
305 θα πράξω και όσοι γεννηθούν κατόπιν να το μάθουν».

Η ηρεμία του μυαλού έρχεται όταν είμαστε έτοιμοι να τη δεχτούμε

Αξίζει περισσότερο από τον πλούτο ή οποιαδήποτε άλλη υλική κατοχή, είναι κάτι που κάθε άνθρωπος προσπαθεί, αλλά λίγοι επιτυγχάνουν, είναι το τέλειο δώρο γιατί είναι το πιο δύσκολο να επιτευχθεί και λέγεται ηρεμία του μυαλού.

Είναι διαθέσιμο και έτοιμο να διεκδικηθεί από οποιονδήποτε είναι διατεθειμένος να καλλιεργήσει ισχυρή θετική σκέψη στη ζωή του και μαζί με την πίστη ότι όλα όσα επιθυμούν ή χρειάζονται θα τ’ αποκτήσουν και οποιαδήποτε πρόκληση θα ξεπεραστεί.

Σκεφτείτε πώς θα ήσασταν εάν δεν είχατε απολύτως καμία ανησυχία, αγνοώντας εντελώς τα χρήματα, τις σχέσεις και όλες τις άλλες καθημερινές ανησυχίες που επιτρέπουμε να υπονομεύσουν τη φύση μας και τον τρόπο που ζούμε.

Οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ανήσυχοι και όταν εστιάζουν τα πάντα σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, βιώνουν αυτό που φοβούνται περισσότερο. Το Σύμπαν είναι ο τελικός υπολογιστής, αλλά ποτέ δε θέλει να πει όχι. Το πρόβλημα είναι ότι δε διακρίνει αν αυτό που ζητάτε είναι για καλό ή κακό.

Όλοι δημιουργούμε το μέλλον μας με τον τρόπο που σκεφτόμαστε και ακόμα κι αν δεν είστε αρνητικοί από τη φύση σας, πρέπει να αναπροσανατολίζετε τις σκέψεις σας όταν στρέφονται σε σκοτεινά μονοπάτια. Αυτό μπορεί να είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατο να επιτευχθεί αρχικά επειδή οι σκέψεις μας είναι τόσο τυχαίες ώστε η εστίασή μας συνεχώς να αλλάζει από πρόβλημα σε πρόβλημα.

Aυτή είναι η πρόκληση για τους κατά συρροή ανήσυχους που φαίνεται να προβληματίζονται για τα πάντα. Ανησυχούν για την ασφάλεια των παιδιών τους, πώς τα βλέπουν οι άλλοι, αν είναι αρκετά καλά, αν είναι υπέρβαρα ή πάρα πολύ αδύνατα, πάρα πολύ κοντά, πολύ ψηλά – Ουφ! Ας σταματήσουμε εκεί – αυτή η λίστα είναι ατελείωτη.

ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ ΕΙΣΤΕ ΣΕ ΘΕΣΗ ΝΑ ΕΠΙΤΥΧΕΤΕ ΤΗΝ ΗΡΕΜΙΑ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΣΑΣ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΤΕ ΝΑ ΥΠΕΡ-ΑΝΑΛΥΕΤΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Μια καλή αρχή είναι να καταγράψετε όλες τις ανησυχίες σας – μην ντρέπεστε και μη διστάζετε – βγάλτε τα όλα από μέσα σας. Μόλις διαβάσετε τη λίστα σας θα δείτε πόσο ασήμαντα είναι τα περισσότερα. Έτσι μπορείτε να βάλετε ένα μεγάλο X σε όλα εκείνα για τα οποία δε χρειάζεται να ανησυχείτε.

Μόλις εντοπίσετε το τι σας ανησυχεί πραγματικά, τότε ξεκινήστε να καταστρώνετε ένα σχέδιο δράσης και αρχίστε να εστιάζετε σε αυτό αντί για το πρόβλημα. Το σύμπαν αρέσκεται σ αυτό που βλέπει (νέο λογισμικό!) και είναι έτοιμο να σας δώσει μια ώθηση επειδή οι σκέψεις σας έχουν τώρα θετικά αποτελέσματα και όχι μια σειρά από παράλογες ανησυχίες. Έχετε κάνει ένα τεράστιο βήμα για την επίτευξη ηρεμίας του μυαλού σας.

Φυσικά – δεν είναι όλες οι ανησυχίες παράλογες ή ασήμαντες. Είναι φυσικό να φοβόμαστε για έναν αγαπημένο αν έχει, για παράδειγμα, διαγνωσθεί με μια σοβαρή ασθένεια, αλλά δε χρειάζεται να φανταστείτε το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα. Δημιουργήστε στο μυαλό σας την καλύτερη εφικτή πρόγνωση. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορείτε να είστε ρεαλιστές. Ορισμένες ασθένειες είναι μη αναστρέψιμες αλλά με το να είσαι θετικός δημιουργείς δύναμη και ειρήνη για τους γύρω σου. Επωφελούνται από το θετικό σας μυαλό που επιτρέπει στους αγαπημένους σας να γιορτάσουν τη ζωή και να αξιοποιήσουν όσο χρόνο τους έχει απομείνει.

Το ίδιο μπορεί να εφαρμοστεί στα χρήματα. Αν εστιάζετε συνεχώς στην αδυναμία σας να πληρώνετε λογαριασμούς τότε μην εκπλαγείτε αν φανερωθούν περισσότερα έξοδα. Η συνεχής ανησυχία για τα χρήματα σημαίνει ότι δεν μπορείτε ποτέ να επιτύχετε την ηρεμία του μυαλού σας ή να προσελκύσετε πραγματικά τα μετρητά που χρειάζεστε.

Απλά με τη μετατόπιση της εστίασης θα δημιουργήσετε δράση στη ζωή σας για την επίλυση του προβλήματός σας και το μυαλό σας με τη σειρά του θα είναι πιο ήρεμο.

Έχω αφήσει τις σχέσεις προς το τέλος αυτού του άρθρου επειδή υπάρχουν τόσες πολλές μεταβλητές και επιπλοκές που πρέπει να λάβετε υπόψη. Η φύση της σχέσης, είτε πρόκειται για έναν σύντροφο, για ένα παιδί, για έναν γονέα είναι διαφορετική και ο φόβος σας θα είναι και αυτός διαφορετικός.

Για άλλη μια φορά πρέπει να είστε ρεαλιστές. Όλη η θετική σκέψη στον κόσμο δεν θα κερδίσει έναν σύντροφο που έχει φύγει και δε θέλει να επιστρέψει, αλλά θα σας βοηθήσει να δημιουργήσετε μια νέα ζωή και να βοηθήσετε τον εαυτό σας να προσελκύσετε κάτι ή κάποιον καλύτερο.

Αρχίστε να βλέπετε τη ζωή σας με πιο θετικό τρόπο και αφήστε το Σύμπαν να σας βοηθήσει να βγείτε από τη σκοτεινή πλευρά των σκέψεων. Η ηρεμία του μυαλού έρχεται όταν είμαστε προετοιμασμένοι να δεχτούμε ό,τι καλό μας φέρνει η ζωή.

Δείξ το μου! Λοκ, Χιουμ και Εμπειρισμό

ΣΤΗΝ Αγγλία, ο Τζον Λοκ (1632-1704) ανατέ­θηκε κριτικά στην πίστη του Ντεκάρτ στο λόγο. Υποστήριξε πως αντί για τον αφηρημένο λόγο και τη σκέψη, έπρεπε να δώ­σουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στην εμπειρία, στην ικανότητά μας να γνωρίζουμε τον κόσμο και να μαθαίνουμε μέσω των αισθήσεών μας.

Με τον Λοκ εγκαινιάζεται η μακρά παράδοση του βρε­τανικού εμπειρισμού, απορρίπτοντας την επίμονη καχυποψία απέναντι στις αισθήσεις, η οποία κυριαρχούσε στη Δύση πριν α­κόμη από τον Πλάτωνα.

Ο Λοκ υποστήριξε ότι «όλη η γνώση προέρχεται από τις αισθήσεις», σύντομα δε τον ακολούθησαν ο Ιρλανδός επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϊ [George Berkley] και ο Σκοτσέζος φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ [David Hume].

Ανατιθέμενος στον Ντεκάρτ, τον Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς, αυτούς τους «ορθολογιστές» που υπέθεταν ότι το μυαλό αποτελεί μια μάλλον πλούσια και πολύπλοκη δομή, ο Λοκ ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν παρά «άγραφος χάρτης» ο οποίος γραφόταν από την ε­μπειρία στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου.

Οι ορθολογιστές υ­ποστήριζαν την ύπαρξη ενός σημαντικού αριθμού εγγενών ή «έμ­φυτων» ιδεών, λ.χ. τις ιδέες της ουσίας και του Θεού. Ο Λοκ, α­ντίθετα, υποστήριξε ότι το μυαλό μοιάζει περισσότερο με άδειο ντουλάπι το οποίο φωτίζεται μόνο από το φως που μπαίνει απ’ έξω.

Ο Άγγλος φιλόσοφος, ωστόσο, έκανε έναν συμβιβασμό όσον αφορά τον εμπειρισμό του σε δύο τουλάχιστον σημαντικά σημεία.

Πρώτον, υποχώρησε απέναντι στους μεταφυσικούς που κατέκρινε, αποδεχόμενος την ιδέα της αναγκαιότητας να μιλάμε για τα πράγματα καθεαυτά, πέραν της εμπειρίας που έχουμε γι’ αυτά. Θα υπέθετε κανείς ότι ο Λοκ, σύμφωνα με τη μέθοδό του, έπρε­πε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ό,τι είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε είναι μόνο τα αισθητά χαρακτηριστικά ή «ιδιότητες» των πραγμάτων. Τούτο όμως θα δημιουργούσε ένα πρόβλημα: θα ήταν σαν να μην γνωρίζουμε καθόλου τα ίδια τα πράγματα, παρά μόνον συμπλέγματα χαρακτηριστικών. Ο Λοκ καταλήγει να συ­νάγει την ύπαρξη του πράγματος καθαυτό, στο βαθμό που είναι αδύνατο να υπάρχουν ιδιότητες οι οποίες δεν ανήκουν σε κάτι. Η θέση αυτή πλησιάζει επικίνδυνα στην έμφυτη ιδέα, μια παραδοχή, με άλλα λόγια, που δεν βασίζεται στην εμπειρία.

Ο Λοκ προχώρησε και σ’ έναν δεύτερο συμβιβασμό όταν διέκρινε δύο διαφορετικά είδη χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων: αυτές που αντιλαμβανόμαστε ως εγγενείς στο ίδιο το αντικείμενο, όπως το σχήμα ή τη μάζα του, κι εκείνες που αντιλαμβανόμαστε εμείς, από τα αποτελέσματα δηλαδή που έχουν τα πράγματα σ’ εμάς. Παράδειγμα των δεύτερων ιδιοτήτων είναι το χρώμα. Αυτές οι «δευτερογενείς» ιδιότητες (σε αντίθεση με τις πρωτογενείς ιδιό­τητες του σχήματος και της μάζας) εντοπίζονται «μέσα μας» αντί «εκεί έξω» στον κόσμο.

Εάν ωστόσο λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του την επιχειρηματολογία του Λοκ, μπορεί να καταλήξει στο συ­μπέρασμα πως οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή μας, ουσιαστικά βρίσκεται στο μυαλό μας, μέσα μας. Δεν υπάρχει ούτε ανάγκη ού­τε δικαιολογία για να μιλάμε για τον κόσμο «εκεί έξω». Αυτό ακριβώς το συμπέρασμα έβγαλε από την επιμονή του Λοκ σε μια καθαρά εμπειρική μέθοδο και ο επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϊ (1632-1704).

Ο Μπέρκλεϊ δεν είχε κανένα σχεδόν πρόβλημα να υποθέσει πως δεν υπάρχει άλλος πραγματικός κό­σμος πέρα από τον κόσμο που βρίσκεται στο μυαλό μας. Ο κό­σμος δεν αποτελούσε παρά σύνθεση των ιδεών μας - θέση που έγινε αργότερα γνωστή ως ιδεαλισμός. Ως θρησκευτικός πα­ράγων, ο Μπέρκλεϊ είδε στην άποψη αυτή έναν τρόπο να τοποθε­τήσει τον Θεό στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του. «Το να υπάρ­χεις συνίσταται στο να είσαι αντιληπτός», υποστήριξε, οτιδήποτε υπάρχει όμως γίνεται αντιληπτό όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από τον Θεό. Μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα πόσο πολύ έμοιαζε η θέση του Μπέρκλεϊ ως προς το πνεύμα, αν όχι και τη μέθοδο, με τη «μοναδολογία» του Λάιμπνιτς.

Ο Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776) έκανε πασιφανείς όλες τις περίεργες συνέπειες του εμπειρισμού.

Η φιλοσοφία του Χιουμ συνίστατο σ’ έναν εξονυχιστικό σκεπτικισμό που όμοιος του δεν είχε υπάρξει από την αρχαιότητα. Ο Χιουμ ήταν ένας από τους λαμπρότερους οπαδούς του Διαφωτισμού, συγχρόνως όμως αναγνώριζε πως ο λόγος -τόσο με την έννοια της επιστημονικής μεθόδου όσο και με την ευρύτερη έννοια του ορθολογισμού- είχε υπερβεί τα όριά του. Θεωρούσε ότι ήταν πολλά που δεν μπορού­σε να επιτελέσει, βεβαιότητες στις οποίες δεν μπορούσε να οδη­γήσει, αποδείξεις που δεν ήταν σε θέση να δώσει.

Παραδόξως, ο σκεπτικισμός του Χιουμ αποτέλεσε το αντιπροσωπευτικότερο πα­ράδειγμα καθαρής αυτοεξεταστικής διαφωτιστικής σκέψης. Το συμπέρασμά του ήταν πως ακόμη και η αρτιότερη σκέψη δεν ήταν σε θέση να κάνει εκείνο που νόμιζαν ότι μπορούσε οι στοχαστές του Διαφωτισμού. Ο σκεπτικισμός του βασιζόταν σε μια σειρά δογμάτων τα ο­ποία είχαν εμφανιστεί στα πλαίσια της διαμάχης σχετικά με τη γνώση, διαμάχης που είχε υποχωρήσει μετά τον Μπέικον και τον Ντεκάρτ.

Ο Χιουμ ήταν δηλωμένος εμπειριστής. Όλη η γνώση, ε­παναλάμβανε, οφείλει να στηρίζεται στην εμπειρία. Δεχόταν επί­σης τη διάκριση μεταξύ της εμπειρίας και του κόσμου στον οποίο αυτή αναφέρεται. Στην περίπτωση αυτή όμως, μπορεί άραγε να θεμελιωθεί με εμπειρικό τρόπο η πίστη μας στον «εξωτερικό» κό­σμο; Όχι, ούτε όμως και με τη μέθοδο της επαγωγής μπορεί να γί­νει κάτι τέτοιο χωρίς να θεωρηθεί δεδομένο εκ των προτέρων το ίδιο το ζητούμενο. Ο Χιουμ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι βασικότερες παρα­δοχές, οι παραδοχές πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η γνώση, εί­ναι αδύνατο να αποδειχτούν με το λόγο.

Ομοίως, στην περιοχή της ηθικής, ο σκεπτικισμός του κατέληγε στο ότι «δεν συνιστά πα­ραβίαση του λόγου το να προτιμήσω την καταστροφή του μισού κόσμου για να απαλλαγώ από μια σουβλιά στο μικρό μου δαχτυ­λάκι».

Ο λόγος δεν μπορεί να μας παρακινήσει να είμαστε ηθικοί. Τα συναισθήματά μας όμως μπορούν, και το κάνουν. Κάθε άν­θρωπος γεννιέται με μια φυσική ικανότητα για συμπάθεια και μια φυσική ροπή προς το χρήσιμο, με τις οποίες κατασκευάζο­νται, ανάμεσα σε άλλα, σι ιδέες μας για τη δικαιοσύνη και την κοινωνία.

Ο Χιουμ έτεινε στο νατουραλισμό, την άποψη πως ό,τι δεν μπορεί να κάνει ο λόγος το κάνει ούτως ή άλλως η φύση. Αν ο λόγος δεν είναι σε θέση να μας εγγυηθεί τη γνώση, η φύση μάς έχει εφοδιάσει με το κατάλληλο αισθητήριο ώστε να βρίσκουμε το δρόμο μας στον κόσμο. Αν ο λόγος δεν μπορεί να εγγυηθεί την ηθικότητα, η ανθρώπινη φύση μάς παρέχει τα κατάλληλα συναι­σθήματα ώστε να συμπεριφερόμαστε ορθά ο ένας στον άλλο. Αν όμως ο λόγος δεν μπορεί να θεμελιώσει την πίστη στον Θεό και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις που τη συνοδεύουν, τότε τόσο το χειρότερο για τη θρησκεία.

Ο Χιουμ ήταν ένας αμετανόητος ά­θεος. Αν οι βαθυστόχαστοι τόμοι του σχολαστικισμού δεν είχαν κατορθώσει να παράσχουν ικανοποιητικά επιχειρήματα ή ορθές αποδείξεις για τις θρησκευτικές πίστεις, τότε «ρίχτε τους στην πυ­ρά», αποφαινόταν ο Χιουμ εξοργίζοντας τους θεολόγους. Ευτυ­χώς δεν πρότεινε την ίδια σκληρή αντιμετώπιση γι’ άλλες αναπό­δεικτες πεποιθήσεις, όπως για την πίστη στην ύπαρξη ενός «εξω­τερικού» κόσμου, την πίστη στην αναγκαιότητα της ηθικής, κ.ά. Μπορεί ο λόγος να είχε τα όριά του, τα συναισθήματά μας όμως κι ο φυσικός κοινός νους, που καλλιεργούνταν μέσω των κοινωνι­κών παραδόσεων, είχαν επίσης ισχύ και αξία. Ο Χιουμ μάς υπεν­θυμίζει (για μία ακόμη φορά) εκείνο που τόσο παραμελήθηκε κα­τά την αναζήτηση της λογικής βεβαιότητας, η οποία όρισε σε με­γάλο βαθμό τη σύγχρονη φιλοσοφία

Για την ταμπέλα του τρελού

Ναι, γνωρίζω κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.

Και δε βρίσκω τίποτα μεμπτό σε αυτό.

Η ταμπελίτσα του «τρελογιατρού», του κοινωνικού στίγματος που συνοδεύει τις ψυχικές διαταραχές είναι γεγονός λυπηρό, απόρροια προκαταλήψεων και αμάθειας.

Πρέσβευα πάντοτε ότι οι ψυχικές διαταραχές δημιουργούν δυσκολίες στη διαπροσωπική επικοινωνία και την επαγγελματική βελτίωση, όχι τόσο για την ίδια την πάθηση αυτή καθεαυτή, αλλά περισσότερο για την αρνητική στάση των περισσότερων ανθρώπων και την έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης.

Ακούμε συνεχώς για τη γνωστή οικονομική κρίση. Μία κρίση οικονομική όμως, θεμελιώνεται και τρέφεται επάνω στην έλλειψη αξιών, παιδείας, στη φοβία και τη διάχυτη αντιπάθεια που τρέφουμε οι περισσότεροι για κάτι το οποίο φαντάζει διαφορετικό από τη δική μας στενόμυαλη οπτική.

Όταν παρκάρουμε στη θέση ενός ανάπηρου, όταν εκφοβίζουμε έναν άνθρωπο να μη μιλάει για το πρόβλημά του, επειδή φοβάται ότι θα χαρακτηριστεί «τρελός», «ψυχάκιας», «ανισόρροπος», θα απομονωθεί κοινωνικά και θα βιώσει απόρριψη.

Η αναζήτηση βοήθειας σε έναν ειδικό, δε σημαίνει ότι το άτομο είναι ανισόρροπο.

Οι δυσκολίες της ζωής ή η αδυναμία επίλυσης ενός προβλήματος, ακόμη και το αίσθημα απελπισίας δεν απορρέει πάντα από κάποια ψυχική πάθηση.

Ο κάθε άνθρωπος, εγώ, εσύ, ο δίπλα βίωσε σε κάποια στιγμή της ζωής αφόρητο ψυχικό, συναισθηματικό πόνο.

Η αναζήτηση βοήθειας δεν είναι ταμπού, ούτε αδυναμία: Είναι η απόλυτη ένδειξη ότι ένας άνθρωπος αναγνώρισε το πρόβλημά του και αναζήτησε τη λύτρωση.

Και αυτό θέλει θάρρος για να το κάνει κάποιος.

Η κατάθλιψη δε σημαίνει ότι κάποιος είναι αδύναμος. Σημαίνει ότι κάποιος άντεξε πάρα πολύ.

Όταν η Αξιοπρέπεια νίκησε το Δίκιο

Όταν οι Αθηναίοι ηττήθηκαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι νικητές Σπαρτιάτες επέβαλαν το καθεστώς των τριάκοντα τυράννων. Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε σήμερα το πόσο εξευτελιστική και οδυνηρή υπήρξε αυτή η εμπειρία για τους ιδρυτές της Δημοκρατίας.

Ευτυχώς, η κυριαρχία των τριάκοντα υπήρξε σύντομη, ήταν όμως καταστροφική. Εκτός από τις ταραχές, τις δολοφονίες και την αυθαιρεσία που επέδειξαν σε όλους τους τομείς, οι τύραννοι είχαν επιφέρει και ένα γερό πλήγμα στην αθηναϊκή οικονομία, που ήταν ήδη καταρρακωμένη από τον πόλεμο. Επιπλέον, έλαβαν ένα μεγάλο δάνειο από τους Σπαρτιάτες, το οποίο βέβαια δεν χρησιμοποίησαν για την ανάπτυξη του τόπου, αλλά για την προσωπική τους ευημερία και την ενίσχυση της πολιτικής τους δύναμης.

Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα να πάνε στο καλό, οι Αθηναίοι είχαν και ένα δάνειο να ξεπληρώσουν. Δάνειο στο οποίο δεν είχαν συναινέσει και από το οποίο δεν ωφελήθηκαν. Ένα επαχθές δάνειο. Το τι θα έκαναν με αυτό, ήταν δουλειά της Εκκλησίας του Δήμου να αποφασίσει, δηλαδή όλων των πολιτών. Φανταστείτε τον εαυτό σας στη συνέλευση αυτή.

Τι θα ψηφίζατε;

Ενώ η συμφωνία προέβλεπε να επωμιστούν αυτή την υποχρέωση οι δύο παρατάξεις (οι του άστεως και οι εκ του Πειραιώς), οι Αθηναίοι πολίτες αποφάσισαν να αποπληρώσουνόλοι μαζί το δάνειο στο ακέραιο! Σε μία πόλη με τα ταμεία άδεια, με το ηθικό καταρρακωμένο, με τη θλίψη να βασιλεύει, καθώς τα θύματα του πολέμου και της τυραννίας ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη αυτών των ανθρώπων, εκείνοι αποφάσισαν να συμμετέχουν με εισφορές στην αποπληρωμή του δανείου. Ανέλαβαν συλλογικά την ευθύνη ακόμα και για την ενέργεια της μισητής ολιγαρχικής εξουσίας και δεν άφησαν τα κόμματα να τους σώσουν, αν και θα ήταν απολύτως νόμιμο να το κάνουν.

Γιατί επωμίστηκαν ένα τέτοιο δυσβάσταχτο και άδικο βάρος; Διότι έτσι τους πρόσταζε η αιδώς.

Εκείνοι οι αρχαίοι δημοκράτες, νοιάζονταν πολύ για την καλή τους φήμη και δεν ανέχονταν την σκέψη πως οι κομματάρχες θα νομιμοποιούνταν κάποτε να τους πουν "εμείς σας ξεχρεώσαμε". Πολύ περισσότερο δεν θα ανέχονταν τους Σπαρτιάτες να καυχώνται πως τους έσωσαν κάποτε από οικονομική κατάρρευση με δανεικά κι αγύριστα. Οι Αθηναίοι πάνω απ' όλα ήταν αξιοπρεπείς και καθόλου δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν τη σύγχρονη προτροπή "μην σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι".

Η αιδώς απευθύνεται σε εξωστρεφείς ανθρώπους, που συνεργάζονται για την κοινή προκοπή.

Σήμερα, που τίποτα δεν μας απασχολεί εκτός από την προσωπική μας ευημερία, η αιδώς δεν λειτουργεί, με αποτέλεσμα να καμαρώνουμε που έχουμε την τόλμη να γράφουμε τους πάντες στα παλιά μας τα παπούτσια και να είμαστε ο εαυτός μας, Αφού, λοιπόν, δεν αναγνωρίζουμε πλέον τη φωνή της αιδούς πριν προβούμε σε κάποια απερισκεψία, κάνουμε ό, τι μας συμφέρει κι ό, τι μας αρέσει και υποφέρουμε από ενοχές κατόπιν εορτής, όταν η ζημιά έχει γίνει. Οι ενοχές, στη συνέχεια, μας βυθίζουν σε μεγαλύτερη μοναξιά. Όταν υπάρχουν κι αυτές. Και παριστάνουμε τους ελεύθερους, μοναχικούς καβαλάρηδες, που μόλις έρθουν τα δύσκολα, ικετεύουν τούς συμπολίτες τους (και όχι μόνο) για λίγη βοήθεια και μιά σταλιά συμπόνια.

Ήταν άραγε λιγότερο ελεύθεροι από εμάς εκείνοι οι αρχαίοι δημοκράτες; Ήταν η αιδώς χαρακτηριστικό δειλών ή δουλικών ανθρώπων; Δεν ήταν. Η αιδώς ήταν και είναι η έκφραση του σεβασμού προς την κοινότητα και συνοδεύει εκείνους που κατανοούν τον εαυτό τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της. Ο πολίτης, ως λειτουργικό μέλος του οργανισμού της χώρας, οφείλει να είναι συντονισμένος με τα υπόλοιπα μέλη. Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης προστάτευε την καλή του φήμη, τον ενδιέφερε η γνώμη των συμπολιτών του γι αυτόν και όλοι μαζί ενδιαφέρονταν και εργάζονταν για την καλή φήμη της πόλης τους. Η συλλογική ευθύνη ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο που τους κρατούσε ενωμένους και επικεντρωμένους στον στόχο τους και καθόλου δεν εμπόδιζε την προσωπική εξέλιξη κι επιτυχία.

Ο στόχος που εξυπηρετούσε η απόφαση για αποπληρωμή του δανείου από κοινού, ήτανη επίτευξη της ενότητας. Η πράξη αυτή εκτιμήθηκε και σχολιάστηκε θετικά από τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, που ήταν άνθρωποι της πόλης και δημοκράτες. Ο Δημοσθένης, ενθυμούμενος το περιστατικό, χρησιμοποιεί την έκφραση «όταν η πόλη ενώθηκε». Ο Αριστοτέλης εντυπωσιάστηκε από αυτή την απόφαση και χαρακτήρισε τη συμπεριφορά των Αθηναίων αξιέπαινη και πολιτική, δηλαδή τέτοια που ταιριάζει σε πολίτες. Ο Ισοκράτης χρησιμοποιεί αυτή την ενέργεια ως απόδειξη της ανωτερότητας της δημοκρατίας έναντι της ολιγαρχίας.

Η ενότητα αυτή επιτυγχάνεται μόνο όταν οι πολίτες μοιράζονται τις ευθύνες, όπως ακριβώς μοιράζονται τα οφέλη του πολιτεύματος. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι υπήκοοι αναγκάζονται να λειτουργούν ως μονάδες κάτω από μία επίπλαστη ομοιομορφία. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία συλλογική ανάληψη ευθύνης, διότι υπό καθεστώς εξαναγκασμού καμία ηθική αξιολόγηση δεν έχει νόημα. Στη δημοκρατία όμως, η συλλογική ευθύνη προστατεύει από τον διχασμό και ενισχύει τον ρόλο του πολίτη στην επίτευξη των στόχων της πολιτείας του, που δεν μπορεί να διαφέρουν από τους προσωπικούς του στόχους.

Είμαστε άραγε πιο ελεύθεροι εμείς από εκείνους ή είμαστε ένας εν δυνάμει όχλος βαρβάρων που διψά για εκδίκηση; Είμαστε εμείς πιο αξιοπρεπείς από εκείνους ή μήπως είμαστε απλώς νωθροί παρατηρητές της ιστορίας μας, εθισμένοι στην επαιτεία με πρόφαση την αξιοπρέπεια εκείνων;

Εκείνοι αρνήθηκαν να γίνουν αντικείμενο χλευασμού και πλήρωσαν μέχρι την τελευταία πεντάρα ένα δάνειο από το οποίο δεν είχαν ωφεληθεί τίποτα! Και άφησαν σε εμάς τη σπουδαία κληρονομιά - ηθική, πνευματική και υλική - που ακόμα ξεκοκαλίζουμε.

Εμείς, τι θα κληροδοτήσουμε στους απογόνους μας; Ποια θα είναι η φήμη μας όταν πια θα έχουμε φύγει και τι θα γράφουν για εμάς οι επόμενοι;

Θα είμαστε εκείνοι που προστάτεψαν το καλό όνομα που παρέλαβαν και άφησαν πίσω τους ένα ακόμα καλύτερο ή εκείνοι που για ένα κατοστάρικο σύνταξης παραπάνω πούλησαν την καλή φήμη των προγόνων τους και περιφρόνησαν τη ζωή των απογόνων τους;

Μύθοι για τον αυτισμό που καταρρίπτονται από την επιστήμη

Ο αυτισμός είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες και περίπλοκες διαταραχές, γι' αυτό και οι μύθοι είναι πολλοί.

Γιατί ο αυτισμός εξακολουθεί να μας μπερδεύει

Από το 1999, η κορδέλα με τα κομμάτια του παζλ αντιπροσωπεύει τον αυτισμό, ένα σύμβολο της πολυπλοκότητας της νευροαναπτυξιακής διαταραχής. Ο αυτισμός μπορεί να προκαλεί σύγχυση τόσο στους απλούς ανθρώπους όσο και στους επαγγελματίες, επειδή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του θυμίζουν εκείνα άλλων, πιο κοινών και καλύτερα περιγραφόμενων παθήσεων, όπως η ΔΕΠΥ, το άγχος, η κατάθλιψη, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και η εναντιωματική προκλητική διαταραχή.

Οι σύγχρονες έρευνες έχουν μετακινηθεί από το πώς επεξεργαζόμαστε συγκεκριμένες έννοιες όπως τα μαθηματικά και η γλώσσα στο πώς ο εγκέφαλος διαχειρίζεται πιο αφηρημένες έννοιες που παίζουν ρόλο στον αυτισμό – όπως η κοινωνική και η συναισθηματική νοημοσύνη. Καθώς οι νευρολόγοι κατανοούν καλύτερα τον εγκέφαλο, είναι σε θέση να καταρρίπτουν όλο και περισσότερους μύθους σχετικά με τον αυτισμό. Αυτές είναι οι ξεπερασμένες πεποιθήσεις που οι ειδικοί θα ήθελαν οι άνθρωποι να σταματήσουν να πιστεύουν.

Μύθοι για τον αυτισμό που καταρρίπτονται από την επιστήμη

Μύθος: Τα άτομα με αυτισμό δεν έχουν συναισθήματα

Μερικοί άνθρωποι υποθέτουν ότι ο αυτισμός αφήνει ένα άτομο ανίκανο να βιώσει αληθινά συναισθήματα. Όμως ο αυτισμός είναι μια διαταραχή του φάσματος και τα άτομα μπορεί να εκφράζουν μια σειρά συναισθημάτων από ενθουσιασμό έως θυμό, ενώ άλλα είναι πιο περιορισμένα στην έκφρασή τους. Αλλά τα άτομα με αυτισμό μπορούν αναμφίβολα να αναγνωρίζουν και να αισθάνονται συναισθήματα από τους άλλους, ανεξάρτητα από τον τρόπο έκφρασής τους. Σύμφωνα με ένα άρθρο στο Pediatric Health, Medicine, and Therapeutics, τα περισσότερα παιδιά με αυτισμό είναι σε θέση να αναγνωρίζουν συναισθήματα συγκρίσιμα με τα συναισθήματα των συνομήλικών τους ίδιας ηλικίας, συγκρίνοντάς τα. Μπορούν συχνά να χαρακτηρίσουν απλούστερα συναισθήματα, όπως η ευτυχία και η λύπη, αν και μπορεί να δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν συναισθήματα, όπως η έκπληξη και ο φόβος.

Μύθος: Προτιμούν να μένουν απομονωμένοι

Δεν είναι μυστικό ότι τα ελλείματα στο κοινωνικό πεδίο επηρεάζουν τα άτομα στο φάσμα του αυτισμού. Τα άτομα που ανήκουν στο φάσμα μπορεί να δυσκολεύονται να αναπτύξουν σχέσεις με τους συνομηλίκους τους λόγω ενός συνδυασμού καθυστερημένης ικανότητας για αυθόρμητο μοίρασμα, καθυστερήσεων στην επικοινωνία και μειωμένης ικανότητας αναγνώρισης λεπτών σημείων στις εκφράσεις του προσώπου, τη στάση του σώματος και την οπτική επαφή. Ωστόσο, αυτό δεν επηρεάζει την επιθυμία του ατόμου να προοδεύσει στις κοινωνικές σχέσεις.

Αντιθέτως, ένα άτομο με αυτισμό συχνά αισθάνεται τόσο άβολα εκτός τόπου και χρόνου σε κοινωνικές καταστάσεις που προτιμά να τις αποφεύγει μέχρι να μάθει τα κατάλληλα εργαλεία για να προσαρμοστεί. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν απειλητικό το να βρίσκονται μέσα σε πλήθος ή ομάδες ανθρώπων, επειδή μπορεί να δυσκολεύονται να διαβάσουν τις εκφράσεις του προσώπου του άλλου ατόμου, με αποτέλεσμα να παρερμηνεύουν τις προθέσεις του. Αυτό όμως δεν αντικατοπτρίζει την επιθυμία κάποιου για υποστήριξη, κατανόηση και φιλία.

Μύθος: Είναι επιρρεπείς στη βία

Ορισμένα παιδιά δυσκολεύονται να εκφραστούν αποτελεσματικά με λόγια και καταφεύγουν στη χρήση βίαιης συμπεριφοράς για να μας δώσουν να καταλάβουμε ότι χρειάζονται την προσοχή μας, κάποια βοήθεια ή ακόμη και ένα διάλειμμα από μια κατάσταση. Αλλά είναι πιο πιθανό να βλάψουν τον εαυτό τους παρά τους άλλους, σύμφωνα με μια γαλλική μελέτη. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσο περισσότερο προκαλούσε άγχος η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα παιδιά, τόσο μεγαλύτερη ήταν η πιθανότητα αυτοτραυματικής συμπεριφοράς στα άτομα με αυτισμό.

Τα παιδιά με αυτισμό έχουν μειωμένες στρατηγικές αντιμετώπισης και επικοινωνιακές δεξιότητες που θα μπορούσαν να τα βοηθήσουν να διαχειριστούν το άγχος – αλλά τείνουν να εκτελούν αυτοτραυματικές συμπεριφορές, όπως να σκαλίζουν το δέρμα τους ή να χτυπούν το κεφάλι τους, συχνότερα από το να προκαλούν βλάβη σε άλλους. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ενός παιδιού με αυτισμό και ενός παιδιού που είναι θύτης.

Μύθος: Τα άτομα στο φάσμα είναι όλα χαρισματικά

Η ταινία Rain Man είναι ίσως η πιο διάσημη απεικόνιση ενός ατόμου με αυτισμό, αλλά δυστυχώς έχει οδηγήσει σε μια μη ρεαλιστική αντίληψη της διαταραχής. Στην πραγματικότητα, περίπου το 10% των ατόμων στο φάσμα θεωρείται ότι έχουν ικανότητες Savant, σε σύγκριση με το 1% των ατόμων που δεν ανήκουν στο φάσμα. Ενώ οι ερευνητές δεν είναι σίγουροι γιατί οι ικανότητες savant είναι πιο συχνές στα άτομα με αυτισμό, μια θεωρία είναι ότι η μη φυσιολογική ανάπτυξη του εγκεφάλου παίζει ρόλο.

Οι πρόσφατες ανακαλύψεις στη γνωστική επιστήμη και τη νευροεπιστήμη υποδηλώνουν ότι οι διάφορες ανθρώπινες ικανότητες (που συχνά αποκαλούνται «νοημοσύνη») είναι ουσιαστικά ανεξάρτητες. Με άλλα λόγια, κάποιος που είναι προικισμένος, ας πούμε, στα μαθηματικά, μπορεί να έχει ή να μην έχει μειωμένη ικανότητα πρόσβασης, κατανόησης και δράσης στα συναισθήματα του ίδιου και των άλλων ανθρώπων.

Μύθος: Τα άτομα στο φάσμα έχουν νοητική υστέρηση

Μαζί με τον μύθο του «savant» υπάρχει και η εξίσου λανθασμένη αλλά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι τα άτομα στο φάσμα έχουν διανοητική αναπηρία. Σύμφωνα με το Educating Children with Autism του National Research Council, πολλά παιδιά στο φάσμα του αυτισμού είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τη νοημοσύνη τους για να αντισταθμίσουν τις ελλείψεις στις ικανότητες. Η μεγάλη έμφαση που δίνει η κοινωνία στις κοινωνικές και συναισθηματικές ικανότητες μπορεί να είναι μέρος του λόγου που οι άνθρωποι προσκολλώνται σε αυτόν τον μύθο. Η ικανότητα κατανόησης των συναισθημάτων και των συναισθημάτων είναι σχεδόν απαραίτητο προσόν για κάθε κοινωνικό κομμάτι στη ζωή.

Μύθος: Τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό

Μια ψευδής μελέτη του Βρετανού γιατρού Andrew Wakefield έδωσε ζωή σε αυτή την επικίνδυνη πεποίθηση, παρόλο που η έρευνα έχει αποσυρθεί. Κάθε οικογένεια έχει μια μοναδική εμπειρία με τη διάγνωση του αυτισμού, και για κάποιους, αυτή αντιστοιχεί στη χρονική στιγμή των εμβολιασμών του παιδιού τους. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, έχουν διεξαχθεί εκτεταμένες έρευνες για να διαπιστωθεί αν υπάρχει σχέση μεταξύ των παιδικών εμβολιασμών και του αυτισμού. Το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας είναι ότι τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό. Αυτός ο μύθος έχει καταρριφθεί ξανά και ξανά.

Μύθος: Ένα παιδί με λίγες αυτιστικές συμπεριφορές πρέπει να έχει αυτισμό

Οι γονείς ανησυχούν για ένα παιδί επειδή εμφανίζει μερικά τυπικά αυτιστικά χαρακτηριστικά. Για να διαγνωστεί αυτισμός, όμως, ένα παιδί θα πρέπει να έχει ένα ευρύ φάσμα καθυστερήσεων – κοινωνικές διαταραχές, προβλήματα επικοινωνίας και προβλήματα στο παιχνίδι. Είναι πιθανό ένα παιδί με λίγα μόνο χαρακτηριστικά αυτισμού να μην έχει τη διαταραχή, ειδικά αν η συμπεριφορά δεν είναι συνεπής σε όλες τις δραστηριότητες ή το περιβάλλον του παιδιού.

Αν και η ανατροφοδότηση των φροντιστών είναι πολύ σημαντική, πρέπει να μιλήσουν με τον παιδίατρο του παιδιού για την παρουσία αυτών των στοιχείων πριν βγάλουν βιαστικά συμπεράσματα. Ως γονέας, γνωρίζετε καλύτερα το παιδί σας και πρέπει οπωσδήποτε να συζητήσετε τις ανησυχίες σας με τον παιδίατρο του παιδιού σας. Αυτά τα σημάδια αυτισμού στα παιδιά είναι ζωτικής σημασίας για να τα παρακολουθείτε.

Μύθος: Οι συμπεριφορές των ατόμων με αυτισμό θα διαρκέσουν για πάντα

Ο αυτισμός και η προσωπικότητα είναι τόσο αλληλένδετα μεταξύ τους που καθώς εξελίσσονται οι προσωπικότητες, τα ενδιαφέροντα και οι προτιμήσεις των παιδιών, θα δείτε φυσικά τις συμπεριφορές τους να αλλάζουν. Τα άτομα με αυτισμό συνήθως υποβάλλονται επίσης σε θεραπείες που επικεντρώνονται στους στις ατομικές τους δυσκολίες, όπως η επικοινωνία ή οι κοινωνικές δεξιότητες.

Σύμφωνα με το βιβλίο Behavioral Intervention for Young Children With Autism: A Manual for Parents and Professionals, η εντατική συμπεριφορική παρέμβαση για παιδιά ηλικίας μεταξύ 2-5 ετών μπορεί να έχει σημαντικά θετική επίδραση στις συμπεριφορές τους για όλη τους τη ζωή. Όσον αφορά τον αυτισμό, οι νέες έρευνες ανοίγουν σταθερά το δρόμο για τους επαγγελματίες ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των οικογενειών και να παρέχουν την καλύτερη δυνατή ζωή στα άτομα με διάγνωση.

Μύθος: Ο αυτισμός επηρεάζει μόνο τον εγκέφαλο

Ο αυτισμός θεωρείται συχνά ως νευρολογική διαταραχή, αλλά η αλήθεια είναι ότι μπορεί να στοχεύει πολλά μέρη του σώματος, όχι μόνο τον εγκέφαλο. Τα παιδιά με αυτισμό έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν επιληψία, αλλοιωμένη ανοσολογική λειτουργία και γαστρεντερικά προβλήματα από ό,τι ο γενικός πληθυσμός. Ο αυτισμός μπορεί επίσης να φαίνεται διαφορετικός σε κάθε άτομο, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιοι μπορεί να έχουν περισσότερα προβλήματα με τις γνωστικές λειτουργίες, ενώ άλλοι θα δυσκολεύονται περισσότερο με το φαγητό ή τον ύπνο.

Μύθος: Τα άτομα με αυτισμό δεν μπορούν να επικοινωνήσουν

Η γλώσσα και η επικοινωνία είναι δύο διαφορετικές έννοιες: Ενώ ορισμένα άτομα με αυτισμό δεν είναι σε θέση να δημιουργούν ολόκληρες προτάσεις, μπορούν να μάθουν να επικοινωνούν. Τα περισσότερα άτομα με αυτισμό έχουν λειτουργική ομιλία. Ακόμη και μεταξύ εκείνων που δεν μιλούν ή μιλούν ελάχιστα, πολλοί άνθρωποι μαθαίνουν να χρησιμοποιούν εναλλακτικές μορφές επικοινωνίας, όπως μια συσκευή παραγωγής ομιλίας ή ένα σύστημα ανταλλαγής εικόνων. Η εικαστική θεραπεία είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται όλο και πιο ευρέως για την ενίσχυση των επικοινωνιακών δεξιοτήτων σε άτομα με αυτισμό.

Το βαρύτερο φορτίο για ένα παιδί είναι η ζωή που δεν έζησαν οι γονείς του

Ξέρεις τι είναι να είσαι παιδί και να προορίζεσαι για μια ζωή που δεν έχεις επιλέξει;

Να γεννιέσαι και να έχουν αποφασιστεί όλα για σένα από πριν;

Είσαι ακόμα στην κοιλιά της μαμάς σου, σε αυτό το απίστευτα ασφαλές μέρος και όλοι μιλάνε γύρω από το όνομα σου, δίχως να έχεις ακόμα όνομα. Θα είσαι το άψογο παιδί, ο τέλειος επαγγελματίας, ο υπέροχος άνθρωπος, θα είσαι ο ιδανικός υποψήφιος. Θα κάνεις πράγματα που δεν ξέρεις ακόμα αν σου αρέσουν. Θα επιβεβαιώσεις κάθε προσδοκία των γονέων σου. Και όλα αυτά γιατί; Μα, φυσικά γιατί αυτοί ξέρουν με ποιο τρόπο θα γίνεις εσύ ευτυχισμένος.

Οι γονείς, δύο άνθρωποι που σκέφτονται για εσένα πριν από εσένα. Προγραμματίζουν τις ζωές τους με βάση το δικό σου πρόγραμμα, σε αγαπούν ό,τι και αν γίνει, είναι εκεί για να αντέξουν τα σκοτάδια σου και να χαρούν πριν από εσένα για τις επιτυχίες σου.

Είναι οι άνθρωποι που σε έφεραν σε αυτό τον κόσμο. Σου χάρισαν την πνοή και τη δυνατότητα να ζήσεις. Μέχρι εκεί. Οι γονείς μας είναι κοινοί θνητοί, ας μη μπερδευόμαστε. Είναι άνθρωποι με τις δικές τους ιστορίες, τους δικούς τους φόβους, ανασφάλειες, όνειρα και πάθη. Πριν από εμάς, είχαν την δική τους προσωπική ζωή.

Είναι σύντροφοι, εραστές, επαγγελματίες, φίλοι και όλα όσα είμαστε και εμείς. Το ότι γίνονται γονείς δεν σημαίνει πως διαγράφονται από τη λίστα όλων όσων έχουν το δικαίωμα να κάνουν λάθη. Άλλωστε και αυτοί από μόνοι τους είναι παιδιά κάποιων άλλων, έχουν μεγαλώσει με τα πρότυπα άλλων ανθρώπων. Και εκεί κάπου μπλεκόμαστε όλοι.

Το βαρύτερο φορτίο για ένα παιδί, είναι η ζωή που δεν έζησαν οι γονείς του. Μαμάδες που δεν έγιναν οι μπαλαρίνες που θα ήθελαν, μπαμπάδες που συμβιβάστηκαν και δε κυνήγησαν το δικό τους όνειρο, άνθρωποι που είτε βολεύτηκαν σε ετοιμοπαράδοτες πραγματικότητες, ή φυλακίστηκαν δίχως να το καταλάβουν.

Στο βωμό του «καλού» του παιδιού, του «εγώ ξέρω καλύτερα», του «μα είναι δυνατόν η μαμά να θέλει το κακό σου;», έγιναν τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Γιατί οι σημερινοί γονείς κάνουν τα πάντα για το παιδί τους εκτός από το να το αφήσουν ελεύθερο να επιλέξει αυτό που θέλει να γίνει.

Ό,τι τους έλειψε, προσπαθούν να το δουν μέσα από τα δικά σου μάτια. Αυτό που δεν κατάφεραν να φέρουν κοντά, οι παραλίγο ευτυχίες τους, γίνονται τώρα ο δικός σου αυτοσκοπός. Και εσύ παίζεις το ρόλο του πρωταγωνιστή, στο έργο που είναι φτιαγμένο για κάποιον άλλο.

Απόψεις για τον έρωτα, πολιτικές, θρησκευτικές πεποιθήσεις, καταπιεσμένες ανάγκες που σφαγιάστηκαν στα πρέπει των δικών τους γονέων, τώρα φορτώνονται στις δικές σου πλάτες. Και εσύ σαν άλογο σε κούρσα, τρέχεις να φτάσεις στο τέρμα για να ευτυχήσουν, να ευτυχήσεις. Ναι, να ευτυχήσεις, μάλλον δηλαδή, από ό,τι σου έχουν πει.

Και φτάνεις εκεί, έχεις ζήσει όλα όσα ήθελαν να ζήσουν οι ίδιοι, γιατί θέλησες να τους κάνεις περήφανους, να τους επιβεβαιώσεις, να ακούσεις το μπράβο τους, να δεις το χαμόγελο στα πρόσωπα τους. Αφού τα έκανες όλα για την ευτυχία σου γιατί καταλήγεις εσύ, ο δυστυχισμένος;

Γιατί, δε σε γεμίζει τίποτα από αυτά που γράφτηκαν για εσένα. Εσύ είσαι ο συγγραφέας του δικού σου βιβλίου και μέχρι να κρατήσεις την πένα στα χέρια σου, οι σελίδες θα μένουν άγραφα χαρτιά. Άδειες μέρες που αδημονούν να γεμίσουν με όσα ΕΣΥ αγαπάς.

Το καλό σου κρύβεται κάπου εκεί, ανάμεσα σε όσα αγαπάς και όσα σε αγαπούν γι’ αυτό που πραγματικά είσαι και όχι γι’ αυτό που θέλει ο καθένας να γίνεις. Ο κάθε άνθρωπος οφείλει να ζει αυτό που θέλει να ζήσει και να αφήνει το παιδί του να επιλέγει, να μάθει να επιλέγει για το δικό του καλό.

Άλλωστε πώς μπορεί ο γονέας να ξέρει ότι αυτό θα είναι καλό για σένα, από τη στιγμή που αυτός δε το έκανε ποτέ; Και πώς μπορεί να ξέρει πως εσύ θα είσαι ευτυχισμένος, με όσα κάνουν αυτόν ευτυχισμένο;

Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, νιώθει την σιγουριά πως αυτός ξέρει καλύτερα. Αποκτάει την τάση να απαντάει με απόλυτο τρόπο στο καθετί. Αντιθέτως, θα έπρεπε όσο μεγαλώνουμε να ρωτάμε περισσότερο και να απαντούμε λιγότερο.

Οι γονείς να ρωτάνε τα παιδιά και τα παιδιά να εμπνέονται από τις ερωτήσεις. Να βρίσκουν τροφή για σκέψη στα χέρια των γονιών τους και όχι στρωμένους δρόμους που τελικώς, οδηγούν σε αδιέξοδα.

Να θυμάσαι, λοιπόν, πως οι γονείς σου έδωσαν ακριβώς αυτά που είχαν να σου δώσουν. Το σημαντικό είναι τι θα κάνεις εσύ με αυτά που σου δόθηκαν έως εφόδια. Θα τα χρησιμοποιήσεις έως αλυσίδες ή θα τα μεταμορφώσεις σε φτερά;

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι

Αν μας ζητούσαν να περιγράψουμε πώς ακριβώς φανταζόμαστε ότι είναι και φέρεται ένας σοφός άνθρωπος, είναι πολύ πιθανό οι περιγραφές των περισσοτέρων από εμάς να συνέπιπταν σε πολλά σημεία: θα μιλούσαμε μάλλον για έναν άνθρωπο κάπως μεγάλης ηλικίας, που ζει ουσιαστικά μόνος σ’ ένα μέρος μακριά από τη βουή της πόλης μια λιτή ζωή χωρίς πολυτέλειες και περιττά αντικείμενα, με ελάχιστες ή καθόλου ανέσεις και ευκολίες.

Γνωρίζουμε – χωρίς να μπορούμε να πούμε πώς – ότι αν είμαστε σοφότεροι, δεν θα είχαμε τέτοια εξάρτηση από τα υλικά πράγματα, δεν θα χρειαζόταν να περιστοιχιζόμαστε απ’ αυτά ούτε και θα τους αφιερώναμε τόσο χρόνο. Διαισθανόμαστε ότι αν μπορούσαμε να εξυψωθούμε σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, δεν θα χρειαζόμαστε πια να βλέπουμε διαρκώς τους άλλους γύρω μας να μας χειροκροτούν, να μας επιδοκιμάζουν, να μας λένε πόσο πολύ μας αγαπάνε ή πόσο μας χρειάζονται. Δεν θ’ αφιερώναμε καθόλου χρόνο ή κόπο στην προσπάθειά μας να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε.

Κάτι μας λέει μέσα μας πως η αδυναμία, η άγνοια, η νεύρωση ή η πνευματική μας πενία (μπορούμε να το πούμε με πολλούς τρόπους) είναι που μας ωθεί προς αυτά τα – στην πραγματικότητα επιφανειακά – πράγματα, και μας κάνει να τα θεωρούμε απαραίτητα.

Αν η λέξη προσκόλληση αναφέρεται στην κυριολεξία σε μια κατάσταση έντονου ενδιαφέροντος, κλίσης, συμπάθειας ή στενής σχέσης με κάτι (ή κάποιον), αυτή η σχέση είναι πάντα πολύ ιδιαίτερη και αρρωστημένη, γιατί περιλαμβάνει μια αφοσίωση που σκλαβώνει, μια ευχαρίστηση που πονάει, μια προτίμηση που δεσμεύει. Είναι αυτή η σχέση που μας κρατάει δεμένους και εξαρτημένους απ’ αυτό που αγαπάμε ή έχουμε επιλέξει, και που περιλαμβάνει τον φόβο της απώλειας, τη δυσκολία του αποχωρισμού και την υποκειμενική αδυναμία μας να το αφήσουμε να φύγει.

Μετά απ’ όσα είπαμε, ίσως και να ξεκαθαρίζουν οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται να μάθει κάποιος να βαδίζει στο μονοπάτι της αποστασιοποίησης. Το να “παρατάμε” κάτι, λοιπόν, είναι σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν επιτακτική ανάγκη (είναι εμφανές πως ούτε τώρα τολμώ να χρησιμοποιήσω αβασάνιστα τη λέξη επιτακτική).

Ωραία λοιπόν… Πώς μπορούμε να μεταφέρουμε αυτήν την ιδέα στη ζωή μας;

Στην πρόκληση να διασχίσουμε και να εξερευνήσουμε το επίπεδο της πνευματικότητάς μας, μαθαίνουμε, όπως είπαμε, πως στο ταξίδι αυτό παίρνουμε ελάχιστες αποσκευές· τα απολύτως απαραίτητα. Για να ξεκινήσει κανείς τον πνευματικό δρόμο, το μόνο που είναι απολύτως αναγκαίο είναι ν’ αρχίσει να βαδίζει. Από την αρχή καταλαβαίνεις μόνος σου ότι θα πρέπει ν’ απαλλαγείς απ’ όλα τα περιττά, από πράγματα που δεν είναι αναγκαία και, αργά ή γρήγορα, θα σου γίνουν μάλλον βάρος παρά βοήθεια.

Η καταναλωτική κοινωνία μετατρέπει το προαιρετικό σε αναγκαίο και το αναγκαίο σε ζωτικό και σπάνιο (καθιστώντας το έτσι ακόμα πιο επιθυμητό και διευκολύνοντας τη δουλειά των πωλητών και των διαφημιστών).

Για πολλούς, ζωτικά είναι τα λεφτά ή τα υλικά αγαθά· γι’ άλλους, οι ανέσεις που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο μιας ευτυχισμένης ζωής· για μερικούς, τέλος, η απαγκίστρωση από μια σχέση στην οποία έχουν εγκλωβιστεί.

Όπως και να ’χει, στο καινούργιο επίπεδο ο καθένας μπορεί να συνειδητοποιήσει, λίγο μετά το ξεκίνημά του, τι του περισσεύει, τι τον βαραίνει περισσότερο, τι περιττό φορτίο κουβαλάει.

Είναι κλασική η ιστορία ζεν που μιλάει για έναν ταξιδιώτη που τον βρήκε η νύχτα στη μέση του δρόμου και χτύπησε την πόρτα ενός σοφού για να του ζητήσει να τον φιλοξενήσει ως το επόμενο πρωί. Ο σοφός δέχεται και καλεί τον ταξιδιώτη να περάσει μέσα. Μπαίνει εκείνος, και έκπληκτος βλέπει την καλύβα του σοφού τελείως άδεια, εκτός από ένα ράντσο από καραβόπανο που είχε για κρεβάτι, κι ένα – δυο πήλινα κανάτια με νερό.

“Που είναι τα πράγματά σου;” ρωτάει τον σοφό ο ταξιδιώτης.
“Τα δικά σου που είναι;” απαντάει ο σοφός.
“Μα εγώ είμαι περαστικός!” αναφωνεί ο ταξιδιώτης.
Τότε ο σοφός λέει χαμογελώντας:
“Κι εγώ το ίδιο!”.

Όλοι περαστικοί είμαστε σ’ αυτήν τη ζωή. Ιδιαίτερα όσοι δεν το ξέρουν.

Προσπαθούμε ν’ αποκτήσουμε αυτό που δεν έχουμε ή να γίνουμε εκείνο που δεν είμαστε, ακόμη κι αν αυτό που επιθυμούμε δεν είναι αναγκαίο, κι ακόμη κι αν η φιλοδοξία μας είναι ανέφικτη ή άδικη.

Εμείς οι προνομιούχοι που δεν πεινάσαμε ποτέ, που βρήκαμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας και δεν κοιμηθήκαμε έξω στο κρύο, εμείς που – καλώς ή κακώς-, έχουμε ακόμα δουλειά, που δεν περπατήσαμε ποτέ ξυπόλυτοι παρά μόνο στην παραλία, εμείς, πάντα κάτι επιθυμούμε.

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι.

Λένε πως η επιθυμία σέρνει μονίμως απ’ το χέρι την απογοήτευση, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η απογοήτευση είναι που τραβάει απ’ το χέρι την επιθυμία. Γι’ αυτό, ακόμα κι όταν η επιθυμία έχει ικανοποιηθεί, η πιο πρωτόγονη και βαθιά απογοήτευση εξακολουθεί – ακόρεστη – να υπάρχει.

Αν δεν απαλλαγούμε απ’ αυτήν την ενδογενή αίσθηση ανικανοποίητου, ακόμη κι αν καταφέρουμε κάτι απ’ όσα ποθούμε, θα διαπιστώσουμε ότι το επίτευγμά μας δεν είναι ποτέ πλήρες, ποτέ όπως το φανταζόμαστε, ποτέ αρκετό.

Συνεπώς, η μόνη λύση αν θέλει κάποιος να αποφύγει τη ματαίωση και τη δυστυχία, είναι να εγκαταλείψει εξαρχής την επιθυμία.

Μ’ άλλα λόγια: να φτάσει στην απόλυτη αποδοχή, σε μια χαλαρή και διόλου απαιτητική σχέση με τα πράγματα που είναι όπως είναι, και βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.

Είμαι κακός; Δεν φταίω εγώ αλλά το γονίδιό μου

Όλοι έχουμε τουλάχιστον, ακούσει για το γονίδιο του εγωισμού, αλλά όπως αποδεικνύεται από πρόσφατες μελέτες, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, τα γονίδια ευθύνονται για την κακεντρεχή συμπεριφορά.

Ερευνητές του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου μελέτησαν τη βίαια συμπεριφορά βακτηρίων και εντόμων και κατέληξαν ότι η κακεντρεχής συμπεριφορά είναι σε πολλές περιπτώσεις δικαιολογημένη καθώς αποτελεί έκφραση του γενετικού μας υλικού.

O Αντι Γκάρντνερ και ο Στιούαρτ Γουέστ του Ινστιτούτου Μοριακής, Ζωικής και Πληθυσμιακής Βιολογίας ανακάλυψαν δεκάδες μικροοργανισμούς και έντομα που κάνουν ό,τι μπορούν για να βλάψουν άλλες μορφές ζωής, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται τον ίδιο το θάνατό τους, στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν την επιβίωση κάποιου δικού τους.

«Γνωρίζουμε ότι οι οργανισμοί έχουν εξελικτικούς λόγους να είναι εγωιστές ή αντιθέτως, να επιδεικνύουν αλτρουιστική συμπεριφορά έναντι των συγγενών τους. Ωστόσο, η κακεντρέχεια θεωρείτο βιολογικώς ανέφικτη. H έρευνά μας όμως δείχνει ότι διαθέτουμε μία ομάδα γονιδίων που καθορίζει και ελέγχει τέτοιες συμπεριφορές».

Πρότυπα συμπεριφορών

Στον μικρόκοσμο των βακτηρίων και των εντόμων, τα γονίδια ενθαρρύνουν την ποταπή, βίαια συμπεριφορά και δημιουργούν πρότυπα συμπεριφοράς που θα θεωρούνταν ηρωικά παραδείγματα αυτοθυσίας αν αναφέρονταν στον Άνθρωπο.

Το E. Coli (ένα κολοβακτηρίδιο) όταν δεν υπάρχει αρκετή τροφή για την επιβίωση της αποικίας «αυτοκτονεί». Στην πραγματικότητα εκρήγνυται απελευθερώνοντας τοξίνες που σκοτώνουν τα διαφορετικά βακτήρια γύρω του. Τα υπόλοιπα E. Coli της αποικίας του «καμικάζι» έχουν ανοσία στις τοξίνες αυτές. Έτσι με την αυτοθυσία του το πρώτο βακτήριο αυξάνει τη διαθέσιμη τροφή για την υπόλοιπη αποικία. Ανάλογη συμπεριφορά επιδεικνύουν και διάφορα έντομα, όπως οι σφήκες που χρησιμοποιούν τις κάμπιες ως «ζωντανές αποθήκες τροφίμων» για τις νύμφες τους. Ωστόσο, μέχρι σήμερα η εξελικτική βιολογία δεν είχε μελετήσει το φαινόμενο επειδή πίστευαν ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά ήταν επίκτητη και αφορούσε αποκλειστικά τον Άνθρωπο. H ανθρώπινη κακία είναι πιο περίπλοκο φαινόμενο που προφανώς δεν ελέγχεται αποκλειστικά από το γενετικό υλικό αλλά διαμορφώνεται από τις πεποιθήσεις και το περιβάλλον. Καθημερινά οι ερευνητές βρίσκουν νέα γονίδια που ευθύνονται για κάποια συμπεριφορά με αποτέλεσμα να υποχωρεί η θεωρία της «επίκτητης συμπεριφοράς».

Stephen Hawking: Τι είναι πραγματικότητα;

O Stephen Hawking πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες σε ηλικία 76 ετών. “Δεν υπάρχει Παράδεισος ή μεταθανάτια ζωή για χαλασμένα κομπιούτερ. Πρόκειται για ένα παραμύθι που απευθύνεται σε ανθρώπους που φοβούνται το σκοτάδι». Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του: “Το Μεγάλο Σχέδιο” για τη φύση της πραγματικότητας;.

Τι είναι πραγματικό, λοιπόν, το πτολεμαϊκό ή το κοπερνίκειο σύστημα;

Αν και πολλοί πιστεύουν πως ο Κοπέρνικος απέδειξε ότι ο Πτολεμαίος έσφαλλε, αυτό δεν ισχύει. Όπως και στην περίπτωση της κανονικής οπτικής μας έναντι εκείνης του χρυσόψαρου, θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε από τις δύο παραπάνω απεικονίσεις ως μοντέλο του Σύμπαντος, καθώς οι δικές μας παρατηρήσεις των ουρανών μπορούν να εξηγηθούν υιοθετώντας το μοντέλο της ακινησίας είτε της Γης είτε του Ήλιου. Παρά τον ρόλο του στις φιλοσοφικές έριδες σχετικά με τη φύση του Σύμπαντος, το πραγματικό πλεονέκτημα του κοπερνίκειου συστήματος έγκειται απλώς στο ότι οι εξισώσεις κίνησης είναι πολύ απλούστερες σε ένα σύστημα αναφοράς όπου ο Ήλιος ακινητεί.

Ένα άλλο είδος εναλλακτικής πραγματικότητας βρίσκουμε στην ταινία επιστημονικής φαντασίας The Matrix, όπου η ανθρωπότητα ζει, δίχως να το γνωρίζει, σε μια προσομοιωμένη εικονική πραγματικότητα δημιουργημένη από ευφυείς υπολογιστές, προκειμένου οι άνθρωποι να διατηρούνται σε μια κατάσταση μακάριας ικανοποίησης, ενώ οι υπολογιστές τούς στραγγίζουν από τη βιοηλεκτρική τους ενέργεια —ό,τι, τέλος πάντων, σημαίνει αυτό. Μια τέτοια σύλληψη ενδέχεται να μην είναι και τόσο τραβηγμένη, αν λάβουμε υπόψη μας όλους αυτούς που προτιμούν να περνούν την ώρα τους στην προσομοιωμένη πραγματικότητα διαδικτυακών τόπων, όπως το Second Life.

Πώς ξέρουμε ότι δεν είμαστε απλώς οι χαρακτήρες μιας υπολογιστικής σαπουνόπερας; Αν ζούσαμε σε έναν συνθετικό φανταστικό κόσμο, τα γεγονότα δεν θα είχαν απαραίτητα καμία λογική ή συνέπεια, ούτε και θα υπάκουαν σε νόμους. Οι εξωγήινοι που θα μας ήλεγχαν μπορεί να το έβρισκαν πιο ενδιαφέρον ή διασκεδαστικό να παρακολουθούν τις αντιδράσεις μας όταν θα βλέπαμε, για παράδειγμα, την πανσέληνο να σκίζεται στη μέση ή καθέναν που ακολουθεί δίαιτα να αναπτύσσει μια ακατάσχετη όρεξη για τούρτες.

Αν όμως οι εξωγήινοι επέβαλλαν νόμους με συνέπεια, δεν θα υπήρχε τρόπος να διακρίνουμε το κατά πόσον θα μπορούσε να υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα πίσω από την προσομοιωμένη εκδοχή της. Στην περίπτωση αυτή, εύκολα θα χαρακτηρίζαμε τον κόσμο των εξωγήινων «αληθινό» και τον συνθετικό κόσμο «ψεύτικο». Αν όμως τα πλάσματα στον προσομοιωμένο κόσμο —όπως και εμείς— δεν είχαν τη δυνατότητα να παρατηρήσουν από έξω το σύμπαν τους, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να αμφιβάλλουν σχετικά με τις δικές τους απεικονίσεις της πραγματικότητας. Πρόκειται για τη σύγχρονη εκδοχή της ιδέας ότι όλοι είμαστε μυθολογήματα στο όνειρο κάποιου άλλου.

Τα παραπάνω παραδείγματα μας οδηγούν σε ένα συμπέρασμα το οποίο θα αποδειχθεί σημαντικό στο πλαίσιο του βιβλίου: Δεν υπάρχει έννοια της πραγματικότητας ανεξάρτητη από κάποια απεικόνιση ή μια θεωρία. Αντίθετα, εμείς θα υιοθετήσουμε την ιδέα την οποία θα ονομάσουμε «ρεαλισμό κατά το μοντέλο» —δηλαδή, ότι μια φυσική θεωρία ή ένα κοσμοείδωλο δεν είναι παρά ένα μοντέλο (μαθηματικού χαρακτήρα, γενικά) και ένα σύνολο κανόνων που συνδέουν τα στοιχεία του μοντέλου με τις παρατηρήσεις. Αυτό μας προσφέρει ένα πλαίσιο για την ερμηνεία της σύγχρονης επιστήμης.

Από την εποχή του Πλάτωνα και εξής, οι φιλόσοφοι ερίζουν σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας. Η κλασική επιστήμη βασίζεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει ένας πραγματικός κόσμος έξω από εμάς, με ιδιότητες συγκεκριμένες και ανεξάρτητες από τον παρατηρητή ο οποίος τις συλλαμβάνει. Σύμφωνα με την κλασική επιστήμη, κάποια αντικείμενα υπάρχουν και διαθέτουν φυσικές ιδιότητες (όπως ταχύτητα και μάζα) με καλώς ορισμένες τιμές.

Κατά την άποψη αυτή, οι θεωρίες μας συνιστούν απόπειρες περιγραφής των εν λόγω αντικειμένων και των ιδιοτήτων τους, οι δε μετρήσεις και οι αισθητήριες αντιλήψεις μας αντιστοιχούν σε αυτές. Τόσο ο παρατηρητής όσο και το παρατηρούμενο αντικείμενο ανήκουν σε έναν κόσμο με αντικειμενική ύπαρξη, και κάθε διάκριση ανάμεσά τους δεν είναι παρά συμβατική.

Με άλλα λόγια, αν δούμε ένα κοπάδι ζέβρες να μαλώνουν για μια θέση στο παρκινγκ, αυτό θα σημαίνει ότι ένα κοπάδι ζέβρες όντως μαλώνουν για μια θέση στο παρκινγκ. Κάθε άλλος παρατηρητής που θα σταθεί για να κοιτάξει, θα μετρήσει τις ίδιες ιδιότητες- και το κοπάδι θα διαθέτει αυτές τις ιδιότητες είτε αποτελέσει είτε όχι αντικείμενο παρατήρησης. Στη φιλοσοφία, η πεποίθηση αυτή ονομάζεται ρεαλισμός (ή πραγματοκρατία).

Stephen Hawking & Leonard Mlodinow, Το Μεγάλο Σχέδιο.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

9.2.7. Λεονάρντο: «Να μιμείστε όσο μπορείτε τους Έλληνες.»


«Να μιμείστε όσο μπορείτε τους Έλληνες, και τον τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτουν τα μέλη, όπως ο άνεμος ακουμπάει το ύφασμα επάνω τους», γράφει ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519) στο κείμενο του, Περί ένδυσης των μορφών, που χρονολογείται γύρω στο 1510-1515, και το οποίο φανερώνει τη βαθιά κατανόηση που διέθετε για την αρχαία γλυπτική. Ήταν μαθητής του σπουδαίου Φλωρεντινού γλύπτη Αντρέα Βερόκιο (1435-1488), που επίσης επηρεάστηκε από την τέχνη της Αρχαιότητας. Ο κατεξοχήν ιδιοφυής ουμανιστής καλλιτέχνης, ζωγράφος, γλύπτης, ανατόμος, ποιητής, μηχανικός, εφευρέτης, μουσικός κ.ά. ήρθε από νωρίς σε επαφή με την κλασική τέχνη στους κήπους του Αγίου Μάρκου στη Φλωρεντία (γνωστοί ως Orto dei Medici). Στους κήπους αυτούς ο Λορέντσο ο Μεγαλοπρεπής των Μεδίκων (1449-1492) είχε συγκεντρώσει πλήθος αρχαίων αγαλμάτων, τα οποία καλούνταν να μελετήσουν και να αντιγράψουν νεαροί Φλωρεντινοί καλλιτέχνες (ανάμεσα σε αυτούς ήταν λίγο αργότερα και ο Μιχαήλ Άγγελος). 

Ο Λεονάρντο μελέτησε επίσης την Αρχαιότητα στις συλλογές από πολύτιμους λίθους των Μεδίκων, καθώς και σε αρχαία νομίσματα με πορτρέτα ιδίως Ρωμαίων αυτοκρατόρων, γεγονός που διακρίνεται στο κεφάλι του Αποστόλου Ματθαίου στον περίφημο Μυστικό Δείπνο που ζωγράφισε στην τραπεζαρία της Santa Maria delle Grazie στο Μιλάνο (1494-1498). Τον απασχόλησαν επίσης αρχαία έφιππα μνημεία (ο Μάρκος Αυρήλιος στο Καπιτώλιο της Ρώμης, τα άλογα του Αγίου Μάρκου στη Βενετία), όταν πήρε την παραγγελία για το μνημείο του έφιππου Φραντσέσκο Σφόρτσα (κολοσσιαίο κεραμικό εκμαγείο που χύτευσε ο ίδιος το 1493), έργο για το οποίο οι σύγχρονοί του τον συνέκριναν με τον Φειδία, τον Μύρωνα, τον Σκόπα και τον Πραξιτέλη, τονίζοντας μάλιστα ότι είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τους αρχαίους τόσο στη γλυπτική όσο και στη ζωγραφική. Γεγονός είναι ότι ο Λεονάρντο κατόρθωνε τις περισσότερες φορές να μην προδίδει τις πηγές και τα πρότυπά του, καθώς τα αναμόρφωνε με βάση την παρατήρηση του φυσικού κόσμου και την επιστημονική έρευνα.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1162a34–1163b28

Κανόνες που διέπουν τη φιλία και εξασφαλίζουν την ισορροπία στις φιλικές σχέσεις

Ο Αριστοτέλης προσδιόρισε τα αίτια της φιλίας, που οδηγούν σε ισάριθμες μορφές της (φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον, την ηδονή ή την αρετή) και εξέτασε τόσο τις φιλικές σχέσεις που στηρίζονται στην ισότητα όσο και αυτές που βασίζονται στην υπεροχή του ενός μέρους. Συνεχίζει, λοιπόν, με τους κανόνες που διέπουν τις φιλικές σχέσεις:

Τριττῶν δ’ οὐσῶν φιλιῶν, καθάπερ ἐν ἀρχῇ εἴρηται,
(35) καὶ καθ’ ἑκάστην τῶν μὲν ἐν ἰσότητι φίλων ὄντων τῶν δὲ
καθ’ ὑπεροχήν (καὶ γὰρ ὁμοίως ἀγαθοὶ φίλοι γίνονται καὶ
[1162b] ἀμείνων χείρονι, ὁμοίως δὲ καὶ ἡδεῖς καὶ διὰ τὸ χρήσι-
μον, ἰσάζοντες ταῖς ὠφελείαις καὶ διαφέροντες), τοὺς ἴσους
μὲν κατ’ ἰσότητα δεῖ τῷ φιλεῖν καὶ τοῖς λοιποῖς ἰσάζειν,
τοὺς δ’ ἀνίσους τὸ ἀνάλογον ταῖς ὑπεροχαῖς ἀποδιδόναι.
(5) γίνεται δὲ τὰ ἐγκλήματα καὶ αἱ μέμψεις ἐν τῇ κατὰ
τὸ χρήσιμον φιλίᾳ ἢ μόνῃ ἢ μάλιστα, εὐλόγως. οἱ μὲν
γὰρ δι’ ἀρετὴν φίλοι ὄντες εὖ δρᾶν ἀλλήλους προθυμοῦνται
(τοῦτο γὰρ ἀρετῆς καὶ φιλίας), πρὸς τοῦτο δ’ ἁμιλλωμένων
οὐκ ἔστιν ἐγκλήματα οὐδὲ μάχαι· τὸν γὰρ φιλοῦντα καὶ
(10) εὖ ποιοῦντα οὐδεὶς δυσχεραίνει, ἀλλ’ ἂν ᾖ χαρίεις, ἀμύ-
νεται εὖ δρῶν. ὁ δ’ ὑπερβάλλων, τυγχάνων οὗ ἐφίεται,
οὐκ ἂν ἐγκαλοίη τῷ φίλῳ· ἕκαστος γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ ὀρέγε-
ται. οὐ πάνυ δ’ οὐδ’ ἐν τοῖς δι’ ἡδονήν· ἅμα γὰρ ἀμφοῖν
γίνεται οὗ ὀρέγονται, εἰ τῷ συνδιάγειν χαίρουσιν· γελοῖος
(15) δ’ ἂν φαίνοιτο καὶ ὁ ἐγκαλῶν τῷ μὴ τέρποντι, ἐξὸν μὴ
συνημερεύειν. ἡ δὲ διὰ τὸ χρήσιμον ἐγκληματική· ἐπ’
ὠφελείᾳ γὰρ χρώμενοι ἀλλήλοις ἀεὶ τοῦ πλείονος δέονται,
καὶ ἔλαττον ἔχειν οἴονται τοῦ προσήκοντος, καὶ μέμφονται
ὅτι οὐχ ὅσων δέονται τοσούτων τυγχάνουσιν ἄξιοι ὄντες· οἱ
(20) δ’ εὖ ποιοῦντες οὐ δύνανται ἐπαρκεῖν τοσαῦτα ὅσων οἱ πά-
σχοντες δέονται. ἔοικε δέ, καθάπερ τὸ δίκαιόν ἐστι διττόν,
τὸ μὲν ἄγραφον τὸ δὲ κατὰ νόμον, καὶ τῆς κατὰ τὸ
χρήσιμον φιλίας ἣ μὲν ἠθικὴ ἣ δὲ νομικὴ εἶναι. γίνεται
οὖν τὰ ἐγκλήματα μάλισθ’ ὅταν μὴ κατὰ τὴν αὐτὴν συν-
(25) αλλάξωσι καὶ διαλύωνται. ἔστι δ’ ἡ νομικὴ μὲν ἡ ἐπὶ
ῥητοῖς, ἡ μὲν πάμπαν ἀγοραία ἐκ χειρὸς εἰς χεῖρα, ἡ
δὲ ἐλευθεριωτέρα εἰς χρόνον, καθ’ ὁμολογίαν δὲ τί ἀντὶ
τίνος. δῆλον δ’ ἐν ταύτῃ τὸ ὀφείλημα κοὐκ ἀμφίλογον,
φιλικὸν δὲ τὴν ἀναβολὴν ἔχει· διόπερ ἐνίοις οὐκ εἰσὶ τούτων
(30) δίκαι, ἀλλ’ οἴονται δεῖν στέργειν τοὺς κατὰ πίστιν συναλλά-
ξαντας. ἡ δ’ ἠθικὴ οὐκ ἐπὶ ῥητοῖς, ἀλλ’ ὡς φίλῳ δωρεῖται
ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο· κομίζεσθαι δὲ ἀξιοῖ τὸ ἴσον ἢ πλέον,
ὡς οὐ δεδωκὼς ἀλλὰ χρήσας· οὐχ ὁμοίως δὲ συναλ-
λάξας καὶ διαλυόμενος ἐγκαλέσει. τοῦτο δὲ συμβαίνει
(35) διὰ τὸ βούλεσθαι μὲν πάντας ἢ τοὺς πλείστους τὰ καλά,
προαιρεῖσθαι δὲ τὰ ὠφέλιμα· καλὸν δὲ τὸ εὖ ποιεῖν μὴ
[1163a] ἵνα ἀντιπάθῃ, ὠφέλιμον δὲ τὸ εὐεργετεῖσθαι. δυναμένῳ
δὴ ἀνταποδοτέον τὴν ἀξίαν ὧν ἔπαθεν [καὶ ἑκόντι] (ἄκοντα
γὰρ φίλον οὐ ποιητέον· ὡς δὴ διαμαρτόντα ἐν τῇ ἀρχῇ
καὶ εὖ παθόντα ὑφ’ οὗ οὐκ ἔδει —οὐ γὰρ ὑπὸ φίλου, οὐδὲ δι’
(5) αὐτὸ τοῦτο δρῶντος— καθάπερ οὖν ἐπὶ ῥητοῖς εὐεργετηθέντα
διαλυτέον)· καὶ †ὁμολογήσαι δ’† ἂν δυνάμενος ἀποδώσειν·
ἀδυνατοῦντα δ’ οὐδ’ ὁ διδοὺς ἠξίωσεν ἄν. ὥστ’ εἰ δυνατόν,
ἀποδοτέον. ἐν ἀρχῇ δ’ ἐπισκεπτέον ὑφ’ οὗ εὐεργετεῖται καὶ
ἐπὶ τίνι, ὅπως ἐπὶ τούτοις ὑπομένῃ ἢ μή. ἀμφισβήτησιν
(10) δ’ ἔχει πότερα δεῖ τῇ τοῦ παθόντος ὠφελείᾳ μετρεῖν καὶ
πρὸς ταύτην ποιεῖσθαι τὴν ἀνταπόδοσιν, ἢ τῇ τοῦ δράσαν-
τος εὐεργεσίᾳ. οἱ μὲν γὰρ παθόντες τοιαῦτά φασι λαβεῖν
παρὰ τῶν εὐεργετῶν ἃ μικρὰ ἦν ἐκείνοις καὶ ἐξῆν παρ’
ἑτέρων λαβεῖν, κατασμικρίζοντες· οἳ δ’ ἀνάπαλιν τὰ μέ-
(15) γιστα τῶν παρ’ αὑτοῖς, καὶ ἃ παρ’ ἄλλων οὐκ ἦν, καὶ ἐν
κινδύνοις ἢ τοιαύταις χρείαις. ἆρ’ οὖν διὰ μὲν τὸ χρήσιμον
τῆς φιλίας οὔσης ἡ τοῦ παθόντος ὠφέλεια μέτρον ἐστίν; οὗτος
γὰρ ὁ δεόμενος, καὶ ἐπαρκεῖ αὐτῷ ὡς κομιούμενος τὴν
ἴσην· τοσαύτη οὖν γεγένηται ἡ ἐπικουρία ὅσον οὗτος ὠφέλη-
(20) ται, καὶ ἀποδοτέον δὴ αὐτῷ ὅσον ἐπηύρετο, ἢ καὶ πλέον·
κάλλιον γάρ. ἐν δὲ ταῖς κατ’ ἀρετὴν ἐγκλήματα μὲν οὐκ
ἔστιν, μέτρῳ δ’ ἔοικεν ἡ τοῦ δράσαντος προαίρεσις· τῆς
ἀρετῆς γὰρ καὶ τοῦ ἤθους ἐν τῇ προαιρέσει τὸ κύριον.

Διαφέρονται δὲ καὶ ἐν ταῖς καθ’ ὑπεροχὴν φιλίαις·
(25) ἀξιοῖ γὰρ ἑκάτερος πλέον ἔχειν, ὅταν δὲ τοῦτο γίνηται,
διαλύεται ἡ φιλία. οἴεται γὰρ ὅ τε βελτίων προσήκειν
αὑτῷ πλέον ἔχειν· τῷ γὰρ ἀγαθῷ νέμεσθαι πλέον· ὁμοίως
δὲ καὶ ὁ ὠφελιμώτερος· ἀχρεῖον γὰρ ὄντα οὔ φασι δεῖν ἴσον
ἔχειν· λειτουργίαν τε γὰρ γίνεσθαι καὶ οὐ φιλίαν, εἰ μὴ
(30) κατ’ ἀξίαν τῶν ἔργων ἔσται τὰ ἐκ τῆς φιλίας. οἴονται
γάρ, καθάπερ ἐν χρημάτων κοινωνίᾳ πλεῖον λαμβάνουσιν
οἱ συμβαλλόμενοι πλεῖον, οὕτω δεῖν καὶ ἐν τῇ φιλίᾳ. ὁ
δ’ ἐνδεὴς καὶ ὁ χείρων ἀνάπαλιν· φίλου γὰρ ἀγαθοῦ εἶναι
τὸ ἐπαρκεῖν τοῖς ἐνδεέσιν· τί γάρ, φασίν, ὄφελος σπουδαίῳ
(35) ἢ δυνάστῃ φίλον εἶναι, μηδέν γε μέλλοντα ἀπολαύειν;
[1163b] ἔοικε δ’ οὖν ἑκάτερος ὀρθῶς ἀξιοῦν, καὶ δεῖν ἑκατέρῳ πλέον
νέμειν ἐκ τῆς φιλίας, οὐ τοῦ αὐτοῦ δέ, ἀλλὰ τῷ μὲν ὑπερ-
έχοντι τιμῆς τῷ δ’ ἐνδεεῖ κέρδους· τῆς μὲν γὰρ ἀρετῆς
καὶ τῆς εὐεργεσίας ἡ τιμὴ γέρας, τῆς δ’ ἐνδείας ἐπικουρία
(5) τὸ κέρδος. οὕτω δ’ ἔχειν τοῦτο καὶ ἐν ταῖς πολιτείαις φαί-
νεται· οὐ γὰρ τιμᾶται ὁ μηδὲν ἀγαθὸν τῷ κοινῷ πορίζων·
τὸ κοινὸν γὰρ δίδοται τῷ τὸ κοινὸν εὐεργετοῦντι, ἡ τιμὴ δὲ
κοινόν. οὐ γὰρ ἔστιν ἅμα χρηματίζεσθαι ἀπὸ τῶν κοινῶν
καὶ τιμᾶσθαι. ἐν πᾶσι γὰρ τὸ ἔλαττον οὐδεὶς ὑπομένει·
(10) τῷ δὴ περὶ χρήματα ἐλαττουμένῳ τιμὴν ἀπονέμουσι καὶ
τῷ δωροδόκῳ χρήματα· τὸ κατ’ ἀξίαν γὰρ ἐπανισοῖ καὶ
σῴζει τὴν φιλίαν, καθάπερ εἴρηται. οὕτω δὴ καὶ τοῖς ἀνί-
σοις ὁμιλητέον, καὶ τῷ εἰς χρήματα ὠφελουμένῳ ἢ εἰς
ἀρετὴν τιμὴν ἀνταποδοτέον, ἀποδιδόντα τὰ ἐνδεχόμενα.
(15) τὸ δυνατὸν γὰρ ἡ φιλία ἐπιζητεῖ, οὐ τὸ κατ’ ἀξίαν· οὐδὲ
γὰρ ἔστιν ἐν πᾶσι, καθάπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς τιμαῖς
καὶ τοὺς γονεῖς· οὐδεὶς γὰρ τὴν ἀξίαν ποτ’ ἂν ἀποδοίη, εἰς
δύναμιν δὲ ὁ θεραπεύων ἐπιεικὴς εἶναι δοκεῖ. διὸ κἂν δό-
ξειεν οὐκ ἐξεῖναι υἱῷ πατέρα ἀπείπασθαι, πατρὶ δ’ υἱόν·
(20) ὀφείλοντα γὰρ ἀποδοτέον, οὐδὲν δὲ ποιήσας ἄξιον τῶν
ὑπηργμένων δέδρακεν, ὥστ’ ἀεὶ ὀφείλει. οἷς δ’ ὀφείλεται,
ἐξουσία ἀφεῖναι· καὶ τῷ πατρὶ δή. ἅμα δ’ ἴσως οὐδείς ποτ’
ἂν ἀποστῆναι δοκεῖ μὴ ὑπερβάλλοντος μοχθηρίᾳ· χωρὶς
γὰρ τῆς φυσικῆς φιλίας τὴν ἐπικουρίαν ἀνθρωπικὸν μὴ
(25) διωθεῖσθαι. τῷ δὲ φευκτὸν ἢ οὐ σπουδαστὸν τὸ ἐπαρκεῖν,
μοχθηρῷ ὄντι· εὖ πάσχειν γὰρ οἱ πολλοὶ βούλονται, τὸ
δὲ ποιεῖν φεύγουσιν ὡς ἀλυσιτελές. περὶ μὲν οὖν τούτων
ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω.

***
Δεδομένου ότι υφίστανται τριών ειδών φιλίαι, καθώς είπομεν εις την αρχήν, (35) και ότι εις εκάστην εξ αυτών οι φίλοι ή είναι ίσοι ή υπερέχει ο είς εν σχέσει προς τον άλλον (διότι άνθρωποι αγαθοί δύνανται να είναι φίλοι μεταξύ των τόσον, [1162b] όσον και καλύτεροι μετά χειροτέρων∙ ωσαύτως δυνατόν να είναι μεταξύ των κατ' ίσον ή άνισον βαθμόν ευχάριστοι, εις δε την επί του συμφέροντος στηριζομένην φιλίαν να παρέχουν οι μεν εις τους δε άνισα ωφελήματα), πρέπει οι μεταξύ των ίσοι να διατηρούν την ισότητα ταύτην και ως προς τα φιλικά των αισθήματα, οι δε άνισοι οφείλουν να γίνωνται ίσοι διά της εις τους ανωτέρους των παροχής αναλόγου ανταλλάγματος.

(5) Το ότι εις την επί του συμφέροντος στηριζομένην φιλίαν και μόνον, ή, προ παντός, εις αυτήν, δημιουργούνται κατηγορίαι και προστριβαί, εννοείται αφ' εαυτού. Εκείνοι, τους οποίους συνέδεσε διά φιλικών δεσμών η αρετή, προθυμοποιούνται να παρέχουν ο είς εις τον άλλον ωφελήματα (διότι τούτο είναι χαρακτηριστικόν γνώρισμα της αρετής και της φιλίας), εφ' όσον δεν συναμιλλώνται δι' αυτό, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κατηγορίαι και προστριβαί ((10) διότι ουδείς δύναται να εχθρεύεται εκείνον, ο οποίος τον αγαπά και τον ευεργετεί, εάν είναι μάλιστα ευγενής, του ανταποδίδει τα ίσα. Αλλά και ο δίδων περισσότερα παρ' όσα λαμβάνει, δεν θα κατηγορήση δι' αυτό τον φίλον του, εφ' όσον και ο είς και ο έτερος απολαμβάνουν ό,τι ποθούν, δεδομένου ότι και οι δύο επιδιώκουν το αγαθόν). Αλλά και εις την επί της τέρψεως εδραζομένην φιλίαν δεν δημιουργούνται αντεγκλήσεις και παράπονα (διότι και οι δύο φίλοι απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν, εφ' όσον ο είς παρέχει εις τον άλλον απόλαυσιν. (15) Άλλως τε θα εφαίνετο γελοίον, εάν ο είς θα εμέμφετο τον άλλον ότι η συναναστροφή του δεν είναι ευχάριστος, εφ όσον απόκειται εις αυτόν να μη τον συναναστρέφεται). Τουναντίον η επί του συμφέροντος στηριζομένη φιλία συνεπάγεται παράπονα και προστριβάς, διότι οι άνθρωποι συνδέονται εις την περίπτωσιν ταύτην μεταξύ των χάριν αμοιβαίας εξυπηρετήσεως των συμφερόντων των, επιθυμούν δε πάντοτε να λαμβάνουν περισσότερα παρ' όσα πρέπει, και παραπονούνται φανταζόμενοι, ότι δεν δίδονται εις αυτούς όσα δικαιούνται να λαμβάνουν, (20) οι δε ευεργετούντες δεν δύνανται να επαρκούν εις το να παρέχουν όσα χρειάζονται οι ευεργετούμενοι. Φαίνεται δε ότι, όπως είναι διττόν το δίκαιον, δηλαδή άγραφον και κατά νόμον, ούτω και η συμφεροντολογική φιλία έχει και αυτή χαρακτήρα εν μέρει μεν ηθικόν εν μέρει δε νομικόν. Αι προστριβαί γεννώνται, ως επί το πλείστον, όταν παροχαί και αντιπαροχαί δεν γίνωνται κατά το πνεύμα που μας ενέπνεε, καθ' ον χρόνον (25) ανελαμβάναμεν αμοιβαίας υποχρεώσεις. Αλλά η μεν νομική φιλία συνάπτεται επί τη βάσει ρητών όρων, και άλλοτε μεν είναι καθαράς εμπορικής φύσως, τρόπον τινά «χέρι με χέρι», άλλοτε δε ελευθεριωτέρα και επί προθεσμία, αλλά κατά τρόπον, ώστε παροχαί και αντιπαροχαί να καθορίζωνται διά συμβολαίου. (Εις την περίπτωσιν ταύτην η υποχρέωσις είναι σαφής και όχι επιδεκτική αντιλογίας, η δε φιλία λαμβάνεται εδώ υπ' όψιν μόνον, εφ' όσον πρόκειται περί αναβολής της αντιπαροχής. Διά τούτο τινές δεν βλέπουν αφορμήν διεξαγωγής δικών εν προκειμένω, (30) φρονούντες ότι πρέπει ν' αγαπούν τους καλή τη πίστει συναλλαγέντας). Η δε ηθική φιλία δεν στηρίζεται επί ρητώς διατυπουμένων αμοιβαίων υποχρεώσεων, αλλ' εις αυτήν κάθε παροχή, δωρεά ή οτιδήποτε άλλο, εμφανίζεται ως δείγμα φιλίας. Πλην όμως ο ευεργετών κρίνει, ότι πρέπει να λαμβάνη τα ίσα ή περισσότερα παρ' όσα δίδει, ως εάν δεν επρόκειτο περί δωρεάς αλλά περί δανείου, όταν δε η αντιπαροχή δεν γίνεται καθ' ον τρόπον λαμβάνει χώραν η παροχή, γεννώνται αντεγκλήσεις, και τούτο συμβαίνει (35) διά το ότι πάντες οι άνθρωποι ή οι πλείστοι εξ αυτών επιθυμούν μεν τα (ηθικώς) ωραία πράγματα, αλλά προκρίνουν τα ωφέλιμα. Ωραίον είναι να ευεργετή κανείς, [1163a] χωρίς να ευεργετήται, αλλά το να ευεργετήται είναι ωφέλιμον.

Όθεν ο δυνάμενος οφείλει ν' ανταποδίδη την αξίαν εκείνων, τα οποία έλαβε, και μάλιστα οικειοθελώς, διότι δεν πρέπει να συνάπτωμεν φιλικούς δεσμούς παρά την θέλησίν μας. Πρέπει λοιπόν να ενεργούμεν, ως εάν ηπατήθημεν ευθύς εξ αρχής, ευεργετηθέντες παρά τινος προσώπου, το οποίον δεν υποχρεούτο να μας ευεργετήση, διότι η τοιαύτη ευεργεσία δεν θα προήρχετο παρ' ενός φίλου, (5) ουδέ παρ' ενός προσώπου, το οποίον θα μας ευηργέτει εμπνεόμενον υπό φιλίας πραγματικής. Διά τούτο λοιπόν οφείλομεν να εκτελούμεν την υποχρέωσίν μας ακριβώς, ως εάν απεδεχόμεθα την ευεργεσίαν υπό τον ρητόν όρον ίσης ανταποδόσεως. Και τότε θ' ανελαμβάναμεν την υποχρέωσιν ν' ανταποδώσωμεν κατά δύναμιν την ευεργεσίαν. Εάν όμως αδυνατούμεν να το πράξωμεν, τότε ούτε ο δους θ' απαιτήση την ανταπόδοσιν της προς ημάς παρασχεθείσης υπηρεσίας. Όθεν, εφ' όσον είμεθα εις θέσιν, οφείλομεν ν' ανταποδίδωμεν την ευεργεσίαν, την οποίαν ελάβαμεν. Κατά ταύτα δέον να εξετάζωμεν ευθύς εξ αρχής παρά ποίου και υπό ποίους όρους λαμβάνομεν ευεργετήματα, διά να μανθάνωμεν αν πρέπει να τ' αποδεχώμεθα ή να τ' αποκρούωμεν. (10) Αμφισβητήσιμον είναι εν προκειμένω, αν πρέπει κανείς να υπολογίζη την αντιπαροχήν συμφώνως προς την ωφέλειαν, την οποίαν απεκόμισεν ο λαβών εκ της παροχής, και να ρυθμίζη σχετικώς την ανταπόδοσιν, ή αν πρέπει να πράττη τούτο συμφώνως προς την αξίαν, την οποίαν είχεν η παροχή διά τον παρασχόντα ταύτην. Διότι οι μεν λαμβάνοντες σμικρύνουν τα πράγματα και λέγουν, ότι λαμβάνουν παρά των διδόντων ό,τι είναι μικράς σημασίας δι' αυτούς και ό,τι θα ηδύναντο να λάβουν και παρ' άλλων. Τουναντίον, (15) οι δίδοντες ισχυρίζονται, ότι παρέσχον εις αυτούς τα μέγιστα, τα οποία δεν θα ήτο δυνατόν ν' αποκτήσουν παρ' άλλων, και τούτο εν μέσω κινδύνων ή τοιούτων αντιξόων περιστάσεων.

Αφού λοιπόν πρόκειται εδώ περί φιλίας εδραζομένης επί του συμφέροντος, πρέπει άραγε τα πάντα να υπολογίζωνται με τον γνώμονα της ωφελείας, της παρεχομένης εις τον λαμβάνοντα; Πράγματι ο λαμβάνων ευρίσκεται εις την ανάγκην, ο δε ευεργετών παρέχει εις αυτόν την βοήθειάν του με την σκέψιν να λάβη παρ' αυτού ίσην παροχήν. Ώστε η παρασχεθείσα βοήθεια υπολογίζεται συμφώνως προς την εξ αυτής ωφέλειαν του λαβόντος. (20) τΌθεν πρέπει κανείς ν' ανταποδίδη όσα έλαβε, και μάλιστα περισσότερα, πράγμα το οποίον είναι (ηθικώς) ωραιότερον. Αλλ' εις την επί της αρετής βασιζομένην φιλίαν δεν γεννώνται αντεγκλήσεις και προστριβαί, ως γνώμων δε ισχύει εν προκειμένω η πρόθεσις του δίδοντος, διότι το κυριώτερον γνώρισμα της αρετής και της ηθικής είναι η πρόθεσις.

Διακρίσεις υπάρχουν και ως προς τους επί της υπεροχής στηριζομένους φιλικούς δεσμούς. (25) Δηλαδή ο καθείς απαιτεί να λαμβάνη περισσότερα, και αν δεν γίνη τούτο, η φιλία διαλύεται. Ο έχων μεγαλυτέραν αξίαν νομίζει, ότι του ανήκουν μεγαλύτεραι αμοιβαί (διότι εις τον χρηστόν και ικανόν άνθρωπον απονέμονται συνήθως περισσότερα αγαθά), το ίδιον δε φρονεί και ο χρησιμώτερος. Λέγουν, ότι ο μη αποδοτικός δεν δικαιούται ν' απολαμβάνη ίσα πλεονεκτήματα. Άλλως δεν θα πρόκειται πλέον περί φιλίας, αλλά περί υπουργήματος, που επιβάλλεται ως λειτουργία, (30) εάν τα εκ της φιλίας προκύπτοντα πλεονεκτήματα δεν είναι ανάλογα με τα παρεχόμενα έργα. Δηλαδή φαντάζονται, ότι πρέπει να συμβαίνη εις την φιλίαν ό,τι και εις τους οικονομικούς συνεταιρισμούς, κατά τους οποίους οι καταβάλλοντες μεγαλύτερα κεφάλαια αποκομίζουν και μεγαλύτερα κέρδη. Αλλ' ο ενδεής και ο ολιγώτερον ικανός αντιλαμβάνεται τα πράγματα αντιστρόφως, φρονεί δηλαδή, ότι ο καλός φίλος υποχρεούται να βοηθή τους ενδεείς φίλους του. Διότι τι ωφελεί να είναι τις φίλος ενός σπουδαίου ανδρός (35) ή ενός δυνάστου, εάν ουδεμίαν πρόκειται ν' αποκομίση παρ' αυτού ωφέλειαν;

[1163b] Φαίνεται ότι η αξίωσις και του ενός και του άλλου είναι ορθή, δηλαδή το ότι πρέπει ν' αποκομίζωμεν εκ της φιλίας περισσότερα πλεονεκτήματα, αλλά ταύτα δεν ανήκουν εις μίαν και την αυτήν κατηγορίαν. Ο έχων μεγαλυτέραν αξίαν δικαιούται ν' απολαμβάνη μεγαλυτέρας τιμάς, ο δ' ευρισκόμενος εις την ανάγκην ν' αποκτά περισσότερα υλικής φύσεως πλεονεκτήματα. Διότι αι τιμαί αποτελούν το μέρος της αρετής και της αγαθοεργίας, αλλά την ένδειαν βοηθεί (5) το υλικόν κέρδος. Φαίνεται ότι ούτως έχει το πράγμα και κατά την διακυβέρνησιν των πολιτειών. Δεν τιμάται ο μη προσφέρων υπηρεσίαν τινά εις την κοινότητα. Δεν προσφέρεται ό,τι ανήκει εις όλους παρά μόνον εις εκείνον, όστις παρέχει εις όλους τας υπηρεσίας του, αι δε τιμαί είναι πράγματι κοινόν αγαθόν. Διότι δεν είναι δυνατόν να χρηματίζεται κανείς από το δημόσιον και συγχρόνως ν' απολαμβάνη τιμάς. Ουδείς δέχεται να παραμένη εις κατωτέραν κατάστασιν, (10) και τοιουτοτρόπως εις τους μη διά χρημάτων προσηκόντως αμειβομένους προσφέρονται τιμαί, χρήματα δε εις τους δεχομένους δώρα, διότι το να λαμβάνη τις υπ' όψιν του την αξίαν των ατόμων, θέτει εις ίσην μοίραν τους φίλους του και διατηρεί την φιλίαν, καθώς είπομεν. Κατά τον τρόπον τούτον δέον να ρυθμίζωνται και αι μεταξύ προσώπων ανίσου αξίας σχέσεις. Ο αποκομίζων εκ της φιλίας υλικά κέρδη ή τοιαύτης φύσεως πλεονεκτήματα, ώστε να ενισχύεται εις την αρετήν, οφείλει να τα ανταποδίδη, εφ' όσον δύναται, (15) διότι η φιλία επιζητεί το δυνατόν και όχι το κατ' αξίαν. Μάλιστα το δεύτερον δεν είναι εφικτόν ως προς πάντα, λόγου χάριν ως προς τας εις τους θεούς και τους γονείς οφειλομένας τιμάς. Διότι ουδείς δύναται να τους ανταμείψη συμφώνως προς την αξίαν των, εκείνος δε, όστις εκτελεί απέναντί των κατά δύναμιν το καθήκον του, είναι άνθρωπος χρηστός. Διό και φαίνεται, ότι δεν επιτρέπεται εις τον υιόν ν' απαρνηθή τον πατέρα, ενώ εις τον πατέρα επιτρέπεται ν' απαρνηθή τον υιόν. (20) Διότι ο οφείλων, είναι δίκαιον ν' ανταποδίδη τα παρασχεθέντα εις αυτόν αγαθά, ο δε υιός, ό,τι και αν κάμη, δεν θα εξοφλήση ποτέ τας προς αυτόν πατρικάς ευεργεσίας. Ούτως ώστε η έναντι του πατρός του οφειλή θα υφίσταται πάντοτε. Τουναντίον εκείνοι εις τους οποίους οφείλομεν, όπως λ.χ. ο πατήρ, δύνανται να μας απαλλάξουν της οφειλής. Εξ άλλου πρέπει να έχωμεν προ οφθαλμών το ότι ουδείς πατήρ, ως φαίνεται, αποκηρύσσει τον υιόν του, εκτός εάν ο υιός τυγχάνη κακοηθέστατος (διότι και εκτός των φιλοστόργων συναισθημάτων, των εμπνεομένων υπό της φύσεως, δεν είναι ανθρώπινον ν' αποκρούη κανείς την βοήθειαν, την δυναμένην να δοθή εις αυτόν). (25) Αλλ' εάν ο υιός είναι διεστραμμένος άνθρωπος, η βοήθεια, την οποίαν οφείλει να παρέχη εις τον πατέρα του, φαίνεται εις αυτόν ως κάτι, το οποίον ημπορεί και ν' αποφύγη ή ως κάτι ανάξιον να κινή το ενδιαφέρον του. Οι πλείστοι των ανθρώπων θέλουν ν' απολαμβάνουν τα αγαθά, αλλ' αποφεύγουν να εκτελούν το αγαθόν, διότι δεν αποφέρει εις αυτούς κέρδος.