Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (15.67-15.129)

Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ τί σ᾽ ἐγώ γε πολὺν χρόνον ἐνθάδ᾽ ἐρύξω
ἱέμενον νόστοιο· νεμεσσῶμαι δὲ καὶ ἄλλῳ
70 ἀνδρὶ ξεινοδόκῳ, ὅς κ᾽ ἔξοχα μὲν φιλέῃσιν,
ἔξοχα δ᾽ ἐχθαίρῃσιν· ἀμείνω δ᾽ αἴσιμα πάντα.
ἶσόν τοι κακόν ἐσθ᾽, ὅς τ᾽ οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι
ξεῖνον ἐποτρύνει καὶ ὃς ἐσσύμενον κατερύκει.
χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν.
75 ἀλλὰ μέν᾽, εἰς ὅ κε δῶρα φέρων ἐπιδίφρια θείω
καλά, σὺ δ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἴδῃς, εἴπω δὲ γυναιξὶ
δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων.
ἀμφότερον κῦδός τε καὶ ἀγλαΐη καὶ ὄνειαρ
δειπνήσαντας ἴμεν πολλὴν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
80 εἰ δ᾽ ἐθέλεις τραφθῆναι ἀν᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος,
ὄφρα τοι αὐτὸς ἕπωμαι, ὑποζεύξω δέ τοι ἵππους,
ἄστεα δ᾽ ἀνθρώπων ἡγήσομαι· οὐδέ τις ἥμεας
αὔτως ἀππέμψει, δώσει δέ τι ἕν γε φέρεσθαι,
ἠέ τινα τριπόδων εὐχάλκων ἠὲ λεβήτων
85 ἠὲ δύ᾽ ἡμιόνους ἠὲ χρύσειον ἄλεισον.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
βούλομαι ἤδη νεῖσθαι ἐφ᾽ ἡμέτερ᾽· οὐ γὰρ ὄπισθεν
οὖρον ἰὼν κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν ἐμοῖσιν·
90 μὴ πατέρ᾽ ἀντίθεον διζήμενος αὐτὸς ὄλωμαι,
ἤ τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον ἐσθλὸν ὄληται.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ ᾗ ἀλόχῳ ἠδὲ δμῳῇσι κέλευσε
δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων.
95 ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Βοηθοΐδης Ἐτεωνεύς,
ἀνστὰς ἐξ εὐνῆς, ἐπεὶ οὐ πολὺ ναῖεν ἀπ᾽ αὐτοῦ·
τὸν πῦρ κῆαι ἄνωγε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
ὀπτῆσαί τε κρεῶν· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας.
αὐτὸς δ᾽ ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα,
100 οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γ᾽ Ἑλένη κίε καὶ Μεγαπένθης.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκανον ὅθι οἱ κειμήλια κεῖτο,
Ἀτρεΐδης μὲν ἔπειτα δέπας λάβεν ἀμφικύπελλον,
υἱὸν δὲ κρητῆρα φέρειν Μεγαπένθε᾽ ἄνωγεν
ἀργύρεον· Ἑλένη δὲ παρίστατο φωριαμοῖσιν,
105 ἔνθ᾽ ἔσαν οἱ πέπλοι παμποίκιλοι, οὓς κάμεν αὐτή.
τῶν ἕν᾽ ἀειραμένη Ἑλένη φέρε, δῖα γυναικῶν,
ὃς κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος,
ἀστὴρ δ᾽ ὣς ἀπέλαμπεν· ἔκειτο δὲ νείατος ἄλλων.
βὰν δ᾽ ἰέναι προτέρω διὰ δώματος, ἧος ἵκοντο
110 Τηλέμαχον· τὸν δὲ προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«Τηλέμαχ᾽, ἦ τοι νόστον, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς,
ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης.
δώρων δ᾽, ὅσσ᾽ ἐν ἐμῷ οἴκῳ κειμήλια κεῖται,
δώσω ὃ κάλλιστον καὶ τιμηέστατόν ἐστι.
115 δώσω τοι κρητῆρα τετυγμένον· ἀργύρεος δὲ
ἐστὶν ἅπας, χρυσῷ δ᾽ ἐπὶ χείλεα κεκράανται,
ἔργον δ᾽ Ἡφαίστοιο· πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως,
Σιδονίων βασιλεύς, ὅθ᾽ ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψε
κεῖσ᾽ ἐμὲ νοστήσαντα· τεῒν δ᾽ ἐθέλω τόδ᾽ ὀπάσσαι.»
120 Ὣς εἰπὼν ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἀμφικύπελλον
ἥρως Ἀτρεΐδης· ὁ δ᾽ ἄρα κρητῆρα φαεινὸν
θῆκ᾽ αὐτοῦ προπάροιθε φέρων κρατερὸς Μεγαπένθης,
ἀργύρεον· Ἑλένη δὲ παρίστατο καλλιπάρῃος
πέπλον ἔχουσ᾽ ἐν χερσίν, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
125 «δῶρόν τοι καὶ ἐγώ, τέκνον φίλε, τοῦτο δίδωμι,
μνῆμ᾽ Ἑλένης χειρῶν, πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην,
σῇ ἀλόχῳ φορέειν· τῆος δὲ φίλῃ παρὰ μητρὶ
κεῖσθαι ἐνὶ μεγάρῳ. σὺ δέ μοι χαίρων ἀφίκοιο
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»

***
Ευθύς, με τη φωνή βαριά, ανταποκρίθηκε ο Μενέλαος:
«Τηλέμαχε, κι εγώ δεν θα ᾽θελα να σε κρατήσω κι άλλο εδώ,
τόσο που λαχταράς τον νόστο σου· θυμώνω εξάλλου
70 με όποιον δείχνει υπερβολή και στη φιλόξενή του αγάπη,
υπερβολή και με την έχθρα του.
Παντού και πάντα πιο καλά τα πρέποντα.
Άπρεπο βρίσκω εξίσου, όποιος τον ξένο του, αν δεν το θέλει ο ίδιος,
τον σπρώχνει για να φύγει, αλλά κι εκείνος που τον εμποδίζει,
όταν ο ξένος βιάζεται τον δρόμο του να πάρει.
Πρέπει τον ξένο να τον δέχεσαι φιλόξενα, όσο τον έχεις,
κι όταν επείγεται, να τον ξεπροβοδίζεις.
Κάνε λοιπόν υπομονή, να φέρω πρώτα και ν᾽ αφήσω
τα ωραία δώρα μου στο αμάξι — θα τα χαρούν και τα δικά σου μάτια.
Κι ακόμη στις γυναίκες εντολή θα δώσω να στρώσουνε τραπέζι
στη μεγάλη αίθουσα, με τα πολλά που βρίσκονται σ᾽ αυτό το σπίτι.
Έτσι θα γίνουν και τα δυο: για μένα λάμψη και τιμή,
για σας ωφέλεια, αν πρώτα γευματίσουμε, κι ύστερα πάρετε
μακρύ τον δρόμο σας σ᾽ αυτόν τον κόσμο τον απέραντο.
80 Αν πάλι επιθυμείς να ταξιδέψεις γύρω στην Ελλάδα
και μέσα στο Άργος, εγώ θα ζέψω τα άλογα,
να ᾽ρθω μαζί σου, θα σε οδηγήσω για να δεις τις πολιτείες και τους ανθρώπους.
Κανείς δεν πρόκειται να μας αφήσει μ᾽ άδεια χέρια
φεύγοντας. Κάτι θα μας χαρίσει να το πάρουμε μαζί μας·
μπορεί και τρίποδα με το λεβέτι του από καλό χαλκό,
μπορεί κι ένα ζευγάρι μούλες ή και μαλαματένια κούπα.»
Ο συνετός Τηλέμαχος πήρε ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Ατρείδη, του Διός ανάθρεμμα, Μενέλαε, στυλοβάτη του λαού σου,
στα μέρη μας επιθυμώ πια να γυρίσω. Γιατί όταν μίσεψα,
δεν άφησα κανένα φύλακα στα χτήματά μου· μήπως λοιπόν
90 αναζητώντας τον ισόθεο πατέρα μου, βρεθώ εγώ αφανισμένος
ή κι εξαφανιστεί απ᾽ το παλάτι κάποιο πολύτιμο κειμήλιο.»
Ακούγοντας τον λόγο του ο Μενέλαος, με τη βαριά φωνή του παραγγέλλει
να στρώσουν στη μεγάλη αίθουσα αμέσως η γυναίκα του κι οι δούλες
τραπέζι, με τα πολλά που βρίσκονται στο σπίτι.
Κι ευθύς σιμά του βρέθηκε ο Ετεωνέας, του Βοήθου ο γιος,
αφήνοντας άδεια την κλίνη του — δεν ήταν και πολύ μακριά το σπιτικό του.
Τότε ο βαρύφωνος Μενέλαος του δίνει εντολή φωτιά ν᾽ ανάψει
και να ψήσει κρέατα — αυτός τον άκουσε κι υπάκουσε.
Στο μεταξύ ο Μενέλαος κατέβαινε στον μυρωμένο θάλαμο —
100 δεν ήταν μόνος, τον συνόδευαν ο Μεγαπένθης κι η Ελένη.
Όταν πλησίασαν εκεί όπου ήσαν μαζεμένα τα πολύτιμά τους σκεύη,
ο Ατρείδης έπιασε μια κούπα δίγουβη, κι είπε στον γιο του
Μεγαπένθη να πάρει έναν κρατήρα ασημωμένο. Όσο για την Ελένη,
στάθηκε πλάι στις κασέλες, που έκρυβαν μέσα τους ρούχα πολύχρωμα
με ξόμπλια — φαντά από τα ίδια της τα χέρια.
Σήκωσε στον αέρα η θεία γυναίκα τον πιο ωραίο στολισμένο πέπλο,
τον πιο μεγάλο, λάμποντας σαν άστρο — ήταν στον πάτο της κασέλας.
Οι τρεις τους τότε διασχίζουν το παλάτι, έφτασαν
110 στον Τηλέμαχο, οπότε κι ο ξανθός Μενέλαος τον προσφώνησε:
«Τηλέμαχε, όσο βαθιά τον νόστο σου ποθεί η ψυχή σου,
τόσο κι ο Δίας, της Ήρας σύζυγος που αστράφτει και βροντά,
τον γυρισμό σου ας ευοδώσει.
Κι από τα δώρα που κειμήλια στέκουν στο παλάτι,
θα σου χαρίσω το ομορφότερο, το πιο πολύτιμο σου δίνω·
έναν κρατήρα τέλεια καμωμένο, ατόφιο ασήμι, στα ακρόχειλα
στεφανωμένο με μαλάματα· έργο του Ηφαίστου, δωρισμένο
από τον φημισμένο Φαίδιμο, των Σιδονίων βασιλιά, όταν
στο σπίτι του φιλόξενα με στέγασε στον δρόμο της επιστροφής μου.
Δικός σου ο κρατήρας με τη θέλησή μου, χάρισμά σου.»
120 Έτσι του μίλησε, κι απίθωσε στο χέρι του δίγουβη κούπα
ο ηρωικός Ατρείδης, ενώ στα πόδια του ο Μεγαπένθης
έστησε όλος δύναμη τον λαμπερό κρατήρα από ασήμι.
Πλησίασε και η ωραία Ελένη, στα χέρια της κρατώντας
το φαντό, προφέροντας τα λόγια της λέξη με λέξη:
«Δώρο κι εγώ, καλό μου αγόρι, σου χαρίζω τούτο,
ενθύμημα από τα χέρια της Ελένης, για την ευλογημένη ώρα του γάμου,
να το φορέσει κάποτε το τίμιο ταίρι σου — ως τότε ας μείνει
στο παλάτι, να το φυλάει η καλή σου μάνα.
Εύχομαι από καρδιάς χαρούμενος να φτάσεις στο στέρεο σπίτι σου,
πίσω στα πατρικά σου χώματα.»

Η Ψυχολογία της Αβεβαιότητας

Πόσες φορές στη καθημερινότητα μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το άγνωστο, το απρόβλεπτο, το αβέβαιο; Η απάντηση είναι μια και ίδια για τους περισσότερους ανθρώπους. Πολλές και σε καθημερινή βάση, για μια πληθώρα πραγμάτων. Πόσο όμως επηρεαζόμαστε από αυτή την αβεβαιότητα;

Απλά καθημερινά γεγονότα μπορεί να αποκτήσουν γιγάντιες διαστάσεις, καθώς ο φόβος και η αγωνία για το άγνωστο μπορεί να μας κατακλύσουν, είτε στο πως θα ενεργήσουμε παίρνοντας αποφάσεις, είτε στην αναμονή κάποιου αποτελέσματος.

Τι είναι η Αβεβαιότητα;

Αβεβαιότητα ορίζεται ως η κατάσταση (state) ενός οργανισμού κατά την οποία δεν διαθέτει βασικές πληροφορίες για τον τρόπο, το χρόνο, την αιτία και το εάν ένα γεγονός έχει συμβεί ή θα συμβεί. Με απλά λόγια αβεβαιότητα είναι η κατάσταση που κάτι δεν είναι σωστά ή ολοκληρωμένα γνωστό.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η αβεβαιότητα περιλαμβάνει δύο βασικές πτυχές. Η μία είναι η έλλειψη πληροφοριών και η δεύτερη η αίσθηση της άγνοιας για το τι πρόκειται να συμβεί.

Η ανατομία της Αβεβαιότητας

Η αβεβαιότητα έχει συνδεθεί με την έννοια της περιπέτειας. Ενέχει κινδύνους και ρίσκο. Στην ανθρώπινη εμπειρία υπάρχει ένα ιδανικό επίπεδο αβεβαιότητας, κατά το οποίο το άτομο μπορεί να εξελιχθεί, να καλλιεργήσει τη γόνιμη περιέργεια του και ν’ ανακαλύψει το περιβάλλον γύρω του.

Οι άνθρωποι χρειάζονται κάποιες βασικές πληροφορίες για να δράσουν και να λάβουν αποφάσεις. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να προβλέψουν καθώς και να επηρεάσουν το περιβάλλον γύρω τους.

Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες του πανεπιστημίου του Harvard, η μείωση της αβεβαιότητας μέσω της αναζήτησης και της λήψης περισσότερων πληροφοριών, βοηθά το άτομο να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες πιο ομαλά. Αντίθετα, η έλλειψη αυτών των πληροφοριών συνήθως βιώνεται από το άτομο ως δυσφορική.

Πόσο επηρεάζει τη ζωή μας η Αβεβαιότητα;

Το γεγονός και μόνο ότι κάτι είναι αβέβαιο ή απρόβλεπτο προκαλεί τη περιέργεια και προσοχή του ατόμου σε σημείο που θα λέγαμε ότι μονοπωλεί το ενδιαφέρον του. Ειδικά εάν πρόκειται για κάποιο θέμα ή γεγονός που το άτομο αξιολογεί ως πολύ σημαντικό.

Για παράδειγμα όταν το επίπεδο της αβεβαιότητας είναι υψηλό σε διάφορους τομείς της καθημερινότητας (οικονομικά, επαγγελματικά, προσωπικά, κ.α.) το άτομο υποφέρει και νιώθει μετέωρο. Σε αυτή την περίπτωση, θα αισθανθεί αγωνία και φόβο λόγω της άμεσης σύγκρουσης του με το άγνωστο.

Πολλές φορές αδρανοποιείται ή δρα παρορμητικά. Και οι δύο αυτές αντιδράσεις δεν ευνοούν τη ψυχική ισορροπία του ατόμου, καθώς ορίζεται από αισθήματα φόβου, θυμού και ανεπάρκειας.

Αντιμετώπιση της Αβεβαιότητας

Φανταστείτε μια ημέρα που όλα θα κυλούσαν με μηχανική ακρίβεια, προβλέψιμα και προκαθορισμένα. Τι περιθώριο εξέλιξης θα υπήρχε;

Η αβεβαιότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης, κανείς δεν μπορεί να την αποφύγει.

Το πρώτο κλειδί για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας είναι η αποδοχή. Στη συνέχεια, η απόλυτη συγκέντρωση στο παρόν ως η μοναδική πηγή βεβαιότητας. Καθώς και η καλλιέργεια μιας προοπτικής που θα την βλέπει ως μια πρόκληση για εξέλιξη και ανακάλυψη νέων δυνατοτήτων.

Ωδή στην Αβεβαιότητα

“Αγκάλιασε την αβεβαιότητα σαν να ήταν σύντροφος σου, σαν συνοδοιπόρος σου. Δεν υπάρχει αντίδοτο στην αβεβαιότητα, να είσαι τολμηρός μαζί της και να την αγκαλιάσεις… Ο καιρός θα περάσει και η αβεβαιότητα θα δώσει τη θέση της στην βεβαιότητα. Κι άλλος καιρός θα περάσει και αυτή, η αβεβαιότητα θα επιστρέψει… Να είσαι τολμηρός μαζί της και να την αγκαλιάσεις. Έρχεται και φεύγει. Κατά κάποιο τρόπο ο στροβιλισμός της είναι αιτιοκρατικός (προκαθορισμένος). Μην είσαι ανόητος, να είσαι τολμηρός και να την αγκαλιάσεις.”

“Embrace uncertainty as if she was your partner, a fellow passenger of yours. There is no antidote to uncertainty, be bold with her and embrace it….Time will pass uncertainty will give her place to certainty, well more time will pass and she, uncertainty will come back….Be bold and embrace it, she comes and goes. In some way her swirl is deterministic. Don’t be a fool, be bold and embrace it.”

Κρατάω τα ηνία των αποφάσεών μου

Κρατάω τα ηνία των αποφάσεών μου.
Εξετάζοντας τα δεδομένα, το μυαλό του ανθρώπου που αναζητά, το πνεύμα και η αναλυτική του σκέψη, τον βοηθούν να αντιληφθεί ότι η ενοχή είναι κακή παρέα.

Έτσι, υποκύπτει κάποτε στον πειρασμό να ρίξει σε κάποιον άλλο την ευθύνη για όσα κακά συμβαίνουν (και πάντα βρίσκεται κάποιος).

Σ’ αυτήν την παγίδα, είναι πάντα ο άλλος που σε κάνει να υποφέρεις: η γυναίκα σου σε κάνει να υποφέρεις, ο άντρας σου σε κάνει να υποφέρεις, οι γονείς σου σε κάνουν να υποφέρεις, τα παιδιά σου σε κάνουν να υποφέρεις.

Για ό,τι συμβαίνει φταίει το χρηματοοικονομικό σύστημα, η κοινωνία, ο καπιταλισμός, η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, η κοινωνική δομή ή το πεπρωμένο, το κάρμα, ή οι ενωμένες δυνάμεις όλων των προηγουμένων...

Πάντα σ’ αυτήν την παγίδα, αυτό που σε κάνει να υποφέρεις είναι κάτι έξω από σένα, και είναι πιθανό να παίρνεις ανακούφιση για λίγο, ρίχνοντας σε άλλους την ευθύνη.

Την ίδια στιγμή που «ανακαλύπτεις» ποιος ή τι σε βασανίζει κι ένα πρόβλημα δείχνει να λύνεται, ένα άλλο, ίσως πιο σοβαρό, σου χτυπά την πόρτα.

Τώρα πια δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για ν’ αλλάξεις μια κατάσταση που παύει να εξαρτάται από σένα.

Όσοι ακόμα δεν ξεπέρασαν αυτή τη δοκιμασία, ξοδεύουν τη ζωή τους μουρμουρίζοντας:

Μα είναι δυνατόν να νιώθει κάποιος ευτυχισμένος σε μία κοινωνία τόσο άδικη (ή ακαλλιέργητη, ή καταπιεσμένη);

Πώς να ζήσεις ευτυχισμένος σε μια χώρα υλιστική (ή γραφειοκρατική, ή υπανάπτυκτη) σαν ετούτη;

Πώς να είσαι ευτυχισμένος αν δεν είναι ευτυχισμένος ο αδελφός σου, ο γιος σου, ο πατέρας σου;

Ποιος μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν πρέπει να δουλεύει δεκατέσσερις ώρες τη μέρα κάνοντας κάτι που δεν του αρέσει;

Πώς να είσαι ευτυχισμένος αν το ταίρι σου δεν ασχολείται μαζί σου, ούτε σου επιτρέπει να είσαι ελεύθερος;

Και μολονότι ξέρουμε ότι όλα αυτά είναι προφάσεις, προφάσεις κι επιπλέον προφάσεις, όταν μπούμε στα βάσανα της ύπαρξης, έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε τρεις δρόμους:

Το δρόμο του προφήτη ιεροκήρυκα. Πρόκειται για έναν ονειροπόλο ιδεαλιστή, έναν μεσσιανικό μυστικιστή ή έναν μάγο του δρόμου, που διακηρύσσει ότι όταν αλλάξει η κοινωνία, όταν επικρατήσει κοινωνική δικαιοσύνη, όταν γυρίσει ο τροχός, όταν ο καθένας αγαπήσει το συνάνθρωπό του, κι όταν άπαντες αγαπηθούν... τότε θα έρθει η στιγμή της γενικής ευτυχίας. Λέει σε όποιον τον ακούει, ότι ώσπου να συμβεί αυτό η ευτυχία μας είναι ανέφικτη.

Το δρόμο του παρανοϊκού. Πλάθεις και φαντάζεσαι σενάρια παγκόσμιας συνωμοσίας που υποτίθεται πως έχουν σχεδιαστεί μόνο και μόνο για να μας καταστρέψουν όλους – και ειδικά όσους ανήκουν στην ομάδα σου, τους οικείους σου, αλλά κυρίως εσένα...Και πάνω σ’ αυτό αρχίζεις να αναπτύσσεις μηχανισμούς όλο και πιο νευρωτικούς για να αμυνθείς στους εχθρικούς και μανιώδεις συνωμότες.

Ή:

το δρόμο του ανθρώπου που αναζητά τη σοφία, και που προτείνω εδώ.

Αποφασίζουμε να πάρουμε τα ηνία στα χέρια μας και να καταλάβουμε, μια για πάντα, ότι η ζωή μας εξαρτάται πρωτίστως και κυρίως από εμάς τους ίδιους.

Αναγνωρίζουμε ότι κανένας άλλος δεν είναι ένοχος για κάτι που μας συμβαίνει, κι όταν αν φέρουμε πάνω μας τραύματα, ήταν πάντα και με τη δική μας συνενοχή.

Όταν πια ξεπεράσουμε την παραπάνω πρόκληση, δεν μας μένουν πολλές εναλλακτικές.

Η ευθύνη να ζήσουμε στο παρόν, δεν μας επιτρέπει να ενοχοποιούμε άλλους, καθώς αυτό ακριβώς σημαίνει «ωριμότητα»: να μην αισθανόμαστε συνεχώς την ανάγκη να ενοχοποιούμε άλλους.

Αυτό που είμαστε, αυτό που ζούμε, κι αυτό που κάνουμε, είναι σε μεγάλο βαθμό δικό μας δημιούργημα.

Εγώ είμαι υπεύθυνος για τη ζωή μου, για όλα μου τα βάσανα, για ό,τι μου συνέβη άλλοτε κι ό,τι μου συμβαίνει τώρα. Έτσι το διάλεξα. Αυτούς τους σπόρους έσπειρα, και τώρα μαζεύω τη συγκομιδή∙ είμαι υπεύθυνος.

Ο άνθρωπος της αναζήτησης μεγαλώνει και μαθαίνει κι όταν φτάνει η ώρα αυτής της δεύτερης δοκιμασίας ανακαλύπτει – με ακεραιότητα και χωρίς να κατηγορεί άλλους -, ότι ο βασικός υπεύθυνος για ό,τι του συμβαίνει είναι ο ίδιος του ο εαυτός.

Εσύ είσαι πάντα ο κύριος των αποφάσεών σου, ακόμα κι αν αυτές είναι σκλάβες υποταγμένες στις πεποιθήσεις σου.

Εργάτες Φωτός

Είστε εργάτες φωτός; Μπορεί να είστε αλλά να μην το γνωρίζετε. Εργάτης Φωτός είναι κάποιος που έχει αφιερώσει τον εαυτό του στην ανάπτυξη και υποστήριξη της εσωτερικής παρουσίας και στην επίγνωση του εαυτού και των άλλων. Οι εργάτες φωτός είναι υπερασπιστές της θεραπείας και τους αρέσει να πιστεύουν ότι είναι ικανοί να αντιλαμβάνονται τις θεραπευτικές ενέργειες. Συχνά, σε αυτή τη ζωή ή σε μια προηγούμενη, έχουν ή είχαν κάποιου είδους πνευματική αφύπνιση.

Αυτοί οι άνθρωποι συνήθως έχουν χρυσή καρδιά. Είναι γεμάτοι με ζεστασιά και αγάπη. Ακολουθούν πέντε πράγματα που συμβαίνουν όταν γίνεστε εργάτες φωτός:

Η ενσυναίσθησή σας γίνεται ισχυρή

Ενώ ο καθένας σε αυτόν τον κόσμο έχει κάποιο επίπεδο ενσυναίσθησης, υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερες προσωπικότητες που έχουν έμφυτα μεγαλύτερη ενσυναίσθηση από τους άλλους. Οι εργάτες φωτός είναι εκείνοι που έχουν μια απίστευτη αίσθηση ενσυναίσθησης προς τους άλλους. Είναι περισσότερο ικανοί στον εντοπισμό των συναισθημάτων των άλλων, καθώς είναι κομμάτι του πόθου τους να θεραπεύουν εκείνους οι οποίοι έχουν υποστεί κάποια βλάβη.

Δεν είστε της συμμόρφωσης/ομοιομορφίας

Γίνεστε αδιάφοροι στις ταμπέλες που σας βάζουν οι άνθρωποι. Σε αντίθεση με την απόκτηση οποιασδήποτε κοινωνικής ταυτότητας, οι εργάτες φωτός δε νιώθουν την ανάγκη να χαρακτηρίσουν τις διαστάσεις και τις πλευρές της ζωής τους. Δεν ντύνεστε όπως ντύνονται κάποιες συγκεκριμένες ομάδες ατόμων. Δεν δράτε με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο ώστε να εκπέμψετε ένα συγκεκριμένο μήνυμα. Ακόμα και οι φυλετικές και σεξουαλικές ταυτότητες εξαφανίζονται. Βρίσκεστε απλά μέσα στο είναι σας.

Νιώθετε σε ένα βαθύτερο επίπεδο

Ο κόσμος ενός εργάτη φωτός είναι γεμάτος με συναισθήματα. Οι εργάτες φωτός είναι άτομα με ενσυναίσθηση με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Είναι ικανοί να νιώσουν πλήρως τα αισθήματα των άλλων σαν να είναι εκείνοι, αυτοί που βιώνουν αυτά αισθήματα.

Έλκετε τους ανθρώπους

Οι εργάτες φωτός είναι φάροι φωτός σε ένα κόσμο γεμάτο σκοτάδι. Οι άνθρωποι έλκονται από αυτούς εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο εκπέμπεται το φως από μέσα τους. Είναι εύκολο να εντοπίσουμε κάποιον εργάτη φωτός επειδή τον νιώθουμε σαν να ναι κάποιος παλιός φίλος. Κάποιος που ξέρουμε για χρόνια.

Δεν φοβάστε το θάνατο

Στους εργάτες φωτός απουσιάζει ο φόβος του θανάτου, μιας και καταλαβαίνουν ότι ο θάνατος έχει τη θέση του στον κόσμο όπως οτιδήποτε άλλο. Είναι αναπόφευκτος και φυσικός.

Κάνε ένα διάλειμμα

Δεν προλαβαίνω, τρέχω συνέχεια.

Όλοι λέμε αυτή τη φράση. Δεν προλαβαίνουμε, τρέχουμε να τα προλάβουμε όλα, να τα πληρώσουμε όλα, να τα ζήσουμε όλα. Στριμωχνόμαστε σε δευτερόλεπτα της ώρας, προσπαθώντας να χωρέσουμε την άοκνη προσπάθειάς μας στα εξήντα λεπτά της μάταια.

Μη τυχόν και δεν προλάβουμε κάτι, μη τυχόν και χάσουμε κάτι. Άνθρωποι που έγιναν μηχανές παραγωγής, που ξέχασαν να ζουν και να χαίρονται τις μικρές, απλές καθημερινές στιγμές.

Δεν έχουμε χρόνο να καθίσουμε να πιούμε ένα κρασί με μουσική σε μία ταβέρνα, να γελάσουμε, να δούμε καθαρά ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Γιατί τρέχουμε, τρέχουμε, τρέχουμε. Και ξυπνάμε μία μέρα, κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και προσπαθούμε να αντιληφθούμε πώς πέρασαν από επάνω μας τα χρόνια και αποτυπώθηκαν στη μορφή μας.

Γιατί οι άλλοι πρέπει να μας θαυμάζουν. Πρέπει να ζηλεύουν την επιτυχία μας, τα λεφτά μας, την καλή μας ζωή. Γιατί πρέπει να πετυχαίνουμε, οι γονείς μας θυσιάζονται για εμάς και δεν πρέπει να τους απογοητεύουμε. Γιατί πρέπει να πληρώνουμε τις άοκνες και ατελείωτες ανάγκες που μας δημιουργούν. Γιατί δεν πρέπει να μοιάζουμε στους άλλους, πρέπει να τους ξεπερνάμε και να είμαστε καλύτεροι, πλουσιότεροι, ομορφότεροι.

Όλοι τρέχουμε. Όμως, ας κάνουμε και ένα διάλειμμα. Ας δούμε τα πρόσωπα των φίλων μας, ας απολαύσουμε μία όμορφη βόλτα, ας πιούμε ένα κρασί, ας γελάσουμε με μία ταινία.

Δε θα γυρίσουν τα χρόνια μας πίσω, θα περάσουν από μπροστά μας και εμείς θα είμαστε όπως οι θεατές μίας ταινίας: θα βλέπουμε αλλά δε θα πρωταγωνιστούμε. Και θα ξεθωριάσει η νιότη και εμείς θα σκεφτόμαστε πως δεν χαρήκαμε τίποτα γιατί τρέχαμε συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια.

Κάνε ένα διάλειμμα από όλα. Ξεκουράσου, χαμογέλασε, ερωτεύσου, κάνε φίλους. Μία είναι η ζωή μας, ας βάλουμε λίγη ανεμελιά. Πριν φύγεις από αυτή τη ζωή, ζήσε και λίγο.

ALFRED ADLER: Η διαφορά στην εχθρικότητα ενός εγκληματία και ενός νευρωτικού

Το πρόβλημα της ψυχολογίας του ατόμου μέσα στον κοινωνικό χώρο είδε στις σωστές του διαστάσεις ο A.Adler (1870-1935). Μαθητής του S. Freud και ιδρυτής της «Ατομικής ψυχολογίας» δέχεται πως το βασικό κίνητρο δραστηριότητας του ανθρώπου (που πηγάζει απ’ το δυναμικό ασυνείδητο) είναι η ορμή για κοινωνική αναγνώριση, για επικράτηση και κυριαρχία, για υπερνίκηση των μειονεκτημάτων του και δύναμη. Το κάθε άτομο που είναι ξεχωριστό και ανεπανάληπτο φοβάται μήπως το απορρίψει η ομάδα εξαιτίας κάποιας σωματικής ή πνευματικής μειονεξίας του (εσωτερική αιτία) ή όταν το περιβάλλον είναι ακατάλληλο (εξωτερική αιτία) οπότε δεν γίνεται σωστή αποτίμηση της αξίας του. Έτσι, εμποδίζεται η ορμή και η τάση για αναγνώριση, και δημιουργείται ένα πιεστικό συναίσθημα αυτοϋποβιβασμού και κατωτερότητας που θέτει σε κίνδυνο την ίδια του την ύπαρξη, ένα «σύμπλεγμα μειονεκτικότητας» (Minderwestigkeits complex).

Σ’ αυτό το συναίσθημα της αυτοϋποβάθμισης το άτομο αντιδρά με δυο τρόπους: 

α) το αντισταθμίζει με την εξιδανίκευση και τη δημιουργικότητα σ’ έναν άλλο τομέα. Αυτού οφείλονται τα μεγάλα επιτεύγματα των ελαττωματικών ατόμων (Δημοσθένης, Αγησίλαος, Τουλούζ Λωτρέκ, Μπετόβεν κ.ά.) 

β) το απωθεί προς το ασυνείδητο και παθαίνει «νεύρωση».

Η νεύρωση είναι ένα σύστημα προσωπικών υπεκφυγών και δικαιολογιών που αφορούν αντικοινωνικές αντιδρά σεις συμπεριφοράς. Το άτομο επιχειρεί να δικαιολογήσει την (ανάρμοστη) στάση του ως προς την επίλυση κυρίως τριών βασικών προβλημάτων του: α) την επαγγελματική του αποκατάσταση, β) τη σχέση του με το ετερόφυλο, γ) τις διανθρώπινες σχέσεις του. Τα νευρωσικά συμπτώματα είναι συνήθως φανταστικές ασθένειες για να δικαιολογήσει το άτομο την αδυναμία του.

Σύμφωνα με την Αντλεριανή Ψυχολογία, ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, διαθέτει τη δύναμη να μεταμορφώσει τη ζωή του, την ψυχική του υγεία και τη συνολική ευημερία του. Αρωγός στην προσπάθεια αυτή είναι το ασυνείδητο, το οποίο εργάζεται για τη μετατροπή των αισθημάτων κατωτερότητας σε αισθήματα ανωτερότητας.

Το κάθε άτομο αναπτύσσει τη δική του προσωπικότητα και αγωνίζεται για την επίτευξη της τελειότητας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Ο τρόπος ζωής του ατόμου διαμορφώνεται κατά την περίοδο της πρώιμης παιδικής ηλικίας και εξαρτάται εν μέρει από εκείνα τα στοιχεία της προσωπικότητάς του που επλήγησαν περισσότερο από το έμφυτο συναίσθημα κατωτερότητας. Επιπλέον, ο αγώνας για την υπεροχή συνυπάρχει με μία άλλη έμφυτη επιθυμία: την ανάγκη για συνεργασία με άλλους ανθρώπους με σκοπό την επίτευξη του κοινού καλού.

Το αντλεριανό μοντέλο εισηγείται ότι οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και οι μηχανισμοί επεξεργασίας αποτελούν εδραιωμένα, ήδη από την ηλικία των πέντε ετών, συστατικά χαρακτηριστικά του ατόμου. Οι σχέσεις που το παιδί διαμορφώνει κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, συνδυαζόμενες με κοινωνικές και περιβαλλοντικές δυνάμεις, ευθύνονται άμεσα για την ανάπτυξη των παραπάνω χαρακτηριστικών.

Ο εγκληματίας είναι ψυχικά άρρωστος που έχει κηρύξει φανερό πόλεμο κατά της κοινωνίας. Ο νευρωτικός όμως αναγνωρίζει τις επιταγές της κοινωνίας και αισθάνεται ακόμα την υποχρέωση να αποκρύψει την εχθρικότητα αυτή. Γι’ αυτό την καλύπτει με την αρρώστια την οποία μεταχειρίζεται ως δικαιολογία για την αποτυχία στη ζωή, ώστε να λύσει ορισμένο πρόβλημα. Ο νευρωτικός επιδιώκει σκοπούς «υψηλούς», απραγματοποίητους και αντικοινωνικούς στη ζωή του, επιχειρεί εγωιστικά πράγματα ακατόρθωτα (που τον ζημιώνουν) ξεχνώντας την παροιμία: «όταν φτερώσει το μυρμήγκι χάνεται» ή «Ο περήφανος έφυγε καβάλα και γύρισε πεζός». Δεν έχει πεποίθηση πως μπορεί να συνεισφέρει κι αυτός κάτι για την τελειοποίηση της κοινωνίας (και του εαυτού του). Είναι ένας αποθαρρημένος φιλόδοξος. Για να θεραπευτεί πρέπει να διαφωτιστεί ότι μόνος του διάλεξε έναν σφαλερό αντικοινωνικό δρόμο, και να ενθαρρυνθεί για να πάρει άλλο δρόμο: ν’ αναπληρώσει την μειονεκτική μειονεκτικότητα με την αφοσίωση στον υψηλό σκοπό που θ’ αναζητήσει μέσα στις «κλίσεις» και «ικανότητες» της εσωτερικότητάς του (που τις είχε παραμελήσει και παραμερίσει). Αυτή η αναπλήρωση θ’ αποτελέσει τη θεραπεία του και την προβολή της αξίας του μέσα στον κοινωνικό χώρο.

ALFRED ADLER, ΑΤΟΜΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ - Το σύμπλεγμα Κατωτερότητας

Ο ύμνος του Λουκρήτιου

«Χάμω σερνόταν η ανθρώπινη ζωή, να την κλαις βλέποντας τη μπρος στα μάτια, πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας, που προβάλλοντας το κεφάλι από τις χώρες τ’ ουρανού απειλούσε τους θνητούς με την τρομερή της όψη. Οπότε πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σηκώσει τα θνητά του μάτια κατεπάνω της και πρώτος να ορθωθεί εμπρός της.

Αυτόν δεν τον κράτησαν θεών παραμύθια ούτε κεραυνοί ούτε ουρανός με τ’ απειλητικό μουρμουρητό του. Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος και του άναψαν πιο πολύ τον πόθο να ξετινάζει πρώτος τις σφιχτές κλειδωνιές τής φύσης.

Η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε. Διάβηκε πέρα τούς φλογισμένους φράχτες του κόσμου και τ’ αμέτρητ’ όλο το περπάτησε με το νου και τη σκέψη. Κείθε μας γύρισε νικητής, για να μας διδάξει τι μπορεί να γεννιέται και τι δεν μπορεί, τούς νόμους πού ορίζουν την κάθε ενέργεια σύμφωνα μ’ ατράνταχτους φραγμούς. Έτσι δαμασμένη ή θρησκεία πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια κι εμάς η νίκη μας υψώνει στον ουρανό» (De rerum natura I, 62 – 79).

“Αξεδίψαστος από αγάπη και θαυμασμό ξαναπιάνει το εγκώμιο στο 5ο βιβλίο:

«Ποιος μπορούσε από πλούσιο στήθος να στήσει τραγούδι άξιο για του έργου του το μεγαλείο και όσων εκείνος έφερε στο φως; Κάποιος είναι τόσο δυνατός σε λόγο για να παινέσει τις αξιοσύνες εκείνου πού σκαλίζοντας με το νου ξεσκέπασε και μας χάρισε τόσα αγαθά·

Κανένας, στοχάζομαι, γεννημένος από θνητό κορμί. Γιατί, αν πρέπει να το πει κανείς, όπως απαιτεί το μεγαλείο του έργου του, πού γνωρίσαμε τώρα, ήταν θεός εκείνος, μάλιστα θεός, πού πρώτος βρήκε το νόημα τής ζωής, διότι σήμερα λέμε σοφία, εκείνος, πού αρπάζοντας με την επιστήμη του τη ζωή από τόσο τρομερές ανεμοζάλες κι από τόσο βαθιά σκοτάδια την απίθωσε σε τέτοια γαλήνη και τόσο λαμπρό φως» (De rerum natura V, 1 -11).

Πάρε τα παλιά ευρήματα, τονίζει συνεχίζοντας, πού μας χάρισαν, όπως λεν, οι θεοί. Η Δήμητρα, λένε, μας δίδαξε το σιτάρι, ο Βάκχος το κρασί. Χωρίς αυτά μπορούσε να υπάρχει ζωή κι είναι, καθώς ακούμε, λαοί πού ζούνε χωρίς να τα ξέρουν. Μα ζωή ευτυχισμένη είναι αδύνατη χωρίς ξεκάθαρη καρδιά.

Γι' αυτό πιο δικαιολογημένα μας φαίνεται θεός εκείνος πού ή διδασκαλία του, ζωντανή κι απλωμένη στα μεγάλα έθνη, γαληνεύει τις καρδιές με τις γλυκές παρηγοριές τής ζωής. Ο Ηρακλής με τούς άθλους του. αξίζει περισσότερη τιμή; Θα 'φευγες ακόμα μακρύτερα από την αλήθεια. Τι κακό θα μας έκανε σήμερα τ’ ορθάνοιχτο του Νεμεϊκού λιονταριού φαράγγι κι οι ορθωμένες τρίχες του ‘Αρκαδικού Αγριόχοιρου; Κι ύστερα από αλατισμένη περιγραφή των άθλων του ήρωα προσθέτει: ’Ακόμα και σήμερα είναι μέρη, βουνά κι ερημιές, γεμάτα απ’ τα πιο άγρια θηρία. Μα ή καρδιά, αν δεν καθαριστεί, τι μάχες, τι κίνδυνους αντικρίζουμε κάθε ώρα, πώς θα τρώνε τον άνθρωπο τα πάθη;

Η κοινωνία των γραναζιών

Κάποτε υπήρχε ένα σουρεαλιστικό σύμπαν όπου όλα κυλούσαν ρολόι. Ένας άνθρωπος κάθε μέρα αφιέρωνε λίγο χρόνο για να το κουρδίσει προκειμένου αυτό να εξυπηρετεί την ανάγκη του να παρακολουθεί την ώρα και να οργανώνει έτσι το χρονοδιάγραμμα της ημέρας του. Με την βοήθεια του ρολογιού στάθμιζε τις προτεραιότητές του και προσπαθούσε να χωρέσει όσο περισσότερα πράγματα μπορούσε στο πρόγραμμά του.

Επίσης αυτός ο άνθρωπος γνώριζε ότι για το κάθε τι, υπήρχε και η καλύτερη στιγμή για να το κάνεις. Κάτι σαν τους αγρότες και τους έφηβους δηλαδή… Η σπορά και οι επαναστάσεις γίνονται μια συγκεκριμένη στιγμή στον κύκλο του χρόνου ή της ζωής μας. Ίσως τη στιγμή που δεν γίνεται κι αλλιώς.

Μέσα σε αυτό το ρολόι που το τροφοδοτούσε με ενέργεια ο αντίχειρας και ο δείκτης του κατόχου του που το κούρδιζε, ζούσαν κάποια πλάσματα που τα έλεγαν γρανάζια. Τα γρανάζια ξεκινούσαν την ζωή τους μαθαίνοντας να έχουν έναν συγκεκριμένο ρόλο στο μηχανισμό του ρολογιού και να λειτουργούν παράλληλα με τους άλλους. Αν κάποιο γρανάζι έκανε του κεφαλιού του το επέπλητταν τα άλλα γρανάζια. Μάλιστα υπήρχαν γρανάζια που είχαν επιφορτιστεί με αυτό τον ρόλο.

Γρανάζια γονείς, γρανάζια δάσκαλοι, και ούτω κάθε εξής. Αν κάποιο γρανάζι αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της κοινωνίας των γραναζιών, το έκαναν να αισθάνεται συνεχώς άσχημα με τον εαυτό του, καθώς του έλεγαν ότι είναι και θα είναι πάντα βάρος για την κοινωνία, και το εκφόβιζαν ότι ο ρόλος του θα το οδηγήσει εκτός του ρολογιού, στον θάνατο. Εκεί που καταλήγουν τα αναλώσιμα και τα ανταλλακτικά ενός ρολογιού.

Όλα τα γρανάζια που είχαν λίγη προνοητικότητα και ωριμότητα, μάθαιναν το ρόλο τους και κυλούσαν προς μια κατεύθυνση που διάλεγαν και θεωρούσαν σωστή. Σε κάθε περίπτωση τα γρανάζια έπρεπε να περιστρέφονται είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά, και όχι να αμφιταλαντεύονται μπρος-πίσω.

Τα πιο υπάκουα γρανάζια επιβραβεύονταν ως γρανάζια πρότυπα, ώστε όλοι να τα θαυμάζουν και να ακολουθούν το παράδειγμά τους. Έτσι η κοινωνία ένιωθε ασφάλεια και καμάρωνε ότι όλα κυλάνε ρολόι. Αν υπήρχε και κάτι που δεν πήγαινε πάντα προς την προβλεπόμενη κατεύθυνση, ήταν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Κάποια στιγμή όμως, ο κάτοχος του ρολογιού πέρασε μπροστά από μια βιτρίνα και είδε κάποια άλλα ρολόγια, που δεν χρειαζόταν να τα κουρδίσει κανείς για να δουλεύουν. Τα ρολόγια αυτά είχαν μια μπαταρία που η ενέργειά της κρατούσε για χρόνια κι ένα ορυκτό που λεγόταν χαλαζίας, το οποίο παλλόταν και έδινε το ρυθμό με μεγάλη ακρίβεια.

Έτσι πολυάσχολος που ήταν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκε: Γιατί να μην εξοικονομήσω λίγο παραπάνω χρόνο στην ζωή μου ώστε να χωρέσουν περισσότερα πράγματα μέσα στην μέρα μου; Κι έτσι αποφάσισε να μην αφιερώσει άλλο χρόνο κουρδίζοντας το παλιό ρολόι και όταν αυτό θα σταματούσε, να το αντικαταστήσει με ένα καινούριο ρολόι χαλαζία, που δεν χρειάζεται κούρδισμα.

Όταν ο κάτοχος δεν κούρδισε το ρολόι την προγραμματισμένη ώρα, η κοινωνία των γραναζιών που είχε συνηθίσει όλα να κυλάνε σύμφωνα με κάποιο πρόγραμμα, άρχισε να αγωνιά. Όταν δε, η αποθηκευμένη στα ελάσματα ενέργεια άρχισε να τελειώνει, πανικοβλήθηκαν! Δεν ήξεραν τι να κάνουν!

Όλα όσα είχαν μάθει να κάνουν, τους ήταν άχρηστα πια. Οι έριδες και οι αψιμαχίες στην κοινωνία των γραναζιών κορυφώθηκαν και δημιουργήθηκε ένα φθονερό χάσμα ανάμεσα στα δεξιόστροφα και τα αριστερόστροφα γρανάζια, καθώς τα μεν έριχναν την ευθύνη στα δε.

Απευθύνθηκαν στα γρανάζια πρότυπα για μια λύση, όμως κι αυτά είχαν μάθει να λειτουργούν παράλληλα με την υπόλοιπη κοινωνία των γραναζιών. Όσο αυτή επιβραδυνόταν ακολουθούσαν κι αυτά σε μια οδυνηρή πορεία προς το τέλμα, μη γνωρίζοντας με ποιον τρόπο να αντιδράσουν.

Όταν όλοι πια είχαν χάσει την ελπίδα τους και ένιωθαν την τραγική μοίρα της χωματερής και της οξείδωσης να πλησιάζει, παρατήρησαν ένα μικρό μεταλλικό βαρίδι που το είχαν αποσυνδέσει από τον υπόλοιπο μηχανισμό για να μην τους μπερδεύει. Αυτό εξακολουθούσε να κινείται με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα! Αυτό το βαρίδι ήταν ο τρελός του χωριού, που είχε μάθει να κινείται μόνος του χωρίς να έχει ανάγκη από εξωτερική βοήθεια.

Η κίνησή του είχε μια πρωτοτυπία, καθώς άλλοτε συμφωνούσε με τα δεξιόστροφα γρανάζια και άλλοτε με τα αριστερόστροφα. Είχε δηλαδή την ικανότητα να συντονίζει την κίνησή του με εξωτερικούς παράγοντες όπως η κίνηση του καρπού του κατόχου και να αξιοποιεί το περίσσευμα της ενέργειας που ερχόταν από εκεί.

Τα υπόλοιπα γρανάζια δεν κατάλαβαν πολύ καλά πως τα κατάφερνε να διατηρεί την κίνησή του όταν όλα πια ήταν στάσιμα, αλλά κατάλαβαν ότι αυτό το μικρό μεταλλικό βαρίδι, είχε μια δική του αυτόνομη νόηση που το είχε βοηθήσει να συνεχίσει και ότι ήταν πια η μοναδική ελπίδα που τους είχε απομείνει. Τότε του απένειμαν τον τίτλο του ρότορα και συμφώνησαν ότι ήταν προς όφελός τους να προσδεθούν μαζί του.

Έτσι ο τρελός του χωριού έγινε ξαφνικά ο ήρωας του χωριού και το ρολόι που τελικά ήταν αυτόματο έμαθε να λειτουργεί ξανά με την βοήθεια του ρότορα, αυτή την φορά χωρίς την ανάγκη κουρδίσματος. Ο κάτοχος είδε ότι είχε ένα ρολόι αξιόπιστο και ακριβές κι έτσι αποφάσισε να το κρατήσει και ξέχασε τα φτηνά ρολόγια του χαλαζία που είχε δει στην βιτρίνα.

Μεταφυσική: Η Πρώτη Φιλοσοφία

Η Μεταφυσική αποτελεί κλάδο της Φιλοσοφίας. Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Αν και η προέλευση του όρου είναι σαφώς αριστοτελική, ο ίδιος ο φιλόσοφος ουδέποτε τον χρησιμοποίησε. Όλα ξεκίνησαν τρεις αιώνες μετά τον θάνατο του Σταγειρίτη φιλοσόφου, όταν ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος ταξινόμησε και εξέδωσε για πρώτη φορά τα έργα του. Για τα περισσότερα από αυτά ο τίτλος ήταν προφανής: Περί γενέσεως και φθοράς, Περί ποιητικής, Φυσική ακρόασις κοκ.

Με αυτό τον τρόπο, ο αναγνώστης μπορούσε εύκολα να φανταστεί το περιεχόμενο του έργου. Σε μία συλλογή συγγραμμάτων ωστόσο ο Ανδρόνικος επέλεξε να ακολουθήσει άλλη μέθοδο και τιτλοφόρησε το έργο Μετά τα φυσικά, επειδή η έκδοσή του ακολουθούσε τα Φυσικά έργα του Αριστοτέλη. Έτσι, δημιούργησε (εκούσια ή μη) την εντύπωση ότι το περιεχόμενό του αφορά όχι τον φυσικό κόσμο των αισθητών πραγμάτων αλλά εκείνον που τα υπερβαίνει.

Ποιο είναι όμως το αντικείμενο της «μεταφυσικής»; Ο συγγραφέας στο Γ΄ βιβλίο δηλώνει με βεβαιότητα το πεδίο έρευνας της νέας επιστήμης:

«Υπάρχει μία επιστήμη που εξετάζει το ον ως ον και όλα όσα ενυπάρχουν στη φύση του. Αυτή δεν μοιάζει με καμία από τις ονομαζόμενες επιμέρους επιστήμες: Διότι καμία από τις άλλες δεν εξετάζει καθολικά το ον ως ον, αλλά διαχωρίζουν ένα μέρος του όντος και εξετάζουν τις ιδιότητές του, όπως κάνουν οι μαθηματικές επιστήμες.»
Αριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικά 1003a21-26

Τι υπάρχει; Μόνο ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις; Ο Αριστοτέλης δεν αρκείται στον αισθητό κόσμο της εμπειρίας. Ο φυσικός κόσμος δεν είναι το μόνο που μπορούμε να ερευνήσουμε. Σίγουρα, βρίσκεται πιο κοντά σε εμάς. Ανήκουμε (μαζί με τα υπόλοιπα έμβια όντα) στον κόσμο της γένεσης και της φθοράς. Αλλά, αυτό ήταν το λάθος των Φυσικών φιλοσόφων, αποφαίνεται. Στο κυνήγι της αλήθειας, παρέμειναν στον μεταβαλλόμενο κόσμο των αισθητών πραγμάτων, θεωρώντας ότι όντα είναι μόνο όσα συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις (τὰ δ᾽ ὄντα ὑπέλαβον εἶναι τὰ αἰσθητὰ μόνον. 1010a3-4). Ο Αριστοτέλης κάνει την υπέρβαση. Βλέπει τι υπάρχει «μετά τη φύση»:

«Διότι μόνο ο κόσμος του αισθητού που μας περιβάλλει υπόκειται συνεχώς σε φθορά και γένεση, αλλά αυτός δεν είναι παρά ένα μόριο του σύμπαντος. Γενικότερα, αν υπάρχει μόνο το αισθητό, χωρίς τα έμψυχα όντα δεν θα υπήρχε τίποτε, γιατί δεν θα υπήρχε αίσθηση.»
Αριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικά 1010b30-31

Οι θεωρητικές επιστήμες θριαμβεύουν και ο Αριστοτέλης τις ιεραρχεί: Δίνει την πρωτοκαθεδρία σε αυτή που ασχολείται, όχι με τον κόσμο των αισθητών, αλλά των αΐδιων όντων και την ονομάζει Πρώτη φιλοσοφία. Ο συγγραφέας έχει ήδη μιλήσει για τον κόσμο των αισθητών, της γένεσης και της φθοράς σε πολλά φυσικά του έργα. Από την άλλη τα μαθηματικά, που εξύψωσε ο Πλάτωνας στην Ακαδημία, και συνεχίζονται με τον Σπεύσιππο «έχουν γίνει σήμερα το αντικείμενο της φιλοσοφίας, παρόλο που ισχυρίζονται ότι πρέπει να τα μελετάμε για χάρη των άλλων» (992a33-34).

Η Φυσική μελετά τα ένυλα όντα που βρίσκονται σε κίνηση, τα Μαθηματικά τα ακίνητα όντα που όμως δεν υπάρχουν χωριστά από την ύλη. Η Πρώτη φιλοσοφία μελετά τα άυλα και ακίνητα όντα, τα αίτια και τις αρχές τους. Ο Αριστοτέλης απογυμνώνει τα όντα από τις ιδιότητές τους και τα αφήνει άυλα και ακίνητα εκτός χώρου και χρόνου. Ο ίδιος ονομάζει τη νέα επιστήμη «θεολογία», γιατί «θα πρέπει να υπάρχει κάτι το θείο στη φύση της».

«Αν λοιπόν δεν υπάρχει άλλη ουσία πέρα από αυτές που έχουν συσταθεί από τη φύση, η Φυσική θα ήταν η πρώτη επιστήμη. Αν όμως υπάρχει κάποια ακίνητη ουσία, αυτή η επιστήμη προηγείται και είναι η πρώτη φιλοσοφία και καθολική επειδή είναι η πρωταρχική.»
Αριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικά 1026a28-31

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 1.131.1–1.134.4

(ΘΟΥΚ 1.126.1–1.134.4: Οι προφάσεις για την έναρξη του πολέμου και το τέλος του Παυσανία) 

Επιστροφή του Παυσανία στην Σπάρτη – Το τέλος του

[1.131.1] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι αἰσθόμενοι τό τε πρῶτον δι’ αὐτὰ
ταῦτα ἀνεκάλεσαν αὐτόν, καὶ ἐπειδὴ τῇ Ἑρμιονίδι νηὶ τὸ
δεύτερον ἐκπλεύσας οὐ κελευσάντων αὐτῶν τοιαῦτα ἐφαίνετο
ποιῶν, καὶ ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ὑπ’ Ἀθηναίων ἐκπολιορκη-
θεὶς ἐς μὲν τὴν Σπάρτην οὐκ ἐπανεχώρει, ἐς δὲ Κολωνὰς
τὰς Τρῳάδας ἱδρυθεὶς πράσσων τε ἐσηγγέλλετο αὐτοῖς ἐς
τοὺς βαρβάρους καὶ οὐκ ἐπ’ ἀγαθῷ τὴν μονὴν ποιούμενος,
οὕτω δὴ οὐκέτι ἐπέσχον, ἀλλὰ πέμψαντες κήρυκα οἱ ἔφοροι
καὶ σκυτάλην εἶπον τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι, εἰ δὲ μή,
πόλεμον αὐτῷ Σπαρτιάτας προαγορεύειν. [1.131.2] ὁ δὲ βουλόμενος
ὡς ἥκιστα ὕποπτος εἶναι καὶ πιστεύων χρήμασι διαλύσειν
τὴν διαβολὴν ἀνεχώρει τὸ δεύτερον ἐς Σπάρτην. καὶ ἐς
μὲν τὴν εἱρκτὴν ἐσπίπτει τὸ πρῶτον ὑπὸ τῶν ἐφόρων (ἔξεστι
δὲ τοῖς ἐφόροις τὸν βασιλέα δρᾶσαι τοῦτο), ἔπειτα δια-
πραξάμενος ὕστερον ἐξῆλθε καὶ καθίστησιν ἑαυτὸν ἐς κρίσιν
τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν. [1.132.1] καὶ φανερὸν μὲν
εἶχον οὐδὲν οἱ Σπαρτιᾶται σημεῖον, οὔτε οἱ ἐχθροὶ οὔτε ἡ
πᾶσα πόλις, ὅτῳ ἂν πιστεύσαντες βεβαίως ἐτιμωροῦντο
ἄνδρα γένους τε τοῦ βασιλείου ὄντα καὶ ἐν τῷ παρόντι τιμὴν
ἔχοντα (Πλείσταρχον γὰρ τὸν Λεωνίδου ὄντα βασιλέα καὶ
νέον ἔτι ἀνεψιὸς ὢν ἐπετρόπευεν), [1.132.2] ὑποψίας δὲ πολλὰς παρεῖχε
τῇ τε παρανομίᾳ καὶ ζηλώσει τῶν βαρβάρων μὴ ἴσος βού-
λεσθαι εἶναι τοῖς παροῦσι, τά τε ἄλλα αὐτοῦ ἀνεσκόπουν,
εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων, καὶ ὅτι
ἐπὶ τὸν τρίποδά ποτε τὸν ἐν Δελφοῖς, ὃν ἀνέθεσαν οἱ
Ἕλληνες ἀπὸ τῶν Μήδων ἀκροθίνιον, ἠξίωσεν ἐπιγράψασθαι
αὐτὸς ἰδίᾳ τὸ ἐλεγεῖον τόδε·
Ἑλλήνων ἀρχηγὸς ἐπεὶ στρατὸν ὤλεσε Μήδων,
Παυσανίας Φοίβῳ μνῆμ’ ἀνέθηκε τόδε.
[1.132.3] τὸ μὲν οὖν ἐλεγεῖον οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐξεκόλαψαν εὐθὺς τότε
ἀπὸ τοῦ τρίποδος τοῦτο καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις
ὅσαι ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον ἔστησαν τὸ ἀνάθημα·
τοῦ μέντοι Παυσανίου ἀδίκημα καὶ τότ’ ἐδόκει εἶναι, καὶ
ἐπεί γε δὴ ἐν τούτῳ καθειστήκει, πολλῷ μᾶλλον παρόμοιον
πραχθῆναι ἐφαίνετο τῇ παρούσῃ διανοίᾳ. [1.132.4] ἐπυνθάνοντο δὲ
καὶ ἐς τοὺς Εἵλωτας πράσσειν τι αὐτόν, καὶ ἦν δὲ οὕτως·
ἐλευθέρωσίν τε γὰρ ὑπισχνεῖτο αὐτοῖς καὶ πολιτείαν, ἢν
ξυνεπαναστῶσι καὶ τὸ πᾶν ξυγκατεργάσωνται. [1.132.5] ἀλλ’ οὐδ’
ὣς οὐδὲ τῶν Εἱλώτων μηνυταῖς τισὶ πιστεύσαντες ἠξίωσαν
νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτόν, χρώμενοι τῷ τρόπῳ ᾧπερ
εἰώθασιν ἐς σφᾶς αὐτούς, μὴ ταχεῖς εἶναι περὶ ἀνδρὸς
Σπαρτιάτου ἄνευ ἀναμφισβητήτων τεκμηρίων βουλεῦσαί τι
ἀνήκεστον, πρίν γε δὴ αὐτοῖς, ὡς λέγεται, ὁ μέλλων τὰς
τελευταίας βασιλεῖ ἐπιστολὰς πρὸς Ἀρτάβαζον κομιεῖν, ἀνὴρ
Ἀργίλιος, παιδικά ποτε ὢν αὐτοῦ καὶ πιστότατος ἐκείνῳ,
μηνυτὴς γίγνεται, δείσας κατὰ ἐνθύμησίν τινα ὅτι οὐδείς πω
τῶν πρὸ ἑαυτοῦ ἀγγέλων πάλιν ἀφίκετο, καὶ παρασημηνά-
μενος σφραγῖδα, ἵνα, ἢν ψευσθῇ τῆς δόξης ἢ καὶ ἐκεῖνός τι
μεταγράψαι αἰτήσῃ, μὴ ἐπιγνῷ, λύει τὰς ἐπιστολάς, ἐν αἷς
ὑπονοήσας τι τοιοῦτον προσεπεστάλθαι καὶ αὑτὸν ηὗρεν
ἐγγεγραμμένον κτείνειν. [1.133.1] τότε δὴ οἱ ἔφοροι δείξαντος αὐτοῦ
τὰ γράμματα μᾶλλον μὲν ἐπίστευσαν, αὐτήκοοι δὲ βουλη-
θέντες ἔτι γενέσθαι αὐτοῦ Παυσανίου τι λέγοντος, ἀπὸ
παρασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ Ταίναρον ἱκέτου οἰχομένου
καὶ σκηνησαμένου διπλῆν διαφράγματι καλύβην, ἐς ἣν τῶν
[τε] ἐφόρων ἐντός τινας ἔκρυψε, καὶ Παυσανίου ὡς αὐτὸν
ἐλθόντος καὶ ἐρωτῶντος τὴν πρόφασιν τῆς ἱκετείας ᾔσθοντο
πάντα σαφῶς, αἰτιωμένου τοῦ ἀνθρώπου τά τε περὶ αὐτοῦ
γραφέντα καὶ τἆλλ’ ἀποφαίνοντος καθ’ ἕκαστον, ὡς οὐδὲν
πώποτε αὐτὸν ἐν ταῖς πρὸς βασιλέα διακονίαις παραβάλοιτο,
προτιμηθείη δ’ ἐν ἴσῳ τοῖς πολλοῖς τῶν διακόνων ἀποθανεῖν,
κἀκείνου αὐτά τε ταῦτα ξυνομολογοῦντος καὶ περὶ τοῦ
παρόντος οὐκ ἐῶντος ὀργίζεσθαι, ἀλλὰ πίστιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ
διδόντος τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀξιοῦντος ὡς τάχιστα πορεύεσθαι
καὶ μὴ τὰ πρασσόμενα διακωλύειν. [1.134.1] ἀκούσαντες δὲ ἀκριβῶς
τότε μὲν ἀπῆλθον οἱ ἔφοροι, βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ
πόλει τὴν ξύλληψιν ἐποιοῦντο. λέγεται δ’ αὐτὸν μέλλοντα
ξυλληφθήσεσθαι ἐν τῇ ὁδῷ, ἑνὸς μὲν τῶν ἐφόρων τὸ πρόσ-
ωπον προσιόντος ὡς εἶδε, γνῶναι ἐφ’ ᾧ ἐχώρει, ἄλλου δὲ
νεύματι ἀφανεῖ χρησαμένου καὶ δηλώσαντος εὐνοίᾳ πρὸς τὸ
ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι δρόμῳ καὶ προκαταφυγεῖν·
ἦν δ’ ἐγγὺς τὸ τέμενος. καὶ ἐς οἴκημα οὐ μέγα ὃ ἦν τοῦ
ἱεροῦ ἐσελθών, ἵνα μὴ ὑπαίθριος ταλαιπωροίη, ἡσύχαζεν.
[1.134.2] οἱ δὲ τὸ παραυτίκα μὲν ὑστέρησαν τῇ διώξει, μετὰ δὲ τοῦτο
τοῦ τε οἰκήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον καὶ τὰς θύρας ἔνδον
ὄντα τηρήσαντες αὐτὸν καὶ ἀπολαβόντες ἔσω ἀπῳκοδόμησαν,
προσκαθεζόμενοί τε ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ. [1.134.3] καὶ μέλλοντος
αὐτοῦ ἀποψύχειν ὥσπερ εἶχεν ἐν τῷ οἰκήματι, αἰσθόμενοι
ἐξάγουσιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἔτι ἔμπνουν ὄντα, καὶ ἐξαχθεὶς
ἀπέθανε παραχρῆμα. [1.134.4] καὶ αὐτὸν ἐμέλλησαν μὲν ἐς τὸν
Καιάδαν [οὗπερ τοὺς κακούργους] ἐσβάλλειν· ἔπειτα ἔδοξε
πλησίον που κατορύξαι. ὁ δὲ θεὸς ὁ ἐν Δελφοῖς τόν τε
τάφον ὕστερον ἔχρησε τοῖς Λακεδαιμονίοις μετενεγκεῖν
οὗπερ ἀπέθανε (καὶ νῦν κεῖται ἐν τῷ προτεμενίσματι, ὃ
γραφῇ στῆλαι δηλοῦσι) καὶ ὡς ἄγος αὐτοῖς ὂν τὸ πεπραγ-
μένον δύο σώματα ἀνθ’ ἑνὸς τῇ Χαλκιοίκῳ ἀποδοῦναι. οἱ
δὲ ποιησάμενοι χαλκοῦς ἀνδριάντας δύο ὡς ἀντὶ Παυσανίου
ἀνέθεσαν.

***
[1.131.1] Όταν τα κατάλαβαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, τον κάλεσαν πίσω, και την πρώτη φορά γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους, κι όταν τη δεύτερη φορά ξεκίνησε με το Ερμειονικό καράβι χωρίς τη διαταγή τους ήτανε φανερό πως κάνει κάτι τέτοιο, κι όταν αναγκάστηκε από την πολιορκία των Αθηναίων να βγει από το Βυζάντιο, δεν εγύρισε πίσω στη Σπάρτη, αλλά εγκαταστάθηκε στις Κολωνές της Τρωάδας κ' έφταναν ειδήσεις πως συνεννοείται με βαρβάρους και δε μένει εκεί για καλό, τότε πια δεν κρατήθηκαν οι έφοροι, αλλά έστειλαν κήρυκα μ' επίσημη έγγραφη διαταγή με σκυτάλη και τον πρόσταζαν ν' ακολουθήσει κατά πόδι τον κήρυκα ειδ' αλλιώς οι Σπαρτιάτες τον προειδοποιούν πως θα του κάνουν πόλεμο. [1.131.2] Αυτός λοιπόν επειδή δεν ήθελε για κανένα λόγο να τους κάνει να υποψιαστούν, και πιστεύοντας πως μπορούσε με χρήματα να εξουδετερώσει τις κατηγόριες ενάντιά του, ξεκίνησε για δεύτερη φορά γυρίζοντας στη Σπάρτη. Και πρώτα φυλακίστηκε από τους εφόρους, (γιατί έχουν οι έφοροι το δικαίωμα να φυλακίζουν και το βασιλιά ακόμα), έπειτα όμως με διάφορα διαβήματα τα κατάφερε να βγει από τη φυλακή κ' έθεσε τον εαυτό του στην κρίση οποιανού ήθελε να εξακριβώσει τα όσα έκανε.

[1.132.1] Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν κανένα καθαρό τεκμήριο, ούτε όσοι τον μισούσαν, ούτε η πολιτεία γενικά, όπου μπορούσαν να στηριχτούν και να τιμωρήσουν έναν άντρα από βασιλικό γένος, και που είχε τη στιγμή εκείνη μεγάλο αξίωμα (γιατί ήταν επίτροπος του Πλειστάρχου, του γιου του Λεωνίδα, που ήταν ακόμη ανήλικος και τον είχε ξάδερφο). [1.132.2] Αλλά τους γεννούσε πολλές υποψίες επειδή είχε φύγει παράνομα, και μιμούνταν τους τρόπους των βαρβάρων, και δεν καταδεχόταν να είναι ίσος με τους άλλους· κι αναθυμούνταν και τ' άλλα του τα φερσίματα, πως ο τρόπος της ζωής του ήταν διαφορετικός από τα καθιερωμένα συνήθια, και πως στον τρίποδα που είχαν αναθέσει οι Έλληνες στους Δελφούς από τα πιο ωραία και πολύτιμα λάφυρα των Μήδων το είχε πάρει απάνω του να επιγράψει από δική του πρωτοβουλία το ακόλουθο επίγραμμα:

Ο αρχηγός των Ελλήνων Παυσανίας, που κατάστρεψε
των Μήδων το στρατό, στο Φοίβο αφιερώνει τούτο–δω.

[1.132.3] Το επίγραμμα το έσβησαν αμέσως τότε οι Λακεδαιμόνιοι από τον τρίποδα, κ' έγραψαν μια–μια με τ' όνομά τους τις πολιτείες που είχανε μαζί καταλύσει την εξουσία των βαρβάρων, κι αφιέρωσαν το μνημείο. Η πράξη του Παυσανία τούς είχε φανεί και τότε αδίκημα, και τώρα που είχε φτάσει σ' εκείνη τη θέση, έμοιαζε περισσότερο σα να είχε γίνει ταιριαστά με τις τωρινές του διαθέσεις. [1.132.4] Πληροφορήθηκαν ακόμα και μιαν άλλη του ενέργεια, σχετικά με τους είλωτες, την εξής: τους είχε δηλαδή τάξει να τους ελευτερώσει και να τους κάνει ισότιμους πολίτες αν επαναστατήσουνε μαζί του και συνεργαστούνε σ' όλη την υπόθεση. [1.132.5] Όμως ούτε κ' έτσι ακόμα, και μη θέλοντας να πιστέψουν μερικούς είλωτες, που είχαν γυρίσει μάρτυρες κατηγορίας, δεν το θεώρησαν σωστό να του επιβάλουνε βίαιη ποινή, ακολουθώντας τον τρόπο που συνειθίζουν να φέρνονται προς τους δικούς τους, να μην αποφασίζουν τίποτα άπρεπο για πολίτη της Σπάρτης χωρίς αναμφισβήτητη απόδειξη, ως τη στιγμή, που, καθώς λένε, έγινε μηνυτής του εκείνος που επρόκειτο να μεταφέρει τα τελευταία του γράμματα για το βασιλιά των Περσών προς τον Αρτάβαζο, κάποιος Αργίλιος, που ήταν κάποτε ερωμένος του Παυσανία και πολύ πιστός του φίλος, που φοβήθηκε γιατί έξαφνα του ήρθε στο νου πως κανείς, από τους προτήτερους ταχυδρόμους δεν είχε ξαναγυρίσει· και φτιάνοντας άλλη σφραγίδα, έτσι ώστε, αν είχε κάνει λάθος στην ιδέα του, ή αν εκείνος ζητούσε ν' αλλάξει κάτι στη γραφή του, να μην το καταλάβει, ανοίγει τα γράμματα όπου είχε υποψιαστεί πως δίνονταν κάποια πρόσθετη παραγγελία γι' αυτόν, και βρίσκει γραμμένο πως έπρεπε να τον σκοτώσουν κι αυτόν τον ίδιο. [1.133.1] Τότε, όταν αυτός τους έδειξε τα γράμματα, πίστεψαν οι έφοροι περισσότερο, θέλοντας όμως ν' ακούσουνε με τ' αυτιά τους τον Παυσανία να λέει κάτι ενοχοποιητικό, κατέστρωσαν σχέδιο με τον Αργίλιο και πήγε αυτός στο Ταίναρο σαν ικέτης κ' έστησε μια καλύβα με διπλό χώρισμα, όπου έκρυψε μερικούς από τους εφόρους· κι όταν πήγε ο Παυσανίας και τον ερώτησε γιατί έγινε ικέτης, τότε τα έμαθαν όλα καθαρά, γιατί ο άνθρωπος παραπονέθηκε για όσα είχε γράψει γι' αυτόν, και φανέρωσε πολλές άλλες λεπτομέρειες, λέγοντας πως δεν τον ξεχώρισε καθόλου για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει σχετικά με το βασιλιά, αλλά τον είχε βάλει σε ίση μοίρα με τους άλλους υποταχτικούς του, να πεθάνει· και κείνος τα ομολογούσε όλα μαζί του και τον παρακαλούσε να μη θυμώσει γι' αυτό αλλά να κοιτάξει τη δουλειά του, και του 'δινε εγγυήσεις πως δε θα πάθει τίποτα αν σηκωθεί από το ιερό, και τον εβίαζε να ξεκινήσει μιαν ώρα αρχήτερα και να μη γίνει εμπόδιο στις ενέργειές του.

[1.134.1] Αφού τ' άκουσαν οι έφοροι καταλεπτώς, έφυγαν μεν εκείνη τη στιγμή, ξέροντας όμως τα πράματα σίγουρα, πήγαιναν να τον πιάσουν μέσα στην πολιτεία. Λένε λοιπόν πως όταν ήτανε να τον συλλάβουνε στο δρόμο, καθώς είδε το πρόσωπο ενός εφόρου που τον πλησίαζε, κατάλαβε γιατί ερχόταν, κ' ένας άλλος του 'κανε κρυφό νόημα και του φανέρωσε το σκοπό από συμπάθεια, έτρεξε στο ιερό άλσος της Χαλκιοίκου και κατέφυγε μέσα· γιατί ήταν κοντά το τέμενος, και μπαίνοντας σ' ένα μικρό χτήριο που ανήκε στο ιερό, για να μην κακοπαθαίνει στο ύπαιθρο, κάθησε χωρίς να κάνει άλλο. [1.134.2] Κι αυτοί στην αρχή καθυστέρησαν την καταδίωξη, αργότερα όμως έβγαλαν τη στέγη του χτηρίου και ενώ αυτός ήταν μέσα φρουρώντας τις θύρες, τις έβγαλαν και τις έχτισαν απ' έξω και περιμένοντας απ' έξω, τον κατέβαλαν από την πείνα, πολιορκώντας τον. [1.134.3] Κι όταν ήταν πια να ξεψυχήσει εκεί που βρισκόταν, το κατάλαβαν και τον έβγαλαν από το ιερό, ενώ είχε ακόμα πνοή· και μόλις τον έβγαλαν πέθανε αμέσως. [1.134.4] Και δίστασαν να τον ρίξουνε στον Καιάδα, οπού πετούν τους κακούργους, αλλ' αποφάσισαν να σκάψουν λάκκο εκεί κοντά. Ο Δελφικός θεός όμως έβγαλε χρησμό να μεταφέρουν τον τάφο του στον τόπο που πέθανε (και σήμερα ακόμα κείτεται στην είσοδο του ιερού άλσους, κ' ένα μνημείο το φανερώνει με την επιγραφή του). Και σαν να μην ήταν άγος αυτό που έπραξαν πρόσταζε ο θεός ν' ανταποδώσουνε στη Χαλκίοικο δυο σώματα αντί για το ένα το δικό του. Αλλά οι Λακεδαιμόνιοι έφτιασαν δυο χάλκινα αγάλματα, που τ' αφιέρωσαν σα δυο ανθρώπους γι' αντάλλαγμα του Παυσανία.