Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (16.692-16.750)

Ἔνθα τίνα πρῶτον, τίνα δ᾽ ὕστατον ἐξενάριξας,
Πατρόκλεις, ὅτε δή σε θεοὶ θάνατόνδε κάλεσσαν;
Ἄδρηστον μὲν πρῶτα καὶ Αὐτόνοον καὶ Ἔχεκλον
695 καὶ Πέριμον Μεγάδην καὶ Ἐπίστορα καὶ Μελάνιππον,
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Ἔλασον καὶ Μούλιον ἠδὲ Πυλάρτην·
τοὺς ἕλεν· οἱ δ᾽ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος.
Ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν
Πατρόκλου ὑπὸ χερσί· περιπρὸ γὰρ ἔγχεϊ θῦεν·
700 εἰ μὴ Ἀπόλλων Φοῖβος ἐϋδμήτου ἐπὶ πύργου
ἔστη, τῷ ὀλοὰ φρονέων, Τρώεσσι δ᾽ ἀρήγων.
τρὶς μὲν ἐπ᾽ ἀγκῶνος βῆ τείχεος ὑψηλοῖο
Πάτροκλος, τρὶς δ᾽ αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Ἀπόλλων,
χείρεσσ᾽ ἀθανάτῃσι φαεινὴν ἀσπίδα νύσσων.
705 ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸ τέταρτον ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος,
δεινὰ δ᾽ ὁμοκλήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«χάζεο, διογενὲς Πατρόκλεες· οὔ νύ τοι αἶσα
σῷ ὑπὸ δουρὶ πόλιν πέρθαι Τρώων ἀγερώχων,
οὐδ᾽ ὑπ᾽ Ἀχιλλῆος, ὅς περ σέο πολλὸν ἀμείνων.»
710 Ὣς φάτο, Πάτροκλος δ᾽ ἀνεχάζετο πολλὸν ὀπίσσω,
μῆνιν ἀλευάμενος ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος.
Ἕκτωρ δ᾽ ἐν Σκαιῇσι πύλῃς ἔχε μώνυχας ἵππους·
δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον αὖτις ἐλάσσας,
ἦ λαοὺς ἐς τεῖχος ὁμοκλήσειεν ἀλῆναι.
715 ταῦτ᾽ ἄρα οἱ φρονέοντι παρίστατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε,
Ἀσίῳ, ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο,
αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης, υἱὸς δὲ Δύμαντος,
ὃς Φρυγίῃ ναίεσκε ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο·
720 τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·
«Ἕκτορ, τίπτε μάχης ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή.
αἴθ᾽ ὅσον ἥσσων εἰμί, τόσον σέο φέρτερος εἴην·
τῶ κε τάχα στυγερῶς πολέμου ἀπερωήσειας.
ἀλλ᾽ ἄγε, Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους,
725 αἴ κέν πώς μιν ἕλῃς, δώῃ δέ τοι εὖχος Ἀπόλλων.»
Ὣς εἰπὼν ὁ μὲν αὖτις ἔβη θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν,
Κεβριόνῃ δ᾽ ἐκέλευσε δαΐφρονι φαίδιμος Ἕκτωρ
ἵππους ἐς πόλεμον πεπληγέμεν. αὐτὰρ Ἀπόλλων
δύσεθ᾽ ὅμιλον ἰών, ἐν δὲ κλόνον Ἀργείοισιν
730 ἧκε κακόν, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζεν.
Ἕκτωρ δ᾽ ἄλλους μὲν Δαναοὺς ἔα οὐδ᾽ ἐνάριζεν·
αὐτὰρ ὁ Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτέρωθεν ἀφ᾽ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε
σκαιῇ ἔγχος ἔχων· ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον
735 μάρμαρον ὀκριόεντα, τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν,
ἧκε δ᾽ ἐρεισάμενος, οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός,
οὐδ᾽ ἁλίωσε βέλος, βάλε δ᾽ Ἕκτορος ἡνιοχῆα,
Κεβριόνην, νόθον υἱὸν ἀγακλῆος Πριάμοιο,
ἵππων ἡνί᾽ ἔχοντα, μετώπιον ὀξέϊ λᾶϊ.
740 ἀμφοτέρας δ᾽ ὀφρῦς σύνελεν λίθος, οὐδέ οἱ ἔσχεν
ὀστέον, ὀφθαλμοὶ δὲ χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν
αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς
κάππεσ᾽ ἀπ᾽ εὐεργέος δίφρου, λίπε δ᾽ ὀστέα θυμός.
τὸν δ᾽ ἐπικερτομέων προσέφης, Πατρόκλεες ἱππεῦ·
745 «ὢ πόποι, ἦ μάλ᾽ ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ.
εἰ δή που καὶ πόντῳ ἐν ἰχθυόεντι γένοιτο,
πολλοὺς ἂν κορέσειεν ἀνὴρ ὅδε τήθεα διφῶν,
νηὸς ἀποθρῴσκων, εἰ καὶ δυσπέμφελος εἴη,
ὡς νῦν ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων ῥεῖα κυβιστᾷ.
750 ἦ ῥα καὶ ἐν Τρώεσσι κυβιστητῆρες ἔασιν.»

***
Ποιον πρώτον και ποιον ύστερον εγύμνωσες στην μάχην,
Πάτροκλε, οπόταν οι θεοί σ᾽ εκάλεσαν στον Άδην;
Έπεσε πρώτα ο Άδρηστος· ο Αυτόνοος κατόπιν,
695 ο Επίστωρ, ο Μελάνιππος, ο Πέριμος Μεγάδης,
ο Έχεκλος, ο Έλασος, ο Μούλιος και ο Πυλάρτης,
κι οι άλλοι εδειλοψύχησαν κι εφύγαν όλοι εμπρός του.
Θα ᾽παιρναν τότ᾽ οι Αχαιοί την υψηλήν Τρωάδα,
τόσο τριγύρω εμάνιζεν η λόγχη του Πατρόκλου,
700 στον πύργον αν δεν έστεκεν ο Φοίβος, που των Τρώων
υπέρμαχος, τον όλεθρον εκείνου εμελετούσε.
Και τρεις εσκάλωσε φορές ο Πάτροκλος στο τείχος
και τρεις τον εξετίναξεν ο Φοίβος με τα χέρια
τ᾽ αθάνατα κτυπώντας του την φωτεινήν ασπίδα.
705 Αλλ᾽ ότε ως δαίμων τέταρτην φοράν εχύθη ο ήρως,
φοβερήν του ᾽βαλε κραυγήν ο Απόλλων και του είπε:
«Πάτροκλε διογέννητε, δεν έχει ορίσ᾽ η μοίρα
των αποτόλμων Τρώων συ την πόλιν να πορθήσεις,
ούδ᾽ ο Αχιλλεύς, εις την ανδρειά περίσσ᾽ ανώτερός σου».
710 Είπε, κι ευθύς ο Πάτροκλος μακράν εσύρθη οπίσω
για να αποφύγει την ορμήν του μακροβόλου Φοίβου.
Κι έμεν᾽ ο Έκτωρ στες Σκαιές με τα γοργά πουλάρια·
κι ερεύνα ο νους του αν θα στραφεί στην ταραχήν της μάχης
ή θα φωνάξει στον λαόν ν᾽ αποκλισθεί στο τείχος.
715 Και τούτο ενώ στοχάζονταν ήλθεν εμπρός του ο Φοίβος·
άνδρας εφάνη στην μορφήν καλός και ρωμαλέος,
ο Άσιος, οπού θείον του τον είχε απ᾽ την Εκάβην,
κι ήταν υιός του Δύμαντος, που πέρα εις της Φρυγίας
τα μέρ᾽ ήταν εγκάτοικος κει που ο Σαγγάριος ρέει.
720 Εκείνου επήρε την μορφήν και του ᾽πε τότε ο Φοίβος:
«Έκτωρ από τον πόλεμον τι απέχεις; Δεν σου πρέπει.
Άμποτε αντί κατώτερος να ᾽μουν ανώτερός σου,
ελεεινήν ανάπαυσιν θα είχες απ᾽ την μάχην.
Αλλ᾽ έλα, κίνα τ᾽ άλογα στον Πάτροκλον επάνω
725 ίσως τον πάρ᾽ η λόγχη σου και ο Φοίβος σε δοξάσει».
Είπε κι εστράφηκε ο θεός στον θόρυβον της μάχης,
και τον ανδρείον πρόσταξεν ο Έκτωρ Κεβριόνην
ευθύς κατά τον πόλεμον τους ίππους να ραβδίσει.
Κι έβαλε τάραχον κακόν ο Φοίβος στους Αργείους,
730 των Τρώων και του Έκτορος την νίκην να χαρίσει.
Και ο Έκτωρ δεν εφρόντιζε τους άλλους να φονεύει
αλλά τους ίππους έσπρωχνε στον Πάτροκλον επάνω.
Και από τ᾽ αμάξι ο Πάτροκλος επήδησε κρατώντας
την λόγχην με τ᾽ αριστερό, κι εφούκτωσε με τ᾽ άλλο
735 χοντρό λιθάρι δοντερό και αντιστυλωμένος
το ᾽ριξε και τον Έκτορα εκτύπησε απ᾽ ολίγο.
Αλλ᾽ όμως τον ηνίοχον τον Κεβριόνην ήβρε,
που ήταν νοθογέννητος του δοξαστού Πριάμου,
ενώ κρατούσε τα λουριά, μες στο μεσόφρυδό του.
740 Και ο τραχύς λίθος σύντριψε τα φρύδια, και όλο εσπάσθη
το κόκαλο, και καταγής επέσαν οι οφθαλμοί του
αυτού εμπρός στα πόδια του· και απ᾽ τον λαμπρόν του θρόνον
έπεσε κάτω ως βουτηχτής κι εβγήκεν η ψυχή του.
Και τότε τον ανάπαιξες, ω Πάτροκλε ιππομάχε.
745 «Ω, κοίτα! πόσο είν᾽ ελαφρός που εύκολα βουτάει!
μες στο ιχθυοφόρο πέλαγος αν τύχαινεν εκείνος,
και μέσα στ᾽ άγρια κύματα θα επήδ᾽ από την πλώρην
να ψάξει στρείδια και πολλούς μ᾽ εκείνα να χορτάσει·
τόσο εύκολ᾽ απ᾽ την άμαξα στο σιάδι αυτός βουτάει·
750 είναι κι οι Τρώες βουτηχταί ᾽πιδέξιοι, καθώς βλέπω».

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 6. Αίνιγμα: Τι θα συμβεί αν γράψουμε ΡΩΜΗ ανάποδα;

6.3. Ο άνθρωπος που έπαιζε με τη φωτιά


Γεννήθηκε το 43 π.Χ. στην ιταλική επαρχία και ήρθε στη Ρώμη σε πολύ νεαρή ηλικία. Παρά τις επίμονες προειδοποιήσεις του πατέρα του ότι ο Όμηρος δεν έβγαλε ούτε μισό ευρώ από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ο Οβίδιος προτιμούσε να γράφει ποιήματα παρά να ακολουθήσει την πολιτική σταδιοδρομία για την οποία τον προόριζαν.

Όταν το 31 π.Χ. ο Οκταβιανός έλυσε τους λογαριασμούς του με τον Αντώνιο στο Άκτιο και έγινε το μοναδικό αφεντικό της Ρώμης, ο Οβίδιος ήταν μόλις 12 χρόνων, πράγμα που σημαίνει ότι, αντίθετα με τον Βιργίλιο ή τον Οράτιο, δεν αισθάνθηκε ποτέ τη φρίκη των εμφυλίων πολέμων - και αυτό ήταν καθοριστικό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Νέος, ωραίος και άνετος κυκλοφορούσε στους κοσμικούς και πνευματικούς κύκλους της πρωτεύουσας απολαμβάνοντας τα αγαθά της ειρήνης και της ευημερίας - αλλά και τις ευκαιρίες της μεγάλης πόλης. «Συγχαίρω τον εαυτό μου που ζω στη σύγχρονη εποχή· δεν με ενδιαφέρουν τα παλιά,» έλεγε και ξανάλεγε. Γνώρισε όλους σχεδόν τους μεγάλους ποιητές της εποχής του Αυγούστου και είχε αποστηθίσει τα ποιήματα τους - κυρίως τα ερωτικά. Έτσι, άρχισε να εκδίδει ερωτικές συλλογές και ο ίδιος. Γνώρισε τεράστια επιτυχία. Οι συλλογές του η μία μετά την άλλη γίνονταν «μπεστ σέλερ» και ήταν περιζήτητος στα λογοτεχνικά σαλόνια.

Πώς να ζητήσεις από έναν «πλέι μπόι» σαν τον Οβίδιο ποίηση με εθνικό περιεχόμενο; Και τι είδους εθνική ποίηση μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν ποιητή ο οποίος, σε κάποιο ποίημα όπου υποτίθεται ότι καταγγέλλει την πρακτική των εκτρώσεων, γράφει: «Γιατί να κάνεις έκτρωση, κυρία μου; Σκέψου λιγάκι τι θα γινόταν αν όλες οι Ρωμαίες έκαναν αυτό που κάνεις εσύ: ο μέγας Αύγουστος θα είχε μείνει έμβρυο - και μάλιστα κακοποιημένο.» Αν έχεις τέτοιους «υμνητές», τι να την κάνεις την αντιπολίτευση.

Η επιτυχία των πρώτων ερωτικών ποιημάτων (που είναι γραμμένα στο λεγόμενο «ελεγειακό δίστιχο») έκανε τον Οβίδιο διάσημο - και απρόσεκτο. Έτσι, κάπου προς το τέλος της προχριστιανικής χιλιετίας (ίσως το 2 π.Χ.), είχε την έμπνευση να γράψει όχι απλώς ελεγείες όπου μιλούσε για τον έρωτα αλλά ένα μεγάλο ποίημα όπου έδινε ερωτικές συμβουλές στους νέους και τις νέες της Ρώμης - την περίφημη Ερωτική Τέχνη. Είναι αλήθεια ότι ο αυτοκράτορας δεν αντέδρασε αμέσως· αλλά, όπως φάνηκε αργότερα, δεν ξέχασε κιόλας, και όταν βρήκε μια καλή αφορμή (κανείς δεν μας λέει καθαρά τι είδους αφορμή, και ο ίδιος ο Οβίδιος «μασάει τα λόγια του») πήρε τη μοιραία για τον ποιητή απόφαση. Το 8 μ.Χ. διέταξε την απαγόρευση της κυκλοφορίας του ποιήματος, έκαψε όλα τα αντίτυπα που βρίσκονταν στις δημόσιες βιβλιοθήκες και έστειλε τον ίδιο τον Οβίδιο στην εξορία, στη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ανάμεσα στους βάρβαρους Γέτες, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Κονστάντζα της Ρουμανίας.

Αυτή είναι μια από τις πιο γνωστές περιπτώσεις λογοκρισίας στον αρχαίο κόσμο. Ανάλογα περιστατικά με λογοκρισίες, απαγόρευση κυκλοφορίας και κάψιμο βιβλίων γνωρίζουμε, βέβαια, και από τα κατοπινά χρόνια. Στον Μεσαίωνα εκτός από το βιβλίο μπορούσαν να ρίξουν στην πυρά και τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο Αύγουστος δεν έκαψε τον Οβίδιο· απλώς τον καταδίκασε να αργοπεθαίνει για εννιά ολόκληρα χρόνια.

Διαλογισμός

Διαλογισμός είναι (η Έμφυτη ή Εγγενής σε κάθε ύπαρξη) ΑΜΕΣΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ (χωρίς διαδικασία), Ανοιχτή, Χωρίς κέντρο ή περιφέρεια, και χωρίς περιεχόμενο ή αντικείμενο, - πέρα από την εμπειρική ύπαρξη, πέρα από τη σκέψη... Ο Διαλογισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της διαδικασίας της σκέψης, δεν μπορεί να συλληφθεί μέσω της διαδικασίας της σκέψης και δεν μπορεί να περιγραφεί με έννοιες-λέξεις… μόνο αρνητικά περιγράφεται στο επίπεδο της σκέψης.

Δεν υπάρχει Φως να κατακτήσουμε… Υπάρχει μόνο σκοτάδι που πρέπει να διώξουμε…

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ Είναι η Ίδια η Πραγματικότητα, Όλος ο Χώρος Εμπειρίας, Εδώ, Τώρα: Αιώνια, Ελεύθερη, Συμπεριλαμβάνει τα Πάντα Μέσα της. Ο περιορισμός της ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ, η εξέλιξη, η πτώση κι η λύτρωση είναι μόνο αντιληπτικά γεγονότα: όχι πραγματικά, αλλά φαινομενικά. Αυτό που περιορίζει την ΑΝΤΙΛΗΨΗ είναι όχι η Ίδια η Φύση της ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ αλλά οι υποκειμενικές περιοριστικές λειτουργίες της ύπαρξης, (που δημιουργούν φαινομενικά διαφορετικά πεδία εμπειρίας), η απορρόφηση στην διαδικασία (που γίνεται αντιληπτή σαν γέννηση σε διαφορετικά πεδία εμπειρίας), η «λησμονιά» στο περιορισμένο ιδιαίτερο περιεχόμενο της εμπειρίας (που εκλαμβάνεται σαν η μοναδική πραγματικότητα).

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ Διατηρεί Πάντα τη Αντικειμενική Φύση της κι Εν Δυνάμει Εμπεριέχει Όλες τις Δυνατότητες. Η Απελευθέρωση από τις υποκειμενικές περιοριστικές λειτουργίες της ύπαρξης Διευρύνει την ΑΝΤΙΛΗΨΗ Αποκαλύπτοντας την Αληθινή Αντικειμενική Φύση της. Η Ανάδυση της ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ στην Αληθινή Φύση της, πέρα από όλα τα όρια, πέρα από όλες τις υποκειμενικές περιοριστικές λειτουργίες είναι η Πραγματική Απελευθέρωση, η Ίδια η Πραγματικότητα, κι είναι μόνο αντιληπτικό γεγονός, όχι πραγματικό αλλά φαινομενικό.

Η Απελευθέρωση της ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ σημαίνει ταυτόχρονα την Διεύρυνση της ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ πέρα από τα όρια. Η Διεύρυνση της ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ σημαίνει να βλέπουμε από μια Ευρύτερη Οπτική που συμπεριλαμβάνει την προηγούμενη περιορισμένη οπτική (και χώρο εμπειρίας). Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ Αντιλαμβάνεται Όλο το Χώρο Εμπειρίας (όλα τα πεδία, ύπαρξης, εμπειρίας), δεν εμποδίζεται από τίποτα, πουθενά. Αυτό που έχει σημασία είναι από πού βλέπουμε, όχι το τι βλέπουμε (το αντιληπτικό γεγονός καθορίζεται από την θέση όρασης, κι όχι το περιεχόμενο, που είναι εξαρτημένο)

Διαλογισμός είναι η Ίδια η ΑΝΤΙΛΗΨΗ όταν λειτουργεί απρόσκοπτα: Τότε Αποκαλύπτεται ότι η ΑΝΤΙΛΗΨΗ είναι η Πραγματικότητα. Διαλογισμός είναι η ΑΜΕΣΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ στην οποία δεν μπαίνουν όρια, ούτε γίνονται παρεμβάσεις. Διαλογισμός είναι η Υπέρβαση των διαδικασιών της υποκειμενικής περιοριστικής λειτουργίας, η απρόσκοπτη Λειτουργία της ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ. Δεν είναι διαδικασία, δεν γίνεται, δεν πραγματοποιείται, δεν επιφέρει αποτελέσματα… Απλά με την Υπέρβαση των διαδικασιών η ΑΝΤΙΛΗΨΗ Είναι η Ίδια η Πραγματικότητα, Αιώνια, Ανεμπόδιστη, Φυσικά Κενή, που τα Συμπεριλαμβάνει Όλα.

Η Συνείδηση Είναι Εξ’ Αρχής και για Πάντα Ελεύθερη, Αιώνια κι Υπερβατική. Αυτό που μας εμποδίζει να το Βιώσουμε είναι όλη αυτή η επιφανειακή ταραχή, του εγώ, της σκέψης, της αίσθησης, των εξωτερικών καταστάσεων. Απορροφημένοι σε όλη αυτή την εξωτερική κίνηση, ταυτισμένοι με όλη αυτή τη δραστηριότητα δεν Αντιλαμβανόμαστε το Βάθος της Ύπαρξής μας, αλλά μονάχα την εξωτερική δράση της.

Εμμένοντας στο εξωτερικό, στη σκέψη, στη μνήμη, στις γνώσεις, στο πολιτισμό, στη ζωή, σε ό,τι έχουμε συσσωρεύσει (σαν άνθρωποι) χιλιετηρίδες τώρα, προσπαθούμε να οργανώσουμε το χάος της ζωής… Αλλά το χάος δεν οργανώνεται, γιατί απλά είναι χαώδης ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε, όχι η ζωή.

Πρέπει να επανέλθουμε στον Εαυτό μας, γιατί από Εδώ ξεκινούν όλα: Να μάθουμε εξ’ αρχής να βλέπουμε σωστά: Μόνο τότε μπορούμε να κατανοήσουμε και μόνο τότε θα επιφέρουμε τάξη στον εαυτό μας και στη ζωή. Κι αυτή η Αληθινή Κατανόηση είναι ο μόνος ενοποιός παράγοντας που μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους για να φέρουν τάξη στη ζωή, αρετή στη δράση και να οργανώσουν μια καλύτερη κοινωνία.

Η Ίδια η Φύση της Αντίληψης είναι Απλή Αντίληψη, Προσοχή, Απλή Προσοχή Χωρίς Παρεμβάσεις και Χωρίς Παρεκτροπές. Πρέπει ν’ αφήσουμε τη Αντίληψη να Λειτουργεί Αυθόρμητα και να Αυτορυθμίζεται σύμφωνα με τη Φύση της που είναι Καθαρή Ήρεμη Ενατένιση κι Αντιλαμβάνεται «αυτό που είναι». Αν αναδυθεί σκέψη, απλά παρατηρούμε χωρίς να την ακολουθούμε. Αν αναδυθούν αισθήσεις απλά τις αφήνουμε να λειτουργούν χωρίς να σκλαβωνόμαστε σ’ αυτές. Όταν η Προσοχή Καρποφορήσει Κατανοούμε ότι σαν Συνείδηση είμαστε Κάτι ξεχωριστό από αυτό που συμβαίνει. Είμαστε Αυτό που Βλέπει αυτό που συμβαίνει, δεν είμαστε αυτό που συμβαίνει…

Η Αντίληψη Παραμένοντας Σταθερή, πέρα από τη φαινομενική αλλαγή του περιεχομένου της, πέρα από τα φαινόμενα, Βιώνει τη Πραγματικότητα, ζει τη Κατάσταση της Ενότητας, όπου δεν υπάρχουν διακρίσεις (φώτιση-μη φώτιση, πραγματικότητα-κόσμος, λύτρωση-πτώση… όλα αυτά είναι φαινόμενα)…

Σε Αυτή τη Κατάσταση της Ήρεμης Ενατένισης η Αντίληψη Βρίσκεται, Βιώνει και Αντιλαμβάνεται την Πραγματική Αιώνια κι Υπερβατική Φύση της.

Η Αντίληψη Είναι στην πραγματικότητα Δυνατότητα Αντίληψης κι όχι κάποιο «περιεχόμενο»: Είναι Άδειος Χώρος Επίγνωσης που μπορεί να συλλάβει οτιδήποτε εισέρχεται στη περιοχή του… Από την Φύση της η Αντίληψη (απλά, σαν Δύναμη Αντίληψης μόνο) Είναι Ελεύθερη, δεν ταυτίζεται με κανένα περιεχόμενο…. Ο ταυτισμός με το περιεχόμενο είναι μια εσφαλμένη προοπτική αντίληψης, στην οποία παρασυρόμαστε λόγω άγνοιας ή λόγω επιλογών… είναι μια δυνατότητα, όχι η απόλυτη πραγματικότητα…

Για να Βιώσουμε τη Καθαρή Αντίληψη, την Αγνή Κατάσταση της Αντίληψης, την Φυσική Αντίληψη, δεν χρειάζεται να έχουμε κάτι σαν περιεχόμενο της αντίληψης, δεν χρειάζεται να σκεφτούμε, να νοιώσουμε, να αισθανθούμε κάτι: Έχουμε Όλοι Έμφυτη τη Δυνατότητα της Αντίληψης και μπορούμε να έχουμε Εμπειρία της Καθαρής Αντίληψης απλά αδειάζοντας όλο το περιεχόμενο που μας φορτώνει η σκέψη, η διάθεση, οι αισθήσεις… (εννοούμε να εξαλείψουμε την εξάρτησή μας από αυτό, όχι να εξαλείψουμε το ίδιο το φυσικό φαινόμενο της σκέψης, της διάθεσης, της αίσθησης)…

Μιλάμε συγκεκριμένα για την Αποδέσμευση από το περιεχόμενο της Αντίληψης, για μια συνειδητοποίηση, για μια αλλαγή στο τρόπο που βλέπουμε, για μια δική μας εσωτερική μετατόπιση, που δεν έχει να κάνει με το φυσικό γεγονός αυτό καθ’ εαυτό. Η Αντίληψη μπορεί να Είναι Ήρεμη, Ελεύθερη, ανεξάρτητα αν υπάρχει περιεχόμενο ή όχι… απλά δεν δεσμεύεται στο περιεχόμενό της… Κι αυτό γιατί απλά η Ίδια η Αντίληψη Είναι Επαρκής για τον Εαυτό της, Βιώνει την Παρουσία, είτε υπάρχει περιεχόμενο, είτε όχι. Η Κατάσταση της Ελευθερίας είναι μη-εξάρτηση, όχι απουσία επίγνωσης, υπαρξιακό σκοτάδι, ή οτιδήποτε άλλο φαντάζονται οι άνθρωποι.

Η Αντίληψη Είναι Ελεύθερη και Έξω από το φαινόμενο (στην Αληθινή Φύση της, στην Πραγματική Κατάστασή της, στον Ύστατο Χαρακτήρα της). Η «σύνδεση» της Αντίληψης με περιοριστικές λειτουργίες, σε διάφορα πεδία, (σκέψη, ψυχική κατάσταση, αισθήσεις) περιορίζει την Αντίληψη μέσα στις συγκεκριμένες λειτουργίες και συχνά την ταυτίζει με την εμπειρία που αποκομίζει από αυτές τις λειτουργίες. Άθελα ταυτιζόμαστε με το περιεχόμενο, γινόμαστε ό,τι σκεφτόμαστε, ό,τι νοιώθουμε, ό,τι αισθανόμαστε…

Η εμπειρία που έχει η περιορισμένη αντίληψη από την ύπαρξη δεν είναι Ολόκληρη η Πραγματικότητα, Όλη η Αλήθεια. Είναι αληθινή στο γεγονός ότι, αυτή η εμπειρία, είναι παρούσα στην επίγνωσή μας, αλλά είναι μόνο ένα μέρος της Φύσης μας, της Ύπαρξής μας, της ζωής μας…

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ἀποκριάτικη νυχτιά (1892)

Ἐὰν δὲν ἦτο ἐπιμελὴς σπουδαστὴς ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδής, καὶ δὲν εἶχε τυχὸν πῶς νὰ περνᾷ τὰς ὥρας του, κατὰ τὰς πολυημέρους διακοπὰς τῶν ἑορτῶν καὶ τῆς Ἀπόκρεω, ἠδύνατο νὰ εὕρῃ δουλειὰ καθήμενος εἰς τὸ παράθυρον καὶ θεώμενος καὶ ἀκούων τὰ τελούμενα. Δὲν ἦτο δρόμος, ἦτο αὐλή, παμπάλαιος, εὐρεῖα, ἀκανόνιστος, μὲ τοὺς τοίχους ὑψηλοὺς ἀλλ᾽ ἀνίσου ὕψους, περιβάλλουσα μίαν τῶν παλαιοτέρων οἰκιῶν παρὰ τὴν ἀνέρπουσαν ἐσχατιὰν τῆς ἀρχαίας πόλεως, πρὸς τὴν Ἀκρόπολιν, ὑψηλά, παρὰ τὸ Ἁγιοταφίτικον. Αἱ τρεῖς ἐνοικάρισσαι τοῦ ἰσογείου, ἡ κυρα-Κατίγκω ἡ Χρίσταινα, μετὰ τῆς ἀγάμου ἀδελφῆς της Φρόσως, καὶ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ Λεμονού, μετὰ τῆς κόρης της τῆς Γεώργαινας, καὶ ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα μετὰ τῆς ψυχοκόρης της τῆς Μαρούσας, ἐμάλωναν διὰ κάθε τι, συχνότατα, σχεδὸν τρὶς τῆς ἑβδομάδος. Συνήθως, ἡ κατέχουσα τὸ μεσαῖον οἴκημα, ἡ Λεμονού, πότε ἐκ τῆς παραμικρᾶς ἀφορμῆς, πότε ἄνευ ἀφορμῆς ὡρισμένης, τὰ ἔβαζε σήμερον μὲ τὴν μίαν, αὔριον μὲ τὴν ἄλλην τῶν δύο γειτονισσῶν της. Καὶ τὰς μὲν ἑορτάς, ἀντὶ νὰ εὑρίσκωσιν ὕλην ὅπως κακολογῶσιν ἄλλας ἔξω τῆς αὐλῆς διερχομένας ἢ ἡσύχως εἰς τὰς οἰκίας των καθημένας γυναῖκας, προχειρότερον εὕρισκον νὰ τὰ χαλοῦν μεταξύ των. Ἐὰν τυχὸν ἡ μία τῶν τριῶν, ἡ ἀδελφὴ τῆς μιᾶς ἢ ἡ κόρη τῆς ἄλλης ἐστολίζετο, ἡ ἄλλη ἔμενε πεισματωδῶς μὲ τὰ καθημερινά της, διὰ νὰ ἔχῃ ἀφορμὴν νὰ κακολογῇ τὴν στολισμένην, ὅτι «δὲν ξέρει νὰ φορέσῃ τὸ φουστάνι της», κ᾽ ἔλεγε: «Κοίταξέ τηνε! μοῦ στολίστηκε σὰ νύφη· τὸ χάλι της, δὲν τὸ βλέπει!» Τὰς δὲ καθημερινάς, ἄλλοτε αἱ δύο, ἄλλοτε καὶ αἱ τρεῖς, εἶχαν μπουγάδα, καὶ ὅλον τὸ πλυσταρεῖον, καὶ ὅλος ὁ χῶρος τῆς αὐλῆς, δὲν τὰς ἤρκει διὰ ν᾽ ἁπλώσωσι τὰ μοσχοπλυμένα των. Συχνὰ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ Λεμονού, ἀφοῦ ὠνείδιζε τὴν ἐκ δεξιῶν καὶ τὴν ἐξ ἀριστερῶν πάροικόν της, ὡς ἀπρόκοφτην, ὡς ἄπραχτην, ὡς ἀπασσάλωτην, αὐτὴ πρώτη θέτουσα τὸ «πρόσφωλο», αἴφνης εἰρήνευεν, ἐμειδία, κ᾽ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ ἔχει δουλειὰ νὰ κάμῃ, ὅτι «δὲν χαλνᾷ τὴ ζαχαρένια της», καὶ ὅτι δὲν τὰς συνερίζεται ν᾽ ἀπαντᾷ εἰς τὰς μομφάς των. Ἄλλοτε πάλιν ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα ἔπαιρνε λόγια ἀπὸ τὴν μίαν κ᾽ ἔβαζε μαναφούκια εἰς τὴν ἄλλην, καὶ εἶτα ἐν ἀνέσει ἐνετρύφα εἰς τὸν καυγάν, ἱσταμένη παράμερα. Ἐμάλωναν διὰ κάθε πρᾶγμα, διὰ μίαν σκάφην ἀναποδογυρισμένην ὀλίγον λοξὰ εἰς τὸ πλυσταρεῖον, δι᾽ ὀλίγες σταλαματιὲς θερμοῦ χυθείσας κατὰ γῆς, δι᾽ ὀλίγας δράκας στάκτης περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ριφθείσας εἰς τὴν κόφαν. Μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἡ γραῖα Βαγγελὴ ἐθύμωσεν ἐναντίον τῆς Κατίγκως τῆς Χρίσταινας, διότι αὕτη ἐκαυχήθη ὅτι πληρώνεται πρὸς εἴκοσι λεπτὰ τὰ ὑποκάμισα τῆς κόλλας, καὶ τὴν ὠνόμασε «τριγυρισμένην» καὶ «πομπιωμένην», ἄλλοτε πάλιν ἡ Κατίγκω ἐσήκωσε χεῖρα ἐναντίον τῆς Μαρούσας, τῆς ψυχοκόρης τῆς Σταματούλας, καλέσασα αὐτήν, δεκατετραετῆ μόλις, «μωρὴ μπασταρδού!» διότι τὴν εἶδε νίπτουσαν τὰς χεῖρας πλησίον εἰς τὴν κόφαν τῆς μπουγάδας μὲ τὰ ροῦχα. Μὲ αὐτὰ ἐπερνοῦσαν τὰς ἡμέρας των εἰς τὴν εὐρεῖαν αὐλὴν τῆς παμπαλαίου οἰκίας αἱ τρεῖς αὗται πτωχαὶ γυναῖκες.

Τὴν ἑσπέραν πάλιν, ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδὴς θὰ εὕρισκε δουλειάν, ἂν ἤθελε, μὲ σβηστὴν τὴν λάμπαν, νὰ μένῃ εἰς τὸ ἀνώγεων δωμάτιόν του καὶ νὰ ἵσταται ὄπισθεν τοῦ ἀνατολικοῦ παραθύρου, κατασκοπεύων τοὺς εἰσερχομένους, ἢ νὰ κολλᾷ τὸ οὖς εἰς τὴν κλειδότρυπαν, ἀκροώμενος λόγους καὶ κρότους καὶ ψιθυρισμούς. Αὕτη ἦτο ἡ κυρία εἴσοδος τῆς οἰκίας, δι᾽ ἧς εἰσήρχετο καὶ αὐτὸς εἰς τὸ πενιχρὸν δωμάτιόν του, εἴσοδος ἐπίσημος, διὰ τῆς ὁποίας ἔμβαιναν ὅλοι οἱ συγγενεῖς, φίλοι καὶ γνώριμοι τῆς οἰκίας, κατὰ ἑκατοντάδας ἀριθμούμενοι. Καὶ ἂν ἤθελε νὰ μεταβῇ πρὸς στιγμὴν εἰς τὸ ἄλλο παράθυρον τοῦ δωματίου του, πρὸς μεσημβρίαν βλέπον, ἀπ᾽ ἐκεῖ θ᾽ ἀντίκρυζε τὴν ἄλλην, τὴν μικρὰν εἴσοδον, συνεχομένην μὲ τὸ μαγειρεῖον, ὅπου διημέρευε συνήθως ἡ κυρία Ζαχαρού, ἡ μήτηρ τῆς οἰκογενείας, καπνίζουσα ἀνέτως τὰ τσιγαρέτα της. Ἦτο οἰκία ὅπου ἠδύνατό τις νὰ παίξῃ ἐν ἀνέσει τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλας παιδιάς. Δύο ἄνθρωποι, ὁ πρῶτος κυνηγούμενος ὑπὸ τοῦ δευτέρου, ἢ ἀδιακρίτως κυνηγοῦντες ἀλλήλους, χωρὶς νὰ φαίνεται τίς ὁ διώκων καὶ τίς ὁ φεύγων, ἠδύναντο νὰ εἰσέρχωνται καὶ νὰ ἐξέρχωνται ἀλλεπαλλήλως διὰ τῶν δύο θυρῶν, ἐπὶ ἡμέρας καὶ νύκτας, χωρὶς ὁ εἷς νὰ φθάσῃ ποτὲ ἢ ν᾽ ἀντικρύσῃ τὸν ἕτερον.

Καὶ ἂν ἐπέστρεφε πάλιν πρὸς τὸ παράθυρον τὸ ἀνατολικόν, ἢ πρὸς τὴν μικράν του θύραν, καὶ ἐπεσκόπει τὴν κυρίαν εἴσοδον, ἐκεῖ ἤκουεν, ἅμα ἐνύκτωνε, κάθε πέντε κάθε δέκα λεπτά, νὰ κρούεται ἡ θύρα. Καὶ ἤχει ἐσωτερικῶς ἐλαφρὸν βῆμα καὶ θροῦς ἐσθῆτος, καὶ ἤνοιγεν ἡ θύρα, καὶ εἰσήρχοντο οἱ ἐπισκέπται, καὶ τότε ἤκουε καλησπέρες καὶ χαιρετισμοὺς καὶ προσρήσεις, κ᾽ ἐνίοτε φιλήματα… μεταξὺ γυναικῶν, οἷα συνηθίζουσι φορτικῶς ν᾽ ἀνταλλάσσωσιν αἱ ἀπόγονοι τῆς Εὔας, κατὰ τὰ ἐξιππασμένα καὶ φραγκοποτισμένα ἤθη μας. Σπεύδω νὰ εἴπω, πρὸς καθησύχασιν τοῦ ἀναγνώστου, ὅτι τὰ ἤθη τῆς οἰκογενείας, περὶ ἧς ὁ λόγος, ἀνειμένα κατὰ τὸ φαινόμενον, πράγματι ἦσαν αὐστηρά. Ἀλλ᾽ ἡ οἰκία ἔπλεεν εἰς τὸ μεταίχμιον τὸ ἀόριστον καὶ ἀβέβαιον, εἰς τὸ λυκόφως ἐκεῖνο, μεταξὺ παραδόσεως καὶ νεωτερισμοῦ, ὅπερ ὡς λυκόφως δὲν δύναται νὰ διαρκέσῃ, ἀλλ᾽ ἀναγκαίως θὰ ὑποχωρήσῃ εἰς τὸν ζόφον καὶ θὰ γίνῃ νύξ. Ἦσαν ὁμολογουμένως ἄνθρωποι αἰσθηματίαι, φιλόφρονες, ἀνοικτόκαρδοι. Γνωρίμους εἶχαν τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως καὶ ἂν ἡμέρα παρήρχετο χωρὶς ν᾽ αὐξήσωσι κατὰ μίαν τοὐλάχιστον τὰς γνωριμίας των, αἱ δύο κόραι θὰ ἐθεώρουν ὡς χαμένην τὴν ἡμέραν ἐκείνην.

Ἔπειτα, ἦσαν αἱ ἡμέραι τῆς Ἀπόκρεω, καὶ ὁ κόσμος ἔξω διεσκέδαζε. Μόλις ἐνύκτωνε, καὶ ὁ νέος, ὁ μονάζων ἐν τῷ δωματίῳ του, ἤκουε φωνάς, ᾄσματα, κιθαρισμούς, ἔξω τῆς αὐλῆς. Καὶ ἂν ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ ἔμενεν ἔρημος εἰσερχομένων ἐπισκεπτῶν ὁ μικρὸς πρόδομος, καὶ ὁ ἄγριος νέος ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ ἕως τὸν ἐξώστην μὲ τὴν παλαιὰν λιθίνην κλίμακα, τὸν ζευγνύοντα τὴν οἰκίαν μὲ τὸν τοῖχον τῆς αὐλῆς, καὶ προέκυπτε τὴν κεφαλὴν διὰ τῆς αὐλείου θυρίδος, τῆς φραγμένης μὲ σίδηρα, ὡς θυρίδος εἱρκτῆς, διὰ νὰ κοιτάξῃ εἰς τὴν ὁδόν, θὰ ἔβλεπε, κατὰ ζεύγη, κατὰ τετρακτύας, κατὰ ἑξάδας, ἱσταμένους τοὺς κιθαρῳδοὺς τῆς νυκτὸς κάτωθεν τῆς θυρίδος, ἐπὶ τοῦ ὄχθου τῆς ἀνωφεροῦς ὁδοῦ, ἐξαγγέλλοντας «ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ» τὰ αἰώνια παράπονά των κατὰ τῆς σκληρότητος τῶν δύο νεανίδων. Διότι ὅλοι οἱ νέοι τῆς γειτονιᾶς, καὶ ὄχι ὀλίγοι ἀπὸ ἄλλας συνοικίας ἦσαν ἐρωτευμένοι μὲ τὰς δύο ἀδελφάς. Τούτων τινὲς ἠγάπων μᾶλλον τὴν Μέλπω, ἄλλοι μᾶλλον τὴν Κούλαν· οἱ δὲ πλεῖστοι τὰς ἠγάπων καὶ τὰς δύο. Πολλοὶ αὐτῶν ἦσαν ἐκ τῶν γνωρίμων τῆς οἰκίας, ἀλλ᾽ ἐὰν ἦσαν πρὸς καιρόν, ἐκ μικρᾶς παρεξηγήσεως, εἰς δυσμένειαν, ἢ ἐάν, ἐκ τοῦ πλήθους τῶν ἐπισκεπτῶν, δὲν ὑπῆρχε δι᾽ αὐτοὺς χῶρος ἐν τῇ συναναστροφῇ μιᾶς ἑσπέρας, ἔπαιρναν τὴν κιθάραν των, τὰ μανδολίνα των, τὲς φυσαρμόνικές των, καὶ μὲ τοὺς φθόγγους τῆς μουσικῆς ἐζήτουν ν᾽ ἀποκοιμίσωσι τὸν πόνον τῆς καρδίας.

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, μεσοβδόμαδα τῆς Τυρινῆς, εἶχον αὐξήσει, ὡς πάντοτε, κατὰ μονάδας τινάς, αἱ γνωριμίαι τῆς οἰκίας. Μεταξὺ ἄλλων εἶχεν ἔλθει ἀνθυπασπιστὴς νεαρός, ξανθός, μὲ ἀγκιστροειδῆ μύστακα, ὃν εἶχεν εἰσαγάγει εἷς τῶν τριτεξαδέλφων τῆς οἰκογενείας. Δυστυχῶς αἱ δύο νεαραὶ κόραι ἔλειπαν. Εἶχον ἐξέλθει συνοδευόμεναι ὑπὸ δύο ἀνεψιαδῶν τῆς μητρός των διὰ νὰ κάμωσιν ὀψώνια εἰς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ. Εἰς τὴν οἰκίαν εὑρίσκετο μόνη ἡ γραῖα, ἥτις ἐκάπνιζε τὸ τσιγαρέτον της εἰς τὸ μαγειρεῖον, ἡ ὑπηρέτρια, ἥτις ἐσκούπιζε τὰς δύο κλίμακας, καὶ τὸ μέρος τῆς αὐλῆς, τὸ ἔξω τῆς δικαιοδοσίας τῶν τριῶν πλυντριῶν, καὶ ὁ κὺρ Ζαχαρίας, ὁ οἰκοδεσπότης, ἰδιότροπος γέρων, ζῶν ἀπὸ τὰ ὀλίγα εἰσοδήματα τῶν δύο οἰκιῶν καὶ τῶν τριῶν μαγαζιῶν του, τὸν ὁποῖον, ἂν ἤκουέ τις, αἰωνίως μεμψιμοιροῦντα, φωνάζοντα, ἐπιπλήττοντα, θὰ ἔλεγε, «Νά αὐστηρὸς πατέρας!» Καὶ ὅμως, τὰ τῆς οἰκίας ἐκυβέρνων ἡ γραῖα καὶ αἱ δύο κόραι, ὅλαι δ᾽ αἱ φωναὶ τοῦ γέροντος ἦσαν μόνον ἦχος καὶ πάταγος διὰ ν᾽ ἀκούεται. Οἱ τέσσαρες νέοι δὲν ἐμαζεύοντο ποτὲ εἰς τὴν οἰκίαν. Ὁ τριτότοκος εἶχε νυμφευθῆ ἤδη, δεκαοκταέτης, ἄνευ τῆς ἀδείας τῶν γονέων του, ὁ δὲ ὑστερότοκος εἶχε σχέσεις μὲ μίαν οἰκογένειαν, ὅπου διημέρευε, προτιμῶν νὰ φοιτᾷ ἐκεῖ μᾶλλον παρὰ εἰς τὴν β´ τοῦ γυμνασίου· ὁ πρωτότοκος ἦτο ὑπάλληλος μιᾶς τῶν Τραπεζῶν, τρεφόμενος ἀπὸ τὴν οἰκίαν καὶ δαπανῶν ἀλλοῦ τοὺς μισθούς του, ὁ δευτερότοκος ἦτο λοχίας τοῦ πεζικοῦ. Ὡς καὶ ὁ κουμπάρος, ὁ μόνος, ὅστις εἶχεν ἐγκαθιδρυθῆ εἰς τὴν οἰκίαν, ὡς εἰς οἰκίαν του, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι δὲν εἶχεν οἰκογένειαν ἰδικήν του, ἐνῷ εἶχε τρία νόθα τέκνα ἔκ τινος ἀπατηθείσης πτωχῆς, ὁ ἀσυνείδητος, δὲν εὑρέθη παρών, ἦτο εἰς τὰς ἐργασίας του, κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἀνθυπασπιστοῦ. Μὲ πολλήν του δυσαρέσκειαν, ὁ κὺρ Ζαχαρίας, ἠναγκάσθη νὰ δεχθῇ αὐτὸς τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ τριτεξαδέλφου, τοῦ ὁδηγοῦντος τὸν νεαρὸν στρατιωτικόν. Ὁ ξανθὸς σπαθοφόρος εἶχεν ἰδεῖ εἰς ἐμπορικὸν τὰς δύο ἀδελφάς, ὅπου εἷς τῶν φίλων του τοῦ τὰς ἔδειξε, λέγων περὶ αὐτῶν πολλοὺς ἀμφιβόλους ἐπαίνους. Αἱ δύο νεάνιδες τοῦ ἤρεσαν. Εἶτα πάλιν τὰς ἐπανεῖδεν εἰς τὸν περίπατον, ὅτε ὁ μετ᾽ αὐτοῦ συμπεριπατῶν τὰς ἐχαιρέτισεν, ἐξηγήσας αὐτῷ ὅτι ἦσαν ἐξαδέλφαι του. Ὁ ἀνθυπασπιστὴς τοῦ εἶπεν: «Ἔμαθα ὅτι εἶναι πολὺ κοινωνικές, ὅτι ἔχουν ἀνοικτὸ σπίτι». «Θέλεις νὰ σὲ συστήσω; τοῦ εἶπεν ὁ ἐξάδελφος, ὄρεξη νά ᾽χῃς· θὰ εὐχαριστηθοῦν πολύ, γιατὶ ἔχουν κι αὐτὲς ἕναν ἀδελφὸν λοχίαν». Καὶ τὴν ἐπαύριον τὸν ὡδήγησεν εἰς τὴν οἰκίαν.

Ὁ ἀνθυπασπιστής, περιμένων νὰ ἴδῃ ἐνώπιόν του τὰς δύο ἀνθηρὰς μορφὰς καὶ εὑρεθεὶς αἴφνης ἐνώπιον τῆς σκυθρωπῆς ὄψεως καὶ τῆς λευκῆς γενειάδος τοῦ κὺρ Ζαχαρία, περιῆλθεν εἰς ἀμηχανίαν καὶ δὲν ἤξευρε πῶς ν᾽ ἀρχίσῃ τὴν ὁμιλίαν. Ἐν τούτοις ὁ γέρων, ὀφείλων κάτι νὰ εἴπῃ, ἔδειξε διὰ τοῦ παραθύρου τὴν εὐρεῖαν ἔκτασιν μέρους τῆς πόλεως καὶ τοῦ ἐλαιῶνος, λέγων:

―Ἔχουμε ἀπὸ δῶ κύριε ἀνθυπασπιστά, ὡραίαν θεάν.

― Μάλιστα, εἶπεν ὁ ἀνθυπασπιστής, καὶ μέσα του ἐμορμύρισεν: «ἔχετε, μάλιστα, δύο θεάς».

Εἶτα ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτά, ὅλοι ἐσιώπησαν.

―Ἔμαθα ὅτι ἔχετε κ᾽ ἕνα υἱὸν εἰς τὸν στρατόν, εἶπεν ὁ ἀνθυπασπιστής.

― Ναί, εἶπεν ὁ κὺρ Ζαχαρίας, ὅστις ἠπόρησε πῶς δὲν ἐσυλλογίσθη νὰ τὸ ἀναφέρῃ πρῶτος. Αὐτὸς δὲν ἠθέλησε νὰ πάῃ κατὰ τὸ ἔνθιμον, καὶ ἅμα ἔληξεν ἡ θητεία του, ἔμεινεν εἰς τὸν στρατόν. Νὰ περιμένῃ τώρα προβιβασμόν! ἂν ἔχῃ τύχη, ὅπως τὸν ἐκατήντησαν τὸν στρατὸν μὲ τὰ κόμματά τους! Αὐτοὶ οἱ πολιτικοί, αὐτοὶ οἱ βουλεπταί, ἐκατάστρεψαν τὸ ἔθνος, ἀνάθεμά τους! Κάψιμο θέλουν ὅλοι τους! Ἐγὼ γίνομαι μπόγιας εἰς αὐτουνούς. Ἐγνώρισα ἐγώ, στὰ χρόνια μου, λοχίους καὶ δεκαενεῖς, ὁποὺ εἶναι, ἕως αὐτῆς τῆς ἡμερός, συνταγματαρχαῖοι καὶ ταγματαρχαῖοι! Πόσο ἐμετάγνοιωσα ποὺ δὲν ἐπῆγα στὸ στρατό, στὰ χρόνια τοῦ Ὄθωνος! Θὰ ἤμουν τώρα συνταγματάρχης!

― Καὶ βλέπω ὅτι ἔχεις τοὐλάχιστον ἓν προσόν, θεῖε, εἶπεν ὁ τριτεξάδελφος αἰνιττόμενος τὰς μεταμφιέσεις τῶν λέξεων τοῦ γέροντος.

―Ὅλοι αὐτὸ λέγουν, κύριε, εἶπε μειδιῶν ὁ ἀνθυπασπιστής. Βέβαια, ὅλοι οἱ ἑξηντάρηδες θὰ ἦσαν, ἀπὸ τότε, συνταγματάρχαι, καὶ ὅλοι οἱ ἑβδομηντάρηδες θὰ ἦσαν ἀντιστράτηγοι. Μόνον, ποιὸς θὰ ἐδούλευε γιὰ νὰ πληρώνῃ φόρους, διὰ νὰ βγαίνουν τόσοι μισθοί… Βέβαια, ὁ στρατός, ἐξηκολούθησεν ὁ ἀνθυπασπιστής, εἶχε, καὶ ἔχει ἀκόμη τὰ καλά του, δὲν σᾶς λέγω. Μόνον τὰ καλά του αὐτά, προσέθηκε φιλοσοφικῶς, εἶναι ὅσα φαίνονται κακά, κ᾽ ἐκεῖνα ἴσα-ἴσα τὰ ὁποῖα ὁ Ρωμιὸς δύσκολα συνηθίζει, καὶ δι᾽ αὐτὸ βλέπουμε ὅλους νὰ φεύγουν τὸν στρατόν, καὶ νὰ νομίζουν ὡς ἡμέραν ἑορτῆς τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ πάρουν τὴν ἄφεσίν των. Καὶ διὰ τοῦτο τόσον ὀλίγοι εἶναι οἱ ἔχοντες τὴν ὑπομονὴν καὶ τὴν θέλησιν ν᾽ ἀκολουθήσουν τὸ στρατιωτικὸν στάδιον.

― Καὶ ποῖα εἶναι αὐτὰ τὰ καλά, ἠμποροῦμεν νὰ σᾶς ἐρωτήσωμεν; εἶπεν ὁ κὺρ Ζαχαρίας.

― Αὐτὰ τὰ καλὰ εἶναι ἡ τακτικὴ ζωή, ἡ πειθαρχία, ἡ σκληραγωγία, τὰ γυμνάσια, αἱ ἀγγαρεῖαι, ἡ στρατιωτικὴ τραχύτης ἐν γένει, ἡ σκαιότης… ἀπὸ καμμιὰ φορὰ πέφτει καὶ κανένας φοῦσκος… οἱ ἄγραφοι κανονισμοί, οἱ ὁποῖοι ἰσχύουν περισσότερον ἀπὸ τοὺς γραπτούς.

― Καὶ οἱ ἄγραφτοι κανονισμοὶ ποῖοι εἶναι; ἠρώτησεν ὁ οἰκοδεσπότης.

― Ἄγραφοι κανονισμοὶ εἶναι, ὅταν, παραδείγματος χάριν, συλλάβουν κανένα λιποτάκτην… νὰ τὸν σπάζουν στὸ ξύλο…

― Ἄ! ἔτσι; εἶπεν ὁ κὺρ Ζαχαρίας… ἀγκαλὰ καὶ τὸ μέσον μοῦ φαίνεσται βάρβαρον, δὲν εἶμαι ὅμως καὶ πολὺ ἐνάντιος. «Τὸ ξύλο βγῆκε ἀπ᾽ τὴν Παράδεισο.»

Καὶ λέγων ἐστέναξεν, ἐνθυμηθεὶς ἴσως τοὺς τέσσαρας υἱούς του.

―Ἔπειτα εἶναι, ἐξηκολούθησεν ὁ ἀνθυπασπιστής, καὶ ἄλλα βασανιστήρια… Τὰ ἑλληνικὰ ζωύφια, τὸ νοσοκομεῖον, ἡ βελόνα*, τὸ μάρμαρο*… Τὸ πειθαρχεῖον, οἱ ὀχτάρες, οἱ δεκαπεντάρες, οἱ μηναρέδες…

― Οἱ μηναρέδες!… ὄχι νὰ μὴν εἶναι χοτζάδες! εἶπεν ὁ οἰκοδεσπότης.

― Οἱ μηναρέδες, ναί… σᾶς φαίνεται παράξενο, κὺρ Ζαχαρία;

― Θεῖε, εἶπε γελῶν ὁ τριτεξάδελφος, μηναρὲ εἰς τὸν στρατὸν ὀνομάζουν τὴν μηνιαίαν φυλάκισιν.

― Ἄ! ἔκαμεν ὁ κὺρ Ζαχαρίας. Τότε ἐνδιαφέρει.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθησαν βήματα εἰς τὸν πρόδομον. Ἦσαν αἱ δύο νέαι, ἐπιστρέψασαι ἀπὸ τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, συνοδευόμεναι ὑπὸ τῶν δύο ἀνεψιαδῶν. Εἰσῆλθον ἐλαφραί, χαρίεσσαι, μετ᾽ ἰδιορρύθμου κομψότητος ἐνδεδυμέναι, μὲ ἀλλοκότους τὸ σχῆμα πίλους καὶ μὲ κόκκινα πτερά, ἡ Μελπομένη καστανή, κοντούλα, εὐτραφής, χλωμή, αἰσθηματική, ρωμαντική, ἡ Κυριακούλα, στακτερόξανθος, ὑψηλή, λιγνή, ἰσχνή, μὲ ζωηροτάτους ἡδυπαθεῖς ὀφθαλμούς, οἵτινες ἦσαν ἀπροσδιορίστου χρώματος κ᾽ ἐφαίνοντο διηγούμενοι μυρίας ἱστορίας. Πονηρά, ἄστατος, εἴρων, γοητεύουσα μὲ τὸν τρόπον καὶ ἀπογοητεύουσα μὲ τὸν λόγον, θωπεύουσα μὲ τὸ βλέμμα καὶ σχίζουσα μὲ τὴν γλῶσσαν, εἶχε πολλὰς δωδεκάδας ἐργολάβων, εἰς ὅλους ἔδιδεν ἐλπίδας, καὶ ὅλους τοὺς ἐπερίπαιζε. Τοιαύτη ἦτο ἡ χαϊδεμένη Κούλα.

Ἔγινεν ἡ παρουσίασις. Ὁ ἀνθυπασπιστὴς ἐμαγεύθη ἀπὸ τὰς δύο νεάνιδας καὶ δὲν ἤξευρε ποίαν νὰ πρωτοαγαπήσῃ. Ἀπῆλθεν μετὰ ἡμίσειαν ὥραν, αἰχμαλωτισμένος, λαβὼν πρόσκλησιν νὰ ἔλθῃ μίαν τῶν νυκτῶν τούτων τῆς τελευταίας ἑβδομάδος τῆς Ἀπόκρεω, ὅτε κατὰ πᾶσαν ἑσπέραν ἐγίνετο συναναστροφὴ καὶ χορός.

Τὴν τελευταίαν ἑσπέραν τῆς Τυρινῆς τοῦ ἔτους 188… ἐχόρευσαν τόσον εἰς τοῦ κὺρ Ζαχαρία, ὥστε ἦτο φόβος μὴ πέσῃ τὸ σαθρὸν σκωληκόβρωτον πάτωμα τῆς παμπαλαίου οἰκίας ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῆς κυρα-Κατίγκως τῆς Χρίσταινας, τῆς γραίας Βαγγελῆς τῆς Λεμονοῦς καὶ τῆς Σταματούλας τῆς Γεμενίτσας, τὸ μόνον μέσον δι᾽ οὗ αἱ τρεῖς αὗται θὰ ἔπαυον διὰ πάντοτε τοὺς καθημερινοὺς καυγάδες των.

Ἡ ἀνατολικὴ θύρα τῆς οἰκίας δὲν ἐπρόφθανε ν᾽ ἀνοίγῃ καὶ νὰ κλείῃ. Εἰσήρχοντο κατὰ ζεύγη, κατὰ ὁμάδας, ἄνδρες, γυναῖκες, μετημφιεσμένοι καὶ ἄλλοι, προσωπίδες καὶ πρόσωπα. Ἔτριζεν ἡ θύρα μὲ τοὺς στροφεῖς, ἐστέναζε τὸ πάτωμα, ἀντήχει ὁ διάδρομος, ἐβόμβει ἡ αἴθουσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν προσκεκλημένων. Αἱ δύο νεάνιδες δὲν ἐπρολάμβανον νὰ τρέχωσιν ἀνὰ πᾶν δεύτερον ἢ τρίτον λεπτὸν εἰς τὴν θύραν, προϋπαντῶσαι τοὺς ἐρχομένους, ἢ προπέμπουσαι τοὺς τυχὸν ἀπερχομένους, νὰ ἐπιστρέφωσιν εἰς τὴν αἴθουσαν, περιποιούμεναι τοὺς μένοντας, νὰ μεταβαίνωσιν εἰς τὰ δωμάτια, ἀνταλλάσσουσαι ὁμιλίας μὲ τοὺς οἰκειοτέρους. Καὶ ὁ χορὸς ἔπαυε καὶ ἀνενεοῦτο κάθε δέκα λεπτά. Ἡ Κούλα ἐχόρευεν ὡς νὰ εἶχε πτερὰ εἰς τοὺς πόδας, ἐκλέγουσα αὐτὴ διὰ νεύματος τοὺς συγχορευτάς της, ἐπιτρέπουσα ὡς βασίλισσα νὰ τὴν παρακαλέσωσι νὰ χορεύσῃ. Ἡ Μέλπω ἐδέχετο πᾶσαν πρόσκλησιν, συμπονετική, μὴ θέλουσα ν᾽ ἀπορρίψῃ κανενὸς τὴν παράκλησιν. Καὶ ἡ αὐλὴ καὶ ἡ κλῖμαξ ἐφεγγοβόλει, καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ παράθυρα ἐξήρχοντο ἦχοι μουσικῆς, ὡς νὰ ἦτο ἡ οἰκία ὅλη γιγαντιαῖον κύμβαλον ἐναρμονίως ἠχοῦν ἐκεῖ εἰς τὸ ἀνασηκωμένον κράσπεδον τῆς παλαιᾶς πόλεως. Καὶ ὅταν ἐπὶ μίαν στιγμὴν ἔπαυον τυχὸν οἱ τόνοι τῆς μουσικῆς, τότε, ἔξωθεν τῆς αὐλῆς ἠκούετο μελαγχολικὴ καντάδα τῶν κιθαρῳδῶν τῆς γειτονιᾶς, ὅσοι, διά τινα ἀφορμήν, δὲν ἦσαν δεκτοὶ ν᾽ ἀνέλθωσιν εἰς τὴν πολυθόρυβον καὶ φιλόκοσμον οἰκίαν. Τότε ἡ Κούλα ὕψωνεν ἀορίστως τὸ ὑγρὸν ὄμμα εἰς τὸ κενόν, ἐνῷ ἡ Μέλπω ἠκούετο ψιθυρίζουσα μὲ τοὺς ὀδόντας της: «Οἱ καημένοι!»

Ἐρρέμβαζεν ἐξηπλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης του, ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδής, πτωχὸς σπουδαστής, πρωτοετὴς τῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς, ὅστις καὶ ἂν ἤθελε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν κόσμον δὲν εἶχε τὰ μέσα.

Εἶναι ἀληθὲς ὅτι αἱ δύο κόραι τὸν εἶχον προσκαλέσει νὰ μετάσχῃ τῆς ἑσπερινῆς διασκεδάσεως, ἀλλὰ πῶς νὰ ὑπάγῃ αὐτός, δειλός, ἄπειρος τοῦ κόσμου, κακοφορεμένος, ἐν μέσῳ τόσων ἀγνώστων; Ἔπειτα πρὸς τὴν μίαν αὐτῶν, τὴν Κούλαν, ἔτρεφεν ἁβρὸν αἴσθημα ἐρωτικόν, καὶ ἦτο ζηλιάρης· δὲν θὰ ἠνείχετο νὰ τὴν βλέπῃ νὰ χορεύῃ μὲ τόσους καὶ τόσους… καὶ αὐτὸς νὰ μὴν ἠξεύρῃ εὐρωπαϊκὸν χορόν! Εἶχε δειπνήσει τὴν ἑβδόμην ὥραν κ᾽ ἐπειδὴ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἐνωρὶς τὰ καφενεῖα ἔκλεισαν, ᾐσθάνετο δὲ καὶ ἐλαφρὸν πόνον εἰς τοὺς ὀδόντας, ἀπεσύρθη ἀπὸ τῆς ὀγδόης εἰς τὸ δωμάτιόν του μὲ τὸ παράπονον ἐκεῖνο, οἷον ὁ ξένος ἔχει μέσα του εἰς τοιαύτας ἡμέρας. Ἀλλ᾽ ἅμα ἔφθασεν εἰς τὸ δωμάτιον, ἡ λύπη του διεσκεδάσθη, καὶ τώρα, ἐξηπλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης του ἐρρέμβαζε κ᾽ ἐπαρηγορεῖτο, σκεπτόμενος ὅτι αὐτὸς ἦτο ἀναμφιβόλως ὁ εὐδαιμονέστερος, διότι χωρὶς νὰ παρευρίσκεται εἰς καμμίαν διασκέδασιν, μετεῖχε τριῶν ἢ τεσσάρων συγχρόνως. Ἤκουε τὸν ἀπερίγραπτον θόρυβον τῆς οἰκίας, ὅστις μόνος του ἤξιζε διὰ τρεῖς ἢ τέσσαρας ἑορτάς, κ᾽ ἐχόρευε μετὰ τῆς κλίνης του ἀκουσίως νανουριζόμενος ἀπὸ τὰ ᾄσματα, τὴν μουσικὴν καὶ τὰς ὀρχήσεις. Εἶτα κατὰ τὸ διάλειμμα τοῦ χοροῦ, ἤκουσε τὸ μελαγχολικὸν ᾆσμα καὶ τὴν κιθάραν εἰς τὴν ὁδόν, καὶ λησμονήσας ἑαυτόν, ἠρώτα μέσα του: «Δὲν ἔχουν τάχα ποῦ ν᾽ ἀποκρέψουν, οἱ δυστυχισμένοι;» Εἶτα πάλιν ἐσκέφθη: «Ἀναμφιβόλως θὰ ἔχουν ποῦ ν᾽ ἀποκρέψουν, ἀλλὰ προτιμοῦν νὰ βλέπουν τὰ φωτισμένα παράθυρα». Ἔπειτα ἤκουε καὶ ᾆσμα καὶ χορὸν ἐντόπιον εἰς δύο γειτονικὰς οἰκίας. Ἰδού, ὅλων αὐτῶν τῶν διασκεδάσεων μετεῖχε, χωρὶς νὰ εἶναι παρών. Ἔλεγε δὲ καθ᾽ ἑαυτόν: «Χωρὶς ἄλλο διὰ νὰ ἐκτιμήσῃ τις μουσικὴν καὶ χορόν, πρέπει νὰ εἶναι ἀκροατὴς μακρόθεν. Ἀπὸ σιμά, ὁ γινόμενος θόρυβος ἐκκωφαίνει τὰ ὦτα καὶ ἐκπτοεῖ τὴν κρίσιν». Αἴφνης ᾐσθάνθη παραδόξως εἰς τοὺς ἀλγοῦντας ὀδόντας του κάτι ὡς αἱμωδίασιν, καὶ ἐνθυμηθεὶς τὸν μῦθον ἐψιθύρισεν: «Ὄμφακές εἰσι».

Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ἀκούει κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας του καὶ ἄλλον θόρυβον καὶ ἄλλην διασκέδασιν. Ἐχόρευαν τὸν συρτὸν ἢ τὸν καλαματιανόν, κ᾽ ἐτραγουδοῦσαν τὸ «Μαῦρο γεμενὶ*» καὶ τὸ «Μύλο τῆς θειᾶς μου τῆς Κοντύλως».

Ὑπὸ τοὺς πόδας του ἀκριβῶς, κατῴκει εἰς τὸ ἰσόγειον ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα μετὰ τῆς ψυχοκόρης της, τῆς Μαρουσῶς. Φαίνεται ὅτι τὴν ἑσπέραν ἐκείνην εἶχαν κάμει ἀγάπην καὶ αἱ τρεῖς, μὲ τὴν Λεμονοὺ καὶ μὲ τὴν Χρίσταιναν, μετὰ τῆς Φρόσως καὶ τῆς Γεώργαινας καὶ τοῦ συζύγου της, καὶ εἶχαν ἀποφασίσει «ν᾽ ἀποκρέψουν» ὁμοῦ. Τώρα δέ, ἀφοῦ ἔφαγαν, εἶχαν στήσει καὶ αὐταὶ τὸν χορόν, εἷς ἀνὴρ καὶ πέντε γυναῖκες, μὲ τρία μικρὰ παιδία. Ἐνωρὶς ἀκόμη, ὅταν ὁ Σπύρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ μαγειρεῖον, ὅπου ἔφαγε, μόλις ἀνέβη εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ ἤναψε τὴν λάμπαν, ἀκούει ἐλαφρὸν κτύπον εἰς τὴν θύραν του. Ὁ πρόδομος ἦτο ἀκόμη γαλήνιος, διότι δὲν εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐπέρχωνται τὰ κύματα τῶν προσκεκλημένων. Ὁ Σπύρος ἐνόμισεν ὅτι θὰ ἦτο ἡ κυρία Ζαχαρού, καὶ ὅτι θὰ ἦλθε διὰ νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς αὐτὸν τὴν πρόσκλησιν, ἣν τοῦ εἶχαν κάμει ἤδη αἱ κόραι της. Ἔσπευσε ν᾽ ἀνοίξῃ. Ἠπατᾶτο, δὲν ἦτο ἡ γραῖα. Ἦτο ἡ Μαρούσα, ἡ ψυχοκόρη τῆς Σταματούλας, δεκατεσσάρων ἐτῶν κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, μὲ μαῦρα ὄμματα, μὲ λευκὸν μανδήλιον περὶ τὴν κεφαλήν, τὴν ὁποίαν πρὸ δύο ἐτῶν, ὅταν ἦτο μαθητὴς τοῦ γυμνασίου καὶ κατῴκει εἰς γειτονικὸν δωμάτιον, ἐνθυμεῖτο μικρὰν ἄσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, ἀληθὲς «γυφτοκόνισμα», καὶ ἥτις τώρα εἶχε «ξετρίψει» κ᾽ ἐγίνετο ὡραία. Ἦτο δευτέρα ἢ τρίτη φορὰ καθ᾽ ἣν ἡ μικρὰ ἀνέβαινεν εἰς τὸ δωμάτιόν του. Εἶχεν ἔλθει ἄλλας δύο φορὰς διὰ νὰ λάβῃ τὰ πρὸς πλύσιν ἐνδύματά του, ἢ διὰ νὰ τὰ φέρῃ πλυμένα διὰ τῶν χειρῶν τῆς θετῆς μητρός της. Καὶ τὴν φορὰν ταύτην, ὁ Σπύρος ἐνόμισεν ὅτι ἦλθε νὰ τοῦ ζητήσῃ ροῦχα, καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ τὴν ἐρωτήσῃ: «Θὰ πλύνῃ αὔριο ἡ μάννα σου, Καθαρὴ Δευτέρα;» Ἀλλ᾽ ἡ κορασίς, προλαβοῦσα, τοῦ λέγει:

― Κύριε Σπύρο, εἶπ᾽ ἡ μητέρα μου, δὲν κοπιάζεις κάτω, ν᾽ ἀποκρέψουμε, ἂν ἀγαπᾷς;…

Ὁ Σπύρος δὲν ἐπερίμενε τὴν πρόσκλησιν ταύτην, καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῇ ἀπήντησεν.

― Εὐχαριστῶ, κορίτσι μου, ἔφαγα ἐγώ, ἀπόκρεψα, νὰ μοῦ τὴν χαιρετᾷς.

Ἡ παιδίσκη ἐπανέλαβε:

― Κι ἂν ἔφαγες εἶπ᾽ ἡ μητέρα μου, νὰ κοπιάσῃς ὕστερα, ποὺ θὰ χορέψουμε…

― Μπράβο! ἔχω εὐχαρίστησιν, εἶπε μειδιῶν ὁ νέος· ποιοὶ καὶ ποιοὶ θὰ εἶσθε;

― Θά ᾽μαστε ἡ μητέρα μου κ᾽ ἐγὼ κ᾽ ἡ κυρα-Χρίσταινα κ᾽ ἡ Φρόσω κ᾽ ἡ κυρα-Βαγγελὴ κ᾽ ἡ κυρα-Γιώργαινα μὲ τὸν κὺρ Γιώργη, κι ὁ Νῖκος κι ὁ Τάσος κι ὁ Ἀντωνάκης τῆς κυρα-Γιώργαινας.

― Κάτι πολλοί! εἶπε μετὰ θαυμασμοῦ ὁ Σπύρος. Καὶ τὰ ἔχετε καλὰ τώρα μὲ τὴν κυρα-Χρίσταινα καὶ μὲ τὴν κυρα-Βαγγελή;

― Δὲν ἔχουμε τίποτα…

― Τόσο καλύτερα… Χαιρέτα μου τὴ μητέρα σου, θὰ εἶχα μεγάλη εὐχαρίστηση… μὰ ἔχω πονόδοντο καὶ θὰ κοιμηθῶ νωρίς.

Ἤθελε νὰ εἴπῃ ναί, καὶ ἔλεγεν ὄχι. Δὲν τοῦ ἐφαίνετο ἀξιοπρεπὲς νὰ ὑπάγῃ «ν᾽ ἀποκρέψῃ» μὲ τὴν πλύστραν του, ἄλλως δὲ θὰ τὸν ἔτυπτεν ἡ συνείδησις, διότι ὁ μετὰ τόσων γυναικῶν, ὧν τινες ἦσαν νέαι, συγχρωτισμὸς δὲν θὰ ἦτο ἀκίνδυνος δι᾽ αὐτόν, καὶ ἡ πρόθεσίς του, ἂν ἐδέχετο τὴν πρόσκλησιν, ἀδύνατον νὰ ἦτο ἀθῴα. Μᾶλλον θὰ ἐπροτίμα νὰ φιλήσῃ ἐκεῖ εἰς τὰ κρυφὰ τὴν μικρὰν κορασίδα, τὴν ὁποίαν ἀπερισκέπτως ἔστελλε πρὸς αὐτὸν ἡ ψυχομάννα της, ἀλλὰ δὲν ἦτο τολμηρός, οὔτε ἀπολύτως διεφθαρμένος.

Ἀπέπεμψε τὴν παιδίσκην ἀλώβητον, καὶ αὐτὸς ἐξηπλώθη φιλοσοφικῶς ἐπὶ τῆς σκληρᾶς μαθητικῆς στρωμνῆς του. Εὐχαριστήθη, διότι ἐνίκησε τὸν πειρασμόν, ἦτο ἥσυχος τώρα, σχεδὸν εὐτυχής. Ἰδοὺ λοιπὸν ὅτι τὰ τρία ἐμπόλεμα μέρη τοῦ ἰσογείου εἶχαν εἰρηνεύσει, καὶ συνῆλθον ὁμοῦ νὰ ἑορτάσωσι τὴν τελευταίαν νύκτα τῆς Τυρινῆς. Καλὰ ποὺ τὸ ἐπῆραν πονηρά, ἐσκέπτετο ὁ Σπύρος, κ᾽ ἐξέλεξαν ὡς τόπον τῆς διασκεδάσεώς των τὸ οἴκημα τῆς Σταματούλας, ἀκριβῶς ὑπὸ τὸ δωμάτιον τὸ ἰδικόν του, διότι ἂν κατέρρεεν αἴφνης τὸ πάτωμα τοῦ ἀνωγείου ὑπὸ τὸ βάρος τῶν χορευτῶν, ἐκεῖ ἦτο ἐλπὶς νὰ γλυτώσουν, ἐκτὸς ἂν ἔπιπταν καὶ οἱ τοῖχοι, καὶ τότε ψυχὴ δὲν θὰ ἐσώζετο. «Τί ὡραῖα, τί ἀφελῆ ἔθιμα ἔχει ὁ ἑλληνικὸς λαός, διενοεῖτο ὁ Σπύρος. Ἰδοὺ ὅτι τρεῖς οἱονεὶ οἰκογένειαι, ἐνῷ ὅλον τὸν χρόνον ἦσαν εἰς διάστασιν, ἀπεφάσιζαν τὴν τελευταίαν ἡμέραν τῆς Ἀπόκρεω νὰ φιλιωθῶσι, διὰ νὰ ἑορτάσωσιν ὁμοῦ τὴν νύκτα τῆς τυροφαγίας. Διὰ τοὺς μὲν (τί τὰ θέλετε;) ὁ βίος αὐτὸς εἶναι διηνεκὴς Ἀπόκρεως, διὰ τοὺς δὲ εἶναι μακρὰ καὶ θλιβερὰ σαρακοστή. Εὐτυχῶς λαμβάνει πέρας! Ὡς ὄασις ἐν τῇ ἐρήμῳ ἂς εἶναι τοὐλάχιστον διὰ τοὺς δευτέρους ἡ νὺξ αὕτη τῆς Ἀπόκρεω!» Καὶ αὐτὸς ὁδοιπόρος ἦτο εἰς τὴν ματαιότητα αὐτὴν τοῦ κόσμου. Καὶ δι᾽ αὐτὸν ἡ ζωὴ ἦτο ἀνήφορος ἀτελείωτος, καὶ ὁδὸς τραχεῖα καὶ μακρὰ τεσσαρακοστή. Πότε θὰ ἔφθανεν εἰς τὸ τέρμα; Ἴσως νὰ ἐδειματοῦτο ἀπὸ μορμολύκεια τῆς φαντασίας του, ἀλλ᾽ ἐμαντεύετο δυσοίωνα περὶ τοῦ μέλλοντός του· τὸ μόνον καλὸν ἦτο ὅτι ἐφιλοσόφει ἐκ προκαταβολῆς διὰ πᾶν τὸ ἀποβησόμενον ὡς πρὸς αὐτόν.

Ἐκ τῶν ρεμβασμῶν του τὸν ἀπέσπασε τραχεῖα φωνὴ γέροντος, ἀναμειχθεῖσα εἰς τὸν χορὸν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν του, εἰς τὸ οἴκημα τῆς Σταματούλας.

Ἡ φωνὴ βραχνὴ καὶ μετὰ ἰδιαζούσης προφορᾶς ἔψαλλε:

Πῶς τὸ τρίβουν τὸ πιπέρι,
τοῦ διαβόλου οἱ καλογέροι
!

Τὴν φωνὴν ταύτην ἀνεγνώρισε πάραυτα ὁ Σπύρος. Ἦτο τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀντώνη, τοῦ συζύγου τῆς γραίας Βαγγελῆς, τὸν ὁποῖον αὕτη εἶχε πρὸ πολλοῦ διωγμένον. «Ἄ! ἦρθε λοιπὸν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀντώνης πίσω;» ἐσκέφθη ὁ νεαρὸς σπουδαστής. Ἐνθυμεῖτο ὅτι, πρό τινων μηνῶν, ὅταν ὁ γέρων ἦτον ἄρρωστος, ἡ γρια-Βαγγελὴ παραπονουμένη περὶ αὐτοῦ ἔλεγε:

― Τί-σου-κάμῃ δά, κι αὐτὸς ὁ καμέναρος! Ἔχει καὶ τὸ σύναχό του… ἔχασε καὶ τὶς παποῦτσες του… θέλει καὶ τὸν τσίγαρο!…

Ἀλλ᾽ ὅταν ἀνέρρωσεν ὀλίγον, καὶ δὲν ἤθελε νὰ δουλεύῃ, ἡ γραῖα τοῦ ἔδωκε τὰ δικά της τὰ πασουμάκια νὰ φορέσῃ, καὶ τὸν ἀπέπεμψε λέγουσα: «Ἂς πᾷ νά ᾽βρῃ τσωμὶ νὰ φᾷ!» Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ὅτι ὁ γέρων, ἀφοῦ ἐκυλίσθη ἐπὶ τόσους μῆνας τίς οἶδε ποῦ ἐργαζόμενος διὰ νὰ ζῇ, ἐνθυμήθη κατὰ τὴν Ἀπόκρεων νὰ ἔλθῃ πρὸς τὴν γραῖάν του ὅπως κάμῃ ἀγάπην μετ᾽ αὐτῆς… ἴσως μάλιστα νὰ τῆς ἔφερε καὶ ὀλίγα κερμάτια.

Τὸ ἀποκριάτικον δίστιχον τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀντώνη, τὸ ἐπανέλαβεν εὐθὺς ὕστερον δροσερὰ γλυκεῖα φωνὴ νεάνιδος, τὴν ὁποίαν ὁ Σπύρος ἀνεγνώρισεν ἐπίσης. Ἦτο ἡ φωνὴ τῆς Φρόσως, τῆς ἀδελφῆς τῆς κυρα-Χρίσταινας. Τὴν εἶχεν ἐρωτευθῆ πρό τινος χρόνου τὴν χλωμὴν λεπτοφυῆ κόρην, τὴν πτωχὴν κ᾽ ἐργατικήν, τὴν εἶχε ἐρωτευθῆ ὡς ἠρωτεύετο σήμερον τὴν Κούλαν, μὲ πλατωνικὸν ἔρωτα. Τόσον ὀλίγον μάλιστα τὴν ἐπλησίασεν, ὥστε κατ᾽ ἀρχὰς ἠγνόει καὶ τ᾽ ὄνομά της. Ἤκουεν εἰς τὸ ἀκρινὸν διαχώρισμα τοῦ ἰσογείου δύο ὀνόματα γυναικῶν. Φρόσω καὶ Κατίναν, Κατίναν καὶ Φρόσω. Αὐτὸς Φρόσω ἐνόμιζε τὴν κυρα-Χρίσταιναν καὶ Κατίναν ἐνόμιζε τὴν ἀδελφήν της. «Ἐπῆρε τὴ Φρόσω γιὰ Κατίγκω», ὡς ἔλεγεν ἀργότερα ὁ ἴδιος. Καὶ εἰς τοὺς στίχους τοὺς ὁποίους ἔγραψε δι᾽ αὐτὴν (διότι ἔγραφε, φεῦ! καὶ στίχους, τοὺς ὁποίους εὐτυχῶς δὲν ἐδημοσίευε) τὴν ὠνόμαζε, καλῇ τῇ πίστει, Κατίναν.

Εἰπέ μου, τί τοὺς ἔκαμες Κατίνα ρημασμένη!
Πῶς κάθε ὄμμα βάσκανον ἐσένα μόνον βλέπει,
καὶ κάθε γλῶσσα διὰ σὲ λαλεῖ φαρμακωμένη;
Ἄ! ὄχι τοῦτο διὰ σέ, Κατίνα μου, δὲν πρέπει…
Ἂν ὑπανδρεύθης, ἔκαμες κακόν; Θεὸς φυλάξῃ!
Ὁμοίως ὑπανδρεύονται ὅλοι οἱ φτωχοί, Κατίνα,
κ᾽ οἱ μαῦρες σου γειτόνισσες, ἡ τύχη σὰν ἀλλάξῃ,
ποὺ λέγουν τόσα διὰ σέ, κ᾽ ἐβόιξ᾽ ἡ Ἀθήνα
.
. . .
Τὴν σὺμφορὰ ποὺ πέρασες καὶ τὴν ζωὴν ποὺ ζοῦσες
τὴν μέτρησες μὲ βάσανα, τὴν πλήρωσες μὲ μίση
σκυμμένη πάντα πρὸς τὴν γῆν, ὡς νὰ παρακαλοῦσες
τὴν Μοῖραν νὰ σὲ σπλαχνισθῇ καὶ νὰ σὲ βοηθήσῃ
.
. . .
Στὸν δρόμον χθὲς τῆς μάμμης σου μ᾽ ἐντάμωσεν ἡ φίλη,
μία καλὴ νοικοκυρά, κ᾽ ἐτάνυσε τὸ στόμα,
καὶ διὰ σέν᾽ ἀγλύκαντα καὶ διαστρεμμένα ὡμίλει.
Χαῖρε, Κατίνα! κ᾽ οἱ γριὲς σ᾽ ἐζήλεψαν ἀκόμα…


Εἰς τὸ τρίτον τετράστιχον ὑπῃνίσσετο τὸ ἐπάγγελμα τῆς κόρης, βοηθούσης εἰς τὴν πλύσιν τὴν ἀδελφήν της. Εἰς τὸ τελευταῖον ἀπόσπασμα ἡ γραῖα, περὶ ἧς γίνεται λόγος, ἦτο ἴσως αὐτὴ ἡ Βαγγελὴ ἡ Λεμονού. Σημειωτέον ὅτι ἡ κόρη δὲν εἶχεν ὑπανδρευθῆ, ἀλλ᾽ εἶχεν ἀρραβωνισθῆ πρό τινος χρόνου μικροκάπηλόν τινα, ὅστις πληροφορηθεὶς ὅτι δὲν εἶχε μετρητά, τὴν παρῄτησεν, ἀφοῦ δωρεὰν τὴν ἐξέθεσεν εἰς τὰς κακολογίας τῶν φιλοψόγων γυναίων. Ἀλλ᾽ ὁ Σπύρος, ὅστις ἐθεώρησε κατ᾽ ἀρχὰς τὸν γάμον βέβαιον κ᾽ ἔγραφεν εἰς τοὺς στίχους του ὅτι ἡ κόρη «ὑπανδρεύθη», ἐλυπήθη διὰ τὴν διάλυσιν τοῦ συνοικεσίου ὅσον ἐθλίβη κατ᾽ ἀρχὰς διὰ τὸν ἀρραβῶνα, διότι, ἐν τῷ μεταξύ, ἔπαυσε πλέον νὰ τὴν ἀγαπᾷ, καὶ ἠρωτεύθη ἀντ᾽ αὐτῆς τὴν Κούλαν, ἥτις ἄδηλον ἂν ἠγάπα τινά, ἀλλ᾽ αὐτὸν βεβαίως ὄχι… Καὶ ὅμως, τὴν νύκτα ταύτην, ἡ φωνὴ τῆς νεάνιδος, μὲ ὅλον τὸ σατυρικὸν τοῦ ᾄσματος, τὸν συνεκίνησε… Καὶ ἔπλαττε κατὰ φαντασίαν ὁλόκληρον εἰδύλλιον οὐδέποτε μελλούσης νὰ πραγματοποιηθῇ συμβιώσεως μετὰ τῆς νεαρᾶς πλυντρίας, ἥτις δὲν ἐφαίνετο ἄμοιρος αἰσθημάτων τρυφερῶν.

Ἐκ τῆς ὀπτασίας ταύτης τὸν ἐξήγειραν ἀποτόμως ἄγριαι φωναί, ἀκουσθεῖσαι ἐν μέσῳ βόμβου ψιθυρισμῶν, καὶ διακοπέντος αἴφνης τοῦ ᾄσματος καὶ τοῦ χοροῦ, ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ κὺρ Ζαχαρία. Ἤκουσεν εὐκρινῶς δύο λέξεις, αἵτινες μὲ ἀγανάκτησιν καὶ μὲ πάθος βροντοφωνηθεῖσαι, ἐπεκράτησαν ὅλου τοῦ θορύβου, καὶ ἐγέννησαν μακρὰν σιωπήν· τὰς λέξεις: «ἀνάγωγε» καὶ «ἀφιλότιμε».

Ἔτεινε τὸ οὖς. Ἀλλὰ δὲν ἤκουε πλέον τίποτε. Μετά τινα δευτερόλεπτα μόνον ἤκουσεν ἐσπευσμένα βήματα δύο ἢ τριῶν ἀνθρώπων, κατερχομένων τὴν κλίμακα τὴν μεσημβρινήν, τῆς μικρᾶς εἰσόδου. Ἀνεπήδησε διὰ μιᾶς καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸ παράθυρον. Ἀλλ᾽ οἱ κατελθόντες τὴν κλίμακα εἶχαν κάμψει τὴν γωνίαν τοῦ νοτίου τοίχου καὶ μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς ἤκουσε μόνον τὸν κρότον τῆς ἀνοιχθείσης καὶ κλεισθείσης αὐλείας θύρας, δι᾽ ἧς ἐξῆλθον οἱ φεύγοντες.

Ἐντὸς τῆς αἰθούσης ἤκουε μόνον ὁμιλίας, ἐξ ὧν οὐδεμίαν λέξιν διέκρινεν. Ἐπανῆλθεν εἰς τὴν κλίνην του καὶ ἐξηπλώθη. Τί νὰ συνέβη ἆρά γε; Δὲν ἦτο καὶ πολὺ περίεργος, καὶ δὲν τὸν ἔμελεν. Ἐν τούτοις ἔκαμε ποικίλας εἰκασίας περὶ τῆς αἰτίας τοῦ γενομένου θορύβου, καὶ μὲ τὰς εἰκασίας ἀπεκοιμήθη, διότι ἀρκετὰ εἶχε βαυκαλισθῆ ἤδη ἀπὸ τὰ ᾄσματα καὶ τοὺς χορούς. Οὔτε ἡ μήτηρ του δὲν τὸν εἶχε ναναρίσει ποτὲ τόσον ἡδυπαθῶς, ὅτε ἦτο παιδίον, ὅσον τὸν ἐνανάρισαν τὴν ἑσπέραν ἐκείνην αἱ κραυγαὶ καὶ αἱ διαχύσεις ὅλης τῆς γειτονιᾶς.

Μόνον μετὰ πολλὰς ἡμέρας συνέβη νὰ μάθῃ ἀπὸ τὴν Σταματούλαν, τὴν πλύστραν του, ἥτις τὰ ἤξευρεν ὅλα, ὅτι «ἐκεῖνος ὁ ἀξιωματικός, ὁ ξανθομούστακος, εἶχε θυμώσει, στὸ χορὸ ἀπάνου, μὲ ἕναν ποὺ φοροῦσε προσωπίδα… ποὺ εἶχε πειράξει μιὰ κόρη… ξαδέρφη τῶν κοριτσιῶν, καλέ!… ἀνιψιὰ τῆς κυρα-Ζαχαροῦς… ποὺ εἶχε ᾽ρθεῖ στὸν μπάλο μαζὶ μὲ τ᾽ ἀδέρφι της… καὶ μ᾽ ἕναν ἄλλον κύριον, ποὺ λὲν πὼς θὰ τὴν πάρῃ… Παντρεύουνται ὁ κόσμος, νὰ σοῦ πῶ, δὲν εἶναι σὰν ἐμᾶς… Πῶς θὰ γεννοβολήσουν, νὰ πληθύν᾽ ἡ πλάση;»

Σημειωτέον ὅτι, ὅσον ἀφορᾷ τὴν Σταματούλαν, ἦτο μυστήριον διατί εἶχε χωρίσει τὸν ἄνδρα της. Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἠγάπα πάντοτε νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι ποτὲ δὲν εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Ἦτο τριανταπέντε ἐτῶν, ὑψηλή, ἰσχνή, ὀστεώδης. Ἀλλὰ δὲν ὡμολόγει ποτὲ ὅτι ἦτο παραπάνω ἀπὸ εἰκοσιπέντε ἐτῶν. Ἡ Σταματούλα ἐξηκολούθησε:

«Κ᾽ ἕνας ἄλλος, ποὺ δὲ θέλησε νὰ βγάλῃ τὴν προσωπίδα του, τὴν εἶχε πειράξει, φαίνεται, στὸ χορὸ ἀπάνου… καὶ τότες ὁ ἀξιωματικός, ὁ ξανθομούστακος, ἐξεσπάθωσε, καὶ ἤθελε νὰ τόνε κόψῃ, καὶ τὸν εἶπε ἀφιλότιμο… κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἤθελε νὰ βγάλῃ τὴν προσωπίδα, τὰ πῆρε πλυμένα κι ἄπλυτα… καὶ τό ᾽στριψε μαζὶ μὲ ἄλλους δύο φίλους του, ποὺ εἶχαν ἔρθει μαζί… μὰ ἡ διαγωγὴ τοῦ ἀξιωματικοῦ τοῦ ξανθομούστακου ἔκαμε μιὰ ἐντύπωση… κ᾽ ἔδωκε εἰς ὅλους νάμι… κ᾽ οἱ δυὸ οἱ κόρες τῆς σπιτονοικοκυρᾶς τὸν ἀγαπήσανε… κ᾽ ἐκεῖνος δὲν ξέρει ποιὰ νὰ πάρῃ ποιὰ ν᾽ ἀφήσῃ… Μὰ νὰ σοῦ πῶ, ὣς τὴ Λαμπρὴ θαρρῶ πὼς θὰ ἔχουμε γάμους τῆς Κούλας μὲ τὸν ἀξιωματικὸ τὸν ξανθομούστακο… Παντρεύουνται ὁ κόσμος, νὰ σοῦ πῶ!…»

Τὴν αὐτὴν ἑσπέραν, καθ᾽ ἣν ἡ Σταματούλα διηγεῖτο ταῦτα εἰς τὸν Σπύρον, ὁ νέος ὠνειρεύθη ὅτι τοῦ ἔπεσεν εἷς τῶν ὀδόντων του, ἐκεῖνος ὅστις πρὸ πολλοῦ τοῦ ἐπόνει. Καὶ ἕως τὸ Πάσχα, ὅτε ἐτελοῦντο οἱ γάμοι τῆς Κούλας μετὰ τοῦ νεαροῦ ἀξιωματικοῦ, ἔπαυσαν ὁριστικῶς νὰ τοῦ πονοῦν οἱ ὀδόντες.

Ηρόδοτος: Η Ιστορία ως θέαμα και ως όργανο πολιτικού προσανατολισμού

Ὁ Ἡρόδοτος ἀπό τήν Ἁλικαρνασσό ἐκθέτει ἐδῶ τίς ἔρευνές του, γιά νά μήν ξεθωριάσει μέ τά χρόνια ὅ,τι ἔγινε ἀπό τους ἀνθρώπους, μήτε ἔργα μεγάλα καί θαυμαστά, πραγματοποιημένα ἄλλα ἀπό τους Ἕλληνες καί ἄλλα ἀπό τους βαρβάρους, νά σβήσουν ἄδοξα· Ἰδιαίτερα γίνεται λόγος γιά τήν αἰτία πού αὐτοί πολέμησαν μεταξύ τους.[1]

Η Αίγυπτος είναι η πιο παράξενη χώρα του κόσμου, γιατί οι Αιγύπτιοι έχουν βαλθεί -επίτηδες θαρρείς - να κάνουν όλα τα πράγματα ανάποδα απ’ ό,τι τα κάνουν οι υπόλοιποι άνθρωποι.

«Στην Αίγυπτο οι γυναίκες πηγαίνουν στην αγορά και ασχολούνται με το εμπόριο, ενώ οι άνδρες μένουν στο σπίτι και υφαίνουν. Υφαίνουν με το υφάδι προς τα κάτω, αντίθετα οι άλλοι λαοί το τοποθετούν προς τα πάνω. Τα φορτώματα οι άνδρες τα σηκώνουν επάνω στο κεφάλι τους, ενώ οι γυναίκες τα βάζουν στους ώμους τους. Οι γυναίκες ουρούν όρθιες και οι άνδρες καθιστοί. Για να αφοδεύσουν μπαίνουν μέσα στο σπίτι τους, αν και για να φάνε βγαίνουν έξω στους δρόμους... Οι άλλοι λαοί, εκτός από όσους το έμαθαν από τους Αιγύπτιους, αφήνουν τα γεννητικά τους όργανα όπως τα έκανε η φύση, ενώ οι Αιγύπτιοι κάνουν περιτομή... Οι 'Έλληνες γράφουν τα γράμματά τους και τους αριθμούς, όταν κάνουν λογαριασμό, από τα αριστερά προς τα δεξιά, ενώ οι Αιγύπτιοι από τα δεξιά προς τα αριστερά».[2]

Αλλά εκτός από τις παραξενιές αυτές (παρέθεσα μόνο μερικές παραπάνω), ο Ηρόδοτος καταγράφει, σχετικά με τους Αιγύπτιους και την Αίγυπτο, και άλλα πολλά θαυμαστά πράγματα, από τα οποία ξεχωρίζω το «πείραμα» που μηχανεύτηκε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Ψαμμήτιχος για να εξακριβώσει ποιοι από τους ανθρώπους είχαν δημιουργηθεί πρώτοι:

«Πήρε στην τύχη δύο νεογέννητα παιδιά, τα έδωσε σ' έναν βοσκό για να τα μεγαλώσει ανάμεσα στα κοπάδια του και τον διέταξε κανείς να μην πει μπροστά στα παιδιά ούτε λέξη. Έπρεπε ο βοσκός να τα βάλει σε μια καλύβα ερημική και να τους πηγαίνει πότε πότε κατσίκες ώστε να έχουν αρκετό γάλα, και να τα φροντίζει για όλα τ’ άλλα. Ο Ψαμμήτιχος τα έκανε αυτά και έδωσε τέτοιες διαταγές, επειδή ήθελε να ακούσει τι γλώσσα θα μιλήσουν πρώτη τα παιδιά, όταν θα έπαυαν να βγάζουν φωνές χωρίς νόημα. Αυτό και έγινε. Όταν πέρασαν δύο χρόνια κι ο βοσκός τα φρόντιζε όπως είχε διαταγή, άνοιξε μια μέρα την πόρτα της καλύβας και τα παιδιά προχώρησαν προς αυτόν με τα χεράκια τους τεντωμένα και φώναξαν ‘βεκός ’. Την πρώτη φορά που το άκουσε ο βοσκός δεν έδωσε σημασία, μα καθώς πήγαινε συχνά και τα φρόντιζε και του έλεγαν συνεχώς την ίδια λέξη, το μήνυσε τους κυρίου του και αυτός διέταξε να του φέρει τα παιδιά. Όταν ο Ψαμμήτιχος τα άκουσε ο ίδιος, ζήτησε να μάθει σε ποια γλώσσα υπήρχε η λέξη ‘βεκός ’ και ανακάλυψε ότι οι Φρύγες λένε έτσι το ψωμί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υποχώρησαν οι Αιγύπτιοι που σκέφτηκαν το ζήτημα και παραδέχτηκαν ότι οι Φρύγες ήταν αρχαιότεροι τους».[3]

Και φυσικά, αξιοσημείωτα πράγματα συναντά κανείς σε όλη την έκταση των Ιστοριών. Αναφέρω εδώ την εκνευριστική ηλιθιότητα του Κανδαύλη, που πήγαινε γυρεύοντας και που μόλις ο αναγνώστης πληροφορείται την οικτρά τύχη του, συμπεραίνει αυθόρμητα: καλά να πάθει. Υπογραμμίζω ακόμα και την μωρία του Ξέρξη, που διέταξε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να μαστιγώσουν τή θάλασσα, ρίχνοντας μάλιστα μέσα της και χειροπέδες, για να την τιμωρήσει επειδή είχε καταστρέψει, τρικυμίζοντας, τη γέφυρα που είχε φτιάξει στον Ελλήσποντο. Θυμάμαι επίσης όχι μόνο την αλαζονεία του Κροίσου αλλά και τη σύνεση του Κύρου. Γιατί ο Κροίσος, που στην εποχή της παντοδυναμίας του πίστευε ότι είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, θυμήθηκε, μια στιγμή πριν πεθάνει επάνω στην πυρά, τα σοφά λόγια που του είχε πει ο Σόλων, ότι, δηλαδή, δεν πρέπει να καλοτυχίζουμε κανέναν άνθρωπο, πριν μάθουμε τον τρόπο με τον οποίο πέθανε - λόγια που είχε περιφρονήσει τότε. Ο Κύρος, αντίθετα, παραδειγματίστηκε από τη σχετική ιστορία και χάρισε τη ζωή στον Κροίσο, αναλογιζόμενος ότι και ο ίδιος θα μπορούσε να βρεθεί κάποτε σε παρόμοια θέση. Αν και πάνω απ’ όλα βρίσκονται οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Πέρσες, που είναι το κεντρικό θέμα αλλά και το άλλοθι της απίστευτης αυτής ανθρώπινης φαντασμαγορίας, από την οποία δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοσταχυολογήσει όπως, υποθέτω, και ο ίδιος ο Ηρόδοτος δεν ήξερε, όταν έγραφε την ιστορία του, τι να πρωτοϊστορήσει.

Κι αλήθεια, η φλυαρία του ιστορικού γίγνεσθαι είναι ακατάσχετη. Η στερεότυπη και μονότονη αναπαραγωγή τόσων και τόσων ανθρώπινων, κοινωνικών, πνευματικών, ιστορικών και πολιτισμικών κύκλων προσφέρει ωστόσο μία απίστευτη ποσότητα γεγονότων, καταστάσεων, συμβάντων και περιστατικών που αν ήθελε κανείς να τα γράψει ή έστω να τα καταμετρήσει, δεν θα έχανε μόνο τον χρόνο του αλλά και τον νου του. Αν και κάποια από τα γεγονότα αυτά σκάζουν μύτη πάνω από την επιφάνεια που αποτελεί ο μέσος όρος. Ο Ηρόδοτος ξεχωρίζει παραδειγματικές βιογραφίες και λαογραφίες, αυτοτελείς short stories παρμένες από τα έργα, τις ημέρες, τις περιπέτειες και τους πολέμους των ανθρώπων και των λαών, πεποιθήσεις, θρησκευτικές δοξασίες, συνήθειες, ανέκδοτα και κατορθώματα, που είναι όλα τους τόσο αξιοθαύμαστα και αξιοπερίεργα, τόσο παράδοξα ή τόσο αξιοκατάκριτα, τόσο μεγαλειώδη ή τόσο καταγέλαστα, ώστε παρακινούν, από μόνα τους θα έλεγε κανείς, τον ιστορικό να τα ιστορήσει.

Ας αρχίσουμε όμως από το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος ταξιδεύει σ’ έναν γνωστό κόσμο που μοιάζει να είναι απέραντος, παρότι τελειώνει στις μυθικές Ηράκλειες Στήλες, γιατί παραμένει στο σύνολό του σχεδόν άγνωστος. Οι χώρες, οι λαοί, οι πολιτισμοί, οι επιμέρους ιστορίες και βιογραφίες που βγαίνουν από τις αφηγήσεις του όπως οι λαγοί από τα μανίκια των ταχυδακτυλουργών, προέρχονται από τις αναρίθμητες στοές ενός ανεξερεύνητου Λαβύρινθου, όπου έχει κανείς την εντύπωση ότι μπορεί να περιπλανιέται ή να προοδεύει επ’ άπειρον. Αν και εδώ υπάρχει ένας αδιαμφισβήτητος και γι’ αυτό και κοινόχρηστος μίτος, που σου επιτρέπει να κινείσαι με ασφάλεια. Όλες οι ιστορίες, όσο μεγάλες ή μικρές κι αν είναι, υποτάσσονται στη μοίρα που ορίζει τη ροή όλων των γεγονότων. Αυτά που συμβαίνουν, συμβαίνουν, γιατί ήταν μοιραίο να συμβούν.

Αυτή ήταν μία ακλόνητη πεποίθηση, που την προσέφερε στον αρχαίο κόσμο η ανακύκληση των τεσσάρων εποχών του έτους καθώς και ο φυσικός κύκλος της ζωής: γέννηση, νεότητα, ωριμότητα, γηρατειά, θάνατος. Αν όμως η ανακύκληση είναι απαράβατη στη φύση, για ποιον λόγο να ισχύει και στις ιστορίες των λαών, των χωρών και των πόλεων; Γιατί, όταν τα παραπάνω συλλογικά υποκείμενα ακμάζουν, αποκτούν υπέρμετρη δύναμη. Και ό,τι υπερβαίνει το μέτρο θίγει την τάξη του κόσμου προκαλώντας την νέμεσιν των θεών και έτσι και την καταστροφή του. Το ενδιαφέρον μάλιστα εδώ είναι ότι όργανο της νεμέσεως είναι τα ίδια τα χαρακτηριστικά ελαττώματα των ανθρώπων: η φιλοδοξία, η αλαζονεία και η μωρία που παίρνοντας αέρα από την υπέρμετρη δύναμη, υπαγορεύουν στους ηγέτες των λαών και τους πολίτες των πόλεων μεγαλεπήβολες, άφρονες και εντέλει αυτοκαταστροφικές επιχειρήσεις, κατακτητικές ως επί το πλείστον. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι όμως ότι η έννοια του πεπρωμένου δεν αντιφάσκει διόλου προς την ανθρώπινη ελευθερία. Απλώς και μόνον κάθε φορά που η εν λόγω ελευθερία απειλεί την προδιαγεγραμμένη ροή των γεγονότων, επεμβαίνουν οι θεοί και εξαλείφουν τον σχετικό κίνδυνο επιστρατεύοντας τα μεγάλα μέσα.

Τυπική όσο και εκπληκτική εν προκειμένω είναι η αμφιταλάντευση του Ξέρξη ανάμεσα στον πόλεμο εναντίον των ελληνικών πόλεων και την ειρήνη, όπως ιστορείται αυ­τή στο έβδομο βιβλίο (7.11, 2-18) του Ηρόδοτου, που έχει περιληπτικά ως εξής: Ο Ξέρξης ωθούμενος από την ορμητικότητα της νεότητας και τη φιλοδοξία, αποφασίζει να υποτάξει τους Έλληνες. Ευθύς αμέσως συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο, ανακοινώνει την απόφασή του και διατάζει τους συμβούλους του να προχωρήσουν στη συγκρότηση πανστρατιάς. Ταυτόχρονα όμως ζητά και τη γνώμη των παρισταμένων για την απόφασή του. Εξ αυτών ο Μαρδόνιος υπερθεματίζει. Οι Έλληνες πρέπει να υποταγούν εξάπαντος, γιατί, αν και ελάχιστοι, έχουν το θράσος να δημιουργούν προβλήματα στην κοσμοκράτειρα Περσία υποδαυλίζοντας συνέχεια εξεγέρσεις στις υπό περσική κατοχή ελληνικές αποικίες της Ιωνίας. Ο συνετός Αρτάβανος όμως, που ήταν και θείος του Ξέρξη, υποστηρίζει ότι θα ήταν αφροσύνη να επιχειρήσει κανείς μια τόσο ριψοκίνδυνη επίθεση εναντίον αυτών που θεωρούνται από όλους ως οι καλύτεροι πολεμιστές στη στεριά και τη θάλασσα. Πόσο μάλλον όταν μόνοι τους οι Αθηναίοι είχαν νικήσει στον Μαραθώνα τον στρατό, που είχε στείλει για να υποτάξει τους Έλληνες ο πατέρας του Ξέρξη, ο Δαρείος, υπό την ηγεσία του Δάτη και του Αρταφέρνη. Ακούγοντας τον Αρτάβανο ο Ξέρξης γίνεται έξαλλος και του φέρεται με σκαι- ότητα. Αργότερα όμως ανακτά την ψυχραιμία του και τότε τα συνετά λόγια του θείου του πιάνουν τόπο. Σκέπτεται ότι δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος να ξεκινήσει έναν τέτοιο πόλεμο και διατάζει τη ματαίωσή του, θέτοντας έτσι στον αέρα την προδιαγεγραμμένη ροή των γεγονότων. Μόνο που στις δύο επόμενες νύχτες βλέπει στον ύπνο του το ίδιο όνειρο: Ένας ψηλός και όμορφος νέος τον ψέγει για την υπαναχώρησή του και τον παροτρύνει να επιτεθεί, απειλώντας τον μάλιστα ότι, αν προτιμήσει την ειρήνη, θα υποστεί την έσχατη ταπείνωση. Θορυβημένος ο Ξέρξης διηγείται τα καθέκαστα στον Αρτάβανο, τον οποίο και πειθαναγκάζει να φορέσει τη βασιλική στολή, να καθίσει στο θρόνο και να κοιμηθεί στο βασιλικό κρεβάτι τη νύχτα για να δουν κι οι δυο τι θα γίνει. Πράγματι ο Αρτάβανος τα κάνει όλα αυτά, βλέπει στον ύπνο του τον ίδιο ψηλό και ωραίο νέο να του λέει τα ίδια πράγματα. Έτσι μεταστρέφεται υπέρ του πολέμου, αφού πείστηκε ότι πρόκειται για θέλημα των θεών. Οπότε τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει πλέον τον μολαταύτα ελεύθερο Ξέρξη να προελάσει προς τη θλιβερή του μοίρα.

Με άλλα λόγια η προδιαγραφή δεν μειώνει καθόλου τη σημασία της ανθρώπινης απόφασης και το βάρος της ανθρώπινης ευθύνης. Όπως παρατηρεί ο A. Lesky, πρόκειται για: ένα κομμάτι γνήσιας αρχαϊκότητας και μπορούμε να παρακολουθήσουμε την αντίληψη αυτή ως πίσω στον Όμηρο, ότι όλα όσα συμβαίνουν παίρνουν την ώθηση και την κατεύθυνσή τους τόσο από την ανθρώπινη όσο και από την θεϊκή περιοχή, χωρίς να μπορούν να καθοριστούν ορθολογικά τα επιμέρους συνθετικά,[4] Όσο αρχαϊκή κι αν φαίνεται η παραπάνω ιστορία, μια πιο μοντέρνα ή και μεταμοντέρνα αντίληψη για τις έννοιες της μοίρας, του πεπρωμένου και της προδιαγραφής θα μπορούσε να δε­χθεί - προκειμένου για τους κύκλους που διέπουν τους λαούς, τις πόλεις, τις δυναστείες, τα έθνη και τις αυτοκρατορίες - ότι η ανθρώπινη ελευθερία μπορεί μεν να επισπεύσει ή να παρατείνει τα στάδια του σχετικού κύκλου - γέννηση, ακμή, παρακμή - όχι όμως και να ματαιώσει την ανακύκληση, σταματώντας έναν συγκεκριμένο κύκλο σε κατάσταση διαρκούς ωριμότητας και ακμής ή, ακόμα περισσότερο, εγκαθιδρύοντας επί της γης αιώνια ειρήνη.

Ώστε το πεπρωμένο είναι η συνθήκη που διέπει τον πεπερασμένο αλλά και λαβυρινθώδη κόσμο. Αν και η γενική αυτή συνθήκη εξατομικεύεται στην πληθώρα των επιτόπιων και των επί μέρους ανακυκλήσεων. Όπως κάθε άνθρωπος υπόκειται στον κύκλο της βιογραφίας του, έτσι και κάθε χώρα είναι παγιδευμένη στον δικό της ιδιαίτερο χρο­νικό κύκλο, γεγονός που καθιστά τον κόσμο και εντέλει τον χώρο μία αναπεπταμένη χρονικότητα. Το να πηγαίνεις σε μία καινούρια χώρα σημαίνει να εισέρχεσαι και να τα­ξιδεύεις στον χρόνο της. Από την άποψη αυτή η γεωγραφία είναι μία οριζοντιωμένη ιστορία, οπότε και κάθε περιήγηση μετατρέπεται αυτομάτως σε ιστοριογραφία. Γιατί, όπως τα βουνά που ορθώνουν το ανάστημά τους στη διάσταση του ύψους, έτσι και η ιστορία είναι γηγενής. Εκπηγάζει και υψώνεται σαν πίδακας στη διάσταση του χρόνου. Σαν πίδακας που απαρτίζεται, όπως και οι υδάτινοι πίδακες, από μόρια, από σταγόνες και σταγονίδια, όλων των μεγεθών: λαούς, κοινωνίες, φυλές, οικογένειες, ανθρώπους, δηλαδή από τα φυσικά και από τα συλλογικά υποκείμενα, όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι σταγόνες αυτές ανέρχονται ενόσω διατηρούν την ορμή της εκπήγασης, εκπληρώνοντας έτσι τον προορισμό τους. Κάποια στιγμή όμως η φόρα τους εξαντλείται και τότε, αφού μείνουν για μια στιγμή μετέωρες στην κορυφή, διαγράφουν τη γνωστή καμπύλη της παρακμής και της πτώσης, ώσπου κάποια στιγμή επιστρέφουν στη μητέρα Γη.

Ενώ οι κορυφαίες καμπύλες όλων αυτών των τροχιών φτιάχνουν τη γνωστή ομπρέλα του πίδακα: τον θόλο της Ιστορίας, που στεγάζει, όπως είναι επόμενο, όχι μόνο το παρόν (όλα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή και στο κάθε τώρα) αλλά και όλο το παρελθόν και όλο το μέλλον. Οπότε, για να συμπληρώσουμε την αναλογία, πρέπει να προσθέσουμε τα ιστορικά γεγονότα -τουτέστιν τις φυσαλίδες, τις φουσκάλες και τον αφρό-που προκαλούνται από τον συνωστισμό, την τριβή, τον αναπόφευκτο ανταγωνισμό, τις συμπλοκές των υποκειμένων και εντέλει από τον πόλεμο, ο οποίος μάλιστα δίνει στο σιντριβάνι της Ιστορίας, που αναβλύζει διαρκώς, το σχήμα και τη μορφή ενός αναβράζοντος αγωνίσματος, η μικρογραφία του οποίου επρόκειτο ύστερα από μερικούς αιώνες να παρασταθεί στο Κολοσσαίο.

Από κει και πέρα η ιστορική γνώση είναι κι αυτή ένα αφρίζον σταγονίδιο. Μία φουσκάλα που φουσκώνει όμως όλο και πιο πολύ προσπαθώντας να καλύψει εκ των ένδον τον θόλο των γεγονότων. Ο ιστορικός σχηματίζει πληρέστερη εικόνα, γιατί περιηγούμενος κοιτάζει τον πίδακα από πολλές οπτικές γωνίες. Για την ακρίβεια τον εξετάζει με τα μάτια της δικής του ιστορίας, την οποία και κουβαλάει φυσικά μαζί του όπου κι αν πηγαίνει, φωτίζει σαν με κλεφτοφάναρο τις αλλοδαπές ιστορίες, δημιουργώντας έτσι προγεφυρώματα και αποικίες γνώσης, όπως ακριβώς οι άποικοι που εμβολίαζαν τις ξένες χώρες με την ιστορία των μητροπόλεών τους, ιδρύοντας αποικίες. Ενώ στη συνέχεια ο ιστοριογράφος -περιηγητής συγκροτεί πανοραμική εικόνα, συνδέοντας όλες αυτές τις αποικίες που ίδρυσε σε δίκτυο. Το ιστορικό έργο δηλαδή είναι ένας πανοραμικός θόλος γνώσης, που φουσκώνει ολοένα προσπαθώντας επί ματαίω να καλύψει εκ των ένδον τον θόλο της Ιστορίας. Στην προσπάθειά του αυτή μιμείται την Ιστορία, όπως ακριβώς το πέπλο μιμείται το σχήμα του αγάλματος που σκεπάζει. Είναι μάλλον ένας γαιοιστορικός χάρτης που αντιγράφει τη μορφολογία της Ιστορίας, όπως οι γεωφυσικοί χάρτες αντιγράφουν τη μορφολογία του εδάφους.

Τελικά η ιστοριογραφία συγκροτείται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν της Ιστορίας (του πραγματικού Κολοσσαίου) ως ένα δευτερογενές πεδίο ανταγωνισμού. Είναι ένα είδος Κολοσσαίου της ατομικής και της συλλογικής μνήμης, μέσα στο οποίο συμπλέκονται σαν μονομάχοι, σαν λιοντάρια και σαν χριστιανοί ταυτόχρονα τα αναρίθμητα ιστορικά γεγονότα που παράγει αδιάκοπα η Ιστορία, επιδιώκοντας να κερδίσουν την εύνοια του ιστορικού που θα τα σώσει από τον θάνατο, από τη λήθη, ιστορώντας τα.

Καθώς τα γεγονότα συνωστίζονται και διαγκωνίζονται, αλύπητα θαρρείς, μπροστά στα μάτια του ιστορικού, προσφέρουν το πιο μεγάλο, το πιο συναρπαστικό θέαμα και αγώνισμα, που θα μπορούσε να παρακολουθήσει κανείς. Ο ιστορικός όμως δεν είναι μονάχα θεατής του αγωνίσματος αυτού. Είναι ταυτόχρονα ο διαιτητής του, ο αυτοκράτορας που αποφασίζει στρέφοντας τον αντίχειρά του προς τα πάνω ή προς τα κάτω και ο ελλανοδίκης που στεφανώνει τους νικητές. Αφού, όπως τονίζει ο Ηρόδοτος στο προ­οίμιό του εκθέτοντας τον σκοπό και τη μέθοδο της έρευνας του, ακόμα κι αυτά τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των Περσών κι ακόμα πιο πολύ η αιτία για την οποία πολέμησαν μεταξύ τους, κινδυνεύουν να παρέλθουν άδοξα «ακλεά γένηται», αν δεν τα (α- πο)μνημονεύσει η ιστορική έρευνα. Γιατί οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται. Τα ίχνη που αφήνουν κατά το πέ­ρασμά τους, τα διαγράφει από τη συλλογική μνήμη ο χρόνος, «τω χρόνω εξίτηλα γένηται», όπως διαγράφει το κύμα και τις πατημασιές που γράφουμε στην άμμο.

Έχουμε λοιπόν ένα θέαμα κι ένα αγώνισμα, όπου τα μεγάλα και τα θωμαστά αποτελούν κριτήριο και ρυθμιστικές έννοιες. Κι ενώ το μεγαλειώδες δηλώνει μία τάξη μεγέθους, το θαυμάσιο αναφέρεται στα ποιοτικά γνωρίσματα ενός γεγονότος, στην ιδιορρυθμία του, στην εκνευριστική ηλιθιότητα ή στην αξιοσέβαστη σοφία που το προκάλεσε, στο αν είναι παραδειγματικό ή έστω αντιπροσωπευτικό και, γενικά, σε κάποιο έντονο και ισχυρό διακριτικό γνώρισμα που του δίνει ταυτότητα ή στην ικανότητά του να συμπυκνώνει σε ελάχιστο χώρο πάρα πολλά. Κατά κάποιο τρόπο το θαυμάσιο είναι ένα είδος μεγαλείου, που μπορούν να αξιωθούν ακόμα και το πιο μικρά γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση όμως μιλάμε για αισθητικές κατηγορίες. Η ιστορική έρευνα του Ηρόδοτου είναι μία καλλιτεχνική δραστηριότητα, που προσανατολίζεται επί τούτου προς κάθε τι το συναρπαστικό και που οργανώνεται δραματικά για να προκαλέσει τη συμμετοχή και τη συμπάθεια των ακροατών, αφού η εποπτεία των «μεγάλων τε και θωμαστών έργων» που παρουσιάζει, κινητοποιεί κυρίως την περιέργεια, το δέος και το θαυμασμό τους.
----------------------
[1] Ἡροδότου Ἁλικαρνησσέως ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε, ὡς μήτε τά γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται, μήτε ἔργα. μεγάλα τε καί θωμαστά, τά μέν Ἕλλησι, τά δέ βαρβάροισι ἀποδεχθέντα, ἀκλεᾶ γένηται, τά τε ἄλλα καί δι’ ἥν αἰτίην ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι. Ἡροδότου Ἱστορίαι. 

[2] Ηροδότου Ίστορίαι, Β' (Ευτέρπη)

[3] έ.α., σελ. 190.

[4] A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας (Σε παρένθετα αρχαία ή μεταφρασμένα αποσπάσματα ακολουθήθηκε η τρέχουσα ορθογραφία).

Η Θεά Ειρήνη στην Αρχαία Ελλάδα

Στο κέντρο της Αγοράς της Αρχαίας Αθήνας δέσποζε το άγαλμα της θεάς Ειρήνης, προσωποποίηση της ειρηνικής κατάστασης των πραγμάτων, να κρατάει ένα μικρό αγοράκι τον Πλούτο, με το δεξί του χέρι απλωμένο προς το πρόσωπο της θεάς, ενώ με το αριστερό του χέρι να κρατάει το κέρας της Αμαλθείας που είναι σύμβολο της αφθονίας.

Η θεά Ειρήνη, μία από τις τρεις Ώρες, ήταν κόρη του Δία και της Θέμιδας, και ήταν αδελφή της Δίκης και της Ευνομίας που αποτελούν τα υπέρτατα αγαθά μιας κοινωνίας…

Μαζί φύλαγαν την είσοδο του Ολύμπου, και επιτηρούσαν την εύνομη ζωή των ανθρώπων.
Έργο τους ήταν να παρακολουθούν τα έργα των ανθρώπων…

Οι θεές Ώρες ήταν οι πρώτες που υποδέχτηκαν την Αφροδίτη και, αφού την έντυσαν, την συνόδεψαν στον Όλυμπο. Αναφέρεται πως ήταν βοηθοί του θεού Ήλιου και επιπλέον βοηθούσαν την θεά Χλωρίδα στο έργο της, στην βλάστηση της γης, ρυθμίζοντας τις εποχές του Χρόνου.

Στην Αθήνα αναφέρονταν ως Θαλλώ, Αυξώ και Καρπώ, όπου συμβολικά και κυριολεκτικά συμβόλιζαν την βλάστηση της φύσεως αλλά και του πνεύματος και των τεχνών σε περίοδο Ειρήνης, την δίκαιη διάταξη των βοσκότοπων όπως και την δίκαιη μεταχείριση των πολιτών, την Δικαιοσύνη.

Από τον Όμηρο μαθαίνουμε πως άνοιγαν και έκλειναν τις πύλες του Ολύμπου, με σύννεφα, και φρόντιζαν τα άλογα της Ήρας και βοηθούσαν τους Ολυμπιονίκες οργανώνοντας τις εποχές και προσθέτοντας την ισορροπία στη φύση.

Στην τέχνη απεικονίζονταν σαν μια νεαρή όμορφη γυναίκα που κρατούσε το Κέρας της Αμάλθειας, σκήπτρο και ένα πυρσό, ή ένα κλαδί ελιάς, ως προστάτης και πολιούχος του Πλούτου.

Ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης την παρουσιάζουν στα έργα τους ως φορέα της ευφορίας και του πλούτου. Πολύ γνωστό γλυπτό είναι αυτό του Κηφισόδοτου, πατέρα του Πραξιτέλη των αρχών του 4ου αιώνα π.χ. που αναπαριστά την Ειρήνη να κρατά στην αγκαλιά της τον Πλούτο.
Βοηθούσε να κυβερνηθεί η κοινωνία με εξισορρόπηση και σταθερότητα.

Οι Αρχαίοι Έλληνες πολύ συχνά ίδρυαν βωμούς προς αυτήν μετά το πέρας των εχθροπραξιών. Γνωστά της επίθετα ήταν τα «Γλυκεία», «Βαθύπλουτος», «Πλουτοδότειρα», κ. α.

Ο συμβολισμός της Ειρήνης και του γενεαλογικού της δέντρου, μαζί με την αφθονία των αγαθών που την προσφέρει με αθωότητα ο μικρός Πλούτος, ήταν η ευχή των Αθηναίων για μια διαρκεί ειρήνη με βάση την δικαιοσύνη, της Θέμιδας, την Δίκη και την Ευνομία, μετά τους πολέμους και την δυστυχία που έφερναν μαζί τους….

Μας γράφει ο Ηρόδοτος:

«Κανένας δεν είναι τόσο ανόητος που να προτιμάει τον πόλεμο απ’ την ειρήνη· γιατί στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ, αντίθετα, στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουνε τα παιδιά τους.»

Παρ’ όλον ότι η θεά Ειρήνη δεν λατρεύτηκε όσο ο Άρης, εν τούτοις η Ειρήνη έχει και τις δικές της νίκες, όχι λιγότερο δοξασμένες απ’ αυτές του πολέμου.

Τη σοφία των αρχαίων Ελλήνων να θέλουν την Ειρήνη και την Δικαιοσύνη να συμβαδίζουν, την έχει επιβεβαιώσει και η σύγχρονη ιστορία.

«Η ειρήνη είναι η μεγαλύτερη ευλογία όταν μας εγγυάται την τιμή μας και τα νόμιμα δικαιώματα μας. Αλλά όταν έχει σαν επακόλουθο το χάσιμο της εθνικής μας ανεξαρτησίας και το λέρωμα της δοξασμένης μας ιστορίας, τότε δεν υπάρχει τίποτε το πιο ατιμωτικό και το πιο καταστροφικό για τα πραγματικά μας συμφέροντα.» ΠΟΛΥΒΙΟΣ

«Να αγαπάς την Ειρήνη» ΘΑΛΗΣ Ο ΜΙΛΗΣΙΟΣ (Δελφικό παράγγελμα)

«Ειρήνη είναι η στοργική μάνα της Γης» ΗΣΙΟΔΟΣ
Το ουσιαστικό Ειρήνη εικάζεται ότι προέρχεται από το ρήμα είρω (λέγω-συνδέω). Ειρήνη =>είρω=ενώνω, λέγω+συνδέω + νους.

Το τέλος της άνοιξης ήταν η συνηθισμένη εποχή εκστρατείας στην Ελλάδα, όταν η ειρήνη ήταν πλέον σε αυξημένο κίνδυνο.

Όλη η ζωή μας ένα καρναβάλι

Κάθε έθιμο σίγουρα έχει την αξία του, καθώς περνάμε από την εμπειρία της ζωής μας. Όμως όταν αρχίσει να γίνεται συνήθεια που ακολουθούμε μηχανικά, επειδή απλά «είναι καθιερωμένη», τότε αρχίζει, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε να λειτουργεί εναντίον μας. Όχι εναντίον της εικόνας μας, της κοινωνικής μας προσωπικότητας, μα εναντίον της συνειδητότητας, που έχουμε ξεχάσει πως είμαστε.

Κάθε χρόνο τα ίδια…

Μάσκες, στολές, πάρτι, παρελάσεις, ρύπανση, ψευδαισθήσεις, όμως εμείς συνεχίζουμε. Έχουμε ο καθένας μας τη δική του λογικο-συναισθηματική δικαιολογία που ενισχύουμε τις πρόσκαιρες κοινωνικές απολαύσεις μας.

Τα παιδιά δεν τα διδάσκουμε, τα μαθαίνουμε απλά να μιμούνται, να ακολουθούν το πλήθος, όπως άλλωστε κι εμείς. Όσο κι αν πιστεύουμε πως ψαχνόμαστε, πως ωριμάζουμε, πως γνωρίζουμε. Στολές, έξοδα, προετοιμασίες, για μερικές στιγμές φτιαχτής ευτυχίας. Έπειτα, επιστρέφουν κι αυτά στη βαρεμάρα, στη ρουτίνα και στη ρηχή ζωή που περνά, περιμένοντας το αύριο. Σοκαρίστηκα τις προάλλες όταν είδα ένα βρέφος περίπου 2 μηνών, κοιμισμένο κουνελάκι! Για την ικανοποίηση των γονιών του; Για τις φωτογραφίες που μαρτυρούν την πλαστή ευτυχία των γύρω του;

Όχι, δεν είμαι εναντίον του καρναβαλιού. Άλλωστε, η αντιμαχία φέρνει τα ακριβώς ίδια αποτελέσματα. Είμαι υπέρ της συνειδητής συμμετοχής οτιδήποτε αποφασίζουμε να κάνουμε, γνωρίζοντας τον πραγματικό λόγο που δίνουμε όχι μόνο τη συναίνεση και τη συγκατάθεσή μας μα και την ενέργεια της συμμετοχής ή της μη συμμετοχής μας.

Η διαφορά της συνειδητής και μη συνειδητής επιλογής της δράσης μας ούτε συγκρίνεται ούτε έχει καμία ομοιότητα στην ενέργεια που εκπέμπει και στις συνέπειες που προκαλεί. Για να φτάσουμε όμως σε μια ειλικρινή, απόλυτα συνειδητή δράση, όποια κι αν είναι, θα πρέπει να έχουμε περάσει από πολλά στάδια αμφισβήτησης, ουσιαστικής αναθεώρησης των συνηθειών μας και του κατεστημένου, μέχρι να αρχίσουμε να συνθέτουμε τα κομμάτια μας, που οι περισσότεροι χαρίζουμε απλόχερα σε κάθε είδους εξουσία, η οποία ορίζει την πραγματικότητά μας, με τη δική μας συγκατάθεση πάντα.

Όλα επιτρέπονται και όλα έχουν να προσφέρουν. Τίποτα όμως, ό,τι κι αν είναι αυτό, δεν προσφέρει ενόσω εξακολουθούμε να πορευόμαστε ασυνείδητα στη ζωή μας, αγνοώντας όλα όσα κρύβουμε μέσα μας, φορώντας μάσκες που πλέον καν δεν αναγνωρίζουμε γιατί αντικατέστησαν τον εαυτό μας.

Το καρναβάλι, όμως και κάθε γιορτή, επέτειος, έθιμο, παραμένουν ουδέτερα και ακίνδυνα. Αυτό που τους δίνει ισχύ, χρώμα και σημασία είναι η δική μας πρόθεση, οι βαθύτερες ανάγκες μας, που φανερώνουν ποιοι πραγματικά θέλουμε και είμαστε... πέρα από τα λόγια μας, το φαίνεσθαι και τις όποιες επιφανειακές εκφράσεις μας. Στις λεπτομέρειες, στα απλά καθημερινά, σε όσα κάνουμε αμήχανα, συγκαταβατικά, βρίσκονται τα κλειδιά της ουσίας μας.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΙ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Ποιο είναι το πραγματικό νόημα της ζωής; Ποιος είναι ο αληθινός σκοπός της ζωής; Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από την ίδια την ζωή. Η ίδια η ζωή είναι ο σκοπός της. Η ελεύθερη εκδήλωση κι η ροή της ζωής. Η ζωή είναι σαν ένα ποτάμι που ρέει. Όταν ρέει ελεύθερα ξέρει που να πάει, πώς να πάει κι απλά ταξιδεύει. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο.

Αλλά όταν έρχεται ο άνθρωπος και βάζει μεταφορικά και κυριολεκτικά φράγματα κι αλλάζει κατευθύνσεις στην πορεία των πραγμάτων (νομίζοντας ότι βελτιώνει έτσι την πορεία των πραγμάτων) τότε το αποτέλεσμα είναι μια τεχνητή διαμορφωμένη πραγματικότητα. Εκ των πραγμάτων, είναι καλύτερο αυτό; Η ελευθερία θεωρείται σαν ανεξέλεγκτη πορεία κι η ελεγχόμενη πορεία θεωρείται σαν σωτήρια επέμβαση. Είναι πράγματι έτσι; Μπορεί η ελευθερία να υποκατασταθεί από τον περιορισμό; το περιορισμένο; και να οδηγήσει την πορεία της ζωής και τα πράγματα σε καλύτερες καταστάσεις;

Ο περιορισμός του νου οδηγεί όντως στην αληθινή, ανώτερη, πιο χρήσιμη, γνώση; Ο περιορισμός σε αντιλήψεις και πεποιθήσεις οδηγεί σε καλύτερη ζωή; Ο περιορισμός των δράσεων, ο έλεγχος κι η χειραγώγηση των δραστηριοτήτων μας, οδηγεί σε μια πιο ευτυχισμένη διαβίωση;

Μήπως όλο αυτό το παραμύθι της επέμβασης και παρέμβασης στην ελεύθερη έκφραση της ζωής (σε νοητικό, γνωστικό και πρακτικό επίπεδο) που οι άνθρωποι ονομάζουν περήφανα «πολιτισμό», «κοινωνική ζωή», κλπ., είναι ακριβώς μια παγίδευση του ανθρώπου; Μήπως, πέρα από όλα όσα λένε οι δήθεν ηγέτες του κόσμου, θρησκευτικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, κλπ., η πραγματική ζωή δεν είναι στην διαμόρφωση και τους περιορισμούς και στον έλεγχο, αλλά στην Ελευθερία; Στην Αληθινή Ελευθερία, όχι στην αναρχία του εγωισμού, στην ανεξέλεγκτη δράση των εγώ. Στην Ελευθερία από τον εγωισμό, την προκατάληψη, την ανοησία. Στην Αληθινή Έκφραση της Πραγματικής Φύσης του Ανθρώπου, που είναι Ελευθερία Άχρονη κι η Μόνη Πραγματικότητα.

Προφανώς η Ελευθερία για την οποία μιλάμε είναι η Πραγματική Ελευθερία του Ανθρώπου, η Αφύπνιση στην Πραγματικότητα, η Πραγματική Ζωή του Παγκόσμιου Ανθρώπου, που Φωτισμένος από την Κατανόηση της Ενότητας της Ύπαρξης Γνωρίζει Πώς να Δράσει στην ζωή και στην κοινωνία. Αληθινή κοινωνία φτιάχνουν οι Αληθινοί Άνθρωποι, δεν φτιάχνουν τα εγωιστικά ζώα. Τα εγωιστικά ζώα συναθροίζονται απλά κι αποτελούν αγέλες, αγέλες πολιτισμένων ζώων ίσως, αλλά πάντα αγέλες ζώων.

Πέραν της Σκέψης

Το Είναι, το «Τώρα», το Άχρονο είναι Μια Κατάσταση που Μπορούμε να Βιώσουμε, που κάποιοι Βιώνουν, κι αναφέρονται σε Αυτήν, έστω και έμμεσα… Αν Έχουμε Βιώσει Πραγματικά Αυτή την Κατάσταση, τότε η σκέψη, το υποκείμενο, το εγώ, αντιλήψεις, γνώσεις, μνήμη, εμπειρίες… όλα (όλα) έχουν τελειώσει…
Παρόλα αυτά ενώ κάποιοι φίλοι μιλούν για Αυτή την Κατάσταση (κι αναγνωρίζω, το ξέρω, ότι μιλούν από εμπειρία, το έχουν βιώσει), στον λόγο τους γίνεται αναφορά στο εγώ, στα προβλήματα που εγείρει, στην ανάγκη να «απαλλαγούμε» από «κάτι»…
Μιλώ και ρωτώ με Αγάπη, από Πραγματικό Ενδιαφέρον… Δεν έχουμε «τελειώσει» με το εγώ;
Δεν Είμαστε Συνέχεια σε Αυτή την Κατάσταση Πέραν;… ξανά-αναδύεται το εγώ; ανησυχία; περιπλοκές;
Μπορούμε ΝΑ ΤΟ ΔΟΥΜΕ ΑΥΤΟ;
Μιλάμε για μια Κατάσταση όπου δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός. Υπάρχει Μόνον αντίληψη, όπου περιλαμβάνονται όλα… δεν υπάρχει «παρατηρητής», ούτε εγώ πλέον. Υπάρχουν μόνο τα Αληθινά Συμβαίνοντα…
Ναι! Μπορούμε να Πάμε Πέραν… Άμεσα… ΠΩΣ; Αυτό είναι το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ… Αλλά είπαμε, το διευκρινίσαμε… Το πώς δεν είναι διαδικασία μέσα στον χρόνο, διαλογισμός, παρατήρηση, οτιδήποτε.
Όσο υπάρχει «παρατηρητής» αυτός που παρατηρεί είναι επίγνωση ανακατεμένη με σκέψη, που παρακολουθεί την σκέψη-εγώ που την έχει διαχωρίσει… Υπάρχει διαχωρισμός.
Στην ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ δεν υπάρχουν τέτοιοι διαχωρισμοί… η σκέψη, ο χρόνος, η μνήμη, οι διαδικασίες, οι προσπάθειες έχουν τελειώσει όλα… ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΟΛΟΚΑΘΑΡΑ… ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ.
Υπάρχει ΠΕΡΑΣΜΑ Πέραν, Άμεσο
Το Πέρασμα Πέραν μπορεί να γίνει την στιγμή που κατανοώντας το ψέμα του εγώ, αυτό το εγώ φτάνει σε ένα οριστικό τέλος…
Δεν μπορούμε να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι;
Το νερό όταν κυλάει προς την θάλασσα, κυλάει τελείως φυσικά, διαλέγοντας την πιο εύκολη πορεία… υπάρχει τόση σοφία στη πορεία του… Το ίδιο πρέπει να κάνουμε κι εμείς… από τον δρόμο που ταιριάζει στον καθένα… Όχι όμως ότι δεν υπάρχουν κι άλλοι (ίσως και πιο εύκολοι δρόμοι)…

Καμιά συζήτηση δεν είναι μάταιη, όταν αποδεικνύει τα αδιέξοδα της σκέψης….
Στο Χώρο της Πραγματικότητας, και το υποκείμενο, και το αντικείμενο είναι ψευδαίσθηση. Και τα δύο είναι ψευδαίσθηση!
Ο Παρμενίδης (Μαθητής του Ορφέα, μέσω του Πυθαγόρα, έμμεσος) έλεγε πως Μόνο το ΟΝ είναι Αληθινό, όχι η δημιουργία
Κι ο Πλάτωνας (Μαθητής του Ορφέα και του Πυθαγόρα και του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου… και του Σωκράτη) έλεγε πως μόνο το «Τελείως Είναι» , είναι απόλυτα πραγματικό, τίποτα άλλο, ούτε νους και ιδέες, ούτε ψυχή, ούτε υλικός κόσμος των φαινομένων…
Τελικά Υπάρχει Μόνο Μια Ουσία (αν και δεν γνωρίζουμε Τι Είναι)… δεν υπάρχει Πνεύμα, Ύλη… αυτές τις διακρίσεις τις κάνει η ανθρώπινη σκέψη… επειδή έχει άγνοια…

Πρέπει να προσεγγίζουμε τα πράγματα που έχουμε μπροστά μας, έτσι όπως είναι… χωρίς θεωρίες… Υπάρχει Αντίληψη, σκέψη, που μας παραπλανά, συναισθήματα, αισθήσεις (που ασφαλώς μας παραπλανούν), ένα σώμα μέσα στο οποίο λειτουργούμε (πραγματικά, βιολογική δομή που προκύπτει από την συμπύκνωση της ενέργειας-ύλης).
Δεν μπορούμε όμως να εντάξουμε την «Συνείδηση» (την Αντίληψη), ούτε καν τον «νου» μέσα στην ενέργεια-ύλη… είναι άλλης τάξης φαινόμενα…
Ο Ντέιβιντ Μπομ το απέδειξε στο βιβλίο του, «Ολότητα και η Ελλοχεύουσα Τάξη».
Πρέπει λοιπόν απλά να αναγνωρίζουμε αυτά που συμβαίνουν, χωρίς θεωρίες, αναλύσεις, συμπεράσματα…
Το Ερώτημα Παραμένει… «Μπορούμε να πάμε πέραν της σκέψης;»… πέραν του διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου;… Σε μια Κατάσταση Ολότητας, Ενότητας, Ό,τι Κι αν Είναι Αυτή η Κατάσταση; Πρακτικά.
Και κάτι άλλο: Όλες οι «ανώτερες δυνάμεις», αντίληψη, σκέψη… εκδηλώνονται μέσα στο σώμα (στον εγκέφαλο, στο νευρικό σύστημα, στο σώμα) και μάλιστα με συγκεκριμένο τρόπο, σε συγκεκριμένες περιοχές.
Αυτό σημαίνει – ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ ΑΥΤΟ – ότι η Μετάβαση στην «Ανώτερη» Κατάσταση, μπορεί και να υποδειχθεί στο σώμα, στις διάφορες περιοχές που λειτουργούμε…
Η «λογική» μας είναι σκέψη… κι η σκέψη, ό,τι κι αν κάνει παραμένει μέσα στα όρια της σκέψης…
Μετά ο Πλάτωνας, όταν Μιλούσε για το «Τελείως Είναι» μιλούσε για το «Άρρητο Μυστήριο Του Διός», το Οποίο «Γνώρισε» (Βίωσε) στα Ελευσίνια Μυστήρια (κι αναφέρεται σε αυτό το βίωμα, το «Μέγιστο Μάθημα», μόνο στην 7η Επιστολή του… Ο Πλάτωνας δεν λειτουργούσε στο χώρο της διανόησης, ήταν πέραν… ίσως θα έπρεπε να καθίσουμε να «ξαναμελετήσουμε» Πλάτωνα.
Τέλος, Αυτοί που δεν είναι απλά εραστές της γνώσης, αλλά Βιώνουν την Ύστατη Πραγματικότητα, είναι Πέραν του μη μεταδιδόμενου-υποκειμενικού, και πέραν του «ανύπαρκτου»-αντικειμενικού, στον ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ, Πέραν…
Το Πρόβλημα είναι πάλι να Έρθουμε ΕΔΩ (κατά την Αντίληψή μου) ή να Πάμε Εκεί (για όσους δεν Θέλουν να το ΔΟΥΝ).
ΠΩΣ;
Πρέπει να φτάσουμε στο απόλυτο λογικό αδιέξοδο, στο τέλος κάθε προσπάθειας, να Κατανοήσουμε το πώς μέσω της σκέψης…
Μόνο Τότε θα κατορθώσουμε να ΣΠΑΣΟΥΜΕ το ΠΩΣ… (και για την σχέση όλων αυτών με το σώμα, τον εγκέφαλο, ναι … αν είμασταν κοντά θα μπορούσα να δείξω, με συγκεκριμένες κινήσεις τι εννοώ…)
Το που «Είναι» ο καθένας, φαίνεται κι από τον «τρόπο» που χρησιμοποιεί τα μάτια του (ο Κρισναμούρτι είχε αναφερθεί πολλές φορές σε αυτό…).

Μιλάμε απλά για πράγματα που συμβαίνουν, για πράγματα που μπορεί να κάνει ο καθένας, εγώ εσύ, ο καθένας… όπως το να σηκώνουμε το κεφάλι ή να απλώνουμε το χέρι…
Συγκεκριμένα πράγματα, που είναι μέσα στην φύση μας, στις δυνατότητές μας και στην ευχέρεια του καθενός να τα κάνει…
Πόσο πιο απλά να μιλήσω;
Ασφαλώς και δεν υπάρχουν Δάσκαλοι, Αυθεντίες, Φωτισμένοι… αυτά τα πλάθει η φαντασία των ανθρώπων…
Υπάρχει Κάτι που τα Αγκαλιάζει Όλα… Κι αν δεν έχουμε «πραγματική» επαφή μαζί Του, όμως το «διαισθανόμαστε»… Κάποιοι το λένε Πραγματικότητα, Θεό… κάποιοι νοιώθουν πως είναι η Αληθινή Φύση, η Ζωή… Πάντως Υπάρχει Κάτι… Απλά δεν το εμπιστευόμαστε… νομίζουμε πως εμείς (σαν «εγώ») θα τα καταφέρουμε καλύτερα… Ελάχιστοι τα καταφέρνουν… κι αυτοί με το να Επιστρέψουν στο Απεριόριστο που μας Περιβάλει.
Αγαπητοί Φίλοι, αυτό για το οποίο μιλάμε είναι ο Δρόμος που Ακολούθησαν όλοι οι Μεγάλοι Σοφοί…
Είναι η «Μέση Οδός» του Βούδα..
Είναι ο «Δρόμος» του Λάο Τσε…
Είναι «Όλο το Ζεν»…
Είναι το «Seeing without an observer» του Κρισναμούρτι…
Είναι Τελικά ο Δρόμος της Ζωής, χωρίς περιπλοκές…

«Χρειάζεται να σκεφτούμε για να δούμε την ΑΛΗΘΕΙΑ;
Χρειάζεται να ερευνήσουμε για να ακολουθήσουμε το ΔΙΚΑΙΟ;
Χρειάζεται να προσπαθήσουμε για να κάνουμε το ΟΡΘΟ;».
Μήπως Είμαστε υποκριτές; Μήπως απλά δεν θέλουμε;

Αναξιμένης ο Μιλήσιος: Αήρ και πολλαπλοί κόσμοι

Για τον μαθητή του Αναξίμανδρου, Αναξιμένη, ο αήρ ήταν η αχανής υλική μάζα -που βρισκόταν σε συνεχή κίνηση, όπως ακριβώς το άπειρο του Αναξίμανδρου- στην οποίαν αναγόταν γενετικά καθετί που υπήρχε.

«Ο Αναξιμένης ήταν Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, ο τρίτος στη διαδοχή Μιλήσιος φιλόσοφος, ήταν γιος του Ευρύστρατου και μαθητής του Αναξίμανδρου. Δραστηριοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 6ου π.κ.ε. αιώνα και πέθανε πιθανώς σε ηλικία 60 χρονών κατά την 63η Ολυμπιάδα (528-525 π.κ.ε.). Για τον βίο και τις δραστηριότητες του Αναξιμένoυς γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Οι περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του βασίζονται στον Θεόφραστο, που διασώζεται περιληπτικά από τον Σιμπλίκιο. Αποσπάσματα της φιλοσοφίας του βρίσκονται σε κείμενα του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Ιππόλυτου και του Αέτιου.

Ο Αναξιμένης αποδεχόταν κι αυτός, όπως όλοι οι άλλοι Ίωνες φιλόσοφοι, την βασική μονιστική αρχή της Ιωνικής Σχολής ότι τα πάντα πηγάζουν από μία αρχή και τελικά καταλήγουν σ’ αυτήν. Σύμφωνα με τις απόψεις του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου, αρχή των πάντων ήταν ο αέρας, που κατ’ αυτόν ήταν άπειρος, δηλαδή απροσδιόριστος και αιώνιος. Ο αήρ ήταν η αχανής υλική μάζα στην οποίαν αναγόταν γενετικά καθετί που υπήρχε. Αυτό ακριβώς επισημαίνει ο Ψευδο-Πλούταρχος: «Αναξιμένην δε φασι την των όλων αρχήν τον αέρα ειπείν και τούτον είναι τω μεν μεγέθει άπειρον, ταις δε περί αυτόν ποιότησιν ωρισμένον» {[Plut.] Strom. 3 (D 579)}.

«Αήρ και πολλαπλοί κόσμοι»

Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει για τον Αναξιμένη ότι, εκτός από μαθητής του Αναξίμανδρου (610-540 π.κ.ε.), υπήρξε και μαθητής του Παρμενίδη (540-470 π.κ.ε.) – δεν αντιστοιχούν, όμως, σωστά οι ημερομηνίες–, ενώ επισημαίνει ότι θεωρούσε τον αέρα ως πρώτη αρχή:

«Αναξιμένης Ευρυστράτου, Μιλήσιος ήκουσεν Αναξιμάνδρου, ένιοι δε και Παρμενίδου φασίν ακούσαι αυτόν. ούτος αρχήν αέρα είπεν και το άπειρον. Κινείσθαι δε τα άστρα ουχ υπό γην, αλλά περί γην. κέχρηταί τε λέξει Ιάδι απλή και απερίττω» (Φιλοσόφων Βίοι ΙΙ, 3).

Ο Ήλιος, η Σελήνη και όλα τα άστρα δεν περνούν κάτω, αλλά γύρω από τη Γη. Αυτό σημαίνει ότι ο Αναξιμένης «σχεδίασε» μια εικόνα του Κόσμου όχι σφαιρική, όπως πρότεινε ο δάσκαλός του Αναξίμανδρος, αλλά μάλλον ημισφαιρική.

Ο αέρας του Αναξιμένη βρισκόταν σε συνεχή κίνηση, όπως ακριβώς το άπειρο του Αναξίμανδρου. Τελικά από αυτή την αέναη κίνηση του αέρα δημιουργήθηκε όλη η ποικιλία φαινομένων και πραγμάτων. Από τον αέρα μέσω της αραίωσης προερχόταν το πυρ, ενώ μέσω της συμπύκνωσης του αέρα δημιουργήθηκαν τα ύδατα και η γη.

Πράγματι, ο Αναξιμένης θεωρούσε ως καθοριστική υλική αρχή της Δημιουργίας τον αέρα:

«Τον τα πάντα περιλαμβάνοντα και συνέχοντα και δι ἀραιώσεως και πυκνώσεως πάντα τα ορατά και αισθητά παράγοντα».

Γένεσις και φθορά κόσμων διαδέχονται ακατάπαυστα η μία την άλλη. Ο Αναξιμένης πρέσβευε, όπως και ο Αναξίμανδρος, ότι ο Κόσμος μας δεν ήταν ο μοναδικός που υπήρχε. Ταυτόχρονα υποστήριζε ότι η αχανής μάζα του αέρα περιείχε αναρίθμητους Κόσμους που συνεχώς γεννιούνταν και πέθαιναν, επιστρέφοντας στο αρχικό άπειρο (νεφέλωμα;).

Μολονότι ο Αναξιμένης, υιοθέτησε το «άπειρον» του Αναξίμανδρου για να προσδιορίσει μ’ αυτό την βασική αρχή του, τον αέρα, εντούτοις δεν ακολούθησε την άποψη του προκατόχου του ως προς τα παράγωγά του πρωταρχικού αυτού υλικού στοιχείου. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ στον Αναξίμανδρο έχουμε διαδοχή κόσμων, η φιλοσοφική σκέψη του Αναξιμένη μας οδηγεί στην ταυτόχρονη πολλαπλότητα κόσμων. Φαίνεται πως ο Αναξιμένης υπερκέρασε την φιλοσοφική άποψη του διδασκάλου του και επέφερε αισθητή βελτίωση στο κοσμολογικό σύστημα του Αναξίμανδρου.

Η άποψή του αυτή αντικατοπτρίζει σύγχρονες απόψεις της Αστροφυσικής για άπειρους υπεραισθητούς κόσμους, που συνυπάρχουν με τον δικό μας, αλλά δεν γίνονται αισθητοί από εμάς. Επίσης, στην φιλοσοφία του παραλλήλισε τον Κόσμο και το άτομο, τον αέρα και την ψυχή, πράγμα που φαίνεται στην μόνη φράση που επιζεί από το έργο του: «Οίον η ψυχή, φησίν, η ημετέρα αήρ ούσα συγκρατεί ημάς, και όλον τον κόσμον πνεύμα και αήρ περιέχει» [(Αέτ. I 3, 4 (D. 278)].

Αυτή η πρόταση περιέχει το σπέρμα της διδασκαλίας της Φυσικής για τον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο, η οποία διαμορφώθηκε πολύ πολύ αργότερα.

Αυτό ακριβώς θέλουμε να δείξουμε επιμένοντας στην θέση μας ότι ο 17ος αιώνας και οι μετέπειτα δύο αιώνες δεν ήταν τίποτε άλλο από μία ρήξη, μια επικράτηση της Μηχανοκρατίας και, για λίγους αιώνες, του περιορισμένου μοντέλου της Νευτώνειας-Ευκλείδειας επιστήμης, ενώ ουσιαστικά η μη αισθητή γεωμετρία του Riemann είναι εκείνη η οποία περιγράφει αυτό ακριβώς που πίστευαν και πρέσβευαν οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.

Η κίνηση: Το πυρ, όπως ήδη αναφέραμε, παράγεται από την μάνωση (αραίωση) του αέρα, ενώ το νερό και η γη από την συμπύκνωσή του. Αντίθετη διεργασία παρέχει και πάλι τον αέρα. Η κίνηση, κατά τον Αναξιμένη, είναι έμφυτη ιδιότητα της αεριώδους ύλης και με την επενέργειά της επιτυγχάνονται τόσο η αραίωση όσο και η πύκνωση. Δηλαδή ο Αναξιμένης πίστευε ότι από τον αέρα, μέσω μιας διαδικασίας πύκνωσης και αραίωσης, δημιουργήθηκαν το πυρ, το νερό και η γη.

Από τον αέρα διαχωρίστηκαν με πύκνωση τα βαριά σώματα που κατευθύνθηκαν προς τα κάτω και σχημάτισαν την Γη. Μια αντίθετη διαδικασία, μέσω της αραίωσης, σχημάτισε τα ελαφρά σώματα. Αυτά οδηγήθηκαν προς τα επάνω και δημιούργησαν τα άστρα και τον Ήλιο. Η κίνηση των σωμάτων προέκυπτε από την διαφορά στο βάρος και την θερμότητά τους. Τέλος, η συνοχή τους οφειλόταν στον πυκνό και ψυχρό αέρα, τον οποίο περιείχαν τα σώματα αυτά.

Πολύ πιθανόν, όπως διατείνονται πολλοί μελετητές του έργου του, η κίνηση που περιγράφει ο Αναξιμένης να αντικατοπτρίζει την περιστροφική κίνηση. Η περί άξονα, λοιπόν, κίνηση δίνει γένεση σε όλα τα σώματα, τα οποία αφού διανύσουν και τερματίσουν τον βίο τους, διαλύονται μέσω της διαδικασίας της αραιώσεως.

Γη και δημιουργία: Στην δημιουργία που βρισκόμαστε, πρώτη δημιουργήθηκε η Γη από συμπύκνωση του αεριώδους περιβλήματός της. Επειδή δε στον αέρα -καλύτερα απ’ όλα τα σώματα- συγκρατούνται εκείνα που έχουν μεγάλη επιφάνεια, γι’ αυτόν τον λόγο η Γη παρομοιάζεται με τεράστιο πλατύ δίσκο μεγάλης έκτασης. Η Γη ήταν «πλατεία επ ἀέρος οχουμένη», δηλαδή είναι μία πεπλατυσμένη επιφάνεια, η οποία ακινητεί στο κέντρο του Σύμπαντος, στηριζόμενη στον αέρα.

Ο Αριστοτέλης (Περί Ουρανού Β, 294b, 13-17) ανέφερε ότι ο Αναξιμένης, όπως ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος, θεωρούσαν πως αιτία της ακινησίας της Γης ήταν το πλατύ σχήμα της:

«Αναξιμένης δε και Αναξαγόρας και Δημόκριτος το πλάτος αίτιον είναί φασι του μένειν αυτήν. Ου γαρ τέμνειν, αλλ ἐπιπωμάζειν τον αέρα τον κάτωθεν, όπερ φαίνεται τα πλάτος έχοντα των σωμάτων ποιείν ταύτα γαρ και προς τους ανέμους έχει δυσκινήτως δια την αντέρεισιν» (Αριστοτ. Περί Ουρανού Β, 294b, 13-17).

Ο Αναξιμένης, ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος ισχυρίζονται πως αιτία της ακινησίας είναι το πλατύ σχήμα της (γης). Δεν κόβει, αλλά σκεπάζει σαν καπάκι τον αέρα από κάτω της, πράγμα που φαίνεται να κάνουν τα σώματα με το πλάτος. Αυτά δυσκολεύονται να τα κινήσουν ακόμα και οι άνεμοι, λόγω της αντίστασης.

Πράγματι, ο Αναξιμένης ο Μιλήσιος, θεωρούσε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ότι η Γη ήταν πλατιά και πως ο Ήλιος, η Σελήνη, όπως και όλοι οι αστέρες, προήλθαν από τον πλανήτη μας: «Πιλομένου δε του αέρος πρώτην γεγενήσθαι λέγει την γην πλατείαν μάλα· διο και κατά λόγον αυτήν εποχείσθαι τω αέρι· και τον ήλιον και την σελήνην και τα λοιπά άστρα την αρχήν της γενέσεως έχειν εκ γης. Αποφαίνεται γουν τον ήλιον γην, δια δε την οξείαν κίνησιν και μαλ ἱκανῶς θερμήν ταύτην καύσιν λαβείν» {[Plut.] Strom. 3 (D 579) ‹ I, 6}.

Την ίδια πληροφορία βρίσκουμε και στον Ιππόλυτο, ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει: «Την δε γην πλατείαν είναι επ ἀέρος οχουμένην, ομοίως δε και ήλιον και σελήνην και τα άλλα άστρα πάντα πύρινα όντα εποχείσθαι τω αέρι δια πλάτος. Γεγονέναι δε τα άστρα εκ της γης δια το την ικμάδα εκ ταύτης ανίστασθαι» [Hippol. Ref. I, 7, 4-5 (D. 560 W11)].

Όσον αφορά το σχήμα του πλανήτη μας, αναφέρεται ότι η Γη, που δημιουργήθηκε από την συμπύκνωση του αεριώδους περικαλύμματός της, ήταν επίπεδη και στηριζόταν στον αέρα (Πλούταρχ. «Στρωματείς» Ι, 6 και Ιππόλυτος, «Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος» Ι, 7).

Ο Αέτιος γράφει ότι ο Αναξιμένης υποστήριζε πως η Γη, χάρη στο επίπεδο σχήμα της, επέπλεε στον αέρα, ο οποίος πληρούσε όλο τον χώρο του Σύμπαντος. Στον τελευταίο κρυστάλλινο ουρανό, που αποτελεί την εξώτατη ως προς την Γη στιβάδα τροχιών, βρίσκονται οι αστέρες σαν καρφιά και περιφέρονται έτσι γύρω από την Γη: «Αναξιμένης πυρίνην μεν την φύσιν των άστρων, περιέχειν δε τινα και γεώδη σώματα συμπεριφερόμενα τούτοις αόρατα» [Αέτ. II, 13, 10, (D. 342)].

«Αναξιμένης ήλων δίκην καταπεπηγέναι τα άστρα τω κρυσταλλοειδεί. Ένιοι [;] δε πέταλα είναι πύρινα ώσπερ ζωγραφήματα» [Αέτ. ΙΙ, 14, 3, (D. 344)], και

«Αναξιμένης ουχ υπό γην, αλλά περί αυτήν στρέφεσθαι τους αστέρες» [Αέτ. II, 16, 6, (D. 346)].

Η Γη, λοιπόν, σύμφωνα με τον Αναξιμένη, ήταν ένα επίπεδο σώμα που αιωρούνταν στον αέρα και στηριζόταν πάνω σ’ αυτόν.

Όσον αφορά τον Ήλιο, ο Αναξιμένης πίστευε πως προήλθε από την Γη, ήταν όμοιος μ’ αυτήν, «πλάτος ως πέταλον» [Αέτ. II, 23, 1, (D. 352)] και ότι απέκτησε μεγάλη θερμότητα, λόγω της γρήγορης κίνησής του [Πλούταρχ. «Στρωματείς» Ι, 6 και Στρωματείς I, 3 (D. 579)]. Πρώτη, λοιπόν, σχηματίστηκε η Γη και κατόπιν τα άστρα και οι πλανήτες, που αποτελούσαν το πεπερασμένο Σύμπαν, εντός του οποίου υπήρχε ένα πλήθος σκοτεινών σωμάτων.

Η φιλοσοφία του Αναξιμένη: Ουσιαστικά δύο ήταν οι βασικές έννοιες της φιλοσοφίας του Αναξιμένη, που καθόρισαν την συμβολή του στην επιστήμη.

Αφενός μεν η έννοια του αέρα σαν κάτι το αόρατο, αφετέρου δε η θέση του ότι όλα τα είδη έχουν μία κοινή καταγωγή. Πράγματι, στην καθαρή προκοσμική του κατάσταση ο αέρας ήταν αόρατος χωρίς εσωτερική διάρθρωση και χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να κάνουν αισθητή την ύπαρξή του. Γίνεται αισθητός μόνο με την κοσμογονική και κοσμολογική του λειτουργία, όταν η θερμοκρασία και η υγρασία του υπόκεινται σε μεταβολές (ποιοτικός μετασχηματισμός).

Μ’ αυτές τις βασικές φιλοσοφικές έννοιες του Αναξιμένη, η Σχολή της Μιλήτου πρόσφερε στην επιστήμη συγκεκριμένη επιστημονική Κοσμολογία. Επίσης, ο καθαρός λόγος του Αναξιμένη και το ότι εισήγαγε το ποσοτικό κριτήριο για τις ποιοτικές διαφορές τον κάνουν πρόδρομο της «λογικής εξήγησης». Ο Αναξιμένης ήταν ο πρώτος φυσιοδίφης, ο οποίος σε κάθε υλική μεταβολή έβλεπε μία αληθινή αιτία. Πρώτος επίσης διέκρινε τους απλανείς αστέρες από τους πλανήτες και έδωσε την φυσική εξήγηση των ηλιακών και των σεληνιακών εκλείψεων.

Για τον Ήλιο ο Αναξιμένης αναφέρει, πως προήλθε από τη Γη, πως έχει σχήμα όμοιο με αυτήν αλλά πως απέκτησε μεγάλη θερμότητα λόγω της γρήγορης κίνησής του.

Ωστόσο, είναι γεγονός ότι ο Αναξιμένης, παρά την καθαρότητα της φιλοσοφικής σκέψης του, δεν χρησιμοποίησε το εργαλείο των μαθηματικών^ αυτό το βασικό βήμα προς τον ορθολογισμό, όπως θα δούμε στην συνέχεια, το κάνουν οι Πυθαγόρειοι.

Ο Μεγάλος Θεός Καρνάβαλος

«Και όταν έρχεται η άνοιξη, χαρά δίνουν στον Διόνυσο, ερεθίσματα χορών μ’ ωραίες φωνές και μουσική βαρύβροντη με αυλούς».
Αριστοφάνη, Νεφέλες, στ. 311-313

«Ο Διόνυσος είναι Θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες. Και στο τραπέζι των Θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους κι αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους». -Ευρυπίδης

«Όμοιοι με τους Κορύβαντες, που χορεύουν μόνο σαν έξαλλοι είναι. Οι λυρικοί ποιητές δε βρίσκουν στη νηφαλιότητά τους ωραίους τους στίχους. Μέσα στην ψυχή τους πρέπει να μπουν η αρμονία και το μέτρο και να τη μεθύσουν. Οι Βάκχες, μονάχα μέσα στην παράκρουσή τους, από τα ποτάμια αντλούν το γάλα και το μέλι. Τελειώνει η δύναμή τους σαν και το παραλήρημά τους τελειώσει» -Πλάτωνας

Ο Αριστοφάνης λέει στον Θεό της Ζωής, της Θείας Ποίησης και Μουσικής «Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ’ εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν’ ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο «Εύιος, Εύιος». Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος»

Η Καρναβαλική Εύθυμη Μαγική Ελεύθερη Ζωή

Το Καρναβάλι είναι μια Ιερή μαγικοθρησκευτική γιορτή που εξυμνεί τη χαρά της ζωής, την αναγέννηση και την ανανέωση του ανθρώπου, της φύσης και ολόκληρης της Δημιουργίας. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται, υπερβαίνουν τα στενά όρια της ύπαρξης, χάνουν το γνώριμο εαυτό τους και ταυτίζονται με την ζωντανή ζωή, κατά τη διάρκεια μιας γιορτής που ανατρέπει την κατεστημένη εικόνα του κόσμου και τις κοινωνικές συμβάσεις. Αποτελεί έναν «ύμνο» στην Ελευθερία που εκφράζεται χωρίς περιορισμούς μετουσιώνοντας και αναγεννώντας τα πάντα.

Με άλλα λόγια, τα δρώμενα του Καρναβαλιού μας προσφέρουν την ευκαιρία για μια πηγαία έκφραση των βαθύτερων περιεχομένων του εαυτού μας, αλλά και την εμπειρία μιας άμεσης αυθεντικής επαφής με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε, υπερβαίνοντας έτσι κάθε χωριστική τεχνητή κοινωνική διάκριση. Είναι μια γιορτή που ικανοποιεί την ανάγκη μας να βρεθούμε όλοι μαζί, να διασκεδάσουμε, να γιορτάσουμε, πέρα από το μονότονο ρυθμό της καθημερινότητας. Η ψυχική ευφορία και το πολύτιμο θεραπευτικό γέλιο απελευθερώνονται τότε και ενισχύονται μέσα από τη γενικότερη διονυσιακή ατμόσφαιρα της γιορτής.

Η λέξη «καρναβάλι» προέρχεται από τη λατινική έκφραση: carne vale, που σημαίνει «κρέας αντίο» Η Encyclopaedia Britannica κάτω από τον τίτλο «Καρναβάλι» αναφέρει: «Η προέλευση της λέξης είναι αβέβαιη, παρ’ ότι πιθανόν να προέρχεται από το Μεσαιωνικό Λατινικό carnem levare ή carnelevarium, που σημαίνει να παίρνεις ή να αφαιρείς κρέας.

Σύμφωνα με το «Standard Dictionary of Folklore, Mythology and Legend» των Funk και Wagnalls: «Το καρναβάλι προέρχεται από τη φράση: «carrus navalis» που σημαίνει: κάρο της θάλασσας, ένα τροχοφόρο όχημα με μορφή πλοίου το οποίο χρησιμοποιούσαν στις πομπές του Διόνυσου και από το οποίο έψαλλαν όλα τα είδη των σατυρικών τραγουδιών». Η λέξη επίσης σχετίζεται με τα Κάρνεια και τον Θεό Κάρνειο Απόλλωνα, αλλά τα Κάρνεια γιορτάζονταν τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο και δεν είχαν τα έθιμα των μασκαράδων, ανάμνηση νεκρών κτλ.

Επίσης σχετίζεται με τον χοροπηδηχτό χορό των Σατύρων που είναι μεταμφιεσμένοι ως τράγοι. Έτσι το καρναβάλι μπορεί να σημαίνει βαλλισμός των κάρνων. Κάρνος κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο είναι κάρνος· φθείρ. βόσκημα, πρόβατον. Έτσι οι τράγοι που είναι τα βοσκήματα, βαλλίζουν δηλ. χοροπηδάνε. Ίσως αυτή η ετυμολογία είναι πιο σωστή από τις άλλες και να συμβαδίζει και με τα αρχαία έθιμα.

Όσα στοιχεία ενσωμάτωσε το καρναβάλι τις αρχαίες γιορτές, τα διαιωνίζει μέχρι σήμερα. Δεν νοείται παρέλαση καρναβαλιού δίχως άρματα. Με πρώτο και καλύτερο αυτό του Βασιλιά Καρνάβαλου. Στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Γαλλία, το Καρναβάλι έχει για πρωταγωνιστή του, μια κωμική μορφή η οποία έπειτα από μια σύντομη σταδιοδρομία γεμάτη δόξα και παραλυσία, καίεται δημόσια. Αυτός ο περίεργος τύπος, ο Ευρωπαίος Καρνάβαλος δεν είναι άλλος από τον διάδοχο του αρχαίου Βασιλιά των οργίων, των Σατουρναλίων.

Το Καρναβάλι είναι μια περίοδος ευθυμίας και χαρούμενης ελευθερίας, όπου οι κανόνες του κόσμιου βίου [ειδικά του θρησκευτικού δογματισμού] αναστέλλονται προσωρινά και βασιλεύει η λησμονιά της καθημερινότητας. Τα ταμπού και οι απαγορεύσεις παραμερίζονται και όλες οι εκτροπές επιτρέπονται. Εκδηλώσεις, γλέντια και πλουσιοπάροχα συμπόσια, όπου κυριαρχούν η έξαρση του αισθησιασμού, η μέθη, η αθυροστομία, οι ξέφρενοι χοροί, οι μεταμφιέσεις και οι πομπές προσωπιδοφόρων, συνθέτουν την όλη εικόνα. «Αγριάνθρωποι» που φορούν δέρματα ζώων, φυλλώματα δέντρων, άχυρα και κουδούνια και κρατούν ρόπαλα ή μαγκούρες, άνθρωποι ντυμένοι αρκούδες και άλλα ζώα αναστατώνουν τα πάντα.

Αποτελούσε την κορύφωση των μιμητικών πράξεων που σκοπό είχαν να καλοπιάσουν τη γη και να την πείσουν να προσφέρει πλούσια τα ελέη της την εποχή του θερισμού και της συγκομιδής.

Προκαλούν με πειράγματα τους περαστικούς, παράγουν εκκωφαντικούς θορύβους, πετούν αντικείμενα, μπαίνουν μέσα στα σπίτια και ξεφαντώνουν. Ποικίλα είναι τα έθιμα και τα τελετουργικά δρώμενα του Καρναβαλιού, μεταξύ των οποίων καθαρμοί, απομάκρυνση των δαιμόνων, άναμμα και σβήσιμο των φώτων ή της πυράς, αγώνες μεταξύ αντίπαλων ομάδων, στέψη και καθαίρεση ενός πλασματικού βασιλιά, κάψιμο ή ενταφιασμός ενός ανδρεικέλου, αναπαραστάσεις της γενετήσιας πράξης, του θανάτου και της νεκρανάστασης, παρωδίες του γάμου και της κηδείας.

Όμως, τα καρναβαλικά δρώμενα διακρίνονται γενικότερα από την τάση τους να αντιστρέφουν επίμονα και συστηματικά την τάξη του κόσμου και τις ιεραρχικές δομές της κοινωνίας. Ολόκληρος ο κόσμος ξεπροβάλει μέσα από ένα καθολικό αναποδογύρισμα, οι άνθρωποι βγάζουν τα ρούχα και τα ξαναφορούν ανάποδα, οι άντρες ντύνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες. Καθετί «ανώτερο» υποβιβάζεται, τη στιγμή που οτιδήποτε «κατώτερο» αναβιβάζεται και εξυμνείται.

Ο ζητιάνος ενθρονίζεται βασιλιάς και ο καντηλανάφτης παπάς, ο τρελός ανακηρύσσεται σοφός, ο διάβολος δοξολογείται, η θεία λειτουργία τρέπεται σε βωμολοχία. Σύμβολα, θεσμοί, τίτλοι και αξιώματα, ιερά και όσια διακωμωδούνται και εκθρονίζονται, ενώ στη θέση τους ενθρονίζεται η τρέλα και το αλλόκοτο. Κάθε υψηλή ιδέα γελοιοποιείται και στη θέση της δοξάζεται μεταξύ άλλων η ανδρική και γυναικεία «φύση».

Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα συνθέτουν ένα οργιώδες ανατρεπτικό κλίμα, μέσα από το οποίο αναδύεται το αρχέτυπο του «τρελού», που ξεσκεπάζει με τις κουβέντες του κάθε ψέμα ή υποκρισία και ανακοινώνει δημόσια δυσάρεστες αλήθειες, που συγκαλύπτονται στην καθημερινή μας ζωή. Και επειδή στο καρναβάλι όλοι γίνονται «τρελοί», τούτο σημαίνει πως ακόμα και ο λαός κατορθώνει τότε να πει στην εξουσία, χάρη στην ασυλία της γιορτής, τη δική του αλήθεια· να κρίνει και να επικρίνει, να ελέγξει τους δυνατούς, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται, να επισημάνει τα στραβά, να καταγγείλει το άδικο, να σατιρίσει την εξουσία, διορθώνοντας ή βελτιώνοντας την κοινωνία.

Το Καρναβάλι στην Αρχαιότητα

Όταν, λοιπόν, λέμε Καρναβάλι εννοούμε κάθε εκδήλωση μεταμφιέσεων, που έχει ως κεντρικό θέμα τον περιοδικό εορτασμό της ανακύκλωσης των εποχών και της αναγέννησης του κόσμου, με το τέλος του παλιού, την αρχή του καινούργιου και την ανατροπή όλων των πραγμάτων. Τα δρώμενα του Καρναβαλιού τελούνται όχι μόνο κατά την περίοδο των Αποκριών του χριστιανικού κόσμου, αλλά και κατά το Δωδεκαήμερο ή ακόμα και σε άλλες περιόδους του έτους. Αυτά τα έθιμα είναι πολύ παλιά και η σύνδεσή τους με το χριστιανικό εορτολόγιο αιώνες μεταγενέστερη.

Γιορτές Καρναβαλιού διαπιστώνονται ήδη από το 2000 π.κ.ε. στην Ασία, και συγκεκριμένα στη Μεσοποταμία και τη Βαβυλώνα, όπου υπήρχε το έθιμο οι υπηρέτες να ντύνονται αφέντες και οι δούλες κυράδες. Ανάλογα έθιμα υπήρχαν στην Ινδία, κατά την ανοιξιάτικη γιορτή της αγάπης, Ηοli, όταν οι νέοι υποδύονταν τους γέρους προεστούς, οι υπηρέτες τους αφέντες και οι γυναίκες τον αυταρχικό σύζυγό τους. Σε γιορτές της αρχαίας Κίνας, οι άντρες πάλευαν με τις γυναίκες, για την αρπαγή των ρούχων ο ένας του άλλου. Καρναβαλικά δρώμενα περιλαμβάνονταν και στα πανάρχαια Σάκαινα των Βαβυλωνίων, στο Πουρίμ των Ιουδαίων και στο Κουρμπάνι των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, αλλά και σε ακόμα περισσότερες γιορτές.

Οι βαθύτερες όμως ρίζες των καρναβαλικών εθίμων βρίσκονται στα αρχαία μαγικοθρησκευτικά δρώμενα των ποιμενοαγροτικών κοινωνιών, στα οποία συναντάμε τη φωτιά, ως μέσο καθαρμού και αποτροπής του κακού, τη μεταμφίεση (μάσκα, κεφαλοκάλυμμα, κοστούμι), το εικονικό όργωμα, τη σπορά, την πάλη, το θάνατο και την ανάσταση, το χορό και τη μουσική.

Οι φυλές των Οτεντότων της Νότιας και των Μπαντού της Ανατολικής Αφρικής δεν γνώριζαν το Καρναβάλι αλλά την κατάλληλη εποχή τελούσαν λατρευτικές γιορτές που μπορούσαν και άγιο να σκανδαλίσουν. Στη στροφή του ΙΘ’ προς τον εικοστό αιώνα, ο αιδεσιμότατος H. Rowley βρέθηκε σε μια τέτοια τελετή των Μπαντού κι έγραψε ότι επρόκειτο για «αληθινά βακχικά όργια»: «Είναι αδύνατο να παρευρεθεί κάποιος (λέει) και να μην αισθανθεί ντροπή. Όχι μόνο επιτρέπεται στον επισκέπτη η πλήρης σεξουαλική ελευθερία αλλά συχνά του επιβάλλεται υποχρεωτική συμμετοχή. Η πορνεία είναι ελεύθερη και η μοιχεία κανέναν δεν ενοχλεί. Το μόνο που απαγορεύεται στους άνδρες, είναι να κάνουν σεξ με τις νόμιμες γυναίκες τους».

Ανάλογες γιορτές στην Αγγλία συνδέονται με την Πρωτομαγιά. Στον μεσαίωνα ήταν παντού διάσημες στην «γιορτή των Τρελών». Στην αρχαία Ρώμη, συνέπιπταν με τα Σατουρνάλια. Στην Ελλάδα, με τις γιορτές της Διονυσιακής λατρείας. Στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, γιόρταζαν τα Τριετηρικά, κάθε τρία χρόνια. Μόνο γυναίκες συμμετείχαν: Νύχτα, στο φως των πυρσών, φορώντας προβιές ελαφιών, με ξέπλεκα μαλλιά, στεφανωμένες με κισσούς και κρατώντας ιερούς θύρσους (ραβδιά τυλιγμένα με φύλλα κισσού) το έριχναν σε ξέφρενο χορό κι αχαλίνωτο τρέξιμο, καλώντας τον Διόνυσο με ουρλιαχτά.

Το Καρναβάλι ως Διονυσιακή Λατρεία

Ανάλογα δρώμενα υπήρχαν και στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο και συγκεκριμένα στα Διονύσια, τα Ανθεστήρια, τα Λήναια, τα Θεσμοφόρια, τα Κρόνια, τα Θεσσαλικά Πελώρια, τις γιορτές του Ερμή στην Κρήτη και διάφορες άλλες μικρότερες, με έντονο πάντα το Διονυσιακό στοιχείο, όπου οι άνθρωποι διατηρούσαν μια πίστη σε μαγικές γονιμικές πράξεις.

Σύμφωνα με τον πανάρχαιο μύθο, ο Διόνυσος ή Βάκχος λατρευόταν φανατικά στον Ορχομενό της Βοιωτίας αλλά οι κόρες του μυθικού βασιλιά Μινύα (Λευκίππη, Αλικιθόη και Αρσίππη) περιφρονούσαν τις τελετές. Ο Θεός θύμωσε με την ασέβειά τους και τις τρέλανε. Γεμάτες μανία, ρίχτηκαν στον Ίππασο, τον γιο της Λευκίππης, τον κατασπάραξαν κι έπειτα φύγανε στα βουνά. Από τότε, οι γυναίκες απόγονοι του Μινύα ονομάζονταν «ολείαι», ολέθριες.

Και υποχρεώνονταν σε βαρύ τίμημα: Στο βουνό της Γρανίτσας, το αρχαίο Λαφύστιο, οι κάτοικοι του Ορχομενού, επί τέσσερις συνεχείς νύχτες, τελούσαν τα Αγριώνια, προς τιμήν του Αγριώνιου Διονύσου. Τις τρεις πρώτες νύχτες, γυναίκες του Ορχομενού, με παρθένες του οίκου του Μινύα ανάμεσά τους, περιφέρονταν εκστασιασμένες στο βουνό ψάχνοντας να βρουν τον Διόνυσο, καλώντας τον να παρουσιαστεί. Αποκαμωμένες, την τέταρτη νύχτα ετοίμαζαν συμπόσιο και το έριχναν στο φαγοπότι.

Τη γιορτή παρακολουθούσαν υποχρεωτικά οι άνδρες της οικογένειας του μυθικού Μινύα, ντυμένοι με κουρέλια, βρόμικοι και τελείως αμέτοχοι στα δρώμενα. Πάνω στην έξαψη, εμφανιζόταν ο ιερέας του Διονύσου, μεταμφιεσμένος σε δαίμονα εχθρό του Θεού και με γυμνό ξίφος έστρωνε τις γυναίκες στο κυνήγι, χωρίς οι άνδρες να έχουν το δικαίωμα να επέμβουν. Οι γυναίκες έφευγαν πανικόβλητες αλλά ο ιερέας κυνηγούσε κυρίως τις παρθένες από την οικογένεια του Μινύα. Όποια προλάβαινε πρώτη, την σκότωνε θυσιάζοντάς την στον Βάκχο.

Αργότερα, όταν πια δεν υπήρχαν απόγονοι του Μινύα, ο ιερέας θυσίαζε την όποια παρθένα έπιανε πρώτη. Μετά, το έθιμο ατόνησε. Στους ιστορικούς χρόνους, η σφαγή της παρθένας είχε αντικατασταθεί από συμβολική θυσία. Μια μόνο φορά, πολύ αργότερα, στα χρόνια του Πλουτάρχου (Β’ μ.κ.ε. αι.), ο ιερέας Ζωίλος θέλησε να τηρήσει το έθιμο κι έσφαξε μια παρθένα. Αποτέλεσμα ήταν οι Ρωμαίοι κατακτητές να απαγορεύσουν τις τελετές, ο Ορχομενός να πληρώσει βαρύ πρόστιμο και η οικογένεια του Ζωίλου να αποκλειστεί από το ιερατικό επάγγελμα.

Ήταν τα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού, που προσπαθούσε να εξαλείψει το φαινόμενο των ανθρωποθυσιών από τη ρωμαϊκή λατρεία, καθώς ανάλογα κρούσματα δεν έλειπαν ούτε στην ίδια τη Ρώμη. Η ανθρωποθυσία είχε βαθιές ακόμα ρίζες, καθώς ερχόταν από τους εβραίους (θυσία του Αβραάμ), τους Αιγυπτίους και τους Φοίνικες, που θυσίαζαν στον Μολώχ.

Διόνυσος Ζαγρέας και Ορφέας, με περίπου κοινή μοίρα, αποτέλεσαν τον μοχλό της πίστης των ορφικών που τελούσαν τα ορφικά μυστήρια, ανοιχτά μόνο στους μυημένους. Ο Ορφισμός λατρευόταν με όργια και αναπτύχθηκε με κέντρο λατρείας τον Διόνυσο Ζαγρέα, τον Θεό που δίνει ψυχή στα πάντα. Ο άνθρωπος που εκπλήρωνε τις επιταγές της ορφικής διδασκαλίας, μπορούσε να ελπίζει στη λυτρωτική χάρη του Διονύσου και να απαλλαγεί από τη μεταθανάτια κόλαση του Άδη. Αλλιώς, η ψυχή του κινδύνευε να υποστεί τα μύρια όσα, ώσπου να φθάσει στον καθαρμό.

Ξεκινώντας από τη Θράκη, ο Ορφισμός εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και γύρω στον Στ’ π.κ.ε. αιώνα, είχε καταντήσει αληθινή μάστιγα, καθώς διάφοροι απατεώνες οι «ορφεοτελεστές» περιφέρονταν από τόπο σε τόπο και έναντι αμοιβής, αναλάμβαναν να απαλλάξουν από τις αμαρτίες τους, όχι μόνο τους ζωντανούς αλλά και τους πεθαμένους. Στην πραγματικότητα, ήταν οι εφευρέτες της επιχείρησης που μετά από 2000 χρόνια, ο πάπας Λέων Ι’ (1513 – 1521) ξεκίνησε με τα συγχωροχάρτια, προκαλώντας το σχίσμα της δυτικής Εκκλησίας σε καθολικούς και διαμαρτυρόμενους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα στις χριστιανικές κυρίως εκκλησίες. Κάτι ανάλογο έγινε και στην αρχαία Αθήνα του Στ’ π.κ.ε. αιώνα. Ήταν γύρω στα 535 π.κ.ε. όταν ο τύραννος Πεισίστρατος, άνθρωπος ξύπνιος και βαθιά μορφωμένος, καθιέρωσε τα Μεγάλα Διονύσια. Η λαμπρότητα του θεάματος αντιμέτωπη με τη θρησκοληψία και τη δεισιδαιμονία.

Οι γιορτές προς τιμήν του Θεού Διονύσου ήταν ξεχωριστές και περιλάμβαναν εύθυμες λατρευτικές πομπές, στις οποίες συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες χορευτές, τραγουδιστές, προσωπιδοφόροι, μεταμφιεσμένοι σε σατύρους και κενταύρους, ενώ αργότερα στις γιορτές της κλασικής εποχής συμμετείχαν ιδιαίτερες φαλλικές μορφές, πέρα από τους μασκοφορεμένους χορευτές. Η μεταμφίεση, και ιδιαίτερα η μάσκα είναι χαρακτηριστικό των εορτών του Διονύσου, που ενίοτε αποκαλείται Θεός – προσωπείο, καθώς το προσωπείο αποτελούσε την λατρευτική εικόνα του. Η μάσκα συμβόλιζε επίσης τη νέα μορφή του αναγεννημένου ανθρώπου, ενώ υπήρξε και σύμβολο μετουσίωσης, αλλά και επικοινωνίας με τους αόρατους κόσμους. Σύμφωνα μάλιστα με τον Γ. Φ. Όττο ο μασκοφόρος βιώνει την ιερή τρέλα, το πνεύμα του μαινόμενου Θεού, που εμποτίζει το προσωπείο του.

Για παράδειγμα, σε τελετουργίες του Διονύσου στη Θράκη, που θεωρείται η πλέον πιθανή πατρίδα του, υπήρχαν «ταυρόφθογγοι μίμοι» που μούγκριζαν προς τον Θεό, ενώ οι γυναίκες που τον λάτρευαν ως Διόνυσο Λαφύστιο έφεραν οι ίδιες κέρατα, μιμούμενες τον Θεό, γιατί τον φαντάζονταν ως ταυροκέφαλο. Αργότερα, μέσα από τις γιορτές του Διονύσου, γεννήθηκε το Ιερό Θέατρο, που σε πολλές παραστάσεις, όπως εκείνες του Αριστοφάνη, ο χορός μεταμφιεζόταν σε όρνιθες, νεφέλες, βατράχους, σφήκες κ.λ.π.

Ο Διόνυσος παρουσιάζεται πάντοτε ανάμεσα σε μια θορυβώδικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό. Οι Μαινάδες, που ονομάζονταν επίσης και Βάκχες, ήταν Νύμφες. Οι Νύμφες είχαν αναθρέψει τον Διόνυσο στο βουνό Νύσα. Έγιναν οι πιστές ακόλουθες και συντρόφισσες του θεού του αμπελιού και τις βλέπουμε να καταγίνονται πρόθυμα με τον τρύγο, μαζί με τους Σειληνούς συχνά. Εμψυχωμένες από τον Διόνυσο, από το πνεύμα του θεού, ρίχνονταν αναμαλλιασμένες σε τρελές ορμητικές και ακανόνιστες διαδρομές, σαν με πηδήματα ελαφίνας, που προσπαθεί να ξεφύγει από την καταδίωξη του κυνηγού. Βγάζουν δυνατές κραυγές, χτυπώντας κρόταλα σαν μανιασμένες.

Ο Πλάτωνας ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα των δυνατοτήτων του, μόνο μέσω Μανίας σε δόση θεϊκά ρυθμισμένη: «νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης». Δικαιολογεί δε τη φαινομενική αυτή παραδοξολογία του με το ότι η Μανία είναι «Θείο δώρο» και αναφέρει 4 τύπους Μανίας: α) την προφητική (που εμπνέεται από τον Απόλλωνα), β) τη θρησκευτική (από τον Διόνυσο), γ) την ποιητική (από τις Μούσες) και δ) την ερωτική (από την Αφροδίτη και τον Έρωτα): «Τῆς δὲ θείας (μανίας) τέτταρα μέρη διελόμενοι μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικὴν, Μουσῶν δ’ αὖ ποιητικὴν, τετάρτην δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν».

Η Θεία Διονυσιακή Μανία είναι ομαδική και μεταδοτική

«Θιασεύεται ψυχάν, ἐν ὄρεσι βακχεύων ὁσίοις καθαρμοῖσιν» (Βάκχες, 75). Οι δυο τεχνικές του Διονύσου είναι το κρασί κι ο χορός` σκοπός του δε η «κάθαρσις» με την ψυχολογική σημασία. Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγεί κατευθείαν στην κάθαρσιν, δηλαδή: στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Ο Θεός Διόνυσος είναι ο Ελευθέριος, ο Λύσιος Θεός, δηλαδή ο Απελευθερωτής Θεός, που κάνει τον άνθρωπο να πάψει να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί. Του δείχνει τον δρόμο της Ελευθερίας.

Ο οργιαστικός απελευθερωτικός χαρακτήρας της λατρείας του Διονύσου είναι ολοφάνερος. Η ύπαρξή του για τους ανθρώπους του είναι μια αδιάκοπη συνέχεια από θορυβώδικα γλέντια, που κατέληγαν σε όργια, όπου προπάντων έπαιρναν μέρος οι γυναίκες. Από όπου πέρναγε ο Διόνυσος, συνέβαιναν θαυμαστά φαινόμενα. Πηγές κρασιού και νερού στο έδαφος κι από τα βράχια ανάβλυζαν κι από τα ποτάμια κυλούσε μέλι και γάλα. Κι ήταν τα κορφοβούνια αγαπημένος του τόπος διαμονής, όπου τελούνταν οι γιορτές του, κατά προτίμηση τη νύχτα. Όμως ο ρόλος του Διονύσου δεν περιορίζεται στο να διώχνει θλίψεις και καημούς από τους ανθρώπους και να τους κάνει να ξεχνούν τις καθημερινές έγνοιες με τα χαρούμενα μεθύσια.

Ο Διόνυσος τιμωρούσε τους εχθρούς της λατρείας του, μεταδίδοντάς τους την ίδια φρενίτιδα που έπιανε τις Μαινάδες και σπρώχνοντάς τους σε πράξεις αλλόφρονες κι εξωφρενικές. Μάλιστα η μανία των Μαινάδων δεν γνώριζε όρια. Ξεσκίζανε ζώα και έτρωγαν ωμές τις σάρκες τους. Δεν γλίτωναν μήτε οι άνθρωποι από τη φονική τους παράκρουση όπως στον μύθο του Ορφέα που τον κατασπάραξαν οι Βάκχες, οι μαινόμενες.

Ο Διόνυσος ήταν και ο ευεργέτης της ανθρωπότητας. Τρέλαινε όσους ήταν αντίθετοι στη λατρεία του και δεν ήθελαν να συμμετάσχουν σ’ αυτή, από την άλλη όμως μεριά εξασφάλιζε την ησυχία και τη γαλήνη των δικών του με τον πλούτο που χαρίζει η γεωργία. Του απέδιδαν την εφεύρεση του αρότρου, όπου πρώτος αυτός έζεψε βόδια. Ο Διόνυσος, συνέβαλε στην ανάπτυξη του πολιτισμού -υποβοηθώντας την ύπαρξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων- και την καλή διοργάνωση πόλεων, όπου παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων ενάντια σε όσους τους καταπιέζουν. Από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό θέατρο, πράγμα που μας επιτρέπει να θεωρήσουμε το γιο του Διός και της Σεμέλης Θεό της ποίησης και της μουσικής.

Ανθεστήρια

Η κλασική αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν του Θεού Διόνυσου ήταν τα Ανθεστήρια, τριήμερη και γεμάτη γλέντια και κρασί, καθώς τότε άνοιγαν τους πίθους με το γιοματάρι. Τα Ανθεστήρια ήταν πομπή, με άνθη, τραγούδια, μουσικούς και σκώμματα (σατιρικοί αστεϊσμοί, από το ρήμα σκώπτω = κοροϊδεύω, χλευάζω, σατιρίζω) που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας θύρσους κοσμημένους με κισσό (σύμβολο γονιμότητας)- και φορώντας προσωπίδες οι συμποσιαστές.

Δηλαδή, οι κωμαστές (κωμάζω = γυρίζω με άλλους στους δρόμους, λέγοντας τραγούδια και πειράγματα και κώμος = νυχτερινή έξοδος – πομπή συμποσιαστών στους δρόμους, με προσωπίδες, λαμπάδες, μουσικά όργανα και σατιρικά τραγούδια. Εξ ου και κωμωδία. Ο κορυφαίος, σε άρμα, όπως κάθε κωμαστής «τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος» έλεγε ο Α. Σικελιανός – με τα πειράγματά του έσουρνε σε άλλους «τα εξ αμάξης»

Τέλειωνε με την τελετή της χύτρας που περιφερόταν μουτζουρωμένη, γεμάτη σπόρους για προσφορά στον Διόνυσο, ενώ την ημέρα αυτή έζωναν τους ναούς με μια κορδέλα, απαγορεύοντας την είσοδο σ’ αυτούς. Οι εκδηλώσεις έκλειναν με θυσία σε δεκατέσσερις βωμούς, για τους επτά Τιτάνες και τις επτά Τιτανίδες, που είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο όταν ήταν μωρό. Την ίδια ημέρα, οι ψυχές των νεκρών ξαναγύριζαν στον Άδη και οι νοικοκυραίοι ξόρκιζαν αυτές που αρνιόνταν να φύγουν φωνάζοντας: «Έξω από το σπίτι, ψυχές! Τα Ανθεστήρια τέλειωσαν».

Το Καρναβάλι στην Αιώνια Πόλη

Γιορτές καρναβαλικού περιεχομένου υπήρξαν και στους Ρωμαίους, όπως τα Βακχανάλια, τα Σατουρνάλια, τα Λιμπεράλια, τα Λουπερκάλια, τα Φεράλια [ή Φε-(β)ρουάλια], τα Παρεντάλια· στο Βυζάντιο ήταν οι Καλένδες (ή Καλάνδες) και στη μεσαιωνική Δύση η Γιορτή των Τρελών, ένα παραεκκλησιαστικό Καρναβάλι, που τελούνταν κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου. Στη Γιορτή των Τρελών κατώτεροι κληρικοί, διάκοι και παπαδοπαίδια, εξέλεγαν τον ψευδοκαρδινάλιο ή τον πάπα των τρελών και τον χειροτονούσαν μέσα στην εκκλησία.

Εκεί χόρευαν μασκαρεμένοι, έψελναν φάλτσα αθυρόστομες παρωδίες εκκλησιαστικών ύμνων, έπιναν, έτρωγαν και έπαιζαν ζάρια. Μετά έβγαιναν στους δρόμους, χοροπηδούσαν διαβολεμένα, έριχναν μαγαρισιές στον κόσμο, και πήγαιναν στις ταβέρνες, συνεχίζοντας το πιόμα και τα ανόσια τραγούδια. Η παντοδύναμη Εκκλησία ήξερε πως εάν δεν έδινε στον καταπιεσμένο, φοβισμένο λαό έστω και μα ημέρα για να εκτονωθεί, δεν θα συνέχιζε να «πουλά τον Χριστό με το ζύγι», καταπώς έλεγε κι ο Καζαντζάκης, κρατώντας τον υποταγμένο υπό την απειλή της Κόλασης.

Παρόμοιες καταστάσεις συνέβαιναν στις Καλένδες, τις πλέον επίσημες και λαμπρές εορτές των βυζαντινών χρόνων με μεταμφιέσεις, στις οποίες αν και συμμετείχαν κληρικοί, κρίνονταν μη αποδεκτές και απαγορευμένες από την Εκκλησία. Στις Καλένδες οι βυζαντινοί έψελναν χορεύοντας, μεταμφιεσμένοι σε ζώα, τράγους, καμήλες, ελάφια, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξασφάλιζαν ευθυμία για όλο το έτος. Τέτοια έθιμα υπήρξαν και σε νεότερους χρόνους, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, ακόμα και στην Ελλάδα.

Τα έθιμα του Καρναβαλιού πέρασαν με τον καιρό από την ύπαιθρο στις αναπτυσσόμενες πόλεις, όπου τα περιεχόμενά τους διαμορφώθηκαν ανάλογα και απέκτησαν καινούργια σημασία, αντανακλώντας νέους κοινωνικούς συσχετισμούς. Η μαγική αγροτική τελετουργία μετατράπηκε βαθμιαία σε πάνδημο αστικό θέαμα και ψυχαγωγία, με το λαό θεατή και πρωταγωνιστή. Στους νεώτερους χρόνους τα σύγχρονα Καρναβάλια έλαμψαν στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία, με τις γιορτές και τις πομπές των μασκοφόρων.

Στην Ιταλία τα Καρναβάλια απέκτησαν μεγάλη φήμη

Η Φλωρεντία του 15ου-16ου αιώνα γιόρταζε με τραγούδια, που είχαν αρχικά μυθολογικό περιεχόμενο, αλλά στη συνέχεια έγιναν επίκαιρα, αποκτώντας μεγαλύτερη απήχηση στο λαό. Την εποχή του ρομαντισμού είχε γίνει ξακουστό και το Καρναβάλι της Ρώμης· μια εικόνα του μας δίνει ο Γκαίτε, όταν μιλάει για ποικιλία κοστουμιών, που παρίσταναν φασουλήδες, δικηγόρους, ζητιάνους και γυναίκες του λαού, με κομφετί, εκκεντρικές κομμώσεις, αλλά και αλλόκοτα δρώμενα, όπως εκείνο της τελευταίας βραδιάς, που περιφέρονταν με κεριά τα οποία προσπαθούσαν μεταξύ τους να σβήσουν. Εκείνο όμως που ξεχώριζε πάντοτε για τη μεγαλοπρέπειά του ήταν το Καρναβάλι της Βενετίας, με εντυπωσιακές μάσκες και μεταμφιέσεις, πυροτεχνήματα, ακροβατικές επιδείξεις, παρελάσεις και ψευτομάχες.

Στη Γαλλία, από το 15ο αιώνα υπήρχαν οι «χοροί των μεταμφιεσμένων», γνωστοί ως μπαλ-μασκέ, ενώ κατά το 16ο αιώνα ήταν στη δόξα τους τα «momons», οχλαγωγίες από μασκαράδες και μουσικούς, που εισέβαλλαν απρόσκλητοι στα σπίτια και έπαιρναν μέρος στους χορούς και τις διασκεδάσεις· το 18ο αιώνα καθιερώθηκαν και τα μπαλ-μασκέ της Όπερας του Παρισιού. Στη Βόρεια Γαλλία χαρακτηριστικές ήταν οι παρελάσεις γιγάντων, στο Νότια Γαλλία οι πομπές των ζώων, στην Κεντρική Γαλλία οι «κερατάδες» του Σωγκζιλάνζ, και στα ανατολικά της χώρας οι «χοντροί» του Σαιν-Κλωντ.

Οι αποικισμοί και οι μεταναστεύσεις των λαών συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάμιξη των καρναβαλικών παραδόσεων που προέρχονταν από διαφορετικούς πολιτισμούς και στη διαμόρφωση της σύγχρονη μορφής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Αμερική, με την ανάμιξη ευρωπαϊκών, αφρικανικών, ασιατικών και αυτοχθόνων εθίμων, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων καρναβαλικών εορτών, όπως στο Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα και στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, στη Λουϊζιάνα και στη Νέα Ορλεάνη της Κεντρικής Αμερικής, στα νησιά Τρινιντάντ και Τομπάγκο της Καραϊβικής· αυτά τα δύο νησιά αποτελούν μάλιστα ένα όμορφο παράδειγμα του πώς το Καρναβάλι μπορεί να ενώσει τον κόσμο, αφού σε αυτό το μικρό έθνος οι πεποιθήσεις και οι παραδόσεις πολλών πολιτισμών ενώνονται κάθε χρόνο, ξεχνώντας τις διαφορές τους και γιορτάζοντας το θαύμα της ζωής!

Τα δρώμενα του Καρναβαλιού δανείστηκαν πολλά στοιχεία από τις αρχαίες αφρικανικές παραδόσεις, όπως παρελάσεις μεταμφιεσμένων μασκοφόρων με ρυθμούς τυμπάνων, μεγάλες μαριονέτες, ραβδούχους μαχητές και ξυλοπόδαρους χορευτές. Στα έθιμα αυτά συχνά συμπεριλάμβαναν κυκλικές πορείες γύρω από το χωριό, για να προκαλέσουν καλή τύχη, θεραπεία και εξευμενισμό των αποθανόντων συγγενών, αλλά και φυσικά αντικείμενα (οστά, φτερά, χόρτα, χάντρες, κοχύλια, ύφασμα) για να δημιουργούν μάσκες, καπέλα και φορεσιές με πνευματικές δυνάμεις και ιδιότητες. Η μάσκα αποτελούσε ιερό αντικείμενο σε νεκρικές τελετές, ενώ τα φτερά συμβόλιζαν τη δυνατότητά μας ως άνθρωποι να ανυψωθούμε πάνω από τα προβλήματα, τους πόνους και την ασθένεια της καθημερινότητας, αναγεννημένοι σε ένα νέο κόσμο. Σήμερα, τα φτερά χρησιμοποιούνται με πολλούς τρόπους στη δημιουργία αποκριάτικων στολών.

Η Αποκριά

Μια σημαντικότατη γιορτή καρναβαλικού χαρακτήρα, που τελείται σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο πριν από την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η γιορτή της Αποκριάς (ή των Αποκριών ή Αποκρεών), μια περίοδος διασκέδασης κι ανεμελιάς, που σημάνει το οργιαστικό ξέσπασμα της ζωής και την εκδίωξη του θανάτου, τον ερχομό της άνοιξης και το τέλος του χειμώνα, την ευφορία της γης και τη γονιμότητα -φυσική και πνευματική- όλων των υπάρξεων. Η γιορτή αυτή είναι ένα χαρούμενο καλωσόρισμα στο Πνεύμα της Θεότητας που κατακλύζει τα πάντα, και μεταβάλει το θάνατο σε ζωή, τη θλίψη σε χαρά, συμπαρασύροντας τους ανθρώπους και τη φύση σε μια θεία ιερή μέθη, γεμάτη από την αγάπη για τη ζωή και το χτίσιμο ιδανικών.

Η Αποκριά σε οποιοδήποτε μέρος γιορταζόταν, περιλάμβανε μεταμφιέσεις και αποκτούσε πάνδημο χαρακτήρα. Οι ρωμαιοκαθολικοί την καθιέρωσαν πριν από εκατοντάδες χρόνια στην Ιταλία. Ήταν μια ξέφρενη εορτή αμφίεσης, που την ονόμαζαν Carnevale, από το λατινικό carnem levare ή carnis levamen, που σημαίνει «αποχή από το κρέας», εφόσον τη γιορτή ακολουθούσε η Σαρακοστή, όπου δεν επιτρεπόταν η βρώση κρέατος. Οι κυριότερες εκδηλώσεις της Αποκριάς των καθολικών συνηθίζονται πλέον κατά τις τρεις τελευταίες μέρες της κρεοφαγίας, δηλαδή Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη (γνωστή στα γαλλικά ως Mardi Gras, Αμαρτωλή Τρίτη). Η επόμενη μέρα, η Καθαρή Τετάρτη (Mercredi des Cendres = Τετάρτη των Τεφρών) είναι η αρχή της νηστείας της Σαρακοστής (Careme), αντίστοιχη της δικής μας Καθαρής Δευτέρας.

Οι Αποκριές στην Ελλάδα

Οι Αποκριές στην Ελλάδα, που αποκαλούνται από το λαό και «Μεγάλες Αποκριές» στην Κύπρο «Μεγάλες Σήκωσες» διαρκούν τρεις εβδομάδες και ξεκινούν την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μαζί με το Τριώδιο -το βιβλίο των εκκλησιαστικών ύμνων, που ψάλλονται στην εκκλησία από την εν λόγω Κυριακή μέχρι το Μεγάλο Σάββατο. Οι επόμενες τρεις Κυριακές των Αποκριών είναι η Κυριακή του Ασώτου, της Απόκρεω και της Τυρινής. Η Κυριακή της Τυρινής σημάνει τη λήξη αυτή της περιόδου και την έναρξη της μεγάλης Σαρακοστής, από την Καθαρά Δευτέρα. Η πρώτη εβδομάδα ονομάζεται Προφωνή, Προφανή, Προφωνέσιμη ή Προφωνήσιμη, επειδή προφωνείται (ανακοινώνεται) η έναρξη των Αποκριών, επίσης Συγκόκαλη ή Απόλυτη, επειδή δεν εφαρμόζεται η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, καθώς και Αμολυτή, Αποβολή ή Απόλυτη, γιατί τότε απολύονται οι ψυχές των αποθαμένων και βγαίνουν στον Επάνω Κόσμο· επιπλέον, αποκαλείται Λόκρια, Αρνοβδομάδα, Αρτσι Βούρτσι ή Αρτσι Μπούρτσι.

Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή, γιατί θεωρείται η περίοδος της κρεοφαγίας που σταματάει την Κυριακή της Απόκρεω, τελευταία ημέρα που οι χριστιανοί επιτρέπεται να φάνε κρέας. Η τρίτη και τελευταία εβδομάδα, που ξεκινάει μετά την Κυριακή της Απόκρεω, ονομάζεται της Τυρινής ή Τυροφάγου, γιατί περιλαμβάνει βρώση τυροκομικών.

Ιδιαίτερη θέση στην Κρεατινή εβδομάδα κατέχει η Τσικνοπέμπτη (ή Τσικνοπέφτη) και το Ψυχοσάββατο (ή Σάββατο των Ψυχών). Την Τσικνοπέμπτη η τσίκνα είναι διάχυτη παντού, καθώς οι άνθρωποι γιορτάζουν ψήνοντας κρέατα έξω από το σπίτι, κάτι που έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες, επειδή πίστευαν ότι οι νεκροί πετούσαν γύρω από τις φωτιές και γευμάτιζαν από τον καπνό και την τσίκνα. Ανάλογα, το Ψυχοσάββατο είναι αφιερωμένο στη λατρεία των νεκρών με προσφορά γευμάτων πάνω στους τάφους. Αυτά τα δύο έθιμα προέρχονται από τα Ανθεστήρια, που περιλάμβαναν προσφορές σπονδών και τροφίμων στους νεκρούς, για τους οποίους πίστευαν ότι τριγυρνούσαν εκείνες τις μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς.

Αποκριάτικα Έθιμα στην Ελλάδα

Η Ανακύκλωση της Ζωής

Τα παλαιότερα χρόνια στον τόπο μας οι μέρες της Αποκριάς προσλάμβαναν ένα ιδιαίτερο λαϊκό χρώμα. Στο πλαίσιο του παραδοσιακού πανηγυρισμού οι άντρες μεταμφιέζονταν σε γυναίκες και αντίθετα, γινόταν η περιφορά του καρνάβαλου, του γαϊτανακιού και της καμήλας, με ομίλους χορευτών να γυρνάνε τις συνοικίες σκορπίζοντας το κέφι. Αναβίωναν διάφορες προλήψεις, μαντείες και δεισιδαιμονίες, ψάλλονταν εύθυμα και άσεμνα τραγούδια, γίνονταν εικονικές δίκες και επικρατούσε ένα γενικό ξεφάντωμα, μια γενική ευωχία.

Αναβαν φωτιές, που ονόμαζαν «Φανούς», «Κλαδαριές», «Μπουμπούνες», «Καψαλιές», «Χαλαούζιες» ή «Καλολόγους»· γύρω τους έστηναν χορούς και τις πηδούσαν με ευχές για υγεία και καλή τύχη, αντλώντας τη δύναμη που η φωτιά πίστευαν ότι έκρυβε. Στις μεταμφιέσεις χαρακτηριστικές μορφές ήταν ο γέρος, η νύφη και ο γαμπρός, ο αράπης και η αραπίνα, ο γιατρός και ο βοηθός του, ο παπάς και ο σατανάς, η καμήλα, η αρκούδα κ.λ.π. Άλλοτε πάλι έδιναν υπαίθριες παραστάσεις, κωμικού περιεχομένου, ενώ διαδεδομένα ήταν και τα κοινά συμπόσια.

Γέννηση, ανάπτυξη, γάμος, θάνατος και αναγέννηση του ήρωα, είναι ένα δράμα που παίζεται ακατάπαυστα. Είναι η ανακύκλωση της ζωής, στην οποία συμμετέχει ολόκληρη η κοινότητα, στην αγορά του χωριού ή της πόλης. Μέσα από τις μάσκες, τα ανδρείκελα, τις μεταμφιέσεις οι άνθρωποι «γίνονταν ένα σώμα» και βίωναν την αναγεννητική διαδικασία. Γιόρταζαν πάνω από όλα τον ερχομό του νέου -του νέου χρόνου, της νέας άνοιξης, της νέας ζωής- το καινούργιο που εμφανίζεται στον κόσμο.

Αυτά τα αποκριάτικα έθιμα διατηρούνται ακόμα και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως στο Σοχό Λαγκαδά στη Θεσσαλονίκη, με πανηγυρισμούς, με αγερμούς και τραγούδι, από μεταμφιεσμένους με προβιές τράγου, ψηλά καλύμματα στο κεφάλι από πολύχρωμες κορδέλες, γουρουνοτσάρουχα στα πόδια και μάσκες με πούλιες και μακριά μουστάκια· κρατώντας ξύλινο γιαταγάνι ή αγκλίτσα, ταγάρι με ούζο, κρασί και πορτοκάλια, περπατούν ρυθμικά, πηδούν και σείονται, κουδουνίζουν και τραγουδούν, κερνούν τους ανθρώπους, πότε στα μαγαζιά και τις ταβέρνες, πότε στους δρόμους.

Στη Θράκη, κατά το παλιό αποκριάτικο δρώμενο του «Καλόγερου», η καμπουρίτσα Μπάμπω γεννάει ένα εφταμηνίτικο μωρό που μεγαλώνει στο άψε-σβήσε. Το καλάθι δεν το χωράει, τρώει και πίνει τον περίδρομο, ανδρώνεται, γυρεύει γυναίκα, παντρεύεται, έρχεται στα χέρια με τον κουμπάρο του, σκοτώνεται, μοιρολογιέται και κηδεύεται. Ξαφνικά όμως ανασταίνεται θαυματουργά και οργώνει τη γη μαζί με το μετανιωμένο του φονιά. Ο θάνατος και η ανάσταση του γαμπρού μας παραπέμπουν στο θάνατο του Διόνυσου το χειμώνα και στην ανάστασή του την άνοιξη, ενώ το καλάθι της γριάς το Λίκνο του, που χρησίμευε ως κόσκινο και κούνια (Λικνίτης ήταν γνωστή επωνυμία του Διόνυσου).

Στην ίδια περιοχή τη Δευτέρα της Τυρινής εβδομάδας τελείται ο «Μπέης» ή «Κιοπέκ Μπέης», ευετηριακό δρώμενο, με αγερμούς, ευχές σε κάθε σπίτι για «καλοχρονιά με πολύ στάρι και πολύ κριθάρι», εικονικό όργωμα, εικονική σπορά και αγώνες -πήδημα, ρίξιμο πέτρας, τρέξιμο, πάλη- χορούς και τραγούδια. Στη Νάουσα «Μπούλες» και «Γενίτσαροι» με παραδοσιακές στολές και προσωπίδες, χορεύουν σε ομάδες, με ήχους ζουρνάδων και νταουλιών, σε ανάμνηση των αρματολών της τουρκοκρατίας, που κυκλοφορούσαν μεταμφιεσμένοι τις Αποκριές για να κρύβονται.

Στα χωριά του Παγγαίου, κατά το πανάρχαιο διονυσιακό έθιμο της Ντερβένας, που ανάγεται στην πυρολατρεία των αρχαίων χρόνων, οι άνθρωποι πηδούν πάνω από μεγάλες φωτιές (ντερβένες), που έχουν διπλό σκοπό· αφενός ζεσταίνουν τις καρδιές, αφετέρου εξαγνίζουν τους ανθρώπους, απαλλάσσοντάς τους από τα παλιά ακάθαρτα στοιχεία, σε μια φυσική και πνευματική αναγέννηση, με τον ερχομό της άνοιξης και της Ανάστασης του Πάσχα. Εξάλλου, η φωτιά είχε ανέκαθεν εξαγνιστικό χαρακτήρα και προκαλεί την κάθαρση, την αναγέννηση.

Στη Σκύρο έχουμε τους τραγόμορφους Γέρους και τις Κορέλες, σε ένα ερωτικό παιχνίδι, με μεταμφιεσμένους που σηκώνουν πάνω τους πολλά κουδούνια, συχνά τριάντα, πενήντα ή και περισσότερα, προκαλώντας πανδαισία ήχων. Στη Ζάκυνθο γίνονται θεατρικές παραστάσεις, οι λεγόμενες «Ομιλίες», αλλά και απαγγελίες αυτοσχέδιων σατιρικών στίχων με έντονη αθυροστομία. Στο Δαφνί της Σπάρτης οι άνδρες μεταμφιέζονται σε νύφη και γαμπρό, και επικρατούν αυτοσχέδιοι διάλογοι, χοροί γύρω από εθιμικές φωτιές, τραγούδια, κέφι, τολμηρά πειράγματα και κρασί.

Ο «Πεθαμένος στη Γκούβα», ένα Δρώμενο των Σαρακατσάνων της Ηπείρου με έντονο το στοιχείο της μαγείας, άρχιζε με το ηλιοβασίλεμα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς και τελείωνε τα χαράματα της Καθαρής Δευτέρας. Ένας θίασος ανδρών υποδυόταν το γαμπρό, τη νύφη, τα πεθερικά, τους γέρους, το γύφτο και άλλα πρόσωπα. Οι γέροι φορούσαν μάσκες και κάπες από προβιές ζώων, κουδούνια στη μέση, ενώ κρατούσαν μεγάλα ραβδιά, με τα οποία χτυπούσαν τη γη. Ένας τσοπάνης ξάπλωνε πεθαμένος μέσα σε μια γκούβα (γούβα ή λάκκος) και ο θίασος τον μοιρολογούσε, ενώ στο τέλος χόρευαν, με πρωτοχορευτή τον πεθαμένο και αναστημένο τσοπάνη.

Η λήξη των Αποκριών σηματοδοτείται από την πομπή και το κάψιμο του καρνάβαλου. Είναι σημάδι ότι η γεύση της Ελευθερίας, της ανεμελιάς και της ουσίας της Ζωής τελείωσε και ο σκλάβος-άνθρωπος πρέπει να επιστρέψει στην φυλακή της καθημερινότητας του αναλαμβάνοντας και πάλι τον ρόλο του πεπρωμένου του. Μέχρι τον επόμενο χρόνο … αν είναι ζωντανός!

Ακολουθεί η Καθαρά Δευτέρα

Εκείνη τη μέρα στην Αγία 'Αννα της Εύβοιας οι γυναίκες τραγουδούν τα «γαμοτράγουδα», μαζί με τολμηρά αστεία, πειράγματα και λόγια χωρίς «ηθικούς φραγμούς», με θέμα το φαλλό και το αιδοίο, των οποίων οι μετέχοντες φέρουν ομοιώματα· ένα δρώμενο που ανάγεται στα Μικρά ή Κατ’ Αγρούς Διονύσια, και στα Μεγάλα Διονύσια, που ήταν χαρούμενες ελεύθερες γιορτές με πομπή φαλλού, τον οποίο συνόδευαν με χορωδίες, τραγούδια και προσφορές, ακόμα και οι δούλοι. Ο φαλλός ήταν σύμβολο του Διονύσου ως Θεού της γονιμότητας, και κάθε τέτοια μαζική πομπή αποσκοπούσε στο να προκαλέσει την ευφορία των αγρών και των κήπων, αλλά και τη γονιμότητα των σπιτικών.

Η χρησιμοποίηση, λοιπόν, σεξουαλικών και ερωτικών συμβόλων, που συνδυάζεται συχνά με τις παραδοσιακές λαϊκές εκδηλώσεις αυτής της περιόδου, δεν δηλώνει μόνο την σεξουαλική πράξη. Συμβολίζει ευρύτερα την πηγή, τη μήτρα της ζωής, τη ρίζα της ανανέωσης, την πηγή της ανάστασης. Αποτελούν ένδειξη της εκδήλωσης των γονιμοποιών δυνάμεων της ζωής και τη διαδικασία γέννησης ενός νέου «σώματος», με την ευρύτερή του έννοια, είτε πρόκειται για το ανθρώπινο σώμα, είτε για το σώμα της κοινωνίας ή ακόμα και ολόκληρης της φύσης και της Δημιουργίας.

Επιπλέον, το έθιμο του εικονικού γάμου, που περιλαμβάνεται στα καρναβαλικά έθιμα, ανάγεται στην αρχαιότητα και ήταν λατρευτικό στοιχείο των διονυσιακών τελετών· η «Ιερογαμία» του Θεού Διονύσου με τη σύζυγο του βασιλιά της πόλης, στο «Βουκολείον» Ιερό, αποτελούσε μέρος των αθηναϊκών Ανθεστηρίων και αποτελούσε μια μαγική πράξη επίκλησης της γονιμικής δύναμης για την καρποφορία, αλλά και την εξασφάλιση της καλής χρονιάς στην ευρύτερή της έννοια, που θα πρόσφεραν οι Θεοί. Όμως, πέρα από αυτά ο γάμος συμβολίζει την ενότητα και την υπέρβαση των χωριστικών τάσεων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Και κάθε Καρναβάλι γιορτάζει την κρυμμένη ενότητα του παλιού και του καινούργιου, του γήρατος και της νεότητας, της άνοιξης και του χειμώνα, της ζωής και του θανάτου, είναι μια γιορτή που ανατρέπει, αλλά και συνταιριάζει.

Μες στην Τρελή Αποκριά

Όλα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Αποκριές και γενικότερα τα καρναβαλικά δρώμενα, συνδέονται με αναγεννητικές, εξευμενιστικές δυνάμεις, που επιφέρουν λύτρωση και απελευθερώνουν τον άνθρωπο, την κοινωνία, τη φύση από τα δεσμά του φόβου και του θανάτου, που συγκρατούν τον κόσμο σε συγκεκριμένους χωροχρονικούς περιορισμούς, κάτω από την επιρροή οποιασδήποτε μορφής εξουσίας και κατεστημένου. Επιπλέον, οι γιορτές αυτές συμφιλίωναν ανέκαθεν τον άνθρωπο με το στοιχείο του θανάτου και του έδιναν τη δυνατότητα να λειτουργεί ελεύθερα σε σχέση με αυτό το ζήτημα, συμμετέχοντας στην διαδικασία του αέναου αναγεννητικού κύκλου των εποχών και της δημιουργίας.

Στις μέρες μας ο κόσμος βιώνει βαριά «την ανάσα του θανάτου και του νεκρού να περιπλανιούνται γύρω του», βιώνει έναν χειμώνα, μια σκοτεινή νύχτα της ψυχής. Όμως ο κύκλος του θανάτου και της ζωής είναι αέναος και σπειροειδής [αναζήτησε το σχετικό άρθρο] και οδηγεί την ανθρωπότητα μέσα από δυσκολίες και εμπόδια, μέσα από δοκιμασίες, μάχες και ανατροπές σε μια αναγέννηση, σε μια ανανέωση. Η μέθη και η χαρά της Ζωής, η ορμή του Φωτός και η Ιερή Μανία φέρνει ανάταση, και μαζί με την αναγέννηση του Θεού, αναγεννιέται κι ο άνθρωπος.

Ο άνθρωπός, η ζωή, ολόκληρος ο κόσμος μεταμορφώνεται, αλλάζει διαρκώς προσωπεία και μεταμφιέσεις παροδικές. Πίσω όμως από αυτές τις εφήμερες όψεις κρύβεται το αιώνιο, το άφθαρτο, το πνευματικό φως, ο τελικός θρίαμβός της ζωής, και οι άνθρωποι, μέσα από τις πανάρχαιες τελετές που φτάνουν σε εμάς ως Αποκριές, συμμετείχαν ανέκαθεν και ενίσχυαν την έλευση του καινούργιου. Ήταν μια σύμπραξη με τη Θεότητα, ένα κάλεσμα για το δυναμικό, πανηγυρικό ερχομό της, στη μορφή του Αρχαίου Διονύσου, στη μορφή του θυσιασμένου Θεού-Λυτρωτή.

Σήμερα, σε μια σύγχρονη εποχή οι άνθρωποι καλούμαστε να ανατρέψουμε μέσα στην ίδια μας τη συνείδηση την εικόνα που έχουμε χτίσει για τον κόσμο και τον εαυτό μας, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάτι καινούργιο να λάμψει. Η Άνοιξη και ο Χειμώνας, η Ζωή και ο Θάνατος ουσιαστικά βρίσκονται μέσα μας. Ο κύκλος των εποχών δεν είναι ξεχωριστός από εμάς. Ο ρόλος του ανθρώπου είναι να συμμετέχει ενεργά στην εκδήλωση των δημιουργικών δυνάμεων της Ζωντανής Ζωής, ωθώντας σε ανανέωση κι εξέλιξη, σε κίνηση και αλλαγή. Αυτό ακριβώς γινόταν και παλιότερα, μέσα από τις Ιερές Τελετές και τα Μυστήρια, ενώ στις μέρες μας, σε μια εποχή που όλα ανατρέπονται, παρέχεται η ευκαιρία για μια εκ νέου Ιερή Μανία του ανθρώπου, του δημιουργικού, ανώτερου, πνευματικού ανθρώπου, που θα εξευμενίσει τον Θάνατο και θα φέρει Ελευθερία από την Ζωή.

Φέτος μην κάψετε τον Μεγάλο Θεό Καρνάβαλο κρατήστε τον ζωντανό μέσα σας κι ακολουθήστε τα κελεύσματα του για Ελευθερία και Ιερή Μανία. Κάντε τον υπόδειγμα της ζωής σας, αλλά ΚΡΥΦΑ μην το μοιραστείτε με κανέναν βέβηλο και ιερόσυλο. Εξάλλου, το Διονυσιακό στοιχείο είναι βαθιά ριζωμένο στην ψυχή των Ελλήνων, συνυφασμένο με την Δύναμη και την Ανεξαρτησία, το γλέντι και την χαρά, την δημιουργικότητα και την ανάταση, πάνω από τις καθημερινές ψευδείς κι ασήμαντες δυσκολίες· το πνεύμα του Θεού Διονύσου είναι ζωντανό ανάμεσα μας, έτοιμο να μας ξεσηκώσει, μέσα στη Θεία Ιερή Μέθη και Μανία Του. Αυτήν την Ιερή Μανία την ακολουθούν μονάχα οι Δυνατοί!