Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Εὐμενίδες (235-253)

235 ΟΡ. ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, Λοξίου κελεύμασιν
ἥκω, δέχου δὲ πρευμενῶς ἀλάστορα,
οὐ προστρόπαιον οὐδ᾽ ἀφοίβαντον χέρα,
ἀλλ᾽ ἀμβλὺν ἤδη προστετριμμένον τε πρὸς
ἄλλοισιν οἴκοις καὶ πορεύμασιν βροτῶν.
240 ὅμοια χέρσον καὶ θάλασσαν ἐκπερῶν,
σῴζων δ᾽ ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους,
πρόσειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν, θεά.
αὐτοῦ φυλάσσων ἀναμένω τέλος δίκης.

ΧΟ. εἶἑν· τόδ᾽ ἐστὶ τἀνδρὸς ἐκφανὲς τέκμαρ,
245 ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῖς.
τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν
πρὸς αἷμα καὶ σταλαγμὸν ἐκματεύομεν.
πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ
σπλάγχνον· χθονὸς γὰρ πᾶς πεποίμανται τόπος,
250 ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν
ἦλθον διώκουσ᾽, οὐδὲν ὑστέρα νεώς.
καὶ νῦν ὅδ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐστί που καταπτακών.
ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ.

***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω Δέσποινα Αθηνά, με πρόσταξε ο Λοξίας
κι έχω σε σένα ερθεί, μα εσύ με καλοσύνη
δέξου με τον κατάρατο που σου προσπέφτω
φονιάς ικέτης, μα όχι πια μ᾽ άναγνα χέρια.
τώρα το μίασμα στόμωσε και κάπως να ᾽χει
᾽πο πάνω μου τριβεί, που ήρθα σε σχέση μ᾽ άλλους
240 καθώς περνούσα από στεριές κι από πελάγη·
και τώρα υπάκουος στους χρησμούς που μου ᾽πε ο Φοίβος,
στ᾽ άγια σου σπίτια ήρθα, θεά, και στο άγαλμά σου
εδώ θα καρτερώ της δίκης μου ένα τέλος.

ΧΟΡΟΣ
Και βέβαια, νά, σημάδια φανερά του ανθρώπου
κι όπως σου δείχνει ο αμίλητος μηνυτής, τράβα.
γιατί καθώς ο σκύλος λαβωμένο ελάφι,
στάλα προς στάλα απ᾽ το αίμα του τον ξετρυπώνω·
το στήθος μου λαχάνιασε απ᾽ τους τόσους κόπους,
που τόπο γης δεν άφησα να μην περάσω
250 κι αφτέρωτη πάνω από θάλασσες πετώντας
ήρθ᾽ από κάθε γρηγορότερα καράβι·
μα τώρα κάπου εδώ θενά ᾽ναι ζαρωμένος
γιατ᾽ αίμα ανθρωπινό τη μύτη μου χαϊδεύει.

Η απόρριψη δεν είναι κάτι απλό για το παιδί

Τα παιδιά θέλουν να είναι αρεστά από τον περίγυρό τους και να μην εισπράττουν απόρριψη ή μη αποδοχή. Επειδή αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, πρέπει να το βοηθήσετε στη διαχείριση τέτοιων καταστάσεων:

Το πρώτο που πρέπει να κάνετε είναι αυτό που αναφέρουμε στην εισαγωγή του θέματος. Να κάνετε σαφές στο παιδί ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να είναι πάντα και παντού αρεστός ή να μην εισπράττει απόρριψη. Θα πρέπει να καταλάβει ότι, κακώς ή καλώς, έτσι είναι η ζωή!

Να αναφέρετε στο παιδί ότι η απόρριψη δεν οφείλεται απαραίτητα στο ίδιο. Δε σημαίνει δηλαδή ότι κάτι κάνει λάθος ή δεν είναι συμπαθητικό, απλά δεν ταιριάζουν όλοι οι άνθρωποι μεταξύ τους.

Με αυτό το δεδομένο, πρέπει να το διδάξετε να διαχειρίζεται ψυχολογικά την αποτυχία και να μην το παίρνει κατά το δυνατόν βαρέως. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θα πρέπει να πάθει και ανοσία και να μην τον αγγίζει καν!

Από εκεί και πέρα, κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή. Άρα λοιπόν θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να καταλάβετε από πού προέρχεται η απόρριψη και να λειτουργήσετε διαφορετικά κατά περίπτωση. Δεν αρκούν μόνο τα γενικόλογα συμπεράσματα, αφού μια απόρριψη έχει διαφορετικό αντίκτυπο στο παιδί συγκριτικά με μια άλλη.

Σε καμία περίπτωση μην υποτιμήσετε τα συναισθήματα του παιδιού, τον άνθρωπο ή την κατάσταση από την οποία εισέπραξε απόρριψη, διότι δεν μπορείτε να γνωρίζετε πόσο σημαντικό είναι για εκείνο. Δείξτε ενσυναίσθηση και προσπαθήστε να αντιληφθείτε τον ψυχισμό του μικρού σας για να σταθείτε στο ύψος των περιστάσεων.

Ενισχύστε την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή του για να πάρει τα πάνω του. Τονίστε του δηλαδή ότι είναι πολύ ικανό και ότι πρέπει να προχωρήσει μπροστά με το βλέμμα στο αύριο και στις καλύτερες ημέρες που θα έρθουν.

Οι άνθρωποι που πληγώνονται εύκολα

Από όποια θεωρητική ψυχολογική σκοπιά κι αν εξετάσουμε τους ανθρώπους, που νιώθουν πληγωμένοι από τους άλλους- ο μεγαλύτερος αριθμός είναι γυναίκες- θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για άτομα συνήθως θυματοποιημένα, που σπαταλούν όλη τους την ενέργεια για να ευχαριστήσουν με κάθε τρόπο τους άλλους.
 
Για τον εαυτό τους δεν κρατούν σχεδόν τίποτε, διστάζουν να εκδηλώσουν τις επιθυμίες τους και τα αληθινά τους συναισθήματα.
 
Στις συγκρούσεις κάνουν πίσω, σιωπούν, κρύβουν τον θυμό τους και περιμένουν από τους άλλους να μαντέψουν τι θέλουν ή να τους αναγνωρίσουν το δικαίωμα να έχουν επιθυμίες.
 
Σύμφωνα με τον Ε. Berne και τη Συναλλακτική Θεωρία του όλοι, αν και ενήλικες, κρύβουμε μέσα μας ένα παιδί που θέλει να ευχαριστήσει τους άλλους και να εισπράξει το «μπράβο» , την αποδοχή και την αγάπη.
 
Τα άτομα, που πληγώνονται εύκολα είναι ασύμβατα ανασφαλή, σε σχέση με την ηλικία τους, υποδύονται στιλιζαρισμένους ρόλους, ευχάριστους για τους άλλους, ενώ τα ίδια δεν είναι ο εαυτός τους και « στριμώχνουν» τις επιθυμίες τους κάτω από ένα προσωπείο, που ο Jung ονομάζει «σκιά» και ο Winnikott ψευδή «εαυτό».
 
Η αυξημένη ευαισθησία στην κριτική και την απόρριψη, η υπερβολική αίσθηση του καθήκοντος, οι ενοχές και οι δεσμεύσεις σε πραγματικές και υποθετικές υποχρεώσεις είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων και ιδιαίτερα των γυναικών, που πληγώνονται εύκολα από τη συμπεριφορά των άλλων.
 
Έτσι, βιώνουν δυο τουλάχιστον, ασύμβατους μεταξύ τους, εαυτούς, ένα πραγματικό και ένα ψεύτικο: Τον πρώτο τον κρύβουν από τον φόβο της απόρριψης και τον δεύτερο τον βάζουν στην υπηρεσία των άλλων, κατασκευάζοντας διαφορετικές, κάθε φορά, υποπροσωπικότητες, ανάλογες με τις απαιτήσεις των ανθρώπων που συναλλάσσονται.
 
Μερικές φορές δείχνουν χαρούμενα, ενώ βράζουν μέσα τους από θυμό, άλλοτε φέρονται υποτακτικά, αν και πνίγονται από έλλειψη ελευθερίας, ή συμπεριφέρονται συναινετικά, ενώ θα ήθελαν να εκφράσουν ένα σωρό αντιρρήσεις.
 
Πρόκειται για μια «ανάποδη» τέχνη της ζωής, που μειώνει την δύναμη και τον αυτοσεβασμό, δημιουργεί άγχος καθώς και αισθήματα κενότητας και καταπίεσης.
 
Τα πληγωμένα συναισθήματα- ψυχικά μπερδεμένο υλικό- είναι ο τόπος που κυριολεκτικά δείχνει ότι κάθε επιθυμία και κάθε είδους συναίσθημα δεν είναι αποδεκτό , δεν είναι « ευπρεπές» ή δεν είναι συντονισμένο με τους ρόλους, «παιχνίδια» τους ονομάζει ο Berne, που έχει αναλάβει μέ την θέλησή του ένα άτομο.
 
Γιατί θα πρέπει να λεχθεί ότι είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις των ανθρώπων, που οι συνθήκες τους επιβάλλουν υποχρεωτικά ένα ψεύτικο εαυτό.
 
Αντίθετα, συνήθως πρόκειται για άτομα που κατασκευάζουν οι ίδιοι τις υπερβολικές υποχρεώσεις τους, τις πλαστές και δεσμευτικές αλήθειες τους, τις ενοχές και τη συνεχή αυτο-αμφισβήτηση.
 
Έτσι, ένα πληγωμένο άτομο, δημιουργεί σχέσεις «υψηλού κόστους», ασύμβατες με τις αξίες και την αυτοπεποίθησή του, μέχρι ότου αυτό το υψηλό κόστος να το φέρει σε τέτοια κατάσταση απελπισίας, που να αδυνατεί να συγκρατήσει τις καταπιεσμένες επιθυμίες του και τα συναισθήματα ματαίωσης από τα πολλαπλά προσωπεία.
 
Μια τέτοια ψυχική κατάσταση είναι το σημάδι ότι κάποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν και κάποιες επιλογές επίσης πρέπει να αλλάξουν.
 
Μια προσπάθεια αλλαγής σημαίνει:
Συναίσθηση της προσωπικής ευθύνης για το είδος και την ποιότητα των συναισθημάτων μας, ως σημαντικού παράγοντα αλλαγής νοοτροπίας και συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους.
 
Αυτογνωσία, δηλαδή καθορισμό και ιεράρχηση των αναγκών, επιθυμιών, αξιών.
 
Καλύτερη αυτοαξιολόγηση σχετικά με τις ικανότητες και αποδοχή του κινδύνου και της πιθανότητας να είναι ή να μην είναι κάποιος αρεστός.
 
Αλλαγή της αντίληψης ως προς τα δικαιώματα, την ελευθερία και την αυθεντική έκφραση συναισθημάτων.
 
Καλύτερη επαφή με την εσωτερική μας φωνή, τα δικά μας συναισθήματα, σε σχέση με γεγονότα, καταστάσεις και συμπεριφορές των άλλων.
 
Αποφυγή του εστιασμού αποκλειστικά και μόνο στις ανάγκες των άλλων και αναγνώριση των υποχρεώσεων απέναντι στον εαυτό μας.
 
Περιορισμό των υπηρεσιών και των διευκολύνσεων στους άλλους.
 
Η συνεχής διαθεσιμότητα όπως και η υπερβολική δοτικότητα κουράζει και θα προκαλέσει μελλοντικές εντάσεις και θυμούς στις σχέσεις όταν θα θελήσουμε να τις περιορίσουμε επειδή κανείς δεν θέλει να χάσει εύκολα τα επιπλέον του προνόμια.
 
Διάλογος πάνω στο ζήτημα των ζωτικών αναγκών μας και ειδικά όταν τις επανακαθορίζουμε.
 
Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος ούτε να τις ξέρει αλλά και ούτε να τις φαντάζεται.
 
Δεν είναι λοιπόν αυτονόητες και όσο πιο γρήγορα συζητηθούν τόσο το καλύτερο για τη σχέση.
 
Έλεγχος, κατά καιρούς, πού βρίσκονται οι σχέσεις μας, αν νιώθουμε ικανοποιημένοι συναισθηματικά, πνευματικά, ερωτικά κοινωνικά. 
 
Μια τέτοια ενημερότητα δεν χρειάζεται πολύ χρόνο ή ιδιαίτερη σκέψη.
 
Αρκεί να είναι ειλικρινής κάποιος με τον πραγματικό εαυτό του.

Nietzsche: Ό,τι ονομάζουμε «αγάπη»

«Η ευτυχία μου: Από τότε που κουράστηκα να γυρεύω, έμαθα να βρίσκω. Από τότε που κάποιος άνεμος μου εναντιώθηκε, ταξιδεύω με όλους τους ανέμους». -Friedrich Nietzsche
 
Αγάπη και φιληδονία! Αλήθεια, πόσο διαφορετικά ακούγονται στις καρδιές μας οι δυο αυτές λέξεις.   
 
Κι όμως, θα μπορούσαν να εκφράζουν και οι δυο αυτές λέξεις το ίδιο ένστικτο, βαφτισμένο δυο φορές.
 
Η πρώτη εγκωμιαστικά, απ' την άποψη των ανικανοποίητων και των ακόρεστων που βρίσκουν «καλό» το ένστικτο αυτό· τη δεύτερη με τη χυδαία έννοια, από την άποψη εκείνων που γνωρίζουν καλά πλέον, που έχουν ένα ένστικτο κατοχής κατασιγασμένο κάπως, και που τώρα φοβούνται για τα «αγαθά» τους.
 
Η «αγάπη για τον συνάνθρωπό» μας δεν είναι τάχα επιτακτική ανάγκη για μια καινούρια ιδιοκτησία;
Και αλήθεια, το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την αγάπη μας για τη γνώση, για την αλήθεια;
 
Και γενικότερα για κάθε επιθυμία καινούριου;
 
Κουραζόμαστε με το παλιό, για ό,τι γνωρίζουμε καλά και σίγουρα, έχουμε ανάγκη να τεντώσουμε τα χέρια μας ακόμα πιο μακριά.
 
Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει· δεν είμαστε βέβαιοι για την αγάπη μας γι' αυτό. Κάποια άλλη μακρινή όχθη, μας τραβάει περισσότερο.
 
Γενικότερα, μια κατοχή μειώνεται με τη χρήση.
 
Η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε για τον εαυτόν μας προσπαθεί να διατηρηθεί με το να μεταμορφώνει πάντοτε κάποιο καινούριο πράγμα μέσα μας· κι αυτό ακριβώς ονομάζεται «κατοχή».
 
Όταν κουραζόμαστε από ένα απόκτημα, κουραζόμαστε με τον ίδιο μας τον εαυτό. (Μπορούμε και να υποφέρουμε απ' το παραπανίσιο· επίσης, και η ανάγκη του να πετάμε, να προσφέρουμε, μπορεί και αυτή να πάρει το κολακευτικό όνομα «αγάπη»).
 
Όταν βλέπουμε κάποιον να υποφέρει, με μεγάλη προθυμία αρπάζουμε την ευκαιρία που μας προσφέρεται. Αυτό κάνει ο φιλεύσπλαχνος, ο συμπονετικός άνθρωπος· και αυτός, ονομάζει «αγάπη» την επιθυμία ενός νέου αποκτήματος που έχει ξυπνήσει μέσα στη ζωή του και την χαίρεται, όπως χαίρεται κανείς την πρόσκληση μιας καινούριας κατάστασης.
 
Αλλά εκείνο που παρουσιάζεται σαν επιθυμία απόκτησης είναι η φυλετική αγάπη.
 
Αυτός που αγαπά θέλει να γνωρίζει αποκλειστικά το πρόσωπο που επιθυμεί, θέλει να εξουσιάζει απόλυτα, τόσο την ψυχή του, όσο και το σώμα του, θέλει να αγαπιέται μονάχα αυτός, να κυριαρχεί και να βασιλεύει μέσα στην άλλη ψυχή, σαν το υψηλότερο και πιο επιθυμητό αγαθό.
 
Αν καθίσουμε και σκεφτούμε προσεκτικά όλα τα παραπάνω, θα δούμε πως αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν φανερώνει τίποτ' άλλο παρά απ' το να αποκλείουμε ολόκληρο τον κόσμο απ' την απόλαυση ενός αγαθού και μιας πολυτιμότατης ευτυχίας, αν σκεφτούμε πως αυτός που αγαπά προσπαθεί να κάνει φτωχούς και να στερήσει όλους τους άλλους αντιπάλους, και να γίνει ο δράκουλας του θησαυρού του σαν τον πιο αδιάκριτο «κατακτητή» και τον πιο εγωιστή εκμεταλλευτή· αν, τέλος, υποθέσουμε πως ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος του είναι τελείως αδιάφορος, χωρίς χρώματα και χωρίς καμιά άξια, και πως είναι έτοιμος να κάνει κάθε θυσία, να διαταράξει κάθε καθιερωμένη τάξη, να βγάλει στο περιθώριο κάθε ενδιαφέρον, θα μείνουμε κατάπληκτοι!...
 
Ναι! Θα μείνουμε κατάπληκτοι και Θα αναρωτηθούμε: Πως αυτή η άγρια φιληδονία, αυτή η παράφρονη αδικία της σεξουαλικής αγάπης, υμνήθηκε και θεοποιήθηκε τόσο πολύ σε όλες τις εποχές της ιστορίας, και ακόμα, πως έβγαλαν από την αγάπη αυτή την ιδέα της αγάπης σαν αντίθετο του εγωισμού, ενώ ίσως αντιπροσωπεύει την πιο αυθόρμητη έκφρασή του.
 
Η συνήθεια, σ' αυτή την περίπτωση, θα δημιουργήθηκε από αυτούς που δεν είχαν τίποτα και που επιθυμούσαν να αποκτήσουν κάτι.
 
Είναι σίγουρο πως πάντα θα υπήρχαν και οι παραπανήσιοι.
 
Όσοι άνθρωποι είχαν την τύχη να γνωρίσουν πολλά, να κορεστούν δηλαδή, πετούσαν κάπου κάπου τη λέξη «μανιασμένος δαίμονας», όπως ο αρχαίος Σοφοκλής, ο πιο αξιαγάπητος στους Αθηναίους.
 
Αλλά ο Έρωτας πάντα κοροϊδεύει κάτι τέτοιους βλάσφημους· είναι οι μεγαλύτεροι ευνοούμενοί του.
 
Βέβαια, υπάρχει εδώ κι εκεί πάνω σ' ολόκληρη τη γη κι ένα είδος επέκτασης του έρωτα, όπου η φιλήδονη επιθυμία που αισθάνονται δυο άνθρωποι ο ένας για τον άλλον, παραχωρεί τη θέση της σε μια καινούρια επιθυμία, σ' έναν καινούριο πόθο, σε μια ύψιστη, κοινή επιθυμία, την επιθυμία ενός ιδανικού που να τους υπερβάλλει και τους δυο τους.
 
Αλλά ποιός γνωρίζει αυτή την αγάπη; Ποιός άνθρωπος την έζησε;
 
Το όνομά της, το αληθινό της όνομα, είναι φιλία.
 
Friedrich Nietzsche, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Καχυποψία: Πόσο παρανοϊκοί είμαστε;

Η καχυποψία είναι ένα χρήσιμο χαρακτηριστικό, που μας βοηθά να μην πέφτουμε θύματα εκμετάλλευσης και να μην είμαστε καλοπροαίρετοι και ανοιχτοί με όλους τους ανθρώπους γύρω μας.
 
Τι γίνεται όμως όταν η καχυποψία αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό και δεν μας επιτρέπει να αναπτύξουμε σχέσεις, γιατί κάθε φορά περιμένουμε τη στιγμή που ο άλλος θα μας κοροϊδέψει ή θα μας εκμεταλλευτεί;
 
Πόσο κακοπροαίρετους μπορούμε να θεωρήσουμε τους άλλους και πόσο δυσκολευόμαστε να αξιολογήσουμε αντικειμενικά τις καταστάσεις που βιώνουμε;

Υψηλά επίπεδα δυσπιστίας και καχυποψίας εμφανίζουν τα άτομα με παρανοϊκή διαταραχή προσωπικότητας, τα οποία σχεδόν πάντα θεωρούν ότι τα κίνητρα των άλλων ανθρώπων είναι ύποπτα ή κακόβουλα.
 
Πρόκειται για άτομα που διαρκώς θεωρούν ότι οι άλλοι άνθρωποι θα τα εκμεταλλευτούν, θα τα βλάψουν ή θα τα υποτιμήσουν, ακόμη και αν δεν έχουν καμία τέτοιου είδους ένδειξη.
 
Τα έντονα και ακραία χαρακτηριστικά της καχυποψίας μπορεί να μην μας αφορούν, αλλά μέσα από αυτά μπορούμε να δούμε λίγο πιο ξεκάθαρα τις καταστάσεις που προκαλεί η καχυποψία και ας αναλογιστούμε τις επιπτώσεις που προκαλεί. Σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, η καχυποψία μας οδηγεί σε παρανοϊκά στοιχεία, καθώς μπαίνουμε στη διαδικασία να κάνουμε υποθέσεις και να προσπαθούμε να προβλέψουμε τι κακό μπορεί να μας κάνουν οι άλλοι.
 
Εύκολα μπορούμε να μετατρέψουμε ουδέτερες ή θετικές καταστάσεις σε αρνητικές, προκαλώντας αρνητικά συναισθήματα σε εμάς και στους γύρω μας. Και οι επιπτώσεις της καχυποψίας, τουλάχιστον εδώ, δεν μας ενδιαφέρουν για αυτά που προκαλούμε στους γύρω μας, αλλά σε εμάς τους ίδιους.
 
Για αρχή, ας δούμε πόσο καχύποπτοι είμαστε με τους ανθρώπους γύρω μας...
 
Πόσο συχνά πιστεύουμε ότι φίλοι, γνωστοί ή άγνωστοι μας αντιμετωπίζουν εχθρικά ή κάνουν πράγματα πίσω από την πλάτη μας ή μας κοροϊδεύουν;
 
Πόσο συχνά προσπαθούμε να βρούμε την αλήθεια, πιστεύοντας ότι μας εξαπατούν ή μας εκμεταλλεύονται;
 
Πόσο δύσκολο μας είναι να εμπιστευτούμε ανθρώπους γύρω μας, να τους γνωρίσουμε και να δούμε τα θετικά τους στοιχεία;
 
Όταν όλα αυτά είναι για εμάς ένα καθημερινό βίωμα και μας οδηγεί συχνά σε αμφισβήτηση των άλλων και σε συγκρούσεις με το περιβάλλον, θα πρέπει να εξετάσουμε τι ρόλο παίζει σε αυτό η καχυποψία που μας χαρακτηρίζει και μας καθοδηγεί;
 
Η καχυποψία μας οδηγεί σε μια διαρκή αρνητική κατάσταση, αφού προσανατολιζόμαστε συνεχώς σε οτιδήποτε αρνητικό που μας φαίνεται ύποπτο, έτσι ώστε να προλάβουμε διάφορα αρνητικά που μπορεί να μας συμβούν.
 
Σε οποιαδήποτε αμφιλεγόμενη κατάσταση, σε οποιοδήποτε δίλημμα εστιάζουμε στην αρνητική οπτική των πραγμάτων, προσπαθώντας να δώσουμε μια εξήγηση, μια ερμηνεία.
 
Το κακό που κάνει η καχυποψία σε εμάς τους ίδιους είναι το γεγονός ότι βιώνουμε διαρκώς μια κατάσταση αστάθειας και αμφιβολίας, μια έντονη απειλή.
 
Νιώθουμε ότι έχουμε ανάγκη να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και βρισκόμαστε συνεχώς σε κατάσταση επαγρύπνησης.
 
Δεν μπορούμε να ηρεμήσουμε, δεν μπορούμε να αφεθούμε μέσα σε σχέσεις, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε ανθρώπους και να επιτρέψουμε σε άλλους ανθρώπους να μας γνωρίσουν.
 
Ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο να σκεφτούμε γιατί δεν εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας και κυρίως τους ανθρώπους που θεωρούμε σημαντικούς στη ζωή μας.
 
Πώς βιώσαμε την προδοσία ή την έλλειψη εμπιστοσύνης στην παιδική και εφηβική ηλικία;
 
Τι παραδείγματα και διδαχές πήραμε από την οικογένειά μας;
 
Πόσο εύκολα οι γονείς μας εμπιστεύονταν άλλους ανθρώπους;
 
Μήπως μεγαλώσαμε ότι δεν θα πρέπει να εμπιστευόμαστε κανέναν πέρα από την οικογένειά μας;
 
Μήπως μας πέρασαν με πολλαπλούς τρόπους το μήνυμα ότι όλοι θέλουν το κακό μας εκτός από τους γονείς μας;
 
Ποιες είναι οι αρνητικές εμπειρίες που καλλιέργησαν την καχυποψία μας;
 
Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που έχουμε καλλιεργήσει τόσο την καχυποψία ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μας, ας δούμε τι κάνουμε τώρα...
Τι μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε για να είμαστε λιγότερο καχύποπτοι;
Προσπαθούμε να γνωρίσουμε περισσότερο τους άλλους ανθρώπους, αντιμετωπίζοντάς τους πιο καλοπροαίρετα, δίνοντας έμφαση στα θετικά τους στοιχεία.
 
Εστιάζουμε περισσότερο στα πραγματικά στοιχεία και στις καταστάσεις που παρατηρούμε, παρά στα σενάρια και στις υποθέσεις που κάνουμε.
 
Προσπαθούμε να μειώσουμε την αίσθηση του ελέγχου που θέλουμε να έχουμε για όλα και για όλους. Δεν θα προστατεύσουμε τη σχέση μας μέσα από τον συνεχή έλεγχο του άλλου και δεν μπορούμε να καθοδηγήσουμε τη συμπεριφορά των άλλων.
 
Δεν θέλουν όλοι το κακό μας και δεν σκέφτονται όλοι πώς να μας εκμεταλλευτούν ή να μας εξαπατήσουν.
 
Δεν μας βοηθάει σε κάτι η υπερανάλυση των καταστάσεων που βιώνουμε και των σχέσεων που δομούμε.
 
Δεν μπορούμε να ζούμε διαρκώς περιμένοντας τη στιγμή που θα ανακαλύψουμε ότι ο άλλος δεν αξίζει την εμπιστοσύνη μας.
 
Δεν γίνεται να θυμώνουμε με υποθετικά σενάρια και δεν μπορούμε να ζούμε αναζητώντας όλους τους εναλλακτικούς τρόπους που μπορεί ο άλλος να μας πληγώσουμε. Θα καταστρέψουμε τη σχέση πριν προλάβει ο άλλος να κάνει οτιδήποτε και μπορεί να επιβεβαιώνουμε στον εαυτό μας ότι μας προδίδουν, αγνοούμε όμως ποιος το προκάλεσε όλο αυτό...
 
Δεν μας προσφέρει κάτι η προσπάθεια αναζήτησης όλων των αρνητικών στοιχείων των άλλων. Δεν είναι όλοι γύρω μας κακοπροαίρετοι και δεν θέλουν το κακό μας. Ας στηριχτούμε λίγο περισσότερο στη λογική...
 
Καλό είναι να θέλουμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, αλλά ας προσπαθήσουμε να μην φτάσουμε στο σημείο του να στερήσουμε από τον εαυτό μας σχέσεις και ανθρώπους.
 
Μακριά από όλους και από όλα δεν κινδυνεύουμε να μας βλάψουν ή να μας κοροϊδέψουν, όμως, θα χάσουμε την ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά με κάποιους ανθρώπους... να μπορέσουμε να τους γνωρίσουμε και να δομήσουμε κοντινές- ειλικρινείς- πραγματικές σχέσεις.

Η σημασία της διεκδικητικότητας

Συχνά κάποιος μπορεί να έρθει σε μία κατάσταση δυσφορίας κατά την οποία να αισθανθεί πίεση από το περιβάλλον του καθώς και ότι χρειάζεται να δράσει για να ανατραπεί αυτό. Το άτομο μπορεί να νιώθει ότι δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του επαρκώς ή βρίσκεται εκτεθειμένο ενώ θα μπορούσε με μία άλλη συμπεριφορά του αυτό να είχε αποτραπεί. Μπορεί να έχει το αίσθημα της παραβίασης, τόσο του προσωπικού χώρου και χρόνου, όσο και των προσωπικών του ορίων. Ακόμη, η ενδεχόμενη σκέψη για οριοθέτηση και προάσπιση του εαυτού μπορεί να εκλαμβάνεται από τον ίδιο ως παραβίαση ή επιθετικότητα προς τους άλλους.
 
Παράλληλα, μπορεί να υπάρχει δυσκολία να αρνηθεί κανείς κάτι, ή να αξιώσει μία καλύτερη συμπεριφορά προς το άτομό του αλλά και να αισθάνεται αμηχανία ή και άγχος όταν καλείται να εκφράσει τη γνώμη του, τα συναισθήματα ή τις ανάγκες του, ιδίως απέναντι σε άτομα που γίνονται αντιληπτά ως “άτομα κύρους”. Αμηχανία μπορεί να υπάρχει και όταν εκφράζονται σχόλια για τον ίδιο, κυρίως θετικά, ενώ το άτομο έχει την τάση αντί να ζητά να απαιτεί ή να επικρίνει αν δεν λάβει αυτό που θεωρεί ότι του “αξίζει”. Παραδόξως, υπάρχει μία στρεβλή ή ελλιπής αντίληψη σχετικά με το πόσο το ίδιο το άτομο αξίζει αλλά και αισθήματα αναξιότητας και αμφισβήτησης του εαυτού σε πολλά επίπεδα. Τέλος, το άτομο συνηθίζει να αναλαμβάνει τις ευθύνες των άλλων ως δικές του. 
 
Πώς προκύπτει όμως αυτό το έλλειμμα;
Συνήθως, το άτομο από τη μικρή του ηλικία έχει μάθει να εξυπηρετεί τις ανάγκες των άλλων ή να θεωρεί ότι οι δικές του ανάγκες είναι λιγότερο σημαντικές σε σχέση με εκείνες των άλλων. Ασφαλώς, αυτό δεν συμβαίνει απαραίτητα σε συνειδητό επίπεδο αλλά μέσα από ένα σύνολο συμπεριφορών που  οδηγούν το παιδί σε αυτό το συμπέρασμα. Για παράδειγμα, αν η μητέρα λέει στο παιδί “Πω,πω! Τί άσχημοι βαθμοί είναι αυτοί, ξέρεις πόσο στενοχωριέται η μαμά όταν δεν τα καταφέρνεις;” το παιδί δε θα μπει σε μία διαδικασία αναγνώρισης των προσωπικών επιθυμιών του σε σχέση με τους μαθησιακούς του στόχους, αλλά θα επιδιώκει να ευχαριστήσει τη μητέρα ακόμη και αν για το ίδιο είναι αδιάφορο το αρχικό αποτέλεσμα, δηλαδή η επιτυχία στα μαθήματα. Αναλογικά, αυτό μπορεί να πάρει διαστάσεις σε ποικίλα ζητήματα της ζωής ενός ατόμου.
 
Έναν άλλο παράγοντα αποτελεί το κατά πόσον βρέθηκε κάποιος ενήλικας να προασπίσει επαρκώς τις ανάγκες του ατόμου (βρέφους, νηπίου, παιδιού ή εφήβου) όταν το ίδιο δεν ήταν σε θέση είτε εξελικτικά (λόγω έλλειψης ικανότητας λόγου) είτε λόγω πλαισίου (π.χ. σε ένα πολύ αυστηρό πλαίσιο) να το κάνει για τον εαυτό του. 
 
Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζει η διαφοροποίηση. Αν δεν έχει προκύψει διαφοροποίηση ανάμεσα στο άτομο και τους φροντιστές του, δηλαδή αν το άτομο δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως διαφορετικό από το φροντιστή του, δε θα είναι σε θέση να αντιληφθεί τις προσωπικές του ανάγκες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα αφού έχει μάθει να καθρεφτίζει εκείνα των σημαντικών για εκείνο άλλων. Αυτό σημαίνει ότι αν έχει εσωτερικεύσει κάποιον ως “καλό”, δηλαδή με άλλα λόγια αν έχει κατηγοριοποιήσει κάποιον ως καλό για τον ίδιο, θα μεταφράζει ως σημαντικές προς ικανοποίηση τις ανάγκες του άλλου ακόμη και αν αυτές συγκρούονται με τις πρωτογενείς δικές του. 
 
Αντίστοιχα, αν κάποιος έχει βρεθεί σε κατάσταση όπου εσωτερίκευσε την ιδέα πως η έκφραση των αναγκών συνιστά απειλή για την ακεραιότητά του, τότε έχει μάθει να αποκρύπτει ή να “κοιμίζει” τις ανάγκες του στο βωμό της μεγαλύτερης ανάγκης, της επιβίωσής του – είτε αντικειμενικά είτε συμβολικά. 
 
Ποιοί είναι όμως οι λόγοι για τους οποίους αν και τα παραπάνω είναι αυτονόητο δικαίωμα του καθενός κάποια άτομα μπορεί να δυσκολεύονται στην πράξη; 
  • Ενοχές. Κατά βάθος δεν πιστεύουμε ότι έχουμε δικαίωμα για όλα τα παραπάνω. Ακόμη και αν σε γνωστικό επίπεδο συμφωνούμε, συναισθηματικά δεν έχουμε την ίδια αντίληψη.
  • Φόβος για τις συνέπειες.
  • Φόβος απειλής. Είτε της σωματικής ακεραιότητας, είτε οικονομικής ανασφάλειας, είτε σε συμβολικό επίπεδο π.χ. της εικόνας εαυτού (μήπως φανώ εγωιστής, ανεπαρκής κ.λ.π.).
  • Φόβος αποτυχίας. Δε θα καταφέρω να υπερασπιστώ επαρκώς τον εαυτό μου.  
  • Φόβος εγκατάλειψης ή απόρριψης. Θα με απομακρύνουν, απορρίψουν ή θυμώσουν μαζί μου. Φόβος μήπως πληγώσω τους αγαπημένους. 
  • Εσφαλμένη αντίληψη ορίων. Φόβος ότι αν εκφραστώ θα γίνει επιθετικός. 
 
Τι μπορεί να κάνει το άτομο;
Καταρχάς το άτομο που χαρακτηρίζεται από ελλιπή διεκδικητικότητα χρειάζεται να αντιληφθεί τα προσωπικά του όρια και τις προσωπικές του ανάγκες, ώστε να μπορέσει να τις αναγνωρίζει και να τις προασπίζεται. Η συνειδητοποίηση των λόγων που οδήγησαν στην ανάπτυξη της ελλειμματικής συμπεριφοράς και η επεξεργασία αυτών είναι επίσης καθοριστικής σημασίας για τη μακροχρόνια και ουσιαστική αλλαγή. Επομένως η παρέμβαση στοχεύει αφενός στην εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά, μαθαίνοντας παράλληλα και θέτοντας τα προσωπικά όρια και αφετέρου στην επεξεργασία των πρώιμων βιωμάτων που οδήγησαν το άτομο να έχει αισθήματα αναξιότητας και αμφισβήτησης της αξίας του εαυτού, αλλά και των συναισθημάτων που ανακινούνται στο παρόν και μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία της γνωστικο-ψυχοσυναισθηματικής επεξεργασίας.  
 
Καθοριστικής σημασίας είναι το άτομο να καταφέρει να αντιληφθεί τα όριά του καθώς και να τα καταστήσει σαφή στον περίγυρό του και να μην επιτρέπει να παραβιάζεται ο προσωπικός του χώρος και χρόνος. Ο καθένας έχει δικαίωμα να αρνείται κάτι αν δεν το επιθυμεί χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί για αυτό καθώς και να επιλέγει  σε ποιον, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις  θα προσφέρει τη βοήθειά του ή θα ζητήσει υποστήριξη. Εξάλλου, βασική προϋπόθεση για να λάβει κάποιος μία συμβουλή είναι να τη ζητήσει. 
 
Επίσης, είναι σημαντικό το άτομο να αντιληφθεί ότι οι ανάγκες του είναι εξίσου – ή και περισσότερο – σημαντικές με εκείνες των άλλων, ενώ το να εκφράσει τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του δεν αποτελεί παραβίαση των άλλων όπως και το να θέτει τις δικές του προτεραιότητες σεβόμενος τον εαυτό του και το ποιος πραγματικά είναι. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του και τις συμπεριφορές του και μόνον έτσι δίνουμε την ευκαιρία και στους γύρω μας να συμπεριφερθούν ως υπεύθυνα και ώριμα άτομα. Ο καθένας μπορεί να σφάλλει ή να αλλάζει γνώμη, έχει δικαίωμα (να μπορεί) να εκφράζει την άγνοια ή την αδιαφορία του για κάποιο ζήτημα χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογήσει τον εαυτό του όπως επίσης και να μη γίνεται αντιληπτός σε όλους είτε σε επίπεδο λόγου είτε συμπεριφοράς χωρίς αυτό να είναι κάτι μεμπτό.

Η ζήλια και η εκμετάλλευση

Η ζήλια είναι μια ολοκληρωτική προσπάθεια καταστροφής του αντικειμένου του φθόνου της.
 
Όπως ο Δούρειος Ίππος, επιτίθεται σε ένα μέρος με την πρόθεση να καταστρέψει το σύνολο.  Η μοναδική άμυνα που υπάρχει απέναντι στον ανταγωνιστικό από ζήλια είναι να απομακρυνθούμε και να μην μπούμε στον πειρασμό να προσπαθήσουμε να δικαιολογηθούμε. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να μας παρασύρουν στον χορό της πρόκλησης που θέλουν ν’ αρχίσουν μαζί μας.

Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τον ζηλιάρη να βλέπει τη ζωή μέσα από τους αντιστρεπτικούς και διαστρεβλωτικούς του φακούς, αν επιμένει να έχει αυτή την οπτική. Αυτό είναι δική του δυστυχία και κάθε απόπειρα να τον εξευμενίσουμε θα τροφοδοτήσει μόνο τον πόθο του για περισσότερη επιβεβαίωση από την πλευρά μας.

Δεν είναι αυτός ο τρόπος για τον βοηθήσουμε ή να βοηθηθούμε. Αν η οπτική μας είναι σωστή, αυτό μας αρκεί. Πρέπει να θυμόμαστε πως δεν θέλει να αποδείξουμε την αθωότητά μας αλλά την υποταγή μας σ’ αυτόν. Το να κάνουμε κάτι τέτοιο σημαίνει πως ένα κομμάτι του εαυτού μας πρέπει να πεθάνει. Και αυτό δεν είναι καλό ούτε για μας ούτε γι’ αυτόν ούτε για τον κόσμο γύρω μας. Αν κάναμε αυτό το λάθος, όλοι θα έβγαιναν χαμένοι».

ΝΑ ΑΝΤΙΠΑΛΕΨΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΕΞΑΠΑΤΗΣΗ 'Η ΟΧΙ;

Προτού να ξεκινήσουμε, αξίζει να αναρωτηθούμε αν συντρέχει πραγματικά λόγος να αντιπαλέψουμε την αυτοεξαπάτηση στη ζωή μας. Όπως έχουμε δει, η φυσική επιλογή έχει ευνοήσει την ικανότητά μας να εξαπατούμε τον εαυτό μας, διότι μας βοηθά να εξαπατούμε αποτελεσματικότερα τους άλλους. Γιατί, λοιπόν, να θελήσουμε να περιστείλουμε μια ιδιότητα που υπηρετεί το εξελικτικό μας συμφέρον; Δεν θα ήταν πιο χρήσιμο να αξιοποιούσαμε επιλεκτικά την αυτοεξαπάτηση προς όφελός μας – σε καταστάσεις στις οποίες έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να φανεί αποδοτική- παρά να την καταπολεμήσουμε συνολικά; Δεν παραβιάζει άραγε η γενική προσπάθεια χαλιναγώγησης της αυτοεξαπάτησης την προσήλωσή μας στο εξελικτικό ιδιοσυμφέρον μας;

Όσο βάσιμη και αν φαντάζει η παραπάνω ένσταση, απαντώ απερίφραστα: Δεν δίνω δεκάρα τσακιστή. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να θεμελιώνουμε τη ζωή μας, τις διαπροσωπικές σχέσεις μας και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μας σε ψέματα. Μάλιστα, από ηθική άποψη, ο συνδυασμός της εξαπάτησης με την αυτοεξαπάτηση μου φαίνεται διπλά κατακριτέος. Στην περίπτωση της απλής εξαπάτησης, το θύμα είναι μόνο ένα· αλλά όταν η εξαπάτηση συνοδεύεται και από αυτοεξαπάτηση, τότε τα εξαπατώμενα άτομα είναι δύο. Επιπλέον, όταν εξαπατάτε τον εαυτό σας, βασίζετε αυτοβούλως τη συμπεριφορά σας σε αναλήθειες, γεγονός που ενδέχεται να έχει αρνητικές παρεπόμενες συνέπειες, τις οποίες να μην μπορείτε να προβλέψετε και οι οποίες να επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η φυσική επιλογή έχει επίσης ευνοήσει την τάση μας να ασκούμε σεξουαλική βία σε γυναίκες, να εξαπολύουμε απρόκλητες επιθέσεις όταν κρίνουμε ότι μας συμφέρει, και ενίοτε να κακοποιούμε τα ίδια τα παιδιά μας. Δεν επικροτώ καμία από αυτές τις συμπεριφορές , ασχέτως αν κατά καιρούς φάνηκαν χρήσιμες στους εξελικτικούς προγόνους μας. Όπως χαρακτηριστικά μου είπε κάποτε ένας εξελικτικός βιολόγος: «Τα γονίδιά μου δεν δίνουν δεκάρα για την πάρτη μου, και ούτε εγώ για τη δική τους».

Μια μεταβλητή στην οποία όντως δίνω σημασία είναι η ιδέα της εξελικτικά σταθερής στρατηγικής- δηλαδή, μιας στρατηγικής η οποία, στο πλαίσιο ενός (καλώς ορισμένου) εξελικτικού παιγνίου, δεν ωθείται ποτέ στην εξαφάνιση. Στις ανθρώπινες κοινωνίες, δεν αποκλείεται ο περιορισμός της αυτοεξαπάτησης και η ειλικρίνεια (ή έστω η προσπάθεια να φανεί κανείς ειλικρινής και να μην εξαπατά τον εαυτό του)να αποτελούν εξελικτικά σταθερές στρατηγικές – με άλλα λόγια, να μην μπορούν να οδηγηθούν στην εξαφάνιση, έστω και αν η συχνότητά τους στον πληθυσμό διατηρείται χαμηλή. Αν η στρατηγική της ειλικρίνειας οδεύει αναπόδραστα προς τον εξελικτικό της αφανισμό, τότε ίσως θα όφειλα να επανεξετάσω την προσωπική μου στάση. Αν, όμως, είναι εξελικτικά σταθερή, έστω και με χαμηλή συχνότητα στον πληθυσμό, τότε προτιμώ να προκρίνω, ως προσωπική στρατηγική, την προσπάθεια περιστολής της αυτοεξαπάτησης (χωρίς βέβαια να έχω αξιόλογη πιθανότητα επιτυχίας).

Στην προσωπική μου ζωή, έχω πολλές φορές βιώσει την αυτοεξαπάτηση υπό τη μορφή μιας σειράς από μικρές επιτυχίες που ακολουθούνται από μια μεγάλη αποτυχία. Φουσκώνω από αυτοπεποίθηση, προβάλλω μια αυτάρεσκη εικόνα στους γύρω μου και απολαμβάνω κάποια από τα παροδικά οφέλη αυτής της αυταπάτης, προτού τελικά προσγειωθώ ανώμαλα στη σκληρή πραγματικότητα. Η ανώμαλη προσγείωση συχνά συνοδεύεται από βαριές απώλειες, οι οποίες εν μέρει οφείλονται στην τυφλότητα που είχε επιφέρει η υπέρμετρη αυτοπεποίθησή μου. Λόγου χάριν, υπάρχει κίνδυνος να αγνοήσω τις πρόδηλες ενδείξεις ότι μια υποτιθέμενα ευτυχισμένη σχέση στην πραγματικότητα φθίνει άσχημα· κλείνοντας τα μάτια μου, βελτιώνω προσωρινά την ψυχολογική μου διάθεση αναβάλλοντας το αναπόφευκτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών – και ανεβάζοντας το κόστος του. Όπως έχουμε δει, εύκολα παγιδεύεται κανείς στον φαύλο κύκλο της άρνησης και δύσκολα απεμπλέκεται από αυτόν. Για να το θέσουμε διαφορετικά, η αυτοεξαπάτηση συχνά έχει καταστροφικές συνέπειες. Αυτό δεν ισχύει μόνο για γεγονότα με ευρύ κοινωνικό αντίκτυπο, όπως η εξαπόλυση αδικαιολόγητων πολεμικών επιθέσεων και η εφαρμογή εσφαλμένων οικονομικών πολιτικών, αλλά και για επιλογές που αφορούν τον στενό προσωπικό μας κύκλο. Μπορεί μεν να αντλήσουμε προσωρινά οφέλη από την εξαπάτηση του εαυτού μας και των άλλων, αλλά δύσκολα θα αποφύγουμε να επωμιστούμε ένα βαρύ μακροπρόθεσμο κόστος.

Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας γενικός κανόνας στη ζωή- ότι τα οφέλη της αυτοεξαπάτησης εκδηλώνονται άμεσα, ενώ το κόστος της άγνοιας γίνεται αισθητό με καθυστέρηση. Πειράματα σε επίμυς έχουν αποδείξει ότι αυτού του είδους οι επιδράσεις- δηλαδή, όσες εκδηλώνονται με χρονική υστέρηση- είναι πολύ δύσκολο να συνδεθούν με τις αιτίες που τις προκαλούν. Οι άμεσες συνέπειες μιας πράξης, θετικές ή αρνητικές, είναι συνήθως προφανείς· οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις εξακριβώνονται με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα από το γεγονός ότι έχουμε την ισχυρή τάση να επικεντρωνόμαστε στο παρόν και να υποτιμούμε τις απώτερες μελλοντικές συνέπειες των ενεργειών μας.

ROBERT TRIVERS, Η ΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΟΗΤΩΝ

Καταπίεση είναι το να ζεις τη ζωή που δεν λογάριαζες να ζήσεις

Καταπίεση είναι το να ζεις τη ζωή που δεν λογάριαζες να ζήσεις. Καταπίεση είναι το να κάνεις πράγματα που ποτέ δεν ήθελες να κάνεις. Καταπίεση είναι το να υποκρίνεσαι πως είσαι αυτός που δεν είσαι. Η καταπίεση είναι ένας τρόπος για να καταστρέψεις τον εαυτό σου. Η καταπίεση είναι ένας τρόπος για να καταστρέψεις τον εαυτό σου. Η καταπίεση είναι αυτοκτονία – πολύ αργή ασφαλώς, αλλά είναι ένα πολύ σίγουρο, αργό δηλητήριο.

Η έκφραση είναι ζωή. Η καταπίεση είναι αυτοκτονία.

Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος καταπιέζεται τόσο πολύ, που γίνεται άρρωστος; Επειδή η κοινωνία σε διδάσκει να ελέγχεις, όχι να μεταμορφώνεις. Και η μεταμόρφωση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με τον έλεγχο, αλλά είναι το ακριβώς αντίθετο.

Μέσα από την καταπίεση, ο νους διχάζεται. Το κομμάτι που αποδέχεσαι γίνεται το συνειδητό και το κομμάτι που αρνείσαι γίνεται το ασυνείδητο. Αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι φυσικός. Αυτός ο διαχωρισμός συμβαίνει εξαιτίας της καταπίεσης, Και μέσα στο ασυνείδητο πετάς όλα τα σκουπίδια που απορρίπτει η κοινωνία. Να θυμάσαι όμως, πως οτιδήποτε πετάς εκεί μέσα, γίνεται ολοένα και περισσότερο ένα κομμάτι από σένα. Πηγαίνει στα χέρια σου, μπαίνει μέσα στα κόκαλά σου, στο αίμα σου, στον χτύπο της καρδιάς σου.

Τώρα οι ψυχολόγοι λένε ότι σχεδόν οι ογδόντα στις εκατό αρρώστιες προκαλούνται από τα καταπιεσμένα συναισθήματα. Τα τόσα πολλά εμφράγματα σημαίνουν ότι έχει καταπιεστεί πάρα πολύ θυμός στην καρδιά, τόσο πολύ μίσος, που η καρδιά έχει δηλητηριαστεί.

Αυτοί που έχουν το κουράγιο να προχωρούν

Είναι μεγάλος πειρασμός να μην προχωρούμε, να μένουμε εκεί που βρισκόμαστε, να πισωδρομούμε, με άλλα λόγια να βασιζόμαστε σ’ αυτά που έχουμε, γιατί ότι έχουμε το γνωρίζουμε. Μπορούμε να στηριχτούμε σ’ αυτό, να αισθανθούμε ασφαλείς μέσα του. Φοβόμαστε, κι έτσι αποφεύγουμε να κάνουμε ένα βήμα προς το άγνωστο, το αβέβαιο. Γιατί πραγματικά, αν το βήμα μπορεί να μη μας φανεί ριψοκίνδυνο αφού το κάνουμε, πριν το κάνουμε οι προοπτικές μας φαίνονται πολύ ριψοκίνδυνες, και κατά συνέπεια τρομακτικές. Μόνο το παλιό, το δοκιμασμένο δίνει την αίσθηση της ασφάλειας· ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Κάθε καινούργιο βήμα έχει μέσα του τον κίνδυνο της αποτυχίας, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ την ελευθερία.

Βέβαια, σε κάθε στάδιο της ζωής μας το παλιό και το συνηθισμένο είναι διαφορετικά. Όταν είμαστε βρέφη, έχουμε μόνο το σώμα μας και το στήθος της μητέρας μας (αρχικά μη διαφοροποιημένα). Έπειτα αρχίζουμε να προσανατολιζόμαστε προς τον κόσμο, ξεκινώντας τη διαδικασία που χρειάζεται για να βρούμε μια θέση και για τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτόν. Αρχίζουμε να θέλουμε να έχουμε πράγματα· έχουμε τη μητέρα μας, τον πατέρα, τ’ αδέρφια, τα παιχνίδια. Αργότερα, αποκτάμε γνώσεις, δουλειά, κοινωνική θέση, σύζυγο, παιδιά, και τότε έχουμε ένα είδος μετα-ζωής, όταν πια αποκτάμε ένα τάφο, μια ασφάλεια ζωής και κάνουμε τη «διαθήκη» μας.

Παρόλη όμως την ασφάλεια του έχειν, οι άνθρωποι συνήθως θαυμάζουν εκείνους που ανοίγουν καινούργια μονοπάτια, που έχουν το κουράγιο να προχωρούν. Στη μυθολογία, αυτός ο τρόπος ύπαρξης αντιπροσωπεύεται συμβολικά από τον ήρωα. Ήρωες είναι εκείνοι που έχουν το θάρρος ν’ αφήσουν ό,τι έχουν – τη γη τους, την οικογένειά τους, την περιουσία τους – και να φύγουν, όχι χωρίς φόβο αλλά και χωρίς να υποκύπτουν στο φόβο τους. Στη βουδιστική παράδοση, ο Βούδας είναι ο ήρωας που αφήνει όλη του την περιουσία, όλη τη σιγουριά που υπάρχει στην ινδουιστική θεολογία – τη θέση του, την οικογένειά του – και προχωράει σε μια ζωή πέρα από δεσμεύσεις. Η δράση του όμως βγαίνει μέσα από την πληρότητα που του δίνει η αγάπη του για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Οι Έλληνες έχουν κοσμικούς ήρωες, που σκοπός τους είναι η ικανοποίηση της αλαζονείας τους, η κυριαρχία. Παρόλα αυτά, όμοια με τους πνευματικούς ήρωες, ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας προχωρούν χωρίς να δειλιάζουν μπροστά στους κινδύνους που τους περιμένουν. Οι ήρωες των παραμυθιών λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο: φεύγουν, τραβάνε μπροστά και υπομένουν την ανασφάλεια.

Θαυμάζουμε αυτούς τους ήρωες, γιατί βαθιά μέσα μας αισθανόμαστε ότι θα θέλαμε να είμαστε σαν κι αυτούς – αν βέβαια μπορούσαμε. Αλλά με το φόβο που έχουμε, πιστεύουμε ότι δε μπορούμε να γίνουμε έτσι, μόνο οι ήρωες μπορούν. Οι ήρωες γίνονται είδωλα. Προβάλλουμε σ’ αυτούς τη δική μας ικανότητα κίνησης, και μετά μένουμε εκεί που ήμασταν – «γιατί δεν είμαστε ήρωες».

Όλη αυτή η ανάλυση ίσως φαίνεται να υπονοεί ότι το να είσαι ήρωας είναι επιθυμητό, είναι όμως ταυτόχρονα ανόητο και ενάντια στο συμφέρον σου. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Τα άτομα τα επιφυλακτικά, τα κτητικά άτομα απολαμβάνουν την ασφάλεια, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ανασφαλή. Εξαρτιόνται από αυτά που έχουν: χρήματα, κύρος, το εγώ τους – δηλαδή από πράγματα που είναι έξω απ’ αυτούς. Τι θα γίνουν όμως αν χάσουν ό,τι έχουν; Γιατί, πραγματικά, οτιδήποτε κι αν έχει κανείς μπορεί να χαθεί. Είναι πιθανό ότι η περιουσία μπορεί να χαθεί – και μαζί της τόσο η θέση όσο και οι φίλοι – και σε κάθε στιγμή ο καθένας μπορεί, και αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί, να χάσει τη ζωή του.

Αν είμαι ό,τι έχω κι αν ό,τι έχω χαθεί, τότε ποιος είμαι; Τίποτ’ άλλο, από μια νικημένη, άδεια, αξιολύπητη μαρτυρία ενός λαθεμένου τρόπου ζωής. Επειδή μπορεί να χάσω ό,τι έχω, είμαι αναγκαστικά συνεχώς ανήσυχος ότι θα χάσω αυτά που έχω. Φοβάμαι τους κλέφτες, τις οικονομικές αλλαγές, τις επαναστάσεις, τις αρρώστιες, το θάνατο· φοβάμαι ακόμα την αγάπη, την ελευθερία, την ανάπτυξη, την αλλαγή, το άγνωστο. Έτσι είμαι συνέχεια ανήσυχος, υποφέροντας από χρόνια υποχονδρία, που δε συνεπάγεται μόνο την απώλεια της υγείας μου αλλά και οποιουδήποτε άλλου αποκτήματός μου. Γίνομαι άνθρωπος αμυντικός, σκληρός, καχύποπτος, μοναχικός, που παρασύρομαι από την ανάγκη να έχω όλο και περισσότερα για να νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο Ίψεν έχει δώσει μια ωραία περιγραφή αυτού του εγωκεντρικού ανθρώπου στον Πέερ Γκύντ. Ο ήρωας είναι γεμάτος μόνο από τον εαυτό του. Μέσα στον απέραντο εγωισμό του πιστεύει ότι αυτός είναι ο εαυτός του, γιατί αυτός είναι ένα «σύμπλεγμα από επιθυμίες». Στο τέλος της ζωής του αναγνωρίζει ότι, επειδή όλη του η ύπαρξη ήταν χτισμένη πάνω στην ιδιοκτησία του, δεν κατάφερε ποτέ να είναι ο εαυτός του. Ένιωθε ότι ήταν ένα κρεμμύδι χωρίς ψίχα, ένας μισοτελειωμένος άνθρωπος που ποτέ δεν υπήρξε ο εαυτός του.

Η αγωνία και η ανασφάλεια που προκαλείται από τον κίνδυνο να χάσει κανείς ό,τι έχει, δεν υπάρχει στους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι. Αν είμαι αυτός που είμαι και όχι αυτό που έχω, τότε κανένας δε μπορεί να μου στερήσει ή να με απειλήσει για την ασφάλεια και την αίσθηση της ταυτότητάς μου. Το κέντρο μου είναι μέσα μου, η δυνατότητά μου να υπάρχω και να εκφράζω τις βασικές μου δυνάμεις είναι κομμάτι της δομής του χαρακτήρα μου και εξαρτάται από εμένα. Αυτό βέβαια αληθεύει σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, όχι σε περιπτώσεις αρρώστιας, αναπηρίας, βασανισμού ή άλλες συνθήκες ισχυρών εξωτερικών περιορισμών.

Ενώ το έχειν βασίζεται σε κάποιο πράγμα που φθείρεται με τη χρήση, το είναι αναπτύσσεται με την εξάσκηση. (Η «φλεγόμενη βάτος» που δεν καίγεται είναι ο βιβλικός συμβολισμός γι’ αυτό το παράδοξο). Οι δυνάμεις της λογικής, της αγάπης, της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, όλες οι βασικές δυνάμεις αναπτύσσονται μέσα από τη διαδικασία της έκφρασής τους. Ό,τι ξοδεύεται δεν πάει χαμένο, αντίθετα ό,τι φυλάγεται είναι χαμένο. Όταν προσπαθώ να είμαι, η μόνη απειλή για την ασφάλειά μου βρίσκεται μέσα μου: στην έλλειψη πίστης στη ζωή και στις δημιουργικές μου ικανότητες, στις τάσεις πισωδρόμησης, στην εσωτερική μαλθακότητα και στην προθυμία ν’ αφήσω τους άλλους ν’ αναλάβουν τη ζωή μου. Αλλά αυτοί οι κίνδυνοι εξαφανίζονται, δεν είναι συστατικά του είναι, ενώ ο κίνδυνος της απώλειας είναι έμφυτος στο έχειν.

Ιδεώδεις συγχωνεύσεις κοσμικών αντικειμένων μεγάλης μάζας για τη μέτρηση της κοσμικής διαστολής

Συνοπτικά: Μεταξύ των πηγών βαρυτικών κυμάτων, η συγχώνευση ενός άστρου νετρονίων και μιας μαύρης τρύπας μπορεί να παράσχει τον πιο μεγάλης ακρίβειας τρόπο για τη μέτρηση του πόσο γρήγορα επεκτείνεται το σύμπαν.

Η αστρονομία των βαρυτικών κυμάτων είναι κάτι που τώρα αρχίζει να αναπτύσσεται με δυνατότητες, όπως η χρήση των πηγών των βαρυτικών κυμάτων ως απομακρυσμένοι δείκτες για τη μέτρηση της κοσμικής διαστολής. Μια νέα εργασία από τον Salvatore Vitale από το MIT (Massachusetts Institute of Technology), στο Cambridge και της Hsin-Yu Chen από το Παναπεπιστήμιο Harvard, δείχνει ότι ένα ιδιαίτερο είδος πηγής βαρυτικών κυμάτων – που περιλαμβάνει τη συγχώνευση μιας μαύρης τρύπας με ένα άστρο νετρονίων – θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος στόχος για τον προσδιορισμό του ρυθμού διαστολής.

Ο σημερινός ρυθμός διαστολής, ή η σταθερά του Hubble, είναι κρίσιμος παράγοντας στους κοσμολογικούς υπολογισμούς, έτσι η αβεβαιότητά του περιορίζει το πόσο καλά γνωρίζουμε άλλες παραμέτρους, όπως η ηλικία του σύμπαντος. Όμως ορισμένες μετρήσεις της σταθεράς του Hubble χρησιμοποιώντας το κοσμικό μικροκυματικό υπόβαθρο δίνουν διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που βασίζονται σε παρατηρήσεις υπερκαινοφανούς, έτσι οι ερευνητές θα επιθυμούσαν μια τρίτη, ανεξάρτητη μέθοδο για να επιλύσουν την κρίση.

Οι συγχωνεύσεις συμπαγών αντικειμένων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να τη μέτρηση της σταθεράς Hubble. Αυτό είναι περισσότερο εύκολο να γίνει όταν το φαινόμενο παρατηρείται με δυο τρόπους: με τα βαρυτικά κύματα (για να μετρηθεί η απόσταση από την πηγή) και με τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα (για να προσδιοριστεί η ταχύτητα της πηγής). Μια τέτοια μέτρηση της σταθεράς του Hubble έχει ήδη γίνει με την συγχώνευση των δυο άστρων νετρονίων που παρατηρήθηκε. Όμως η αβεβαιότητα ήταν πάρα πολύ μεγάλη (14%) λόγω της αβεβαιότητας στον τροχιακό προσανατολισμό, που συσχετίζεται με τη μετρούμενη απόσταση της συγχώνευσης. Ο Vitale και η Chen δείχνουν ότι οι συγχωνεύσεις άστρου νετρονίων και μαύρης τρύπας (NSBH) δίνουν μια περισσότερο ακριβή εκτίμηση απόστασης από ότι συγχωνεύσεις ζεύγους άστρων νετρονίων (BNS), κυρίως επειδή ο τροχιακός προσανατολισμός είναι λιγότερο συσχετιζόμενος με τη μέτρηση της απόστασης. Μέχρι τώρα δεν έχει καταγραφεί συγχώνευση NSBH. Όμως αν συμβαίνει ένα γεγονός NSBH για κάθε 50 γεγονότα BNS, που είναι σύμφωνο με τους τρέχοντες περιορισμούς, τότε, σύμφωνα με τον Vitale και την Chen, μελλοντικές μετρήσεις NSBH θα δώσουν έναν προσδιορισμό της σταθεράς Hubble με περισσότερη ακρίβεια από ότι οι παρατηρήσεις BNS.

Ο κοντινός εξωπλανήτης Ross 128b θα μπορούσε να υποστηρίξει τη ζωή

Οι επιστήμονες έμειναν έκπληκτοι το φθινόπωρο του 2017 όταν ανακάλυψαν με το όργανο HARPS στο Παρατηρητήριο La Silla της Χιλής,  ότι ένας πλανήτης μοιάζει πολύ με τον δικό μας και βρίσκεται σε ένα ηλιακό σύστημα μόλις 11.000 έτη φωτός μακριά μας.
 
Καλλιτεχνική απεικόνιση για το πως μπορεί να μοιάζει ο Ross 128b, με το ερυθρό νάνο άστρο 128 Ross στο φόντο. Αυτό το σύστημα βρίσκεται στον αστερισμό της Παρθένου, περίπου 11 έτη φωτός μακριά. Το Ross 128b είναι 20 φορές πιο κοντά στο αστέρι του από ό, τι η Γη είναι στον Ήλιο και το έτος διαρκεί μόλις 9,9 ημέρες. Η θερμοκρασία ισορροπίας του πλανήτη υπολογίζεται ότι είναι 21 βαθμοί Κελσίου.
 
Θέλοντας να ανακαλύψουν περισσότερα στοιχεία για αυτόν τον πλανήτη, μια ομάδα ερευνητών, πολύ πρόσφατα κατόρθωσε να «ξεκλειδώσει» μερικά από τα μυστικά του. Ο λόγος για τον Ross 128 b, που δεν είναι μεν «δίδυμος αδελφός» της Γης αλλά έχει πράγματι πολλές ομοιότητες με αυτήν και δεν αποκλείεται να διαθέτει υγρό νερό στην επιφάνειά του.
 
Με βάση την ανάλυση των χημικών στοιχείων που υπάρχουν σε ένα άστρο οι αστροφυσικοί μπορούν να εκτιμήσουν τη σύσταση των βραχωδών πλανητών που περιφέρονται γύρω του. Για να δουν κατά πόσο ο μέχρι πρότινος άγνωστος γειτονικός μας εξωπλανήτης μοιάζει με τη γη, οι επιστήμονες αποφάσισαν να διερευνήσουν την αναλογία των στοιχείων στο μητρικό άστρο του, τον Ross 128.
 
Το μητρικό αυτό άστρο είναι επίσης γνωστό ως Proxima Virginis, Gliese 447 και HIP 57548, και είναι ένα κόκκινο νάνο αστέρι νάνος , που σημαίνει ότι είναι πολύ μικρότερο και πολύ πιο δροσερό από τον ήλιο μας.
 
Οι επιστήμονες με τις έρευνές τους επιβεβαίωσαν ότι ο Ross 126 b θα πρέπει να είναι βραχώδης, δεδομένο που προέκυψε από τη μελέτη της ακτίνας και της μάζας του. Ακόμη μελετήθηκε και το άστρο του εξωπλανήτη και η ποσότητα φωτός που δέχεται από αυτό, οπότε οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να έχει «εύκρατο κλίμα».
 
Τα όποια στοιχεία δείχνουν επομένως, ότι ο δεύτερος κοντινότερός μας βραχώδης εξωπλανήτης έχει αρκετές ομοιότητες με τη Γη και θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει κατοικήσιμος. «Αν και ο Ross 126 b δεν είναι ο… δίδυμος της γης κι ενώ ακόμη δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για τη γεωλογική δραστηριότητά του, κατορθώσαμε να επιβεβαιώσουμε ότι πρόκειται για έναν πλανήτη με εύκρατο κλίμα ο οποίος θα μπορούσε εν δυνάμει να έχει υγρό νερό στην επιφάνειά του» δηλώνουν οι ερευνητές.

Εντυπωσιακή πρεμιέρα για το πανίσχυρο ραδιοτηλεσκόπιο MeerKAT

Ένα νέο, πανίσχυρο ραδιοτηλεσκόπιο, ξεκίνησε στη Νότια Αφρική αποτέλεσμα ενός ευρύτερου διεθνούς πρότζεκτ, που σύμφωνα με τους επιστήμονες θα αποκαλύψει εξαιρετικές λεπτομέρειες για τα μυστήρια του σύμπαντος. Για την κατασκευή του χρειάστηκε μία ολόκληρη δεκαετία και με τη δημοσίευση της πρώτης φωτογραφίας που κατέγραψε το ραδιοτηλεσκόπιο, η οποία χαρακτηρίστηκε από τους ενθουσιώδεις ειδικούς ως η «καθαρότερη απεικόνιση του κέντρου του Γαλαξία» στην ιστορία της ανθρωπότητας, έδειξε την αξία του.
 
Τα 64 ραδιοτηλεσκόπια του MeerKAT μπορούν να μελετήσουν τον τρόπο με τον οποίο το αέριο υδρογόνο κινείται γύρω από τους γαλαξίες.  Τα πολλά συνδεδεμένα ραδιοτηλεσκόπια χρησιμοποιούν τις τεχνικές της ράδιο-συμβολομετρίας.
 
Η χρήση της συμβολομετρίας επιτρέπει στη ραδιοαστρονομία την επίτευξη υψηλών γωνιακών αναλύσεων, η δε αναλυτική ικανότητα ενός συμβολόμετρου καθορίζεται από την απόσταση μεταξύ των συνιστωσών του, παρά από το μέγεθος των συστατικών του.

Τα μυστήρια του σύμπαντος πρόκειται να αποκρυπτογραφήσει το ραδιοτηλεσκόπιο MeerKAT, που δημιουργήθηκε στη Νότια Αφρική, για την κατασκευή του οποίου χρειάστηκε μία ολόκληρη δεκαετία. H πρώτη φωτογραφία που απέστειλε το πανίσχυρο ραδιοτηλεσκόπιο χαρακτηρίστηκε από τους ενθουσιώδεις ειδικούς «η καθαρότερη απεικόνιση του κέντρου του γαλαξία» στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
 
«Το κέντρο του Γαλαξία μας ήταν ένας προφανής πρώτος στόχος για απεικόνιση: είναι ένα σημείο μοναδικό, οπτικά εντυπωσιακό αλλά και γεμάτο ανεξήγητα φαινόμενα», δήλωσε ο Fernando Camilo,, επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας του παρατηρητηρίου ραδιοαστρονομίας της Νότιας Αφρικής, που λειτουργεί και επιβλέπει το MeerKAT.
 
Πράγματι, η κεντρική περιοχή του γαλαξία που φιλοξενεί τη Γη βρίσκεται 25.000 έτη φωτός μακριά από τον πλανήτη μας, διαθέτει μια τιτάνια μαύρη τρύπα και καλύπτεται από πυκνά νέφη φυσικού αερίου και διαστημικής σκόνης. Παρότι η περιοχή είναι πρακτικά αόρατη με τη χρήση συνηθισμένων τηλεσκοπίων, το λαμπερό, νέο ραδιοτηλεσκόπιο την κατέγραψε με αξιοσημείωτη λεπτομέρεια. «Παρότι βρισκόμαστε ακόμα στις πρώτες ημέρες λειτουργίας του MeerKAT και πολλά ακόμα πρέπει να τελειοποιηθούν, αποφασίσαμε να το τολμήσουμε – και μείναμε έκπληκτοι με τα αποτελέσματα», προσέθεσε ο Fernando Camilo.
 
Το νέο ραδιοτηλεσκόπιο επιτρέπει στους αστρονόμους να παρατηρούν μέχρι και τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του σύμπαντος, χάρη σε έναν πρωτοφανή συνδυασμό υπέρυθρης ακτινοβολίας, ακτίνων Χ, και ραδιοκυμάτων, και το πανόραμα της εικόνας που καταγράφει αντιστοιχεί σε περιοχή με πραγματικές διαστάσεις 1.000 επί 500 ετών φωτός. Ηδη, έχει ξεκινήσει να απαντά ερωτήματα που έχουν μείνει αναπάντητα εδώ και τρεις δεκαετίες.
 
«Η εικόνα του ραδιοτηλεσκοπίου είναι πραγματικά ανατρεπτική για τα δεδομένα της αστρονομίας», δήλωσε ο Φαράντ Γιουσέφ Ζαντέχ, από τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες του κόσμου με εξειδίκευση στις μυστηριώδεις διαστημικές δομές που βρίσκονται στη μαύρη τρύπα στην καρδιά του γαλαξία μας, προσθέτοντας πως ήδη το MeerKAT έχει αρχίσει να διαλευκάνει το δύσκολο ερευνητικό του έργο.
 
Παρότι ο αντίκτυπος του καινούργιου ραδιοτηλεσκοπίου είναι ήδη μεγάλος, το μέλλον αναμένεται ακόμα πιο εντυπωσιακό, καθώς το MeerKAT είναι απλώς ένα κομμάτι του φιλόδοξου Square Kilometre Array, ενός μεγατηλεσκοπίου το οποίο υπόσχεται πως θα είναι μέχρι και 100 φορές πιο ευαίσθητο από οποιοδήποτε ραδιοτηλεσκόπιο στη Γη. Στην παγκόσμια κοινοπραξία που συνδράμει στην κατασκευή του Square Kilometer Array συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ο Καναδάς, η Κίνα, η Ινδία και η Ιταλία, ενώ τα σχέδια περιλαμβάνουν αστρονομικές βάσεις στην Αυστραλία και στη Νότια Αφρική.
 
H ραδιοαστρονομία είναι ένα υποπεδίο της αστρονομίας που μελετά ουράνια αντικείμενα σε ραδιοσυχνότητες. Η αρχική ανίχνευση των ραδιοκυμάτων από ένα αστρονομικό αντικείμενο έγινε στη δεκαετία του 1930, όταν ο Καρλ Γιάνσκι παρατήρησε την ακτινοβολία που προέρχεται από το Γαλαξία μας. Οι επόμενες παρατηρήσεις εντόπισαν πολλές διαφορετικές πηγές εκπομπής ραδιοκυμάτων. Αυτές περιλαμβάνουν αστέρια και οι γαλαξίες, καθώς και εντελώς νέες κατηγορίες αντικειμένων, όπως είναι οι ραδιογαλαξίες, τα κβάζαρ, τα πάλσαρ και τα μέιζερ. Η ανακάλυψη της κοσμικής ακτινοβολίας μικροκυμάτων υποβάθρου, η οποία αποτέλεσε αδιάσειστο στοιχείο για τη Μεγάλη Έκρηξη, έγινε μέσω της ραδιοαστρονομίας.
 
Η ραδιοαστρονομία πραγματοποιείται με τη χρήση μεγάλων κεραιών που αναφέρονται ως ραδιοτηλεσκόπια, που είτε χρησιμοποιούνται μεμονωμένα ή σε μεγάλες συστάδες.

Ρητορεία και ρητορική: Η αντίδραση των φιλοσόφων

Η σύγκρουση της φιλοσοφίας με τη σοφιστική είναι αναπόφευκτη, αφού και οι δύο γεννιούνται σε εποχή κρίσης και ανακατατάξεων, έχουν κοινούς στόχους και παραλήπτες -επικαλούμενες τον ορθό λόγο υπόσχονται να προσφέρουν κατευθύνσεις για έναν ευτυχισμένο βίο-, αλλά προτείνουν για την επίτευξή τους διαφορετικούς δρόμους: οι σοφιστές είναι σκεπτικιστές και σχετικιστές· διδάσκουν πώς μπορεί να επιβιώσει κανείς μέσα σε έναν ωκεανό διαφορετικών αντιλήψεων. Οι φιλόσοφοι θέτουν τη λογική στην υπηρεσία του συνόλου και όχι του ατόμου· με αυτό το πνεύμα φιλοδοξούν να στήσουν ένα στέρεο σύστημα διαχρονικών αξιών που να μπορεί να αντικαταστήσει την προηγούμενη παράδοση.
 
Δεν είναι όμως μόνο η ενασχόληση των σοφιστών με θέματα φιλοσοφικά αλλά, κυρίως, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν στη διδασκαλία τους ο λόγος που προκαλεί την έντονη αντίδραση και κριτική των φιλοσόφων. Για τον Πλάτωνα η ἐριστική είναι μια λεκτική αντιπαράθεση εν είδει παιδιάς, ξένη προς την αναζήτηση της αλήθειας (Πολιτεία 7.539b1-c3, Σοφιστής 231e1-233c11, 268c8-d5). Με ανάλογη επιφύλαξη αντιμετωπίζει ο Αριστοτέλης την αρχή τον ἥττω λόγον μείζω ποιεῖν, που κυριαρχεί στη ρητορική και την ἐριστική και υποστηρίζει το πιθανόν, εν τέλει το ψέμα (Ῥητορική2.1402a24-28). Ενώ λοιπόν η διαλεκτική των σοφιστών, ως μέθοδος αντιπαράθεσης με τον συνομιλητή, επικεντρώνει το ενδιαφέρον στη δύναμη πειθούς των επιχειρημάτων, η διαλεκτική των φιλοσόφων ασχολείται με την ακρίβεια και την αλήθεια των συλλογισμών. Η λογική αποβλέπει στην ανεύρεση του αληθούς, η ρητορική στην πειστική διατύπωση του πιθανού. Ωστόσο, ακόμη και ο πιο άσπονδος πολέμιος της σοφιστικής ρητορικής, ο Πλάτωνας, δεν θα παραγνωρίσει την προοπτική σύνταξης μιας γνήσιας τέχνης του λόγου, μιας ιδανικής, αληθούς και ουσιαστικά χρήσιμης ρητορικής.
 
Πλάτων
 
Απέναντι στην παραπλανητική και αυτάρεσκη ρητορική τέχνη των σοφιστών, που επαγγέλλονταν τη διδασκαλία της πολιτικής αρετής, οι φιλόσοφοι αντέταξαν την κριτική και τις επιφυλάξεις τους. Η περιφρόνηση όμως με την οποία τους αντιμετώπισε ο Πλάτωνας (428/7-348/7 π.Χ.) είναι η ισχυρότερη αρνητική αντίδραση εναντίον τους και η πιο γνωστή από την αρχαιότητα. Για εκείνον οι σοφιστές δεν προσφέρουν παρά ένα σύνολο από κανόνες που στηρίζονται στο έθος, την εμπειρία και την επανάληψη και όχι στην πραγματική γνώση. Σε μια σειρά έργων του (Γοργίας, Πρωταγόρας, Σοφιστής, Ἱππίας Ἐλάσσων, Ἱππίας Μείζων) ο Πλάτων ενσαρκώνει στο πρόσωπο του δασκάλου του, Σωκράτη, τον φιλόσοφο που διακρίνεται από τον σοφιστή. Η κριτική του στρέφεται για την ακρίβεια εναντίον της αυτοπαρουσίασης των σοφιστών ως κατόχων της γνώσης, ως δασκάλων του λόγου, της πολιτικής τέχνης, της αρετής. Ο ίδιος μάλιστα συνέλαβε το όραμα μιας γνήσιας τέχνης του λόγου που θα υπηρετεί το κοινό αγαθό, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια.
 
Πιθανόν η κριτική του Πλάτωνα να εκπορεύεται τόσο από πολιτικούς όσο και από προσωπικούς λόγους. Από τη μια δεν υπήρξε ποτέ οπαδός της δημοκρατίας, του πολιτεύματος που ενίσχυε την αξιοποίηση της τέχνης του λόγου, ενώ από την άλλη η καταδίκη του Σωκράτη από λαϊκό δικαστήριο στιγμάτισε την αντίληψή του για το αττικό δικανικό σύστημα, που στηριζόταν στις ακροάσεις των αγορεύσεων. Στην Απολογία παρουσιάζει τον Σωκράτη να αγορεύει ενώπιον των κριτών του με τρόπο εξαιρετικό από φιλοσοφική άποψη, χωρίς όμως να καταφέρνει να τους πείσει, πιθανόν γιατί η απολογία του δεν ανταποκρινόταν στις δικές τους αρχές και προσδοκίες.
 
Τα κλασικά χωρία-μαρτυρίες για την αμφισβήτηση από τον Πλάτωνα της αξίας της ρητορικής ως (διδακτής) τέχνης προέρχονται από τον Γοργία. Ο ομώνυμος ρήτορας και δάσκαλος της ρητορικής χαρακτηρίζει εδώ το αντικείμενό του ως τέχνην (452e9-453a7), δηλαδή ως ένα σύνολο διδακτών και μεταδόσιμων κανόνων, και μάλιστα ως τέχνη που μπορεί να κάνει τον μαθητή της ικανό να συνθέσει λόγο πειστικό για κάθε θέμα (456c2-7, 458e5-459a1). Αν, βεβαίως, ισχυρίζεται ο Γοργίας, κάποιος κακομεταχειρίζεται τη ρητορική, δεν είναι δίκαιο η ευθύνη γι' αυτό να αποδίδεται στον δάσκαλό της (457b5-c3). Ο Σωκράτης όμως εμφανίζεται να αντιτάσσει σε αυτές τις θέσεις ότι η ρητορική είναι ἐμπειρία, γνώση μηχανική, που στηρίζεται στη συσσωρευμένη πείρα και την άσκηση (την τριβήν) χωρίς να προϋποθέτει αληθή και γνήσια κατανόηση ούτε αντίληψη (ἐπιστήμην) του αντικειμένου της (459b6-c2, 462b6-463c7). Επί της ουσίας είναι ένα τέχνασμα, μια μηχανή πειθοῦς(459b8-c1), που δίνει την ευχέρεια σε όποιον ξέρει να τη χειρίζεται, να μιλά σύμφωνα με όσα επιθυμεί να ακούσει ο ακροατής (464b2-466a6). Μάλιστα, ενώ ο Γοργίας ισχυρίζεται ότι αντικείμενο της ρητορικής διδασκαλίας είναι η δικαιοσύνη (460a5-460b1), αποδεικνύεται ότι αυτό δεν ισχύει, καθώς στο τμήμα της συζήτησης που διεξάγεται ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Καλλικλή, έναν εραστή της ρητορικής, ο τελευταίος εξαναγκάζεται να ομολογήσει, με κυνισμό θα έλεγε κανείς, ότι ο δάσκαλος αυτής της τέχνης δεν μεριμνά για το δίκαιο, όπως ορίζεται από τους συμβατικούς νόμους, αφού απώτερος στόχος του ανθρώπου θα πρέπει να είναι -βάσει και της κυριαρχίας του ισχυρότερου πάνω στον αδύναμο που μαρτυρεί με σαφή παραδείγματα η ιστορία, αλλά κυρίως με τις επιταγές της η ίδια η φύση (κατὰ νόμον τὸν τῆς φύσεως)- να επικρατήσει ως κρείττων -ως καλύτερος- πάνω στους άλλους, που είναι χείρονες και ἥττονες - χειρότεροι και κατώτεροι (483b4-484c3). Ωστόσο, κιόλας στον συγκεκριμένο διάλογο προετοιμάζεται η εισήγηση από τον ίδιο τον Πλάτωνα (διαμέσου της φωνής του Σωκράτη) μιας δίκαιης ρητορικής, που θα συμβάλει στην επικράτηση της σωφροσύνης και της αρετής -οδηγώντας τις ψυχές των ακροατών της σε τάξιν και κόσμον- και στην απάλειψη της αδικίας και της κακίας (504d5-e4, 527c3-4).
 
Η προοπτική μιας φιλοσοφικής ρητορικής, απαλλαγμένης όμως αυτή τη φορά από σοβαρές ηθικές δεσμεύσεις, γίνεται πιο συγκεκριμένη στον Φαίδρο. Εδώ ο Πλάτωνας δεν στρέφεται γενικά εναντίον της ρητορικής αλλά ειδικά εναντίον της ρητορικής όπως την αντιλαμβάνονται και τη διδάσκουν οι σοφιστές. Ενώ οι ρήτορες αρκούνται στην εύρεση του πιθανού, ο Πλάτων ζητά την εύρεση της αλήθειας, γιατί πιστεύει ότι η επιστημονική γνώση είναι δυνατή και ότι είναι εφικτή η ανεύρεσή της με τη βοήθεια της διαλεκτικής (266b3-c9), που συνιστά τη γνήσια ρητορική τέχνη (263b6-c2). Αν εξάλλου η ρητορική είναι ψυχαγωγία (261a7-8), ο ρήτορας οφείλει να γνωρίζει τις ψυχές των ακροατών, την ψυχή αυτή καθεαυτήν (270c1-271b6). Άλλωστε ο λόγος του δεν μπορεί παρά να είναι ένας ζωντανός οργανισμός δομημένος οργανικά, ώστε το καθετί να συμβάλλει στο όλον βρίσκοντας σε αυτό τη θέση που του ανήκει (264b1-264c5). Στο τέλος του διαλόγου ο Σωκράτης μιλά κολακευτικά για τον ακόμη πολύ νέο, υποτίθεται, Ισοκράτη, τον μεταγενέστερο ιδρυτή της μεγαλύτερης ρητορικής σχολής στην Αθήνα: «υπάρχει μια φιλοσοφική φύση μέσα στον νου και την ψυχή αυτού του άνδρα» (279a3-b3). Ωστόσο, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν ειρωνεία διατρέχει ή όχι αυτή την αναφορά.
 
Κατά μια ερμηνεία στον Μενέξενό του ο Πλάτωνας εμπαίζει τους Αθηναίους για τους επικήδειους λόγους τους. Επικρίνει την ανειλικρίνεια, τις κοινοτοπίες, το πομπώδες ύφος, τη συμβατική και μηχανιστική διάρθρωση αυτού του είδους λόγου. Το θέμα της κριτικής στο ρητορικό ἐγκώμιον επανέρχεται στο Συμπόσιον, όπου όμως γίνεται λόγος για τον καλό έπαινο, που φαίνεται να βρίσκει αντιπροσωπευτικά δείγματα στον λόγο της Διοτίμας (για τον Έρωτα, 207c2-212c3) και του Αλκιβιάδη (για τον Σωκράτη, 215a4-222b7). Θα μπορούσε επομένως να ισχυριστεί κανείς ότι το Συμπόσιον «ολοκληρώνει ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της φιλοσοφικής ρητορικής».
 
Μπορεί ο Πλάτωνας να πρόβαλε με έμφαση την απόσταση της ρητορικής από τη φιλοσοφία, πρόβαλε όμως ταυτόχρονα και την ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι εκπρόσωποι και της μιας και της άλλης τέχνης πόσο η μια αφορά την άλλη: οι μεν φιλόσοφοι μετά τον Πλάτωνα ασχολούνται με τη ρητορική, οι δε ρήτορες κατανοούν σταδιακά ότι η φιλοσοφία μπορεί να αποτελέσει τη στέρεα βάση της ρητορικής τους παιδείας. Έτσι το πλατωνικό έργο εγκαινιάζει έναν διάλογο μεταξύ φιλοσοφίας και ρητορικής, που θα επηρεάσει καθοριστικά τη μεταγενέστερη ιστορία της αρχαίας ρητορικής.
 
Αριστοτέλης
 
Ο Γοργίας και ο Φαῖδρος του Πλάτωνα συνιστούν για τον μαθητή του τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) προκλήσεις, στις οποίες ο ίδιος αναλαμβάνει να απαντήσει με το έργο του Περὶ Ῥητορικῆς (περ. 330 π.Χ.). Κατά τον Αριστοτέλη η ρητορική είναι τέχνη, στον βαθμό που μπορεί να εξηγήσει γιατί ένας λόγος έχει δύναμη πειθούς. Τη θεωρεί μάλιστα ἀντίστροφον τῇ διαλεκτικῇ («Η ρητορική βρίσκεται σε αναλογική σχέση με τη διαλεκτική» (μτφρ. Δ. Λυπουρλή), Ῥητορική 1.1.1354a1-21). Ωστόσο, καμία από τις δύο δεν είναι επιστήμη που ασχολείται με ένα αυστηρά καθορισμένο αντικείμενο· βρίσκουν όμως εφαρμογή και οι δυο τους, ως ενεργοί πόροι συλλογισμών (δυνάμεις τινὲς τοῦ πορίσαι λόγους), σε διάφορες επιστήμες (1.2.1356a30-33). Επιπλέον, η ρητορική αναγνωρίζεται στο ομώνυμο αριστοτελικό έργο ως η ευχέρεια, η δύναμη (δύναμις) να ανακαλύπτεις σε κάθε θέμα ό,τι θα μπορούσε να πείσει (τὸ ἐνδεχόμενον πιθανόν, Ῥητορική 1.2.1355b25-27). Υπ' αυτή την έννοια ο ομιλητής ορίζεται ως (καλός) ρήτορας, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του λόγου του, με βάση το αν αξιοποίησε όλα τα μέσα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει, όλα τα μέσα που του πρόσφερε το θέμα του, για να προσδώσει στον λόγο του δύναμη πειθούς (1.1.1355b10-17).
 
Με το ρητορικό του σύγγραμμα ο Αριστοτέλης επιδιώκει να καλύψει ένα ουσιαστικό κενό: ερευνώντας το υλικό που είχαν ήδη συσσωρεύσει προηγούμενοι ρήτορες, δάσκαλοι της ρητορικής αλλά και επικριτές της, επιχειρεί να συντάξει το σύστημα της τέχνης, να αναδείξει τη μέθοδό της. Πριν από την αριστοτελική συμβολή, η ρητορική διδασκαλία φαίνεται πως εξαντλούνταν σε ένα πλήθος επιφανειακών αρχών και κανόνων, που δεν πρόσφεραν γνώση αλλά απλώς μηχανικούς τρόπους, για να αντιμετωπίσει κανείς την ανάγκη σύνθεσης αποτελεσματικού λόγου, λόγου που θα μπορούσε να επηρεάσει και, εν τέλει, να πείσει το κοινό. Η διδασκαλία αυτού του υλικού στηριζόταν εν μέρει στη μηχανική εκμάθηση. Ο Αριστοτέλης οργάνωσε αυτό το υλικό σε κατηγορίες. Έγινε έτσι ο εισηγητής μιας θεωρίας των παθών και των τύπων ήθους προσφέροντας την πρώτη συστηματοποιημένη γνώση για θέματα ψυχολογίας. Ταυτόχρονα συνέδεσε τη ρητορική με την πολιτική και την ηθική εντάσσοντάς την με αυτόν τον τρόπο στο δικό του φιλοσοφικό οικοδόμημα (Ῥητορική 1.2.1356a25-33).
 
Όπως όλα τα αριστοτελικά συγγράμματα που έχουν διασωθεί ολόκληρα, η Ρητορική δεν είναι έργο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, και δεν έχει λογοτεχνικές αξιώσεις. Αποτελεί ένα είδος σύντομου εισαγωγικού εγχειριδίου, ένα υπόμνημα για την υποστήριξη της περαιτέρω έρευνας και της διδασκαλίας. Δεν είναι εξάλλου έργο που γράφτηκε μονομιάς. Στοιχεία της δομής του κειμένου αποδεικνύουν ότι ο συγγραφέας επεξεργάστηκε επανειλημμένα το υλικό του και το συμπλήρωσε σε μεταγενέστερο χρόνο.
 
Το έργο αρθρώνεται σε τρία βιβλία. Στο πρώτο και στο δεύτερο παρουσιάζονται οι πίστεις, τα αποδεικτικά μέσα πειθούς. Άλλωστε η τέχνη και η μέθοδος που τη θεμελιώνει στρέφονται, κατά τον Αριστοτέλη, γύρω από αυτά (Ῥητορική 1.1.1355a3-4). Τα δύο πρώτα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου περιλαμβάνουν βασικά προκαταρκτικά στοιχεία: τον ορισμό της ρητορικής και σύντομο σχολιασμό της σχέσης της με τη διαλεκτική, μια επίσης σύντομη κριτική αναφορά στην προηγούμενη (υποτιθέμενη) διδασκαλία της τέχνης -υποστηρίζεται πως οι προηγούμενοι ρητοροδιδάσκαλοι αγνοούν το βασικό θέμα των αποδεικτικών μέσων και περιορίζονται σε ζητήματα ἔξω τοῦ πράγματος (εκτός θέματος)-, μια σύντομη αντιβολή των ρητορικών συλλογισμών (ἐνθυμημάτων) προς τους φιλοσοφικούς, μια διάκριση των μέσων πειθούς σε διάφορες κατηγορίες και, τέλος, μια σύντομη παρουσίαση των έντεχνων μέσων πειθούς. Στο υπόλοιπο τμήμα του πρώτου βιβλίου παρουσιάζονται τα τρία είδη λόγων: ο συμβουλευτικός (γένος συμβουλευτικόν), ο δικανικός (γένος δικανικόν) και ο πανηγυρικός/επιδεικτικός (γένος ἐπιδεικτικόν). Στη συνέχεια αναπτύσσονται τα επιχειρήματα, πρώτα αυτά που χρησιμοποιούνται σε κάθε είδος λόγου, και στη συνέχεια εκείνα που σχετίζονται άμεσα με τους τελικούς στόχους του κάθε είδους: στον συμβουλευτικό λόγο ο ομιλητής προσπαθεί να προβάλει μια ενέργεια ως ωφέλιμη ή βλαβερή· στον επιδεικτικό ως ωραία ή αισχρή· στον δικανικό ως δίκαιη ή άδικη. Η παρουσίαση οδηγεί τελικά στην πραγμάτευση των αντικειμένων και των στόχων κάθε είδους λόγου: ποια είναι τα καλά (τὰ ἀγαθά) και ποια τα κακά που έχει στον νου του όποιος συντάσσει λόγο συμβουλευτικό, ποια είναι τα είδη των πολιτευμάτων και τι είναι συμφέρον για το καθένα από αυτά, τι είναι η εὐδαιμονίακαι ποια τα μέρη της (μόρια) -σε αυτήν αποβλέπει όποιος παραινεί, αφού το συμφέρον οδηγεί στην ευτυχία, ενώ το βλαβερόνμας απομακρύνει από αυτή-, ποια η έννοια του ἀγαθοῦ και συμφέροντος, και, αναλόγως, τι είναι το καλόν και τι το αἰσχρόν, τι το δίκαιον και τι το ἄδικον, με ποιό ήθος, ποιά κίνητρα, ποιούς στόχους, ποιές καταστάσεις και πράξεις σχετίζεται το καθένα από αυτά. Ακολουθεί μια σύντομη αναφορά στις ἀτέχνους πίστεις. Το δεύτερο βιβλίο διαιρείται σε τρία μέρη: τα δύο πρώτα παρουσιάζουν τη νέα διδασκαλία για την ψυχή. Στα κεφ. 2-11 γίνεται λόγος για τα πάθη, τα συναισθήματα, που ο ρήτορας εγείρει στους ακροατές του. Τα κεφ. 12-17 αναφέρονται στα ἤθη, στους τύπους συμπεριφοράς, όπως αυτοί διαμορφώνονται κυρίως από την ηλικία και το περιβάλλον. Μπορεί κάποτε οι παρατηρήσεις να είναι σχηματικές, ωστόσο προσφέρουν, θα έλεγε κανείς, ένα πρώιμο δείγμα ψυχολογίας και ανθρωπολογίας.
 
Στα κεφάλαια 18-26 ο Αριστοτέλης επιστρέφει στο θέμα των λογικών αποδείξεων. Στo τρίτο και τελευταίο βιβλίο, όπου εντοπίζονται οι μεγαλύτερες παραχωρήσεις προς την προηγούμενη ρητορική παράδοση, γίνεται λόγος για το ύφος (κεφ. 2-12 - ένα λαμπρό κομμάτι δίνεται στα κεφάλαια 8-9 για τον ρυθμό του πεζού λόγου και τη ρητορική περίοδο), τη διάταξη των μερών του λόγου και το περιεχόμενο καθενός από αυτά (κεφ. 13-19). Βεβαίως, στο πρώτο κεφάλαιο ο Αριστοτέλης αναφέρεται σύντομα και στην εκφώνηση και την παρουσίαση του λόγου (την ὑπόκρισιν, 3.1403b20-1404a16), που, ωστόσο, δεν αναγνωρίζεται ως τμήμα της τέχνης (ἀτεχνότερον, 3.1404a15-16), παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας δέχεται ρητά πως μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, ακριβώς λόγω του χαμηλού επιπέδου και εν γένει της φαυλότητας του πλήθους των ακροατών (3.1404a7-8).
Σε κάθε περίπτωση, η πραγματεία του Αριστοτέλη φαίνεται πως άσκησε μικρότερη επίδραση από την αναμενόμενη. Παρά το γεγονός ότι διδάσκει πώς να συντάσσει κανείς λόγο με βάση μια μέθοδο που μπορεί να παρατηρηθεί και να αποτυπωθεί με τη μορφή συστήματος, ο βαθμός δυσκολίας αυτής της μεθόδου συγκράτησε πολλούς μεταγενέστερους ρητοροδιδάσκαλους από το να την ενστερνιστούν και να τη διαδώσουν.
 
Το παιδαγωγικό ιδεώδες του Ισοκράτη
 
Στην ιστορία των σχέσεων της ρητορικής με τη φιλοσοφία ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.), ο ιδρυτής της μεγαλύτερης ρητορικής σχολής στην Αθήνα κατά το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ., κατέχει εξέχουσα θέση: σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, δεν αντιπαραθέτει τις δύο τέχνες, αλλά κατά κάποιον τρόπο τις ταυτίζει. Ονομάζει για την ακρίβεια την προσωπική του ρητορική διδασκαλία, που αφορά καταρχήν τον πολιτικό λόγο, φιλοσοφίαν (Περὶ ἀντιδόσεως 186, Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 2.15.33) και ἐπιστήμην τῶν ἰδεῶν στις οποίες στηρίζεται η σύνθεση κάθε λόγου (Κατὰ τῶν Σοφιστῶν 16, περ. 390 π.Χ.). Και οι δύο όροι (φιλοσοφία, ἐπιστήμη) συνδέονται με την αναζήτηση της αλήθειας - η αντίθεση προς τη σωκρατική-πλατωνική θέση, όπως αυτή εκφράζεται στον Γοργία, για την απόσταση που χωρίζει τη ρητορική από την αλήθεια, επομένως από την τέχνη και την επιστήμη, είναι προφανής. Ο Ισοκράτης όμως δίνει στον όρο «φιλοσοφία» σαφή πρακτική σημασία. Για εκείνον «φιλοσοφία» σημαίνει εισαγωγή στον επιτυχή χειρισμό του βίου, στην επιτυχημένη δράση με τα τρία στοιχεία της: τον στοχασμό, τον λόγο, την πράξη. Ο Αριστοτέλης θα αποκαλέσει αυτή την πρακτική σοφία φρόνησιν.
 
Κεντρική θέση στη φιλοσοφία του Ισοκράτη κατέχει η έννοια της παιδείας, που δεν περιορίζεται απλώς στην καλλιέργεια της ευγλωττίας. Άλλωστε, ό,τι φέρνει κοντά ή απομακρύνει τους ανθρώπους είναι, κατά τον ίδιο, ακριβώς η πολιτισμική τους παράδοση, η συμμετοχή τους στην κοινή παιδεία (Περὶ ἀντιδόσεως 206). Έτσι στον Πανηγυρικό του λόγο (50) ο Ισοκράτης αποδίδει στην Αθήνα, τη μητρόπολη της ελληνικής παιδείας, το επίτευγμα, το όνομα «Έλληνες» να μην αποδίδει πια το γένος, την κοινή καταγωγή, αλλά την διάνοιαν, τον κοινό τρόπο σκέψης· «Έλληνες» είναι με αυτή την έννοια όσοι συμμετέχουν στην ελληνική παίδευσιν, στην ελληνική, θα λέγαμε, κουλτούρα, τον ελληνικό πολιτισμό. Βεβαίως, πρωτεύων στόχος της ισοκρατικής φιλοσοφίας είναι η καλλιέργεια του λόγου, αφού ο λόγος είναι ό,τι διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα και είναι, επιπλέον, η βασική αιτία και πηγή των περισσότερων και των σημαντικότερων αγαθών του.
 
Όπως και ο δάσκαλός του, ο Γοργίας, ο Ισοκράτης ξεκινά και ο ίδιος από τη βασική προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατο να δρα με βάση μιαν αλάθητη γνώση που στηρίζεται στην επιστήμη. Για να δρα επιτυχημένα, θα πρέπει να ακολουθεί την δόξαν, τις γνώμες, τις θέσεις που προκύπτουν από την εμπειρία ή τους νόμους που στηρίζονται στο πιθανό· αυτές θα του επιτρέψουν να επιλέγει κάθε φορά το σωστό (Πρὸς Νικοκλέα 41). Στόχος της δράσης πρέπει να είναι το όφελος του προσώπου που ενεργεί. Πεπαιδευμένος (μορφωμένος) είναι όποιος ξέρει να εκμεταλλεύεται σωστά τις συνθήκες που ανακύπτουν καθημερινά κι αυτός που διαμορφώνει άποψη (δόξαν), όποιος αξιοποιεί σωστά τις περιστάσεις και μπορεί τις περισσότερες φορές να επιδιώκει και να πετυχαίνει το συμφέρον (Παναθηναϊκός 30).
 
Με βάση τα προηγούμενα θα έλεγε κανείς ότι ο Ισοκράτης προτείνει σε όποιον επιθυμεί να σταδιοδρομήσει, να ενεργήσει με απόλυτη ιδιοτέλεια, να προσαρμοστεί στις εξωτερικές (κοινωνικές και πολιτικές) συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώνονται κάθε φορά, να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία, να συμμορφωθεί προς την κυρίαρχη ιδεολογία, προς την επικρατούσα ηθική. Ωστόσο, θέτει ο ίδιος περιορισμούς: το προσωπικό όφελος ως στόχος δεν είναι καταρχήν ασυμβίβαστο με τις ηθικές αναστολές (Ἀρχίδαμος 34-35), ενώ το πραγματικά ωφέλιμο (το συμφέρον) ταυτίζεται με το αγαθόν, το χρήσιμονγια όλους (Φίλιππος 16). Όποιος κινούμενος από φιλοδοξία επιδιώκει τον έπαινο και τη διάκριση, αυτός, αν ακολουθεί σωστά ό,τι πρόκειται να τον ωφελήσει, θα συντάσσει και θα εκφωνεί λόγους που μαρτυρούν μακρόθυμη και αξιοπρεπή εσωτερική διάθεση, λόγους που έχοντας ως αντικείμενο θέσεις και δράσεις που υπηρετούν το κοινόν αγαθόν θα έχουν τη δύναμη να πείσουν. Άλλωστε η ενασχόληση με θέματα σπουδαία που μαρτυρούν ενδιαφέρον για τον άνθρωπο (ὑποθέσεις μεγάλαι, καλαί καὶ φιλάνθρωποι, Περὶ ἀντιδόσεως 276, 354 π.Χ.) ασκεί την επιρροή της στον ίδιο τον ρήτορα (Πρὸς Νικοκλέα38), που επιπλέον θα πρέπει να ζει ο ίδιος σύμφωνα με τις επιταγές της ἀρετῆς, αν θέλει ο λόγος του να είναι πειστικός (Περὶ ἀντιδόσεως 278). Έτσι καλλιεργείται στον ομιλητή μια σώφρων και ηθική διάθεση που προστατεύει από λάθη και ελαττώματα (Περὶ ἀντιδόσεως 280, 292). Άλλωστε στο πρόσωπο των επιφανέστερων ρητόρων της πόλης ο Ισοκράτης αναγνωρίζει τους εκλεκτότερους πολιτικούς και εκείνους που την ωφέλησαν περισσότερο από τον καθένα, αρχής γενομένης από τον Σόλωνα (Περὶ ἀντιδόσεως 231). Η θέση «ο καλός ρήτορας είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος», που θα βρει αργότερα τη στερεότυπη διατύπωσή της στη λατινική φράση vir bonus dicendi peritus («καλός άνδρας και τεχνίτης του λόγου» - αυτός είναι κατά τον Κοϊντιλιανό ο ορισμός του ρήτορα από τον Κάτωνα τον Τιμητή, Institutio oratoria 12.1.1), φαίνεται πως έχει εδώ τις καταβολές της.
 
Στον λόγο του Κατὰ τῶν Σοφιστῶν ο Ισοκράτης στρέφεται εναντίον των ανταγωνιστών του - ο λόγος θα μπορούσε, ίσως, να χαρακτηριστεί ως το πρώτο μανιφέστο εκπαιδευτικής πολιτικής στον ευρωπαϊκό χώρο. Εδώ προειδοποιεί ότι δεν θα πρέπει κανείς να υπερεκτιμά ούτε τη διδασκαλία ούτε τη μαθητεία: κατά τη γνώμη του η παιδεία και η ρητορική ευχέρεια εξαρτώνται από την τριβή με το αντικείμενο, από την εμπειρία, αλλά και (κυρίως) από το χάρισμα, τη φυσική προδιάθεση (Κατά τῶν Σοφιστῶν 17, Περὶ ἀντιδόσεως 187-192). Η διδασκαλία μπορεί εν τέλει να διευκολύνει κάποιον να αναδειχθεί και να προοδεύσει, μπορεί να θεραπεύσει αδυναμίες και να προστατεύσει από αστοχίες. Ωστόσο δεν μπορεί από μόνη της, χωρίς τη συνδρομή της φύσης, να κάνει κάποιον γνήσιο ή μεγάλο ρήτορα.
 
Τους αντιπάλους του «σοφιστές» τους διακρίνει σε τρεις κατηγορίες: στους «εριστικούς» (ενν. φιλοσόφους, κατά τον χαρακτηρισμό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη), στους ρήτορες που υπόσχονται πολιτική καριέρα, και στους ρήτορες που επαγγέλλονται ότι εκπαιδεύουν ικανούς δικηγόρους. Στους «εριστικούς» αποδίδει μια καχύποπτη δυσπιστία που δυσχεραίνει την προσπάθεια των μαθητών τους. Οι δάσκαλοι της πολιτικής ρητορικής από την άλλη υποστηρίζουν την παντοδυναμία των κανόνων που διδάσκουν, ενώ η επιτυχία στην πολιτική ρητορεία προϋποθέτει ταλέντο και εμπειρία. Τέλος, οι αλαζόνες τεχνίτες του δικανικού λόγου, που συντάσσουν σχετικά διδακτικά εγχειρίδια (τέχνας), δεν γνωρίζουν κανέναν ηθικό φραγμό και είναι άπληστοι. Ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι ο Ισοκράτης επικαλούμενος την κοινή λογική διεκδικεί για τον εαυτό του την υψηλή αρετή της αναγνώρισης της αξίας του μέτρου. Ωστόσο, στη σχολή του γίνονταν δεκτοί μόνο όσοι μπορούσαν να καταβάλουν αδρή αμοιβή. Έτσι, κατά μιαν ανεκδοτολογική παράδοση, όταν ο νεαρός Δημοσθένης δήλωσε πως μπορούσε να διαθέσει μόνο 200 δραχμές -αντί των κανονικών διδάκτρων για τη συνολική διδασκαλία που ανέρχονταν σε 1000-, ώστε να διδαχτεί τουλάχιστον το αντίστοιχο ένα πέμπτο της τέχνης, ο Ισοκράτης τον απέρριψε λέγοντάς του περίπου τα εξής: «Η πραγμάτευση, Δημοσθένη, δεν τεμαχίζεται. Όπως τα καλά ψάρια πωλούνται ολόκληρα, έτσι κι εγώ, αν θέλεις να γίνεις μαθητής μου, θα σου προσφέρω ολόκληρη την τέχνη» (Πλούταρχος, Βίοι τῶν δέκα ῥητόρων 837d10-e17).