Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

Λίγα λόγια για τις διαλέκτους της νέας ελληνικής γλώσσας

Θα θυμάστε ότι στο πρώτο κεφάλαιο λέγαμε ότι η νέα ελληνική γλώσσα δεν είναι η ίδια σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Οι Κρητικοί έχουν διαφορετική προφορά και χρησιμοποιούν διαφορετικές λέξεις, και το ίδιο ισχύει για τους Κύπριους, τους Πόντιους και άλλους. Έτσι, αν ακούσετε τη λέξη πλι (= πουλί), όλοι καταλαβαίνετε ότι ανήκει σε διάλεκτο - σε διάλεκτο της βόρειας Ελλάδας, γιατί σε αυτές τις διαλέκτους «κόβονται» τα φωνήεντα που δεν τονίζονται (πλι = πουλί, χερ = χέρι) κλπ. Αν ακούσετε τη λέξη κοπέλι 'παιδί' ή τη λέξη ίντα, θα αναγνωρίσετε ίσως τη διάλεκτο της Κρήτης. Οι Κρητικοί (μαζί με τους Κύπριους και κάποιους ακόμα νησιώτες) χρησιμοποιούν τη λέξη ίντα 'τί'. Θα ξαναγυρίσουμε στις διαλέκτους της νέας ελληνικής  στο τελευταίο κεφάλαιο.

Αστεία για τις διαλέκτους και τί σημαίνουν

Πολλά αστεία για τις διάφορες περιοχές της Ελλάδας και τους κατοίκους της βασίζονται σε χαρακτηριστικά των διαλέκτων τους. Γύρω στα 1950 έγινε ο πόλεμος της Κορέας (μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας). Στον πόλεμο αυτό πήραν μέρος οι Αμερικανοί στο πλευρό των Νοτιοκορεατών και οι Κινέζοι στο πλευρό των Βορειοκορεατών. Μαζί με τους Αμερικανούς πήγαν στην Κορέα και δυνάμεις του NATO (της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας). Έτσι πήγαν και ελληνικά στρατιωτικά τμήματα, γιατί η Ελλάδα ανήκε στο NATO. Σε αυτά τα στρατιωτικά τμήματα υπήρχαν πολλοί Μυτιληνιοί. Η διάλεκτος της Μυτιλήνης «κόβει», όπως γενικά οι διάλεκτοι της βόρειας Ελλάδας, τα φωνήεντα που δεν τονίζονται (θυμηθείτε το πλι που λέγαμε παραπάνω). Λένε λοιπόν ότι οι Αμερικανοί, ακούγοντας διάλογους μεταξύ των μυτιληνιών στρατιωτών όπως ο παρακάτω:

«Τι καν Γιανς;»
«Ψην τσιρ.»
(= «Τί κάνει ο Γιάννης;» «Ψήνει τσίρους.»), έμεναν έκπληκτοι με το πόσο εύκολα έμαθαν οι έλληνες στρατιώτες κινέζικα! Ένα άλλο ανέκδοτο αφορά τους Σερραίους και τη διάλεκτό τους. Στη διάλεκτο αυτή, αλλά και σε άλλες νεοελληνικές διαλέκτους, εμφανίζεται η «παχιά» προφορά του σ (όπως στο she'αυτή' της αγγλικής, αλλά και στα γαλλικά). Ο σερραίος μαθητής, λέει το ανέκδοτο, δυσκολευόταν να προφέρει στο μάθημα των γαλλικών το «παχύ» σ της γαλλικής. Απελπισμένος ο καθηγητής τον ρωτά: «Από πού είσαι παιδί μου;», για να εισπράξει την απάντηση: «Από τα Shέρρας (= Σέρρας, με «παχύ» αρχικό σ).» (Ένας άλλος κανόνας βορείων ιδιωμάτων )

Τί σημαίνουν αυτά τα αστεία;

Όλα αυτά τα αστεία για τις διαλέκτους και τους ομιλητές τους φανερώνουν κάτι που είναι λίγο πολύ γνωστό σε όλους μας: οι διάλεκτοι θεωρούνται ως ένα «δεύτερης κατηγορίας» γλωσσικό εργαλείο. Και αυτό γιατί υπάρχει ένα «πρώτης κατηγορίας» γλωσσικό εργαλείο: η κοινή νέα ελληνική γλώσσα, η γλωσσική μορφή που μιλιέται σε όλη την Ελλάδα και είναι, σήμερα, η γλώσσα του σχολείου, των εφημερίδων, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, της διοίκησης (υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες κλπ.). Όσοι, για λόγους κοινωνικούς ή οικονομικούς, δεν μπορούν ή δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν αυτό το γλωσσικό εργαλείο μπαίνουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Σκεφτείτε, λόγου χάρη, τον «αγράμματο» χωρικό που μιλάει μόνο τη διάλεκτό του ή τον ποντιακής καταγωγής οικονομικό μετανάστη από την πρώην Σοβιετική Ένωση που μιλά μόνο την ποντιακή διάλεκτο. Το κοινωνικό «κύρος», δηλαδή η κοινωνική δύναμη, που διαθέτει αυτή η κοινή μορφή της νέας ελληνικής εξηγεί γιατί οι διάλεκτοι θεωρούνται «δεύτερης κατηγορίας» γλωσσικά εργαλεία και γιατί οι ομιλητές τους τις εγκαταλείπουν με αποτέλεσμα να χάνονται, να μη μιλιούνται πια.

Πώς γεννήθηκε η κοινή νέα ελληνική γλώσσα;

Όπως ξέρετε, το νέο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε μετά την επιτυχημένη επανάσταση του 1821 ενάντια στους Οθωμανούς Τούρκους. Κάθε κράτος, για να εξασφαλίσει την καλή λειτουργία του (σχολεία, εκπαίδευση, διοίκηση, νομοθεσία κλπ.), χρειάζεται ένα κοινό γλωσσικό όργανο. Και όταν ένα τέτοιο κοινό γλωσσικό όργανο δεν υπάρχει γιατί στο νέο κράτος μιλιούνται διαφορετικές γλώσσες ή διαφορετικές διάλεκτοι, ή και τα δύο, τότε πρέπει να δημιουργηθεί και να επιβληθεί. Έτσι, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, στην πρώην Σοβιετική Ένωση μιλιούνταν πολλές διαφορετικές γλώσσες: ρωσικά, ουκρανικά, γεωργιανά (στη Δημοκρατία της Γεωργίας), αρμενικά (στη Δημοκρατία της Αρμενίας) και πολλές άλλες. Οι γλώσσες αυτές εξακολούθησαν να υπάρχουν, να μιλιούνται και να γράφονται. Ωστόσο, τον ρόλο του κοινού γλωσσικού οργάνου «ανέλαβε» μία από αυτές, η ρωσική. Και αυτό γιατί ήταν η γλώσσα της ισχυρότερης και πολυπληθέστερης δημοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης, της Ρωσίας. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπήκοοι της οποίας ήταν οι Έλληνες μέχρι να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους με την επανάσταση του 1821, μιλιούνταν επίσης πολλές γλώσσες: τουρκικά, περσικά, αραβικά, ελληνικά, αρμενικά, σέρβικα, βουλγάρικα, ρουμάνικα, αλβανικά και άλλες. Η γλώσσα όμως που κυριαρχούσε για τις ανάγκες της διοίκησης της Αυτοκρατορίας ήταν η γλώσσα του κυρίαρχου, η τουρκική. Έτσι «πέρασαν» στα ελληνικά (αλλά και στις άλλες γλώσσες των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) τουρκικές λέξεις που ανήκαν στο λεξιλόγιο της διοίκησης: ντοβλέτι 'εξουσία', φιρμάνι 'νόμος', φετφάς 'διαταγή θρησκευτικού περιεχομένου', αγάς/μπέης/πασάς (τούρκοι άρχοντες), βεζίρης κλπ. Κάποιες από αυτές εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και σήμερα στα ελληνικά. Αυτά τα παραδείγματα αρκούν για να δείξουν ότι οι τύχες των γλωσσών είναι συνδεδεμένες με τις ιστορικές συνθήκες.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην κοινή νέα ελληνική. Μέχρι την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους δεν υπήρχε μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα ήταν ένα «μωσαϊκό» διαλέκτων: πελοποννησιακά, αθηναϊκά, διάλεκτοι του Βορρά, κρητικά, κυπριακά, ποντιακά, καππαδοκικά (στην κεντρική Μικρά Ασία), κατωιταλικά (στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία), επτανησιακά κλπ. Αυτή η ποικιλία δεν δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας κυρίως ανάμεσα σε γειτονικές διαλέκτους. Σίγουρα όμως δημιουργούσε προβλήματα ανάμεσα σε ομιλητές διαλέκτων που χωρίζονταν από μεγάλη γεωγραφική απόσταση και διέφεραν πολύ. Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε με ένα σύγχρονο παράδειγμα. Αν προσπαθήσετε να επικοινωνήσετε με έναν ποντιακής καταγωγής μετανάστη από την πρώην Σοβιετική Ένωση που μιλάει μόνο την ποντιακή διάλεκτο, θα έχετε δυσκολίες.
Τέτοιου είδους δυσκολίες στην Ελλάδα του 1836 περιγράφονται με χαριτωμένο τρόπο σε ένα θεατρικό έργο την εποχής που ονομάζεται Βαβυλωνία, γραμμένο από τον Δ. Βυζάντιο. Πρωταγωνιστές στο έργο αυτό είναι ομιλητές διαφόρων διαλέκτων: Επτανήσιοι, Κρητικοί, Ρουμελιώτες, Κύπριοι, Ανατολίτες και άλλοι. Η απουσία κοινού γλωσσικού εργαλείου επικοινωνίας δημιουργεί χαριτωμένες και αστείες περιστάσεις ασυνεννοησίας και παρεξήγησης. Έτσι, όταν π.χ. ο Κρητικός χρησιμοποιεί τη λέξη κουράδια (που σημαίνει στη διάλεκτο του 'πρόβατα'), οι άλλοι το θεωρούν βρισιά ή αισχρολογία, γιατί στη δική τους διάλεκτο σημαίνει, όπως και σήμερα, τα 'κακά'!:
 
Αλβανός: Ωρέ Κρητίκα, ωρέ, πρα… Εσύ, εσύ ωρέ Κρητίκα! Πώ το γουρουνίζεις εσύ εμένα, ωρέ, το πα-πα-πα- το παλουκάρι;
Κρής: Δεν κατέχω ετσά πράμα, μηδέ κατέχω σε πούρι, Θιος κι η ψυχή μου.
Αλβανοσ: Πώς, ωρέ, να το λες έτσι εσύ, ωρέ εσύ, που 'ρτες, ωρέ, εγώ στο- στο-στο Κρήτη, ωρέ, κι έριχνες εγώ, ωρέ εγώ, το-το-το τουφέκιες σα- σα-σαν το βροχάδες; Κρησ: Είπα σού το δα μαθές, δε σε κατέχω, δεδίμ, διάλε τα πάσπαλα που θα θέσω στον άδη!
Αλβανός: Πρα, πώς το κάνεις έτσι, ωρέ, που δεν το γουρουνίζεις; Πώ σε γουρουνίζω εγώ;
Κρης: Κατέχω δα σε, δεδίμ, τώρα που 'ρθες κι έφαγες τα κουράδια μας.
Αλβανός [με θυμόν]: Τφου, Αλλά μπελιά βερσίν! Ποιος, ωρέ, να τρως κουράδιες;
Ανατολίτης [καθ' εαυτόν]: Ε, καβγκά τώρα σα μόσκο τα μυρίσει.
Κρης: Και γιάντα δα, δεδίμ, ψόματα 'ναι δα που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη;
Αλβανός: Άιδε να χάνεσαι, πίθε μούτι. [τρίζων τους οδόντας] Ποιος, ωρέ, το 'φαγες κουράδιες;
Κρης: Εσύ δα, μαθές, κι οι σύντροφοι σου, δεδίμ κια ολιάς…
Αλβανός [Τον πτύει.]: Τφου, τεταχίνιε!
Κρης [Τον πτύει.]: Τφου!
Αλβανός [Τον πτύει.]: Τφου, και συ μούτι! [ευγάζων την πιστόλαν] Να, ωρέ, ποιος να τρως κουράδιες… [Πυροβολεί και φεύγει.]
Κρης: Ω, ω, ω, διάλε τσ' αποθαμένοι σου και τσ' απομεινάροι σου… Με σκότωσες εδά…
Ανατολίτης: Δεν είπα εγώ; Ιστέ, Αρβανίτη χουνέρι τού έκαμε. [Τρέχει προς τον Κρήτα.] Πού χτύπησε; Ιστέκα, ιστέκα. [Βλέπει την πληγήν.] Ε, ζαράρι ντεν έχει τίποτα, μη φοβάσαι, σήκω, σήκω. [Τον σηκώνει ολίγον.]
πρα: βρε | γουρουνίζεις: γνωρίζεις | κατέχω: γνωρίζω | ετσά: τέτοιο | πούρι: καθόλου I δεδίμ: είπα | πάσπαλα: σκόνη | τφου: φτου | Αλλά μπελιά βερσίν: από τον Αλλάχ (= τον Θεό) να το βρεις, τον κακό σου τον καιρό | γιάντα: γιατί | ψόματα: ψέματα | άιδε να χάνεσαι: άιντε να χαθείς | πίθε μούτι: αισχρολογία | κια ολιάς: πριν από λίγο | τεταχίνιε: στο διάολο | απομεινάροι: ζωντανοί | ιστέ: να, ορίστε | ιστέκα: στάσου | ζαράρι: ζημιά
 
Στο θεατρικό αυτό έργο φαίνεται καθαρά η ανάγκη που αντιμετωπίζει το νεαρό ελληνικό κράτος του 1830 για μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα.
Πριν μιλήσουμε για το πώς δημιουργήθηκε αυτή η κοινή ομιλούμενη γλώσσα, θα πρέπει να πούμε ότι, ενώ δεν υπήρχε μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα, υπήρχε μια κοινή γραπτή γλώσσα. Αυτή ήταν μια μορφή γλώσσας που χρησιμοποιούσαν από πολύ παλιά (θα μιλήσουμε γι' αυτό αργότερα) οι εγγράμματοι και μορφωμένοι (και αυτοί ήταν λίγοι), κυρίως για να γράψουν ή και να μιλήσουν σε επίσημες περιστάσεις. Αυτή η μορφή γλώσσας ήταν αρχαϊστική, δηλαδή δεν αντιστοιχούσε στις ομιλούμενες μορφές αλλά προσπαθούσε να μιμηθεί την αρχαία ελληνική γλώσσα· και αυτό γιατί η αρχαία ελληνική γλώσσα, και ιδιαίτερα η διάλεκτος της πιο σπουδαίας αρχαίας πόλης, της Αθήνας, θεωρούνταν ότι ήταν όχι μόνο ένδοξη αλλά και «καθαρή» (γι' αυτό η γραπτή αυτή γλωσσική ποικιλία ονομάστηκε καθαρεύουσα), δηλαδή «αμόλυντη» από επιδράσεις άλλων γλωσσών, οι οποίες, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, είχαν «χαλάσει» την ομιλούμενη ελληνική, όπως εμφανιζόταν στις διαλέκτους. Η άποψη αυτή δεν στέκεται επιστημονικά. Ήδη έχουμε πει, και θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό αργότερα, ότι οι γλώσσες δεν «χαλάνε», απλά αλλάζουν.
Η κοινή αυτή γραπτή μορφή γλώσσας, σε μια μορφή της που αργότερα ονομάστηκε καθαρεύουσα, ήταν η γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποίησε το ελληνικό κράτος, από τη δημιουργία του μέχρι το 1976, ως το επίσημο γλωσσικό εργαλείο στο οποίο γράφονταν οι νόμοι και με το οποίο λειτουργούσε η διοίκηση καθώς και η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επειδή όμως δεν ήταν ένα ζωντανό γλωσσικό όργανο -δεν μιλιόταν-, δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει η κοινή ομιλούμενη γλώσσα (γλωσσικό ζήτημα). Κοινή ομιλούμενη γλώσσα έγινε αυτή που ονομάστηκε δημοτική, που σημαίνει η γλώσσα που μιλιέται από τον «δήμο», δηλαδή από τους πολλούς.
Αλλά πώς γεννήθηκε η δημοτική από το μωσαϊκό των διαλέκτων για το οποίο μιλήσαμε νωρίτερα; Καταρχήν, ήδη από τα βυζαντινά χρόνια είχε διαμορφωθεί στα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας (με πρώτο την Κωνσταντινούπολη) μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα, με επιδράσεις από τις διαλέκτους της περιοχής αλλά και από την αρχαΐζουσα γλώσσα. Αυτή η κοινή μορφή θα συναντηθεί με την πελοποννησιακή διάλεκτο. Και από αυτή τη συνάντηση θα γεννηθεί η δημοτική.

Γιατί αυτή η διάλεκτος και όχι κάποια άλλη;

Απλά, γιατί αυτή ήταν η διάλεκτος της περιοχής όπου ξεκίνησε η επανάσταση του 1821 αλλά και της περιοχής που αποτέλεσε τον πυρήνα του νεαρού ελληνικού κράτους. Ιστορικοί λοιπόν ήταν οι λόγοι που η κοινή ομιλούμενη γλώσσα βασίστηκε κυρίως στην πελοποννησιακή διάλεκτο. Η πελοποννησιακή διάλεκτος, όπως και άλλες διάλεκτοι της νότιας Ελλάδας, δεν «κόβει» τα άτονα φωνήεντα, όπως συμβαίνει στις βόρειες διαλέκτους: πλι (= πουλί), χερ (= χέρι), ούτε έχει τις έντονες ιδιαιτερότητες της ποντιακής ή της κυπριακής. Γι' αυτό και στη δημοτική που μιλάμε σήμερα λέμε πουλί και όχι πλι, χέρι και όχι χερ.
Και πριν τη γέννηση της κοινής ομιλούμενης γλώσσας, με βάση την πελοποννησιακή, υπήρχε μια μορφή κοινής ομιλούμενης γλώσσας, κυρίως γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η μορφή κοινής απέφευγε τα διαλεκτικά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά είναι η αποβολή των άτονων φωνηέντων, όπως συμβαίνει στις διαλέκτους του βορρά του ελληνόφωνου κόσμου: πλι, χερ. Οι διάλεκτοι του νότου, με κυρίαρχη την πελοποννησιακή, δεν κόβουν τα άτονα φωνήεντα. Αυτή, λοιπόν, η παλιότερη, περιορισμένης χρήσης, κοινή θα «συναντηθεί» με την πελοποννησιακή, η οποία μιλιέται στην «καρδιά» του κράτους που γεννιέται από την επανάσταση του 1821· και έτσι θα δημιουργηθεί σιγά σιγά η κοινή ομιλούμενη νέα ελληνική γλώσσα. Αν η επανάσταση του 1821 είχε αρχίσει, και είχε ολοκληρωθεί, στη σημερινή βόρεια Ελλάδα, τότε δεν αποκλείεται η κοινή ομιλούμενη ελληνική να επηρεαζόταν από τις βόρειες διαλέκτους και να «έκοβε» τα άτονα φωνήεντα. Έτσι, ίσως να λέγαμε χερ αντί χέρι και πλι αντί πουλί, και να μη μας φαίνονταν οι τύποι αυτοί παράξενοι, διαλεκτικά περιθωριακοί. Άλλωστε, αν πάτε σήμερα σε περιοχές όπου μιλιούνται, όσο μιλιούνται ακόμα, οι βόρειες διάλεκτοι (λ.χ. στην Κοζάνη ), είναι πολύ πιθανόν να ακούσετε κάποιον να μιλάει την κοινή νέα ελληνική όπως εσείς, αλλά να «βάζει» στον λόγο του και στοιχεία της διαλέκτου του. Να λέει δηλαδή χερ ή ποδ. Αυτό βέβαια δεν θα το κάνει στον γραπτό λόγο, γιατί εκεί οι διαλεκτισμοί αυτοί αποφεύγονται. Ο γραπτός λόγος είναι ένα φίλτρο αξιολόγησης των γλωσσικών μορφών. Αλλά θα μιλήσουμε γι' αυτό αργότερα.

Η κοινή νέα ελληνική γεννήθηκε από μια διάλεκτο

Η κοινή ομιλούμενη νέα ελληνική γλώσσα, η δημοτική, βασίστηκε λοιπόν σε μία διάλεκτο. Και αυτό έγινε για ιστορικούς λόγους, γιατί η συγκεκριμένη διάλεκτος ήταν «ισχυρή» σε σύγκριση με άλλες διαλέκτους λόγω του ιστορικού ρόλου των ομιλητών της. Αυτό λοιπόν που ονομάζουμε κοινή νέα ελληνική γλώσσα, η δημοτική, είναι μια αναβαθμισμένη διάλεκτος που γενικεύθηκε η χρήση της. Με ανάλογους τρόπους δημιουργήθηκαν και σε άλλες χώρες οι κοινές ομιλούμενες γλωσσικές τους μορφές. Η κοινή αγγλική βασίστηκε σε διαλέκτους την νότιας Αγγλίας, που αποτελούσε το «κέντρο» του αγγλικού κρά­τους. Η κοινή ιταλική βασίστηκε, για αντίστοιχους λόγους, σε διαλέκτους της βόρειας Ιταλίας, και μάλιστα σε διαλέκτους που χρησιμοποιήθηκαν στη λογοτεχνία και γι' αυτό απέκτησαν γόητρο. Μπορείτε λοιπόν τώρα να καταλάβετε τη διαφορά μεταξύ των νεοελληνικών διαλέκτων και της κοινής γλώσσας που μιλάμε όλοι μας. Η κοινή γλώσσα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία από τις πολλές διαλέκτους η οποία, για λόγους ιστορικούς, ξεχώρισε από τις άλλες, αναβαθμίστηκε και κατέληξε να μιλιέται από όλους - έγινε κοινή.

Τί σημαίνει «αναβαθμίστηκε»;

Σημαίνει ότι εμπλουτίστηκε το λεξιλόγιο της ώστε να είναι σε θέση να εκφράσει τις έννοιες που χρειάζεται μια κοινωνική δομή πιο σύνθετη (η δομή του κράτους) από τη δομή του χωριού, τις ανάγκες της οποίας αρχικά εξυπηρετούσε. Έτσι προστέθηκαν πολλές καινούργιες λέξεις είτε με δανεισμό από τα αρχαία ελληνικά είτε μεταφράζοντας στα ελληνικά όρους από άλλες γλώσσες (κυρίως από τα γαλλικά). Για παράδειγμα, η λέξη διαμέρισμα είναι ακριβής μετάφραση του γαλλικού appartement και «φτιάχνεται» τον 19ο αιώνα για να περιγράψει μια πραγματικότητα που δεν υπήρχε παλιότερα. Οι λέξεις νόμος, διοίκηση, εξουσία, εφετείο, βουλή, βουλευτής, πρόεδρος και πολλές άλλες «ξαναμπαίνουν» στην κοινή ελληνική από τα αρχαία ελληνικά. Οι τουρκικές λέξεις που αποδίδουν έννοιες της διοίκησης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (ντοβλέτι, φιρμάνι, αγάς, πασάς, μπέης κ.ά.) αντικαθίστανται από ελληνικής καταγωγής λέξεις, και όσες επιζούν χρησιμοποιούνται μόνο στον οικείο, καθημερινό λόγο, συχνά με μεταφορική σημασία. Ακόμα και σήμερα μπορεί να ακούσει κανείς την έκφραση πασά μου! ως χαϊδευτική προσφώνηση ή την έκφραση ζει μπέικα, δηλαδή 'σαν μπέης' Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε η κοινή νεοελληνική.

Και τώρα οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής

Η συζήτηση που προηγήθηκε θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε μια πολύ πιο μακρινή φάση της ελληνικής γλώσσας, την αρχαία.
Η γλωσσική πραγματικότητα της αρχαίας Ελλάδας μέχρι το 300 π.Χ. θυμίζει την εικόνα της νέας ελληνικής μέχρι τη δημιουργία της κοινής νέας ελληνικής. Η ελληνική γλώσσα ήταν (μέχρι την αρχή της ελληνιστικής περιόδου, που αρχίζει με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., και τελειώνει στα χρόνια της γέννησης του Χριστού), ένα μωσαϊκό διαλέκτων, χωρίς να υπάρχει μια κοινή, γενικής χρήσης γλωσσική μορφή. Όπως και στην περίπτωση των διαλέκτων της νέας ελληνικής που συζητήσαμε νωρίτερα, οι ομιλητές των γειτονικών, κυρίως, διαλέκτων δεν είχαν πρόβλημα συνεννόησης. Αλλά δεν ήταν το ίδιο εύκολη η συνεννόηση μεταξύ ομιλητών διαλέκτων που βρίσκονταν σε απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές (όπως λ.χ. οι Κύπριοι και οι Αθηναίοι). Όπως και στα νεότερα χρόνια, τα «αστεία» για τις διαλέκτους «έδιναν και έπαιρναν». Έτσι, οι Αθηναίοι, πολίτες της πιο σημαντικής αρχαίας δημοκρατίας, θεωρούσαν τους Βοιωτούς (τους κατοίκους της Θήβας και της περιοχής της) χοντροκομμένους χωριάτες και κορόιδευαν τα φερσίματά τους και τη διάλεκτο τους.

Τρεις ομάδες διαλέκτων

Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής χωρίζονται σε τρεις ομάδες: την ανατολική ομάδα, που περιλαμβάνει (α) τη διάλεκτο της Αττικής (την αττική διάλεκτο), η οποία μιλιόταν στην Αττική και στις αποικίες της Αθήνας (Λήμνο, Σίγειο στη Μικρά Ασία, Αμφίπολη στη Μακεδονία)· (β) την ιωνική διάλεκτο, που μιλιόταν στις ακτές της Μικράς Ασίας, στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου (εκτός από την Κρήτη, τα Κύθηρα, τη Μήλο, τη Θήρα και τα Δωδεκάνησα), στην Εύβοια, και σε αποικίες στη Χαλκιδική, τη Θράκη, την Προποντίδα, τον Εύξεινο Πόντο, την Κάτω Ιταλία και την Σικελία· (γ) την αρκαδοκυπριακή διάλεκτο, που μιλιόταν στην Αρκαδία (της Πελοποννήσου) και την Κύπρο. Συγγενική με την αρκαδοκυπριακή ήταν η παμφυλιακή διάλεκτος, που μιλιόταν στην Παμφυλία (στις ακτές της Μικράς Ασίας, βορειοδυτικά της Κύπρου).
Η δυτική ομάδα περιλάμβανε (α) τις δωρικές διαλέκτους, δηλαδή τις διαλέκτους της Λακωνίας, της Μεσσηνίας, της Ηράκλειας, της Μήλου, της Θήρας, της Κυρήνης (αποικίας της Θήρας στη Β. Αφρική), των Δωδεκανήσων, του Άργους, της Κορίνθου, των Μεγάρων· (β) τις βορειοδυτικές διαλέκτους, δηλαδή τις διαλέκτους της Ηπείρου, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας, της Λοκρίδας, της Φωκίδας, της Ελέας.
Η αιολική ομάδα περιλάμβανε τις διαλέκτους της Λέσβου, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Η θεσσαλική διάλεκτος χωρίζεται σε τρεις υποδιαλέκτους: τη διάλεκτο της Πελασγιώτιδας (περιοχής της Λάρισας), τη διάλεκτο της Θεσσαλιώτιδας (Κιέριο, Φάρσαλα) και τη διάλεκτο της Ιστιαιώτιδας (Ματρόπολη).

Μα πόσα ξέρουμε για τις αρχαίες διαλέκτους;

Πριν μιλήσουμε αναλυτικότερα για τις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, θα πρέπει να πούμε ότι οι πληροφορίες που έχουμε γι' αυτές προέρχονται, αναγκαστικά, από γραπτά κείμενα. Αλλά πάντα το γραπτό κείμενο βρίσκεται σε κάποια απόσταση από την ομιλούμενη, καθημερινή γλώσσα. Έτσι, σίγουρα μας «ξεφεύγουν» πληροφορίες για την προφορική, καθημερινή χρήση της γλώσσας.
Θα πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας ότι ο πλούτος των πληροφοριών που διαθέτουμε για τις αρχαίες διαλέκτους είναι άνισος. Έτσι, διαθέτουμε ένα πλήθος γραπτών κειμένων (επιγραφές, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά κ.ά. κείμενα) για τη διάλεκτο της Αττικής, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για άλλες διαλέκτους που δεν συνδέθηκαν, όπως συνδέθηκε η αττική διάλεκτος, με ένα ισχυρό πολιτικό κέντρο (την πόλη-κράτος της Αθήνας). Επιπλέον, οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τις αρχαίες διαλέκτους δεν κατανέμονται ισόποσα στον χρόνο. Έτσι, για ορισμένες διαλέκτους (όπως λ.χ. η κρητική) έχουμε μαρτυρίες (δηλαδή επιγραφές) από τον 7ο αιώνα π.Χ. Για άλλες (όπως η αρκαδική) από τον 6ο αιώνα π.Χ. και για άλλες (όπως η παμφυλιακή) μόνο από τον 4ο αιώνα π.Χ.

Πώς ξεχωρίζουν οι ανατολικές και οι δυτικές διάλεκτοι;

Η διάκριση μεταξύ ανατολικής ομάδας διαλέκτων (ιωνική, αττική, αρκαδοκυπριακή) και δυτικής ομάδας (δωρικές διάλεκτοι, βορειοδυτικές διάλεκτοι) γίνεται με τρόπο ανάλογο με αυτόν που ξεχωρίζουμε σήμερα, όπως λέγαμε νωρίτερα, τις βόρειες νεοελληνικές διαλέκτους από τις νότιες. Αν το βασικό χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τις βόρειες από τις νότιες διαλέκτους είναι το «κόψιμο» των φωνηέντων που δεν τονίζονται (πλι στον βορρά, πουλί στον νότο), η βασική διαφορά μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής ήταν ότι εκεί που οι πρώτες έχουν -σι οι δεύτερες έχουν -τι: δίδωσι (γ πρόσωπο ενικού του ρήματος δίδωμι 'δίνω') στις ανατολικές διαλέκτους, αλλά δίδωτι στις δυτικές διαλέκτους. Το ι [i] είναι, όπως λέγαμε σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο, ένα μπροστινό φωνήεν, σχηματίζεται δηλαδή στο μπροστινό μέρος του στόματος. Αν συγκρίνετε το δύο σύμφωνα τ [t] και σ [s], θα προσέξετε ότι, πέρα από τις άλλες διαφορές τους (το τ είναι κλειστό, ενώ το σ δεν είναι), το σσχηματίζεται πιο μπροστά στο στόμα από ό,τι το τ. Τί σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν απλά ότι στις ανατολικές διαλέκτους το τ, επηρεασμένο από τη «γειτονιά» του μπροστινού φωνήεντος ι, άλλαξε και έγινε σ, δηλαδή πιο μπροστινό σύμφωνο. Έτσι, η διαφορά -τι/-σι που ξεχωρίζει τις ανατολικές από τις δυτικές διαλέκτους είναι αποτέλεσμα μιας αλλαγής (το -τι άλλαξε σε -σι) που έγινε στις ανατολικές διαλέκτους αλλά όχι στις δυτικές. Οι δυτικές διάλεκτοι είναι λοιπόν πιο «συντηρητικές».
Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανατολικές και τις δυτικές διαλέκτους. Παρατηρήστε τη λέξη μήτηρ 'μητέρα' των ανατολικών διαλέκτων και τη λέξη μάτηρ των δυτικών διαλέκτων. Εκεί που οι ανατολικές διάλεκτοι έχουν η, δηλαδή μακρό [e] ( = [ee]), οι δυτικές έχουν μακρό [a] (= [aa]· το γράφουμε ). Επίσης, στις ανατολικές διαλέκτους χάθηκε νωρίς το σύμφωνο [w], που γραφόταν ϝ, ονομαζόταν δίγαμμα (= δύο γάμα) λόγω του σχήματος του και προφερόταν όπως προφέρεται σήμερα το αρχικό γράμμα της αγγλικής λέξης was 'ήταν'· θυμηθείτε τη σχετική συζήτηση σε προηγούμενο κεφάλαιο. Έτσι, στην λέξη ἐργάζομαι των ανατολικών διαλέκτων αντιστοιχεί η λέξη ϝεργάζομαι, που προφέρεται [wergázdomai], των δυτικών διαλέκτων. Επίσης στις ανατολικές διαλέκτους και ιδιαίτερα σε μία από αυτές, την ιωνική, χάθηκε νωρίς, ενώ διατηρήθηκε στις δυτικές διαλέκτους, ο φθόγγος [h], που προφερόταν όπως προφέρεται σήμερα το πρώτο γράμμα στην αγγλική λέξη have 'έχω'. Έτσι, ενώ στις δυτικές διαλέκτους το οριστικό άρθρο , προφερόταν [ho], [hee] και γραφόταν , , στην ιωνική προφερόταν [ο], [ee] και γραφόταν , .
Άλλες λιγότερο σημαντικές διαφορές μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων είναι οι εξής: Το απαρέμφατο, το ρηματικό αυτό ουσιαστικό για το οποίο μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στις ανατολικές διαλέκτους εμφανίζεται με τη μορφή -ναι (π.χ. δοῦναι 'το να δίνει κανείς', από το ρήμα δίδωμι 'δίνω'), ενώ στις δυτικές παίρνει την κατάληξη -μεν, -μειν (π.χ. δόμεν, δόμειν). Ο υποθετικός σύνδεσμος είναι εἰ 'εάν' στις ανατολικές διαλέκτους αλλά κα στις δυτικές διαλέκτους. Το άρθρο έχει τη μορφή οἱ/αἱ στον πληθυντικό αριθμό στις ανατολικές διαλέκτους αλλά τη μορφή τοι/ταιστις περισσότερες δυτικές διαλέκτους. Το ρήμα βούλομαι'θέλω' (θυμηθείτε τις λέξεις βούληση, βουλή) στις δυτικές διαλέκτους εμφανίζεται με τη μορφή δείλομαι. Η λέξη ἱερόςτων ανατολικών διαλέκτων εμφανίζεται με τη μορφή ἱαρόςστις δυτικές. Η λέξη πρῶτος των ανατολικών διαλέκτων εμφανίζεται με τη μορφή πρᾶτοςστις δυτικές. Το ερωτηματικό τοπικό επίρρημα ποῦτων ανατολικών διαλέκτων έχει τη μορφή πεῖ στις δυτικές. Στα χρονικά επιρρήματα ὅτε'όταν' και πότε των ανατολικών διαλέκτων αντιστοιχούν τα ὅκακαι πόκα των δυτικών. Στην αντωνυμία ἐκεῖνος των ανατολικών διαλέκτων αντιστοιχεί η αντωνυμία τῆνος των δυτικών.
Μια μικρή παρατήρηση πριν συνεχίσουμε. Ίσως θα προσέξατε ότι οι ανατολικές διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής είναι «πιο κοντά» στα νέα ελληνικά που μιλάμε σήμερα απ' ό,τι οι δυτικές. Θυμηθείτε τις διαφορές ἐκεῖνος/τῆνος, πρῶτος/πρᾶτος, ὅτε/ὅκα, πότε/πόκα. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Η απάντηση θα δοθεί σε λίγο.
Η αττική διάλεκτος, η διάλεκτος της Αθήνας, είχε ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα πρέπει να το σημειώσουμε. Εκεί που άλλες διάλεκτοι, ανατολικές και μη, έχουν -σσ-, η αττική έχει -ττ-: πράττω, θάλαττα.

Η αρκαδοκυπριακή διάλεκτος

Δυο λόγια για την αρκαδοκυπριακή. Θα σας κάνει ίσως εντύπωση ότι δύο τόσο απομακρυσμένες περιοχές όπως η Αρκαδία της Πελοποννήσου και η Κύπρος μιλούσαν μια ενιαία διάλεκτο. Και όμως αυτό δεν είναι παράδοξο. Αν πάτε στα παράλια της Μικράς Ασίας ή και σε κάποιες περιοχές της Συρίας, θα συναντήσετε ανθρώπους που μιλούν τη διάλεκτο της Κρήτης. Πώς συμβαίνει αυτό; Όταν στις αρχές του 20ού αιώνα οι Τούρκοι έχασαν την Κρήτη, πολλοί μουσουλμάνοι Τουρκοκρητικοί (που μιλούσαν μόνο την ελληνική κρητική διάλεκτο, είτε γιατί ήταν παλιοί Κρητικοί χριστιανοί που έγιναν μουσουλμάνοι είτε γιατί ήταν Τούρκοι που έχασαν τη γλώσσα τους και αφομοιώθηκαν γλωσσικά με τους ελληνόφωνους χριστιανούς Κρητικούς) εγκατέλειψαν την Κρήτη, αφού δεν ήταν πια τουρκική, και μετανάστευσαν στην Τουρκία και τη Συρία. Έτσι τους βρίσκουμε και σήμερα σε αυτές τις χώρες να εξακολουθούν να μιλούν την κρητική διάλεκτο.
Κάτι ανάλογο υποθέτουν οι ιστορικοί και για την αρκαδοκυπριακή. Η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού τον 12ο αιώνα π.Χ. δημιούργησε ένα κύμα «προσφυγιάς». Κάποιοι κατέφυγαν στο πιο ορεινό τμήμα της Πελοποννήσου, την Αρκαδία, και άλλοι μετανάστευσαν στην Κύπρο. Αλλά γιατί χρειάζεται αυτό το ιστορικό σενάριο για να εξηγηθεί η συγγένεια αρκαδικής και κυπριακής διαλέκτου; Επειδή η αρκαδοκυπριακή συγγενεύει με τη μυκηναϊκή διάλεκτο, όπως την ξέρουμε από τις πινακίδες της γραμμικής Β. Έτσι, τόσο στη μυκηναϊκή όσο και στην αρκαδοκυπριακή η κατάληξη του γ' προσώπου ενικού «μέσων» ρημάτων είναι -τοι και όχι -ται: κεῖτοιαντί για κεῖται· εὒχετοι (μυκηναϊκά e-u-ke-to) αντί εὒχεται. Επίσης, τόσο στη μυκηναϊκή όσο και στην αρκαδοκυπριακή το ογίνεται υ (προφερόταν [u]): ἀπύαντί για ἀπό. Με βάση τέτοιες ομοιότητες υποθέτουμε ότι η αρκαδοκυπριακή είναι «απόγονος» της μυκηναϊκής διαλέκτου. Μεταφέρθηκε στην Κύπρο από ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις συνθήκες που δημιούργησε η καταστροφή των μυκηναϊκών παλατιών του 12ου αιώνα π.Χ.

Η μυκηναϊκή διάλεκτος

Η μυκηναϊκή διάλεκτος χωρίζεται από τις υπόλοιπες διαλέκτους με ένα χρονικό διάστημα εξακοσίων τουλάχιστον ετών. Τα κείμενα της μυκηναϊκής (γραμμένα στη γραμμική Β) χρονολογούνται στον 13ο αιώνα π.Χ. και θα χρειαστεί να περάσουν εξακόσια χρόνια για να αρχίσουμε να έχουμε (σε αλφαβητική γραφή) μαρτυρίες, δηλαδή επιγραφές, για τις αρχαίες διαλέκτους. Αυτή η μεγάλη χρονική απόσταση εξηγεί την αρχαϊκότητα της μυκηναϊκής διαλέκτου. Η τροπή του -τι σε -σι, που διαχωρίζει τις ανατολικές από τις δυτικές διαλέκτους, έχει ήδη γίνει στη μυκηναϊκή, όπως δείχνει ο τύπος di-do-si = δίδωσι και όχι δίδωτι. Γι' αυτό η μυκηναϊκή κατατάσσεται στις ανατολικές διαλέκτους. Αλλά η μυκηναϊκή διατηρεί χαρακτηριστικά που έχουν χαθεί στις ανατολικές διαλέκτους, όπως τις γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των αλφαβητικών επιγραφών (από το 750 π.Χ. και μετά). Έτσι, διατηρεί τον φθόγγο [w] (το δίγαμμα) που, όπως είδαμε, έχει χαθεί στις ανατολικές (αλλά όχι στις δυτικές) διαλέκτους. Στον αττικό τύπο κόρη, λ.χ., αντιστοιχεί ο μυκηναϊκός κόρϝα[kόrwa]. Αλλά ο τύπος κόρϝαφανερώνει και κάτι άλλο. Αν θυμάστε, λέγαμε πριν ότι οι ανατολικές διάλεκτοι ξεχωρίζουν από τις δυτικές κατά το ότι οι δεύτερες έχουν (δηλαδή μακρό [a]) εκεί που οι πρώτες έχουν η, δηλαδή μακρό [e]: μήτηρ στις ανατολικές διαλέκτους, μάτηρ στις δυτικές· κόρα στις δυτικές διαλέκτους, κόρη στις ανατολικές. Στη μυκηναϊκή, αν και ανατολική διάλεκτο, βρίσκουμε τον τύπο κόρϝα. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αυτή η συγκεκριμένη διαφορά μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων δεν ισχύει ακόμα στον 13ο αιώνα π.Χ., την εποχή δηλαδή της μυκηναϊκής. Την εποχή αυτή ανατολικές και δυτικές διάλεκτοι έχουν . Η τροπή του σε η (δηλαδή σε μακρό [e]), που διαχώρισε, ως προς αυτό το φαινόμενο, ανατολικές και δυτικές διαλέκτους, έγινε μετά τη μυκηναϊκή εποχή.
Στη μυκηναϊκή διατηρείται επίσης ο φθόγγος [h], για τον οποίο είπαμε ότι χάθηκε νωρίς στις ανατολικές διαλέκτους, κυρίως στην ιωνική. Στη μυκηναϊκή διατηρούνται ακόμα κάποιοι φθόγγοι που δεν εμφανίζονται σε καμία διάλεκτο της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Αν συγκρίνετε την αρχαία ελληνική λέξη τις 'κάποιος, ποιος' και τη λατινική quis 'κάποιος, ποιος', θα προσέξετε ότι μοιάζουν. Αν συγκρίνετε την αρχαία ελληνική λέξη τέσσαρεςτέτταρες στην αττική διάλεκτο) με την λατινική λέξη quattuor, που σημαίνει το ίδιο, θα προσέξετε πάλι ότι μοιάζουν. Τέτοιες ομοιότητες δεν μπορεί να είναι τυχαίες. Με βάση τέτοιες ομοιότητες οι «αρχαιολόγοι» της γλώσσας, οι ιστορικοί γλωσσολόγοι, υποθέτουν (όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο) ότι τα ελληνικά και τα λατινικά (αλλά και άλλες γλώσσες, λ.χ. τα αρχαία ινδικά) κατάγονται από έναν κοινό «πρόγονο» που ονομάζεται (θα θυμάστε γιατί) ινδοευρωπαϊκή. Και για να ξαναγυρίσουμε στα ζευγάρια τις/quis, τέσσαρες (τέτταρες)/quattuor, οι ιστορικοί γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι ο κοινός πρόγονος των ζευγαριών αυτών άρχιζε, όπως στα λατινικά, με τους φθόγγους qu- και, για να το γράψουμε όπως προφέρεται, με τον φθόγγο [kw]  . Τέτοιοι φθόγγοι ονομάζονται χειλοϋπερωικοί, γιατί το ένα κομμάτι τους, το [w], σχηματίζεται με το στρογγύλεμα των χειλιών, ενώ το άλλο κομμάτι τους, το [k], σχηματίζεται με την ανύψωση του πίσω μέρους της γλώσσας προς την «υπερώα» (το μαλακό μέρος του ουρανίσκου). Έτσι λοιπόν οι «αρχαιολόγοι» της γλώσσας υποθέτουν ότι ο «πρόγονος» του τιςείχε ως πρώτο φθόγγο το [kw]: kwis, και ότι με τον χρόνο αυτό το [kw] άλλαξε στα ελληνικά και έγινε [t]: τις. Αντίστοιχα, υποθέτουν ότι και ο «πρόγονος» της λέξης τέσσαρες/τέτταρες αρχίζει με έναν τέτοιο χειλοϋπερωικό φθόγγο [kw], όπως στο λατινικό quattuor [kwattuor]. Με τον χρόνο και στη λέξη αυτή ο χειλοϋπερωικός φθόγγος [kw] άλλαξε και έγινε [t]: τέσσαρες/τέτταρες. Αυτή η υπόθεση επιβεβαιώθηκε από την αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής. Στη μυκηναϊκή το πρώτο συνθετικό της λέξης τετράπους 'με τέσσερα πόδια' είναι kwetro-. Η μυκηναϊκή λοιπόν, ως αρχαϊκή διάλεκτος, διατηρεί τους χειλοϋπερωικούς φθόγγους που δεν υπάρχουν πια στις διαλέκτους της πρώτης χιλιετίας.
Ένας ακόμη αρχαϊσμός της μυκηναϊκής είναι ότι διατηρεί μια πτώση που δεν υπάρχει πια στις διαλέκτους της υστερότερης εποχής. Η πτώση αυτή είναι η οργανική, που δηλώνει το όργανο, το μέσο. Θυμηθείτε τί λέγαμε για την πτώση αυτή στο προηγούμενο κεφάλαιο. Έτσι εμφανίζεται στα ουσιαστικά η κατάληξη -φι που εκφράζει την οργανική πτώση: ἁνίαφι, που σημαίνει 'με ηνία', δηλαδή με χαλινάρια. Η πτώση αυτή έχει χαθεί πια στα αρχαία ελληνικά της πρώτης χιλιετίας και η έννοια του οργάνου, του μέσου, εκφράζεται με τη δοτική. Στα νέα ελληνικά το όργανο ή το μέσο εκφράζεται περιφραστι­κά («αναλυτικά» και όχι «συνθετικά»): με το χαλινάρι, με μαχαίρι κλπ

Η αιολική ομάδα

Μένει τώρα να μιλήσουμε για την τρίτη ομάδα διαλέκτων: την αιολική. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν, όπως έχουμε ήδη πει, από τη θεσσαλική (με τις τοπικές παραλλαγές της), τη βοιωτική και τη λεσβιακή (που μιλιόταν στη Λέσβο και σε μια μικρή ζώνη στη βορειοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας) (αιολικές διάλεκτοι). Η ομάδα αυτή γεννήθηκε πιθανότατα στη Θεσσαλία για να διασπαστεί, με τις μετακινήσεις των ομιλητών της, στις τρεις ξεχωριστές ποικιλίες της. Τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών των τριών ποικιλιών (θεσσαλικής, βοιωτικής, λεσβιακής) είναι: η εξέλιξη των χειλοϋπερωικών συμφώνων, για τα οποία μιλήσαμε λίγο πριν, σε χειλικούς φθόγγους και όχι σε οδοντικούς. Έτσι, εκεί που η διάλεκτος της Αθήνας, αλλά και άλλες διάλεκτοι, έχουν τη λέξη τέταρτος, η θεσσαλική έχει πέτροτος, η βοιωτική πέτρατος, η θεσσαλική πέτταρα 'τέσσερα'. Στις λέξεις στρατηγός, μαλθακός της αττικής διαλέκτου αντιστοιχούν, στην αιολική ομάδα, οι τύποι στρόταγος, μόλθακος. Οι λέξεις αυτές δείχνουν και μια άλλη διαφορά: τη θέση του τόνου. Όπως θα προσέξατε, ο τόνος πάει πιο «πίσω» - είναι υποχωρητικός. Μια άλλη διαφορά αφορά τη μορφή της δοτικής. Εκεί που η αττική διάλεκτος έχει τη δοτική χρήμασι (του ουσιαστικού χρῆμα) οι αιολικές διάλεκτοι εμφανίζουν τη μορφή χρημάτεσσι. Επίσης, ενώ στις άλλες διαλέκτους το όνομα του πατέρα μπαίνει στη γενική, π.χ. Νίκων Σωστράτους, στις αιολικές διαλέκτους σχηματίζεται ένα επίθετο σε -ιος: Νίκων Σωστράτιος.
Οι τρεις ποικιλίες της αιολικής έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους αλλά δεν χρειάζεται να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες. Αρκεί να αναφέρουμε δύο. Θυμάστε που λέγαμε ότι η ανατολική και η δυτική ομάδα διαλέκτων διαχωρίζονται από το ότι η δεύτερη έχει -τι εκεί που η πρώτη έχει -σι: δίδωσι/δίδωτι 'δίνει'. Στην αιολική ομάδα, η θεσσαλική και η βοιωτική έχουν τι: π.χ. (ϝ)ίκατι 'είκοσι'· η λεσβιακή όμως παρουσιάζει -σι: εἲκοσι. Αυτό δεν είναι παράξενο: η βοιωτική και η θεσσαλική γειτονεύουν γεωγραφικά με τις δυτικές διαλέκτους, ενώ η λεσβιακή γειτονεύει με τις διαλέκτους τις μικρασιατικής Ιωνίας, τις ιωνικές διαλέκτους. Έτσι, η βοιωτική και η θεσσαλική «αλληθωρίζουν» προς τις δυτικές διαλέκτους, ενώ η λεσβιακή προς τις ανατολικές διαλέκτους. Η θεσσαλική και η βοιωτική χρησιμοποιούν ως υποθετικό μόριο τόσο το κα (μιλήσαμε γι' αυτό πιο πριν) όσο και το κε, ενώ η λεσβιακή χρησιμοποιεί μόνο το κε. Κι εδώ πάλι βλέπετε τη θεσσαλική και τη βοιωτική να «αλληθωρίζουν» προς τις γειτονικές δυτικές διαλέκτους που χαρακτηρίζονται από τη χρήση του κα (σε αντίθεση με το εἰ 'εάν' των ανατολικών διαλέκτων).

Άλλες γλώσσες

Πριν ολοκληρώσουμε την παρουσίαση των διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής, θα πρέπει να πούμε ότι στην αρχαία Ελλάδα, πέρα από τις διαλέκτους, μιλιούνταν και άλλες γλώσσες. Γλώσσες λαών με τους οποίους γειτόνευαν οι ελληνόφωνες κοινότητες: Κάρες, Λυδοί, Θράκες, Φρύγες, Ιλλυριοί, Σκύθες και άλλοι. Θα μιλήσουμε γι' αυτούς και τις γλώσσες τους αργότερα, αν και ήδη έχουμε μιλήσει για τις προελληνικές γλώσσες. Πολλοί από αυτούς τους αλλόγλωσσους ομιλητές βρίσκονταν μέσα στις ελληνικές πόλεις ως δούλοι (η αρχαία ελληνική κοινωνία χρησιμοποιούσε δούλους, όπως και πολλές άλλες αρχαίες κοινωνίες), τεχνίτες, έμποροι, και οι γλώσσες τους άφησαν, όπως θα δούμε, τα «σημάδια» τους στην ελληνική γλώσσα. Αλλά, βέβαια, και το αντίστροφο. Στα έργα του μεγάλου αρχαίου συγγραφέα κωμωδιών, του Αριστοφάνη, βρίσκουμε «αστείες» αναφορές στα «σπασμένα» ελληνικά αυτών των ξένων που ζούσαν στην πόλη της Αθήνας.
Η συνύπαρξη μιας γλώσσας με μία ή περισσότερες άλλες γλώσσες την επηρεάζει, όπως επηρεάζει και τις άλλες γλώσσες. Έτσι, στα νέα ελληνικά βρίσκουμε λέξεις τουρκικής προέλευσης (π.χ. μεράκι, ντέρτι, καβγάς, παζάρι), αγγλικής προέλευσης (π.χ. μπαρ), γαλλικής προέλευσης (π.χ. ασανσέρ, παρντόν, μαντάμ). Αντίστοιχα στα τουρκικά βρίσκουμε πολλές λέξεις ελληνικής προέλευσης: π.χ. anahtar 'ανοιχτήρι, κλειδί', levrek 'λαβράκι'. Ανάλογα φαινόμενα βρίσκουμε και στα αρχαία ελληνικά, όπως θα δούμε αργότερα.
Πολλές φορές οι επιδράσεις ανάμεσα στις γλώσσες δεν είναι τόσο φανερές όσο στα παραδείγματα που δώσαμε. Έτσι στην αρχαία Μακεδονία, η αριστοκρατία και οι βασιλιάδες χρησιμοποιούσαν στις επίσημες περιστάσεις τη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική διάλεκτο. Και αυτό γιατί η διάλεκτος αυτή είχε ιδιαίτερο γόητρο, ως διάλεκτος της πιο ισχυρής πόλης της αρχαίας Ελλάδας, που έβγαλε μεγάλους φιλοσόφους (π.χ. τον Πλάτωνα), ποιητές (π.χ. τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή). Ο απλός κόσμος όμως, αλλά και η αριστοκρατία στην καθημερινή της ζωή, χρησιμοποιούσε μια διάλεκτο που ανήκε στη δυτική ομάδα διαλέκτων. Δεν αποκλείεται ωστόσο να μιλιούνταν και άλλες γλώσσες που δεν τις ξέρουμε, γιατί δεν γράφτηκαν ποτέ. Στην επίδραση αυτών των γλωσσών ίσως να οφείλονται κάποιες ιδιαιτερότητες που εμφανίζονται στη Μακεδονία, κυρίως σε κύρια ονόματα, π.χ. το κύριο όνομα Βίλα που αντιστοιχεί στο όνομα Φίλα (θα προφερόταν [Phíla] - θυμηθείτε τί λέγαμε για την προφορά του φ στα αρχαία ελληνικά) των άλλων διαλέκτων της ελληνικής.

Πώς χάθηκαν οι αρχαίες διάλεκτοι;

Ήρθε η ώρα να απαντηθεί μια απορία που σίγουρα θα έχετε. Τί έγινε αυτό το «μωσαϊκό» των αρχαίων διαλέκτων; Η απάντηση στο ερώτημα θα μας ξαναγυρίσει στη συζήτηση στην αρχή του κεφαλαίου αυτού. Θυμάστε που λέγαμε ότι η νέα ελληνική, όπως και η αρχαία ελληνική μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν ένα «μωσαϊκό» διαλέκτων μέχρι τη δημιουργία της κοινής ομιλούμενης νέας ελληνικής, στα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821 που οδηγεί στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Λέγαμε ότι η πελοποννησιακή διάλεκτος γίνεται σε ένα σημαντικό ποσοστό η «βάση» της κοινής νέας ελληνικής, γιατί είναι η διάλεκτος της περιοχής στην οποία έγινε η επανάσταση και στην οποία βρισκόταν ο «πυρήνας» του νεαρού νεοελληνικού κράτους.

Η «ισχυρή» αττική διάλεκτος

Κάτι ανάλογο έγινε στην αρχαιότητα. Μέσα στο «μωσαϊκό» των αρχαίων διαλέκτων άρχισε από τον 5ο αιώνα π.Χ. να ξεχωρίζει μία, η αττική διάλεκτος, η διάλεκτος δηλαδή της σημαντικότερης και ισχυρότερης πόλης της εποχής. Οι Αθηναiοι τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν οι κυρίαρχοι ενός μεγάλου μέρους του ελληνόφωνου κόσμου, και μάλιστα του μέρους εκείνου που κατοικούνταν από ομιλητές της ιωνικής διαλέκτου. Η ιωνική διάλεκτος είχε ιδιαίτερο γόητρο. Ήταν η διάλεκτος των πλούσιων πόλεων της μικρασιατικής παραλίας, που γέννησαν τους πρώτους «σοφούς»: τον Θαλή τον Μιλήσιο, τον Ηράκλειτο, τον πατέρα της ιστορίας Ηρόδοτο (σύνδεσμος). Ήταν ακόμη η διάλεκτος που κυριαρχούσε στα ποιήματα του Ομήρου. Αυτή η συνάντηση αττικής και ιωνικής δημιούργησε μια ισχυρή αττικοϊωνική διάλεκτο - «ισχυρή» γιατί οι ομιλητές της ανήκαν στην «αυτοκρατορία» της εποχής, την αθηναϊκή «αυτοκρατορία». Η διάλεκτος αυτή ξεχωρίζει, για ιστορικούς λόγους, με τον ίδιο τρόπο (και για παρόμοιους λόγους) που θα «ξεχωρίσει» πολύ αργότερα η πελοποννησιακή διάλεκτος, ή που «ξεχωρίζει» σήμερα η αγγλική γλώσσα. «Ισχυρή» διάλεκτος, «ισχυρή» γλώσσα σημαίνει επέκταση της χρήσης της: όλο και περισσότεροι θέλουν να τη μάθουν, γιατί τη χρειάζονται. Το πρώτο λοιπόν βήμα είχε γίνει: μία διάλεκτος, μέσα από το «μωσαϊκό» των διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής, άρχισε για ιστορικούς λόγους να ξεχωρίζει από τις άλλες και να τις επισκιάζει, να κατακτά δηλαδή δικούς τους χώρους χρήσης. Όπως ήδη έχουμε πει, η αττική διάλεκτος, λόγω του γοήτρου της, έφτασε ως την αυλή των μακεδόνων βασιλιάδων, έγινε η επίσημη διάλεκτος του μακεδονικού βασιλείου. Η κυριαρχία των Μακεδόνων πάνω στις πόλεις της νότιας Ελλάδας, της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης, στα χρόνια του Φιλίππου Β', πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, και στη συνέχεια οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου μέχρι την Αίγυπτο και την Ινδία εξάπλωσαν την αττική διάλεκτο σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση. Έτσι, η διάλεκτος αυτή έγινε η κοινή γλώσσα όλου του κόσμου που ήταν είτε ελληνόφωνος (δηλαδή μιλούσε κάποια διάλεκτο της ελληνικής) είτε αλλόγλωσσος αλλά χρειαζόταν να ξέρει την «ισχυρή» γλώσσα της εποχής. Στην κοινή γράφουν οι αρχαίοι ιστορικοί Πολύβιος και Διόδωρος.

Οι διάλεκτοι στη λογοτεχνία

Στην αρχαία Ελλάδα κάθε λογοτεχνικό είδος χρησιμοποιεί τη διάλεκτο της περιοχής στην οποία πρωτοκαλλιεργήθηκε. Έτσι η ελεγεία, ένα είδος «μελαγχολικής», θρηνητικής ποίησης, χρησιμοποιεί την ιωνική διάλεκτο, γιατί αυτό το είδος ποίησης πρωτοκαλλιεργήθηκε στις ιωνικές περιοχές. Ένας μεγάλος εκπρόσωπος αυτού του είδους ήταν ο ποιητής Αρχίλοχος από την Πάρο. Η μελική ποίηση, ποίηση που απαγγελλόταν από ένα άτομο με τη συνοδεία οργάνου (λύρας ή αυλού), αναπτύχθηκε στη Λέσβο και γι' αυτό χρησιμοποιεί τη λεσβιακή διάλεκτο. Η Σαπφώ, από τη Λέσβο, είναι το μεγάλο όνομα της μελικής ποίησης. Το ότι διάφορα είδη λογοτεχνίας, δηλαδή έντεχνου λόγου, χρησιμοποιούν τη διάλεκτο στην οποία πρωτοκαλλιεργήθηκαν δεν είναι παράξενο. Έτσι, όταν ακούμε σήμερα μαντινάδες, όλοι περιμένουμε να ακούσουμε την κρητική διάλεκτο, γιατί εκεί κυρίως λειτουργεί αυτό το είδος. Αυτό που ωστόσο αποτελεί ιδιαιτερότητα της αρχαίας Ελλάδας είναι ότι η διάλεκτος είναι σχεδόν υποχρεωτική για κάθε λογοτεχνικό είδος, ασχέτως αν αυτός που το καλλιεργεί είναι ομιλητής της διαλέκτου ή όχι. Έτσι, όποιος γράφει ελεγειακή ποίηση πρέπει να χρησιμοποιήσει την ιωνική διάλεκτο, ασχέτως αν η ιωνική είναι η «μητρική» του διάλεκτος. Στις αρχαίες τραγωδίες τα χορικά, το τραγούδι του «χορού» (της χορωδίας που αντιπροσωπεύει στις τραγωδίες την «κοινή γνώμη») είναι πάντα σε δωρική διάλεκτο, παρά το ότι ο συγγραφέας (Ευριπίδης, Σοφοκλής, Αισχύλος) δεν ήταν ομιλητής δυτικής διαλέκτου αλλά Αθηναίος, δηλαδή ομιλητής της αττικής. Για να καταλάβετε αυτή την ιδιαιτερότητα της αρχαίας λογοτεχνίας, φανταστείτε να είναι υποχρεωτικό σήμερα για όποιον θέλει να γράψει μαντινάδες να τις γράψει στη διάλεκτο της Κρήτης, είτε είναι ομιλητής της διαλέκτου, δηλαδή Κρητικός, είτε όχι.
Δυο λόγια τώρα για ένα λογοτεχνικό είδος, το έπος, που συνδέεται με τα ποιήματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και το όνομα του Ομήρου. Η γλώσσα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, η επική γλώσσα είναι ένα μείγμα ιωνικών και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων. Απουσιάζουν τα δωρικά διαλεκτικά στοιχεία. Πρόκειται για μια μεικτή, τεχνητή γλώσσα, που δεν μιλήθηκε ποτέ αλλά «φτιάχτηκε» για τις ανάγκες της επικής ποίησης. Όσοι μετά τον Όμηρο γράφουν αυτό το είδος ποίησης χρησιμοποιούν αυτό το είδος γλώσσας. Έτσι, αντί για τον τύπο βία στο έπος βρίσκουμε τον ιωνικό τύπο βίη. Αντί για τον τύπο τέσσαρες βρίσκουμε τον αιολικό τύπο πίσυρες. Πώς προέκυψε αυτό το μείγμα; Οι ειδικοί υποθέτουν ότι τα έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, γεννήθηκαν σε μια πολύ μακρινή εποχή, στα μυκηναϊκά χρόνια και ίσως πιο πριν. Θα θυμάστε άλλωστε ότι στην Ιλιάδα κυριαρχεί ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς των Μυκηνών. Αυτή η μεγάλη παλαιότητα των ομηρικών επών γίνεται φανερή από τη διατήρηση στη γλώσσα τους γλωσσικών στοιχείων που υπάρχουν στη μυκηναϊκή αλλά έχουν χαθεί πια στις αρχαίες διαλέκτους όπως τις ξέρουμε από κείμενα (επιγραφές κ.ά.) μετά το 750 π.Χ. Ένα παράδειγμα είναι η οργανική πτώση. Αυτή, όπως είδαμε, υπάρχει στη μυκηναϊκή διάλεκτο (π.χ. ἁνίαφι'με ηνία, με χαλινάρια'), και τη βρίσκουμε και στα ομηρικά έπη. Τα έπη λοιπόν γεννήθηκαν στη νότια Ελλάδα την εποχή του μυκηναϊκού πολιτισμού (14ος-13ος αιώνας π.Χ.) και ήταν προφορικά ποιήματα, ποιήματα δηλαδή που περνούσαν προφορικά από γενιά σε γενιά (άλλωστε η γραφή στα μυκηναϊκά είχε, όπως είδαμε, πολύ περιορισμένη, λογιστική, χρήση) και τραγουδιούνταν από ειδικούς τεχνίτες, τους ραψωδούς (η λέξη σημαίνει 'ράβω ωδές', δηλαδή 'συνθέτω τραγούδια'). Με την καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού τον 12ο αιώνα π.Χ. και τις μετακινήσεις πληθυσμών που ακολούθησαν, η ποιητική αυτή παράδοση συνεχίστηκε και καλλιεργήθηκε στις αιολόφωνες και ιωνόφωνες περιοχές. Έτσι γεννήθηκε αυτό το μείγμα ιωνικών και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων που χαρακτηρίζει την επική γλώσσα.

Για να συγκεφαλαιώσουμε

Η αρχαία ελληνική γλώσσα μέχρι το 300 π.Χ. ήταν ένα μωσαϊκό διαλέκτων. Ανάμεσα σε αυτές είχε αρχίσει ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. να ξεχωρίζει η διάλεκτος της Αθήνας, η αττική διάλεκτος, και αυτό γιατί ήταν η διάλεκτος της πιο σημαντικής πόλης-κράτους της αρχαιότητας. Αυτό το «γόητρο» της αττικής διαλέκτου εξάπλωσε τη χρήση της πέρα από τα όρια της Αττικής. Η υιοθέτησή της, ακριβώς γιατί είχε γόητρο, από την αυλή των καινούργιων ισχυρών της αρχαιότητας, των μακεδόνων βασιλιάδων, θα απλώσει τη χρήση της στον πλατύ γεωγραφικό χώρο που άνοιξαν οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, μέχρι την Αίγυπτο και την Ινδία. Έτσι θα γίνει η κοινή γλώσσα των Ελλήνων και των ελληνόφωνων. Και αυτή η γενίκευση της χρήσης της θα οδηγήσει τις άλλες διαλέκτους σιγά σιγά σε εξαφάνιση. Με άλλα λόγια, θα τις εγκαταλείψουν οι ομιλητές τους γιατί χρειάζεται να ξέρουν την κοινή - την «ισχυρή» γλώσσα της εποχής, τα «αγγλικά» της εποχής.
Στους αιώνες που θα ακολουθήσουν η κοινή θα αρχίσει να χωρίζεται σε καινούργιες διαλέκτους. Και έτσι θα «ξαναφτιαχτεί» ένα νέο «μωσαϊκό διαλέκτων», των νεότερων ελληνικών διαλέκτων. Μία από αυτές, η πελοποννησιακή, θα ξεχωρίσει και πάλι για λόγους ιστορικούς, γιατί ήταν η διάλεκτος της περιοχής όπου γεννιέται, με την επανάσταση του 1821, το νέο ελληνικό κράτος. Αυτή η διάλεκτος θα αποτελέσει σε σημαντικό ποσοστό τη βάση για τη νέα κοινή ομιλούμενη γλώσσα που χρειάζεται το νέο κράτος. Το μυστικό λοιπόν της γέννησης κοινών γλωσσικών μορφών, τόσο στην περίπτωση της δικής μας γλώσσας όσο και άλλων γλωσσών, κρύβεται στην ιστορία, στην κοινωνία δηλαδή και τις ανάγκες της.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ - Ο ΛΟΓΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

Η άχρονη κοσμοθέαση του Ηράκλειτου
και το «αναποδογύρισμά» της στο Ευαγγέλιο

Η κοσμολογία του Ηράκλειτου είναι στην ουσία μια συνοπτική περιγραφή της σύγχρονης κοσμολογίας και συνάδει με το πνεύμα της σύγχρονης φυσικής επιστήμης. Αφήνει κατάπληκτους όλους εκείνους τους μελετητές που εντρυφούν και αναλύουν την ηρακλείτεια φιλοσοφία για τον τρόπο που περιγράφει την ύπαρξη και τη λειτουργία του κόσμου. Μάλιστα ο ίδιος θα συλλάβει με απίστευτη επιστημονική αριστοτεχνική δόμηση στη φιλοσοφία του ευφυώς τον Λόγοπου ενυπάρχει μέσα στον κόσμο και αποτελεί την αιτία της τάξης και της αρμονίας του.

Ο Ηράκλειτος, παρά τα λίγα αποσπάσματά του, που σώθηκαν αποδεικνύεται μεγάλος κοσμολόγος, αστρονόμος, μαθηματικός, βιολόγος και πολιτικός, μια τέλεια πολυμερής προσωπικότητα. Αναζητώντας τον εαυτό του ανάμεσα στη δίνη της διαρκούς κι αδιάκοπης ροής και πάλης των εξωτερικών και εσωτερικών του στοιχείων, αληθινός στοχαστής, είδε την αλήθεια κατάματα στην ολότητά της και απαλλαγμένος από κάθε πάθος και σκοπιμότητα την αποκάλυψε στους ανθρώπους λακωνικά και σιβυλλικά καθοδηγώντας τους στο δρόμο της αρετής και της σοφίας. Αλήθειες ωμές, ιδέες ελεύθερες και αυτοδύναμες συνθέτουν το ηρακλείτειο έργο, που ενωμένες σε σύνολο καλύπτουν όλους τους χώρους του επιστητού, γνωστούς και αγνώστους.

O Hράκλειτος δεν πρότεινε κανένα νέο υλικό στοιχείο, για να εξηγήσει τη γένεση των όντων και του κόσμου, αλλά προχωρώντας πιο πέρα συνέλαβε την έννοια του Λόγου:«Kόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν· αλλ΄ ήν αεί και έστι και έσται πώρ αείζωον· απτόμενον μέτρα και σβεννύμενον μέτρα» (Απόσπ. 30). (Ο κόσμος αυτός, ο οποίος για όλα τα όντα είναι ίδιος, δεν δημιουργήθηκε από κανένα θεό, ή άνθρωπο, αλλά υπήρχε πάντοτε και υπάρχει και πάντοτε θα υπάρχει, ένα αιώνιο ζωντανό πύρ, που μόνο του αναζωογονείται σύμφωνα με ορισμένους νόμους και σβήνει πάλι σύμφωνα με ορισμένους νόμους). Αυτή η τάξη του κόσμου, η εσωτερική του νομοτέλεια, με τους αναπόσπαστους από αυτήν νόμους, δηλαδή με το ρυθμό της, είναι ο αιώνιος Λόγος του κόσμου.

Ο χριστιανισμός εισήγαγε μια ιουδαϊκή απομίμηση του Λόγου («εν αρχή ήν ο λόγος»), την οποία προσωποποίησαν και ταύτισαν με τον Μεσσία αλλοιώνοντας τις συλλήψεις του ηρακλείτειου πνεύματος επιχειρώντας να προσδώσουν σε αυτές δογματικό χαρακτήρα.

Δεν είναι ο Ηράκλειτος φυσιολόγος, ή θεολόγος, ή αστρονόμος, ή πολιτικός, όπως τον παρουσιάζουν κι οι ηρακλειτικοί ακόμα. Πρόκειται για το στοχαστή, που, σαν τέτοιος, αγκαλιάζει τον κόσμο στην ολότητά του και ποτέ μερικά. Άλλωστε αυτός δεν είναι, που έφτασε στο τολμηρό συμπέρασμα, ότι το Όν και το μή Όν είναι το ίδιο πράγμα, για να τα αρνηθεί και τα δύο μετά τη διαπίστωση, ότι τίποτε από αυτά δεν υπάρχει; Πράγματι, μέχρι που να σκεφθεί κανείς το ον, το ηρακλείτειο ποτάμι ήδη τό 'χει συμπαρασύρει και τη θέση του έχει καταλάβει το μή όν. Καμία ουσία, κανένα στοιχείο και καμία στιγμή δεν υπάρχει, παρά μόνο για να καταστραφεί από την αμέσως επόμενή της, που κι εκείνη την περιμένει η ίδια μοίρα.

Η ύλη του κόσμου δεν είναι παρά ενέργεια, αίτιο μεταβολής και αποτέλεσμα. Ούτε χάος, ούτε σταθερό δημιούργημα, ούτε παραδείσιοι κήποι, ούτε τόποι τιμωρίας του όντος, ούτε ζωή, ούτε θάνατος, παρεκτός το αιώνιο μεταβαλλόμενο γίγνεσθαι. Όσο κι αν ψάξει ο στοχαστής μέσα στο θέατρο του πολυμορφισμού του κόσμου και των φαινομένων του, δεν βλέπει παρά τον ένα και μοναδικό κόσμο, τη μία σοφία, τον ένα και Απολλώνειο (απλό) Λόγο. Ο Εφέσιος παραμένει πάντοτε απόλυτα και καθολικά «ενιστής».

Η μεταβολή και εναλλαγή του Όντος γίνεται με βάση αλάνθαστους νόμους και βεβαιότητες, με συμμετρία και τάξη, με συνέπεια και αλληλουχία, που αποτελεί τη δικαίωση του γίγνεσθαι. Η πάλη των στοιχείων αποτελεί την ακρότατη δικαιοσύνη και διέπεται από τον Κοσμογονικό Νόμο, από το Λόγο, από τη μία και μοναδική Ποιότητα, που «εθέλει και ουκ εθέλει λέγεσθαι Ζηνός Όνομα».

Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε στην πόλη της Μικράς Ασίας, Έφεσο, που βρίσκεται 60 χιλιόμετρα νότια της Σμύρνης, Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς τοποθετούν την ακμή του περί την 69η Ολυμπιάδα (504 501 π.Χ., Διογένης Λαέρτιος, Σουΐδας). Από τα σωζόμενα αποσπάσματά του φαίνεται, ότι ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τις θεωρίες της Σχολής της Μιλήτου, ιδίως δε του Αναξίμανδρου.. Θεωρείται πολύ πιθανό, ότι ο Ηράκλειτος άκουσε πρώτα μαθήματα στη Μίλητο και κατόπιν στην Ελέα με διδάσκαλο τον Ξενοφάνη (Διογένης Λαέρτιος, Σωτίων).

Παρά την υψηλή θέση, που του εξασφάλιζε η αριστοκρατική του καταγωγή, επειδή έβλεπε, ότι η δημοκρατία κατέληγε συχνά σε αναρχία, αποτραβήχτηκε τελείως από τα κοινά. Ο Ηράκλειτος πρέσβευε, ότι κατά τη λειτουργία μιας Πολιτείας πρέπει να υπάρχει απόλυτος σεβασμός στους νόμους. («Μάχεσθαι χρή τον δήμον υπέρ του νόμου όκωσπερ τείχεος», δηλαδή ο λαός πρέπει να μάχεται υπέρ του νόμου, όπως όταν υπερασπίζεται τα τείχη της πόλης κατά την προσβολή από τους εχθρούς). Ήταν ο πρώτος αρχαίος φιλόσοφος, που επιχείρησε να αναμορφώσει την αρχαία πολιτική ζωή με τη βοήθεια της φιλοσοφικής γνώσης. Όπως μέσα στη φύση επικρατεί ο αιώνιος νόμος, έτσι και μέσα στην πολιτεία πρέπει να επικρατεί ο άκαμπτος ηθικός νόμος. Τόσο μεγάλη ήταν η φήμη του Ηράκλειτου, ώστε ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος τον προσκάλεσε να μεταβεί στην Αυλή του. Ο Ηράκλειτος δεν αποδέχθηκε την πρόταση.

Στην ακμή της ηλικίας του συνέγραψε περίφημο βιβλίο, το οποίο έφερε τον τίτλο «Περί φύσεως», όπου συγκέντρωσε τα αποτελέσματα των πολυετών ερευνών του σε όλα σχεδόν τα πεδία του επιστητού. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο το εν λόγω σύγγραμμα περιείχε τρία μέρη: «Περί του Παντός», τον «Πολιτικό» και τον «Θεολογικό» (Λόγο). O τρό­πος της διατύπωσης των σκέψεων του Ηράκλειτου ήταν αφοριστι­κός. Στα διάφορα ερωτήματα και απορήματα απαντούσε με αφορισμούς. Γι΄ αυτό ήταν δύσκολο να γίνει εύκολα κατανοητός και ονομάστηκε σκο­τεινός φιλόσοφος.

Χαρακτηριστική της δυσκολίας προς κατανόηση του συγ­γράμματος του Ηράκλειτου είναι η πληροφορία, την οποία παρέχει ο Διογένης Λαέρτιος, που γράφει τα έξης: «Φασί δ΄ Ευριπίδην αυτώ δόντα το Ηρακλείτου σύγγραμμα ερέσθαι "τι δοκεί;" τον δέ φάναι "α μεν συνήκα, γενναία· οίμαι δέ και α μη συνήκα· πλην δηλίου γέ τινος δείται κολυμβητού"» (II, 22). [Λέγουν δε, ότι όταν ο Ευριπίδης έδωσε σε αυτόν (τον Σω­κράτη) το σύγγραμμα του Ηράκλειτου και τον ρώτησε "πώς σου φαίνεται;" αυτός του απάντησε: "όσα κατάλαβα μού φαίνονται σπουδαία, νομίζω δε και όσα δέν κατάλαβα· αλλά γι΄ αυτά υπάρχει ανάγκη Δήλιου κολυμβητή"» (σ.σ.: ο ο­ποίος να κατορθώσει να εισδύσει στο βάθος των σκέψεων του Ηράκλειτου, χωρίς να πνιγεί· οι Δήλιοι θεωρούνταν οι καλύτεροι κολυμβητές της Ελλά­δας)].

Τα σωζόμενα αποσπάσματα του «Περί φύσεως» βιβλίου του Ηράκλειτου ανέρχονται μόλις σε 130. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται ορισμένα, τα οποία δεν θεωρούνται γνήσια, αλλά πολύ μεταγενέστερες χριστιανικές παραχαράξεις. Τα περισσό­τερα έχουν έκταση ενός ή δύο στίχων, ενώ λίγα έχουν μεγαλύτερη έκταση. Το περίφημο απόσπασμα «τα πάντα ρεί», θεωρείται μεν γνήσιο ως προς το νόημά του, διότι εκφράζει ακριβώς την κοσμογονική θεωρία του Εφέσιου φιλόσοφου, δεν ανευρίσκεται όμως στα συναφή χειρόγραφα.

Στο κοσμογονικό πρόβλημα ο Ηράκλειτος ακολουθεί τον τρόπο έρευνας της Σχολής της Μιλήτου. Ο Θαλής θεωρούσε αρχή και στοιχείο των όντων το ύδωρ, ο Αναξίμανδρος το άπειρο, ο Αναξιμένης τον αέρα. Για τον Ηράκλειτο όμως, είναι ματαιοπονία να ζητάει κανείς να βρει την πρώτη ύλη· πνεύμα εξόχως παρατηρητικό και πηγαίο, προχωρεί πο­λύ περισσότερο από τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη και αποφαίνεται: «πυρός τε ανταμοιβή τά πάντα και πύρ απάντων όκωσπερ χρυσού χρήματα και χρη­μάτων χρυσός» (Απόσπ. 90). [Τά πάντα προέρχονται από την μετατροπή του πυρός (θερμικής ενέργειας) και αυτό προέρχεται από την μετατροπή εξ όλων των πρα­γμάτων, όπως εκ του χρυσού αποκτώνται πράγματα και εκ των πραγμάτων χρυσός]. Πώς εκ του πυρός (της ενέργειας) προέρχονται τά πράγματα, και πώς εκ των πραγμάτων (της ύλης) προέρχεται το πυρ (η ενέργεια), αυτό ο Ηράκλειτος δέν το καθορίζει. Αλλά και η σημερινή επιστήμη, η οποία δέ­χεται την μετατροπή της ύλης σε ενέργεια και το αντίθετο, βρίσκεται σε αδυναμία να προβεί σε συναφή καθορισμό.

Ο Αέτιος μας πληροφορεί επίσης, ότι κατά τον Ηράκλειτο αρχή των πάντων είναι το πυρ (η ενέργεια). Όταν δε τούτο σβήνει (παύει να εκδηλούται ως ενέργεια), τα πάν­τα λαμβάνουν την μορφή, υπό την οποία υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, γίνονται δηλαδή ύλη. [«Εκ πυρός γαρ πάντα και εις πυρ πάντα τελευτά». (Δοξογράφοι Diels 283, από του Στοβαίου Εκλογαί Ι 10, 14)]. Κατά τον Σιμπλίκιο, ο Ηράκλειτος θεωρεί το σύμπαν ένα και πεπερασμένο και πρεσβεύει, ότι τα πάντα προέρχονται από το πυρ διά πυκνώσεως και μανώσεως (δηλαδή αραίωσης) τούτου και σε πυρ (δηλαδή ενέργεια) κατα­λήγουν, θεωρούμενου του πυρός ως στοιχείου των όντων. Ακόμη σαφέστερα μας πληροφορεί για την μετατροπή του πυρός σε διάφορα πράγματα (ύλη) ο γιατρός Γαληνός, ο οποίος λέει, ότι κατά τον Ηράκλειτο, όταν το πυρ (η ενέργεια) πυκνωθεί, γίνεται ο αήρ, όταν πυκνωθεί ακόμη περισσότερο γίνεται ύδωρ, και ακόμη περισσότερο γίνεται γη (Diels, Frag, Vors. A 5-8 ).

H μετατροπή των υλικών πραγμάτων σε πυρ (ενέργεια) ονομάζεται από τον Ηράκλειτο κόρος, ενώ από τους μεταγενέστερους καλεί­ται εκπύρωση. Ομολογία (ομόνοια) και ειρήνη οδηγούν τα πράγματα στην εκπύρωση (μετατροπή ύλης σε ενέργεια), ενώ πόλεμος και έρις, στη γένεση του κόσμου (μετατροπή ενέργειας σε ύλη).

Δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ άν εμβαίης

Το εντελώς νέο, το ρηξικέλευθο, το οποίο απαντάται στην κοσμογονική θεωρία του Ηράκλειτου, είναι η δοξασία του, ότι ο φαινομενικός κό­σμος, τα αισθητά πράγματα, διαρκώς μεταβάλλονται και τίποτε δεν μένει σταθερό. «Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει και ποταμού ροή απεικάζων τα όντα λέγει ως δις ες τον αυτον ποταμον ουκ άν εμβαίης» (Πλάτωνος Κρατύλος, 402 Α). (Λέγει κάπου ο Ηράκλειτος, ότι όλα προχω­ρούν και τίποτε δέν μένει και παρομοιάζοντας τα όντα με ροή ποταμού λέει, ότι στον ίδιο ποταμό δέν είναι δυνατόν να εισέλθει κανείς δύο φορές, δηλαδή εννοεί στα ίδια ύδατα του ποταμού). Στον κόσμο παρατηρείται συνεχής περιοδική δημιουργία και καταστροφή.

Το αίτιο, στο οποίο οφείλεται η ροϊκότητα των αισθητών (η συνεχής μεταβολή των πραγμάτων) είναι οι εκ φύσεως αντιθέσεις, που υπάρχουν μεταξύ των πραγμάτων. «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους» (Απόσπ. 53). (Το αίτιο, στο οποίο οφείλον­ται όλα τα πράγματα είναι ο πόλεμος, αυτός δε είναι κυρίαρχος όλων και άλλους μεν ανέδειξε θεούς, άλλους δέ ανθρώπους, άλλους μεν έκαμε δούλους, άλλους δε ελεύθερους). Δεν θα υπήρχε αρμονία στον κόσμο, άν δέν υπήρχαν οι αντιθέσεις μεταξύ των πραγμάτων και φαινομένων, όπως αυτό παρατηρείται στη μουσική, όπου η αρμονία προκαλείται από τη μείξη του οξέος ήχου και του βαρέος και στα ζώα, όπου η αρμονία προέρχεται από την ύπαρξη των αντιθέσεων άρρενος - θήλεος. Ο Ηράκλειτος επιτι­μούσε τον Όμηρο, ο οποίος έγραφε, ότι «μακάρι να εξαφανιζόταν από τους θεούς και τους ανθρώπους η φιλονικία και η οργή» (Σ 107), διότι χωρίς τις αντιθέσεις αυτών δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αρμονία στον κόσμο.

Αυτή τη σύνθεση των αντιθέσεων μέσα στη νόησή μας επεξεργάσθηκε στη νεώτερη εποχή ο Γερμανός φιλόσοφος Έγκελς, που την ονόμασε διαλεκτική σκέψη· αργότερα την ολοκλήρωσαν οι Κάρλ Μάρξ και Λένιν. Το λάθος, που έκαναν οι μαρξιστές είναι, ότι παρουσίασαν τον Ηράκλειτο ως υλιστή. Ο Ηράκλειτος δεν ήταν υλιστής. Ήταν ιδεαλιστής επομένως; Ούτε και ιδεαλιστής ήταν. Ο Εφέσιος φιλόσοφος έβλεπε τα πράγματα όπως ήταν στην ολότητά τους με ακρίβεια, χωρίς να έχει τέτοια διαχωριστικά ψευτοδιλήμματα.

Ο Πλάτων είχε βαθύτατα επηρεασθεί από τις θεωρίες του Ηράκλει­του περί της αέναης ροής των αισθητών και της εκ των αντιθέσεων αρμο­νίας στον κόσμο. Ο αντίκτυπος του επηρεασμού αυτού φθάνει να έχει αποτυπωθεί και στο δυσκολότατο σε κατανόηση Δέκατο Βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη, όπου σε 115 θεωρήματα δημιουργείται από την ποικιλία των ασύμ­μετρων μεγεθών (από τις αντιθέσεις) ένα περίλαμπρο αρμονικό όλο. Διό­τι ο Ευκλείδης είναι Πλατωνικός και οικείος προς την Πλατωνική φιλοσοφία (Πρόκλος εις Ι Ευκλ. σελ. 68, εκδ. Friedlein, 1878 ). H φύση δεν θέλει να αποκαλύπτει τους νόμους της («φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», Απόσπ. 123) και η αφανής αρμονία είναι καλύτερη της φανερής («αρμονίη αφανής φανερής κρείττων», Απόσπ. 54) είναι ρήσεις του Ηράκλειτου, που μαρτυρούν την πεποίθησή του, ότι πίσω από όλες τις αντιθέσεις στον κόσμο κυριαρχεί η αρμονία, η οποία είναι κρυφή και δέν γίνεται αντιληπτή από τον κάθε τυχόντα. Συναφής κάπως προς τον μυστικισμό του Ηράκλειτου, τον οποίο προδίδουν οι προηγούμενοι λόγοι του είναι και η ρήση του: «ο άναξ ου το μαντείον εστι το εν Δελφοίς, ούτε λέγει, ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» Απόσπ. 93. [Ο άναξ (ο Απόλ­λων), στον οποίο ανήκει το μαντείο των Δελφών, ούτε λέει φα­νερά, ούτε αποκρύπτει, αλλά τα λέγει εμμέσως, τα υποδηλώνει, αφήνει να υπονοηθούν].

Ο κοινός, παγκόσμιος (ξυνός) ηρακλείτειος Λόγος από αποστάσεις 10 εκατομμυρίων ετών φωτός (1023 m) στο Σύμπαν μέχρι το ηλεκτρόνιο στο πεδίο ενός ατόμου (10-11m).

Η έννοια του Λόγου στο Σύμπαν

Όλα όσα βρίσκονται στον κόσμο τα κυβερνά ο Λόγος, ο φυσικός Νόμος: «Του δε λόγου τούδε εόντος αεί αξύνετοι γίνονται άνθρω­ποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον» (Απ. 1). «Διό δει έπεσθαι τω ξυνώ, του λόγου δ΄ εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν» (Απ. 2). «Ουκ εμού, αλλά του λόγου ακούσαντας ομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι» (Απ. 50 ). «Ξύν νόω λέγοντας ισχυρίζεσθαι χρή τω ξυνώ πάντων, όκωσπερ νόμω πόλις, και πολύ ισχυροτέρως. Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό ενός του θείου· κρατεί γαρ τοσούτον οκόσον εθέλει καί εξαρκεί πάσι καί περιγίνεται» (Αποσπ. 114 ).

[Ενώ δε υπάρχει αιωνίως αυτός ο λόγος (τον οποίον ερμηνεύει ο Ηράκλειτος), οι άνθρωποι γίνονται πάντοτε ασύνετοι (και δέν τoν εννοούν) είτε χωρίς να τον ακούσουν, είτε αφού προηγουμένως τον ακούσουν. Γιά την αιτία αυτή πρέπει να ακολουθεί κανείς τον κοινό (τον παγκόσμιο) λόγο. Ενώ δέ ο λόγος είναι κοινός, οι άνθρωποι ζουν σαν να είχαν δική τους φρόνηση. Όχι γιατί το λέω εγώ, αλλ΄ αφού ακούσετε τον λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε, ότι τα πάντα είναι ένα. Γιά να μιλήσουμε δε με την απλή λογική λέμε, ότι πρέπει να στηριζόμαστε στο λόγο, ο οποίος διευθύνει τά πάντα, όπως η πόλη στηρίζεται στο νόμο και ακόμη μάλιστα πολύ ισχυρότερα. Διότι όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από ένα νόμο, του θείου, γιατί αυτός κυριαρχεί τόσο, όσο θέλει, και φθάνει παντού και επι­κρατεί όλων].

Εάν θελήσουμε να εμβαθύνουμε στις δοξασίες του Ηράκλειτου, ότι «τα πάντα ρει» και ότι «δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ άν εμβαίης» και να τις εκφράσουμε κατά τη σημερινή ορολογία της Φυσικής, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι ο Ηράκλειτος εξαγγέλλει ήδη πρό 2.500 ετών το φαινόμενο της Εντρο­πίας, σύμφωνα με το οποίο οι μεγάλες μεταβολές, που παρατηρούνται στον κόσμο ακολουθούν μία μόνον κατεύθυνση χωρίς να είναι αντιστρεπτές. Εξ άλλου η περιοδική γένεση και καταστροφή των κόσμων (ηλιακών συστημάτων) στο σύμπαν, που πρεσβεύει ο Ηράκλειτος με την μετατροπή της ύλης σε ενέργεια και της ενέργειας σε ύλη συμφωνεί η σημερινή Αστροφυσική.

Στα γραπτά αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων βρίσκονται οι έννοιες της δημιουργίας και του / των θεών. Δημιουργία υπάρχει κάθε στιγμή μέσα στο σύμπαν. Ο κάθε ένας μας έχει δημιουργηθεί από τους γονείς του. Εκατομμύρια γαλαξίες δημιουργούνται κάθε δευτερόλεπτο. Οι θεοί για τους φιλόσοφους είναι ισχυρές ενδοσυμπαντικές δυνάμεις, που έχουν κωδικοποιηθεί και τους έχουν αποδοθεί ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά από τη Μυθολογία. Όλα όμως υπάρχουν και γίνονται ενδοσυμπαντικά και μόνον. Η έννοια του εξωσυμπαντικού δεν υπήρχε στους αρχαίους Έλληνες.


Στον παραπάνω πίνακα του Εστάς Λέ Σέρ (1649), που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου (δεξιά λεπτομέρεια) εικονίζεται ο Σαούλ - Παύλος (όρθιος στη μέση), να καίει μαζί με την ακολουθία του τα Ελληνικά επιστημονικά συγγράμματα της φημισμένης Βιβλιοθήκης της Εφέσου ( «Πράξεις», ιθ΄ 17-19).

Ευαγγελιστής Ιωάννης εναντίον Ηράκλειτου

Προκειμένου να επιβάλει η χριστιανική ηγεσία το παρά φύση δόγμα της και τον παρά φύση προσυμπαντικό και εξωσυμπαντικό Θεό, έννοιες, που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από έναν ελεύθερο κατά φύση φιλοσοφούντα άνθρωπο, έπρεπε να εμποδίσει τους ανθρώπους να φιλοσοφούν. Έθεσε λοιπόν τη φιλοσοφία υπό άγριο διωγμό κατακρεουργώντας φιλοσόφους, καίοντας βιβλιοθήκες, κλείνοντας δια νόμου Φιλοσοφικές Σχολές κ.τ.λ.. Μέγιστο εμπόδιο αποτελούσε ο κατέχων πρώτιστη θέση στην Ιστορία του Πνεύματος και του Πολιτισμού, Εφέσιος φιλόσοφος, Ηράκλειτος, του οποίου ο Λόγος, ως αρχή, που συντηρεί κι ενώνει τον κόσμο είναι -φυσικά- ενδοσυμπαντικός.

Παρουσίασαν λοιπόν οι ταγοί του χριστιανισμού το «κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο», το οποίο υποτίθεται, ότι γράφτηκε -πού αλλού;- στην Έφεσο, το οποίο αρχίζει με -τι άλλο;- με το Λόγο: «Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι΄ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». Ο λόγος λοιπόν είναι ο Θεός-Γιαχβέ, ο οποίος υπήρχε στην αρχή (προσυμπαντικός κι εξωσυμπαντικός) κι από αυτόν δημιουργήθηκαν τα πάντα. Πρόκειται για την αντίληψη περί «λόγου», που συνδέει τον όρο αυτό όχι με την κοσμολογία και την κατά φύση φιλοσοφική σκέψη, αλλά με το εβραϊκό δόγμα της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός.

Στην Έφεσο επίσης αναφέρεται ο Ιωάννης και στην Αποκάλυψη (β΄ 1-7), ενώ προς Εφεσίους έχει απευθύνει επιστολή ο Απόστολος Παύλος. Αργότερα πλάστηκαν οι παραδόσεις περί συγγραφής και του ευαγγελίου του Λουκά στην Έφεσο, αλλά και της έκδοσης των επιστολών του Παύλου, καθώς και του θανάτου της Παναγίας εκεί, η οποία είχε δήθεν μεταβεί στην Έφεσο μαζί με τον Ιωάννη.

Ο Ναός Αρτέμιδος στην Έφεσο ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Αποτελούνταν από διπλή ιωνική κιονοστοιχία από 117 κίονες εξωτερικά και τριπλή κιονοστοιχία στη δυτική πλευρά. Το 406 μ.Χ. ο Ιωάννης Χρυσόστομος διέταξε την εκθεμελίωση και πυρπόλησή του: «Μαθών δε την Φοινίκην έτι περί τας των δαιμόνων τελετάς (ο Ιωάννης Χρυσόστομος) μεμηνέναι, ασκητάς μεν ζήλω θείω πυρπολουμένους συνέλεξε, νόμοις δε αυτούς οπλίσας βασιλικοίς κατά των ειδωλικών εξέπεμψε τεμενών, τα δε τοις καταλύουσι τεχνίταις και τοις τούτων υπουργοίς χορηγούμενα χρήματα ουκ εκ ταμιείων βασιλικών λαμβάνων ανήλισκεν, αλλά τας πλούτω κομώσας και πίστει λαμπρυνομένας γυναίκας φιλοτίμως ταύτα παρέχειν ανέπειθε, την εκ της χορηγίας φυομένην ευλογίαν επιδεικνύς τους μεν ουν υπολειφθέντας των δαιμόνων σηκούς τούτον τον τρόπον εκ βάθρων ανέσπασεν» (Θεοδώρητος, Εκκλησιαστική Ιστορία, 329-330). Άλλα τεμάχια του ναού χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση χριστιανικών ναών στην περιοχή κι άλλα μεταφέρθηκαν αργότερα κατ΄ εντολή του Ιουστινιανού στην Κωνσταντινούπολη για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας, στη βάση του τρούλλου της οποίας υπάρχουν τέσσερις γρανιτένιοι κίονες από την Έφεσο. Στην αριστερή φωτογραφία φαίνεται ό,τι έχει απομείνει από τις καταστροφές των χριστιανών: Ένας πρόχειρα πρόσφατα αναστηλωμένος κίονας.


Στο χώρο του ναού του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο (δεξιά) ενίοτε λειτουργεί ο πατριάρχης Βαρθολομαίος. Ο ναός αυτός βρίσκεται δίπλα στα ερείπια του ναού της Αρτέμιδος κι έχει κτιστεί με χρήση πλήθους υλικών του.

Παρά τις χριστιανικές διώξεις, την παραχάραξη και την εξαφάνιση μεγάλου μέρους του έργου του Εφέσιου φιλόσοφου, ο αριθμός των ανθρώπων, που τον μελετούν και διδάσκονται από αυτόν αυξάνεται αλματωδώς, ιδιαίτερα μεταξύ των επιστημόνων. «Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε, ότι η σύγχρονη φυσική είναι κατά κάποιο τρόπο οριακά κοντά στις ιδέες του Ηράκλειτου» (Χάιζενμπεργκ).

Δεν μένει παρά να αρχίσουν να αγχιβατούν με τον Εφέσιο και οι πολιτικοί και οι κοινωνιολόγοι, ώστε να γίνει ο κόσμος μας ηρακλειτικός, δηλαδή φυσικός και έλλογος· ανθρώπινος με μία λέξη.

Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ είναι ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ εδώ και 3500 χρόνια

Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ είναι ΣΥΜΒΟΛΟ των ΕΛΛΗΝΩΝ από το 1600 π.Χ. και η ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ του με το ΣΥΜΒΟΛΟ του "ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ" είναι ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ...!

Ο διπλός αετός εμφανίζεται στη Ελληνική μυθολογία με το πέταγμα των δύο αετών του Δία που του έδειξαν ότι οι Δελφοί είναι το κέντρο της γης. Σε διάφορα ευρήματα των Μυκηνών και στην Σπάρτη βρέθηκαν οι δίδυμοι αετοί να στολίζουν χρυσά κοσμήματα και πόρπες από ελεφαντόδοντο. Στις πολύχρυσες Μυκήνες και στους Μυκηναίους προγόνους μας ήταν ΣΥΜΒΟΛΟ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. Το χρησιμοποιούσαν πριν 3500 χρόνια και φυσικά για να απολήξει σε σύμβολο υπήρχε και στην κοινωνική θεώρηση των Ελλήνων προγόνων μας.

Κατά καιρούς γράφονται διάφορα θεωρήματα κυρίως Ελληνόφωνων υπηκόων αυτής της χώρας για την ανατολίτικη προέλευση του από τους Χετταίους οι οποίοι όμως είχαν εξέλιξη από το 1350 -1300 π. Χ στα βάθη της Μικράς Ασίας αλλά και σε διάφορους άλλους λαούς που δεν υπάρχουν πια και έχουν εξαφανιστεί στο διάβα του χρόνου. Ίσως δεν είναι και καθόλου τυχαίο ότι τα θεωρούμενα «αποκτήματα» των Ελλήνων προέρχονται από λαούς που δεν υπάρχουν πια αλλά και καθόλου τυχαίο...ότι οι ΕΛΛΗΝΕΣ είναι ίσως ο ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΣ ΛΑΟΣ στον κόσμο με ΕΝΙΑΙΑ ΥΠΟΣΤΑΣΗ και ΘΕΩΡΗΜΑ...!

Εδώ όμως σχεδόν καθημερινά αποδεικνύεται ότι η αλήθεια υπάρχει και πέρα από αυτούς.Το σύμβολο του δικέφαλου αετού, όμως το χρησιμοποιούσαν οι Μυκηναίοι στις Μυκήνες ήδη από το τέλος του 1600 π.Χ. Τουλάχιστον 300 χρόνια νωρίτερα από τους Χετταίους και για να φτάσει να κοσμεί και να συμβολίζει ένα σημαίνον Ελληνικό πρόσωπο κάποιοι αιώνες θεώρησης είναι βέβαιο ότι θα προϋπήρξαν.

Ο Δικέφαλος Αετός λοιπόν...εν ουσία καθόλου τυχαία δεν υπήρξε ανώτερο σύμβολο του "Βυζαντίου".

Ο δικέφαλος αετός όπως εκτίθεται στο ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΥΣΟ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ από ΔΕΚΑ ΕΛΑΣΜΑΤΑ σε ΣΧΗΜΑ ΖΕΥΓΟΥΣ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΩΝ ΑΕΤΩΝ ΠΙΘΑΝΟΤΑΤΑ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣ - ΜΥΚΗΝΕΣ ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Α ΤΑΦΟΣ V 16ος ΑΙΩΝΑΣ π. Χ. ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΥΡ. Π 689 ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ...ήταν σε τάφο Έλληνα βασιλέα στις Μυκήνες και δεν βρέθηκε σε διφορούμενο χώρο αλλά σε χώρο που φτιάχτηκε για να συνοδεύσει ανώτατο άρχοντα στον άλλο κόσμο, σύμβολο υπέρτατο δηλαδή και πράγμα πολύτιμο και για τον νεκρό άνακτα αλλά και για τους Έλληνες που τον τοποθέτησαν στον τελευταίο και σημαντικό χώρο. Χωρίς καμιά αμφισβήτηση λοιπόν έχουμε ένα σύμβολο των Ελλήνων να χρησιμοποιείται πριν 3500 χρόνια, αλλά και το ίδιο σύμβολο να κυματίζει μετά από 2500 χρόνια στα φλάμουλα των απογόνων αυτών των Ελλήνων.

Ένα σημαντικό πράγμα που δεν είναι πολυσυζητημένο είναι ότι, σήμερα ανακαλύπτουμε Μινωϊκά και Μυκηναϊκά και Αρχαϊκά και Κλασικά στοιχεία μέσα από επιμελημένες αλλά και τυχαίες ανασκαφές, αρκετές από αυτές μάλιστα έχουν ήδη συληθεί σε αρχαίους χρόνους, αυτές λοιπόν οι ανακαλύψεις δεν μπορεί να γίνονται μόνον στις μέρες μας πράγμα που σημαίνει ότι οι προηγούμενες γενεές γνώριζαν αρκετά στοιχεία, εκτός από την γραμματεία, για τους προγόνους τους και η συνέχεια του Γένους των Ελλήνων είναι μια μεταστοιχείωση φιλοσοφίας και πράξης.

Μέσα στην πράξη μπορούμε να θεωρήσουμε λοιπόν είναι ότι η γνώση αυτή μεταφέρθηκε μέσα από ευρήματα αιώνων. Τα ευρήματα αυτά λοιπόν τα μεταστοιχείωσαν οι προγονοί μας στο δικό τους ανθρωποκεντρικό σύστημα γνωρίζοντας τις ρίζες τους και εντάσσοντας τες στο δικό τους ανά τους αιώνες περιβάλλον.

Ο ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΗΓΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΩΝ.
Η ιστορία των σημαιών της Ελληνικής Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και εθνικοϊστορικά σημαντική. Αρχικά, το «Βυζάντιο» χρησιμοποιούσε τη Ρωμαϊκή σημαία, που σύμφωνα με την παράδοση σχεδίασε ο Στρατάρχης Μάριος (157-86 π.Χ.) και έφερε την ονομασία σίγνο (signum). Η σημαία αυτή, η οποία ήταν κόκκινη και έφερε τον ασημένιο αετό του ΔΙΑ με ανοικτές φτερούγες και χρυσούς κεραυνούς στα νύχια του, αποτελούσε ίσως το μοναδικό πράγμα που δεν άλλαξε στην πολυτάραχη Ρώμη, η οποία άλλαξε τόσες μορφές πολιτεύματος και υπέφερε αιματηρές και απειλητικές εμφύλιες και πολέμιες συγκρούσεις. Η μοναδική τροποποίηση που έγινε στη Ρωμαϊκή σημαία ήταν να μεταβληθεί το χρώμα του αετού σε χρυσό και, ταυτόχρονα, να στερηθεί τους κεραυνούς του κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.).

Η κάθε δυναστεία μετά της Ελληνικής μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας χρησιμοποιούσε και τη δική της ιδιόμορφη σημαία ανάμεσα στα σύμβολα που χρησιμοποιούνταν ήταν η ημισέληνος, η ανεστραμμένη ημισέληνος, ο σταυρός, το Χριστόγραμμα κ.τ.λ. Τον αετό του ΔΙΑ στη «βυζαντινή» σημαία επανέφερε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός (361-363), ίσως ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατό του, το μισοφέγγαρο (υπήρξε το έμβλημα της θεάς Αρτέμιδος) διαγράφηκε από τη σημαία, διατηρήθηκε όμως ο περήφανος αετός του Διός που έβλεπε δεξιά, ο οποίος και αποτελούσε άρρηκτα συνδεδεμένο σύμβολο με τους Έλληνες.

Ο Δικέφαλος Αετός σε κίτρινο «φόντο» καθιερώθηκε στην Βυζαντινή σημαία από τον αυτοκράτορα Ι. Κομνηνό (1.057 - 1.059), ο οποίος ήθελε να κυβερνήσει «υπό την ηθική του προστασία». Το ίδιο ακριβώς έμβλημα χρησιμοποίησε και το Πατριαρχείο (προσθέτοντάς του μία ποιμαντορική ράβδο στο αριστερό πόδι κι ένα αυτοκρατορικό σκήπτρο στο δεξί) κι ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις (1.204 - 1.222) στο Δεσποτάτο της Νικαίας. Αργότερα προστέθηκε μία ρομφαία στο δεξί πόδι και μία υδρόγειος με σταυρό στο αριστερό, ενώ παράλληλα μεγάλωσαν οι πτέρυγες, άνοιξαν τα ράμφη, με τη γλώσσα να κρέμεται, σημάδι απειλητικότητας. Η σημαία αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 1261, οπότε προστέθηκε και μία κορώνα επάνω από τα δύο κεφάλια όπου παρέμεινε σύμβολο και για τους Παλαιολόγους.

Σήμερα πολλές χώρες έχουν ασπαστεί τον Δικέφαλο Αετό σαν εθνικό σύμβολο της χώρας τους από το Βυζάντιο χωρίς όμως να γνωρίζουν από που πραγματικά προέρχεται...δηλαδή την αρχαία Ελλάδα (πχ. οι Αλβανοί που σήμερα τον έχουν στην σημαία του κράτους τους, προέρχεται από το θυρεό του Βυζαντινού Ηπειρώτη ήρωα, Γεωργίου Καστριώτη ο οποίος (θυρεός) σημειώνεται προέρχεται από τη πολεμική - κόκκινη - σημαία του "Βυζαντίου")

Οι φωτογραφίες είναι από τα ευρήματα στις ανασκαφές του Ε.Σλήμαν στους τάφους των Μυκηνών...Το Μυκηναϊκό αγγείο από τις ανασκαφές εύρημα του Alan John Bayard Wace 16ος - 15ος - 13ος αιώνας π.Χ. Μυκήνες

Τι είναι η περιστασιακή συγκοπή;

Η περιστασιακή συγκοπή είναι μια κατάσταση περισσότερο συχνή σε ηλικιωμένους άνδρες και εμφανίζεται συνήθως βράδυ μετά από έναν βαθύ ύπνο. Πρόκειται για μια λιποθυμία που συμβαίνει μετά ή κατά τη διάρκεια της ούρησης.

Μπορεί επίσης να συμβεί (σπανιότερα) κατά την αφόδευση ή μετά από έντονο βήχα και οφείλεται σε σοβαρή πτώση της αρτηριακής πίεσης.

Η ακριβής αιτία της περιστασιακής συγκοπής δεν είναι πλήρως κατανοητή. Αλλά μπορεί να συνδέεται με το άνοιγμα (αγγειοδιαστολή) των αιμοφόρων αγγείων που συμβαίνει όταν κάποιος σηκώνεται και στέκεται στην τουαλέτα ή προσπαθεί γρήγορα να εκκενώσει μια γεμάτη κύστη. Αυτό πιστεύεται ότι έχει ως αποτέλεσμα μια ξαφνική πτώση της αρτηριακής πίεσης.

Αλλοι παράγοντες που μπορεί να παίζουν ρόλο στην περιστασιακή συγκοπή περιλαμβάνουν:

* Αλκοόλ
* Πείνα
* Κούραση
* Αφυδάτωση
* Ιατρικές καταστάσεις, όπως μια λοίμωξη του αναπνευστικού
* Χρήση άλφα-αποκλειστών για τη βελτίωση της ούρησης σε άνδρες με προβλήματα προστάτη.

Πρόληψη της περιστασιακής συγκοπής
Η περιστασιακή συγκοπή δεν είναι συχνό φαινόμενο και αν συμβεί θα πρέπει να αξιολογηθεί από έναν γιατρό, γιατί μπορεί να υποδηλώνει μια υποκείμενη παθολογική κατάσταση. Η πρόληψη της περιστασιακής συγκοπής εξαρτάται από την αναγνώριση και την αποφυγή των παραγόντων που συμβάλλουν σ’ αυτήν.

Ορισμένες στρατηγικές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν να αποφύγετε τυχόν ζημιά από την περιστασιακή συγκοπή, είναι:
* Αποφύγετε την υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος
* Μην σηκωθείτε από το κρεβάτι ξαφνικά. Καθίστε πρώτα στην άκρη του κρεβατιού και μετακινήσετε τα πόδια σας, αφού βεβαιωθείτε πως δεν ζαλίζεστε.
* Ουρήστε καθιστοί
* Ρωτήστε το γιατρό σας αν τυχόν φάρμακα που παίρνετε μπορεί να προκαλέσουν αυτή την κατάσταση
* Εξασφαλίστε ότι στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι σας ή στο μπάνιο υπάρχει ένα χαλάκι ή μια μοκέτα, ώστε να αποφύγετε τυχόν τραυματισμό από πιθανή πτώση.

Θεραπεύοντας την Αιτία αντί το Πρόβλημα

Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι το AIDS είναι αθεράπευτο, αλλά εγώ σκέφτομαι διαφορετικά. Ο εκπαιδευμένος στο Harvard νευροχειρουργός C. Norman Shealy είχε έναν ασθενή με θετικό HIV που έγινε αρνητικό μετά που του παραχωρήθηκε υγιεινή διατροφή, ακολούθησε ένα καλό πρόγραμμα άσκησης.

Αυτό και μόνo αποδεικνύει ότι όλες οι νόσοι είναι στην πραγματικότητα θεραπεύσιμες. Ο λόγος που τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν θεραπεύονται μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι λαμβάνουν απλά θεραπευτική αγωγή. Η αγωγή εστιάζεται στο να ελέγχει, να καταστέλλει και να απαλύνει τα συμπτώματα, αλλά όχι να εξαλείφει την αιτία των συμπτωμάτων. Έτσι, δεν είναι αξιοπερίεργο που πολλοί άνθρωποι δεν θεραπεύονται, αφού με τη διαδικασία που ακολουθούν δεν βρίσκουν θεραπεία αλλά μόνο αγωγή.

Στη δεκαετία του 80 πολλοί άνθρωποι στις ΗΠΑ κόλλησαν AIDS όταν έλαβαν μολυσμένο αίμα από μολυσμένους δωρητές. Σήμερα, η λήψη αίματος έχει βελτιωθεί σημαντικά και τα προϊόντα αίματος ελέγχονται εξονυχιστικά πριν τη μετάγγιση.

Το AIDS μεταδίδεται 100% όταν μεταφέρεται από αίμα σε αίμα. Παρά το ότι το AIDS θεωρείται νόσος που μεταδίδεται σεξουαλικά, εντούτοις ο κίνδυνος δεν είναι τόσο μεγάλος κατά την ασφαλή σεξουαλική επαφή. Παρά ταύτα, οι ομοφυλόφιλοι που εμπλέκονται χωρίς προφυλάξεις σε κωλικό σεξ ή σοδομισμό βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με τους ετερόφυλους διότι το ορθό (απευθυσμένο) και ο πρωκτός δεν είναι τόσο επεκτάσιμα (ελαστικά) όπως το κολπικό τοίχωμα. Το κωλικό σεξ συνδέεται με αιμορραγία όταν σπάζει ή σχίζεται η κοιλότητα και έτσι η σπασμένη μεμβράνη του ορθού λειτουργεί σαν είσοδος για μόλυνση.

Η μετάδοση από άνδρες σε γυναίκες είναι πολύ μικρότερη διότι είναι απίθανο να συμβεί αιμορραγία. Άλλος τρόπος μετάδοσης είναι όταν μία βελόνα χρησιμοποιείται σε κάποιον θετικό (φορέα) στο HIV και ακολούθως σε κάποιον μη μολυσμένο, η μετάδοση είναι σχεδόν βέβαιη. Αυτού του είδους η μετάδοση συμβαίνει ακόμη, ιδιαίτερα ανάμεσα στους εθισμένους στα παράνομα ναρκωτικά που χρησιμοποιούν τις ίδιες βελόνες.

Τα άτομα με HIV παρουσιάζονται αθεράπευτα διότι τους δίνεται φαρμακευτική αγωγή που σκοτώνει τον ιό. Ωστόσο, τα φάρμακα καταστρέφουν και το ανοσοποιητικό σύστημα μαζί με τον ιό. Πώς μπορεί ένα άτομο να πολεμήσει μια μόλυνση όταν το ανοσοποιητικό του σύστημα είναι αδύνατο; Οι φορείς HIV έχουν αδυνατισμένο ανοσοποιητικό σύστημα έτσι δεν μπορούν να πολεμήσουν τη μόλυνση. Αν το ανοσοποιητικό σύστημα βελτιωθεί, ο ιός θα σκοτωθεί από το ανοσοποιητικό σύστημα του ίδιου του ατόμου. Εφόσον το ανοσοποιητικό σύστημα είναι δυνατό, το σώμα παράγει ουσίες οι οποίες φυσιολογικά καταστρέφουν το HIV. Αυτό εξηγεί γιατί μερικοί ασθενείς HIV δεν είναι πλέον φορείς.

Γνώρισα κάποτε έναν ασθενή με AIDS που τώρα έχει τελείως θεραπευτεί. Συνέβηκε να παρακολουθήσει το σεμινάριο NEW START και συγκινήθηκε από το μήνυμα που άκουσε. Τα δάκρυά του κυλούσαν καθώς παρακολουθούσε τη διάλεξη. Μετά τη διάλεξη, πλησίασε τον ομιλητή και ρώτησε ειλικρινά (από βάθους καρδίας): “Έχω AIDS, μπορώ να θεραπευθώ;” Ο γιατρός (φίλος μου) του κράτησε το χέρι και είπε: “Δεν είναι τυχαίο που είσαι εδώ απόψε. Μπορείς να θεραπευτείς.” Έτσι, του εξήγησε τις λειτουργίες των κυττάρων-Τ και ολόκληρου του ανοσοποιητικού συστήματος. Δύο χρόνια αργότερα έλαβε ένα τηλεφώνημα από αυτόν τον ασθενή. Η φωνή του ακουγόταν πολύ ενθουσιώδης και χαρούμενη όταν του είπε: “Γιατρέ, οι εξετάσεις έδειξαν ότι δεν είμαι πλέον φορέας.”

Οι πλείστοι άνθρωποι προσεγγίζουν τα προβλήματά τους με λανθασμένο τρόπο και κατά συνέπεια έχουν λανθασμένα αποτελέσματα. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν αναζητούν πραγματική θεραπεία παρά μόνο αγωγή, διότι συγχύζουν τη θεραπεία με την αγωγή. Προτιμούν να ρίχνουν μερικά δισκία ή κάψουλες στο στόμα τους παρά να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους που τους αρρωστά. Θέλουν γρήγορη ανακούφιση των συμπτωμάτων τους και νομίζουν ότι, μια και τα συμπτώματα ανακουφίστηκαν, έχουν ήδη θεραπευθεί. Μόνο μέχρι να ανακαλύψουν ότι τα συμπτώματα επανεμφανίζονται και έτσι ένας κύκλος δημιουργείται: παρουσίαση συμπτωμάτων, λήψη φαρμάκων, εξαφάνιση συμπτωμάτων για λίγο και επανεμφάνιση αργότερα, με αποτέλεσμα να πρέπει να παίρνουν φάρμακα ξανά και ξανά.

Ένας από τους σκοπούς αυτού του σεμιναρίου είναι να δώσει την ευκαιρία στους συμμετέχοντες να διακρίνουν τη θεραπεία από την αγωγή. Μόνον όταν έχουμε ξεκάθαρη ιδέα τι είναι πραγματική θεραπεία μπορούμε να γνωρίζουμε ποια είναι η ορθή οδός να ακολουθήσουμε. Η νοοτροπία μας των γρήγορων διορθώσεων (μπαλωμάτων, ανακουφίσεων) πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να εξαλείψουμε την αιτία του προβλήματος αντί να απαλείφουμε μόνο το πρόβλημα (σύμπτωμα). Μόνο εξαλείφοντας την αιτία του προβλήματος μπορεί πραγματικά να βρεθεί θεραπεία.

Ο Ιπποκράτης είπε: “Δεν υπάρχουν αθεράπευτες νόσοι μόνο αθεράπευτοι άνθρωποι.”

Δεν υπάρχουν αθεράπευτοι νόσοι διότι όλες είναι το αποτέλεσμα γονιδιακής μετάλλαξης. Αυτά μπορεί να είναι κακά νέα, υπάρχουν όμως και τα καλά: τα γονίδια ανταποκρίνονται όταν η ενέργεια της αγάπης εισέρχεται (λαμβάνεται) απ’ έξω. Συνήθως οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές απόψεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τις νόσους, και οι πλείστες από αυτές τείνουν να είναι αρνητικές. Όπως, για παράδειγμα, να θεωρούν ότι κάποιες νόσοι είναι πολύ δύσκολο ή αδύνατον να θεραπευτούν, απλά διότι έτσι λένε οι γιατροί τους. Όταν οι γιατροί τούς λένε ότι έχουν μόνο τρεις μήνες για να ζήσουν, τούς πιστεύουν και πεθαίνουν στον καθορισμένο χρόνο.

Επίσης, άλλη πηγή αρνητικών ειδήσεων για τις νόσους είναι οι στατιστικές. Απλά και μόνο επειδή οι στατιστικές αποκαλύπτουν ότι τρεις στους πέντε ανθρώπους πεθαίνουν από ένα συγκεκριμένο τύπο καρκίνου, αποδέχονται το γεγονός ότι περιλαμβάνονται στους 3 από τους 5 που θα πεθάνουν. Η πραγματικότητα είναι ότι ούτε η διάγνωση του γιατρού σας, ούτε ο καρκίνος που σας κρατά αιχμάλωτο (δέσμιο) του φόβου και της ανασφάλειας έχουν τη δύναμη πάνω στη ζωή σας. Ο γιατρός σας έχει πιθανόν βασίσει την πίστη του στα στατιστικά αποτελέσματα του πώς μία συγκεκριμένη νόσος ή καρκίνος έχει ανταποκριθεί στη συμβατική αγωγή εξάλειψης, ελέγχου και καταστολής των συμπτωμάτων, αλλά όχι της αιτίας της νόσου. Διότι, όπως λένε, είναι μόνο στατιστικές και μπορείς να αρνηθείς να γίνεις μέρος των στατιστικών.

Ο λόγος αυτών των αρνητικών απόψεων για τις νόσους και την έκβασή τους μπορεί να αποδοθεί στα αποτελέσματα της αγωγής που οι ασθενείς λαμβάνουν από τους γιατρούς ή φροντιστές τους. Τα συμπεράσματά τους δεν έχουν καμία σχέση με τη θεραπευτική διαδικασία.

Άσχετα με το είδος της ασθένειας που έχετε, το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στα γονίδια. Λύστε το πρόβλημα στα γονίδια και είστε θεραπευμένοι. Αφού κάθε νόσος προκαλείται από γονιδιακές μεταλλάξεις ή “γονιδιακό πρόβλημα”, δεν υπάρχουν ούτε δύσκολα ούτε εύκολα γονίδια να θεραπευτούν. Όλα τα γονίδια είναι τα ίδια. Αν ο διαβήτης μπορεί να αντιστραφεί, τότε ακόμη και ένα σοβαρό είδος καρκίνου που λέγεται σάρκωμα μπορεί επίσης να θεραπευτεί.

Όταν αυτή η αρνητική νοοτροπία για τις νόσους και τον καρκίνο αλλάζει, τότε ένα τεράστιο οδόφραγμα προς τη θεραπεία απομακρύνεται. Η θεραπευτική δύναμη έρχεται απ’ έξω από εμάς. Δεν έχει σημασία ποιο γονίδιο είναι φθαρμένο ή μεταλλαγμένο. Δεν υπάρχει διάκριση όσον αφορά τη θεραπεία των γονιδίων μας όπου κι αν βρίσκονται και πόσο σοβαρά (σημαντικά) είναι.

Ξέραμε ότι οι νόσοι προκαλούνται από μη φυσιολογικά γονίδια ή από γονιδιακή μετάλλαξη. Φυσιολογικά γονίδια μετατρέπονται σε μη φυσιολογικά αν εκτίθενται σταθερά σε επιβλαβείς χημικές ουσίες όπως η μόλυνση, η ακτινοβολία, χημικές συνθέσεις και ελεύθερες ρίζες οξυγόνου στο σώμα.

Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι ελεύθερες ρίζες παραγόμενες από οξυγόνο στο σώμα μπορούν να προκαλέσουν κυτταρική και γονιδιακή καταστροφή. Οι ελεύθερες ρίζες είναι χημικά είδη (γένη) που κατέχουν ένα αζευγάρωτο ηλεκτρόνιο στο εξωτερικό (…) κέλυφος του μορίου. Αυτός είναι ο παράγων κλειδί στη δομή αυτού του είδους (γένους) (Greenwald, 1991, Halliwell, 1995) και είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πολύ αντιδραστικά. Αυτό το είδος αποτελείται (συνθέτεται) στην πραγματικότητα από μια ομάδα μοριακών τμημάτων τα οποία είναι ικανά για ανεξάρτητη ύπαρξη. (Cheeseman and Slater, 1993).

Το γεγονός ότι είναι τόσο πολύ αντιδραστικά σημαίνει ότι έχουν χαμηλή χημική συγκεκριμενοποίηση, δηλαδή μπορούν να αντιδράσουν με τα πλείστα μόρια γύρω τους. Αυτά περιλαμβάνουν πρωτεϊνες, λιπίδια, υδατάνθρακες και DNA. Σημαίνει επίσης ότι, στην προσπάθεια να αποκτήσουν σταθερότητα συλλαμβάνοντας το αναγκαίο ηλεκτρόνιο, δεν επιβιώνουν στην αρχική τους κατάσταση για πολύ καιρό και γρήγορα αντιδρούν με το περιβάλλον τους.

Γι’ αυτό το λόγο οι ελεύθερες ρίζες επιτίθενται στο πλησιέστερο σταθερό μόριο, “κλέβοντας” το ηλεκτρόνιό του. Όταν το μόριο που δέχθηκε την επίθεση χάνει το ηλεκτρόνιό του, μετατρέπεται το ίδιο σε ελεύθερη ρίζα, ξεκινώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση. Από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η διαδικασία, μπορεί να προκαλέσει διαδοχικές αντιδράσεις, καταλήγοντας τελικά στην καταστροφή ενός ζωντανού κυττάρου.

Ελεύθερες ρίζες παράγονται συνεχώς στα κύτταρα, είτε σαν υπο-προϊόντα του μεταβολισμού, ή σκόπιμα, όπως στην φαγοκύτωση (Cheeseman and Slater, 1993). Ελεύθερες ρίζες μπορούν επίσης να είναι το αποτέλεσμα των ανθυγιεινών μας συνηθειών και του τρόπου ζωής μας, αλλά κυρίως του συγκινησιακού στρες (άγχους). Το στρες είναι ένας από τους βασικούς ενόχους όσον αφορά την παραγωγή ελευθέρων ριζών.

Είμαι σίγουρος ότι όλοι μας γνωρίζουμε για τη ζωή της Μητέρας Τερέζας. Η γυναίκα αυτή αφιέρωσε την εαυτό της στην εργασία ανάμεσα στους φτωχότερους των φτωχών στις φτωχογειτονιές της Καλκούτα. Παρά τη βρωμιά (ακαθαρσία) του χώρου όπου ζούσε, έφθασε στην ώριμη ηλικία των 87 ετών. Ανάμεσα στην αθλιότητα και το ελεεινό περιβάλλον στο οποίο ήταν καθημερινά εκτεθειμένη, η καρδιά της Μητέρας Τερέζας υπερχείλιζε με αγάπη, την πιο ισχυρή ζωογόνα ενέργεια.

Η εξάλειψη και μείωση του στρες είναι σημαντική στη μείωση των ζημιογόνων επιδράσεων των ελευθέρων ριζών στα κύτταρά μας. Όταν είμαστε θυμωμένοι, μνησίκακοι (χολωμένοι) ή γεμάτοι αρνητικές σκέψεις, το σώμα βιώνει στρες και η παραγωγή ελευθέρων ριζών αυξάνεται. Όταν η καρδιά και ο νους εστιάζονται σε αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις, το σώμα υποφέρει.

Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχει μια δυνατή σύνδεση ανάμεσα στην υγεία και την πνευματική ζωή. Ο λόγος που τόσες πολλές νόσοι παραμένουν αθεράπευτες μπορεί να αποδοθεί στην αποτυχία μας να κάνουμε μια σύνδεση ανάμεσα στην υγεία και την πνευματικότητα. Οι πλείστες νόσοι που μας επηρεάζουν είναι το αποτέλεσμα του στρες, της θλίψης, της ανησυχίας, της ενοχής και της δυσαρέσκειας.

Έτσι, όταν παραδινόμαστε στο θυμό και το μίσος, χάνουμε την ικανότητα να αγαπάμε και να συγχωρούμε τους συνανθρώπους μας. Στην πραγματικότητα, η παραγωγή ελευθέρων ριζών επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την ποσότητα του θυμού ή του μίσους που κρατάμε μέσα μας. Ο θυμός και το μίσος γεννούν την παραγωγή των ελευθέρων ριζών που βλάπτουν τα γονίδιά μας.

Γι’ αυτό το λόγο όταν λέμε “πονάει” όταν υποφέρουμε από καταστραμμένες σχέσεις, δεν είναι μόνο τα συναισθήματά μας που έχουν συντριβεί αλλά επίσης και ο νους και το σώμα έχουν δεχτεί χτύπημα. Έχετε ποτέ παρατηρήσει ότι μετά που έχουμε πενθήσει για μια συγκεκριμένη απώλεια, είτε είναι ατόμου ή εργασίας ή οτιδήποτε ήταν αγαπητό στις καρδιές μας, εύκολα γινόμαστε επιρρεπείς σε όλων των ειδών τις μολύνσεις;

Οι ελεύθερες ρίζες παράγονται συνεχώς όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση στρες και βαθειάς θλίψης, προκαλώντας ζημιά στα κύτταρα και τα γονίδια που φρουρούν (φυλάσσουν) το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα είναι αδύνατο, γινόμαστε εύκολοι στόχοι των μολύνσεων. Όταν είμαστε πληγωμένοι συναισθηματικά, εξ αιτίας των ανικανοποίητων ή μη ρεαλιστικών προσδοκιών μας, βλάπτουμε κατά κάποιον τρόπο τα γονίδιά μας, καθιστώντας τα τρωτά σε μεταλλάξεις που οδηγούν σε νόσους και καρκίνους.

Επομένως, ο δρόμος προς την υγεία ξεκινά από την αγάπη προς τα γονίδιά μας και από το να έχουμε θετική όψη στη ζωή. Ενδέχεται να μην μπορούμε να επιλέξουμε τις περιστάσεις της ζωής μας, μπορούμε όμως να επιλέξουμε πώς να ανταποκριθούμε σ’ αυτές. Όπως λέμε: “Είναι θέμα νοοτροπίας (αντιμετώπισης)”.

Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους συζύγους μας ή τα άτομα με τα οποία συναναστρεφόμαστε καθημερινά. Ζητώντας από αυτούς να αλλάξουν είναι σχεδόν αδύνατο. Αν τους αποδεχτούμε όπως είναι και σταματήσουμε να προσπαθούμε να τους αλλάξουμε, τότε η ζωή μας θα γίνει λιγότερο αγχώδης και θα μπορούμε να εστιάσουμε την ενέργειά μας σε σημαντικότερα πράγματα τα οποία θα βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής μας.

Μα η ερώτηση ‘γιατί τότε αρρωστούμε;’ παραμένει.

Οι νόσοι είναι συχνά οι συνέπειες των συγκρούσεων ανάμεσα σε αυτό που θέλουμε και αυτό που τα γονίδια στα σώματά μας χρειάζονται. Τα κύτταρά μας χρειάζονται ένα πράγμα, αλλά ως επί το πλείστον εμείς θέλουμε άλλα πράγματα τα οποία δεν ευνοούν καθόλου το “ευ ζην” των γονιδίων μας. Μπορούμε να έχουμε καλή υγεία αν οι ανάγκες των κυττάρων μας και οι δικές μας θελήσεις βρίσκονται σε αρμονία. Η καλή υγεία μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν ακολουθούμε τους θεμελιώδεις νόμους όσον αφορά τον υγιεινό τρόπο ζωής.

Ας δούμε ένα παράδειγμα πώς αναπτύσσεται (συμβαίνει) αυτή η μάχη. Τα κύτταρά μας αποτελούνται βασικά από νερό. Πρέπει να είναι ικανοποιητικά υδατωμένα για βέλτιστη απόδοση.

Αλλά πόσοι από εμάς φθάνουν τακτικά στην ημερήσια ανάγκη σε υγρά των δύο λίτρων;

Αυτή η ποσότητα μπορεί να φαίνεται μεγάλη, μπορούμε όμως να την πάρουμε από ποικίλες πηγές. Μπορούμε να πάρουμε υγρά από το φαγητό που τρώμε, από χυμούς και από το νερό που πίνουμε. Όταν τα κύτταρα είναι αφυδατωμένα δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις εργασίες τους αποδοτικά. Έτσι, το σώμα γίνεται αδύνατο και επιρρεπές στις μολύνσεις και στις νόσους.

Συνεπώς, το είδος των υγρών που πίνουμε έχει μεγάλη σημασία.

Δεν είναι όλα τα υγρά ευεργετικά στα κύτταρα. Όταν διψάμε, τι συνήθως πίνουμε για να σβήσουμε τη δίψα μας; Παίρνουμε ένα ποτήρι νερό ή ανοίγουμε ένα τενεκεδάκι αναψυκτικού ή ετοιμάζουμε ένα φλιτζάνι καφέ; Αν συνεχώς πνίγουμε τα κύτταρά μας σε καφέδες βαρυφορτωμένους με καφεΐνη, σε ανθρακούχα ποτά με γλυκαντικά, ή σε αλκοολούχα ποτά, τότε κάνουμε πολύ κακό αντί καλό. Το κύτταρά μας χρειάζονται αγνό, καθαρό νερό, ελεύθερο από βλαβερά χημικά και αχρείαστα ορυκτά.

Τα κύτταρα ζητούν νερό αλλά εμείς θέλουμε καφέ και αναψυκτικά.

Αν δίνουμε στα κύτταρά μας αυτό που δεν θέλουν, δημιουργούνται προβλήματα υγείας. Για παράδειγμα, αν πίνουμε πολύ καφέ αντί για νερό, κάνουμε τα σώματά μας επιρρεπή στις νόσους. Πώς; Γνωρίζουμε ότι η υπερβολική καφεΐνη στο σώμα προκαλεί ζημιά στα κύτταρα αναγκάζοντάς τα σε υπερβολική εργασία.

Η καφεΐνη είναι διεγερτικό. Όποτε το σώμα νιώθει κουρασμένο στέλλει σήμα για ξεκούραση.

Παρόλα αυτά, αντί να αφουγκραστούμε αυτό το σήμα, το πνίγουμε σε ένα φλιτζάνι καφέ. Στις μέρες μας, οι άνθρωποι καταπίνουν καφέ και άλλα καφεϊνούχα ποτά χωρίς να αναλογίζονται τους κινδύνους για την υγεία που περιλαμβάνονται.

Τα κύτταρα χρειάζονται επαρκή ανάπαυση για να επιδιορθώσουν τα φθαρμένα και χαλασμένα μέρη τους, αλλά στην παρουσία της καφεΐνης στο αίμα τα κύτταρα δεν μπορούν να αναπαυθούν. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι τα κύτταρα στα σώματά μας γερνούν πρόωρα και πεθαίνουν νωρίτερα από την φυσιολογική αναμενόμενη διάρκεια ζωής τους. Αν τα κύτταρα είναι άρρωστα, τότε φυσικά το σώμα αρρωστά.

Κάθε ζωντανό ον χρειάζεται ξεκούραση, από τα μικροσκοπικά κύτταρα μέχρι τα μαμούθ, και ειδικά εμείς τα ανθρώπινα όντα. Αν στερούμε τα σώματά μας από αυτά που χρειάζονται, τότε βρισκόμαστε σε σύγκρουση με τα ίδια μας τα σώματα. Κάποτε διάβασα μια γραμμή που έλεγε: “Στον πόλεμο κανείς δεν κερδίζει, όλοι χάνουν.” Αυτό το απόσπασμα ισχύει αληθινά για τη μάχη ανάμεσα στις επιθυμίες μας και στις ανάγκες των κυττάρων μας. Τα κύτταρα πεθαίνουν και τελικά πεθαίνουμε και εμείς.

Πρέπει να ακούσουμε τι χρειάζονται τα κύτταρά μας και να τους το προσφέρουμε ώστε να επέλθει αρμονία ανάμεσά σε μας και τα κύτταρά μας, και μόνον τότε θα επιτευχθεί η θεραπεία.

Αν φροντίζουμε τα γονίδιά μας με αγάπη, τότε τα σώματά μας θα γίνουν υγιή και δραστήρια.

Μια σκουληκότρυπα στον Γαλαξία μας για χωροχρονικά ταξίδια;

skoulikotrupa-diastimaΣυνδυάζοντας παρατηρησιακά δεδομένα και τη γενική θεωρία της σχετικότητας, μια διεθνής ομάδα αστροφυσικών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πιθανόν ο Γαλαξίας μας «φιλοξενεί» μια σκουληκότρυπα. Η ομάδα, η οποία αποτελείται από επιστήμονες από την Ινδία, τις ΗΠΑ και τη Διεθνή Σχολή Προηγμένων Μελετών (SISSA) στην Ιταλία, δημοσίευσε τη μελέτη της στο περιοδικό Annals of Physics, στην οποία μάλιστα αναφέρει πως οι υπολογισμοί της δείχνουν πως η σκουληκότρυπα θα μπορούσε να είναι «σταθερή», επιτρέποντας έτσι τα χωροχρονικά ταξίδια.
 
Η αλήθεια είναι πως πολλοί μη ειδικοί έμαθαν για πρώτη φορά από την ταινία επιστημονικής φαντασίας του Κρίστοφερ Νόλαν για τις σκουληκότρυπες – ή τις «γέφυρες Αινστάιν-Ρόζεν», όπως τις αποκαλούν οι φυσικοί.
 
«Λαμβάνοντας υπόψη τον χάρτη της σκοτεινής ύλης στον Γαλαξία και το πιο πρόσφατο μοντέλο για τη Μεγάλη Έκρηξη, και με την προϋπόθεση βέβαια πως οι “χωροχρονικές σήραγγες” όντως υπάρχουν, συμπεράναμε πως θα μπορούσε όντως να υπάρχει στον Γαλαξία μια τέτοια σήραγγα, με διαστάσεις μάλιστα που να αγγίζουν το μέγεθός του», αναφέρει στο σάιτ της SISSA ο Πάολο Σαλούτσι, αστροφυσικός στη Σχολή και ειδικός στη μελέτη της σκοτεινής ύλης.
 
Όπως προσθέτει ο Σαλούτσι, οι υπολογισμοί των επιστημόνων έδειξαν πως η σήραγγα θα μπορούσε να προσφέρει τη δυνατότητα χωροχρονικών ταξιδιών, όπως περίπου αποδίδονται στην πρόσφατη ταινία Interstellar.

 
Η αλήθεια είναι πως πολλοί μη ειδικοί έμαθαν για πρώτη φορά από την ταινία επιστημονικής φαντασίας του Κρίστοφερ Νόλαν για τις σκουληκότρυπες – ή τις «γέφυρες Αινστάιν-Ρόζεν», όπως τις αποκαλούν οι φυσικοί. Αποτελέσματα της επίλυσης των εξισώσεων της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, οι σήραγγες συνδέουν απευθείας δύο σημεία, «παρακάμπτοντας» τη συμβατική απόσταση που τα χωρίζει. Μάλιστα, τουλάχιστον θεωρητικά, αφού δεν έχει υπάρξει έως σήμερα κανένα πειραματικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη των σκουληκότρυπων, η «είσοδος» και η «έξοδός» τους μπορεί να ανήκουν είτε στο ίδιο είτε σε διαφορετικά σύμπαντα.
 
Όπως είναι φυσικό, ούτε για την ύπαρξη μιας χωροχρονικής σήραγγας στον γαλαξία μας δεν υπάρχει κάποιο πειραματικό στοιχείο που να την επιβεβαιώνει. «Προφανώς δεν ισχυριζόμαστε πως ανακαλύψαμε μια σκουληκότρυπα στον γαλαξία μας, αλλά απλώς ότι, σύμφωνα με το θεωρητικό μας μοντέλο, πρόκειται για μια εύλογη θεωρία», σημειώνει ο αστροφυσικός.
 
Όσον αφορά πάντως την πειραματική «δοκιμή» του μοντέλου, ο Σαλούτσι υποστηρίζει πως δεν είναι εκ των προτέρων αδύνατη. «Θα μπορούσαμε να το ελέγξουμε συγκρίνοντας δύο γαλαξίες – τον Γαλαξία μας με κάποιον άλλο που βρίσκεται σε αρκετά μικρή απόσταση, όπως για παράδειγμα το Νέφος του Μαγγελάνου. Ωστόσο, απέχουμε ακόμη πολύ από την υλοποίηση μιας τέτοιας σύγκρισης».