Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Η Θεοποίηση της τεχνολογίας...


Ζούμε σε μια εποχή που η τεχνολογική ανάπτυξη είναι ραγδαία και ο άνθρωπος όλο και περισσότερο χρησιμοποιεί τις μηχανές και τα ψηφιακά περιβάλλοντα στην καθημερινή του ζωή.

Οι οικονομικές, παραγωγικές και καταναλωτικές ανάγκες(;) έχουν κάνει την μηχανή αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας αλλά και τον άνθρωπο όλο και πιο εξαρτημένο από αυτήν.
Η πρόοδος με κάθε κόστος έχει ταυτιστεί λανθασμένα με την ανθρώπινη ευτυχία και την εξέλιξη. Μοιάζει να κινούμαστε μέσα σε μια μέγα-μηχανή και αν ο καπιταλισμός καταφέρει να επιβιώσει, ίσως οδηγηθούμε σε έναν περισσότερο τεχνοκρατούμενο κόσμο. Ο διανοητής Μ. ΜακΛούαν είχε επισημάνει πως όλα τα τεχνολογικά μέσα είναι μια προέκταση της ανθρώπινης οντότητας, που τείνουν να μετατραπούν σε πληροφορία.
Κατασκευάζουμε έναν εικονικό κόσμο και ταυτόχρονα μεταλλάσσουμε τον εαυτό μας ώστε να έχουμε καλύτερη προσβασιμότητα και λειτουργικότητα στον τεχνητό μας κόσμο. Σύμφωνα με τον ΜακΛούαν είναι σαν να προεκτείνουμε τις νευρικές μας αποπλήξεις σαν ανθρωπότητα δημιουργώντας ένα “συλλογικό νευρικό σύστημα” το οποίο είναι απαραίτητο για να κινηθούμε στον εικονικό κόσμο της πληροφορίας.
Με λίγα λόγια τεχνολογικοποιούμε την ίδια μας την συνείδηση φτιάχνοντας μια υπέρ-οντότητα, μια υπέρ-συνείδηση, ένα δίκτυο γεμάτο προσομοιώσεις. Δηλαδή ο άνθρωπος όχι μόνο κάνει τις μηχανές περισσότερο προσαρμόσιμες σ’ αυτόν, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να είναι κι εκείνος περισσότερο “συμβατός” με τα δημιουργήματά του.
Δεν χρειάζεται να πω πως η τεχνολογία προσφέρει στην ποιότητα ζωής μας, στην διασκέδαση και στην ιατρική. Αυτό το γνωρίζουμε. Ωστόσο η διευρυμένη κατανάλωση έχει εισάγει τα όποια gadgets ακόμη και σε μικρές ηλικίες.
Το σύστημα μιας μηχανικής Υπέρ-οντότητας θα καταστήσει την τεχνολογία αυτόνομη δύναμη παραγωγής κάτι που σημαίνει την πλήρη υποταγή του ανθρώπου στο ίδιο το σύστημα που κατασκεύασε για να τον βοηθάει. Το ανθρώπινο είδος φρενιασμένο κατέστρεψε την φύση, αποξενώθηκε από την εσωτερική φύση του μόνο και μόνο για να τροφοδοτήσει ένα οικονομικό σύστημα (καπιταλισμός). Φανταστείτε κάτι αντίστοιχο να συμβαίνει διαστροφικά για την εξυπηρέτηση του δόγματος “ζούμε για να δουλεύουμε”.
Ο άνθρωπος χρειάζεται να απορρίψει το τωρινό μοντέλο ζωής, όχι να δαιμονοποιήσει την τεχνολογία η οποία κάνει συνεχή βήματα καθημερινά. Επομένως κάποια στιγμή είναι μοιραίο ότι θα βρεθούμε μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι που θα χρειαστεί να διαλέξουμε αν θα γίνουμε μετά-άνθρωποι, δηλαδή συμβιωτικοί οργανισμοί για τις μηχανές ή αν θα υπερβούμε τον εαυτό μας χρησιμοποιώντας την τεχνολογία για να ξεπεράσουμε τα αδιέξοδα και να εγκαθιδρύσουμε στον κοινωνικό “σκληρό δίσκο” νέα προτάγματα.
Η virtual κατασκευή του κόσμου γύρω έχει οδηγήσει σε μια αίσθηση ψευδό-πληρότητας, όπου η επικοινωνία φαντάζει δυνατή από παντού αλλά είναι μπασταρδεμένη, ο έρωτας έγινε πορνο-ηδονοβλεπτικό προϊόν και η διανοητική εργασία μετριέται σε ψηφία.
Όσο χρησιμοποιούμε τα διάφορα τεχνολογικά επιτεύγματα μπαίνουμε και σ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης αλλά και συμπεριφοράς. Κυρίως αναφέρομαι σε άχρηστες συσκευές που επιβάλλει η διαφήμιση και το lifestyle. Υπάρχουν δύο σενάρια που μπορούμε να φανταστούμε:
-Το απαισιόδοξο:Η τεχνολογία θα γίνει εργαλείο στα χέρια της εξουσίας για να καταστείλει και να ελέγξει ιδεολογικά τους ανθρώπους. Θα είναι ένας τεχνο-φασισμός όπου η παραγωγή θα γίνει ακόμη πιο φρενήρης, το περιβάλλον θα έχει γίνει πιο τεχνητό ώστε να αντιμετωπιστεί η μόλυνση της ατμόσφαιρας και η αύξηση της θερμοκρασίας. Κάτι που θα οδηγήσει σε εξάντληση των φυσικών πόρων και σε περισσότερους πολέμους για την απόκτηση των τελευταίων.
Σ’ αυτό το δυσοίωνο σενάριο ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τις μηχανές και πιθανόν έχει μεταλλαχθεί σε μια ρεπλίκα. Το χειρότερο όλων, χωρίς πλέον να μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας, είναι η ύπαρξη μιας τεράστιας τεχνητής νοημοσύνης που έχει αυτοεπίγνωση και λειτουργεί χωρίς να έχει ανάγκη κάποιον χειριστή ή προγραμματιστή.
-Το αισιόδοξο:Σ’ αυτό υπάρχει ως προϋπόθεση η καταστροφή του ως τώρα μοντέλου παραγωγής και ο επανακαθορισμός των προτεραιοτήτων για το ανθρώπινο είδος. Όλοι οι μηχανισμοί παραγωγής που αποδείχτηκαν καταστροφικοί πρέπει να “ξηλωθούν”. Η ανάπτυξη αλλά και η χρήση της τεχνολογίας θα γίνονται επιλεκτικά, θα συσταθούν κανόνες όσο αφορά την χρήση της σε παγκόσμια κλίμακα και θα δημιουργηθούν νέοι κοινωνικοί δεσμοί.
Οι πολυεθνικές θα πάψουν να είναι υπέρ-οργανισμοί “βαμπίρ” και η αγορά πιο ανθρωποκεντρική. Μια τέτοια κατάσταση θα αλλάξει και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, από ατομικιστές που όλα τα βλέπουν χρησιμοθηρικά (απόρροια της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας) σε όντα προσανατολισμένα περισσότερο προς την επικοινωνία με τους άλλους, την φύση και τον εαυτό τους.
O άνθρωπος χρειάζεται να μετατρέψει το παρόν σύστημα σε εργαλείο που τον υπηρετεί κι όχι εκείνος δουλικά να υποκύπτει σ’ αυτό σαν να έχει μετατραπεί η οικονομία κι η αγορά σε αυτόνομες οντότητες.
Η τεχνολογία μετατράπηκε σε ένα προϊόν για όλους καθώς ο καταναλωτισμός επιβάλλει την συνεχή διανομή νέων εμπορευμάτων στην αγορά και συνάμα το μέσον για την μαζική φρενήρη παραγωγή.
Ας σκεφτούμε πως το “Τέλος της Ιστορίας” όπως το περιέγραφε ο Μαρξ μπορεί να γίνει πραγματικότητα υπό άλλους όρους αν δεν εκμεταλλευτούμε την “προμηθεική” δύναμη για να ξεπεράσουμε τις οικουμενικές προκλήσεις, αλλά αντιθέτως γίνουμε ακόμη πιο εξαρτημένοι από την μηχανή.
Η πρόκληση είναι μεγάλη και σίγουρα στο κοντινό μέλλον ένα τέτοιο σταυροδρόμι για το που θα οδηγηθούμε θα εμφανιστεί. Το θέμα είναι ποια ροπή του ανθρώπου θα ευνοείται στην δεδομένη χρονική και ιστορική συγκυρία.

Μόλις το 1545 μ.Χ., στη Σύνοδο του Τρέντο η Καθολική Εκκλησία αποδέχτηκε ότι οι γυναίκες έχουν ψυχή…!!!

Οι γυναίκες μέσα στο χριστιανισμό είναι κατώτερες από το νόμο και τη φύση, υποκείμενες σε μία κατάσταση μόνιμης τιμωρίας για το προπατορικό αμάρτημα και ακάθαρτες. Δεν εισέρχονται στο «άγιο βήμα» των εκκλησιών, δεν φορούν ιερά άμφια, δεν αγγίζουν ιερά αντικείμενα και δεν λαμβάνουν κοινωνία ενώ αιμορραγούν. Επιπλέον οφείλουν να καλύπτουν τα κεφάλια τους για να δηλώνουν έτσι ότι είναι υπόδουλες στους άντρες τους, αλλά και γιατί δεν αποτελούν αυθύπαρκτα όντα.

Το σωστό κατά τον Παύλο για έναν άνδρα είναι να μην αγγίξει ποτέ του γυναίκα! Συμβιβάζεται όμως με την κατώτερη ηθικά λύση της μονογαμίας, για να αντιμετωπίσει την… πορνεία.
Επίσης συμβουλεύει τις χήρες να μείνουν όπως αυτός, δηλαδή άγαμες. Για την αντιμετώπιση όμως της ερωτικής επιθυμίας, κάνει την παραχώρηση να επιτρέψει και σε αυτές το γάμο. Ο γάμος δηλαδή παρουσιάζεται ως «αναγκαίο κακό» για την αποτροπή της αχαλίνωτης σεξουαλικότητας, ενώ για «προγαμιαίες σχέσεις» ούτε λόγος… Αν όλοι είχαν την ίδια άποψη (ευτυχώς για μας δεν την είχαν), τότε μάλλον το ανθρώπινο είδος θα είχε εξαφανιστεί!Ο ΙΖ’ κανόνας της τοπικής συνόδου της Γάγγρας (340μ.χ.) που δεν έχει καταργηθεί έως σήμερα, απαγορεύει στις γυναίκες να κουρεύουν τα…. μαλλιά τους. Μερικά χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος (ο επονομαζόμενος Μέγας) διέταξε με νομοθεσία να εκδιώχνονται από την εκκλησία οι γυναίκες που έχουν κοντά μαλλιά, ενώ αν κάποιοι αρχιερείς τύχει και τις δεχθούν, να καθαιρούνται.
Οι επιλεγόμενοι Πατέρες της εκκλησίας δεν είχαν καλύτερη γνώμη για τις γυναίκες. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, πρώτος στη σειρά των Πατέρων της εκκλησίας και διδάσκαλος του Ωριγένη, γράφει στο βιβλίο του «Παιδαγωγός» 2.33: «Μία γυναίκα, αν λάβουμε υπ’ όψην μας ποιά είναι η φύση της, πρέπει να αισχύνεται γι’αυτήν». Ο Μέγας Αθανάσιος υποστηρίζει «Με τις γυναίκες δεν είναι ασφαλές ούτε από κοινού ν’αποφασίζει κανείς («α περί ειδωλολατρείας» από το έργο του «κατά Ελλήνων»)
Ο Μέγας Βασίλειος (ο Αγιοβασίλης) περιγράφει τις σχέσεις των δύο φύλων στο πλαίσιο της ορθόδοξης οικογένειας: «Η γυναίκα δεν έχει την άδεια να αφήνει τον άνδρα της, αλλά, κι αν δέρνει αυτήν εκείνος, πρέπει να υπομένει κι όχι να χωρίζεται, κι αν την προίκα της ξοδεύει, κι αν σε άλλες γυναίκες πορνεύει, αυτή πρέπει να καρτερεί. Ώστε η μεν γυναίκα, η αφήσασα τον άνδρα της μοιχαλίς είναι αν πάρη άλλον, ο δε αφεθείς αυτός άνδρας, αν πάρει άλλη, συγχωρείται» (Πηδάλιο, κανών Θ). Επομένως σύμφωνα με την Ορθοδοξία η εκμετάλλευση, ο ξυλοδαρμός και η υποβάθμιση – γενικότερα- της συζύγου είναι έργο ευλογημένο.

Ο λόγος του Ιωάννη του χρυσόστομου ξεχειλίζει από μίσος κατά των γυναικών. Στο «προς τους έχοντας παρθένουν συνεισάκτους» διαβάζουμε:
«Γενικά η γυναίκα είναι ένα σκουλήκι που σέρνεται, η κορη του ψεύδους, σκεύος ακαθαρσιών, ο εχθρός της ειρήνης. Ο κατάλογος των αμαρτημάτων και των αδυναμιών της είναι ατελείωτος. Eίναι ελαφρόμυαλη, φλύαρη και ακόλαστη. Πάνω απ’όλα είναι παθιασμένη με την πολυτέλεια και τις δαπάνες. Φορτώνεται με κοσμήματα, πουδράρει το πρόσωπό της, βάφει τα μάγουλά της με κοκκινάδι, βάζει μυρωδικά στα ρούχα της κι έτσι γίνεται θανάσιμη παγίδα για τον εκμαυλισμό των νέων. Όσος και να είναι ο πλούτος δεν επαρκεί να ικανοποιήσει τη γυναικεία επιθυμία. Μέρα και νύκτα η γυναίκα δεν σκέπτεται τίποτε άλλο παρά το χρυσάρι και τα πολύτιμα πετράδια, τα πορφυρά υφάσματα και τα κεντήματα, τις κρέμες και τα αρώματα. Αν δεν υπήρχε η σεξουαλική επιθυμία, κανένας άνδρας με τα σωστά του δεν θα ήθελε να μοιράζεται το σπίτι του με μια γυναίκα και να υφίσταται τις επακόλουθες ζημιές, παρά τις οικιακές εργασίες που εκτελεί “.
Ο χριστιανισμός δεν βελτίωσε, αλλά τουναντίον προσπάθησε -και για αρκετούς αιώνες το είχε καταφέρει- να ρίξει τη γυναίκα στο χαμηλότερο σκαλί της κοινωνίας, θεωρώντας την κατώτερο ον και υπαίτια για όλα τα κακά της ανθρωπότητας. Ας δούμε τις βασικότερες επίσημες χριστιανικές θέσεις έναντι της γυναίκας:
Κάθε γυναίκα με ακάλυπτη την κεφαλή εξευτελίζεται.. Διότι εάν η γυναίκα δεν καλύπτεται, ας κουρεύεται.. Εάν είναι αισχρό για τη γυναίκα να κουρεύεται ή να ξυρίζεται, ας καλύπτεται.. Κάθε άνδρας έχων καλυμένη την κεφαλή του εξευτελίζεται.. Ο άνδρας δεν οφείλει να καλύπτει την κεφαλή του, διότι υπάρχει ως εικών και δόξα Θεού. Δεν επλάσθει ο άνδρας για τη γυναίκα, αλλά η γυναίκα για τον άνδρα.. Οι γυναίκες στις εκκλησίες ας σιωπήσουν. Δεν επιτρέπεται σ’αυτές να ομιλούν, αλλά να υποτάσσονται, καθώς ο (μωσαϊκός) νόμος λέγει.. Αν θέλουν να μάθουν κάτι, ας ρωτούν στο σπίτι τους άνδρες τους (Α’ προς Κορινθίους, ια’ 4-12,ιδ’ 31-40).
Οι γυναίκες, όταν υποτάξουν κάποιον στην εξουσία τους, τον καθιστούν ευκολοκυρίευτο από τον διάβολο, περισσότερο απρόσεκτο, ζωηρότερο, αδιάντροπο, ανόητο, οξύθυμο, θρασύ, ενοχλητικό, ταπεινό, απότομο, ανελεύθερο, δουλοπρεπή, αυθάδη, φλύαρο και με μια λέξη όλα τα γυναικεία ελαττώματα, τα οποία έχουν αυτές, τα αποτυπώνουν στην ψυχή του. Είναι λοιπόν αδύνατον εκείνος ο οποίος διαρκώς βρίσκεται μαζί με γυναίκες με τόση συμπάθεια και μεγαλώνει με τη συναναστροφή τους, να μη γίνει αγύρτης και αργόσχολος και μηδαμινός. Κι αν λέει κάτι, όλα θα είναι λόγια των αργαλειών και των μαλλιών, επειδή η γλώσσα του θα έχει μολυνθεί από το είδος των γυναικείων λόγων. Και αν κάνει κάτι, το κάνει με πολλή δουλοπρέπεια, επειδή βρίσκεται μακριά από την ελευθερία, η οποία αρμόζει στους χριστιανούς και για κανένα σπουδαίο κατόρθωμα δεν είναι χρήσιμος» (Ιωάννης Χρυσόστομος, Δ’ Λόγος «περί Νηστείας και Σωφροσύνης»)
Η γυναίκα για την Ορθόδοξη εκκλησία είναι «μόλυνση». Η ερωτική συνεύρεση μαζί της (ό,τι πιο φυσικό δηλαδή μπορεί να συμβεί στους ανθρώπους) αποτελεί αιτία μολύνσεως όχι μόνο για το σώμα αλλά και για την ψυχή. Γι’αυτό εξαίρονται εκείνοι που «δεν μολύνθηκαν από τις γυναίκες, γιατί είναι παρθένοι» (Αποκάλυψη, ιδ’4). Αν νομίσετε ότι το απόσπασμα αυτό μιλά για ερωτική συνεύρεση, γυρίστε την καινή διαθήκη σας πιο μπροστά, στον Ματθαίο (ε’ 28) και διαβάστε τα λόγια του ίδιου του Ιησού: «κι εγώ σας λέγω ότι αυτός που βλέπει μια γυναίκα και την επιθυμεί, ήδη εμοίχευσε μέσα στην καρδιά του».
Ο ΙΑ’ κανόνας του Ιωάννη του Νηστευτή (βλ. «Πηδάλιον») επιβάλλει 40 μέρες ξηροφαγία (δηλαδή μόνο ψωμί και νερό) και 100 μετάνοιες ημερησίως (ήτοι 4000 σύνολο) και αποχή από την κοινωνία σε κάθε γυναίκα, που θα δεχθεί «ασπασμούς ανδρός» και «επαφές χωρίς ωστόσο να διαφθαρεί».
Οι επιστολές είναι πολύ σαφείς, όσον αφορά στην επίσημη θέση του χριστιανισμού απέναντι στη γυναίκα: «η γυναίκα δεν εξουσιάζει το ίδιο της το σώμα, αλλά ο άνδρας» (Α’ προς κορινθίους, ζ’4). «οι γυναίκες να υποτάσσεσθε στους άνδρες σας στα πάντα» (προς Κολοσσαείς,γ’18). «Ομοίως οι γυναίκες υποτασσόμενες σοτυς άνδρες τους» (Α’ Πέτρου,γ’1). Νομίζω ότι δεν διέφυγε της προσοχής σας, αγαπητές αναγνώστριες η επανάληψη του ρήματος «υποτάσσομαι». Σε περίπτωση που δεν εννοήσατε καλώς τη σημασία του, σας πληροφορώ πως σημαίνει «εξ-ουσιάζομαι» «υποδουλώνομαι».
Παλαιά Διαθήκη, ιερό βιβλίο των ορθόδοξων χριστιανών, Δευτερονόμιο κβ΄ 21: «Να λιθοβολείται η θυγατέρα του λαϊκού όταν πορνεύσει». Αλλά και μη τα χειρότερα, Λευϊτικό κα΄. θ΄: «Θυγατέρα ανθρώπου ιερέως εάν βεβηλωθεί πορνεύοντας…. επί πυρός κατακαυθήσεται».
Ο επίσκοπος Γάζης Πορφύριος, σε εκτέλεση του «ες έδαφος φέρειν» του Αρκαδίου, το 401μ.χ. κατέστρεψε όλα τα αγάλματα και τα έργα τέχνης, τις δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και ισοπέδωσε όλους τους ελληνικούς ναούς της πόλης. Όπως γράφει ο συναξαριστής του Μάρκος ο Διάκονος, όταν ο Πορφύριος πυρπόλησε και κατέστρεψε το Μαρνείον (ξακουστό ναό του Διός στη Γάζα) χρησιμοποίησε τα μάρμαρά του για την πλακόστρωση του δρόμου. Όπως περήφανα είπε ο ίδιος: «Για να πατούν όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και γυναίκες και γουρούνια και άλλα ζώα»! (Βίος Πορφυρίου).
O… »άγιος » Ισαάκ ο Σύριος: «Είναι καλύτερο να φας δηλητήριο, παρά να συμφάγεις με μιά γυναίκα, και αν ακόμη είναι μητέρα σου ή αδελφή σου»!
Κοσμάς ο Αιτωλός (σελ. 25): «Αν σ’ ένα σταυροδρόμι συναντήσεις το διάβολο και μιά γυναίκα, πήγαινε προς τα εκεί που είναι ο διάβολος και όχι εκεί που είναι η γυναίκα…»!

Και επίσης, καλά θα κάνουν οι γυναίκες να μάθουν ότι μόλις το 1545 μ.Χ., στη Σύνοδο του Τρέντο η Καθολική Εκκλησία αποδέχτηκε ότι οι γυναίκες έχουν ψυχή… 

Οι φανταστικοί διωγμοί των χριστιανών «μαρτύρων»

Είναι ευρέως διάχυτη η εντύπωση σήμερα, πως οι χριστιανοί, σχεδόν αμέσως μετά την σταύρωση του Ιησού, υπέστησαν ανελέητους διωγμούς, μέσα απ” τους οποίους αναδείχθηκαν πάμπολλοι «μάρτυρες». Ως βασικά αίτια, προβάλλονται από την Εκκλησία, η πίστη τους στον Χριστό, ή άρνησή τους να προσκυνήσουν είδωλα κ.λπ.

Για πολλούς αφελείς και εύπιστους σημερινούς χριστιανούς, αυτό το «σενάριο» εξακολουθεί να αποτελεί μια εύπεπτη «αλήθεια», που τονώνει ακόμη περισσότερο το ειδικό βάρος του θρησκευτικού τους συναισθήματος. Η πραγματική ιστορία όμως, ελάχιστη σχέση έχει με την «ιστορία» που έχει εφεύρει η Εκκλησία (συνήθως μέσα από πλαστογραφίες και παραποίηση των γεγονότων)…

Είναι απορίας άξιον, πως η Εκκλησία κάνει λόγο για διωγμούς των χριστιανών, απ” τον πρώτο κιόλας αιώνα, όταν την εποχή εκείνη, ο Χριστιανισμός ως θρησκεία ήταν ασήμαντος με σχετικά λίγους οπαδούς. Αν παραβλέψουμε το παράδοξο(;) γεγονός, πως η μανία καταδιώξεως και η «μαρτυρολαγνία» είχαν αρχίσει να φουντώνουν κυρίως μετά τον 3ο με 4ο αιώνα (ένα βήμα δηλαδή πριν την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού), η απορία μεγαλώνει, αν αναλογιστεί κανείς, πως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επιδείκνυε μια παροιμιώδη ανοχή στις επιμέρους θρησκείες των υπηκόων της (λεγόταν χαρακτηριστικά, πως «πιο εύκολα συναντάς έναν θεό στη Ρώμη, παρά άνθρωπο»).

Η απάντηση στην απορία, είναι πως το πρόβλημα δεν ήταν η θρησκεία αυτή καθ” αυτή, αλλά η εν γένει συμπεριφορά των ακραίων οπαδών του Χριστιανισμού, που αντιμετωπίζονταν από τον ρωμαϊκό λαό με μεγάλη επιφύλαξη. Παρ” ότι επιζητούσαν την ανεκτικότητα για την θρησκεία τους, οι ίδιοι χλεύαζαν και ύβριζαν τους θεούς των άλλων θρησκειών, περιφρονούσαν τους ειδωλολάτρες, ενώ απουσίαζαν επιδεικτικά από την δημόσια ζωή. Σε σχέση με την αυτοκρατορία, οι περιπτώσεις για τις οποίες αντιμετώπισαν οργανωμένες διώξεις ήταν πολύ συγκεκριμένες: Περιφρονούσαν το κράτος, αρνούνταν την λατρεία τού αυτοκράτορα, πραγματοποιούσαν μυστικές νυχτερινές συναντήσεις και θεωρήθηκαν δημιουργοί ή συνένοχοι πολιτικών συνωμοσιών, και το πιο βασικό ίσως· αρνούνταν την στράτευση στον ρωμαϊκό στρατό (ή λιποτακτούσαν) και μάλιστα σε εποχές που η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε εξωτερικούς κινδύνους. Σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν εξαπολύθηκε ένα «προγκρόμ» με «αμέτρητα θύματα» όπως πιστεύεται, αλλά οι όποιοι συστηματικοί διωγμοί (που χρεώνονται κυρίως σε τρία πρόσωπα: Δέκιος, Βαλεριανός, Διοκλητιανός), εφαρμόστηκαν κυρίως σε ακραία στοιχεία του Χριστιανισμού, που θεωρούνταν απειλή για την σταθερότητα της αυτοκρατορίας.

Οι περισσότερες Πράξεις Μαρτύρων είναι πλαστογραφημένες· θεωρούνται όμως στο σύνολό τους ως ιστορικά ντοκουμέντα, πλήρους αξίας. Ολόκληρος χείμαρρος πλαστογραφιών έγινε σχετικά με τους αρχαίους διωγμούς των χριστιανών: όσο λιγότεροι πραγματικοί μάρτυρες, τόσο περισσότερες πλαστογραφημένες Πράξεις Μαρτύρων.

Αρχικά οι χριστιανοί πλαστογραφούσαν από τον 2ο αιώνα και μετά αυτοκρατορικά διατάγματα ανοχής: όπως το διάταγμα του Αντωνίνου του Ευσεβούς (γύρω στα 180). Ή μια επιστολή του Μάρκου Αυρήλιου προς τη σύγκλητο, στην οποία ο αυτοκράτορας δίνει μαρτυρία για τη διάσωση από χριστιανούς ρωμαϊκών στρατευμάτων που κινδύνευαν να πεθάνουν από τη δίψα. Οι χριστιανοί πλαστογράφησαν και μια επιστολή του τοποτηρητή Τιβεριανού προς τον Τραϊανό σχετικά με τη δήθεν αυτοκρατορική διαταγή να δοθεί τέλος στον αιματηρό διωγμό· πλαστογράφησαν ένα διάταγμα του Νέρβα το οποίο ανακαλεί τα σκληρά μέτρα του Δομιτιανού εναντίον του Αποστόλου Ιωάννη. Ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος Ευσέβιος (στηριζόμενος στον Ανατολίτη χριστιανό Ηγήσιππο, τον συγγραφέα πέντε βιβλίων με τον τίτλο «Υπομνήματα») αναφέρει μάλιστα ότι ο ίδιος ο Δομιτιανός απελευθέρωσε «το συγγενή του Κυρίου», αφού τον είχαν συλλάβει ως απόγονο του Δαβίδ, και διέταξε «να σταματήσουν το διωγμό της Εκκλησίας».

Αλλά, ενώ αρχικά οι χριστιανοί πλαστογραφούσαν ντοκουμέντα για την απαλλαγή τους από τους αυτοκράτορες, τελικά, όταν παρήλθαν οι διωγμοί τους και άρχισαν οι ίδιοι να διώκουν με πολύ χειρότερο τρόπο τους ειδωλολάτρες, πλαστογραφούσαν ντοκουμέντα για την ενοχοποίηση των ειδωλολατρών ηγεμόνων. Από τη μια πλευρά πλαστογραφούσαν δηλαδή αδιάκοπα μεγάλο αριθμό αντιχριστιανικών διαταγμάτων και εγκυκλίους αυτοκρατόρων και τοποτηρητών (ιδιαίτερα κατά τον όψιμο 3ο αιώνα), δήθεν δημόσια έγγραφα τα οποία υπάρχουν στις μη ιστορικές Πράξεις Μαρτύρων, και από την άλλη πλήθος μαρτυρίων. Αμέτρητοι είναι οι χριστιανοί οι οποίοι εμφανίζονται ως αυτόπτες μάρτυρες σε όλα τα εντελώς μυθικά πάθη ή τις εξιστορήσεις της ζωής των μαρτύρων.

Ήδη ο πρώτος δήθεν διωγμός την εποχή του Νέρωνα, ο οποίος για δύο χιλιετίες έκανε αυτόν τον αυτοκράτορα να μοιάζει με τέρας μοναδικό στο είδος του το οποίο έγδερνε χριστιανούς, δεν ήταν καν διωγμός κατά των χριστιανών, αλλά μια δίκη για εμπρησμό. Ακόμη και οι εχθρικοί προς το Νέρωνα ιστορικοί Τάκιτος και Σουητώνιος έκριναν τη δίκη ως δίκαιη και συνετή -«ο ίδιος ο χριστιανισμός δεν συζητήθηκε καθόλου», γράφει ο ευαγγελικός θεολόγος Carl Schneider. Αλλά και η «Ιστορία του Χριστιανισμού» του καθολικού θεολόγου Michel Clevenot διαπιστώνει «ότι ούτε ο Νέρων, ούτε η αστυνομία του, ούτε οι Ρωμαίοι δεν θα πρέπει να πίστευαν ότι επρόκειτο για χριστιανούς. Αυτοί κινούνται ακόμη πάρα πολύ στα σκοτεινά και είναι πολύ ολιγάριθμοι, για να αποτελούσε η εκτέλεση τους αντικείμενο του δημόσιου ενδιαφέροντος…».

Αλλά καθώς οι καθολικοί θεολόγοι δεν τα πάνε και πολύ καλά με τη λογική, ή μάλλον δεν τους επιτρέπεται να τα πηγαίνουν καλά, ο Clevenot -αφού σημειώνει πρώτα την «εντυπωσιακά» καλή μνήμη που άφησε ο αυτοκράτορας Νέρων στους Ρωμαίους- κλείνει το κεφάλαιο του σχετικά με τον εμπρησμό της Ρώμης τον Ιούλιο του 64 ως εξής: στη μνήμη των χριστιανών ζει ακόμη και σήμερα ως αιμοσταγής τρελός. Και αυτό, λέει, είναι «ίσως (!) παρ” όλα αυτά η καλύτερη απόδειξη για το ότι οι χριστιανοί πρέπει πράγματι να προσμετρηθούν στα θύματα της φοβερής σφαγής του Ιουλίου του έτους 64».

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δίκη δεν έπαιξαν κανέναν ή πολύ δευτερεύοντα ρόλο τα θρησκευτικά κίνητρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιχειρήσεις του Νέρωνα περιορίστηκαν στους χριστιανούς της Ρώμης. Ναι μεν πλαστογράφησαν αργότερα έγγραφα, τα οποία τοποθετούν μαρτύρια και αλλού, στην Ιταλία και στη Γαλατία, αλλά, γράφει ο καθολικός θεολόγος Ehrhard, «όλες αυτές οι Πράξεις Μαρτύρων δεν έχουν ιστορική αξία».

Η ανοχή των Ρωμαίων ήταν συνήθως μεγάλη από θρησκευτικής άποψης. Ανοχή έδειξαν ακόμη και στους Ιουδαίους, τους διασφάλισαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία, ακόμη και μετά τον ιουδαϊκό πόλεμο δεν απαίτησαν να λατρεύουν τους θεούς του κράτους και τους απάλλαξαν και από τις υποχρεωτικές θυσίες υπέρ του αυτοκράτορα. Έως και τις αρχές του 3ου αιώνα το μίσος εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι συμπεριφέρονταν σαν να ήταν μοναδικοί, οι οποίοι παρ” όλη την ταπεινοφροσύνη(!) αισθάνονταν ως κάτι εντελώς ιδιαίτερο, ως «Ισραήλ του Θεού», «γένος των εκλεκτών», «ιερός λαός», ως «το χρυσό τμήμα», εκπορευόταν κυρίως από το λαό. Οι αυτοκράτορες θεωρούσαν τον εαυτό τους απέναντι στην περίεργη σέκτα των ασήμαντων ανθρώπων πάρα πολύ ισχυρό για να επέμβουν σοβαρά. «Όσο μπορούσαν απέφευγαν» τις δίκες χριστιανών (Eduard Schwartz). Για δύο ολόκληρους αιώνες γενικά δεν «διώκανε» τους χριστιανούς. Ο αυτοκράτορας Κόμμοδος είχε χριστιανή μετρέσα. Και στη Νικομήδεια το κτίριο της κύριας εκκλησίας των χριστιανών βρισκόταν απέναντι από τα ανάκτορα του Διοκλητιανού. Και κατά τη διάρκεια του ειρότερου πογκρόμ εναντίον των χριστιανών ο καθηγητής ρητορικής του αυτοκράτορα, ο εκκλησιαστικός πατέρας Λακτάντιος, παρέμεινε εντελώς ανέπαφος στο στενότατο περιβάλλον του ηγεμόνα. Ο Λακτάντιος δεν δικάστηκε ούτε κλείστηκε στα μπουντρούμια. Σχεδόν όλοι γνώριζαν τους χριστιανούς, αλλά δεν ήθελαν να λερώσουν τα χέρια τους με τη δίωξη τους. Αν όμως ήταν καμιά φορά αναγκαίο, επειδή οι μάζες των ειδωλολατρών μαίνονταν, οι υπάλληλοι έκαναν τα πάντα, για να μπορέσουν να απελευθερώσουν πάλι όσους είχαν συλλάβει. Οι χριστιανοί έπρεπε μόνο να εγκαταλείψουν την πίστη τους -και την εγκατέλειπαν κατά μάζες, αυτό ήταν παντού ο κανόνας- και κανείς δεν τους ενοχλούσε πλέον. Κατά τον πιο αυστηρό διωγμό ακόμη, εκείνον του Διοκλητιανού, το κράτος επέμενε μόνο στην εκτέλεση της υποχρεωτικής θυσίας η οποία επιβαλλόταν από το νόμο για κάθε πολίτη. Μόνο η άρνηση της τιμωρούταν, σε καμία περίπτωση η εξάσκηση της χριστιανικής θρησκείας. Γιατί οι εκκλησίες ακόμη και στους διωγμούς του Διοκλητιανού μπορούσαν να έχουν περιουσία.

Για γενικό και συστηματικό διωγμό των χριστιανών μπορούμε να μιλάμε μόνο την εποχή του αυτοκράτορα Δέκιου το έτος 250. Ως πρώτο θύμα διωγμού πέθανε τότε ο Ρωμαίος επίσκοπος Φαβιανός -και πέθανε στη φυλακή· δεν είχε εκδοθεί θανατική ποινή εναντίον του. Έως τότε όμως η αρχαία Εκκλησία παρουσίαζε ήδη έντεκα από δεκαεπτά Ρωμαίους επισκόπους ως «μάρτυρες », αν και ούτε ένας τους δεν ήταν μάρτυρας! Και να σκεφτεί κανείς ότι ήδη διακόσια χρόνια ζούσαν δίπλα-δίπλα με τους αυτοκράτορες. Και παρ” όλα αυτά ακόμη και στα μέσα του 20ού αιώνα ψεύδονται από καθολικής πλευράς -με τυπογραφική άδεια της Εκκλησίας (και αφιέρωση: «Στην Αγία Θεομήτορα»)- ότι «οι περισσότεροι πάπες πεθαίνουν εκείνη την εποχή ως μάρτυρες» (Ruger).

Ο πάπας Κορνήλιος, ο οποίος απεβίωσε ειρηνικά στη Σιβιταβέκια, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές Πράξεις Μαρτύρων αποκεφαλίζεται. Το ίδιο πλαστές είναι οι Πράξεις οι οποίες καθιστούν το Ρωμαίο επίσκοπο Στέφανο Α” (254-257) θύμα των διωγμών του Βαλεριανού. Ο άγιος πάπας Ευτυχιανός (275-283) λέγεται μάλιστα ότι έθαψε «με τα ίδια του τα χέρια» 342 μάρτυρες, προτού τους συναντήσει ο ίδιος. Την αποστασία πολλών παπών κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα προσπάθησαν να καλύψουν παρομοίως με πλαστογραφίες Πράξεων. To Liber pontificalis, ο επίσημος κατάλογος των παπών, βάζει το Ρωμαίο επίσκοπο Μαρκελλίνο (296-304), ο οποίος έκανε θυσίες στους θεούς και παρέδωσε στον εχθρό τα «ιερά» βιβλία, να μετανοεί αμέσως και να υφίσταται μαρτυρικό θάνατο, πράγμα που δεν είναι παρά πλαστογραφία. Στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ο ένας πάπας μετά τον άλλο κερδίζει το στέφανο του μάρτυρα -σχεδόν όλα είναι ψέματα και απάτη (χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η λατρεία των μαρτύρων εμφανίστηκε γενικά κατά τα τέλη του 3ου αιώνα).

Ειδικά οι επίσκοποι -ο μαρτυρικός θάνατος των οποίων θεωρείτο ως «κάτι το ανώτερο» σε σχέση με εκείνον των απλών χριστιανών, αφού ακόμη και στον άλλο κόσμο καταλαμβάνουν υψηλότερη θέση στην ιεραρχία-, ειδικά οι επίσκοποι σπάνια γίνονταν μάρτυρες. Κατά σωρούς το έβαζαν στα πόδια, πολλές φορές διέφευγαν από χώρα σε χώρα, έφταναν μάλιστα μέχρι τα πέρατα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, φυσικά με ειδική εντολή του Θεού και χωρίς να ξεχνάνε να στέλνουν από την ασφαλή κρυψώνα τους εμψυχωτικές επιστολές σε φυλακισμένους πιστούς κατώτερου βαθμού. Στην αρχαία Εκκλησία αυτό ήταν τόσο γνωστό, ώστε ακόμη και στις πολυάριθμες πλαστογραφημένες ιστορίες μαρτύρων μόνο λίγοι επίσκοποι φιγουράρουν ως μάρτυρες! (με το ξέσπασμα του τοπικού πογκρόμ, ο πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Διονύσιος ήταν σε τέτοια βιασύνη που έφυγε καβάλα σε ασέλωτο ζώο -δικαίως φέρει την προσωνυμία «Μέγας»).

Σχεδόν όλοι οι «άγιοι» των πρώτων αιώνων ανακηρύχτηκαν εκ των υστέρων σε «μάρτυρες», «ακόμη και αν είχαν πεθάνει ειρηνικά. Κάθε ένδοξο πρόσωπο της προκωνσταντίνειας εποχής έπρεπε, βλέπετε, να έχει υποστεί μαρτυρικό θάνατο» (Kotting). Κι όμως «λίγες μόνο» των αποκαλούμενων Acta Martyrum (Πράξεων Μαρτύρων) είναι «γνήσιες και βασίζονται σε γνήσιο αποδεικτικό υλικό» (Syme). Και κυρίως από τον 4ο αιώνα και μετά άρχισαν οι καθολικοί χριστιανοί να «καθαρίζουν» Πράξεις και ιστορίες μαρτύρων που τους φαίνονταν πλαστογραφημένες από «αιρετικούς», κατασκευάζοντας δικές τους πλαστογραφίες. Αναγνώριζαν μεν τα αναφερόμενα θαύματα των Αποστόλων, απέρριπταν όμως τις «ψευδείς διδασκαλίες» οι οποίες υπήρχαν επίσης εκεί. Έτσι αντέδρασαν ορθόδοξοι πλαστογράφοι όπως ο Ψευδο-Μελίτων, ο Ψευδο-Ιερώνυμος, ο Ψευδο-Αβδίας με δικές τους πλαστογραφίες.

Οι χριστιανικές «Πράξεις Μαρτύρων» δε σταματούν μπροστά σε καμία υπερβολή, καμία αναλήθεια, κανένα «κιτς». Καθώς η Εκκλησία δεν έκανε χρήση του μαρτυρίου της συζύγου του κορυφαίου Αποστόλου και πρώτου πάπα, του Αγίου Πέτρου, για το οποίο παραδίδει στοιχεία κάποιος εκκλησιαστικός Πατέρας, πρώτη γυναίκα μάρτυρας θεωρείται η αγία Θέκλα, αν και λέγεται ότι σώθηκε από κάποιο θαύμα. Όπως αποδεικνύουν οι «Πράξεις Παύλου και Θέκλας» οι οποίες πλαστογραφήθηκαν από έναν «ορθόδοξο») και έκτοτε διαπλάθουν την ηθική ολόκληρης της χριστιανικής υφηλίου, τα βασανιστήρια ήταν τόσο φριχτά, ώστε να αναρωτιόμαστε ποιος εξακολουθεί να πιστεύει σήμερα αυτά τα πράγματα, ακόμη και ανάμεσα στους πιστούς. Αλλά οι μεγαλύτεροι εκκλησιαστικοί Διδάσκαλοι, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Αμβρόσιος, ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος και άλλοι, τα εξιστόρησαν και τα δόξασαν.

Όμορφη κόρη ενός πλούσιου «ιερέα των ειδώλων» από το Ικόνιο, ανοίγει την καρδιά της στον Θεό με το κήρυγμα του Αγίου Παύλου περί εγκράτειας. Τη φανατίζει υπέρ της αγνότητας, έτσι ώστε εκείνη δεν δίνεται στον αρραβωνιαστικό της Θάμυρη, αλλά, αντί αυτού, το σκάει ντυμένη με αντρικά ρούχα με τον Άγιο Απόστολο των εθνών. Αφού τη φέρνουν πίσω, ο γαμπρός και ολόκληρη η ειδωλολατρική οικογένεια προσφέρουν τα πάντα για την επανάκτηση της χριστιανής νύφης του Θεού. αλλά μάταια. Ο Παύλος μαστιγώνεται, διώκεται, η Θέκλα καταδίδεται ως χριστιανή από τον γαμπρό και την ίδια της τη μητέρα, ρίχνεται ολόγυμνη σε λεοπαρδάλεις, λιοντάρια, τίγρεις που βρυχώνται τρομακτικά. Αλλά τα θηρία ξαπλώνουν σαν αρνιά στα πόδια της και τη γλείφουν με μεγάλη αγάπη. «Τέτοια θαυμαστή μαγεία καλύπτει την παρθενία της», εκθειάζει ο εκκλησιαστικός διδάσκαλος Αμβρόσιος, «ώστε ακόμη και τα λιοντάρια τής καταθέτουν το θαυμασμό τους: αν και ήταν πεινασμένα, δεν τα παρέσυρε το φαγητό· αν και ήταν εξερεθισμένα, δεν τα παρέσυρε η βία· αν και τα κέντριζαν, ο θυμός τους δεν φούντωνε· αν και ήταν συνηθισμένα, η συνήθεια δεν τα πτοούσε· αν και άγρια, η φύση δεν τα εξουσίαζε πλέον. Έγιναν διδάσκαλοι της ευσέβειας, τιμώντας τη μάρτυρα, όπως και διδάσκαλοι της αγνότητας, αφού γεύονταν μόνο τα πέλματα της παρθένου, με τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα, σαν από ντροπή, ώστε τίποτα το αρσενικό, ακόμη κι αν ήταν ζωώδες, να μην κοιτάξει τη γυμνή παρθένο». Θεούλη μου, Θεούλη μου!

Τώρα η μνηστή του Θεού πηγαίνει στην πυρά στη Ρώμη. Αλλά ανάμεσα στις πυρωμένες φλόγες μένει αλώβητη. Καταλήγει σε ένα λάκκο με φίδια, όπου όμως οι απεχθείς οχιές, προτού προλάβουν να γλείψουν πάλι τρυφερά τη Θέκλα, κεραυνοβολούνται από αίθριο ουρανό. Και αργότερα αποφεύγει όλες τις παγίδες του Σατανά. Μια φορά ρίχνεται σε μια δεξαμενή γεμάτη θαλάσσιους ελέφαντες με την κραυγή: «Στο όνομα του Ιησού Χριστού δέχομαι την τελευταία ημέρα τη βάπτιση». Αλλά τελικά δεν είναι το τέλος της. Ένας άλλος κεραυνός σκοτώνει τους θαλάσσιους ελέφαντες, και απελευθερώνεται με θαυμαστό τρόπο από δύο ταύρους στους οποίους τη δένουν. Ο γαμπρός πεθαίνει, εκείνη συνοδεύει τον Άγιο Παύλο και σε πολλά άλλα αποστολικά ταξίδια, συγκεντρώνει γύρω της και άλλες ευσεβείς παρθένες και κηρύττει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Και έζησε αυτή καλά, και εμείς καλύτερα.

Τέλεια γνώστρια όμως γίνεται η καθολική ιστορία των μαρτυρικών θανάτων με το μαρτύριο του Πολύκαρπου, του οποίου γνωρίζουν ακόμη και την ώρα του θανάτου -σχεδόν μοναδικό φαινόμενο στην πρώιμη χριστιανική λογοτεχνία. Η ημερομηνία όμως είναι άγνωστη· δεν γνωρίζουμε καν αν συνέβη επί Μάρκου Αυρήλιου ή επί Αντωνίνου του Ευσεβούς. Σε αυτή την αρχαιότατη έκθεση αυτόπτη μάρτυρα σχετικά με το μαρτυρικό θάνατο χριστιανού, ένα κείμενο στο οποίο έχουν παρεμβάλει από την αρχή μέχρι το τέλος πλαστά κομμάτια, στο οποίο υπάρχουν επιμέλειες και επεμβάσεις, προσθήκες πριν και μετά τον Ευσέβιο, όπως και ένα μη γνήσιο παράρτημα, ο άγιος επίσκοπος γνωρίζει εκ των προτέρων τον τρόπο με τον οποίο θα πεθάνει. Μπαίνοντας στην αρένα, τον ενθαρρύνει μια ουράνια φωνή: «Πολύκαρπε βάστα γερά!». Δεν καίγεται στην πυρά, για την οποία έφερναν ξύλα «ιδιαίτερα οι Ιουδαίοι», μάταια λαμπαδιάζουν οι φλόγες. Έτσι ο δήμιος αναγκάζεται να του καταφέρει το θανατηφόρο χτύπημα, οπότε το αίμα του σβήνει τη φωτιά και από την πληγή βγαίνει ένα περιστέρι που πετάει προς τον ουρανό…

Αυτές οι Πράξεις «γράφονταν», λοιπόν, μόνο «αργά και κομμάτι-κομμάτι» (Kraft). Και τον 20ό αιώνα ακόμη ακτινοβολεί στο καθολικό «Θεολογικό και Εκκλησιαστικό Λεξικό» αυτή η ιστορία ως «η πολυτιμότερη μαρτυρία για τη λατρεία αγίων και λειψάνων από τους καθολικούς». Σήμερα ακόμη ο γενναιόψυχος μάρτυρας (ο οποίος παρεμπιπτόντως, όπως αρμόζει σε επίσκοπο, το είχε σκάσει προηγουμένως πολλές φορές, και είχε αλλάξει πολλά κρησφύγετα) εορτάζεται ως άγιος: από τη Βυζαντινή και Συριακή Εκκλησία στις 23 Φεβρουαρίου, από τους μελχίτες στις 25 Ιανουαρίου, από τους καθολικούς στις 26 και ακόμη παίζει το ρόλο του «προστάτη εναντίον της ωτίτιδας».

Ας ρίξουμε μια ματιά, επί παραδείγματι, στις «Πράξεις Περσών Μαρτύρων». Εδώ οι χριστιανοί τρέχουν κατά πλήθη να εκτελεστούν, «ψέλνοντας πανηγυρικά τους ψαλμούς του Δαβίδ». Και δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να γελάνε, καθώς ο δήμιος ακονίζει ήδη το σπαθί. Εδώ τους σπάνε όλα τα δόντια και τους τσακίζουν όλα τα κόκκαλα. Αγοράζουν ειδικά γι” αυτό το λόγο καινούρια μαστίγια, για να τους λιώσουν. Τους χτυπάνε και τους σακατεύουν. Τους διαμελίζουν, τους γδέρνουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τους κόβουν αργά από τη μέση του σβέρκου έως το κρανίο, τους κόβουν τις μύτες και τα αφτιά, τους μπήγουν πυρωμένα καρφιά στα μάτια, τους πετροβολούν, τους κόβουν φέτες με πριόνια, τους αφήνουν να πεθάνουν της πείνας μέχρι που το δέρμα ξεκολλάει και πέφτει από τα κόκκαλα. Μία φορά φέρνουν και 16 ελέφαντες για να ποδοπατήσουν τους ήρωες… Αλλά ό,τι κι αν τους κάνουν, εκείνοι υπομένουν σχεδόν τα πάντα εκπληκτικά για πολύ ώρα και ευδιάθετοι, που λέει ο λόγος μέσα στην καλή χαρά. Αφού τους έχουν κάνει κομμάτια, όλο αίμα και πύο, εκείνοι βγάζουν τους πιο εμψυχωτικούς λόγους: Ουρλιάζουν: «Η καρδιά μου αγαλλιάζει στον Κύριο και χαίρεται στη σωτηρία του». Ή ομολογούν: «Αυτός ο πόνος αναζωογονεί».

Ο μάρτυρας Ιάκωβος, ο εκμελισθείς (διαμελισμένος), αφού του έχουν αφαιρέσει ήδη τα δέκα δάχτυλα των χεριών και τρία των ποδιών, γελώντας, κάνει βαθυστόχαστες παρομοιώσεις: «Ακολούθησε κι εσύ, τρίτο δάχτυλο του ποδιού μου, τους συντρόφους σου και μη σε νοιάζει. Γιατί, όπως το σιτάρι που πέφτει στη γη και την άνοιξη βγάζει τους συντρόφους του, έτσι κι εσύ θα ενωθείς με τους δικούς σου αυτοστιγμεί την ημέρα της Ανάστασης». Ωραία δεν τα είπε; Αφού του κόβουν το πέμπτο δάχτυλο του ποδιού, φωνάζει όμως και ζητάει εκδίκηση: «Δίκασε, ω Θεέ, τη δίκη μου, και εκδικήσου την εκδίκησή μου στον ανελέητο λαό».

Γενικά αυτοί οι άγιοι γίνονται συχνά δύστροποι και βρίζουν τους τελείως άθεους βέβαια βασανιστές ή δικαστές τους σύμφωνα με όλους τους κανόνες της θρησκείας και της αγάπης· τους υπόσχονται ότι «θα τρίζουν τα δόντια τους στους αιώνες των αιώνων», τους αποκαλούν «ακάθαρτους, βρόμικους, αιμοσταγείς», «κακά κοράκια που κάθονται επί πτωμάτων», «μαγικά φίδια που διψάνε να δαγκώσουν», «πράσινους» από μίσος «σαν κακιές οχιές», λάγνους άντρες που κυλιούνται «με γύναια στις κρεβατοκάμαρες», «ακάθαρτους σκύλους». Ο άγιος Αιθέριος (Aitillaha) απευθύνεται στο δήμιο του χαρακτηρίζοντάς τον: «Πράγματι, είσαι άλογο ζώο». Και ο άγιος Ιωσήφ ούτε που σκέφτεται να αγαπήσει τον εχθρό του, να του στρέψει και το άλλο μάγουλο, όχι· εύστοχα γράφουν: «Ο Ιωσήφ μάζεψε σάλιο στο στόμα του, τον έφτυσε, γεμίζοντας με το σάλιο του όλο του το πρόσωπο και είπε: «Βρε ακάθαρτε και μιαρέ, δεν ντρέπεσαι;… »».

Αφού κόβουν ένα-ένα όλα τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του μάρτυρα Ιάκωβου, κάθε φορά συνοδευόμενοι είτε από έναν ευγενή είτε και από ένα φαρμακερό λόγο εναντίον των «σαρκοβόρων λύκων», η πίστη του γίνεται όλο και πιο σταθερή και ζητάει περισσότερα βασανιστήρια. «Τι καθόσαστε και τεμπελιάζετε;» φωνάζει ανυπόμονος. «Ας μη φείδονται οι οφθαλμοί σας. Διότι η καρδιά μου αγαλλιάζει στον Κύριο και η ψυχή μου υψώθηκε σε εκείνον ο οποίος αγαπά τους ταπεινούς». Και έτσι οι δήμιοι μετά από τα δέκα δάχτυλα των ποδιών και τα δέκα των χεριών, συνεχίζουν τρίζοντας τα δόντια, να του κόβουν και άλλα μέλη, εντελώς συστηματικά, και κάθε μέλος που πέφτει καταγής ο άγιος το σχολιάζει πάλι με ένα ευσεβές ρητό. Μετά την απώλεια του δεξιού πέλματος λέει: «Κάθε μέλος που μου κόβετε, δίνεται θυσία στον επουράνιο βασιλέα». Του έκοψαν το αριστερό πέλμα και εκείνος είπε: «Εισάκουσε με, ω Κύριε, διότι εσύ είσαι αγαθός και μεγάλη είναι η καλοσύνη σου προς όλους όσοι σε καλούν». Του έκοψαν το δεξί χέρι και εκείνος φώναξε: «Η χάρη του Θεού ήταν μεγάλη επάνω μου· ελευθέρωσε την ψυχή μου». Του έκοψαν το αριστερό χέρι και εκείνος είπε: «Κοίτα, στους νεκρούς κάνεις θαύματα». Προχώρησαν και του έκοψαν τον δεξί μπράτσο και εκείνος είπε πάλι: «Θα υμνώ τον Κύριο, όσο ζω και θα δοξάζω το Θεό μου, όσο υπάρχω. Ας του αρέσει ο ύμνος μου· εγώ θα χαρώ στον Κύριο».

Οι κακοί ειδωλολάτρες κόβουν και το αριστερό μπράτσο, βγάζουν τον δεξή μηρό από την κλείδωση του γόνατος… και τέλος «ο ένδοξος» κείτεται ξαπλωμένος πλέον μόνο με «κεφάλι, στήθος και κοιλιά», σκέφτεται λίγο την κατάσταση και ανοίγει «πάλι το στόμα», για να απαριθμήσει επακριβώς σε μια μικρή ομιλία προς τον Θεό όλα όσα έχασε ήδη για χάρη του -πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι αρκετά γενναίο σε αυτή την περιορισμένη κατάσταση: «Κύριε και Θεέ, ευσπλαχνικέ και ελεήμονα, σε παρακαλώ εισάκουσε την προσευχή μου και αποδέξου τις ικεσίες μου. Κείτομαι εδώ, αφού μου έχουν αφαιρέσει τα μέλη· ο μισός κείτομαι εδώ και σιωπώ. Δεν έχω, Κύριε, δάχτυλα, για να σε ικετέψω · ούτε μου άφησαν οι διώκτες χέρια, για να τα απλώσω σ” εσένα. Τα πόδια μού τα έκοψαν τα γόνατα τα έλυσαν τα μπράτσα μού τα έβγαλαν τους μηρούς τούς έκοψαν. Τώρα κείμαι ενώπιον Σου σαν διαλυμένο σπίτι, από το οποίο έχει μείνει μόνο ένα κομμάτι στέγης. Σε ικετεύω, Κύριε και Θεέ…» κ.λπ. κ.λπ.

Και το βράδυ, ως συνήθως, οι χριστιανοί έκλεψαν το πτώμα ή μάλλον «περισυνέλεξαν και τα είκοσι οχτώ κομμένα μέλη» μαζί με το υπόλοιπο σώμα -και τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό, «έγλυψε το αίμα από το αχυρόστρωμα… έως ότου τα μέλη του αγίου κοκκίνισαν και έγιναν σαν ώριμο τριαντάφυλλο». Σύμφωνα με τέτοια υποδείγματα μπορούσαν να βάζουν πολλούς χριστιανούς ήρωες να πεθαίνουν.

Ας συγκρίνουμε με το μαρτύριο του μάρτυρα Ιακώβου στην Περσία εκείνο του αγίου Αρκαδίου στη Βόρεια Αφρική (ο οποίος ακτινοβολεί επίσης στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο), και του οποίου τη μνήμη η Καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει ακόμη και σήμερα στις 12 Ιανουαρίου. Όπως ο άγιος Ιάκωβος έτσι και ο Άγιος Αρκάδιος είναι ήρωας και χριστιανός από την κορυφή έως τα νύχια, επομένως τίποτα δεν μπορεί να τον ταράξει. Όταν τελικά ο λυσσασμένος τοποτηρητής τού δείχνει τα εργαλεία των βασανιστηρίων, εκείνος χλευάζει μόνο: «Θα διατάξεις να γδυθώ;». Αλλά και την απόφαση του δικαστηρίου να του κόψουν ένα-ένα τα μέλη του σώματός του, αργά-αργά, την ακούει «με εύθυμη διάθεση». «Τώρα όρμησαν οι δήμιοι επάνω του και του έκοψαν τις κλειδώσεις των δαχτύλων, των βραχιόνων και των ώμων, και κομμάτιασαν τα δάχτυλα των ποδιών, τα πέλματα και τους μηρούς. Ο μάρτυρας πρότεινε πρόθυμα το ένα μέλος μετά το άλλο… Κολυμπώντας στο αίμα του προσευχόταν δυνατά: « Κύριε και Θεέ μου, όλα αυτά τα μέλη εσύ μου τα έδωσες, κι εγώ τώρα στα επιστρέφω ως θυσία… »» κ.λπ. Και όλοι οι παρευρισκόμενοι πλέουν στα δάκρυα, όπως ο άγιος στο αίμα. Ακόμη και οι δήμιοι καταριούνται την ημέρα που γεννήθηκαν. Μόνο ο κακός ειδωλολάτρης τοποτηρητής μένει ασυγκίνητος. «Όταν είχαν κόψει όλα τα άκρα του άγιου ομολογητή, εκείνος παρακαλούσε να του κόψουν με ένα στομωμένο τσεκούρι και τα μεγαλύτερα, έτσι ώστε να απομείνει πλέον μόνο ο κορμός. Και τότε ο άγιος Αρκάδιος, ο οποίος ζούσε ακόμη(!), θυσίασε τα σκορπισμένα μέλη του στο Θεό και φώναξε: « Ευτυχή μέλη! »». Και ύστερα -όλα αυτά, όπως αναφέραμε «μόνο με τον κορμό»- ακολουθεί και ένα φλογερό θρησκευτικό κήρυγμα προς τους ειδωλολάτρες…

Και τον 20ό αιώνα η καθολική μέριμνα -πολλές φορές με άδεια της ηγεσίας- για τη σωτηρία της ψυχής βγάζει το «δίδαγμα» από αυτό το φρικιαστικό κιτς με τα λόγια του αγίου Αρκαδίου: «Το να πεθαίνεις για Εκείνον, σημαίνει ζωή. Το να υποφέρεις για Εκείνον, είναι η μεγαλύτερη χαρά! Υπόμεινε, χριστιανέ, τα πάθη και τα δεινά αυτής της ζωής και μην αφήσεις τίποτα να σε απομακρύνει από την υπηρεσία του Θεού. Ο ουρανός αξίζει τα πάντα».

Για όσους το μαρτύριο του μάρτυρα Ιάκωβου δεν είναι αρκετά θαυμαστό, συμβαίνουν φυσικά (ή υπερφυσικά) και άλλα μεγαλειώδη πράγματα.. Κάποιος χριστιανός ο οποίος παίρνει τη διαταγή και επιχειρεί να σκοτώσει έναν χριστιανό, τον σηκώνει η «δύναμη του Θεού» δύο φορές και τον συντρίβει σχεδόν στη γη· τρεις ώρες κείτεται σαν νεκρός. Στον μακάριο Ναρσή δεν μπόρεσαν να κόψουν την κεφαλή, τη γενναία, ούτε με δεκαοχτώ σπαθιά, ύστερα τα κατάφερε ένα μαχαίρι. Και στον τόπο που πεθαίνουν αυτοί οι ήρωες, καθώς βέβαια πρέπει να πεθάνουν κάποτε, «ανεβοκατεβαίνουν συχνά τη νύχτα… στρατιές αγγέλων…» Κάποτε μάλιστα, χωρίς καμία αμφιβολία, είδαν ακόμη και ειδωλολάτρες βοσκοί ότι «για τρεις νύχτες στρατιές αγγέλων ανεβοκατέβαιναν» πάνω από «τον τόπο της δολοφονίας των αγίων και υμνούσαν τον Θεό».

Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εδώ δεν πρόκειται για χριστιανικούς θρύλους, αλλά, βλέπετε, για πράξεις, για ιστορικές αναφορές· ότι εκτός αυτού τα ίδια τα ντοκουμέντα τονίζουν ακόμη μια φορά την «ορθή καταγραφή»· ότι αναφέρουν: «Ακούσαμε την ακριβή ιστορία εκείνων οι οποίοι υπήρξαν πριν από εμάς, από το στόμα γέρων, φιλαληθών και αξιόπιστων επισκόπων και ιερέων. Διότι αυτοί τους είδαν με τα μάτια τους και έζησαν στις ημέρες τους».

Εννοείται ότι οι χριστιανοί ομολογούν με το αίμα τους την πίστη τους σε όλο και μεγαλύτερα πλήθη, ότι πεθαίνουν σε τόσες ποσότητες και με τόσο ηρωικό τρόπο, ώστε οι δήμιοι κουράζονται από το πολύ σφάξιμο. Κάποτε πεθαίνουν μαζί με τον επίσκοπό τους, δεκαέξι, ύστερα εκατόν είκοσι οχτώ μάρτυρες, ύστερα εκατόν έντεκα άντρες και εννέα γυναίκες, ύστερα διακόσιοι εβδομήντα πέντε, ύστερα οχτώ χιλιάδες εννιακόσιοι σαράντα, ύστερα δεν μπορούν πλέον να μετρηθούν, μια και «ο αριθμός τους υπερβαίνει τις πολλές χιλιάδες».

Στην πραγματικότητα υπήρχαν πολύ, μα πάρα πολύ λιγότεροι χριστιανοί μάρτυρες από όσους παρουσίαζαν στον κόσμο για αιώνες ολόκληρους. Κάποιοι πραγματικοί, εξαφανίστηκαν επιπλέον χωρίς ίχνος, η στάχτη τους πετάχτηκε στα ποτάμια, σκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους. Υπήρχαν μεγάλες περιοχές φτωχές ή κενές μαρτύρων. Και, όταν άρχισαν να κλείνουν τα άγια λείψανα στα ιερά, οι άνθρωποι πήγαιναν συχνά προσκυνητές διανύοντας μακρινές αποστάσεις και επιχειρούσαν επίπονες ανακομιδές, ό,τι και αν ανακόμιζαν στην πραγματικότητα. Λείψανα γνωστών μαρτύρων πουλιόντουσαν ακριβά, υπήρχε μεγάλη ζήτηση και για μεγάλες ποσότητες, για κομμάτια πολλών μαρτύρων, είτε γνώριζαν το όνομα τους είτε όχι.

Όλο και πιο δημοφιλείς γίνονταν γι” αυτό λόγο οι ομαδικοί μάρτυρες: οι 18 της Σαραγόσας, οι 40 της Σεβαστής, όλοι τους «σκλάβοι του πολέμου», οι 70 σύντροφοι του αγίου μοναχού Αναστάσιου τους οποίους έπνιξαν στο ποτάμι, οι 99 εκτελεσθέντες με τον άγιο Νίκωνα της Καισαρείας της Παλαιστίνης, οι 128 οι οποίοι πέθαναν με τον άγιο επίσκοπο Σαδώθ την εποχή του Πέρση βασιλέα Σαπώρ· οι περίπου δύο ντουζίνες επίσκοποι και 250 κληρικοί οι οποίοι κέρδισαν τον μαρτυρικό θάνατο επίσης στην Περσία, οι 200 άντρες και 70 γυναίκες οι οποίοι διεκπεραίωσαν ηρωικά τα μαρτύρια τους την εποχή του Διοκλητιανού στη νήσο Παλμαρία, οι 300 αυτόχειρες τους οποίους επινόησε ο Προυδέντιος (ο χριστιανός ποιητής που θαυμαζόταν και διαβαζόταν το Μεσαίωνα περισσότερο από όλους) και οι οποίοι, για να μην αναγκαστούν να θυσιάσουν στους θεούς, έπεσαν δήθεν μέσα σε ένα λάκκο με καυτό ασβέστη την εποχή του Βαλεριανού, -κι άλλες ψεύτικες ιστορίες- οι 1.525 οσιομάρτυρες στην Ούμπρια, η θηβαϊκή Λεγεώνα, σχεδόν 6.600 άνθρωποι οι οποίοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο δήθεν στην Ελβετία (πιθανώς πλέον πολύ περισσότεροι από όλους τους χριστιανούς· μάρτυρες που υπήρχαν την αρχαιότητα), οι πολλές χιλιάδες μάρτυρες τους οποίους ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός διέταξε να κάψουν ζωντανούς σε μια εκκλησία στη Νικομήδεια, καθώς όλοι αρνήθηκαν τη «θυσία στα είδωλα» -ειδικά «την αγία ημέρα των Χριστουγέννων» και κατά την «Θεία Λειτουργία…» (Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο), εκτός αυτών οι 10.000 χριστιανοί που σταυρώθηκαν στο όρος Αραράτ ή οι 24.000 συνοδοιπόροι του αγίου Πάππου οι οποίοι την εποχή του Λικίνιου χύνουν το αίμα τους για τον Χριστό στην Αντιόχεια, μέσα σε πέντε ημέρες σε ένα και μοναδικό βράχο. Πολύ συχνά δεν αναφέρουν καν αριθμό, αλλά βάζουν να πεθαίνει «αμέτρητο πλήθος πιστών», μιλάνε για «αμέτρητους» μάρτυρες, ισχυρίζονται εντελώς στερεότυπα μόνο το θάνατο «πάρα πολλών ιερομαρτύρων», ή υπερηφανεύονται επίσης για το γεγονός ότι «σχεδόν ολόκληρο το ποίμνιο» ακολούθησε τον επίσκοπό του στον θάνατο, ή αναφέρουν «τα πάθη πάρα πολλών αγίων γυναικών, οι οποίες… για χάρη της χριστιανικής πίστης βασανίστηκαν και θανατώθηκαν με τον πιο επώδυνο τρόπο» (Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ή «Κατάλογος όλων εκείνων των χριστιανών πιστών οι οποίοι στέφθηκαν με αγιότητα και μαρτυρικό θάνατο, των οποίων τη ζωή, τη δράση και τον ηρωικό θάνατο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συνέλεξε, έλεγξε και κατέγραψε και φύλαξε εις αιώνια πανηγυρική μνήμη εκείνων. Με συνημμένη σύντομη περιγραφή των σημαντικότερων στιγμών της ζωής τους, αφορμή του προσηλυτισμού τους, της δράσης τους και του επώδυνου θανάτου τους».) Όπως καταλαβαίνουμε ήταν συχνός ο χαρακτηρισμός των λειψάνων με τη διατύπωση: «Των οποίων το όνομα γνωρίζει ο Θεός».

Γεγονός είναι ότι ο αριθμός όλων των χριστιανών μαρτύρων των τριών πρώτων αιώνων μπόρεσε να υπολογιστεί κατ” εκτίμηση στους 1.500 (σίγουρα ένας προβληματικός αριθμός)· ότι από τα αναφερόμενα 250 ελληνικά μαρτύρια σε, όπως και να το κάνουμε, 250 χρόνια, μόνο περίπου 20 αποδείχθηκαν ιστορικά· ότι γενικά γραπτές πηγές έχουμε μόνο για μερικές δωδεκάδες μαρτύρων ότι και ο Ωριγένης, ο μεγαλύτερος θεολόγος της προκωνσταντίνειας εποχής, τόσο σεβαστός για πολλά πράγματα, χαρακτηρίζει τον αριθμό των χριστιανών μαρτύρων «μικρό και εύκολο να μετρηθεί». Παρ” όλα αυτά το 1959 ακόμη ο καθολικός θεολόγος Stockmeier γράφει: «Τρεις ολόκληρους αιώνες τούς κυνηγούσαν μέχρι θανάτου…»· και παρομοίως στα μέσα του 20ού αιώνα ακόμη γράφει και ο Ιησουίτης Hertling: «Θα πρέπει να υποθέσουμε σίγουρα έναν εξαψήφιο αριθμό». Θα πρέπει; Γιατί; Μας απαντάει ο ίδιος: «Ο ιστορικός ο οποίος εξετάζει τις πηγές με κριτικό πνεύμα και θέλει να παρουσιάσει τα πράγματα όπως ήταν, διατρέχει διαρκώς κίνδυνο να τραυματίσει ευσεβή αισθήματα. Μόνο και μόνο όποιος βγάλει το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξαν εκατομμύρια μάρτυρες…».

Η Εκκλησία όμως δεν υπερέβαλε εγκληματικά μόνο στον αριθμό των μαρτυρίων, αλλά και στην παρουσίασή τους. Στα μέσα του 20ού αιώνα ακόμη ο καθολικός Johannes Schuck υπερηφανεύεται (με διπλή τυπογραφική άδεια της Εκκλησίας) λες και συνεχίζει την ευσεβιανή εκκλησιαστική ιστορία του 4ου αιώνα: «Αυτή ήταν μάχη! Από τη μια πλευρά τα θηρία της αρένας, η φωτιά που έγλυφε τα μέλη που σπαρταρούσαν, τα βασανιστήρια, ο σταυρός και όλα τα δεινά που έμοιαζαν να βγαίνουν σαν βρόμικος οχετός από την κόλαση· από την άλλη πλευρά η ακλόνητη δύναμη με την οποία οι χριστιανοί αντιμετώπιζαν έναν ολόκληρο κόσμο, αβοήθητοι και παρ” όλα αυτά υποστηριζόμενοι από μια βοήθεια πάνω στην οποία έσπαγε κάθε τρικυμία, αν και με λυσσαλέο μένος, άνθρωποι με το ένα πόδι ακόμη στη σκοτεινή γη, με την καρδιά ήδη στην πρώτη φωτεινή λάμψη της αιωνιότητας…».

Εδώ ο Schuck αγάλλεται ακόμη και για το γεγονός ότι οι τόσο φρικιαστικοί διωγμοί εναντίον των χριστιανών, «όσο παράλογο κι αν ακούγεται, έφεραν στη βασιλεία του Θεού μεγάλο κέρδος», ότι «η Εκκλησία μόνο κέρδος είχε», μέχρι «ψηλά στους ουρανούς» και «στα πέρατα του κόσμου». Αφού το «αίμα των μαρτύρων» τής απέφερε ειδικά «τις πολυτιμότερες ψυχές εκτός Εκκλησίας», αφού ειδικά τα θηρία «μπήκαν στο κοπάδι του Κυρίου δια της πίστης και της αυτοθυσίας, της αγάπης και της ηθικής ευγένειας των χριστιανών…».

Οι μάρτυρες επισκιάζουν τα πάντα

Στην προκωνσταντίνεια Εκκλησία τα πιο τολμηρά θαύματα τα κατάφερναν οι μάρτυρες. Τα σχετικά αρχεία είναι τις περισσότερες φορές πλαστογραφημένα, αλλά θεωρούντο όλα ως ιστορικά ντοκουμέντα πλήρους αξίας. Και η μετάβαση στις εντελώς μυθικές ιστορίες των μαρτύρων και στα μυθιστορήματα, όπου θριαμβεύει «η πλήρης έλλειψη ιστορικής λογικής» (Lucius), ήταν σχεδόν φυσική, όσο περίεργη κι αν ήταν. Φωνές ηχούν από τον ουρανό, περιστέρια βγαίνουν από το αίμα των μαρτύρων, άγρια ζώα ψοφάνε με την προσευχή των ευσεβών ηρώων ή δαγκώνουν και σπάνε τα δεσμά τους. Είδωλα, ολόκληροι ναοί καταρρέουν μπροστά τους. Ο άγιος Λαυρέντιος, σχεδόν ήδη λιωμένος στη σχάρα του, φιλοσοφεί με άνεση για την ειδωλολατρική και χριστιανική Ρώμη.

Άλλοι, σχεδόν απανθρακωμένοι, κατεβάζουν φλογερούς ιεραποστολικούς λόγους. Ο μάρτυρας Ρωμανός, τον οποίο η Εκκλησία εξακολουθεί να γιορτάζει στις 9 Αυγούστου, επιτίθεται με 260 στίχους στην ειδωλολατρία και, αφού του κόβουν τη γλώσσα, απαγγέλλει και άλλους 100. Για τον πρώην καθηγητή θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Franz Joseph Peters έχουμε στα χέρια μας -με έγκριση της Εκκλησίας- μέσω «δύο μαρτύρων που άκουσαν και είδαν οι ίδιοι» «την πλήρη πιστοποίηση» για το γεγονός ότι ο βασιλιάς των Βανδάλων Χάινριχ -προφανώς ο Ονώριχος- «το έτος 483 διέταξε να κόψουν το δεξί χέρι και τη γλώσσα των καθολικών της πόλης Τίπασα στη Βόρεια Αφρική, επειδή δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τον αρειανιστή επίσκοπο. Δια θαύματος διατήρησαν την ικανότητα της ομιλία τους».

Ο άγιος Ποντιανός ο οποίος μαρτύρησε την εποχή του αυτοκράτορα Αντωνίνου, βαδίζει χωρίς να καίγεται σε αναμμένα κάρβουνα, τον βασανίζουν μάταια, μάταια τον ρίχνουν στα λιοντάρια, μάταια τον περιλούζουν με καυτό μολύβι. Τώρα γιατί ξαφνικά τον σκοτώνει το σπαθί, αυτό δεν το καταλαβαίνουμε. Αλλά αναρωτιόμαστε συχνά, γιατί αυτοί οι ήρωες αντέχουν στα πιο σκληρά βασανιστήρια και ύστερα υποκύπτουν σε ένα εντελώς τετριμμένο χτύπημα με σπαθί ή σε μια απλή λαβή στραγγαλισμού, όπως ο άγιος Ελευθέριος, επίσκοπος Ιλλυρικού, μαζί με τη μητέρα του Ανθία την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού. Γιατί, ακόμη και αν κάποιοι κερδίζουν τις δάφνες του μάρτυρα πνιγμένοι σε ένα ποτάμι, σε ένα πηγάδι ή στη θάλασσα, πολλές φορές με μια βαριά πέτρα στο λαιμό ή μέσα σε ένα σάκο με φίδια και σκύλους, ακόμη κι αν κάποιοι λιμοκτονούν, ακόμη κι αν «στέφονται» στην αγχόνη, ακόμη κι αν παλουκώνονται, σταυρώνονται, «γεννιούνται» για τον ουρανό με τη συντριβή των κοκάλων τους ή με σιγανό ψήσιμο, ακόμη κι αν καίγονται στο καμίνι σαν ζώσα φλόγα, κι αν ξεσκίζονται από θηρία, ακόμη κι αν τους πετροβολούν, τους κατακρεουργούν με πριόνι ή ακόμη κι αν ο Κυριάκος, ένα τρίχρονο αγοράκι, συντρίβεται στα σκαλοπάτια της δικαστικής έδρας και κερδίζει «το στέμμα της αιώνιας ζωής» -παρ” όλα αυτά η πλειοψηφία καταλήγει πάντα πολύ απλά αποκεφαλισμένη. Ο αποκεφαλισμός είναι σχεδόν πάντα αποτελεσματικός. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: γιατί τότε οι ειδωλολάτρες δοκίμαζαν τόσα χρόνια στην αρχή τόσο μάταιες μεθόδους θανάτωσης στους χριστιανούς, και γιατί αυτοί επιβίωναν ακόμη και από τα πιο καλοσχεδιασμένα και περίτεχνα μαρτύρια, αλλά σχεδόν ποτέ από τον πρωτόγονο αποκεφαλισμό;

Θαύματα επί θαυμάτων, όπως και να έχει το πράγμα. Οι χριστιανοί ήρωες, όσο διακαώς κι αν επιθυμούσαν τον θάνατο, για να πάρουν την ύψιστη αμοιβή, το βασίλειο των ουρανών, συχνά αργούν να πεθάνουν, δεν γλυτώνουν μόνο από τη συνηθισμένη φωτιά, όπως ο Απολλώνιος, ο Φιλήμων και αμέτρητοι άλλοι, επιζούν ακόμη και από το καμίνι, βγαίνουν, φυσικά, «αλώβητοι», π.χ. ο άγιος Νεόφυτος. (Και γιατί όχι, αφού στην «Αγία Γραφή» ο Δανιήλ και οι σύντροφοι του επιζούν «ακέραιοι » από το πυρωμένο καμίνι «που το έκαιγαν επτά φορές περισσότερο» απ” ό,τι χρειαζόταν. Αν υπερβάλλουν τα «Απόκρυφα», τότε υπερβάλλει και η Βίβλος). Ο ιερομόναχος Βενέδικτος αντέχει τη διαδικασία στο καμίνι μια ολόκληρη νύχτα, χωρίς να πάθει τίποτα. Και ο άγιος Λουκιλλιανός, ένας πρώην «ιερέας των ειδώλων», γλυτώνει από το αναμμένο καμίνι μαζί με τέσσερα αγόρια, αν και μόνο λόγω μίας ξαφνικής βροχής. Τέλος πάντων…

Τελικά οι περισσότεροι από αυτούς τους μάρτυρες είχαν βασανιστεί πριν μέχρι θανάτου, συχνά όμως εις μάτην. Αφού συνεχώς εμφανίζονται άγγελοι -υπάρχουν πολλοί- και το έχουν κάνει σίγουρα αποστολή ζωής να συμπαραστέκονται σε μάρτυρες. Ο άγιος ιερέας Φήλιξ ελευθερώνεται από άγγελο και μάλιστα νύχτα (και γιατί όχι, αφού στην Καινή Διαθήκη άγγελος ανοίγει στους Αποστόλους την πόρτα της φυλακής, νύχτα! Αν υπερβάλλουν τα «Απόκρυφα», τότε υπερβάλλει και η Βίβλος). Τον άγιο Ευστάθιο βγάζει από το ποτάμι ένας άγγελος και ύστερα ένα περιστέρι τον οδηγεί «στη δόξα της αιώνιας χαράς». Στην περίπτωση του Στεφάνου, του πολυδοκιμασμένου ηγουμένου, «οι άγιοι άγγελοι» είναι τουλάχιστον παρόντες στο θάνατο του· ο ίδιος πάπας Γρηγόριος Α’, ο «Μέγας» το πιστοποιεί αυτό, και τους «είδαν και άλλοι». Ε, ποιος άλλος να αμφιβάλει! Ο άγιος φύλακας Απρονιανός δεν βλέπει μεν αγγέλους, δεν μπορεί ο καθένας να βλέπει αγγέλους, ακούει όμως, όταν βγάζει από τη φυλακή τον άγιο Σισίνιο, μια ουράνια φωνή: «Ελάτε, εκλεκτοί του πατρός μου…» κ.λπ., οπότε εκείνος πιστεύει και πεθαίνει για τον Κύριό του. Μάλιστα αυτός ο ίδιος, δήθεν, υφίσταται το θάνατο του μάρτυρα, ένα από τα πιο σκληρά μαρτύρια που συνέβη στη Συρία, το μαρτύριο «κατ” εικόνα του Σωτήρος μας, ο οποίος σταυρώθηκε από τους Ιουδαίους, και έχυσε τόσο αίμα, ώστε οι Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης πήραν πολύ από αυτό».

Και φυσικά όλοι οι πειρασμοί συντρίβονται πάνω στους χριστιανούς ήρωες. Κανείς δεν απαρνείται την πίστη του. Ό,τι κι αν τους προσφέρουν, τίποτα δεν τους κλονίζει, ούτε προνόμια ούτε δώρα ούτε τιμές. Εις μάτην προσφέρει ένας δικαστής την ίδια του την κόρη σε γάμο. Εις μάτην υπόσχεται ολόκληρος αυτοκράτορας να παντρευτεί μια χριστιανή, εις μάτην τής υπόσχεται τη συμβασιλεία και τιμητικούς στύλους σε όλη την αυτοκρατορία…

Οι πιο γνωστοί αρχαίοι Πατέρες της Εκκλησίας συμμετείχαν αναίσχυντα στις πιο αισχρές υπερβολές αυτού του έπους. Ολόκληρο το αρχαίο βιβλίο της εκκλησιαστικής ιστορίας του Ευσέβιου είναι γεμάτο από αυτές. Από τη μια πλευρά η αδιανόητη κακία των διωκτών των χριστιανών, των «υπηρετών των δαιμόνων», από την άλλη πλευρά οι ένδοξες πράξεις των «πραγματικά θαυμαστών μαχητών», πάνω στους οποίους ξεσπάνε τα πάντα, «φωτιά, σπαθί, κάρφωμα, θηρία, θαλάσσια βάθη, κόψιμο των άκρων, πυρωμένο σίδερο, βγάλσιμο των ματιών, ακρωτηριασμοί σε όλο το σώμα…». Ο επίσκοπος Ευσέβιος συγκεντρώνει «αμέτρητα» ψεύτικα θύματα, «μαζί και μικρά παιδιά», όπως και πλήθος από απίστευτες λεπτομέρειες: «Και όταν το κάθε ένα από τα θηρία ήταν έτοιμο να χυμήξει, υποχωρούσε συνεχώς, σαν να το κρατούσε μια θεϊκή δύναμη…». «Πανηγύριζαν μάλιστα και έψελναν στο Θεό δοξολογίες και αίνους μέχρι την τελευταία τους πνοή». Του φαίνεται αδύνατον, λέει ο «πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας», «να ντύσει με λέξεις το πλήθος και το μέγεθος των μαρτύρων του Θεού». Και στην αρχή ακόμη ομολογεί ότι «υπερβαίνει τις δυνάμεις μας» να περιγράψουμε όλα αυτά «επάξια» -πόσο αλήθεια λέει! Παρεμπιπτόντως, ο ίδιος ο Ευσέβιος δεν είχε ηρωικό θάνατο. Οι χριστιανοί αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια των διωγμών έκανε θυσίες στους θεούς ή τουλάχιστον το είχε υποσχεθεί· ίσως να ήταν συκοφαντία. Αλλά, όταν η κατάσταση έγινε επικίνδυνη, ο μεγάλος υμνητής των μαρτύρων αποσύρθηκε σε ασφαλές μέρος και κατάφερε να επιζήσει και από τους διωγμούς του Διοκλητιανού, χωρίς να πάθει τίποτα. Όσες δεκάδες χιλιάδες μάρτυρες κι αν δόξασε κι επινόησε, αυτός ο «πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας » δεν συγκαταλέγεται μεταξύ τους. Και γιατί άλλωστε; Ούτε ένας επίσκοπος της Παλαιστίνης δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο.
 
Κι όμως, σύμφωνα με τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, Εφραίμ, τον ασυγκράτητο αντισημίτη, σύμφωνα με τον διδάσκαλο της Εκκλησίας Γρηγόριο Ναζιανζηνό, αλλά και άλλους, οι μάρτυρες δεν ένιωθαν κανένα πόνο. Σύμφωνα με τους διδασκάλους της Εκκλησίας, Βασίλειο και Αυγουστίνο, οι μάρτυρες απολάμβαναν τα βασανιστήρια. Περπατάνε, γράφει ο εκκλησιαστικός διδάσκαλος Χρυσόστομος, πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, λες κι ήταν τριαντάφυλλα, και ρίχνονται στην πυρά σαν σε δροσερό λουτρό. Ο Προυδέντιος, ο μεγαλύτερος αρχαίος χριστιανός ποιητής της Δύσης, τον οποίο στο Μεσαίωνα θαύμαζαν περισσότερο από όλους, αναφέρει το μαρτύριο ενός παιδιού που μόλις είχε αποκοπεί από το στήθος της μάνας του και που υπέμενε γελώντας τις βουρδουλιές που έσκιζαν το σωματάκι του. Φυσικά δεν είναι το μοναδικό βρέφος-θύμα στην καθολική ένδοξη μυθολογία!

Και για την κάπως μεγαλύτερη στην ηλικία Αγνή, ο εκκλησιαστικός διδάσκαλος Αμβρόσιος, ο ταλαντούχος ευρετής τόσων μαρτύρων, γράφει: «Μα πρόσφερε γενικά το τρυφερό κορμί του παιδιού χώρο για θανάσιμο τραύμα;». Για τον Αμβρόσιο, όπως και για όλους τους ομοίους του, ένα θαύμα δεν μπορούσε ποτέ να είναι αρκετά θαυμαστό. «Γιατί μίλησε ακόμη και το γάίδουράκι με ανθρώπινη φωνή, καθώς ήταν θέλημα Θεού». Από την άλλη πλευρά, ο μαρτυρικός θάνατος του Αγίου Γεωργίου επισκιάζει όλους τους άλλους. Ήταν τόσο παράλογος και φιλοτεχνημένος με τόσο τρελά θαύματα, ώστε οι άνδρες της Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύση τα μετρίασαν με «βελτιώσεις», για να τον κάνουν πιο πιστευτό.

Γενικά διακρίνονται και γυναίκες, τις περισσότερες φορές φυσικά παρθένες, όπου εντύπωση κάνει πόσο συχνά οι χρονικογράφοι των χριστιανών βάζουν τους κακούς ειδωλολάτρες να κόβουν τα στήθη καθολικών παρθένων: Κόβουν τα στήθη της αγίας παρθένου Αγάθης, της αγίας παρθένου Μάκρας, της αγίας παρθένου Φεβρονίας, της αγίας παρθένου Εγκρατίδας, της οσιομάρτυρος Ελικωνίδας, της αγίας Καλλιόπης κ.ο.κ. Για την αγία παρθένο Αναστασία την πρεσβυτέρα το Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο αναφέρει: «Κατά τους διωγμούς του Βαλεριανού υπό τον ηγεμόνα Πρόβο δέθηκε με σκοινιά καιλουρίδες, βασανίστηκε με χαστούκια, φωτιά και χτυπήματα, και, καθώς επέμενε αμετακίνητη παρ” όλα αυτά στην ομολογία πίστης του Χριστού, της έκοψαν τα στήθη, της έβγαλαν τα νύχια, της έκοψαν τα χέρια και τα πόδια, και τέλος το κεφάλι, και έτσι έσπευσε να συναντήσει τον ουράνιο νυμφίο της». Ένα εντυπωσιακό τέλος, μα την αλήθεια. Επί Κωνστάντιου ο «αιρετικός Μακεδόνιος», επομένως ένας χριστιανός, διατάζει, προφανώς εντελώς συστηματικά, να κόβουν με το χαντζάρι τα στήθη των «πιστών γυναικών» και να τα καυτηριάζουν με πυρωμένο σίδερο. Κι αν δεν αναφύονται πάντα τα στήθη τους, και συχνά δεν το κάνουν, παρ” όλα αυτά οι κυρίες κάνουν άλλα θαυμαστά πράγματα…

Η αγία παρθένος Αγνή ρίχνεται στην πυρά, και η προσευχή της σβήνει τη φωτιά. Η αγία παρθένος Ιουλιανή περιφρονεί τον τοποτηρητή Εβιλάσιο ως σύζυγο και επιβιώνει τόσο από πύρινες φλόγες, όσο και από ένα ντους με βραστό νερό. Και η αγία Ερωτηίδα βγαίνει ζωντανή από τις πύρινες φλόγες, «από αγάπη προς τον Χριστό». Με τον ίδιο τρόπο βγαίνουν σώες μέσα από τις φλόγες την εποχή των διωγμών του Διοκλητιανού οι αγίες παρθενομάρτυρες Αγάπη και Χιονία. Η αγία παρθένος Εγκρατίδα επιβιώνει (αρχικά) παρά τα κομμένα στήθη και το βγαλμένο συκώτι, για να μην αναφέρουμε και τα άλλα μαρτύρια. Και η αγία Ελικωνίδα η οποία εκτέθηκε σε πολλά βασανιστήρια επί αυτοκράτορα Γορδιανού, βγαίνει ζωντανή από τον ακρωτηριασμό του στήθους της, τη ρίψη στην πυρά και σε θηρία, έως ότου υποκύπτει τελικά στο σπαθί. Η αγία παρθένος Χριστίνα, ήδη φριχτά κομματιασμένη, σώζεται από άγγελο

μέσα σε μια λίμνη, παραμένει «σώα» επί πέντε ημέρες μέσα σε ένα καμίνι, επιβιώνει και από δηλητηριώδη φίδια, από το κόψιμο της γλώσσας της, οπότε όμως ολοκληρώνει «την πορεία του ένδοξου μαρτυρίου της» (Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο).

Κατά τους διωγμούς των χριστιανών στη Γαλατία το 177 υπό τον Μάρκο Αυρήλιο -οι οποίοι, σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστοριογράφο Ευσέβιο, κόστισαν τη ζωή σε «δεκάδες χιλιάδες μάρτυρες», ενώ τώρα στο καθολικό «Θεολογικό και Εκκλησιαστικό Λεξικό» απομένουν μόνο οχτώ!- «οι οσιομάρτυρες περνούσαν από βασανιστήρια τα οποία ξεπερνούν κάθε περιγραφή» (Ευσέβιος). Ιδιαίτερα η αγία Βλανδίνη (εορτάζεται τη 2α Ιουλίου), μια τρυφερή υπηρέτρια, διακρίνεται για τις επιδόσεις της δύναμής της. Παρότι τη βασανίζουν από το πρωί έως το βράδυ, αντί να κουραστεί εκείνη, εξαντλείται το μαστίγιο των βασανιστών της. Κατακρεουργημένη ήδη σε όλο της σώμα, ρίχνεται στα θηρία, τη μαστιγώνουν, την ψήνουν, έτσι ώστε τα μέλη που ψήνονται «την τύλιγαν στην τσίκνα τους». Αφού ύστερα τη μαστίγωσαν άλλη μια φορά, αφού την έριξαν στα θηρία και αφού τη σούβλισαν, «εγκαταλείπει στο τέλος τα εγκόσμια».

Ο καθολικός εκκλησιαστικός ιστορικός Michel Clevenot τονίζει μεν ότι εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους του Τραϊανού, «δεν κυνηγούσαν τους χριστιανούς», αλλά αρκούνταν να συλλαμβάνουν απλά τους καταγγελθέντες (δικαίως το θεωρεί άλλη μια απόδειξη, «αν γενικά χρειάζεται, για το γεγονός ότι οι ρωμαϊκές αρχές δεν ήταν καθόλου εχθρικά διατεθειμένες εναντίον των χριστιανών»). Ύστερα όμως αναφέρεται στο «λουτρό αίματος της Λυών» και ψέλνει έναν μακροσκελή ύμνο στην αγία Βλανδίνη: «Ω! αξιέραστη Βλανδίνη, φτωχή μικρή που μορφωμένοι κρατικοί υπάλληλοι, ανθρωπιστές, στολισμένοι με διπλώματα και τιμές, σε έδωσαν βορά της αμβλύνου αγριότητας του ξεσηκωμένου όχλου, εσύ είσαι το σύμβολο όλων εκείνων των θυμάτων αυτού του τρομακτικού κρατικού Δικαίου… Εσύ σίγουρα δεν νοιάστηκες για το σώμα σου, Βλανδίνη, και δεν έκλαψες για τη ψυχή σου. Ήσουν εντελώς αφοσιωμένη, με ψυχή και σώμα, στον ίδιο τον Ιησού…».

Σχεδόν ακόμη πιο μεγαλόπρεπη στάση από την αγία κράτησε ο διάκονος Σάνκτος ο οποίος μαρτύρησε μαζί της. Αφού τον υπέβαλαν σε όλων των ειδών τα βασανιστήρια, αφού τελικά πλάκωσαν τα πιο ευαίσθητα τμήματα του σώματος του με πυρωμένες σιδερένιες πλάκες, έτσι ώστε ήταν μόνο μια πληγή, εντελώς συντετριμμένος, καμένος, παραμορφωμένος, γεμάτος όγκους, εξανθήματα, αίμα, τον βασάνισαν πάλι μετά από δύο ημέρες, άνοιξαν ξανά όλες τις πληγές του, οι οποίες όμως γιατρεύτηκαν πάλι όλες με θαυμαστό τρόπο. Ζωηρός ζωηρός, υγιής και δυνατός ξανασηκώθηκε από τους βασανισμούς. «Ρωτάτε, ποιοι ήταν οι μεγάλοι της Εκκλησίας; Αποκλειστικά και μόνο οι μάρτυρες» (Καθολικός Van der Meer). Ο Σάνκτος, η Βλανδίνη και οι σύντροφοί τους πυρπολήθηκαν και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγίου επισκόπου Γρηγόριου της Τουρ, η τέφρα τους ρίχτηκε στον ποταμό Ροδανό, όπου όμως ξαναβρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο -αυτό κι αν είναι θαύμα- και ενταφιάστηκε στη Λυών.

Ο μακράν επιφανέστερος χριστιανός της Λυών, ο άγιος Ειρηναίος, ο οποίος, όταν άρχισαν οι διωγμοί, ήταν ακόμη στην πόλη, βρέθηκε ύστερα στο άψε-σβήσε σε υπηρεσιακό ταξίδι στη Ρώμη, αλλά αργότερα πρόλαβε και έγινε και μάρτυρας -στα χαρτιά…
Πηγή: «Η εγκληματική ιστορία του Χριστιανισμού» (Karlheinz Deschner)

Σε λίγες μέρες πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα βιβλία της χρονιάς, το οποίο αναμένεται να πυροδοτήσει πλείστες συζητήσεις και διαμάχες στον αγγλοσαξωνικό και όχι μόνο ακαδημαϊκό κόσμο. Τίτλος του: Ο μύθος των διωγμών: Πώς οι Πρωτοχριστιανοί επινόησαν την ιστορία των μαρτύρων. Συγγραφέας της ιστορικής μελέτης είναι η ακαδημαϊκός Καντίντα Μος, καθηγήτρια της Καινής Διαθήκης και της ιστορίας των πρωτοχριστιανικών χρόνων στο Πανεπιστήμιο της Νοτρ Νταμ, η οποία υποστηρίζει ότι οι αφηγήσεις για τις δοκιμασίες των χριστιανών μαρτύρων, την εύρεση καταφυγίου στις κατακόμβες, τις μυστικές συναντήσεις τους και τη ρίψη τους στις αρένες με τα λιοντάρια, απόρροια της άρνησής τους να προδώσουν την πίστη τους, είναι όλες ψευδείς, αποκύημα της φαντασίας, επινοήματα με σκοπό την κυριαρχία στη συνείδηση της ανθρωπότητας. Στα 300 χρόνια που μεσολάβησαν από το θάνατο του Ιησού μέχρι και τη μεταστροφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, υπήρξε μία περίοδος περίπου 10-12 χρόνων κατά τη διάρκεια της οποίας οι χριστιανικοί θύλακες υπέστησαν μεν τις επιπτώσεις περιοριστικών μέτρων από την πλευρά των αυτοκρατορικών αρχών με σκοπό την καταστολή και τον έλεγχο της δράσης τους, η οποία ωστόσο υπήρξε στο μεγαλύτερο μέρος της αμεθόδευτη και ανοργάνωτη.

«Οι Χριστιανοί δεν έγιναν ποτέ θύματα συνεπούς και στοχευμένου διωγμού», αναφέρει η Μος. Ενα μεγάλο μέρος της ιστορικής μελέτης της επικεντρώνεται στην εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των 6 «υποτιθέμενων αυθεντικών» αναφορών στους πρώτους μάρτυρες της εκκλησίας, επισημαίνοντας τις αντιφάσεις και ασυνέχειες ανάμεσα σε αυτές τις ιστορίες και στα όσα γνωρίζουμε σχετικά με τη Ρωμαϊκή κοινωνία, στα ερευνητικά ευρήματα αναφορικά με αιρέσεις που δεν υπήρχαν καν όταν θανατώθηκαν οι μάρτυρες και στις χριστιανικές μαρτυρικές παραδόσεις που δεν είχαν ακόμη εγκαθιδρυθεί. Σίγουρα, αυτές οι ιστορίες δεν στερούνται εντελώς βάσης, εξηγεί η ίδια, όπως επίσης δεν στερείται εντελώς βάσης και η πρώτη συνεκτική ιστορία της εκκλησίας, γραμμένη το 311 από έναν Παλαιστίνιο ονόματι Ευσέβιο. Παρ” όλα αυτά, είναι σχεδόν αδύνατον να εξαγάγει κανείς την πλήρη αλήθεια από ένα σύνολο ζωηρών ιστοριών, αποκυήματα ως επί το πλείστον της ανθρώπινης φαντασίας.

Επιπλέον, η Μος εξετάζει ένα μεγάλο αριθμό ρωμαϊκών καταγεγραμμένων τεκμηρίων, από τα οποία συμπεραίνει ότι η μοναδική οργανωμένη αντιχριστιανική εκστρατεία έλαβε χώρα υπό την ηγεσία του αυτοκράτορα Διοκλητιανού μεταξύ του 303 και του 306, κατά τη διάρκεια της οποίας Χριστιανοί απομακρύνθηκαν από δημόσιες θέσεις και αξιώματα, ενώ οι εκκλησίες τους περί του αυτοκρατορικού παλατιού, όπως κι εκείνη της Νικομήδειας, καταστράφηκαν.
 
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Μος, το γεγονός και μόνο ότι στους Χριστιανούς επιτρέπονταν υψηλά αξιώματα, όπως επίσης να χτίζουν τις εκκλησίες τους δίπλα και απέναντι από το αυτοκρατορικό παλάτι, αποδεικνύει πως δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να συναντώνται κρυφά και να κρύβονται σε κατακόμβες.

Σίγουρα, πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα και αναμένουμε τις αντιδράσεις και διαμάχες που αναμφίβολα θα πυροδοτήσει.

Η Καντίντα Μος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Νοτρ Νταμ. Έχει σπουδάσει στην Οξφόρδη και στο Γέηλ, ενώ είναι τακτικός συνεργάτης του History Channel.

Όπως πάμπολλες ιστορίες των χριστιανών, αποδεικνύεται κι αυτή με τους διωγμούς φανταστική… Μια θρησκεία με συναρμολόγηση επινοημένων ιστοριών.

 

Τοποθέτηση του χριστιανισμού έναντι του ελληνικού πολιτισμού

Από τα χριστιανικά κείμενα των πρώτων αιώνων προκύπτει ανάγλυφα η αντιπαλότητα των ηγετών της χριστιανικής Εκκλησίας έναντι του ελληνικού πολιτισμού και των έργων του, παρά την προβαλλόμενη σήμερα δήθεν σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού που θρυλείται ότι κατέληξε στον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» – ένα ιδεολόγημα που συνοδεύει το σύγχρονο ελληνικό κράτος και αξιοποιήθηκε κυρίως από τα δικτατορικά καθεστώτα και τις οπισθοδρομικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η αντιπαλότητα δεν ήταν απλώς μία θεμιτή άμιλλα, ένας ανταγωνισμός ιδεών και προτάσεων, αλλά μία σαφής εχθρότητα και πρόθεση συκοφάντησης.
Ανεξάρτητα από αυτή τη συγκρουσιακή τοποθέτηση, εκείνη την εποχή μεθοδευόταν ταυτόχρονα η συστηματική αντιγραφή και ενσωμάτωση στα χριστιανικά κείμενα απόψεων και συλλογισμών Ελλήνων (Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης) και Ρωμαίων (Κικέρων, Σενέκας) φιλοσόφων, αλλά και η παραποίηση ιδεών και φιλοσοφικών προτάσεων.
Ο K.Deschner παραθέτει στο βιβλίο του «Kriminalgeschichte des Christentums» (βλέπε βιβλιογραφία) πλαστογραφημένες «επιστολές», δήθεν μεταξύ του Σενέκα και του Παύλου, τις οποίες είχαν επινοήσει διάφοροι «εκκλησιαστικοί πατέρες» και από τις οποίες συμπεραίνεται η σύγκλιση της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας με τις (μέχρι τότε ακόμα αδιαμόρφωτες) χριστιανικές απόψεις. Αυτή η συστηματική υποκλοπή αλλότριων ιδεών και λόγων δεν έγινε, φυσικά, τότε ευρύτερα γνωστή και, όταν δεν ήταν πια δυνατόν να αποκρυβεί, μετονομάστηκε σε «…συμφιλίωση της διδασκαλίας των αρχαίων φιλοσόφων με τη χριστιανική θρησκεία». Το προϋπάρχον συμφιλιώθηκε δηλαδή με το μεταγενέστερο, ο εμπνευστής συμφιλιώθηκε με τον αντιγραφέα του!
Από τη μέση βυζαντινή εποχή και μέχρι σήμερα προβάλλεται όμως θορυβωδώς, λόγω και της εγγενούς πολιτισμικής ένδειας, ακριβώς το αρχικά απoσιωπώμενο και αξιοποιείται για τη στήριξη του ιδεολογήματος περί ενότητας και συνέχισης του ελληνικού πολιτισμού δια του χριστιανισμού.
Αντίλογος με ιστορικά επιχειρήματα και η πραγματικότητα των κειμένων
 
Η χριστιανική πλευρά διατυπώνει ως αντίλογο την άποψη ότι, πρώτον, οι χριστιανοί εκδικούνταν με τις βιαιοπραγίες τους τις αιματηρές διώξεις που είχαν υποστεί για πολλές δεκαετίες και, δεύτερον, όπου στα χριστιανικά κείμενα αναφέρονται καταγγελίες, ύβρεις και αναθεματισμοί κατά των Ελλήνων, δεν νοούνται οι εκπρόσωποι του ελληνικού πνεύματος και οι Έλληνες ή έστω οι ελληνόφωνοι πολίτες, αλλά γενικώς οι «ειδωλολάτρες».

Στο πρώτο σημείο δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί, αφενός ότι, ένα πιθανόν δικαιολογημένο αίσθημα πικρίας, το οποίο μετετράπη σε εκδικητικότητα στο αριθμητικά έτσι κι αλλιώς ακόμα περιορισμένο πλήθος των οπαδών, δεν θα έπρεπε να βρίσκει συνέχεια στα λόγια και τα έργα των κορυφαίων εκπροσώπων της «θρησκείας της αγάπης». Αφετέρου είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, οι όποιες διώξεις και σφαγές κατά των χριστιανών δεν διοργανώνονταν από τους Έλληνες φιλοσόφους ή οποιουσδήποτε Έλληνες διανοούμενους, αλλά από τη ρωμαϊκή διοίκηση και το μισθοφορικό αυτοκρατορικό στρατό.
Οι Ρωμαίοι στρατηγοί, με αυτήν ακριβώς τη διοίκηση και τον ίδιο μισθοφορικό στρατό, υιοθέτησαν αργότερα και επέβαλαν το χριστιανισμό ως αποκλειστική θρησκεία και επιδόθηκαν, μαζί με τους εκπροσώπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού, στην κατασυκοφάντηση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και την καταστροφή μεγάλου μέρους των μέχρι σήμερα θαυμαζόμενων, κάθε είδους και μορφής, έργων του!
Όσον αφορά στο δεύτερο σημείο του αντιλόγου, ότι δηλαδή με τον όρο «ελληνικός» χαρακτηριζόταν ο «ειδωλολάτρης», ό,τι κι αν σήμαινε τότε και μπορεί να σημαίνει σήμερα ουσιαστικά αυτή η λέξη, η λογική και τα κείμενα που ακολουθούν φαίνεται να μαρτυρούν κάτι διαφορετικό:
Στο βιβλίο Δανιήλ της Π.Δ. αναφέρεται για τον Μέγα Αλέξανδρο: «Ο τράγος των Αιγών βασιλεύς Ελλήνων» (Δανιήλ, Η” 21). Προφανέστατα δεν εννοεί ο συγγραφέας, όποιος ή όποιοι κι αν ήταν, ότι «τράγος των Αιγών» (λογοπαίγνιο για την παράσταση του Μ. Αλέξανδρου με κέρατα και την πόλη Αιγές της αρχαίας Μακεδονίας) ήταν βασιλιάς των απανταχού ειδωλολατρών.
Στο βιβλίο Μακκαβαίων Β” της Π.Δ. (Δ” 13), όπου περιγράφονται οι προσπάθειες του Αντίοχου Δ” του Επιφανούς να ελέγξει το ιουδαϊκό ιερατείο και το θησαυρό του Ναού του Σολωμόντα: «Ην δ” ούτως ακμή τις Ελληνισμού και πρόβασις αλλοφυλισμού δια την του ασεβούς και ουκ αρχιερέως Ιάσωνος υπερβάλλουσαν αναγνείαν…» Αλλά και σε πολλά ακόμα σημεία της Π.Δ. είναι σαφέστατο ότι η αναφορά σε Έλληνα και ελληνικό αφορά την εθνική προέλευση και όχι κάποια πίστη. Στα π.Χ. χρόνια Έλληνας και Ελληνισμός ήταν λοιπόν αυτό που εννοούμε και σήμερα, χωρίς θρησκευτικές προσμίξεις (ο χριστιανός Έλληνας λέγεται Ρωμιός!)
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (12, 20) αναφέρεται ότι ήρθαν οι Έλληνες να προσκυνήσουν για τη γιορτή (Πάσχα). Προφανώς δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε ειδωλολάτρες, γιατί τότε δεν θα είχαν κανένα λόγο να γιορτάζουν το Πάσχα. Συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για Εβραίους εξ Ελλάδος (υπήρχαν συναγωγές στην Αθήνα, Θεσ/νίκη και αλλού, βλέπε Πράξεις των Αποστόλων). “Αρα στα χρόνια του Ιησού και κάποιες δεκαετίες αργότερα που οριστικοποιείται το περιεχόμενο του συγκεκριμένου ευαγγελίου, ο προσδιορισμός «Έλληνες» αναφέρεται στην καταγωγή των ανθρώπων (βλέπε και επόμενο).
Όπου στα βιβλία της Καινής Διαθήκης ήθελε ο συγγραφέας να αναφερθεί σε ειδωλολάτρες, έγραφε για «εθνικούς» ή «τα έθνη» κτλ. Για παράδειγμα, στις Πράξεις των Αποστόλων (15,7…) αναφέρεται «…ο Θεός εν υμίν εξελέξατο διά του στόματός μου ακούσαι τα έθνη τον λόγον του ευαγγελίου καί πιστεύσαι». Ακριβώς σ” αυτό το σημείο των Πράξεων χρησιμοποιεί ο Λούθηρος στη γερμανική μετάφραση που εκδόθηκε στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα και ισχύει για όλους τους Προτεστάντες τη λέξη «Heiden» (=ειδωλολάτρες), αφού ο ίδιος δεν είχε κανένα ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα να υπερασπιστεί.
Επίσης, στην προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου αναφέρεται (15, 18): «…για να οδηγηθούν τα έθνη στην υπακοή και με λόγια και με έργα». Κι εδώ ο Λούθηρος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη Heiden. Ακόμα, στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (18,17) υπάρχει η φράση «ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης», η οποία μεταφράζεται από τον Λούθηρο στα γερμανικά, όπως αναμένεται, με «Heide und Zoellner». Αντίθετα, στην προς Γαλάτες επιστολή του Παύλου (3,28) «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην…» δεν εννοείται κάποιος μονοθεϊστής και κάποιος ειδωλολάτρης παρά ο Ιουδαίος και ο Έλληνας, ως εθνικοί εκπρόσωποι. Γι” αυτό και ο Λούθηρος μεταφράζει «Jude oder Grieche», δλδ. Ιουδαίος ή Έλληνας.
Την εποχή της διάδοσης του χριστιανισμού όλοι οι λαοί, με εξαίρεση τους Ιουδαίους, σύμφωνα με τη σημερινή κατεστημένη αντίληψη, ήταν «ειδωλολάτρες». Γιατί λοιπόν να ταυτιστεί, όπως ισχυρίζονται οι ελληνοχριστιανιστές, ο όρος Έλληνας με αυτόν του ειδωλολάτρη και να επιβληθεί στις εκχριστιανιζόμενες κοινωνίες και όχι ο όρος «Ρωμαίος», οι οποίοι και δίωκαν τους χριστιανούς ή «Αιγύπτιος» ή οτιδήποτε άλλο; Είναι δυνατόν να αποκαλούσαν «Έλληνα» έναν Αιγύπτιο ή Παλαιστίνιο, επειδή ήταν ειδωλολάτρης; Δεν θα παρεξενευόταν αυτός να τους διορθώσει; Είναι δυνατόν να αποκαλούσαν ένα Ρωμαίο πολίτη «Έλληνα», χωρίς αυτός να εκπλαγεί ή να διαμαρτυρηθεί; Αν δε η ταύτιση και εξίσωση Έλληνας – ειδωλολάτρης γινόταν στην εβραϊκή γλώσσα, πώς και επηρέασε αυτή η ταύτιση τις αντιλήψεις των άλλων λαών που δεν μιλούσαν αυτή τη γλώσσα, παρά συνεννοούνταν στα ελληνικά ή στα λατινικά;
Ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος Ευσέβιος (275-339) επιτίθεται σε «αιρετικούς», λέγοντας ότι «περιφρονώντας τα ιερά κείμενα του Θεού ασχολούνται με τη Γεωμετρία (…) Με ζήλο μελετούν τη Γεωμετρία του Ευκλείδη, θαυμάζουν τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο. Μερικοί μάλιστα σχεδόν προσκυνούν τον Γαληνό» (Deschner). Ο γνωστός αυλικός και αυτοκρατορικός κόλακας Ευσέβιος δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για θρησκείες, αλλά για τους Έλληνες σοφούς, μισεί τον πολιτισμό που αυτοί δημιούργησαν.
Ο «εκκλησιαστικός πατέρας» και πατριάρχης στην Κων/πολη, Ιωάννης Χρυσόστομος εκ Συρίας (344-407), λέει (Περί του τας κανονικάς μη συνοικείν άνδρασι, 1): «…και οι Έλληνες είχον να επιδείξουν μεταξύ των ωρισμένους που εφιλοσόφησαν περί …» Αλλού αναφέρει (Ομιλία ιζ’ εις το Κατά Ματθαίον, 7): «…σκεφθείτε τους φιλοσόφους των Ελλήνων και τότε θα εννοήσετε …» Υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο συγκεκριμένος «εκκλησιαστικός πατέρας» συναθροίζει όλους τους «ειδωλολάτρες» που φιλοσοφούσαν και τους ονομάζει Έλληνες; Υπάρχει κάποιος που δεν καταλαβαίνει ότι αναφέρεται στους υπαρκτούς και γνωστούς Έλληνες φιλοσόφους, στων οποίων τις ιδέες προσπάθησε να αντιπαραθέσει τις όποιες δικές του αντιλήψεις; (βλέπε και επόμενα)
Όταν ο επίσης «εκκλησιαστικός πατέρας» Βασίλειος εκ Καισαρείας Καππαδοκίας (~329-379) γράφει στην «Εξαήμερον διδασκαλίαν» ότι «Πολλά περί φύσεως επραγματεύσαντο οι των Ελλήνων σοφοί…», τί καταλαβαίνει ο αναγνώστης, ο οποίος γνωρίζει από το σχολείο ότι οι Ίωνες φιλόσοφοι, Έλληνες στην καταγωγή και στην γλώσσα και όχι κάποιοι Πέρσες ή Αιγύπτιοι ή Κέλτες, εισήγαγαν τη φυσιοκρατία στην ελληνική φιλοσοφία; Ή όταν γράφει ο ίδιος στο ίδιο σύγγραμμά του «Δι” εκείνων μεν τον Ιουδαίον παιδεύων, δια τούτων δε τον Ελληνισμόν αποκλείων…», τί άλλο μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης, παρά μόνο ότι συγκρούονται στο μυαλό του Βασίλειου ο ιουδαϊκός με τον (προφανώς υπέρτερο, αλλιώς δεν θα τον απασχολούσε) ελληνικό πολιτισμό και όχι με τον πέρσικο ή τον αιγυπτιακό κ.ο.κ. (βλέπε και επόμενα)
Ο επίσκοπος Ρώμης, πάπας Γελάσιος (Gelasius) που έζησε κατά τον 5ο αιώνα (πέθανε το 496) απηύθυνε επιστολές στον αυτοκράτορα και στη διοίκηση του ρωμαϊκού κράτους, στις οποίες καταφέρεται κατά των, όπως γράφει σε πάμπολλα σημεία, «σχισματικών Ελλήνων». (E. Caspar, Geschichte des Papstums II, 1930 και W. Ullmann: Gelasius I, 1981) Αφορμή για τη συγγραφή αυτών των επιστολών ήταν αντιδικίες για κάποια δογματικά ζητήματα πίστης.  ο σημερινός αναγνώστης διαβλέπει, βέβαια, συγκρούσεις για επιρροή και εξουσία μεταξύ των επισκόπων Ρώμης, Κων/πολης και Αλεξάνδρειας, πράγμα που δεν ενδιαφέρει όμως εδώ άμεσα. Προφανώς, οι αναγνώστες εκείνης της εποχής των επιστολών του Γελάσιου, στο παλάτι, στο στρατό, στην εκκλησία και στη διοίκηση, δεν καταλαβαίνουν ότι ο επίσκοπος Ρώμης κατακεραυνώνει και χλευάζει τους «ειδωλολάτρες», όταν διαβάζουν ότι οι αντιδικούντες με τον Γελάσιο «σχισματικοί Έλληνες δεν θα βρουν συγχώρεση ούτε μετά θάνατον … » αλλά, ακριβώς αυτό που καταλαβαίνει καθένας και σήμερα: εννοεί τις ηγετικές ομάδες της ανατολικής Εκκλησίας που διέθεταν ελληνική παιδεία.
Στον Ακάθιστο Ύμνο, έργο άγνωστου μελωδού του 6ου αιώνα, στο διάστημα των ετών 500-520, προς τιμή της μητέρας του Ιησού, αναφέρεται σε κάποιους στίχους, εισαγωγικά στο γράμμα Ρ, ότι μετέτρεψε: «Ρήτορας πολυφθόγγους, ως ιχθύας αφώνους…» και στη συνέχεια:
«Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα,
Χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα,
Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί,
Χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί,
Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα … »
Κάποιος που γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και την ιστορία του πολιτισμού, αντιλαμβάνεται ότι, ως τεχνολόγοι, δεινοί συζητητές και μύθων ποιητές «περιγράφονται» οι Έλληνες, έστω και οι Ρωμαίοι, επιστήμονες, ρήτορες και ιστορικοί. Αλλά κι αν είχε ο ποιητής του Ακάθιστου Ύμνου κάτι τελείως διαφορετικό στο μυαλό του, με τους όρους Αθηναίοι και φιλόσοφοι δεν μπορεί παρά να εννοούσε, όχι αφηρημένα κάποιους ειδωλολάτρες, αλλά συγκεκριμένα τους δασκάλους του ελληνικού πολιτισμού που είχαν την έδρα τους στην Αθήνα, το Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο και τον Ζήνωνα Κιτιέα. Και ακριβώς αυτό αντιλαμβανόταν και ο ακροατής αυτών των ύμνων, ο οποίος έπαιρνε ως πιστός το μήνυμα που επιθυμούσε η Εκκλησία να διαδοθεί για τους δημιουργούς του ελληνικού πολιτισμού και το έργο τους.
Ο κορυφαίος χριστιανός υμνογράφος Ρωμανός ο Μελωδός (493-560), περιλαμβάνει στον «Ύμνον εις Πεντηκοστήν» τους εξής στίχους (Maas Paul – Trypanis C.: A.Sancti Romani Melodi cantica – Cantica genuina, Oxford University Press, 1963):
«Τί φυσώσιν και βαμβεύουσιν οι Έλληνες;
Τί φαντάζονται προς “Αρατον τον τρισκατάρατον;
Τί πλανώνται προς Πλάτωνα;
Τί Δημοσθένη στέργουσι τον ασθενή;
Τί μη νοούσι Όμηρο όνειρον αργόν;
Τί Πυθαγόραν θρυλούσιν τον δικαίως φιμωθέντα;»
Είναι δυνατόν να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Ρωμανός αναφέρεται με το χαρακτηρισμό «Έλληνες» σε Πέρσες, Αιγύπτιους ή Γαλάτες «ειδωλολάτρες» και όχι σε δημιουργούς του ελληνικού πολιτισμού, τον “Αρατο, τον Πλάτωνα, το Δημοσθένη, τον Όμηρο και τον Πυθαγόρα. Βέβαια, ο συγκεκριμένος ποιητής ήταν εκχριστιανισμένος Ιουδαίος εκ Συρίας και προφανώς είχε μόνο σχέση σπουδών με τον ελληνικό πολιτισμό. Εκεί έμαθε να μισεί τον «τρισκατάρατον» “Αρατον (305-240 π.Χ.), ο οποίος ήταν αλεξανδρινός ποιητής από την Κιλικία και έζησε για αρκετά χρόνια στη Συρία, όπου προφανώς είχε διασωθεί για πάνω από 8 αιώνες η φήμη του. Η ιδέα για «φίμωση», δηλαδή λογοκρισία του Πυθαγόρα, ο οποίος έζησε περίπου μια χιλιετία πριν από τον Ρωμανό, προδίδει την επιρροή των νεοπυθαγορείων στο πρώιμο Βυζάντιο. Αυτά τα κείμενα και, μαζί τους, οι ιδέες του Ρωμανού γίνονταν αποδεκτά από την Εκκλησία και διασώθηκαν μέχρι σήμερα, επειδή ενσωματώθηκαν στην εκκλησιαστική υμνολογία.
Ο Ανανίας από το Σιράκ Αρμενίας (Anania Shirakatsi, 610-685), Αρμένιος Μαθηματικός και Γεωγράφος, γράφει για το δάσκαλό του Τυχικό από τον Πόντο, «εν τη χώρα των Ελλήνων, εις την πόλιν ονομαζομένη Τραπεζούς». Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι ένας Αρμένιος διανοούμενος εννοεί στα μέσα του 7ου αιώνα ότι ο Πόντος είναι η χώρα των «ειδωλολατρών»;
Στο δοξαστικό του εσπερινού στις 18 Νοεμβρίου (Μηναία, σελ. 122) ψάλλεται μέχρι σήμερα στις εκκλησίες: «…των γαρ αλιέων ζηλώσας την παρρησίαν και την σκηνορράφων θεολογίαν, την Πλάτωνος μυθολογίαν και την Στωϊκην φλυαρίαν λόγοις και έργοις κατέρραξε…»
Κι εδώ καταφανέστατα δεν πρόκειται για γενική αναφορά εναντίον «ειδωλολατρών», αλλά σχολιασμός για την πλατωνική και τη στωική φιλοσοφία οι οποίες, αφενός αναθεματίζονταν, αφετέρου αξιοποιούνταν κρυφά και παρουσιάζονταν ως χριστιανικές σοφίες – μέχρι που θεωρείται από διάφορους θεολόγους ότι ο (στωικός) Σενέκας ήταν ένας πρώιμος χριστιανός! Τότε που λέγονταν και γράφονταν αυτά δεν υπήρχε, βέβαια, καν η υποψία ότι θα μπορούσε κάποια μεταγενέστερη εποχή να βρει, να διαβάσει και να συγκρίνει κείμενα, κάθε ενδιαφερόμενος.
Είναι λοιπόν δυνατόν να τεκμηριωθεί η αντίληψη ότι η έννοια Έλλην και ελληνικός ταυτιζόταν με τις έννοιες ειδωλολάτρης και ειδωλολατρικός, όταν σημαντικοί διανοούμενοι κάθε εποχής δεν ταυτίζουν αυτές τις έννοιες – ανύποπτοι για τις λαθροχειρίες που μηχανεύονται σύγχρονοι απολογητές κάθε διαχρονικής αθλιότητας και διαστρέβλωσης των γεγονότων; Κι αν όλα αυτά δεν πείθουν, υπάρχει ένα απλό ερώτημα που δεν μπορεί να απαντήσει κανείς: Πώς ονομάζονταν εκείνη την εποχή οι Έλληνες, αφού δεν υπήρξε κάποια άλλη ονομασία; Πώς ερμήνευαν τα χωρικά της Ιστορίας του Ηροδότου, στα οποία αναφέρονται πάμπολλες φορές οι Έλληνες, π.χ. «τα μεν Έλλησι τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα», «μετά δεν ταύτα Ελλήνων τινάς», «το δε από τούτου Έλληνας δη μεγάλως αιτίους γενέσθαι»; Πώς αντιμετώπιζαν την αμηχανία των μαθητών ή άλλων ακροατών, όταν η διήγηση έφτανε στη μάχη του Γρανικού και λεγόταν ότι με τον Μεγαλέξανδρο πολέμησαν «οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»;
Αλλά και για την ίδια τη λεγόμενη «ειδωλολατρεία» γνώριζαν όλοι οι «εκκλησιαστικοί πατέρες» λεπτομερώς από την αντίκρουση που έκανε ο Ωριγένης στο βιβλίο του Πορφύριου Μάλχου (3ος αιώνας μ.Χ.) με τίτλο «Κατά Χριστιανών», ποια ακριβώς σημασία είχαν τα αγάλματα της ελληνικής εθνικής θρησκείας.
Έγραφε ο Πορφύριος: «Δεν πρέπει ν’ απορεί κάποιος που οι αμαθέστατοι των ανθρώπων θεωρούν τα αγάλματα ξύλα και πέτρες, αφού και τα γράμματα έτσι τα θεωρούν οι αναλφάβητοι, αντιμετωπίζοντας τις ενεπίγραφες στήλες σαν απλές πέτρες, τις πινακίδες σαν ξύλα και τα βιβλία σαν δεμένο πάπυρο … Όσοι αποδίδουν τον πρέποντα σεβασμό στους θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο θεός βρίσκεται στο ξύλο, στο λίθο η στο χαλκό από τον οποίο κατασκευάζεται το ομοίωμα τους, ούτε θεωρούν ότι αν ακρωτηριασθεί ένα μέρος του αγάλματος μειώνεται η δύναμης του θεού.
Τα ομοιώματα και οι ναοί ιδρύθηκαν από τους προγόνους μας για τη διαρκή υπενθύμιση της υπάρξεως των θεών, για να παρέχουν τη δυνατότητα σε όσους φοιτούν εκεί να ανάγονται στην έννοια του θεού με συστηματική εργασία και καθαρό βίο και σε όσους προσέρχονται εκεί, να μπορούν να απευθυνθούν στο θεό με προσευχές και ικεσίες, ζητώντας από αυτόν ό,τι έχει ο καθένας ανάγκη … Και πραγματικά, εάν κάποιος φτιάξει την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει βεβαίως ότι ο φίλος του βρίσκεται μέσα στην εικόνα ούτε τα μέλη του σώματος του έχουν εγκλεισθεί μέσα στην ζωγραφιά, αλλά θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει την τιμή που αποδίδει στο φίλο του. » (Πορφύριος: «Περί αγαλμάτων», βλέπε βιβλιογραφία) Επιχειρήματα, τα οποία μερικούς αιώνες αργότερα προέβαλαν σε όμοια μορφή οι ορθόδοξοι «εικονολάτρες» χριστιανοί στους «εικονοκλάστες» και καθ” όλη τη δεύτερη μ.Χ. χιλιετία, μέχρι των ημερών μας, όλοι οι χριστιανοί στους μωαμεθανούς ανεικονιστές. Αν δεχθούμε προς στιγμήν ότι οι αρχαίοι Έλληνες προσκυνούσαν πέτρες, ξύλα και μέταλλα, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι και οι «εικονολάτρες» χριστιανοί προσκυνούσαν και προσκυνούν ακόμα ξύλα, πέτρες, τζάμια και ασημικά.
Από το γεγονός όμως ότι τα βιβλία του Πορφύριου, όπως και τα προγενέστερα του Αλεξανδρινού φιλοσόφου Κέλσου (2ος αιώνας μ.Χ., βλέπε βιβλιογραφία) έπρεπε χωρίς εξαίρεση να καούν, με εκκλησιαστική απόφαση (έτος 448) και με νόμο του Ιουστινιανού (Ιουστ. Κώδιξ, Ι1.3), δείχνει ότι οι εχθροί του ελληνικού πνεύματος δεν ενδιαφέρονταν για την αναζήτηση της αλήθειας. Πολύ εγγύτερα βρίσκεται το συμπέρασμα ότι, στόχος των συνειδητών στρεβλώσεων και συκοφαντιών ήταν οι Ελληνίζοντες της ύστερης Αρχαιότητας και η πολιτική επιρροή τους. Πέρα απ” αυτό, αν οι χριστιανοί διανοούμενοι των πρώτων αιώνων εκτιμούσαν πράγματι τα έργα του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίον υποτίθεται ότι καλλιέργησαν στη συνέχεια, όπως ισχυρίζονται σήμερα οι απολογητές εκείνων των εποχών και δραστηριοτήτων, θα έπρεπε εκείνοι ακριβώς οι χριστιανοί πρωτοπόροι να έχουν διαφυλάξει αυτές τις έννοιες από τον κίνδυνο κατάχρησής τους που είχε στόχο την εξύβριση επιφανών προσώπων και έργων ενός ανώτερου πολιτισμού!
Παραθέτουμε στα επόμενα μερικά ακόμα αποσπάσματα από χριστιανικά κείμενα που καταφέρονται κατά των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού και διατυπώνουμε πιθανές ερμηνείες γι” αυτές τις εκδηλώσεις εχθρότητας!
Αθανάσιος ο Μέγας, (αποκαλούμενος homunculus δλδ. ανθρωπάκι, μάλλον Αιθίοπας εκ καταγωγής): «Δεν είχε αποκαλυφθεί η μωρία της ελληνικής φιλοσοφίας, παρά μόνο όταν η αληθινή σοφία του θεού φανέρωσε τον εαυτό της στη Γη» (Περί ενανθρωπίσεως, 46.17-19).
Ιωάννης Χρυσόστομος, (Γιοχάναν, εκ Δαμασκού Συρίας, αμφιλεγόμενης καταγωγής):
«Εάν δε κοιτάξεις στα ενδότερα των Ελλήνων θα δεις τέφρα και σκόνη και τίποτε υγιές, αλλά σαν τάφος ανοιγμένος είναι ο λάρυγγας αυτών, γεμάτος ακαθαρσίες και ιχώρ (έμπυο) και τα δόγματά τους γεμάτα σκουλήκια. Εμείς δε δεν παραιτούμαστε της κατ” αυτών μάχης» (Εις τον “Αγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν, 59, 370, 7-11).
«Όσο πιο βάρβαρο ένα έθνος φαίνεται και της ελληνικής απέχει παιδείας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα… Ούτος ο (πιστός) βάρβαρος, την οικουμένη ολάκερη κατέλαβε … και ενώ πάντα τα των Ελλήνων σβήνουν και αφανίζονται, τούτου (του πιστού βάρβαρου) καθ” έκαστη λαμπρότερα γίνονται». (Εις Ιωάννην 59.31.33).
«Κανείς δεν πρέπει στα παιδιά του, των (Ελλήνων) προγόνων να καλεί τα ονόματα, του πατέρα, της μητέρας, του παππού και του προπάππου, αλλά αυτά των δικαίων (της Παλαιάς Διαθήκης)». (Περί Κενοδοξίας και πώς δει τους Γονείς Ανατρέφειν τα Τέκνα (690) 641.65).
«Tα παιδιά να υπακούτε στους γονείς σας σύμφωνα με το θέλημα του Kυρίου… Όμως, όταν ο γονέας είναι Έλλην, τότε το παιδί δεν πρέπει να υπακούη» (προς Eφεσίους επιστολή, ομιλία 21, παρ. α).
Βασίλειος ο Μέγας, (Καππαδόκης εκ καταγωγής, ο οποίος λεγόταν αρχικά Μαζάκας):
«Είναι εχθροί οι Έλληνες, διότι διασκεδάζουν καταβροχθίζoντας με ορθάνοιχτο στόμα τον Ισραήλ. Στόμα δε λέγει εδώ ο προφήτης (βλ. Ησαΐας Θ΄11) την σοφιστική του λόγου δύναμη η οποία τα πάντα χρησιμοποίησε για να παραπλανήσει τους εν απλότητι πιστευσάντων». (Εις Προφήτην Ησαϊαν 9.230.8)
«Μη δειλιάζετε από των ελληνικών πιθανολογημάτων… τα οποία είναι σκέτα ξύλα, μάλλον δε δάδες που απώλεσαν και του δαυλού την ζωντάνια και του ξύλου την ισχύ, μη έχοντας δε ούτε και του πυρός την φωτεινότητα, αλλά σαν δάδες καπνίζουσες καταμελανώνουν και σπιλώνουν όσους τα πιάνουν και φέρνουν δάκρυα στα μάτια όσων τα πλησιάζουν. Έτσι και (των Ελλήνων) η ψευδώνυμος γνώση σε όσους την χρησιμοποιούν» (Εις Προφήτην Ησαΐαν Προοίμιον 7.196.3).
Κατά τα τελευταία χρόνια υποστηρίζεται ότι μερικά από τα συγγράμματα που αποδίδονταν παλαιότερα στον Βασίλειο, έχουν γραφτεί μάλλον από άλλο άτομο κι έτσι απαλλάσσεται ο συγκεκριμένος «πατέρας» από την κατηγορία για ανθελληνικό παραλήρημα. Αλλά αυτό -αν αληθεύει- ελάχιστα επηρεάζει την ουσία του θέματος που ενδιαφέρει εδώ: ο έτερος σημαντικός (αλλιώς δεν θα τον μπέρδευαν με τον Βασίλειο) χριστιανός συγγραφέας είχε λοιπόν τις ανθελληνικές αντιλήψεις που φαίνονται από τα αποφθέγματά του.
Ευσέβιος Καισαρείας της Παλαιστίνης, (Παλαιστίνιος εκ καταγωγής): « … Τον φτωχό και πένητα λαό σήκωσες από τα καθόλου ζηλευτά πράγματα και από την ατιμία των παθών και από την κοπριά των ελληνικών βδελυγμάτων και κάθισες αυτόν με τους άρχοντες του Ισραήλ, τον όντως αληθινό λαό του Θεού» (Εκκλησιαστική Ιστορία, 23, 1352, 34-38)
Τίτλοι κεφαλαίων:
Πράξη σωφροσύνης είναι η εγκατάλειψη της ελληνικής πλάνης.
Εγκαταλείψτε όσα οι Έλληνες φυσικοί φιλόσοφοι περί αρχών εισηγήθηκαν.
Περί των αρχαιότερων Εβραίων και γιατί τας γραφάς αυτών, από των ελληνικών λόγων προτιμήσαμε.
Γιατί μετά από λογική κρίση και σώφρονα λογισμό την ιστορία των Εβραίων παραδεχθήκαμε. (Ευσέβιος «Κλείς Πατρολογίας»).
Τατιανός, μέγας απολογητής, (Tatianus, Αραμαίος εκ Μεσοποταμίας): «Οι Έλληνες ούτε είχαν ούτε δημιούργησαν τίποτα δικό τους, αλλά όλα τα παρέλαβαν από τους βαρβάρους, μόνο και μόνο για να προξενήσουν κακό» (Προς Έλληνας)
Γρηγόριος εκ Ναζιανζού της Καππαδοκίας, (αποκαλούμενος Θεολόγος, πιθανόν ελληνικής καταγωγής) προς τον αδελφό του Καισάριο: «… ελληνίζεις επικίνδυνα!»
Αυτά αποτελούν δε μόνο μικρό τμήμα των ανθελληνικών αποσπασμάτων.  ανάλογα εδάφια από μελέτες και λόγους υπάρχουν πολλές εκατοντάδες στα πατερικά και, γενικότερα, στα εκκλησιαστικά κείμενα των Εφραίμ του Σύρου, Αναστάσιου του Σιναΐτη, Ιωάννη Δαμασκηνού, Κύριλλου Ιεροσολύμων κ.ά. Οι θεωρητικοί του χριστιανισμού, κυρίως οι Σύριοι και οι Αφρικανοί, αλλά λιγότερο οι Αλεξανδρινοί του 3ου αιώνα, καθυβρίζουν με κάθε διαθέσιμο τρόπο τις μεγάλες προσωπικότητες της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας.
Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι ήταν καταρχάς «τυφλοί που διδάσκουν κωφούς», ο Πλάτων είχε αντιγράψει τις ιδέες του Μωϋσή, ο στωικός Ζήνων ήταν φαιδρός και προπαγανδιστής του κανιβαλισμού (!), ο Ηράκλειτος αυτοδίδακτος (άρα άνευ αξίας!) και αλαζών, ο Αριστοτέλης δε χαμερπής, αυλοκόλακας κ.ά. Ιδιαίτερα οι συκοφαντίες και ύβρεις του Ιωάννη Χρυσοστόμου κατά των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού ο οποίος, πέρα από τις παροιμιώδεις αντισημιτικές εξάρσεις του, θεωρούσε και τους Έλληνες φιλόσοφους συνολικά ως «δειλούς, αλαζόνες φιλόδοξους που ποτέ δεν έκαναν το σωστό» – αυτό που θεωρούσε σωστό ο συγκεκριμένος αλαζών και μισέλληνας κληρικός, γεμίζουν εύκολα ένα ολόκληρο βιβλίο (βλέπε βιβλιογραφία)! Ο συγκεκριμένος Ιωάννης είχε αντικαταστήσει τα γιατροσόφια του Ιπποκράτη για την καταπολέμηση ασθενειών και ενοχλήσεων, π.χ. για τον πονοκέφαλο, με εξορκισμούς.
Συνολικά, οι «πατέρες» του χριστιανισμού προβάλλουν παραδειγματικά με το μίσος τους κατά του Ελληνισμού αυτό που περιέγραψε μια χιλιετία αργότερα ο φιλόσοφος Έρασμος στο έργο του «Μωρίας Εγκώμιο» (1509): η (μεσανατολική) μωρία προβάλλεται ως σοφία και η (αρχαιοελληνική) σοφία συκοφαντείται ως μωρία.
Μία ερμηνεία
Επιχειρώντας μία ερμηνεία γι” αυτόν τον απίστευτο καταιγισμό ύβρεων και ψευδολογιών κατά του ελληνικού πολιτισμού και των εκπροσώπων του, σημειώνουμε καταρχάς ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι προαναφερόμενοι και άλλοι επιφανείς πατέρες και απολογητές του χριστιανισμού, όπως επίσης οι απόστολοι και ισαπόστολοί του, δεν ήταν Έλληνες και, σχεδόν όλοι, είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σε εξωελληνικό περιβάλλον. Προέρχονταν ουσιαστικά από τους ανατολικούς λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Περσίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και, το σημαντικότερο, ήταν τέκνα του ανατολικού μεταφυσικού μυστικισμού.
Αυτό δεν αναφέρεται για λόγους ανθρώπινης και εθνικής διαβάθμισης αλλά για να επισημανθεί ότι οι λαοί από τους οποίους προέρχονταν αυτοί οι διανοούμενοι και οι οποίοι βρέθηκαν σε πολιτισμική σύγκρουση στο ενιαίο πολυεθνικό, πολυφυλετικό και πολυγλωσσικό ρωμαϊκό κράτος, δεν είχαν παράδοση στήριξης της παιδείας, δεν είχαν παράδοση ανάπτυξης των επιστημών, δεν είχαν παράδοση έξαρσης των τεχνών, δεν είχαν παράδοση αθλητικού συναγωνισμού, δεν είχαν να επιδείξουν οποιαδήποτε συλλογική δημιουργία, η οποία θα μπορούσε να τους διαφοροποιήσει από το γνωστό πολιτισμικό επίπεδο του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου.
Σε κλίμακα αιώνων, ο κατακλυσμός του ελληνόφωνου χώρου από προπαγανδιστές της «νέας θρησκείας» μπορεί να εκτιμηθεί ως νέα προσπάθεια και οριστική επίτευξη του παλαιού στόχου για επιβολή της ασιατικής δεσποτείας που είχαν επιχειρήσει η Πέρσες στο Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες και στη Σαλαμίνα.
Ήταν βέβαια ελληνόφωνοι αυτοί οι διανοούμενοι αλλά ήταν τόσο Έλληνες, όσο είναι σήμερα Εγγλέζοι οι κάτοικοι των Ινδιών και του Πακιστάν ή των νησιών της Καραϊβικής που συνεννοούνται μεταξύ τους αγγλικά ή όσο είναι Ισπανοί οι κάτοικοι των Φιλιππίνων! Οι σημαντικότεροι «πατέρες» που βρίσκονταν στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είχαν γνωρίσει τον ελληνικό ορθολογικό ανθρωποκεντρισμό, όπως και ο Ρωμανός, ως ξένη ιδεολογία και τον είχαν σπουδάσει στις σχολές της εποχής, στις οποίες διδάσκονταν ο Όμηρος και οι Αθηναίοι φιλόσοφοι. Ενδιαφέρον είναι βέβαια να εκτιμηθεί, ποιοι λόγοι μπορεί να τους οδήγησαν σ” αυτή την εχθρική τοποθέτηση.
Κεντρική θέση μας είναι ότι, η εχθρική στάση αυτών των «πατέρων» απέναντι στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, δεν είχε θρησκευτικά αίτια αλλά σχετιζόταν με πολιτικά κινήματα της εποχής και επιδιώξεις διαφόρων κοινωνικών και εθνικών ομάδων. Καταρχάς, οι Ελληνίζοντες είχαν κατά τη μέση και ύστερη Αρχαιότητα σαφή πολιτισμική υπεροχή και η ευχέρειά τους για παρεμβάσεις και επιρροή στα κέντρα εξουσίας, στο παλάτι και στο στρατό, όπου παίρνονταν οι ουσιαστικές αποφάσεις, ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες από αυτές άλλων εθνικών και κοινωνικών ομάδων, ανερχόμενων ή μονίμως παραμελημένων. Αυτές οι παρεμβάσεις των Ελληνιζόντων, συγκλητικών και ανεξάρτητων διανοουμένων, είχαν δε απώτερο σταθερό στόχο την αποδυνάμωση της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος και την προώθηση κάποιων, προφανώς ασαφών, μοντέλων συμμετοχής, σε ανάμνηση της λειτουργίας των ελληνικών πόλεων.
Για να μην επεκταθούμε δε σε γενικότερα πολιτικά και κοινωνικά θέματα της εποχής, ας αρκεστούμε εδώ στο παράδειγμα του συστηματικού διωγμού της κοσμικής, της ονομαζόμενης από τους χριστιανούς «θύραθεν παιδείας» και στο κλείσιμο της «ειδωλολατρικής» Πλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας από τον Ιουστινιανό το έτος 529. Αυτές οι ενέργειες δεν είχαν θρησκευτικό κίνητρο, έστω κι αν έτσι φαίνεται ή αυτό απέμεινε και διαδίδεται σήμερα μέσω της σχολικής εκπαίδευσης.
Ο βασικός λόγος ήταν πολιτικός: η αποθάρρυνση και υποβάθμιση μέσω της παιδείας των Ελληνιζόντων που στήριζαν την αποδυνάμωση της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος, η οποία εύρισκε στήριγμα στο χριστιανικό θεοκρατικό οικοδόμημα. Απ” την άλλη πλευρά, η χριστιανική ιδεολογία ευνοούσε τον αυτοκρατορικό θεσμό και την απολυταρχία, αφού αποτελούσε «ελέω θεού βασιλεία», ήταν δηλαδή προδιαγεγραμμένη και ευλογημένη από τον ίδιο το θεό! Ο Παλαιστίνιος Ευσέβιος Καισαρείας, διαπρεπής καιροσκόπος και αυτοκρατορικός αυλοκόλακας, είχε καταγράψει απολογούμενος ήδη από τον 4ο αιώνα στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του ότι, «οι εθνικοί υποχώρησαν, όχι από τις διώξεις και τις καταστροφές των χριστιανών, αλλά γιατί είχαν πολυθεΐα και πολυαρχία. Ένας μόνον Θεός πρέπει να υπάρχει στους ουρανούς και, κατ” επέκτασιν, μοναρχία στην κοινωνία των ανθρώπων». Η σκέψη ότι έγινε η επιλογή του μονοθεϊσμού ως θρησκευτικής αρχής από τους Ρωμαίους στρατηγούς για να θεμελιωθεί η απόλυτη εξουσία του αυτοκράτορα, δεν είναι μακριά…
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ήδη από το 2ο αιώνα π.Χ. είχε μεθοδευτεί άγριος διωγμός της ελληνόφωνης ιθύνουσας τάξης στην Αλεξάνδρεια από τον Πτολεμαίο Ζ” Ευεργέτη. Αυτός ο διωγμός ήταν συνέπεια της εχθρότητας των γηγενών προς τους Έλληνες, οι οποίοι συγκροτούσαν σχεδόν αποκλειστικά την επιστημονική τάξη στον τότε γνωστό κόσμο. Αυτή η «ανθελληνική παράδοση» συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρασε στους χριστιανούς «πατέρες» και διατηρήθηκε, μέχρι που αποδεσμεύτηκαν οι λαοί της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής από την ελληνική και ρωμαϊκή πολιτική και πολιτισμική εξάρτηση με την αραβική επέκταση και τον ισλαμισμό.
Σε μια μελέτη του έτους 1994 για το θέμα της καταστροφής έργων πολιτισμού από χριστιανούς αναφέρεται ότι: «(Στη Συρία – Φοινίκη – Παλαιστίνη) δεν έχουμε μια αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά ένα ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο εθνικό κίνημα με αμφίεση βέβαια, θρησκευτική» (Π. Αθανασιάδη: «Το λυκόφως των θεών στην Ανατολική Μεσόγειο», Περιοδικό «Ελληνικά», τ. 44, Θεσσαλονίκη 1994).
Σήμερα, δεν είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε, κρίνοντας αναδρομικά, ότι οι λαοί γύρω από τον ελληνόφωνο χώρο της Αρχαιότητας χειραγωγούνταν πολιτισμικά και για πολλούς αιώνες από τους ελληνικούς πληθυσμούς, με τους οποίους όμως δεν μοιράζονταν συνείδηση κοινής ιστορίας. Αργότερα επεβλήθησαν σ” αυτούς τους λαούς βιαίως οι αντιλήψεις και πρακτικές των Ελλήνων, αρχικά στη μακεδονική και αργότερα στη ρωμαϊκή εκδοχή τους, με τις διαστρεβλώσεις και τους πολλαπλούς εκφυλισμούς που είχαν εντωμεταξύ υποστεί αυτές οι αντιλήψεις και πρακτικές. Η επιβαρημένη συλλογική ιστορική μνήμη αξιοποιήθηκε από τους διανοούμενους αυτών των λαών κατά των Ελληνιζόντων και των έργων του ελληνικού πολιτισμού, όταν στις δεκαετίες της ύστερης Αρχαιότητας δόθηκε η πολιτική ευκαιρία με την εμπέδωση της απολυταρχικής «ελέω θεού» εξουσίας.
Ως όχημα για την εθνική και προσωπική ανέλιξη των αντιπάλων του Ελληνισμού, αφού για φιλοσοφική και επιστημονική ανάδειξη δεν υπήρχε το απαραίτητο κοινωνικό υπόβαθρο και πιθανόν δεν ήταν διαθέσιμα και τα απαιτούμενα εφόδια, αξιοποιήθηκε μία επίσης ξενόφερτη ιδεολογία, η νέα θρησκεία με ιουδαϊκή καταγωγή και με εργαλείο επιβολής την ισχύ των ρωμαϊκών όπλων. Αυτή η, από τη μονοθεϊστική φύση της, ολοκληρωτική ιδεολογία, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ρωμαϊκής εξουσίας για διατήρηση της συνοχής του κράτους και μακροημέρευση του εκάστοτε αυτοκράτορα στην κορυφή του, οδήγησε σε αγαστή συνεργασία κράτους και εκκλησίας, τη λεγόμενη «συναλληλία».
Το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι από τους πατέρες του χριστιανισμού είχαν ελληνική παιδεία και γνώριζαν επαρκώς τη φιλοσοφία δεν απαντάει σε κανένα από τα προαναφερόμενα ερωτήματα. Η ιδέα ότι όποιος έχει «μελετήσει» κάτι το εκτιμάει επίσης, είναι προφανώς άστοχη. Ίσως δε η βαθιά γνώση της ελληνο-ρωμαϊκής φιλοσοφίας να δημιουργούσε και την έντονη αντιπάθεια, λόγω φθόνου ή απελπισίας για έλλειψη αντεπιχειρημάτων. Να μην παραβλεφθεί επίσης η ύπαρξη αισθημάτων εκδίκησης για όσα πραγματικά ή νομιζόμενα δεινά είχαν υποστεί οι λαοί γύρω από τον ελληνόφωνο χώρο από τις επιδρομές των Μακεδόνων και των Ρωμαίων.
Ειδικά στις αρχές του 21ου αιώνα αντιμετωπίζουμε το φαινομενικά παράδοξο, άτομα αραβικής ή ινδο-πακιστανικής καταγωγής που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και σπούδασαν σε δυτικό περιβάλλον να «θυσιάζονται» για θρησκευτικούς λόγους, σπέρνοντας το θάνατο και σε δεκάδες άλλους συνανθρώπους τους. Το φαινόμενο δε, ακόμα και Ελλήνων που φοιτούν σε δυτικές χώρες, να επιστρέφουν στην πατρίδα τους και να συκοφαντούν, συχνά με αισθήματα μίσους τη χώρα και το λαό που τους φιλοξένησε στα χρόνια των σπουδών τους, κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι. Εκτιμούμε ότι κύριος παράγοντας γι” αυτά τα χάσματα είναι, αφενός οι πολιτισμικές διαφορές, οι οποίες δεν καλύπτονται με κάποια πρόωρη οικονομική άνοδο, αλλά απαιτούν μακρόχρονη εμπέδωση σε κλίμακα γενεών και, αφετέρου, η προσωπική ανασφάλεια που προκύπτει από την ελλιπή παιδεία, τότε λόγω της γενικότερης πολιτισμικής υποβάθμισης και τώρα λόγω απορρίψεώς της από θρησκευτικούς φονταμενταλιστές κάθε προελεύσεως και προσανατολισμού.
Η προτεραιότητα του εθνικού και κοινωνικού στόχου έναντι του θρησκευτικού επιβεβαιώνεται και από τη μεταγενέστερη συμπεριφορά των διανοουμένων χριστιανών στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας (Λιβύη, Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Συρία, Ανατολία κ.ά.), οι οποίοι έβλεπαν ότι το νέο σχήμα λειτουργίας του κράτους, με ενωτική ιδεολογία το χριστιανισμό, άφηνε τους λαούς τους και πάλι εκτός επιρροής στην κεντρική εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι σ” αυτές ακριβώς τις χώρες διαδίδονταν εύκολα οι «αιρέσεις» με συνήθως ασήμαντες διαφοροποιήσεις από τα κεντρικά θρησκευτικά δόγματα. Διάφοροι γνωστικισμοί, μοντανισμός, μανιχαϊσμός, απολλιναρισμός, αρειανισμός, μονο- ή μιοφυσιτισμός, μεσαλιανισμός, νεστοριανισμός, δονατισμός κ.ά. ήταν δοξασίες και αιρέσεις που δημιουργήθηκαν και/ή εξαπλώθηκαν στη Συρία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Ανατολία, τη Μεσοποταμία, την Περσία κ.α. Αποτέλεσμα αυτών των δογματικών διαφοροποιήσεων και, ουσιαστικά, εθνικών αποσχιστικών κινημάτων, ήταν να υφίστανται αυτοί οι λαοί, αρχικά την «πνευματική» εχθρότητα της Ρώμης και της Κων/πολης, στη συνέχεια δε στρατιωτική καταπίεση, διώξεις και σφαγές.
Έτσι, όταν εξασθένησε η επιρροή της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές τους και ήρθε στο προσκήνιο ο μωαμεθανισμός, προσχώρησαν οι λαοί της τότε βυζαντινής περιφέρειας με ευκολία στη νέα θρησκεία η οποία, αφενός ήταν προσαρμοσμένη πολύ καλύτερα στις συνθήκες ζωής και ανάγκες αυτών των πληθυσμών και, αφετέρου, δεν απείχε πολύ από τη χριστιανική ή, όπως γράφει ο Runciman: «Η πίστη που κήρυττε ο Μωάμεθ ήταν εγγύτερα στη δική τους (των Μονοφυσιτών) απ” ότι η Ορθοδοξία της Χαλκιδόνας…» («Η Βυζαντινή Θεοκρατία», βλέπε βιβλιογραφία). Μια νέα θρησκεία αποτέλεσε λοιπόν και σ” αυή την περίπτωση όχημα για τη μετάβαση στην καινούργια εποχή με μεγαλύτερη δυνατότητα επιρροής των παραμελημένων εθνικών και κοινωνικών ομάδων της αυτοκρατορίας (K. Deschner: «Kriminalgeschichte des Christentums», βλέπε βιβλιογραφία).
Ανάλογα ήταν τα φαινόμενα κατά την εύκολη εξάπλωση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, από τον 11ο αιώνα και μετά. Τα οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα και το αίσθημα της παραμέλησης από το κέντρο αποφάσεων ωθούσαν τους ανθρώπους στις υπότουρκες περιοχές σε μαζικές προσχωρήσεις στη θρησκεία της νέας εξουσίας, δεδομένου ότι οι προσήλυτοι απαλλάσσονταν από τον κεφαλικό φόρο (τζίζιε) που πλήρωναν οι «άπιστοι» και είχαν ελαφρύτερο αγροτικό φόρο. “Αλλοι λόγοι ήταν η ευκολία με την οποία αποκτούσαν διοικητικές θέσεις και αγροτικές εκτάσεις (Σπύρου Βρυώνη: «Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία …», βλέπε βιβλιογραφία). Πάντως, οι μοναχοί των μοναστηριών στον “Αθω δήλωσαν υποταγή στους Οθωμανούς, πριν καν αυτοί εδραιώσουν την κυριαρχία τους στα Βαλκάνια, ήδη από το έτος 1372, με αντάλλαγμα την επικύρωση των τίτλων ιδιοκτησίας των κτημάτων τους (C. Mango: «Βυζάντιο», βλέπε βιβλιογραφία). Το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας που διαθέτουν ακόμα, αλλά χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, διάφορες επισκοπές και μονές στην Ελλάδα, έχουν προέλευση από εκείνη την εποχή, όπου κάθε αυτοκράτορας, ηγεμόνας ή κατακτητής «δώριζε» σημαντικές εκτάσεις γης, οι οποίες φυσικά δεν του ανήκαν, με μόνο κριτήριο την προσήλωση των ευνοουμένων στην εκάστοτε νέα εξουσία.
Ενδιαφέρον είναι δε ότι, στις δύσκολες περιστάσεις υποχώρησης έναντι νέων πολιτικών και θρησκευτικών εξουσιών, επικαλούνταν οι χριστιανοί στην επιχειρηματολογία τους, αμυνόμενοι έναντι της ισλαμικής προπαγάνδας, τους αρχαίους φιλοσόφους. Σε δημόσιες αντιδικίες που διοργανώνονταν μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών ιερωμένων για να διερευνηθεί ποια ήταν η «αληθινή θρησκεία», οι χριστιανοί προέβαλαν το επιχείρημα ότι «το Κοράνι αποκλίνει από την ουσία του νόμου του θεού και από τα διδάγματα των φιλοσόφων περί αρετής… » Μέσα στην απελπισία της κατάρρευσης, πάλι οι Έλληνες και Ρωμαίοι φιλόσοφοι επιστρατεύονται (νεότεροι, π.χ. ο φιλόσοφος Ιωάννης Ιταλός, δεν αφέθηκε να δημιουργήσει ορόσημα στον προβληματισμό περί αρετής), τους οποίους αρχαίους φιλοσόφους όμως η Εκκλησία, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες εξύβριζε και μέχρι των ημερών μας αποκαλεί (Ακάθιστος Ύμνος) «ασόφους» …
Συμπληρωματικά στοιχεία
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες υπάρχει βέβαια και μικρός αριθμός επιφανών «πατέρων» με ελληνική καταγωγή, οι οποίοι διέθεταν κατά κανόνα αξιόλογη παιδεία και συμμετείχαν επίσης στο χορό της συκοφάντησης του Ελληνισμού. Αυτοί οι «πατέρες» συμβάλλουν επίσης με αυθαίρετους ισχυρισμούς στην προσπάθεια μηδενισμού του Ελληνισμού, για παράδειγμα ο Κλήμης Αλεξανδρείας (~150 – ~215), πιθανόν Αθηναίος εκ γενετής. Ο συγκεκριμένος εκρωμαϊσμένος Έλληνας (Titus Flavius Clemens) ισχυρίζεται στην αλλαγή από το 2ο στον 3ο μ.Χ. αιώνα ότι οι Έλληνες έχουν «κλέψει» τα πάντα από ανατολικούς σοφούς, «Έλληνες κλέπται πάσης γραφής!» (Στρωματείς 1,5). Αν είχε διατηρήσει έστω και ίχνος ελληνικότητας ο Κλήμης, προφανέστατα δεν θα συκοφαντούσε τόσο άκριτα τους συμπατριώτες του και τον εαυτό του, δεδομένου ότι την ίδια στιγμή καπηλεύεται ο ίδιος, συστηματικά αλλά ανομολόγητα, ιδέες της ελληνικής φιλοσοφίας και τις ενσωματώνει στο κήρυγμα και στα γραπτά του. Βέβαια, από τη στιγμή που απέβαλε ο συγκεκριμένος «πατέρας» την όποια ελληνικότητά του και υιοθέτησε για τον εαυτό του ρωμαϊκά ονόματα, είναι αυτονόητο ότι δεν διέθετε πλέον και την απαιτούμενη ελληνική συνείδηση για να εκτιμήσει ένα πατρογονικό πολιτισμό, στου οποίου την κατεδάφιση συνέβαλε ενθέρμως.
Κι επειδή δυσκολεύονταν πάρα πολύ όλοι αυτοί να αποκρύψουν την προέλευση των κεντρικών ιδεών στα γραπτά τους ή να εξαφανίσουν από τις συζητήσεις και το πνεύμα της εποχής τις ελληνικές επιρροές εφευρίσκουν, άλλοι την «παρέμβαση του διαβόλου» (Ιουστίνος ο Μάρτυρας, 2ος αιώνας), ο οποίος διάβολος «αντέγραψε και εμφάνισε αυτά που θα πίστευαν οι χριστιανοί μετά» και άλλοι το ιδεολόγημα της «προτύπωσης»: ισχυρίζονται δηλαδή ότι η ελληνική φιλοσοφία έχει ενταχθεί από τη «θεία πρόνοια» στην προετοιμασία για υποδοχή του χριστιανισμού! Ο Ωριγένης, επιφανής «εκκλησιαστικός πατέρας» του 3ου αιώνα με ελληνική καταγωγή, καταλήγει στο «Κατά Κέλσου» σύγγραμμά του: «… φιλαληθώς περί τινων μαρτυρούμεν Ελλήνων φιλοσόφων, ότι επέγνωσαν τον θεόν, επεί ο θεός αυτοίς εφανέρωσεν…» Αυτό το επιχείρημα αντιστράφηκε όμως σύντομα εναντίον των χριστιανών, όταν η νεότερη μωαμεθανική θρησκεία επικαλέσθηκε επίσης την προτύπωση για να εξηγήσει διάφορα σημεία «αντιγραφής» της από τον ιουδαϊσμό, το χριστιανισμό και κάποιες τοπικές θρησκείες της Αραβίας!
“Αλλη μια όμοια αντιστροφή επιχειρημάτων και μεθοδεύσεων προέκυψε στο θέμα της οικειοποίησης και χρήσης λατρευτικών χώρων. Περί το έτος 600 έλεγε ο επίσκοπος Ρώμης Γρηγόριος Α’, ο Μέγας και άγιος της ορθόδοξης Εκκλησίας: «Πρέπει να προσέξουμε πρώτα από όλα να μην εξοργίσουμε τους ειδωλολάτρες και να μην καταστρέφουμε τους ναούς τους. Πρέπει να καταστρέφουμε μόνο τα είδωλα και έπειτα να ραντίζουμε το μέρος με αγιασμό και να τοποθετούμε μέσα του άγια λείψανα. Αν οι ναοί αυτοί είναι καλοκτισμένοι, μάς συμφέρει να τους μετατρέπουμε απλώς από χώρο λατρείας των δαιμόνων σε χώρο λατρείας του αληθινού Θεού». Περίπου μια χιλιετία αργότερα γράφει ο Οθωμανός ιστορικός Σαν αλ-Ντιν σε μια περιγραφή της κατάκτησης της Κων/πολης που συνέταξε κατά το 16ο αιώνα: «…Οι (χριστιανικοί) ναοί της Πόλης καθαρίστηκαν από τα ποταπά είδωλα και τις βρώμικες ειδωλολατρικές ακαθαρσίες, σβήστηκαν οι εικόνες τους και στήθηκαν μωαμεθανικοί βωμοί και άμβωνες … οι ναοί των απίστων μετατράπηκαν σε τζαμιά των πιστών και οι ακτίνες του φωτός του Ισλάμ έδιωξαν τις στρατιές του σκότους, όπου μέχρι τότε ζούσαν οι αισχροί άπιστοι …» (P. Sherrad: Constantinople, Iconography of a Sacred City, Λονδίνο 1965.) Οι «εξαγνισμοί» που είχαν μεθοδεύσει οι χριστιανοί εναντίον των εθνικών ιερών, επαναλαμβάνονταν από τον 11ο αιώνα στη Μικρά Ασία και από το 15ο αιώνα και στα Βαλκάνια, σε βάρος τους εκ μέρους των μωαμεθανών. Ανταγωνισμός πολιτισμών ως σύγκρουση μεταξύ «αληθινών» θρησκειών…
Όταν εμπεδώθηκε στους χριστιανούς η αντίληψη για την «ασημαντότητα» του ελληνικού πολιτισμού και την «ανωτερότητα» της ιουδαϊκής κοσμοαντίληψης, ελάττωσαν οι νεότεροι εκκλησιαστικοί ηγέτες τις επιθέσεις κατά του Ελληνισμού και αφοσιώθηκαν στον αγώνα αμοιβαίας εξοντώσεως, αλλά και κατά των «αιρετικών» και κατά των Εβραίων. Στο σταδιακά συρρικνούμενο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας που είχε επικρατήσει εντωμεταξύ απόλυτα η πολιτισμικά ισχυρή και συγκροτημένη ελληνική γλώσσα και καλλιεργείτο από τους διανοουμένους το ελληνικό πνεύμα, επανερχόταν βέβαια κάθε τόσο το ερώτημα, πώς και πόσο μπορεί να σταθεί μια, και για εκείνη την εποχή, οπισθοδρομική κοσμοαντίληψη από την Ιουδαία, μπροστά στα έργα και τα διδάγματα του ελληνικού πολιτισμού;
Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός επενέβαινε τότε δυναμικά, σε στενή συνεργασία με το κράτος, κατά των Ελληνιζόντων ώστε να αποτρέπει «παρεκτροπές», οι οποίες θα έθεταν σε κίνδυνο όλο το σύστημα εξουσίας. Ακόμα και επιφανείς ιερωμένοι που διέπρεψαν στην πάροδο των αιώνων ως Ελληνιστές, δηλαδή μελετητές της ελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας (Μιχαήλ-Κων/νος Ψελλός, Ιωάννης Ιταλός, Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων κ.ά.), αναγκάζονταν, άλλοτε για λόγους πολιτικής ορθότητας και άλλοτε φοβούμενοι διώξεις, να αποσιωπούν ή να συγκαλύπτουν τις μελέτες τους, επειδή σ” αυτές «υποτάσσουν την πίστιν εις την φιλοσοφίαν» – που σημαίνει ότι πολλοί από αυτούς προσπαθούσαν να απελευθερωθούν από την αποπνικτική θεοκρατική κοσμοαντίληψη!
Ειδικότερα το 1082 καταδικάστηκε ο «ύπατος των φιλοσόφων» Ιωάννης Ιταλός με έντεκα αναθέματα σε υποχρεωτικό μοναστικό εγκλεισμό. Το σκεπτικό του ευνούχου και αμόρφωτου πατριάρχη Ευστράτιου Γαρίδα που ανακοίνωσε εν συνόδω την ποινή, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο Ιταλός ήταν «Ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος στασιαστής κατά της Νέας Ρώμης» και διέδιδε «… μακάβριες διδασκαλίες των Ελλήνων (Πλάτωνα και Νεοπλατωνικών) σε σχέση με την ψυχή, τη μετεμψύχωση, το σώμα, με το οποίο θα αναστηθούν οι άνθρωποι κατά τη δεύτερη παρουσία, τήν άρνηση του εκκλησιαστικού δόγματος ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός…» (Bautz Lexikon, βλέπε βιβλιογραφία)
Αλλά και στα κείμενα πάμπολλων εκκλησιαστικών αφορισμών κατά διανοουμένων, κατά κανόνα κληρικών, βασική κατηγορία εναντίον τους ήταν η μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Για παράδειγμα, ο Ισαάκ Αργυρός (~1300-1370) που ενεπλάκη σε αντιδικίες με τους Ησυχαστές, αφορίστηκε με το σκεπτικό: «Ισαάκ Αργυρόν τον ιού μεστόν, τον και πολύ το κίβδηλον της Ελλήνων φλυαρίας πλουτήσαντα … ανάθεμα» (= ανάθεμα στον Αργυρό που ήταν γεμάτος δηλητήριο και ο οποίος είχε πολύ πλουτήσει από την κίβδηλη φλυαρία των Ελλήνων).
Έσχατος ανθελληνισμός στους αιώνες του δωσιλογισμού
Στα χρόνια της έσχατης βυζαντινής παρακμής, όταν για μερικές δεκαετίες οι Οθωμανοί αποσπούσαν σχεδόν ανενόχλητοι εδάφη από την αυτοκρατορία, όσοι από τους διανοούμενος δεν είχαν διαφύγει στη Δύση, σκιαμαχούσαν στην Πόλη και σε άλλα κέντρα ως αριστοτελιστές ή πλατωνιστές και παράλληλα αντιδικούσαν υπέρ ή κατά της «ένωσης των εκκλησιών». Ο Γεώργιος Σχολάριος (ο μετέπειτα διορισθείς από τον σουλτάνο οικουμενικός πατριάρχης Γεννάδιος) προσπαθούσε την ίδια εποχή να συγκρατήσει τις πνευματικές εξελίξεις και έκαιγε δημόσια πλατωνικά και νεοπλατωνικά συγγράμματα, ενώ ταυτόχρονα έστελνε μηνύματα καταστολής προς κάθε κατεύθυνση. Σε επιστολές του στον κυβερνήτη της Πελοποννήσου έγραφε ο Σχολάριος: «… τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας Ελληνιστάς και πυρί και σιδήρω και ύδατι και πάσι τρόποις εξαγάγετε τής παρούσης ζωής … ράβδιζε, είργε, είτα γλώτταν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ.» («Παλαιολόγια – Πελοποννησιακά» από τον Σ. Λάμπρου)
Ο ίδιος υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος, ο οποίος εισήλθε στο ιερατικό σώμα το 1450 και ήδη το 1453 διορίστηκε από το σουλτάνο οικουμενικός πατριάρχης, δήλωσε, όταν ρωτήθηκε αν είναι Έλλην, «… ει τις έροιτό μοι τις ειμί, αποκρινούμαι Χριστιανόν είναι» («… αν με ρωτήσει κάποιος τι είμαι, θα του απαντήσω Χριστιανός», (Ι. Κακριδής: «Οι Αρχαίοι Ελληνες στην Νεοελληνική Λαική Παράδοση», ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978.) Να σημειωθεί δε ότι, στα ύστερα βυζαντινά χρόνια κάθε άλλο παρά κατακριτέο ήταν να δηλώνεις Έλληνας, όπως χαρακτηρίζει ο Νικόλαος Καβάσιλας (1322-1391) τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, όπως γράφει ο Κύπριος Αθανάσιος Λεπενδρηνός «περί πάντων των Ελλήνων των εν Κύπρω» και όπως πρωτοχρησιμοποιεί ο Δημήτριος Κυδώνης (γενν. 1398) τον όρο «Ελλάς» για το χαρακτηρισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας!
Η απαρχή του «ελληνικού πατριωτισμού» φαίνεται να έχει τις ρίζες της στην εποχή των Κομνηνών και πιθανότατα οφείλεται, τόσο στην αντιπαλότητα με ομόδοξους βαλκανικούς λαούς, Σέρβους και Βουλγάρους, όσο και στη συνεχή ανάδειξη «Ελληνιστών», οι οποίοι έβρισκαν ανεπαρκή την ανατολίτικη θεοσοφία. Η λέξη «Έλληνας» που είχαν συκοφαντήσει και διασύρει οι συμπλεγματικοί εκκλησιαστικοί πατέρες, ακόμα κι αν κάποια εποχή στους μεσαίους βυζαντινούς χρόνους ταυτιζόταν με την έννοια του «ειδωλολάτρη», είχε ανακτήσει πλέον την αρχική, σωστή σημασία της. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί οποιαδήποτε δικαιολόγηση ότι, δήθεν, ο Σχολάριος εννοούσε τους «ειδωλολάτρες», όταν αρνείτο ότι είναι Έλληνας – θα ήταν και γελοίο να χαρακτηρίσει κάποιος έναν ανώτερο χριστιανό κληρικό ως ειδωλολάτρη. Την ελληνική καταγωγή του απέρριπτε αυτός ο τυχοδιώκτης, ο οποίος είναι, όχι τυχαία, και άγιος της ορθόδοξης εκκλησίας.
Η εξήγηση της συμπεριφοράς του Σχολάριου και άλλων ομοίων του που έζησαν αρκετούς αιώνες, έως και μια χιλιετία μετά τους προαναφερόμενους «πατέρες», είναι φυσικά διαφορετική από τις συμπεριφορές στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Αυτή η εθνικά «αυτοκτονική» τοποθέτησή του μπορεί να εξηγηθεί, τόσο με την πεισματική επιμονή των αντι-ενωτικών κύκλων του Βυζαντίου σε μια ξεπερασμένη και χαμένη από καιρού υπόθεση, όσο και με την προοπτική ηγετικού ρόλου σε συνεργασία με τους «θεόσταλτους» και δήθεν βολικούς Οθωμανούς – αντίληψη που διαχεόταν στο λαό από τους τουρκόφιλους της βυζαντινής παρακμής και κατέληξε, με την πάροδο του χρόνου, στις παιδαριώδεις ιδέες του Κοσμά Αιτωλού: «… έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη.» Στους Οθωμανούς έδινε εξετάσεις ο Σχολάριος και γι” αυτούς προοριζόταν η άρνησή του να θεωρείται Έλληνας, δεδομένου ότι η συμφωνία του με την τούρκικη διοίκηση αφορούσε στη συνεργασία και στην εκπροσώπηση του «ποιμνίου» στο νέο κράτος με την ιδιότητά του ως χριστιανού ιερωμένου και όχι με αυτή του Έλληνα. έτσι απέβαλε χωρίς συστολή κάθε τι περιττό!
Οι διάδοχοι αυτών των εχθρών του ελληνικού πνεύματος διαβάζουν μέχρι σήμερα την «Κυριακή της Ορθοδοξίας» στους ναούς, μεταξύ άλλων και τα εξής:
Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε έτερους ποτέ μεν λάθρα, ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταϊς και διδάσκειν ανενδοιάστως, ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.
Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, αφ” εαυτών και την καθ” ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι και τας πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατον την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον του Δημιουργού, του από του μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα και ως Ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς, ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ
Τοις λέγουσιν ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά αγίων και καθολικών συνόδων και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντας, ως αλλότριοι της καθολικής εκκλησίας δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες εισι κατά πολύ και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων, ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ
Περίπου δώδεκα αιώνες μετά τους χλευασμούς κατά των Ελλήνων του Ρωμανού Μελωδού, τούς «αναθεματίζει» άλλος ένας ποιητής. Ο μεσαιωνικός επιδρομέας το διέπραξε με αλαζονεία, ο σύγχρονος διανοητής επανέρχεται με ταπεινότητα …