Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (2.361-2.404)

Ὣς φάτο, κώκυσεν δὲ φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα
ἔπλετο; πῇ δ᾽ ἐθέλεις ἰέναι πολλὴν ἐπὶ γαῖαν
365 μοῦνος ἐὼν ἀγαπητός; ὁ δ᾽ ὤλετο τηλόθι πάτρης
διογενὴς Ὀδυσεὺς ἀλλογνώτῳ ἐνὶ δήμῳ.
οἱ δέ τοι αὐτίκ᾽ ἰόντι κακὰ φράσσονται ὀπίσσω,
ὥς κε δόλῳ φθίῃς, τάδε δ᾽ αὐτοὶ πάντα δάσονται.
ἀλλὰ μέν᾽ αὖθ᾽ ἐπὶ σοῖσι καθήμενος· οὐδέ τί σε χρὴ
370 πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον κακὰ πάσχειν οὐδ᾽ ἀλάλησθαι.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«θάρσει, μαῖ᾽, ἐπεὶ οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή.
ἀλλ᾽ ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι,
πρίν γ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται,
375 ἢ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι,
ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ θεῶν μέγαν ὅρκον ἀπόμνυ.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,
αὐτίκ᾽ ἔπειτά οἱ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσεν,
380 ἐν δέ οἱ ἄλφιτα χεῦεν ἐϋρραφέεσσι δοροῖσι·
Τηλέμαχος δ᾽ ἐς δώματ᾽ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει.
Ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
Τηλεμάχῳ ἐϊκυῖα κατὰ πτόλιν οἴχετο πάντῃ,
καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον,
385 ἑσπερίους δ᾽ ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει.
ἡ δ᾽ αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν
ᾔτεε νῆα θοήν· ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο.
Δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
καὶ τότε νῆα θοὴν ἅλαδ᾽ εἴρυσε, πάντα δ᾽ ἐν αὐτῇ
390 ὅπλ᾽ ἐτίθει, τά τε νῆες ἐΰσσελμοι φορέουσι.
στῆσε δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ λιμένος, περὶ δ᾽ ἐσθλοὶ ἑταῖροι
ἀθρόοι ἠγερέθοντο· θεὰ δ᾽ ὄτρυνεν ἕκαστον.
Ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο·
395 ἔνθα μνηστήρεσσιν ἐπὶ γλυκὺν ὕπνον ἔχευε,
πλάζε δὲ πίνοντας, χειρῶν δ᾽ ἔκβαλλε κύπελλα.
οἱ δ᾽ εὕδειν ὄρνυντο κατὰ πτόλιν, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν
ἥατ᾽, ἐπεί σφισιν ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν.
αὐτὰρ Τηλέμαχον προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη
400 ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων εὖ ναιεταόντων,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν·
«Τηλέμαχ᾽, ἤδη μέν τοι ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι
ἥατ᾽ ἐπήρετμοι, τὴν σὴν ποτιδέγμενοι ὁρμήν·
ἀλλ᾽ ἴομεν, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο.»

***
Όπως της μίλησε, βόγγηξε η καλή τροφός Ευρύκλεια θρηνώντας,
κι ολοφυρόμενη αποκρίθηκε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πώς πέρασε, παιδί μου, από τον νου σου τέτοια σκέψη;
πώς το στοχάστηκες στην άλλη άκρη να βρεθείς,
μοναχογιός εσύ μονάκριβος; Εκείνος πάει, χάθηκε,
σε ξένα μέρη κι άγνωστα, βλαστός του Δία ο Οδυσσέας.
Είναι κι αυτοί που, μόλις φύγεις, πίσω σου το κακό σου θα σκεφτούν·
πώς με τον δόλο τους θα χαλαστείς, για να μοιράσουν
μεταξύ τους όλα τ᾽ αγαθά σου.
Μείνε λοιπόν εδώ, με τα καλά σου· κανένας λόγος
δεν συντρέχει να κακοπάθεις και να παραδέρνεσαι
370 πέρα στα ακάρπιστα πελάγη.»
Αλλά κι ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε της ανταπάντησε:
«Νένα μου, θάρρος. Η απόφασή μου είναι θέλημα θεού.
Μόνο ορκίσου, μην της το φανερώσεις της καλής μου μάνας,
προτού περάσουν μέρες έντεκα και φτάσει η δωδεκάτη,
εκτός κι αν μόνη της το μάθει πως της έλειψα και με ποθήσει.
Για να μην κλαίει και χαλνά τ᾽ όμορφο πρόσωπό της.»
Έτσι της μίλησε, κι ορκίστηκε η γερόντισσα τον μέγαν όρκον των θεών.
Είπε και τέλειωσε τον όρκο της, κι ευθύς του γέμισε
τις στάμνες με κρασί, έβαλε και κριθάλευρο σε σάκους από δέρμα
380 καλά σοφιλιασμένους. Τότε την άφησε ο Τηλέμαχος, τράβηξε
προς την αίθουσα, παρέα με τους μνηστήρες.
Στο μεταξύ κι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα στοχάστηκε:
με τη μορφή του Τηλεμάχου τριγυρνούσε παντού μέσα στην πόλη,
και τον καθένα χωριστά σίμωνε κι εξηγούσε,
μόλις βραδιάσει με τους άλλους να βρεθεί μαζί στο γρήγορο καράβι.
Από τον γιο του Φρόνιου, τον ξακουστό Νοήμονα, γύρευε
το γοργό καράβι, κι αυτός το υποσχέθηκε με προθυμία μεγάλη.
Έδυσε ο ήλιος, έπεσε το σκοτάδι στους μεγάλους δρόμους·
τότε το γρήγορο σκαρί στη θάλασσα έσυρε, μ᾽ όλα τα ξάρτια
390 πάνω του, όσα φορούν τα καλοκούβερτα καράβια.
Μετά στην πέρα άκρη το ᾽δεσε του λιμανιού, όπου
και συγκεντρώθηκαν οι σύντροφοι, όλοι μαζί και διαλεχτοί —
εκείνη τον καθένα τους παρότρυνε.
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα στοχάστηκε:
ξεκίνησε και πήγε στο παλάτι του θεϊκού Οδυσσέα,
όπου και στάλαξε στα μάτια των μνηστήρων
ύπνο γλυκό· την ώρα που έπιναν τους παραζάλισε,
κι οι κούπες του κρασιού τούς φύγαν απ᾽ τα χέρια.
Αμέσως κίνησαν να κοιμηθούν, σκορπίστηκαν στην πόλη,
άλλο δεν έμειναν εκεί, γιατί τους έκλεινε τα μάτια η νύστα.
Στράφηκε τότε στον Τηλέμαχο, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά,
400 έξω τον φώναξε απ᾽ το καλοχτισμένο του παλάτι —
μοιάζοντας τώρα με τον Μέντορα, ίδιο παράστημα, ίδια φωνή:
«Τηλέμαχε, πανέτοιμοι οι σύντροφοί σου πια,
κάθονται στα κουπιά, την προσταγή σου περιμένουν·
πάμε λοιπόν, ας μη βραδύνει κι άλλο ο δρόμος μας.»

Στον έρωτα μας εξαπατούν και τους εξαπατούμε

Όταν ακούμε τη λέξη «έρωτας» αμέσως μας έρχονται στο μυαλό το πάθος, η έλξη -σωματική κι εγκεφαλική-, ο πόθος, η ακατανίκητη επιθυμία και πολλά άλλα. Όλα τα παραπάνω όμως αποτελούν απλώς την κορυφή του παγόβουνου, αφού είναι μόνο κάποιες από τις αναπόφευκτες συνέπειες αυτού του μεγαλειώδους συναισθήματος κι όχι το βασικό του θεμέλιο.

Ποιο είναι όμως το κυριότερο συστατικό του έρωτα; Ποιο στοιχείο είναι το βασικότερο για τη γέννηση, την ύπαρξη αλλά και την όποια διάρκειά του; Η πλάνη. Με μια πλάνη λοιπόν ξεκινά ο έρωτας, με μια πλάνη συνεχίζεται και μ’ αυτήν τελειώνει. Μάλιστα, οι δύο αυτές λέξεις είναι συνυφασμένες σε τέτοιο βαθμό κι είναι τόσο θολά τα όρια ανάμεσά τους, που σχεδόν συμπίπτουν -κι ας έχουν στο μυαλό μας διαφορετική χροιά.

Μόλις αρχίσουμε να νιώθουμε έλξη για κάποιο άτομο, στήνουμε στο μυαλό μας αμέτρητα σενάρια -πάντα εξιδανικευμένα- για τον χαρακτήρα του, τη συμπεριφορά του, τα θετικά του γνωρίσματα, αλλά και για το πώς θα μοιάζει μαζί του η κάθε εμπειρία, το πρώτο φιλί, το πρώτο ραντεβού, τα χάδια και τ’ αγγίγματά του στο κορμί μας, οι χαλαρές μας στιγμές στον καναπέ αγκαλιά, οι μεταμεσονύχτιες συζητήσεις χωρίς νόημα και γεμάτες πειράγματα, το πρωινό ξύπνημα δίπλα του κι όλα αυτά τα μικρά που κάνουν έναν έρωτα σπουδαίο. Με λίγα λόγια, πρόθυμα δεχόμαστε να πέσουμε στην πλάνη που οι ίδιοι δημιουργήσαμε. Εξαπατούμε τον εαυτό μας και μάλιστα με μεγάλη προθυμία, πολύ πριν δώσουμε την ευκαιρία να το κάνει ή όχι η άλλη πλευρά.

Στο ξεκίνημα ενός έρωτα όμως, δεν είναι μόνο η πλάνη την οποία αυτοβούλως χτίσαμε και στην οποία βρισκόμαστε, αλλά κι αυτή που στοχεύει στο άλλο άτομο. Γινόμαστε ψευδώς η καλύτερη εκδοχή μας -και λέω ψευδώς γιατί δεν είναι δυνατόν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να πετύχαμε την όποια αλλαγή αυτοβελτίωσης. Απλώς καλλωπίζουμε τ’ αρνητικά μας γνωρίσματα, ρετουσάρουμε τις ανασφάλειες και τις φοβίες μας και καμουφλάρουμε τις όποιες παρελθοντικές πληγές, ώστε να δείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας στον νέο μας έρωτα. Πολλές φορές μάλιστα, αυξάνουμε το επίπεδο της πλάνης μας, υπερβάλλοντας εαυτόν σχετικά με τα επιτεύγματα, τα ενδιαφέροντα και τις ασχολίες μας, ενώ επίσης δρούμε σαν χαμαιλέοντες, δανειζόμενοι χαρακτηριστικά από το άλλο άτομο, με σκοπό την ταύτιση.

Και κάπως έτσι ξεκινά συνήθως ο έρωτας, με μια από κοινού σκόπιμη κι απολύτως επιθυμητή εξαπάτηση προς πάσα κατεύθυνση. Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συνεχίζεται, με τους δύο εμπλεκόμενους να εθελοτυφλούν συχνά-πυκνά, να αγνοούν τρανταχτά σημάδια και να ξεπερνούν συμβιβαστικά όρια κι αντοχές. Όλα δεκτά για τους ερωτευμένους, αρκεί να μην κλονισθεί η αρχική πλάνη τους. Πόσο οξύμωρο κι όμως πόσο αληθινό; Προτιμάμε να χάσουμε κομμάτια ή κι εξ’ ολοκλήρου τον εαυτό μας, από το ν’ αποδειχθεί ότι άδικα δεχθήκαμε να εξαπατήσουμε και να εξαπατηθούμε.

Και στο φινάλε του όμως ο έρωτας έχει ένα άρωμα πλάνης -λίγο διαφορετικό από τα προηγούμενα στάδια βέβαια. Ντυνόμαστε με την πανοπλία του εγωισμού και πείθουμε τον εαυτό μας ότι αποκλείεται το άλλο άτομο να ξανά ζήσει έναν έρωτα σαν τον δικό μας, ότι είναι αδύνατον να βρει άλλον άνθρωπο να του φερθεί τόσο σωστά όσο εμείς, να τον θελήσει με τόσο πάθος και τρέλα όπως εμείς κι ότι είναι ανέφικτο να βρει την ευτυχία μακρυά μας. Αυτό είναι ο έρωτας λοιπόν, μια ατέρμονη προσπάθεια εξαπάτησης, μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας, μια πλάνη.

«Ο έρωτας είναι ένα χτυπητό παράδειγμα για το πόσο μικρή σημασία έχει για μας η πραγματικότητα». – Μαρσέλ Προυστ

Τι πρέπει να μας καταδυναστεύουν

Το μεγαλύτερο μέρος του συναισθηματικού πόνου και οι ψυχολογικές διαταραχές είναι άσκοπες, υπερβολικές αντιδράσεις και μπορούν να μειωθούν σημαντικά.

Μια από τις πιο μεγάλες πηγές της δυστυχίας μας είναι η σύγκρουση των θέλω μας με των άλλων, ή των θέλω που μας «κληροδοτήθηκαν».

Η συμμόρφωσή μας δεν είναι η λύση. Σύμφωνα με τον A.Ellis, αυτά είναι τα 8 πρέπει που βασανίζουν τους περισσότερους ανθρώπους στον δυτικό κόσμο και οφείλουμε να τα ξανασκεφτούμε.

1. Πρέπει να έχω την αγάπη και την αποδοχή των άλλων.

2. Πρέπει να είμαι τέλειος, εστιασμένος στην επιτυχία. Δεν πρέπει να κάνω λάθη.

3. Πρέπει τα πράγματα να είναι όπως εγώ θέλω να είναι, γιατί αλλιώς δεν μπορώ να το αντέξω.

4. Πρέπει να ανησυχώ συνεχώς ότι τα πράγματα θα είναι μίζερα και τρομαχτικά, για να μη συμβούν.

5. Πρέπει να εξαρτώμαι συνέχεια από τους άλλους, γιατί εγώ είμαι αδύναμος.

6. Πρέπει και εγώ να είμαι στενοχωρημένος, όταν οι άλλοι έχουν προβλήματα.

7. Το παρελθόν μου πρέπει να έχει τρομερή επιρροή επάνω μου, γιατί συνεχώς το επαναλαμβάνω.

8. Πρέπει να υπάρχει μόνο μια λύση σε κάθε πρόβλημά μου, και είναι τραγικό όταν δεν μπορώ να τη βρω.

Τι συμβαίνει όταν ο/η σύντροφός μας χρησιμοποιεί ως «εργαλείο» μέσα στη σχέση

Μια νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο The British Journal of Social Psychology διερευνά ένα σπάνια συζητούμενο πρόβλημα των σχέσεων που έχει να κάνει με τη χρήση του συντρόφου ως εργαλείου για να διευκολύνει την επίτευξη των δικών του στόχων – μια νοοτροπία που οι ερευνητές αποκαλούν «οπτική του εργαλείου».

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η προσέγγιση αυτή είναι αποτέλεσμα ενός «ανταλλακτικού τρόπου» σκέψης που περιλαμβάνει μια ανάλυση των καταστάσεων σε σχέση με το κόστος και τα οφέλη και συχνά οδηγεί σε φτωχή ικανοποίηση από τη σχέση.

Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι Xijing Wang από το City University of Hong Kong και Hao Chen από το Nankai University στην Κίνα εμπνεύστηκαν να μελετήσουν αυτό το θέμα λόγω του ενδιαφέροντός τους για τις πολιτισμικές διαφορές στα ραντεβού και το γάμο. Η κινεζική αγορά των τυφλών ραντεβού και η ύπαρξη της τιμής της νύφης και των βασιλικών γάμων είναι παραδείγματα στρατηγικών ταιριασμάτων που συναντώνται σε ορισμένους πολιτισμούς.

Σύμφωνα με τον Wang, η εργαλειακή φύση είναι μια διάσταση της αντικειμενοποίησης. Σύμφωνα με την οπτική της εργαλειακής διάστασης, οι άνθρωποι υποβαθμίζονται ως καθαρά εργαλεία των οποίων η λειτουργία είναι να διευκολύνουν την επίτευξη των στόχων των άλλων. Στην ουσία, από τη στιγμή που υιοθετούμε μια εργαλειακή προσέγγιση, ενδιαφερόμαστε μόνο για το πόσο χρήσιμο είναι ένα άτομο για εμάς.

Ορισμένοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι, παρόλο που οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για την εγγύτητα και το δέσιμο στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις, οι περισσότερες σχέσεις εξακολουθούν να συνδέονται με τον υπολογισμό των ανταμοιβών και του κόστους.

Στην πραγματικότητα, από τη σκοπιά της εξελικτικής ψυχολογίας, οι ερωτικές σχέσεις είναι στρατηγικά παιχνίδια στα οποία κάθε μέρος χρησιμοποιεί την αξία του συντρόφου του -που ορίζεται ως ο βαθμός στον οποίο κάποιος κατέχει τις επιθυμητές ιδιότητες που απαιτεί η αγορά γνωριμιών – για να ανταλλάξει με την αξία του άλλου μέρους. Για παράδειγμα, οι γυναίκες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη φυσική τους ελκυστικότητα για να ανταλλάξουν με τους πόρους των ανδρών. Οι άνδρες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ιδιότητά τους για να ανταλλάξουν με τη γονιμότητα των γυναικών.

Για να μελετήσουν τον τρόπο με τον οποίο ο προσανατολισμός στην ανταλλαγή επηρεάζει τις σχέσεις, οι Wang και Chen μελέτησαν το ποσοστό προσανατολισμού στη νοοτροπία της «ανταλλαγής» σε ζευγάρια τόσο σε νέες όσο και σε καθιερωμένες σχέσεις σε μια σειρά μελετών. Διαπίστωσαν μια συνεπή σχέση μεταξύ ενός προσανατολισμού ανταλλαγής και της εργαλειακής συμπεριφοράς, το πρωταρχικό κίνητρο πίσω από την οποία ήταν η μεγιστοποίηση του αυτοκέρδους.

Διαπίστωσαν επίσης ότι η υιοθέτηση μιας εργαλειακής προσέγγισης υποβαθμίζει την ποιότητα και την ικανοποίηση των σχέσεων. Είναι ενδιαφέρον ότι η σύνδεση αυτή παρέμεινε σταθερή και στα δύο φύλα, σε διαφορετικά στάδια των σχέσεων και σε διαφορετικά έθνη (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα).

Σύμφωνα με τον Wang, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες σε στενές σχέσεις μπορούν να υιοθετήσουν προσωρινά ή μόνιμα έναν προσανατολισμό ανταλλαγής, ο οποίος με τη σειρά του μπορεί να τους ωθήσει να αντιλαμβάνονται και να αντιμετωπίζουν διαφορετικά τους ερωτικούς τους συντρόφους. Ο Wang αναφέρει δύο λόγους για τους οποίους αυτή η προσέγγιση μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις στενές σχέσεις:

– Κανένας σύντροφος δεν θα είναι «χρήσιμος» για πάντα. Οι στόχοι των ανθρώπων μπορεί να διαφέρουν σημαντικά κατά τα διάφορα στάδια της ζωής τους και επομένως τα «εργαλεία» που χρειάζονται μπορεί να ποικίλλουν. Με άλλα λόγια, παρόλο που ο Β μπορεί να είναι χρήσιμος στον Α για έναν συγκεκριμένο στόχο κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον Β να είναι συνεχώς χρήσιμος για τον Α. Έτσι, αν ο Α θέλει ο Β να είναι πάντα «χρήσιμος», ο Α θα νιώσει τελικά απογοητευμένος.

– Ο σύντροφός σας μπορεί να αισθάνεται αντικειμενοποιημένος. Η εργαλειοποίηση μπορεί να υποδηλώνει στο σύντροφό σας ότι δεν έχει εγγενή αξία και ότι δεν φέρνει τίποτα άλλο στο τραπέζι εκτός από αυτό που μπορεί να κάνει για να σας βοηθήσει να επιτύχετε έναν συγκεκριμένο στόχο. Σύμφωνα με την Wang, το να αντιμετωπίζεται κανείς με έναν τόσο ανάλγητο και αποπροσωποποιημένο τρόπο από τον σύντροφό του μπορεί να είναι αφόρητο.

Αν αισθάνεστε ότι ο σύντροφός σας σας αντιμετωπίζει ως μέσο για ένα σκοπό, ο Wang δίνει την εξής συμβουλή: «Είναι σημαντικό να γνωρίζετε ότι δεν φταίτε εσείς που ο σύντροφός σας σας αντιμετωπίζει με τέτοιο εργαλειακό τρόπο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι καθοδηγούνται από στόχους και η επίτευξη στόχων μπορεί να οδηγήσει σε μια εργαλειακή προσέγγιση, η οποία θα μπορούσε να είναι ένας προεπιλεγμένος τρόπος στις κοινωνικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των στενών σχέσεων.

Μια λύση θα ήταν και οι δύο σύντροφοι να μειώσουν τον προσανατολισμό της ανταλλαγής στην οικεία τους σχέση, ειδικά αν ο ένας σύντροφος αισθάνεται ήδη ότι αντιμετωπίζεται εργαλειακά από τον άλλον».

Ν’ αγαπάς εκείνους που αγαπούν τη ζωή

N’ αγαπάς ανθρώπους που κρύβουν μέσα τους το φως, ανθρώπους με ζεστό βλέμμα, που σε κάνει να αισθάνεσαι οικειότητα, με διεισδυτική ματιά, που μπορεί να διαβάσει κατευθείαν μέσα σου, με αληθινό χαμόγελο και παιχνιδιάρικο παιδικό βλέμμα, που δε ξέρεις ποτέ τι σκαρφίζεται.

N’ αγαπάς ανθρώπους ονειροπόλους, με εκείνη τη συνεχή αίσθηση του ανικανοποίητου στο βλέμμα τους σαν να ψάχνουν διαρκώς κάτι, ανθρώπους που συνεχίζουν να ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά παρά τα εμπόδια, γιατί έχουν καταλάβει ότι τα εμπόδια συνήθως τα κατασκευάζουμε εμείς, που δημιουργούν, που τολμούν, που δε φοβούνται να τσαλακωθούν ή να χαθούν και που προσπαθούν να βρουν κομμάτια του εαυτού τους μέσα στην τέχνη.

Ν’ αγαπάς ανθρώπους που σε καταλαβαίνουν, χωρίς να χρειάζεται πάντα να μιλήσεις, που επικοινωνείτε με χαμόγελα, βλέμματα και σιωπές που βρίσκεις κομμάτια του εαυτού σου σε εκείνους, που αποτελούν ένα σταθερό σημείο αναφοράς και σου υπενθυμίζουν την ταυτότητα και τον προορισμό σου αντίθετα προς τα καθημερινά αποπροσανατολιστικά μηνύματα.

Ν’ αγαπάς ανθρώπους που σε εκτιμούν για αυτό που είσαι-όχι γι’ αυτό που θέλουν να είσαι, όχι γι’ αυτό που θα έπρεπε να είσαι, όχι γι’ αυτό που ήσουν, ανθρώπους που σε αντιμετωπίζουν ως προτεραιότητα στη ζωή τους και όχι απλά ως μια δεύτερη επιλογή, «που σε κοιτάνε λες και είσαι κάτι μαγικό» που αγαπούν τις ατέλειές σου ,δεν τις ανέχονται απλώς.

Ν’ αγαπάς ανθρώπους που εκφράζουν την αγάπη τους ή αν δεν το έχουν πολύ με το «σ’ αγαπώ», δε χάνουν ευκαιρία να αποδεικνύουν το ενδιαφέρον τους με πράξεις, ανθρώπους που δεν υπολογίζουν χιλιόμετρα για να είναι κοντά σου, που μπορείς να τους πάρεις τηλέφωνο ό,τι ώρα χρειαστείς γιατί «καμία» ώρα δε θεωρείται ακατάλληλη, που είναι ανοιχτοί σε ξαφνικές προτάσεις.

Ν’ αγαπάς ανθρώπους που καταλαβαίνουν την πολυπλοκότητα και τη σχετικότητα των πραγμάτων και δεν σε γεμίζουν με αφορισμούς, «τους σιωπηλούς ανθρώπους με το θορυβώδες μυαλό».

Ν’ αγαπάς ανθρώπους που ζουν αληθινά, που βιώνουν έντονα και τις χαρές και τις λύπες, που κλαίνε είτε από συγκίνηση και χαρά είτε από στενοχώρια, που στα δίνουν όλα ή στα παίρνουν όλα,όμως,δεν υπάρχει συμβιβασμός ή μέση λύση, που μπορεί να πάθεις χίλια δύο μαζί τους, αλλά σίγουρα δε θα βαρεθείς.

Ν’ αγαπάς ανθρώπους αισιόδοξους, που βλέπουν ευκαιρίες, όχι εμπόδια που πιστεύουν σε σένα πριν από σένα και σε βοηθούν να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου, που δε σταματούν να πιστεύουν στο καλό και το όμορφο που υπάρχει στον κόσμο, παρόλο που συχνά έρχονται αντιμέτωποι με το αντίθετο.

Με λίγα λόγια ν’ αγαπάς «εκείνους που αγαπούν τη ζωή και η λύπη τους είναι η δύναμη τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα».

Αν έχεις δίπλα σου τέτοιους ανθρώπους να τους αγαπάς και το κυριότερο να τους το λες και να τους το δείχνεις, επειδή έχουν περάσει πολλά ως μειονότητα και συνήθως δεν έχουν καταλάβει πόσο ξεχωριστοί είναι. Aν είσαι ένας από αυτούς, τότε καταλαβαίνεις τι εννοώ.

Αυτός που δε ρισκάρει για σένα δεν είναι για σένα

Η ζωή, λένε, είναι το άθροισμα των επιλογών σου. Είναι συνάρτηση των όσων έκανες ή δεν έκανες. Για όσα έκανες δεν υπάρχει λόγος να μετανιώνεις, γιατί έστω και για κλάσματα του δευτερολέπτου ήταν αυτό που πραγματικά ήθελες. Να ανησυχείς, όμως, γι’ αυτά που δεν έκανες. Γι’ αυτά που φλυαρούσες, αλλά δε βρήκες ποτέ τα κότσια να τα πραγματοποιήσεις. Να μετανιώνεις για την αδυναμία που σε κατακυρίευσε, όταν έπρεπε με σθένος να πεις «Θα τολμήσω κι ας βγω χαμένος!». Να μετανιώνεις και να περιφρονείς τους έρωτες που δε ρίσκαραν για ‘σένα, που δεν τόλμησαν για ‘σένα, που δεν προσπάθησαν για ‘σένα.

Όταν ερωτεύεσαι είναι σαν να μπαίνεις σε ένα πεδίο μάχης, χωρίς πανοπλία. Το μοναδικό όπλο σου είσαι εσύ. Και για να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις, ο αντίπαλός σου, δεν είναι ο άνθρωπος που ερωτεύεσαι, αλλά το σύνολο όλων αυτών που ονομάζεις εμπόδια και υποχρεούσαι να ξεπεράσεις. Είσαι διατεθειμένος να το κάνεις; Είσαι διατεθειμένος να φας τα μούτρα σου για τον έρωτα; Είσαι πρόθυμος να παλέψεις γι’ αυτόν;

Ας πούμε πως εσύ είσαι. Ο άλλος είναι; Αργά η γρήγορα θα το καταλάβεις. Θα καταλάβεις αν είναι αυτός ο άνθρωπος είναι για ‘σένα. Μην αναρωτιέσαι «πώς». Θα το νιώσεις. Θα το νιώσεις απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που θα τον δεις να ρισκάρει για πάρτη σου. Θα ρισκάρει για να είναι μαζί σου. Θα τολμήσει να ξεπεράσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό, τους φόβους ή τις ανασφάλειες για να σε έχεις δίπλα του. Έτσι είναι ο έρωτας, βίαιος, ακραίος, υπερβολικός κι απαιτητικός.

Αν δε ρισκάρει και σε συνεπαίρνει κι εσένα στη χλιαρότητα και την αδράνεια, μην το σκέφτεσαι, φύγε όσο μπορείς πιο μακριά! Φύγε απ’ αυτόν που προσπαθεί να σου πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Φύγε απ’ αυτόν που είναι βολεμένος στην ασφάλεια των επιλογών του και δεν παίρνει την απόφαση να θέσει τον εαυτό του σε «κίνδυνο» για σένα. Φύγε απ’ αυτόν που δεν τα παρατάει όλα για να σε διεκδικήσει.

Δεν είναι για ‘σένα αυτός που υπολογίζει τα χιλιόμετρα κι όχι την αξία της στιγμής όταν βρεθεί μαζί σου. Τι να τον κάνεις αυτόν που φοβάται την κοινωνική κατακραυγή ή έστω το κράξιμο απ’ τον περίγυρό του και δεν τολμάει για ‘σένα; Γι’ αυτά φτιάχτηκες; Αυτά ονειρεύτηκες; Να είσαι ερωτευμένος με ένα άτομο άβουλο και συμβιβασμένο; Αν η απάντηση είναι θετική, τότε είσαι άξιος της μοίρας σου και κυρίως των επιλογών σου. Αν η απάντηση, απ’ την άλλη είναι «όχι», σήκω και φύγε!

Μακριά απ’ όσους δεν έκαναν ποτέ τα λόγια τους πράξεις. Μακριά απ’ αυτούς που φόρεσαν το πουκάμισο της δικαιολογίας και της εύκολης λύσης, δε γνωρίζουν μάλλον ότι ξεβάφουν στο πλύσιμο. Μακριά απ’ αυτούς που ένιωσες να σπαταλούν τον πολύτιμο χρόνο σου για μια ακόμη επιβεβαίωση του εγωισμού τους. Μακριά απ’ αυτούς που φοβούνται να γυρίσουν τον κόσμο ανάποδα μόνο και μόνο για ένα σου φιλί και μια αγκαλιά. Μακριά απ’ αυτούς που δεν πάνε κόντρα σε νόμους και κανόνες που τάχα τους έχουν επιβληθεί. Ο μόνος κανόνας στον έρωτα είναι ότι ο έρωτας δεν υπακούει σε κανόνες.

Ωμά και καθόλου ωραιοποιημένα, θα έλεγα πως αν ο άνθρωπος που ερωτεύθηκες είναι μια περιγραφή των όσων αναφέρθηκαν, τότε όχι μόνο δεν πάλεψε για τον έρωτα και κατ’ επέκταση για ‘σένα, αλλά δεν μπήκε καν στο πεδίο της μάχης. Θεατές υπάρχουν πολλοί. Ήρωες, όμως, που αντέχουν κι επιβιώνουν λίγοι. Μπες μες στη μάχη κι εσύ, τόλμησε και θα τους βρεις…

Ο Σέξτος Εμπειρικός & ο Σκεπτικισμός

Σκεπτικιστές, σύμφωνα με την σύγχρονη έννοια του όρου, είναι αυτοί που έχουν την τάση να αμφισβητούν, που δεν αποδέχονται άκριτα όσα τους λένε οι άλλοι. Ο αρχαίος Έλληνας Σκεπτικιστής φιλόσοφος ο Σέξτος ο Εμπειρικός, έχει κάτι κοινό με τέτοιου είδους ανθρώπους, όμως είναι πιο ανυποχώρητος επί του θέματος. Διαθέτει μια σειρά από τυποποιημένες τεχνικές για να εξασφαλίζει ότι ο ίδιος (ή οποιοσδήποτε άλλος που εφαρμόζει τις τεχνικές αυτές) δεν αποδέχεται ποτέ τίποτα, οτιδήποτε του προτείνουν όσοι υποστηρίζουν ότι κατανοούν τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου. Αντιθέτως, αποφεύγει να διατυπώσει κρίση σε όλα τα σχετικά ζητήματα. Και το όφελος από την αποχή διατύπωσης κρίσης, την «εποχή», όπως την αποκαλούν οι Σκεπτικιστές, είναι ότι ένας άνθρωπος νιώθει πολύ πιο ήρεμος και λιγότερο προβληματισμένος. Σε σύγκριση με άλλους, ο σκεπτικισμός, στην πραγματικότητα, έχει ευεργετική επίδραση στην ζωή μας. Επίσης, θα μπορούσαμε να μάθουμε πολλά από αυτήν την προσέγγιση.

Ο σκεπτικισμός είναι μία σημαντική και αξιοπρόσεκτη τάση στην Φιλοσοφία, που ασχολείται κυρίως με την γνώση και την δυνατότητά της αντίστοιχα. Αμφισβητεί την πιστότητα και την ορθότητα, θεωρώντας ότι ο άνθρωπος είναι μερικώς ανίκανος στο να αποκτήσει έγκυρη και σωστή γνώση, διότι γίνεται ασυνείδητα θύμα των αισθήσεών του. Δηλαδή ο άνθρωπος, κατά τον Σκεπτικισμό, σχηματίζει μια ψευδή αντίληψη για τον κόσμο που τον περιβάλλει και δημιουργεί γνώσεις που δεν μπορούν να ‘χουν γερά θεμέλια. Σκεπτικιστικές αμφιβολίες είχαν εκφραστεί ήδη από την εποχή των Σοφιστών.

Ωστόσο ο Σκεπτικισμός, ως συστηματική φιλοσοφική στάση εκφράστηκε κυρίως από τους “Πυρρώνειους” (οπαδοί του Πύρρωνα από την Ηλεία) και είχε πρακτικό χαρακτήρα. Ο σκεπτικισμός έχει κατηγορηθεί ως μη θεμελιακή θεώρηση, της ατεχνιάς από μεριάς του ανθρώπου και ότι δεν αποτελεί εγγενώς κοσμική πραγματικότητα και κοσμομηχανική (τρόπος που λειτουργεί το Σύμπαν)· πράγμα που αρνούνται όλοι οι Σκεπτικιστές. Οι πολέμιοι του Σκεπτικισμού τον θεωρούν ρηχή θέση, διότι ασχέτως αν η ατεχνιά είναι το απόλυτο όριο της γνώσης ή όχι, το Σύμπαν δεν παύει να υφίσταται, ούτε ένας αιτιακός αναλυτής παύει να αναζητά τις αρχές λειτουργίας του, έστω νοερά και λογικά στην περίπτωση του (α)τεχνικού ανυπέρβλητου ορίου.

Η αυξανόμενη δημοτικότητα Σκεπτικιστικών απόψεων δημιούργησε μια πνευματική κρίση στην Ευρώπη του 17ου αιώνα. Μια κάποια απάντηση έδωσε ο Γάλλος μαθηματικός Ρενέ Ντεκάρτ (1596 – 1650). Στο κλασικό του έργο “Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας” (1641) (Meditationes de prima philosophia, επίσης γνωστό ως Μεταφυσικοί Στοχασμοί), ο Ντεκάρτ επιχείρησε να αντικρούσει τον Σκεπτικισμό, μόνο αφού προηγουμένως είχε δομήσει με επιχειρήματα όσο το δυνατόν καλύτερα την υπόθεση του Σκεπτικισμού.

Ο Ντεκάρτ επιχειρηματολόγησε ότι όσες κι αν ριζικές Σκεπτικιστικές πιθανότητες φανταστούμε, υπάρχουν συγκεκριμένες αλήθειες (π.χ. ότι η σκέψη συμβαίνει, ή ότι υπάρχω) που είναι απόλυτα βέβαιες. Έτσι, οι αρχαίοι Σκεπτικιστές έκαναν λάθος στον ισχυρισμό τους ότι η γνώση είναι αδύνατη. Ο Ντεκάρτ επιχείρησε επίσης να αντικρούσει τις Σκεπτικιστικές αμφιβολίες για την αξιοπιστία των αισθήσεών μας, την μνήμη και άλλες γνωστικές λειτουργίες. Για να το κάνει αυτό, ο Ντεκάρτ προσπάθησε να αποδείξει ότι ο θεός υπάρχει, και ότι ο θεός δεν θα επέτρεπε (LOL) να εξαπατόμαστε συστηματικά σχετικά με την φύση της πραγματικότητας. Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι αμφισβητούν το αν αυτό το δεύτερο δογματικό επίπεδο της κριτικής του Ντεκάρτ στον Σκεπτικισμό είναι επιτυχές.

Το 18ο αιώνα μια νέα δυναμική εκδοχή για το Σκεπτικισμό προήρθε από τον Σκοτσέζο φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ (1711 – 1776). Ο Χιουμ ήταν εμπειριστής, υποστηρίζοντας ότι η αρχή όλων των πρωτότυπων ιδεών μπορεί να βρεθεί σε πρωτότυπες εντυπώσεις των αισθήσεων ή στην εσωτερική συνειδητότητα. Ο Χιουμ επιχειρηματολόγησε σθεναρά ότι σε εμπειρική βάση δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για την πίστη στην ύπαρξη του θεού, σε αιώνιο εαυτό ή ψυχή, στον εξωτερικό κόσμο, αιτιατή αναγκαιότητα, αντικειμενική ηθική, ή επαγωγική συλλογιστική. Αντίθετα, θεωρούσε ότι “Η φιλοσοφία θα μας καθιστούσε εντελώς Πυρρώννειους, αν η Φύση δεν ήταν τόσο σκληρή, στο να αντιστέκεται γι’ αυτό.”

Όπως το έβλεπε ο Χιουμ, η πραγματική βάση για την ανθρώπινη πεποίθηση δεν είναι η λογική, αλλά τα ήθη και έθιμα ή η συνήθεια. Είμαστε προγραμματισμένοι από την φύση να εμπιστευόμαστε, τις μνήμες μας ή την επαγωγική λογική, και κανένα σκεπτικιστικό επιχείρημα όσο δυναμικό κι αν είναι, δεν μπορεί να κλονίσει αυτές τις πεποιθήσεις. Μ’ αυτόν το τρόπο, ο Χιουμ ενστερνιζόταν αυτό που αποκαλούσε “μετριασμένο” σκεπτικισμό (mitigated skepticism), απορρίπτοντας ταυτόχρονα τον “υπερβολικό” Πυρρώννειο Σκεπτικισμό που θεωρούσε και ψυχολογικά ανέφικτο.

Είναι εκπληκτικό το πόσο λάθος είναι και δύο φιλόσοφοι!!

Για τον Σέξτο γνωρίζουμε ελάχιστα.

Γνωρίζουμε ότι πιθανόν να ήταν γιατρός και μέλος μιας από τις σχολές ιατρικής σκέψης της εποχής του, της Εμπειρικής Σχολής. Έζησε την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πιθανώς κάπου εντός της επικράτειάς της. Εικάζεται ότι έδρασε γύρω στο 200 μ.κ.ε., ή και λίγο αργότερα, όμως αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η καταγωγή του ή πού έζησε. Έγραψε στην Ελληνική γλώσσα, αλλά αυτό ουσιαστικά δεν μας λέει και πολλά. Την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Ελληνική γλώσσα ήταν ευρέως διαδεδομένη, ειδικά μεταξύ των λογίων, και χρησιμοποιούνταν στον χώρο της διανόησης. Για παράδειγμα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, με τον οποίο ο Σέξτος πρέπει να ήταν περίπου σύγχρονος, συνέγραψε τους στοχασμούς του (με τον τίτλο Τα εις εαυτόν) στην Ελληνική γλώσσα.

Η φήμη του Σέξτου οφείλεται στα εκτενή σωζόμενα γραπτά του, που φυσικά, δεν ξέρουμε αν είναι δικά του. Ο ίδιος αναφέρει ότι είναι μέλος της Πυρρώνειας παράδοσης του Σκεπτικισμού και τα κείμενά του είναι τα μοναδικά έργα της συγκεκριμένης παράδοσης που σώζονται ακέραια. Ο Πυρρωνισμός έλκει την καταγωγή του από την μορφή του Πύρρωνος του Ηλείου (360-270 π.κ.ε.), ο οποίος λέγεται ότι συνόδευσε τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του και συνάντησε μερικούς «γυμνούς σοφούς» στην Ινδία και οι οποίοι τον ενέπνευσαν. Έτσι τίθεται το συναρπαστικό και επίμαχο ερώτημα αν ο Πύρρων -άρα, εμμέσως και η Πυρρώνεια παράδοση- είχε επηρεαστεί από κάποια μορφή του Ινδουισμού. Αλλά εκτός από το ζήτημα της ιστορικής επιρροής, πολλοί μελετητές του Σέξτου ανιχνεύουν μια σχετική συγγένεια με πτυχές του Ινδουισμού. Όπως άλλωστε και του Πυθαγορισμού, αφού κι ο Πυθαγόρας, έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στις σπηλιές την Ellora.

Είναι σαφές ότι ο Πύρρων δεν είχε περάσει απαρατήρητος όσο ήταν εν ζωή, ωστόσο δεν ίδρυσε ένα φιλοσοφικό κίνημα που να άντεξε στον χρόνο. Περίπου δύο αιώνες αργότερα, μια άλλη αινιγματική προσωπικότητα, ο Αινησίδημος από την Κνωσό, ίδρυσε ένα κίνημα του σκεπτικισμού που επικαλούνταν τον Πύρρωνα ως προπομπό του. Εκεί εντάχθηκε αργότερα και ο Σέξτος, πιθανώς όταν το κίνημα έφτανε στο τέλος του. Είναι δύσκολο να ανασυνθέσουμε την ιστορία του Πυρρωνισμού, επειδή τα διαθέσιμα στοιχεία είναι πολύ αποσπασματικά.

Έχουμε τρία από τα έργα του, δύο από αυτά πλήρη και ένα τρίτο ημιτελές, κατά πάσα πιθανότητα. Το πιο προσβάσιμο, είναι οι Πυρρώνειες υποτυπώσεις. Οι Υποτυπώσεις εκτείνονται σε τρία βιβλία -αρχικά, ως «βιβλίο» νοούνταν ένα απόσπασμα από ένα εκτενές έργο, που χωρούσε σε έναν κύλινδρο παπύρου. (Για παράδειγμα, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια έχουν, η καθεμία, είκοσι τέσσερα βιβλία που ονομάζονται ραψωδίες.) Το Βιβλίο I είναι μια γενική εισαγωγή στο είδος του σκεπτικισμού που απασχολεί τον Σέξτο, το δεύτερο και το τρίτο βιβλίο εξετάζουν τις θεωρίες άλλων φιλοσόφων, στους τρεις κύριους τομείς της φιλοσοφίας, όπως αυτοί αναγνωρίζονται στην ύστερη αρχαιότητα: Λογική, Φυσική και Ηθική- η Λογική αναλύεται στο Βιβλίο II, η Φυσική και η Ηθική αναλύονται στο Βιβλίο III.

Εκτός από τις Υποτυπώσεις, έχουν σωθεί και άλλα δύο βιβλία όπου εξετάζεται η Λογική, δύο όπου εξετάζεται η Φυσική και ένα όπου εξετάζεται η Ηθική, όλα αυτά αποτελούν μέρη ενός ενιαίου έργου, πολύ πιο εκτενούς από τις Υποτυπώσεις, που ο Σέξτος αποκαλεί Πραγματείες Σκεπτικισμού και πιθανότατα περιλάμβαναν μια γενική διαπραγμάτευση του σκεπτικισμού που δεν έχει σωθεί και θα κάλυπτε παρόμοια ζητήματα με το πρώτο βιβλίο των Υποτυπώσεων. Ο Σέξτος, στις Υποτυπώσεις του, συχνά μας υπενθυμίζει ότι μιλά με «υποτυπώδη», συνοπτικό τρόπο.

Στα σωζόμενα βιβλία των Πραγματειών Σκεπτικισμού αποκαλύπτεται πόσο πολύ του άρεσε να επεκτείνει την ανάλυσή του όταν δεν τον περιόριζε ο χώρος. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχουμε είναι, δύο διαφορετικές εκδόσεις του ίδιου έργου: μια συνοπτική εκδοχή και μια πλήρη εκδοχή, οι παραλληλισμοί μεταξύ των δύο, καθώς και οι διαφορές τους, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Εκτός από αυτά τα βιβλία, έχουμε το Προς Μαθηματικούς, το οποίο σώζεται ακέραιο. Το βιβλίο εξετάζει τους ισχυρισμούς των θεωρητικών σε έξι διαφορετικά πεδία: γραμματική, ρητορική, γεωμετρία, αριθμητική, αστρολογία και μουσική. Συνεπώς, ο Σέξτος δεν περιορίζει το ενδιαφέρον του μόνο σε φιλοσοφικά ζητήματα (αν και υπάρχουν κάποιες αλληλοεπικαλύψεις υλικού μεταξύ αυτού του έργου και των άλλων δύο) όποιος ισχυρίζεται ότι διαθέτει εμπειρογνωμοσύνη σε οποιοδήποτε θέμα, σύμφωνα με τον Σέξτο είναι δογματικός και μπαίνει στο στόχαστρο.

To είδος Σκεπτικισμού του Σέξτου.

Με τι ισοδυναμεί, λοιπόν, ο Σκεπτικισμός; Είναι μια τεχνική, ή ένα σύνολο τεχνικών, που οδηγεί σε αποχή από την διατύπωση κρίσης ή αλλιώς στάση της διάνοιας. Το καλύτερο σημείο για να ξεκινήσει κάποιος να εξηγεί κάτι τέτοιο είναι ίσως η πρώτη φράση στην αρχή σχεδόν των Υποτυπώσεων, στην ενότητα που τιτλοφορείται «Τι είναι ο σκεπτικισμός».

«Σκεπτικισμός είναι η ικανότητα να αντιπαραθέτουμε φαινόμενα και νοούμενα με οποιονδήποτε τρόπο, εξ ου οδηγούμαστε, λόγω της ισοδυναμίας μεταξύ των αντίθετων πραγμάτων και αναφορών, πρώτα στην αποχή από την διατύπωση κρίσης και ακολούθως στην αταραξία».

Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια. Το πρώτο είναι η «αντιπαράθεση» πάνω σε ένα θέμα συζήτησης. Ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που αναλύει ο ίδιος ο Σέξτος: το αν υπάρχουν Θεοί. Είναι πολλές και διαφορετικές οι απόψεις σχετικά με την ύπαρξη και την μορφή των Θεών. Υπάρχουν θεωρητικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, κι επίσης υπάρχουν οι εντυπώσεις των απλών ανθρώπων φερ’ ειπείν, κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουν βιώσει την προφανή εμπειρία του θείου, ενώ άλλοι ίσως θεωρούν ότι η εμπειρία της καθημερινότητας δεν μας παρέχει έρεισμα για να πιστεύουμε στην ύπαρξη οποιοσδήποτε θεϊκής δύναμης.

Ο Σκεπτικιστής συλλέγει όλες αυτές τις εντυπώσεις και τα επιχειρήματα, «φαινόμενα και νοούμενα» και τα ισορροπεί σε αντιπαράταξη -καθώς υπάρχει διαφωνία μεταξύ τους με κάθε είδους τρόπο, το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από αντιθέσεις. Τώρα, ο πραγματικά επιδέξιος Σκεπτικιστής αυτό το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε τα αντίθετα επιχειρήματα και οι εντυπώσεις να είναι «ισοδύναμα» -δηλαδή, τα επιχειρήματα σε κάθε πλευρά φαντάζουν εξίσου πιθανά- καμία πλευρά δεν φαίνεται να έχει πλεονέκτημα σε σχέση με την άλλη. Κι αν όντως ισχύει αυτό, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από την αποχή διατύπωσης κρίσης πάνω στο συγκεκριμένο θέμα – αυτό είναι το δεύτερο στάδιο- αν τα επιχειρήματα σε οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές όντως είναι ισόρροπα σε ό,τι αφορά την πειστικότητα τους, δεν θα έχετε πλέον την τάση να επιλέξετε τη μία πλευρά έναντι της άλλης, άρα δεν επιλέγετε καμία, το οποίο συνιστά αποχή από την διατύπωση κρίσης.

Κι αυτό, με την σειρά του, λέει ο Σέξτος, οδηγεί στην αταραξία, η οποία αποτελεί το τελικό στάδιο.

Ο σκεπτικισμός περιγράφεται ως μια «ικανότητα» -μια ικανότητα που αφορά την παράταξη των απόψεων επί ενός ζητήματος από την μια και την άλλη πλευρά, κατά τρόπο ώστε η υπεράσπιση οποιοσδήποτε απάντησης να είναι εξίσου ισχυρή με την υπεράσπιση οποιοσδήποτε άλλης, το οποίο μας οδηγεί στην αποχή από την διατύπωση κρίσης. Ένα παράδειγμα πιθανής εφαρμογής της μεθόδου: το ερώτημα αν υπάρχουν Θεοί. Τι θα γινόταν, αν αυτή την αποχή από την διατύπωση κρίσης την εφαρμόζαμε σε όλα; Δεν θα σε παρέλυε, δεν θα σε καθιστούσε ανίκανο να δράσεις; Σίγουρα μια φυσιολογική ζωή απαιτεί να λαμβάνεις αποφάσεις μέσα από εναλλακτικές, αλλά είναι άλλο οι αποφάσεις κι άλλο η κρίση. Μπορείς να αποφασίσεις να πας σε κάποιον ναό ενός θεού αλλά να μην ενστερνίζεσαι καθόλου την ύπαρξή του ή την μη ύπαρξή του. Σκέψου το, σαν να είσαι ένας εξωγήινος που δεν έχει καθόλου και ποτέ ακούσει την έννοια περί θεού. Η αποχή από την έννοια “θεός” και τα περί αυτού, είναι η τελική αταραξία.

Ο Σέξτος έχει απόλυτη επίγνωση του συγκεκριμένου ζητήματος. Όπως αποσαφηνίζει σε άλλο σημείο στις αρχικές σελίδες των Υποτυπώσεων, αυτό για το οποίο εκείνος και οι όμοιοι του Σκεπτικιστές απέχουν να διατυπώσουν κρίση -και μας προσκαλούν να το κάνουμε κι εμείς- είναι η αληθινή φύση των πραγμάτων. Στις καθημερινές δραστηριότητές του, ο Σέξτος με χαρά αποδέχεται τα πράγματα όπως προκύπτουν κι αυτό είναι το μόνο που χρειάζεσαι κι εσύ για να ζήσεις μια φυσιολογική ζωή, χωρίς ταραχές και δράματα.

Αυτό που εκείνος δεν κάνει -και κατηγορεί άλλους φιλοσόφους και θεωρητικούς ότι το κάνουν- είναι να αναφέρει ότι έχει κατανοήσει την αληθινή φύση των πραγμάτων. Ένα παράδειγμα που δίνει είναι η γεύση του μελιού. Το μέλι έχει γλυκιά γεύση, πράγμα που προφανώς επηρεάζει τον τρόπο που το χρησιμοποιούμε. Όμως αυτή η γλυκιά του γεύση δεν μας πληροφορεί απαραιτήτως για την υποκείμενη δομή του μελιού, για το τι είναι ουσιαστικά το μέλι. Ίσως αυτή η γλυκύτητα να είναι, στην πραγματικότητα, μέρος της αληθινής φύσης του μελιού ή ίσως και να μην είναι- ίσως το γεγονός ότι έχει γλυκιά γεύση να έχει να κάνει μάλλον μ’ εμάς τους ίδιους και όχι με το μέλι καθαυτό. Ακριβώς αυτό είναι το πράγμα για το οποίο ένας Σκεπτικιστής θα απέχει από την διατύπωση κρίσης, αφού πρώτα θα έχει συγκεντρώσει αντίθετες, αλλά εξίσου πειστικές θεωρίες πάνω στο ζήτημα.

Οι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι έχουν κατανοήσει την αληθινή φύση των πραγμάτων, πέρα από τον τρόπο με τον οποίο αυτά γίνονται αντιληπτά σ’ εμάς -είτε αφορούν την φυσική είτε την ηθική είτε οποιοδήποτε άλλο θέμα- είναι εκείνοι που ο Σέξτος αποκαλεί «δογματικούς». Δογματικός είναι αυτός που έχει απόλυτες απόψεις για την φύση των πραγμάτων.

Η ελληνική λέξη «δόγμα» αναφέρεται σε τέτοιου είδους απόλυτες απόψεις, και την έχω αποδώσει με την λέξη «δοξασία». Ο Σέξτος, επίσης, περιγράφει ενίοτε μια δήλωση ή έναν ισχυρισμό ως «δογματικό», κι αυτό σημαίνει ότι «προβάλλεται ως απόλυτη άποψη σχετικά με την φύση των πραγμάτων». Όλοι οι μη Σκεπτικιστές φιλόσοφοι, τους οποίους αναλύει, πληρούν τις προϋποθέσεις, υπό αυτή την έννοια, ώστε να χαρακτηριστούν δογματικοί. Ωστόσο το ίδιο ισχύει για οποιονδήποτε άλλο διατυπώνει θεωρίες που δήθεν βαίνουν πέρα από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα στην καθημερινή εμπειρία μας, και διεισδύουν στην αληθινή φύση των πραγμάτων. Ο διαχωρισμός μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης δεν ήταν καθόλου σαφής την εποχή του Σέξτου, ούτε άλλωστε και στην σύγχρονη εποχή. Άλλωστε πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες, ειδικά οι πιο θεωρητικοί, είναι δογματικοί, σύμφωνα με την χρήση του όρου από τον Σέξτο.

Μια άλλη λέξη που χρησιμοποιεί συχνά σε αυτό το συγκείμενο είναι η «γνώμη». Η «γνώμη», στην χρήση που κάνει ο Σέξτος, είναι μια απόλυτη πεποίθηση ότι ισχύει το ένα ή το άλλο πράγμα -όπου, και πάλι, αυτό υπερβαίνει ό,τι είναι απλώς εμφανές στην εμπειρία μας. Είναι περίπου όμοια με την «δοξασία», μόνο που η «γνώμη» δεν καλύπτει μόνο τις απόψεις των φιλοσόφων ή και άλλων θεωρητικών. Σε ένα σημείο ο Σέξτος αναφέρει πως οι απλοί άνθρωποι έχουν την «γνώμη» ότι κάποια πράγματα είναι εκ φύσεως καλά και κάποια, άλλα εκ φύσεως κακά. Αντιθέτως εκείνος συχνά μας υπενθυμίζει ότι, ως Σκεπτικιστής, μιλά «χωρίς να εκφράζει γνώμες» αυτό σημαίνει ότι απλώς περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα, χωρίς να ισχυρίζεται ότι θέτει τους νόμους για την τελική αλήθεια επί του θέματος.

Τι ισχύει για την αταραξία και το πρακτικό όφελός της.

Η αταραξία σηματοδοτεί μια κατάσταση χωρίς προβληματισμούς ή οχλήσεις. Έτσι, η ιδέα είναι ότι ο Σκεπτικιστής έχει απαλλαχθεί από προβληματισμούς ή οχλήσεις και αν κάποιος δεν είναι Σκεπτικιστής, τότε ταλανίζεται από προβληματισμούς ή οχλήσεις. Μεταξύ των αποκρυσταλλωμένων (δογματικών) απόψεων που έχουν οι άνθρωποι για τον κόσμο, υπάρχουν και απόψεις σχετικά με το ποια πράγματα είναι εκ φύσεως καλά και ποια εκ φύσεως κακά. Δεν είναι μόνο οι φιλόσοφοι που υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις, αν και σίγουρα συμπεριλαμβάνονται στο σύνολο. Αν πιστεύεις ακράδαντα ότι κάποια πράγματα είναι εκ φύσεως καλά και άλλα εκ φύσεως κακά, τότε θα προσπαθείς απεγνωσμένα να αποκτήσεις, ή να διατηρήσεις, τα καλά πράγματα κι εξίσου απεγνωσμένα, να αποφύγεις τα κακά πράγματα.

Συνεπώς, βρίσκεσαι σε μια μόνιμη κατάσταση ταραχής και δυσφορίας, γιατί είναι πολύ σημαντικό να έχεις τα πράγματα που σε ωφελούν κι όχι εκείνα που σε βλάπτουν. Από την άλλη, αν δεν έχεις αποκρυσταλλωμένες απόψεις σχετικά με το τι είναι εκ φύσεως καλό και τι εκ φύσεως κακό, ακολουθώντας απλώς τις δικές σου παρορμήσεις θ’ αποφύγεις όλη αυτή την φρενίτιδα, το διακύβευμα για εσένα θα είναι πολύ μικρότερης σημασίας, κι έτσι θα κατακτήσεις την αταραξία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να είσαι εγωκεντρικός ή αντικοινωνικός. Οι παρορμήσεις σου μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνουν την επιθυμία να είσαι ευγενικός με τους άλλους, ειδικά με τους οικείους σου. Και ο Σέξτος λέει ότι μεταξύ των «φαινομένων» που διέπουν την συμπεριφορά του Σκεπτικιστή περιλαμβάνονται οι νόμοι και τα έθιμα της κοινωνίας στην οποία μετέχει. Το ουσιώδες είναι να μην σκέφτεσαι ότι κάτι είναι απεγνωσμένα σημαντικό (όπως θα συνέβαινε αν ήσουν πεπεισμένος ότι κάποια πράγματα είναι όντως καλά και κάποια άλλα όντως κακά), κι έτσι η ζωή σου θα είναι γαλήνια και σχετικά απαλλαγμένη από προβλήματα. Ο Σέξτος αναγνωρίζει ότι το να είναι κάποιος Σκεπτικιστής δεν τον απαλλάσσει από δυσάρεστες καταστάσεις όπως η πείνα ή ο σωματικός πόνος. Αλλά ακόμη κι έτσι, ένας Σκεπτικιστής τα καταφέρνει πιο εύκολα, ενώ αν είσαι πεπεισμένος ότι η πείνα ή ο πόνος είναι κάτι εκ φύσεως κακό, αυτό σου δίνει έναν ακόμη λόγο να ανησυχείς, πέρα από την ίδια την πείνα ή τον πόνο μόνο.

Αυτή, είναι μία από τις συλλογιστικές που παραθέτει ο Σέξτος σχετικά με τον λόγο για τον οποίο η αποχή από την διατύπωση κρίσης οδηγεί στην αταραξία.

Αλλά ο Σέξτος μιλά για πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι το καλό και το κακό. Και στην εναρκτήρια περιγραφή του σχετικά με το τι είναι σκεπτικισμός, δείχνει ξεκάθαρα ότι η αποχή από την διατύπωση κρίσης σε οποιοδήποτε ζήτημα -όχι μόνο σε ό,τι αφορά το καλό και το κακό- οδηγεί στην αταραξία. Ο Σέξτος αποσαφηνίζει γιατί αυτό είναι αληθές. Η ιδέα είναι ότι η προσπάθεια ανακάλυψης της αλήθειας είναι κάτι το ουτοπικό, εξοργιστικό κι εκνευριστικό. Ίσως νομίζεις ότι η γνώση θα σου προσφέρει αταραξία, αλλά δεν φαίνεται να καταλήγεις ποτέ εκεί. Και είναι λογικό αυτό.

Συναντάς συνεχώς εμπόδια και ανακαλύπτεις συνεχώς ενδείξεις που σε οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Ακόμη κι αν πιστεύεις ότι έχεις κάνει μια ανακάλυψη, νέες ενδείξεις θα την ανατρέψουν κι έτσι ποτέ δεν μπορείς ουσιαστικά να νιώσεις την βεβαιότητα ότι γνωρίζεις την φύση των πραγμάτων. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο δογματισμός, αλλά κι ο δρόμος προς τον δογματισμό, δεν είναι καθόλου απαλλαγμένος από προβλήματα. Κι όμως, αναφέρει ο Σέξτος, όταν αναγκάζεσαι να απέχεις από την διατύπωση κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αντικρουόμενα στοιχεία πάνω σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα, να οδηγηθείς στην αταραξία που επιθυμούσες εξαρχής· απλώς τότε συνειδητοποιείς ότι δεν σε ενδιαφέρει καθόλου να πάρεις απαντήσεις, και τα επίπεδα του άγχους μειώνονται αισθητά. Κι αν αυτό συμβεί αρκετές φορές, εγκαταλείπεις εντελώς την αναζήτηση κι, αντιθέτως, καλλιεργείς εσκεμμένα την «ικανότητα» του Σκεπτικιστή να απέχει από την διατύπωση κρίσης σε όλα τα ζητήματα που ερευνούν οι δογματικοί και έτσι να επωφεληθείς από το επακόλουθο πλεονέκτημα της αταραξίας.

Για τους δύο αυτούς λόγους, λοιπόν, η αποχή από την διατύπωση κρίσης απελευθερώνει από ένα συγκεκριμένο είδος ψυχικού τραύματος. Στην μία περίπτωση πρόκειται για το τραύμα που σχετίζεται με το ότι έχεις πειστεί από κάποιες αποκρυσταλλωμένες απόψεις (ως προς το τι είναι εκ φύσεως καλό ή κακό) στην άλλη περίπτωση πρόκειται για το τραύμα που σχετίζεται με το ότι δεν είσαι ικανός να κατασταλάξεις σε οποιαδήποτε αποκρυσταλλωμένη άποψη (σε αυτή την περίπτωση, σχετικά με την αληθινή φύση των πραγμάτων, γενικά), αλλά επιθυμείς διακαώς να μπορούσες να το κάνεις. Πρόκειται για λογικές αναφορές.

Μπορεί κάποιος να κατανοήσει γιατί η αταραξία θεωρείται σημαντική απόρροια της αποχής από την διατύπωση κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτήν ακριβώς την αταραξία και στην συνακόλουθη λύτρωση από την προσπάθεια κατάχτησής της, οι σύγχρονοι αναγνώστες τείνουν να εντοπίζουν βουδιστικές ή ινδουιστικές ιδέες. Τίποτε πιο λανθασμένο από αυτό, αφού οι θρησκείες είναι εκ φύσεως δογματικές.

Πόσο μπορεί αυτή η σκεπτικιστική θεώρηση να αποτελέσει έναν εύλογο τρόπο σκέψης για εμάς σήμερα;

Είναι ρεαλιστικό να θεωρούμε ότι αν απέχουμε από την διατύπωση κρίσης θα κατακτήσουμε την αταραξία; Φυσικά. Εξαρτάται από τις περιστάσεις και εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου. Αυτό ισχύει και για τις δύο εξηγήσεις που παρέχει ο Σέξτος. Ξεκινώντας από το τραύμα που έχει προκληθεί από τις πεποιθήσεις ότι τα πράγματα είναι εκ φύσεως καλά ή εκ φύσεως κακά, μπορούμε σίγουρα να αναλογιστούμε περιπτώσεις όπου κάποιοι άνθρωποι παίρνουν τα πράγματα πολύ σοβαρά και θεωρούν κάτι απελπιστικά σημαντικό, το οποίο, όμως, οι περισσότεροι από εμάς δεν το θεωρούμε και τόσο ουσιώδες και θα ήταν πολύ πιο ήρεμοι αν δεν ήταν τόσο πεπεισμένοι σχετικά με το μέγεθος της πραγματικής σημασίας του.

Σίγουρα, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που οι ακλόνητες δογματικές πεποιθήσεις, τους κρατάνε σε μια ισορροπία και συνεπώς αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ήρεμοι απ’ ό,τι θα ήταν αν ένιωθαν αβεβαιότητα γι’ αυτά τα πράγματα, όπως π.χ. οι πιστοί των θρησκειών. Όσο για την άλλη εξήγηση, η οποία επικεντρώνεται στο τραύμα που συνδέεται με την προσπάθεια ανακάλυψης της αλήθειας, μπορούμε να φανταστούμε έναν ερευνητή που είναι απελπιστικά απογοητευμένος με την πρόοδο της έρευνάς του και ο μόνος δρόμος για να κατακτήσει την αταραξία είναι να εγκαταλείψει τελείως την έρευνα.

Αλλά μπορούμε να φανταστούμε και κάποιον που είναι ολοκληρωτικά βυθισμένος σε ένα ερευνητικό έργο και η ψυχική του ηρεμία προέρχεται ακριβώς από την αίσθηση ότι, είτε το έργο στεφθεί με επιτυχία είτε όχι, εκείνος έχει κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να βρει τις απαντήσεις- και θα ένιωθε συντριβή αν, για κάποιο λόγο, η έρευνα διακοπτόταν σε ένα σημείο όπου θα κατέληγε (όπως ήλπιζε, έστω και προσωρινά) σε στάση της διάνοιας μεταξύ δύο αντίθετων εναλλακτικών.

Τα παραδείγματα αυτά θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν περαιτέρω, και επιπρόσθετα παραδείγματα να επινοηθούν. Αλλά το θέμα είναι αρκετά ξεκάθαρο. Σίγουρα είναι δυνατόν η αποχή από την διατύπωση κρίσης σε ένα ζήτημα να οδηγήσει σε αταραξία. Όταν, ο Σέξτος λέει ότι η μία είναι προβλέψιμη και αξιόπιστη συνταγή για την άλλη κι αυτό εύλογα γίνεται αποδεκτό.

Αφήνοντας κατά μέρος το ερώτημα για το ποια θα μπορούσαν να είναι τα πλεονεκτήματα από την αποχή διατύπωσης κρίσης, άραγε είναι ρεαλιστικό να θεωρούμε ότι η αποχή από την διατύπωση κρίσης μπορεί να προκόψει σε όλα τα ερωτήματα που αφορούν την αληθή φύση των πραγμάτων; Ας πάρουμε ένα παράδειγμα στο οποίο ο Σέξτος κάνει μια νύξη. Άραγε η βασική δομή της ύλης είναι το άτομο ή μήπως αυτή αποτελείται από ένα συνεχές υλικό που είναι ομοιογενές ακόμη και στο πιο μικροσκοπικό επίπεδο; Και οι δύο απόψεις είχαν τους θιασώτες τους, που χρησιμοποιούσαν περίπλοκα επιχειρήματα για να τις υποστηρίξουν. Αλλά κανείς δεν είχε ένα επιχείρημα που θα ανέτρεπε όλα τα άλλα και θα έκλεινε το ζήτημα. Και με δεδομένη την έλλειψη πειραματικών τεχνικών, το μόνο που απομένει είναι η θεωρητική επιχειρηματολογία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι εύκολο να καταλάβουμε πως η αποχή από την διατύπωση κρίσης είναι μια πιθανή ή ακόμη και φυσιολογική συνέπεια.

Παρόμοιο ζήτημα μπορεί να εγερθεί και στις μέρες μας. Έχουμε τεράστιο όγκο επιστημονικής γνώσης που τίθεται καθημερινά υπό αμφισβήτηση. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη πολλά ανοιχτά ζητήματα στα όρια των επιστημών. Υπάρχουν θέματα όπου δεν υφίσταται κατασταλαγμένη γνώση κι όπου, τουλάχιστον σε αρκετά κεντρικά ερωτήματα, η ατέρμονη και αδιέξοδη διαφωνία εξακολουθεί να είναι κανόνας- η ηθική, η λογική, η θρησκεία και η πολιτική συγκαταλέγονται στα πιο προφανή παραδείγματα. Άρα, σίγουρα είναι άκρως επίκαιρο το στάδιο όπου η αποχή από την διατύπωση κρίσης προβάλλει ως συνετή επιλογή.

Η συγκεκριμένη επιλογή είναι διαθέσιμη τώρα σε τόσο ευρεία κλίμακα όσο ήταν και στην εποχή του Σέξτου. Ακόμη και τότε, ίσως κάποιος αναρωτιόταν αν υπήρχαν ή όχι θέματα όπου η επιχειρηματολογία της μιας πλευράς ήταν σαφώς ισχυρότερη από την επιχειρηματολογία της άλλης, έτσι ώστε να είναι δύσκολη η αποχή από την διατύπωση κρίσης χωρίς να ρίξουν στάχτη στα μάτια του ακροατηρίου. Η φιλοδοξία να απέχουμε πλήρως από την διατύπωση κρίσης αποτελεί και σήμερα επιλογή, γιατί ενώ δεν γνωρίζουμε τίποτε σημαντικό ή άξιο λόγου, η ικανότητα σκεπτικισμού των ανθρώπων είναι αμβλυμμένη ή και εξαφανισμένη.

Οπότε πού καταλήγουμε; Η αποχή από την διατύπωση κρίσης έχει νόημα σε όλα. Και πάντοτε οδηγεί σε αταραξία. Η φιλοσοφία του Σέξτου, με τον ευρύτατο τρόπο που την προέβαλε, είναι διαθέσιμη σήμερα σ’ εμάς. Το να απέχουμε από την διατύπωση κρίσης όντως είναι πολύ καλή ιδέα. Και πάντοτε μετριάζει το άγχος. Υπάρχουν ενδιαφέροντα μαθήματα να πάρουμε από εκείνον, ακόμη κι αν δεν είναι ακριβώς αυτά που είχε την πρόθεση να δώσει. Κι ένα από αυτά είναι να έχουμε ανοιχτό μυαλό, επειδή πρόκειται για κάτι που ο Σέξτος μπορεί να μας βοηθήσει να το κατακτήσουμε.

Αυτό που μας προσφέρει είναι ένα παράδειγμα για το πώς να είμαστε πάντα πρόθυμοι να εξετάζουμε αντίθετες απόψεις και να μην κατασταλάζουμε ποτέ σε κάποια κατηγορηματική απάντηση, όταν η άλλη πλευρά έχει ακόμη κάτι να πει. Όπως θα διαπιστώσετε, συχνά αποκαλεί «προπετείς» τους δογματικούς αντιπάλους του. Και η «προπέτεια» δηλαδή, το να εξάγουμε συμπεράσματα υπερβολικά εύκολα, είναι κάτι από το οποίο μπορεί μας βοηθάει να προφυλαχθούμε.

Ανοιχτόμυαλος είναι αυτός που θέλει να αποκτήσει μια ξεκάθαρη κι αμερόληπτη άποψη για ένα ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές πληροφορίες. Μια τέτοια στάση σίγουρα περιλαμβάνει την επιθυμία να αποφύγει τα βιαστικά συμπεράσματα. Περιλαμβάνει επίσης την φιλοδοξία να αποφύγει όλα τα συμπεράσματα, κάτι που ισοδυναμεί με την πρόθεση του Σέξτου περί αποχής από την διατύπωση κρίσης (και άρα περί αταραξίας) σε ευρύτερο επίπεδο.

Ένας ανοιχτόμυαλος άνθρωπος δίνει την δέουσα σημασία σε όλες τις πτυχές ενός επιχειρήματος κι εξαγάγει συμπεράσματα αν αυτά είναι εγγυημένα. Μερικές φορές, η κατάσταση των αποδεικτικών στοιχείων δεν το επιτρέπει και σε αυτή την περίπτωση ένας άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό θα απέχει από την διατύπωση κρίσης. Ωστόσο, άλλες φορές, κατόπιν προσεκτικής εξέτασης, μια απάντηση θα φανεί ανώτερη από τις υπόλοιπες, και τότε ο ανοιχτόμυαλος άνθρωπος δεν θα διστάσει να εξαγάγει το αντίστοιχο συμπέρασμα – αναγνωρίζοντας, ασφαλώς, ότι νέες πληροφορίες ή νέες οπτικές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναθεώρηση της άποψής του.

Με άλλα λόγια, ένας ανοιχτόμυαλος άνθρωπος έχει ως στόχο να βρει την πλέον αιτιολογημένη θέση που είναι διαθέσιμη την δεδομένη στιγμή σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα και να είναι έτοιμος να την πετάξει αν προκύψουν νεώτερα στοιχεία.

Ο Σέξτος αποτελεί πρότυπο ανοιχτού πνεύματος.

Το να εξετάζουμε από πολλές διαφορετικές πλευρές ενός θέματος θα οδηγήσει σε αποχή από την διατύπωση κρίσης και στην αταραξία ως αποτέλεσμα. Ωστόσο, άλλες φορές, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση της γνώσης, μια άποψη επί του συγκεκριμένου θέματος θα προβάλει ως πιο εύλογη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κι άρα πιο άξια αποδοχής, τουλάχιστον προσωρινά. Έτσι, αν και είναι απόλυτα ακριβές να πούμε ότι ο Σέξτος συνηγορεί υπέρ του να είμαστε ανοιχτόμυαλοι, η σύσταση να είμαστε ανοιχτόμυαλοι είναι, στην ουσία, αυτό που μπορεί κάποιος να κερδίσει προσεγγίζοντας τα γραπτά του με ανοιχτό μυαλό. Σε έναν κόσμο όπου είναι σταθερό δεδομένο η εντύπωση ότι κανένα σημαντικό ζήτημα δεν είναι απρόσβλητο από την χειραγώγηση, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου κακό.

Ας δούμε ένα εύκολο παράδειγμα: σκεφτείτε όλες εκείνες τις περιπτώσεις όπου η καταδίκη ενός ατόμου αποδεικνύεται λανθασμένη, ενίοτε, μάλιστα, αφού το άτομο έχει ήδη εκτίσει δεκαετίες στην φυλακή ή έχει εκτελεστεί, αν οι ένορκοι πραγματικά έπαιρναν στα σοβαρά την φράση «πέραν πάσης αμφιβολίας», αυτό θα συνέβαινε λιγότερο συχνά. Κι εσείς οι αναγνώστες, αναμφίβολα, μπορείτε να σκεφτείτε πολλές περιπτώσεις όπου τα γεγονότα μεταφέρονται εντελώς διαφορετικά -συχνά για να ικανοποιήσουν πολιτικές ή άλλες ατζέντες- από διάφορα δημόσια πρόσωπα, μέσα ενημέρωσης κ.λ.π. Σίγουρα όποιος προσπαθεί να προσεγγίσει αυτά τα θέματα με περίσκεψη κι εποικοδομητικό τρόπο είναι λογικό να συγκεντρώσει όσο περισσότερες πληροφορίες γίνεται και να τις αξιολογήσει πολύ προσεκτικά.

Φυσικά, ακόμη και όταν υπάρχει συμφωνία πάνω στα γεγονότα και πάλι μπορεί να προκόψει διαφωνία ως προς την αξιοποίησή τους, επειδή υπάρχουν διαφορετικές αξιολογικές κρίσεις μεταξύ των εμπλεκομένων. Τα ηθικά, θρησκευτικά και πολιτικά ζητήματα συχνότατα αποτελούν θέμα αδιέξοδων διαφωνιών και σε τέτοιου είδους ζητήματα η μέθοδος του Σέξτου περί αποχής από την διατύπωση κρίσης, είναι η ενδεδειγμένη κι όχι μόνο σε διανοητικό επίπεδο. Ωστόσο πρόκειται για μια πολυτέλεια προσιτή μόνο σε όσους δεν ασχολούνται με τα ηθικά και πολιτικά προβλήματα, γιατί γνωρίζουν ότι είναι προϊόντα προπαγάνδας, γι’ αυτόν τον λόγο ο Σκεπτικιστής είναι θέση ανώτερος αφού η αποχή από την διατύπωση κρίσης είναι εφικτή αν υπάρχει ένα υπόβαθρο ενεργής λήψης αποφάσεων και συμμετοχής στα κοινά. Με άλλα λόγια, ο σκεπτικισμός είναι εφικτός μόνο σε μια λειτουργική κοινωνία και η κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει μόνο αν οι περισσότεροι άνθρωποι είναι Σκεπτικιστές.

Ο Σκεπτικισμός αποτελεί μια ισχυρή δύναμη ενάντια στον φανατισμό και υπέρ της ανοχής. Όμως κάποιοι έχουν αντιταχθεί στην εικόνα του Σκεπτικιστή ως ενός παθητικού ανθρώπου, ως πάντα άβουλου και ουδέτερου. Αλλά και κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι τίποτα δεν μπορεί να τους κάνει Σκεπτικιστές… κι αυτό είναι αποδεκτό, αρκεί να μην διατείνονται ότι έχουν κατακτήσει την οριστική αλήθεια, αλλά και να μην την επιβάλλουν.

Ας υποθέσουμε ότι συμφωνούμε, κατ’ αρχάς, σχετικά με το πόσο σημαντικό είναι να ζούμε σε μια ευρέως δημοκρατική κοινωνία, όπου μπορούν να συνυπάρχουν άνθρωποι με διαφορετικές πεποιθήσεις, σε αντιδιαστολή με ένα καθεστώς όπου οι αντίπαλοι απλώς απολύονται, φυλακίζονται ή εκτελούνται. Αυτό ήδη αποτελεί μια ουσιαστική ηθική και πολιτική δέσμευση, κάτι που διαθέτει ένας γνήσιος Σκεπτικιστής όπως αυτός που περιγράφεται από τον Σέξτο. Αν, αποδεχτούμε αυτό το κρίσιμο σημείο εκκίνησης, τότε ίσως ανακαλύψουμε πραγματική αξία στην εκδοχή της ευρύτητας πνεύματος.

Σε μιά συζήτηση που παρακολούθησα πρόσφατα, όσον αφορά τις σύγχρονες επιθέσεις στις δημοκρατικές αξίες και τον τρόπο αντιμετώπισής τους, άκουσα έναν θεωρητικό της πολιτικής να ισχυρίζεται ότι η δημοκρατία ακμάζει όταν υπάρχει ατέρμονη αντιπαράθεση. Όχι όταν φωνάζουμε ο ένας στον άλλο από παγιωμένες θέσεις -κάτι τόσο σύνηθες στις μέρες μας- αλλά όταν συμμετέχουμε ανοιχτόμυαλα με αντίθετες απόψεις, όπου προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με τους άλλους, ενώ είμαστε επίσης πρόθυμοι να τροποποιήσουμε ή να πετάξουμε τις δικές μας απόψεις.

Ίσως να μην καταφέρουμε ποτέ να πείσουμε ο ένας τον άλλο (και το ζήτημα να πρέπει να τεθεί σε ψηφοφορία), αλλά η αντιμετώπιση άλλων πτυχών του ζητήματος με σοβαρότητα και η διατήρηση ενός ανοιχτού διαλόγου είναι σημαντικά στοιχεία ενός ανθηρού δημοκρατικού πολιτισμού. Αντιθέτως, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν μπορούν να ανεχτούν τον ατέρμονο διάλογο και κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τον καταστείλουν. Αν θεωρούμε πειστική αυτή την εικόνα, η ευρύτητα πνεύματος η οποία είναι πανομοιότυπη με τον σκεπτικισμό του Σέξτου, σαφώς βρίσκει καλύτερη εφαρμογή στην δημοκρατία παρά στην εναλλακτική του ολοκληρωτισμού.

Και πάλι, ακόμη κι αν δεν εφαρμόσουμε πλήρως τον σκεπτικισμό του Σέξτου, αλλά χρησιμοποιήσουμε με σοβαρότητα την μέθοδό του όπου μπορούμε, ίσως ανακαλύψουμε κάτι χρήσιμο. Αν ο Σέξτος μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για εμάς, είναι ίσως πρότυπο και σε ό,τι αφορά την προθυμία να εξετάζουμε όλες τις πτυχές ενός ζητήματος και να μην κρίνουμε τα πράγματα- μια πρακτική που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε περισσότερο στην παρούσα κατάσταση του κόσμου.

Επιθυμεί να θεραπεύει με τον λόγο, την απερισκεψία των δογματικών.

Έτσι όπως ακριβώς οι γιατροί που θεραπεύουν τις σωματικές αρρώστιες έχουν γιατρικά τα οποία διαφέρουν σε ισχύ κι εφαρμόζουν τα βαριά σ’ εκείνους που οι αρρώστιες τους είναι βαριές και τα ηπιότερα σε όσους έχουν προσβληθεί ήπια, έτσι και ο Σκεπτικιστής εκθέτει επιχειρήματα που διαφέρουν σε ισχύ και χρησιμοποιεί εκείνα που έχουν βαρύτητα και είναι ικανά με την αυστηρότητα του να απαλλάξουν τον δογματικό από την αρρώστια του, την οίηση, σε περιπτώσει όπου η βλάβη οφείλεται σε βαριά κρίση απερισκεψίας. Ενώ χρησιμοποιεί τα ηπιότερα επιχειρήματα στην περίπτωση εκείνων στους οποίους η αρρώστια της οίησης είναι πολύ επιπόλαιη και εύκολο να θεραπευτεί, και τους οποίους είναι δυνατόν να επαναφέρει στην υγεία με ηπιότερες μεθόδους πειθούς. (Πυρρώνειες υποτυπώσεις ΙΙΙ,280-81)

Ο Σέξτος ενδιαφέρεται για το ποια είναι η επίδραση ενός επιχειρήματος παρά για το ποια οφείλει να είναι. Αφηγείται γαλήνια την εμπειρία του παραγωγικού συλλογισμού, όπως του διαιθυλαμιδίου του λυσεργικού οξέος (LSD) στις «εργαστηριακές σημειώσεις» του το 1943.

Η μέθοδος του Σέξτου τιτλοδοτεί τα επιχειρήματα με αντεπιχειρήματα και πρέπει να ασκείται επίπονα, περίπτωση την περίπτωση. Εξυπηρετικά, ο Σέξτος προετοιμάζει επίσης υποδείγματα επιχειρημάτων για κάθε σκοπό, τα οποία βοηθούν τον άρρωστο να υποστηρίξει άλλες θέσεις ώσπου να επιτευχθεί η ισοπαλία. Καθώς ο άρρωστος μετατρέπεται σε καρδαμωμένο, αφομοιώνει το μάθημα ότι «η λογική είναι μεγάλη κατεργάρα» και παύει να παίρνει τα φιλοσοφικά επιχειρήματα στα σοβαρά.

Ο Σέξτος δεν μπορεί να ισχυριστεί την θεραπευτική φιλοσοφία. Όποιος ισχυρίζεται μια πρόταση υπαινίσσεται ότι γνωρίζει πως είναι αληθής. Επομένως ο Σέξτος περιορίζει αυστηρά τα φιλοσοφικά του σχόλια. Για να καλύψει τα περιστασιακά ολισθήματα, διανθίζει τα γραπτά του με καθολικές διαψεύσεις:

“Γιατί, σε σχέση με όλες τις εκφράσεις των Σκεπτικιστών, πρέπει να συλλάβουμε πρώτα το γεγονός ότι δεν διατυπώνουμε κανέναν θετικό ισχυρισμό που αφορά την απόλυτη αλήθεια τους , εφόσον λέμε ότι πιθανώς αντικρούουν οι ίδιες τον εαυτό τους, βλέποντας ότι οι ίδιες συμπεριλαμβάνονται στα πράγματα για τα οποία εκφράζουν την αμφιβολία τους, όπως ακριβώς τα καθαρτικά φάρμακα δεν εξαλείφουν απλώς τα υγρά από το σώμα, αλλά αποβάλλονται και τα ίδια με τα υγρά”. (Πυρρώνειες υποτυπώσεις Ι.1206)

Ο Σέξτος συνιστά τον πυρρωνισμό ως τρόπο ζωής παρά ως δόγμα.

Ο Σέξτος αντιμετωπίζει την φιλοσοφία ως ένα είδος ψυχικής διαταραχής που μπορεί να την απαλύνει ο διάλογος. Όπως συνηθίζουν να κάνουν οι γιατροί, ο Σέξτος παρουσιάζει την θεραπεία του ως τελείως τυχαία ανακάλυψη. Όπως κι άλλοι αναζητητές της αλήθειας, ο Σκεπτικιστής ξεκίνησε ως δογματικός που απογοητεύτηκε από την αποτυχία του να επιλύσει τα παράδοξα. Αποκαμωμένος, περιέπεσε σε μια κατάσταση αναστολής της κρίσης. Η ειρωνεία είναι ότι αυτή η αμφιβολία τον απάλλαξε από την αγωνία που είχε ελπίσει να διώξει με την ανακάλυψη της αλήθειας.

Ο Σέξτος θυμάται την ιστορία του Απελλή, ο οποίος προσπαθούσε να ζωγραφίσει τους αφρούς που βγάζει το άλογο από το στόμα του. Αυτός ο διάσημος ζωγράφος χρησιμοποιούσε ένα σπόγγο για να καθαρίζει το χρώμα που άφηναν στον πίνακα οι αποτυχημένες του προσπάθειες. Ο Απελλής ένιωσε τόσο απογοητευμένος ώστε εκσφενδόνισε το σπόγγο στον πίνακα. Προς μεγάλη του έκπληξη, το σημάδι που άφησε ο σπόγγος απεικόνιζε παραστατικά τους αφρούς του αλόγου. Ομοίως , ο Σκεπτικιστής σκόνταψε άθελά του σε μια λύση των προβλημάτων που τον στεναχωρούσαν. Ο Πυρρωνισμός εδραιώνει αυτή την τυφλή τύχη.

Η βασική στρατηγική του Σέξτου είναι να αντιμετωπίζει την ασυνέπεια ως καθησυχαστικό σύμμαχο παρά ως αντίπαλο. Όταν διαπιστώνετε ότι αρχίζετε να σχηματίζετε γνώμη για ένα θέμα, προσπαθήστε να σκεφτείτε αντίθετα επιχειρήματα. Καθώς τα υπέρ και τα κατά αντισταθμίζονται, επέρχεται η γαλήνη του νου.

Αυτή η μέθοδος της ισοδυναμίας πρέπει να κατανοηθεί ψυχολογικά. Θα ήταν δογματικό να θεωρήσει κανείς ότι ένα επιχείρημα είναι εξίσου αδιάσειστο με ένα άλλο. Ο σκοπός του Σέξτου είναι να εξισορροπήσει την δύναμη πειθούς των επιχειρημάτων, όχι τα πραγματικά πλεονεκτήματα τους. Μετρά τη δύναμη της πειθούς παθητικά, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο το επιχείρημα επενεργεί στο υπό συζήτηση θέμα.

Ο Πυρρωνισμός διαφέρει από τον Σκεπτικισμό που άκμασε αφότου ο Αρκεσίλαος ανέλαβε τα ηνία της πλατωνικής Ακαδημίας. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος αυτής της νέας ακαδημίας, ο Καρνεάδης, διατεινόταν ότι η γνώση είναι αδύνατη. Οι Στωικοί είχαν αντιτάξει ότι η αμφιβολία είναι παραλυτική. Δεν ξέρουμε τι κάνουμε στην συνέχεια. Οι Σκεπτικιστές της νέας Ακαδημίας αποκρίθηκαν ότι οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται βάσει των πιθανοτήτων (ποιοτικού χαρακτήρα, όχι του αριθμητικού είδος που εισήγαγαν ο Πασκάλ και ο Φερμά τον 17ο αιώνα).

Μερικές προτάσεις είναι περισσότερο δικαιολογημένες από άλλες. Πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες είναι μετριοπαθείς Σκεπτικιστές αυτού του επιφυλακτικού είδους. Πιστεύουν στο αναπόφευκτο του ανθρώπινου σφάλματος και θεωρούν ότι μπορούμε να κάνουμε λάθος για τα πάντα. Με βάση ένα ελέγξιμο μείγμα παρατήρησης και θεωρίας, οι επιστήμονες αποδίδουν πιθανότητες στις υποθέσεις εργασίας. Καθώς εισέρχονται νέα στοιχεία, οι πιθανότητες αναθεωρούνται. Η επιστήμη είναι μια σχεδία που επισκευάζεται διαρκώς. Κανένα μέρος δεν είναι ουσιώδες. Η σχεδία επιπλέει χάρη στην διεργασία της αναθεώρησης.

Ο Σέξτος δεν παραδέχεται ότι οι ακαδημαϊκοί Σκεπτικιστές έχουν το δικαίωμα να ισχυρίζονται την σαρωτική γενίκευση «η γνώση είναι αδύνατη». Μια απόδειξη ότι «δεν υπάρχει απόδειξη για το αν το χ είναι αληθές» τείνει να είναι πιο απαιτητική από την απόδειξη ενός τυπικού θεωρήματος. Για να αποδείξουμε ένα συμπέρασμα, χρειάζεται να βρούμε ένα και μόνο αδιάσειστο επιχείρημα υπέρ του. Για να αποδείξουμε ότι το χ δεν μπορεί ούτε να αποδειχτεί, ούτε να ανταποδειχτεί, πρέπει να αποδείξουμε την καθολική πρόταση ότι δεν υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ του χ ούτε επιχειρήματα υπέρ του όχι χ. Οι καθολικές προτάσεις επιβάλλουν ένα βαρύτερο φορτίο απόδειξης απ’ ότι οι επιμέρους προτάσεις. Συνεπώς ο ισχυρισμός «η γνώση είναι αδύνατη» αντικαθιστά απλώς τον θετικό δογματισμό με τον αρνητικό δογματισμό.

Πιο ριζοσπαστικά, ο Σέξτος θεωρεί ότι είναι εξ ίσου δογματικό να υποστηρίζουμε πως η πιθανότητα είναι ο οδηγός της ζωής. Για να αλλάξετε γνώμη βάσει των πιθανοτήτων, χρειάζεται να αποδώσετε κάποιες πιθανότητες πριν από οποιαδήποτε έρευνα. Αυτές οι προκαταβολικές πιθανότητες αποδίδονται χωρίς κάποια λογική. Τότε όμως αποδίδετε σε κάποιες πιθανότητες μεγαλύτερο κύρος απ’ ότι σε άλλες, χωρίς καμία βάση. Αυτή η μεροληψία είναι δογματική.

Ο Σέξτος παρουσιάζεται ως ο ανοιχτόμυαλος ερευνητής που αρνείται να παραδεχτεί πως οποιαδήποτε πεποίθηση είναι πιθανότερη από οποιαδήποτε άλλη. Εφόσον δεν θέλει να δεσμευτεί σε καμία πρόταση, δεν θέλει να ισχυριστεί ότι στερούμαστε γνώσης. Γιατί, απ’ όσο ξέρουμε, ξέρουμε τόσα, όσα μπορούμε να ξέρουμε.

Γενικά ο Σέξτος δεν αποζητά να μετατρέψει ένα αντίπαλο από πιστό σε άπιστο, εξάλλου αυτό είναι απλώς πίστη στην άρνηση. Απλά δεν θέλει ούτε να κερδίσει, ούτε να χάσει, θέλει μόνο να παίξει αρκετά καλά ώστε να δείξει την ματαιότητα του παιχνιδιού. Εναντιώνεται στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις αλλά και στις συνηθισμένες πεποιθήσεις που έχουμε στην καθημερινή μας ζωή.

Εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κατανοητός, χωρίς δογματισμό, ενώ είναι τόσο απλός.

“Με τα φιλοσοφικά τερτίπια, όχι τόσο του σκεπτικισμού όσο του αγνωστικισμού, ο άνθρωπος κατάφερε να φρενάρει την δυνατότητά του να γνωρίσει τον κόσμο και με πρόσχημα την αδυναμία του αυτή, φτωχαίνει ο ίδιος, πλουτίζοντας αυτούς που υποτίθεται ότι πολεμά”. Ηράκλειτος ο Μέγας

Μην ξεχνάμε πως Αγνωστικ-ισμός, Σκεπτικ-ισμός, Αθε-ϊσμός αμφότερα είναι -ισμοί δηλ. παγ(ι)ωμένες καταστάσεις του Νου δηλ. νεκρές. Τι γνώση και τι αποτέλεσμα ή αιτία, μπορεί να εξαχθεί από την νέκρα …ούτε καν ο θάνατος.

Ποια είναι τα έμποδια στη θεραπεία

Η προσκόλληση σε αρνητικά γεγονότα του παρελθόντος μας έχει κόστος — απαγορευτικό κόστος. Είναι σαν να προσπαθεί κανείς να ζωντανέψει τους νεκρούς, και απαιτεί τεράστιο όγκο ενέργειας.

Όταν βιώνουμε μια τραυματική εμπειρία, η φύση μάς δίνει κάτι παραπάνω για να μας προστατέψει την άνυδρη περίοδο της κρίσης, αλλά αυτό το “δάνειο” έχει συ­γκεκριμένη χρονική διάρκεια. Κανένα δάνειο δεν διαρκεί για πάντα, και καταλαβαίνουμε ότι η προθεσμία πλησιάζει όταν αρ­χίζουμε να νιώθουμε ότι ο χρόνος έχει παγώσει κι ότι η ζωή μας δεν προχωράει.

Όταν αρνούμαστε να αποβάλουμε τον πόνο από το σύστημά μας, παθαίνουμε κατάθλιψη. Η τοξική ενέργεια της κατάθλιψης τροφοδοτεί την αρνητική μας στάση απέναντι στους άλλους και αποστραγγίζει ακόμη περισσότερο τα αποθέματά μας. Σύντομα αρχίζουμε να προβάλλουμε πάνω στους άλλους τα αίτια της αποτυχίας μας και να τους κατηγορούμε για τη θλιβερή μας κατάσταση.

Αυτή η ανεύθυνη αντιμετώπιση των προβλημάτων μας γίνεται ένα συνηθισμένο, καθημερινό φαινόμενο. Αρπαζόμαστε από τα δυσάρεστα γεγονότα και τις σχέσεις του παρελθόντος, όπως και του παρόντος, επειδή μας επιτρέπουν να βλέπουμε εμάς ως θύματα και όλους τους άλ­λους ως πηγή της δυστυχίας μας.

Ο μόνος τρόπος να απελευθερωθούμε από αυτό το μοτίβο στο οποίο μόνοι μας εγκλωβιστήκαμε είναι να απελευθερωθού­με από το βάρος του παρελθόντος — να ξεπληρώσουμε το ενεργειακό χρέος που δεν αντέχουμε πια να κουβαλάμε. Η συγχώρεση είναι ένας βέβαιος τρόπος απόσβεσης του χρέους. Συγχώρεση δεν σημαίνει να πείτε ότι αυτά που σας συνέβησαν δεν έχουν σημασία ή ότι δεν πειράζει που κάποιος σας κακομε­ταχειρίστηκε. Σημαίνει απλά να απελευθερωθείτε από τα αρνη­τικά συναισθήματα που τρέφετε γι’ αυτό το γεγονός και τα πρόσωπα που αναμείχθηκαν.

Η συγχώρεση είναι οπωσδήποτε πολύτιμη, αλλά δεν είναι ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης ενέργειας. Μερικά από τα γεγονότα του παρελθόντος που πρέπει να ξεπεράσουμε δεν είναι δυσάρεστα αλλά ευχάριστα. Μπορεί να μην έχετε τη δύ­ναμη να ξεπεράσετε το γεγονός ότι δεν είστε πια είκοσι χρό­νων – είστε πενήντα, ογδόντα. Μπορεί να μην έχετε τη δύναμη να ξεπεράσετε τη νεανική εμφάνιση που είχατε κάποτε ή τις αθλητικές σας ικανότητες, ή την ευστροφία του μυα­λού σας. Αυτή η ανικανότητα είναι άλλος ένας τρόπος να χάνετε ενέργεια ξοδεύοντάς τη στο παρελθόν.

Μια από τις καλύτερες φίλες μου δεν μπορούσε να ξεπεράσει τα φοιτητι­κά της χρόνια. Εκείνη την περίοδο της ζωής της ένιωθε ότι όλος ο κόσμος την περίμενε κι ότι θα μπορούσε να κάνει ό,τι έβαζε στο μυαλό της. Αλλά μόλις τελείωσε το κολέγιο, κάθε φορά που της παρουσιαζόταν κάποια ευκαιρία, έβρισκε ένα λόγο να μην την εκμεταλλευτεί. Μάλιστα, φοβόταν ότι στην πραγματικότητα δεν ήθελε να κάνει τίποτα.

Ο συνδυασμός του φόβου της για ενεργό συμμετοχή στη ζωή με την προσκόλλησή της σε μια στιγμή του παρελθόντος που έμοιαζε γεμάτη δυνατότητες τελικά εξάντλησε τον ενεργειακό της λογαριασμό, με αποτέλεσμα να κάνει την εμφάνισή της μια ανίατη ασθένεια. Πήγαιναν είκοσι χρόνια από τότε που είχε τελειώσει τις σπουδές της, κι όμως εκείνη είχε ακόμη ψύχωση με αυτό το θέμα και δεν μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της. Πριν από λίγα χρόνια έπαθε λύκο (μορφή βαριάς δερματοπάθειας) και πέθανε. Ήταν μια ασθένεια άμεσα συνδεδεμένη με το φόβο της να εγκαταλείψει το παρελθόν.

Αντιστοίχως, πολλές γυναίκες πενήντα και εξήντα χρόνων έχουν κολλήσει στα τριάντα τους, υιοθετώντας νεανικό στυλ ενώ θα έπρεπε να αναγνωρίζουν ότι βρίσκονται στο πιο σο­φό, συνετό και ώριμο στάδιο της ζωής τους. Οι μεσήλικες άντρες κάνουν το ίδιο, αγοράζοντας ένα κόκκινο διθέσιο και κυνηγώντας εικοσάρες.

Όλες αυτές είναι τοξικές συμπεριφορές και μπορεί να φανούν τόσο φονικές για την υγεία όσο και η άρνηση να ξεπεράσουμε τα δυσάρεστα γεγονότα του πα­ρελθόντος.

Πρέπει να αποδέχεστε το στάδιο της ζωής όπου βρίσκεστε και να το βιώνετε συνειδητά. Αν βρίσκεστε στην περίοδο της ωριμότητας, δεν είναι ανάγκη να δεχτείτε ότι αυτό το στάδιο της ζωής είναι συνώνυμο της φθοράς και της παρακμής, αλλά ούτε μπορείτε να ζείτε υποφέροντας για τα χαμένα σας νιάτα.

Όταν αρνείστε να ξεπεράσετε τα γεγονότα του παρελθό­ντος, είτε ευχάριστα είναι αυτά είτε δυσάρεστα, αναγκάζεστε να καταναλώνετε ένα μέρος του καθημερινού σας ενεργειακού προϋπολογισμού. Αν αρχίσετε να χάνετε ενέργεια και δεν κά­νετε τίποτα γι’ αυτό, η σωματική αδυναμία θα είναι αναπόφευ­κτη. Το πρόβλημα μπορεί να πρωτοεμφανιστεί σε απλή μορφή, όταν αρχίσετε να νιώθετε ατονία ή προσέξετε ότι τα ενεργεια­κά σας επίπεδα είναι χαμηλά. Αν δεν δώσετε σημασία, αυτό μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση μολυσματικής ασθένειας, γρίπης, πονοκεφάλων, ημικρανιών ή και τάσης προς εμετό.

Αν συνεχίσετε να χάνετε ενέργεια χωρίς να αναλάβετε δράση, αυ­τές οι μικρές ενοχλήσεις μπορεί να εξελιχθούν σε σοβαρές ασθένειες. Και, αν και δεν είναι πολύ διαδεδομένη ιδέα, πι­στεύω ότι κι η τάση για ατυχήματα θα μπορούσε να ενταχθεί εδώ. Όποιος είναι επιρρεπής στα ατυχήματα έχει, στην πραγ­ματικότητα, ενεργειακές ελλείψεις. Βρίσκεται εκτός ισορροπίας και μπορεί να υποπέσει στα πάντα, από μικρές αδεξιότητες μέ­χρι λάθη που θα απειλήσουν τη ζωή του. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να ξεχωρίζουν ποιες είναι αυτές οι μέρες ή περίοδοι της ζωής τους —όπως ακριβώς εμείς νιώθουμε “να μας γυροφέρνει το συνάχι” και προσπαθούμε να ξεκουραζόμα­στε περισσότερο, ή παίρνουμε συμπληρώματα διατροφής- επειδή δεν είναι οι κατάλληλες στιγμές για να περάσουν από συνέντευξη για δουλειά ή να πάρουν σημαντικές αποφάσεις.

Γιατί να είναι τόσο δύσκολο να εγκαταλείψουμε ένα τραύ­μα;

Πιστεύω ότι όλοι γεννιόμαστε με ένα “πακέτο” αντιλήψεων, για “εκείνα που γνωρίζουμε ότι είναι αληθινά”. Μία από τις αντι­λήψεις που περιλαμβάνει το πακέτο είναι ότι αν απαρνηθούμε κάποια πράγματα η ζωή μας θα αλλάξει. Και η αλήθεια είναι ότι στην ουσία φοβόμαστε πιο πολύ την αλλαγή παρά το θάνατο. Κάποτε έδωσα μια διάλεξη πάνω σ’ αυτό το θέμα στο Πανεπι­στήμιο της Βοστώνης, μπροστά σε ένα κοινό κάπου εξακοσίων ατόμων. Μια γυναίκα, που κατά τα άλλα είχε μια πολύ ήρεμη, μειλίχια θα έλεγα, φυσιογνωμία, μου ζήτησε διατακτικά να διευκρινίσω τι εννοούσα όταν έλεγα να εγκαταλείψουμε τη γλώσσα της τραυματολογίας. Της απάντησα ότι δεν θέλουμε να την εγκαταλείψουμε επειδή έχει γίνει η βασική γλώσσα των προσωπικών μας στιγμών και επειδή έχουμε στηρίξει όλα τα άλλα —την ερωτική και κοινωνική μας ζωή— στο δέσιμο με τα τραύματά μας. Για τους περισσότερους ανθρώπους, είπα, και μόνο η ιδέα να την απαρνηθούν είναι συντριπτική. Σε εκείνο το σημείο η γυναίκα τινάχτηκε όρθια, λες και είχε περάσει ηλε­κτρικό ρεύμα από το κάθισμά της. «Δεν μου αρέσουν αυτά που λέτε», φώναξε. «Δεν μου αρέσουν, επειδή αν εγκατέλειπα αυτή τη γλώσσα των τραυμάτων δεν θα είχα να πω τίποτα σε κανένα. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό!»

Σενέκας: Μερικές φορές, ακόμα και το να ζεις είναι μια θαρραλέα πράξη

Αποφθέγματα για τη ζωή.

Πολλά έχουμε διαβάζει για τη ζωή, πολλά έχουμε ακούσει, πολλά έχουμε μοιραστεί. Ο καθένας από εμάς, έχοντας τις δικές του αναμνήσεις και καταγράφοντας τη δική του πορεία στη ζωή είναι σε θέση να γίνει εμπνευστής και μέντορας για τον εαυτό του αλλά και για πολλούς άλλους και να έχει τη δική του θεωρία και τις δικές του αξίες έναντι της ζωής.

Τι είναι αλήθεια η ζωή;

Πόσους ορισμούς μπορούμε να δώσουμε;

Πόσα συναισθήματα μπορεί να κρύβει μέσα της;

Πόσες χαρές και πόσες λύπες;

Πάντα αποτελούσε δέλεαρ για πολλούς από εμάς η κατανόησή της και ένα πέπλο μυστηρίου μας εμπόδιζε να αντιληφθούμε τι πραγματικά έκρυβε στους κόλπους της.

Η δική μου ταπεινή γνώμη, είναι ότι η ζωή είναι το δώρο που χαρίστηκε απλόχερα σε κάθε άνθρωπο και του ανήκει, να τη ζήσει όπως αυτός ορίζει και επιθυμεί. Είναι το δώρο που μας παρέχεται μια φορά και πρέπει να το διασφαλίσουμε, να το προστατέψουμε και να το γευτούμε μέχρι τη τελευταία του σταγόνα.

Παρακάτω, μοιράζομαι μαζί σας κάποια όμορφα αποφθέγματα μεγάλων ανθρώπων που προσπάθησαν να αφήσουν το στίγμα τους στο χρόνο και χρωμάτισαν με τις δικές τους πινελιές, τον πολύχρωμο καμβά της ζωής μας…

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. – Νίκος Καζαντζάκης

Ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας. – Αλμπέρ Καμύ

Να μετράς την ηλικία σου με τους φίλους, όχι με τα χρόνια. Να μετράς τη ζωή σου με τα χαμόγελα, όχι με τα δάκρυα. – John Lennon

Μην προσπαθείς να προσθέσεις χρόνια στη ζωή σου. Καλύτερα πρόσθεσε ζωή στα χρόνια σου. – Blaise Pascal

Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι. – Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές

Μερικές φορές, ακόμα και το να ζεις είναι μια θαρραλέα πράξη. – Σενέκας

Όταν λέω να είστε δημιουργικοί δεν εννοώ ότι όλοι πρέπει να γίνετε μεγάλοι ζωγράφοι και μεγάλοι ποιητές. Απλώς εννοώ να κάνετε τη ζωή σας μια ζωγραφιά, να κάνετε τη ζωή σας ένα ποίημα. – Όσσο (Μπαγκουάν Σρι Ραζνίς)

Στα μισά του ταξιδιού της ζωής, αρχίζουμε να ζούμε. – Δάντης

Η ζωή δεν είναι πώς θα επιβιώνεις στην καταιγίδα, αλλά πώς θα χορεύεις στη βροχή. – Sherrilyn Kenyon

Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε! – Νίκος Καζαντζάκης

Ichigyo Zammai: ζήστε στο «τώρα»

Το να ζούμε στο παρόν ήταν πάντα μια πρόκληση για την ανθρωπότητα. Το υπερ-δραστήριο μυαλό μας πάντα περιπλανιέται στο παρόν και το μέλλον. Βασικά, μπορούμε εύκολα να πούμε πως οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν στο μέλλον παρά στο παρόν.

Αλλά αυτό έχει ένα τίμημα: καταλήγουμε να είμαστε αγχωμένοι, καταθλιπτικοί, αναβλητικοί κτλ. Έχουμε σχεδιαστεί για να ζούμε στο παρόν αλλά αποκλίνουμε πολύ από αυτό.

Η μέθοδος Ichigyo Zammai είναι μια αρχαία γιαπωνέζικη μέθοδος που μας βοηθά να παραμένουμε στο παρόν και σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «απόλυτη συγκέντρωση σε ένα πράγμα». Τα θεμέλια της βρίσκονται στην κουλτούρα του Ζεν και εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως όρος από έναν Δάσκαλο του Ζεν, τον Shunryū Suzuki στο βιβλίο του «Beginner’s mind».

Η βασική διδασκαλία της είναι πως μόλις αρχίσεις μια δραστηριότητα πρέπει να την τελειώσεις και να μην προσθέσεις άλλα πράγματα ενώ ασχολείσαι με αυτή. Ίσως όσοι τείνουν να κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα νιώσουν ότι περιορίζονται, αλλά μπορεί πραγματικά να σας βοηθήσει για να πετύχετε πολλά περισσότερα από όσα νομίζετε.

Και εδώ βρίσκονται 6 βήματα για να εφαρμόσετε την τεχνική Ichigyo Zammai:
  1. Πάντα να έχετε μια λίστα με τα πράγματα που θέλετε να κάνετε. Συμπεριλάβετε τις κανονικές δραστηριότητες σας αλλά και κάποιες επιπλέον που θέλετε να κάνετε μια μέρα.
  2. Ταξινομήστε τις δραστηριότητες ανάλογα με το πόσο σημαντικές είναι. Αναρωτηθείτε ποιες δραστηριότητες συμβάλλουν στο να νιώθετε πως είχατε μια επιτυχημένη μέρα αφού τις ολοκληρώσετε.
  3. Εκτιμήστε τον χρόνο που χρειάζεστε για να τις ολοκληρώσετε. Μετρήστε τον χρόνο που θέλετε και μην υποτιμάτε τις ικανότητες σας. Θα εκπλαγείτε από το πόσα πολλά μπορείτε να πετύχετε σε λιγότερο χρόνο από όσο νομίζατε.
  4. Ορίστε τον χρόνο που θέλετε να αφιερώσετε και συγκεντρωθείτε σε κάτι. Απομακρύνετε κάθε περισπασμό όπως το τηλέφωνο σας και κάθε άλλη «επίθεση» από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συγκεντρωθείτε εντελώς σε αυτό που έχετε να κάνετε μέχρι να τελειώσει ο χρόνος σας. Μόλις τελειώσετε, μπορείτε να κάνετε ένα διάλειμμα και να ασχοληθείτε με ό, τι θέλετε.
  5. Δώστε προσοχή στις σκέψεις σας. Συχνά τείνουμε να είμαστε αναβλητικοί εξαιτίας των σκέψεων που μας παρασύρουν. Οπότε, για να διατηρήσετε την συγκέντρωση σας και να ολοκληρώσετε αυτό που έχετε να κάνετε, πρέπει πάντα να γνωρίζετε τις σκέψεις σας και το αν είναι συντονισμένες με την δουλειά σας. Αν δεν είναι, αναπροσαρμόστε τες.
  6. Να γνωρίζετε το περιβάλλον σας. Καθώς κάνετε κάτι, καταλάβετε το περιβάλλον που σας περιβάλλει και το αίσθημα του ότι βρίσκεστε στο «τώρα». Κρατήστε αυτή την υπέροχη ενέργεια και θα δείτε πως ακόμα και οι πιο βαρετές δουλειές μπορούν να αποδειχθούν ευχάριστες με την σωστή νοοτροπία και ενέργεια!
Αυτή η τεχνική όχι μόνο ενισχύει την παραγωγικότητα σας αλλά και την αίσθηση της εσωτερικής γαλήνης.

Όταν δίνετε την κατάλληλη προσοχή στα πράγματα που αξίζετε, θα δείτε πως η ζωή γίνεται πιο εύκολη, εσείς πιο χαρούμενοι στο περιβάλλον εργασίας σας και πως κοινωνικοποιείστε με τους ανθρώπους σε ανώτερο επίπεδο.

Η στιγμή σας χρειάζεται κι εσείς χρειάζεστε εκείνη- υιοθετήστε αυτή την νοοτροπία και θα απελευθερωθείτε από τις εξουθενωτικές σκέψεις και την περιττή σπατάλη ενέργειας.

Ζήστε στο παρόν!

Πώς ο οργανισμός αποθηκεύει τα καταπιεσμένα συναισθήματα;

Η κατανόηση των καταπιεσμένων συναισθημάτων μας μπορεί να είναι το πιο πολύ ισχυρό όπλο που θα βοηθήσει να εξομαλύνουμε τη συμπεριφορά μας.

Από τα τέλη του 20ου αιώνα, η μελέτη της νευροεπιστήμης εστιάζει στις συνδέσεις του εγκεφάλου με τα συναισθήματά μας. Το πώς αισθανόμαστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με ένα βαθύ νόημα προσωπικής αξίας. Είναι αποδεδειγμένο πλέων ότι τα συναισθήματα μας δεν είναι απλές αυτόματες αντιδράσεις.

Είναι απαραίτητο να διδαχθούμε πώς να εντοπίζουμε, να κατανοούμε και να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας, προκειμένου να αποτρέπουμε τα καταπιεσμένα συναισθήματα να καθοδηγούν την συμπεριφοράς μας.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σήμερα δίνουμε τόση σημασία στην κατανόηση των καταπιεσμένων συναισθημάτων μας. Με αυτόν τον τρόπο, θα γνωρίσουμε τον εαυτό μας και θα μπορούμε να προσδιορίσουμε τι συμβαίνει μέσα μας.

“Κάθε καταπιεσμένο συναίσθημα επηρεάζει αόριστα την συμπεριφορά μας μέσα από συναισθηματικά “πρότυπα” που αποφασίζουν αντί για εμάς”.

Η κατανόηση των καταπιεσμένων συναισθημάτων μας βοηθά να κατανοήσουμε την ταυτότητά μας

Τα καταπιεσμένα συναισθήματα είναι αυτά που δεν θέλουμε να ακούσουμε ή προσπαθούμε να τα αγνοήσουμε. Ωστόσο, τελικά αυτά είναι που να κατευθύνουν τις συμπεριφορές και τις σκέψεις μας. Η κατανόηση των συναισθημάτων μας, μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίζουμε γιατί ενεργούμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο καθένας φιλτράρει καταστάσεις σύμφωνα με τα συναισθήματά του, γι ‘αυτό και όλοι βιώνουν διαφορετικές ερμηνείες μιας κατάστασης. Οι εμπειρίες μας, μας οδηγούν να δούμε τον κόσμο με έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο. Κάθε κατάσταση δημιουργεί διαφορετικά συναισθήματα μέσα μας. Γι' αυτό, γνωρίζοντας τον εαυτό μας μπορούμε να καταλάβουμε πώς ενεργούμε.

Όταν καταπιέζουμε, συναισθήματα όπως ο θυμός ή την ντροπή, αφήνουμε τους εαυτούς μας να παρασυρθούν από το φόβο και δεν μπορούμε να διεκδικούμε. Εμποδίζοντας τον εαυτό μας να βιώσει την λύπη του ή να αποδεχτούμε ότι δεν έχουμε τον έλεγχο του πόνου μας, πυροδοτούμε αυτόματα την ανεξάρτητη λειτουργία των συναισθημάτων με αποτέλεσμα στην συνέχεια να μην μπορούμε να τα διαχειριστούμε.

Αυτό συμβαίνει όταν τα συναισθήματα μιλούν από μόνα τους μέσω των ενεργειών μας (Η σκιά Carl Jung) . Ακόμα, είναι φυσιολογικό όταν δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας να αντιμετωπίζουμε κάποιο σωματικό προβλήματα όπως μυϊκή ένταση, πονοκέφαλο , δερματικές αντιδράσεις ή και περίπλοκες ασθένειες. Το σίγουρο είναι ότι τα συναισθήματά μας πάντα θα βρουν τρόπο να εκφραστούν.

Τόσο η μνήμη του σώματος όσο και του νου!

Μερικές φορές αντιμετωπίζουμε καταστάσεις και αντιδρούμε με τρόπους που μας εκπλήσσουν. Αυτό συμβαίνει μέσα από τη απομνημόνευση των εμπειριών μας, τις οποίες ενσωματώνουμε είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Όταν καταπιέζουμε τα συναισθήματά μας, δεν τα επεξεργαζόμαστε. Τους επιτρέπουμε να εισέρχονται στη μνήμη μας χωρίς να το συνειδητοποιούμε.

Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τι συμβαίνει και τι αισθανόμαστε σε κάθε στιγμή. Αν δεν γνωρίζουμε πώς να προσδιορίσουμε τα συναισθήματα μας, τότε δεν θα μπορέσουμε να τα διαχειριστούμε. Επομένως, το πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματά μας και να τους δώσουμε μια φωνή όταν ζητούν να μιλήσουν. Εάν δεν το κάνουμε αυτό, καταλήγουμε να καταπιέζουμε τα συναισθήματά μας και να τους επιτρέπουμε να ενεργούν αυτόνομα.

Όταν γνωρίζουμε τι αισθανόμαστε, μπορούμε να διαμορφώσουμε τα συναισθήματά μας και να προσπαθήσουμε να τα αφομοιώσουμε. Όταν ακούμε τον εαυτό μας, μπορούμε να κατανοήσουμε και να διαχειριστούμε τη συμπεριφορά μας, ώστε να ενεργούμε με ολοκληρωμένο και κατανοητό τρόπο. Μόνο όταν δίνουμε στα καταπιεσμένα συναισθήματά μια φωνή, μπορούμε να αρχίσουμε να κατανοούμε την πραγματική μας ταυτότητα.

Η συναισθηματική καταστολή βλάπτει τη σωματική μας υγεία

Όταν αρνούμαστε ή καταστείλουμε την έκφραση των συναισθημάτων όπως του φόβου, της θλίψης ή της οργή, δεν σημαίνει εξαφανίζονται. Ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά μπορούμε να τους φερθούμε, αυτά θα παραμείνουν. Όταν καταπιέζουμε τα συναισθήματα, αρνούμενοι την ελεύθερη έκφρασή τους, διοχετεύονται στον εαυτό μας.

Έτσι, για παράδειγμα, όταν αισθανόμαστε οργή ή φόβο, αυτόματα προκαλείτε μια μυϊκή ένταση που εκδηλώνετε στους κινητικούς μύες. Αντίθετα όμως, όταν καταπιέζουμε την έκφραση αυτών των συναισθημάτων όλη αυτή η ένταση ανακατευθύνεται προς μέσα. Αυτή η ένταση μεταφέρεται στη συνέχεια στους μικρούς εσωτερικούς μύες. Μακροπρόθεσμα, η ένταση που συνοδεύει τα συναισθήματα, η οποία δεν εκδηλώθηκε, καταλήγει να εκφράζεται με άλλες μορφές. Για παράδειγμα, συσπάσεις ή μυϊκή δυσκαμψία, πόνος στο λαιμό και την πλάτη, γαστρικές παθήσεις, πονοκεφάλους και ακόμη και ηπατικές παθήσεις. Τα συναισθήματα που παγιδεύονται μέσα μας αναζητούν τη δική τους ανάλυση και έκφραση.

N. Καζαντζάκης: «Πολιτεία» και «Κάστρο του Θεού»

«Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια». «Ασκητική», N. Καζαντζάκη

'Ενας διάλογος του Καζαντζάκη με τον Πλάτωνα στις ραψωδίες M-O της «Οδύσσειας»

O ΟΔΥΣΣΕΑΣ της «Οδύσσειας» του N. Καζαντζάκη μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη ξαναβγαίνει στο δρόμο. Δεν θέλει «να γεράσει μέσα στα αγα­θά του· όσο γερνάει θα μάχεται σε νια να ανηφορίζει νιότη».

Με λίγους συντρόφους ξεκινάει πάλι από την Ιθάκη, αφού αποκατέ­στησε το «δίκιο» με το φόνο των μνηστήρων. Περνάει από τη Σπάρτη και την Κρήτη, τις βρίσκει γερασμένες και ξοφλημένους τους βασιλιά­δες τους. Αποκαθιστά το «δίκιο» δί­νοντας την εξουσία «στις ακμαίες δυνάμεις”, τους νεοφερμένους που έρχονται από τα βουνά, «το λιμασμένο σόι» και στα νόθα αγόρια της Σπάρτης, στους σκλάβους της Κρή­της και στους επιδρομείς από το Βορρά· συνεχίζει τώρα το ταξίδι στην Αίγυπτο, την άλλοτε ευνομού­μενη. Τώρα κυβερνάει ένας ανίκα­νος Φαραώ· πολεμάει και εδώ για το «δίκιο», ως αρωγός των σκλάβων και των λαών της θάλασσας.

Μέχρι τώρα ο Οδυσσέας του Καζα­ντζάκη έρχεται ως Τιμητής (ραψω­δίες Α-Λ).

Στις ραψωδίες Μ-Ο ο Οδυσσέας, χτίζει την Ιδανική Πολιτεία, «το κά­στρο του Θεού», και γίνεται ο Νομοθέτης Νους της. «Το κάστρο του Θε­ού» αποτελεί τη συνισταμένη του μέ­χρι τότε αγώνα του ανθρώπου στη γη.

Στις ραψωδίες Π-Ω ο Οδυσσέας, ως Ασκητής πλέον, με τα όνειρα και τα οράματά του, «θα διαλεχθεί» -με την πλατωνική σημασία του όρου- με τις μεγάλες μορφές της Ιστορίας και αντιπροσωπευτικούς ήρωες της Λογοτεχνίας, τον Βούδα, τον Χριστό, τον αντιπροσωπευτικό άνθρωπο του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, τον Faust τον πανεπιστήμονα, που βρί­σκεται σε αδιέξοδο. Θα συναντήσει τον Δον Κιχώτη, που ξεκίνησε και αυτός να λευτερώσει τη γη, να φέρει ψωμί κι αγάπη στον κόσμο. Ο ήρωας του Θερβάντες, ο «βασιλιάς του ελα­φρού αγέρα» που η τρέλα του μοιά­ζει μ’ αυτή του Οδυσσέα μπορεί να θεωρηθεί συμβολική μορφή του Κολόμβου, του πατέρα του Νέου Κό­σμου. Στην ομώνυμη τραγωδία του Καζαντζάκη, λέει: «Και βέβαια είμαι τρελλός… η ψυχή πηδάει και γκρεμί­ζεται από καταρράχτη σε καταρρά­χτη. Κι ο στερνός καταρράχτης είναι ο Θεός!»

Στην έρημο κατανοτιάς «…κάθε ψυχή, για να σωθεί πρέπει να περάσει μιαν έρημο· κάθε λαός» («Χρ. Κολόμβος», Ν. Καζαντζάκη).

Νικημένος ο Οδυσσέας στην Αίγυ­πτο, με όσους προτίμησαν να τον α­κολουθήσουν πορεύεται κατά μήκος της Αφρικής, «κατανοτιάς», προς τις ανεξερεύνητες πηγές του Νείλου. Στην Αίγυπτο έμεινε ο αρχηγός των εργατών, ο Νείλος, να συνεχίσει τον αγώνα για μια μαρξιστική Πολιτεία. Ο Οδυσσέας όμως έχει άλλο σκοπό:

Αυτοί θαρρούν πως μόνο με ψωμί χορταίνει ο νους του ανθρώπου – «καλό ‘ναι το ψωμί και το φαΐ, μια πιο καλά χορταίνει / μια φλόγα απάν­θρωπη που ασκώνεται στα μαύρα σωθικά μας / κι αρέσει μου τη φλόγα εντός μου αυτή Θεό να ονοματίζω».

Οσοι ακολουθούν τον Οδυσσέα στην έρημο είναι «ψυχές ελεύτερες, χωρίς θεού, δαιμόνου ή αντρούς τρομάρα». Μοιάζουν με αυτούς που ακολούθησαν τον Κολόμβο1. Πολλοί όμως καθ’ οδόν αποχωρούν· δεν α­ντέχουν την κακοπέραση στην έρη­μο: «καλύτερα η σκλαβιά με τα πολ­λά καζάνια», φωνάζουν. Ο Οδυσσέας γνώριζε όμως πως αρέσει στο Θεό με απανωτές ψιλές, ψιλές κρισάρες να «ψιλοξεδιαλέγει» καρδιές και κορμιά.

Φτάνουν στις πηγές. Εκπληρούν το πρώτο χρέος. Σε ένα δάσος ο Οδυσσέας συναντάει μια λιόπαρδη που τον ακολουθεί αυτόν, «το μέγα λιόπαρδο» (Λιόπαρδη ονομάζει ο Καζαντζάκης τη Λογική, στην «Αναφο­ρά»).

Θα ανεβεί στη συνέχεια στο βου­νό, για να πάρει από τον Θεό, σαν άλ­λος Μωυσής, τους νόμους της άγιας πολιτείας που θα χτίσει. Εφτά μερό­νυχτα μένει στο βουνό. Παρακαλεί τον Θεό να τον βοηθήσει να αντέξει τη Μοναξιά (θυμόμαστε «τη φυγή του φιλοσόφου» στον «Θεαίτητο» του Πλάτωνα: «Φυγή δε ομοίωσις Θεώ κατά το δυνατόν»).

Πάνω στο βουνό βυθίζεται σε δια­λογισμό. Κάνει μια αναδρομή της ζω­ής του. H μνήμη όμως τον πάει και πιο πέρα, στις πρωτόγονες ρίζες. Ανακαλύπτει στο στοχασμό του πως η ψυχή του είναι η συνισταμένη ό­λων των προγόνων (πρβ. «Φαίδωνα» του Πλάτωνα: Οι ψυχές… πάλι έρχο­νται και γίνονται από εκείνους που έ­χουν αποθάνει). Στα σπλάχνα του ξύ­πνησαν οι γενιές των ανθρώπων (στον «Μένωνα» του Πλάτωνα η μά­θηση είναι ανάμνηση, γνώση του πα­ρελθόντος).

Μέσα στον Οδυσσέα ζει ο έρωτας της γης. Όλα για τον Οδυσσέα είναι αδέλφια: «Να σμίξουμε όλοι, συλλα­βή σφιχτά με συλλαβή, να βρούμε το νόημα το κρουφό του ταξιδιού και το λαμπρό λιμάνι»,

Ο Οδυσσέας καλείται να βαδίσει πέρα από τις αντιθέσεις του κόσμου τούτου, το καλό και το κακό, το ναι και το όχι, στην 'Ενωση των πάντων. Ο Οδυσσέας δεν είναι ένας, δεν εί­ναι μόνο η γενιά του, δεν είναι μόνο το ανθρωπόσογο. Οι ρίζες του φθά­νουν βαθιά στα ζώα. Στις ζωγραφιές της σπηλιάς του βουνού που τον φι­λοξενεί αναγνωρίζει τους προγό­νους να χορεύουν χιλιάδες χρόνια «ένα στριφτό χορό ερωτικό» (πρβ. Πλ. «Πολιτεία» 490a: ο χορός της α­λήθειας).

Μ’ αυτή την άμεση γνώση μέσα α­πό το διαλογισμό, ο Οδυσσέας γνω­ρίζει τον εαυτό του, αλλά και το θεό του, που βρίσκεται σε κάθε φυτό, ζώο, στοιχείο. Ό,τι γεύεται ο ήρωας γίνεται Οδυσσέας. Έρωτας, Θεός, Χάρος είναι το ίδιο.

Μπροστά σε αναμμένη φωτιά ο Οδυσσέας χαράζει με μαχαίρι κυκλι­κά τη γης· τη χωρίζει με τέχνη· στη μέση καρφώνει το μαχαίρι του και ε­ξηγεί: Τούτος είναι ο σπόρος του κά­στρου· στη μέση στέκεται ο Θεός2· παντού η λάβρα θράκα, οι γυναίκες και οι άντρες οι ώριμοι στον καρπό τους· και οι νέοι πάνω στον ανθό τους. Αριστερά τα παιδιά, τα χλωρά κλαδιά που δεν άναψαν ακόμη· πέρα τα σβηστά αποκάρβουνα, οι γέροι. Γύρω από το κάστρο τα τείχη με τους πύργους τους.

Προσανατολισμός και θεμέλια: Στο ξημέρωμα της επόμενης μέρας ο Οδυσσέας θα χαράξει στον αγέρα με τη σαΐτα του τόξου του τα τείχη. Προσεύχεται στον Ηλιο. Ρίχνει τη σαΐτα σε Βορρά3, όπου «οι άσπροι άνθρωποι», Νοτιά, όπου «οι σγουροί άνθρωποι, οι μαύροι», σε Ανατολή και σε Δύση: «όπου ο Θεός, εκεί η πατρίδα μας, κι όλη ‘ναι η γης δική μας!»

Ανοίγονται τα θεμέλια. Ο Οδυσσέ­ας σφάζει έξι κοκόρους κι έξι πουλά­δες, τους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου, τους δώδεκα παλιούς στοχα­σμούς του, στα θεμέλια. Τώρα λα­χταράει άλλο Θεό. Ανοίγει και τη δι­κή του φλέβα και χύνει το αίμα του στα θεμέλια: το πιο μεγάλο ξόρκι.

Μοιράζει το χρέος: Χωρισμένοι σε ομίλους (αρματαριές) άλλοι πε­λεκάν πέτρες, άλλοι ξύλα, άλλοι οι­κοδομούν, άλλοι βγαίνουν κυνήγι. Οι νιες ζυμώνουν, οι γριές πολε­μούνε το φούρνο. Όλα γίνονται με το τραγούδι.

Έτσι σιγά σιγά υψώνονταν το κά­στρο. Ξεχώριζαν οι «στέριοι χερομά­χοι» με της δουλειάς τα σύνεργα στη γης, στα πέλαγα, στον αγέρα· απάνωθέ τους οι σκληροί «κονταρομάχοι» που κρατούν τα κλειδιά της ανδρείας και τη βούλα της τιμής. Στην κορφή, «οι μυαλομάχοι», ο καρπός ολόκληρου του αγώνα.

Στο νου του Οδυσσέα σαν κορμί συναρμογείτο το κάστρο: όλοι δού­λευαν στο σπλάχνο τους τον αθώρη­το μονάρχη, το Θεό.

Ως «άνθρωπος εν μεγάλω» η Πολι­τεία στον Πλάτωνα αποτελείται από τρεις τάξεις: τους δημιουργούς, τους οποίους αποτελεί ο λαός και α­ντιστοιχούν στο επιθυμητικό της ψυ­χής· μεριμνούν για τα υλικά αγαθά της κοινωνικής ζωής: ξυλουργοί, σι­δηρουργοί, οικοδόμοι, υφαντές, γε­ωργοί, θαλασσινοί, κ.λπ., δηλ. οι «χε­ρομάχοι» του Καζαντζάκη. Οι φύλα­κες, για την περιφρούρηση και ανά­πτυξη της πολιτείας. Πρέπει να είναι εκ φύσεως φιλόσοφοι, θυμοειδείς, γρήγοροι, δυνατοί. Οι «κονταρομάχοι» του Καζαντζάκη. Οι άρχοντες ε­κλέγονται από τους φύλακες, είναι οι άριστοι στις επιστήμες (γεωμε­τρία, αστρονομία, στερεομετρία, κ.λπ.), όσοι έγιναν ικανοί να ατενί­σουν εκείνο που δίνει το φως, το κα­θαυτό αγαθό, πάνω στο οποίο θα ρυθμίζουν τα της Πολιτείας. Αυτοί είναι οι «μυαλομάχοι» του Καζαντζά­κη.

«Πολιτεία ή περί δικαίου» είναι ο πλήρης τίτλος του πλατωνικού έρ­γου. Θέμα του διαλόγου αυτού, η δικαιοσύνη, που ορίζεται από τον Σωκράτη ως αρμονία των τάξεων στην πλατωνική «Πολιτεία», όπως και των μερών της ψυχής στο άτο­μο. Πιο συγκεκριμένα, ορίζεται η δι­καιοσύνη ως το «τα εαυτού πράττειν», το να κάνει καθείς τη δική του δουλειά· ό,τι δηλαδή ονομάζουμε κατανομή εργασίας και ειδίκευση των ικανοτήτων.

Το Κάστρο του Θεού της «Οδύσειας» είναι το αποτέλεσμα του μέχρι τώρα αγώνα για την αναζήτηση του Θεού.

«Αν είσαι αργάτης, δούλευε της γης, βόηθα τη να καρπίσει· / αν είσαι αγωνιστής, χωρίς σπλαχνιά να ρί­χνεις το κοντάρι· / άλλοι πρεπό να συμπονούν, μα εσύ τον φόνον έχεις χρέος· / μες στον οχτρό σκλαβώνε­ται ο Θεός, πλαντάει και κράζει: “Βοήθα, / το σώμα ετούτο, γιε μου, σκότωσε, να βγω να πάω πιο πέρα!” / Γυναίκα αν είσαι, διάλεγε καλά, ξε­διάλεγε τους άντρες, / γελώντας κλαίγοντας τον πιο τρανό σκληρά να μου τον ζέψεις, / βόδι βαρύ, στο καρ­περό κορμί να σπείρει τα παιδιά σου· / δεν τον διαλές εσύ, παρά ο Θεός ο θηλυκός εντός σου!»

Το κάστρο του Αρχηγού-Θεού λο­γαριάζεται σαν κάστρο του γιου που ξεπερνάει τον πατέρα του και τείνει να φτάσει στο Θεό. «Γιατί το κάστρο ετούτο, αδέλφια μου, κάστρο του γι­ου λογάται / του γιου που ξεπερνάει τον κύρη και στο Θεό ξαμώνει!»… «Κι εγώ το χρέος έκαμα του γιού, ξεπέρασα τον κύρη».

Χτίζουν το κάστρο του γιου, του μελλούμενου ανθρώπου, ο γιος ο ά­ξιος ξεπερνάει το γονιό, πάει πιο πέ­ρα τη ζωή, συντελεί στην εξέλιξη του είδους και τείνει να φτάσει στον Θεό, όπως ο δίκαιος της πλατωνικής «Πολιτείας» (Ποτέ δεν εγκαταλείπεται από τους Θεούς αυτός που θέλει να γίνει δίκαιος και ασκώντας την α­ρετή επιθυμεί να εξομοιωθεί με το Θεό -«ομοιούσθαι Θεώ»- όσο του εί­ναι δυνατόν).

'Οσο είναι δυνατόν· ο άνθρωπος πάντα βρίσκεται στον ανηφορικό δρόμο, στο ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου ανακαλύπτει με τον αγώ­να τη δύναμή του, ορίζει κάθε φορά το δίκαιο, τον Θεό, με τη νέα μέσα του αποκάλυψη. Πόσοι ορισμοί του δικαίου στην πλατωνική «Πολιτεία» από τους επτά4 συζητητές του διαλό­γου, πόσοι ορισμοί Θεού από τον «ε­φτάψυχο» Οδυσσέα.

Παιδεία – Ιδιωτική ζωή – Νομοθεσία

Σ’ έναν ενιαύσιο κύκλο ζωής ο καζαντζακικός Οδυσσέας ορίζει τέσσε­ρα πανηγύρια: για τον αμούστακο λεβεντονιό την άνοιξη, για τον γε­νάτο άντρα το καλοκαίρι, για τους γέρους το φθινόπωρο και για τους νεκρούς το χειμώνα. Η ζωή πρέπει να φαιδρύνεται με το χορό και το τραγούδι, με το παίξε γέλασε και τα βαθύ κανάκι. Ο σκοπός της ζωής ο Αγώνας, ώστε: «Πέτρες, νερό, φωτιά και χώματα να γίνουν όλα πνέμα». Η άνοιξη αφιερώνεται στη νιότη, στους γάμους στη θεοσπηλιά που θα διαρκέσουν τρεις μέρες. Την τέ­ταρτη μέρα οι νιοι κι οι νιες θα αρχί­σουν να χτίζουν το σπίτι των παι­διών. Ο Θεός δεν θέλει ξέχωρα νοι­κοκυριά, πόρτες μανταλωμένες· ε­λεύθερος ο έρωτας, χωριστά από τους γονείς να ζουν τα παιδιά και να προκόβουν.

Στην πλατωνική «Πολιτεία» κοινές είναι οι γυναίκες, κοινά τα παιδιά. Οι κατοικίες, τα συσσίτια κοινά. Στην εκπαίδευση μαζί ασκούνται τα δύο φύλα, γνωρίζονται και ζευγαρώ­νουν. Ορίζει ο νομοθέτης της «Πολι­τείας» να θεσμοθετηθούν γιορτές, να γνωρίζονται οι γαμπροί και οι νύ­φες μέσα στη χαρούμενη ατμόσφαι­ρα της γιορτής. Στην «Οδύσεια» κά­θε άγουρος κρατάει μια θεοφτέρουγα και κάθε κοπελιά μιαν άλλη: «στου σπήλιου τη βαθιά θα σμίξουν τις δυο φτερούγες του Θεού, να τον ελευτερώσουν» (πρβ. Πλ. «Συμπόσιον»).

Και η παιδεία είναι παιδιά στον Πλάτωνα. H παιδεία είναι η βάση της φιλοσοφίας, με τη γυμναστική (σώ­μα), τη μουσική (αρμονία), τα μαθη­ματικά. H φιλοσοφία χαρακτηρίζεται ως ανάβαση προς το φως. H ανάβα­ση δεν είναι κάτι διαφορετικό από τον «ανήφορο», το τραχύ, ατέλειω­το ανηφόρι του Θεού στον Καζαντζάκη.

Ο Οδυσσέας, στα βράχια γύρω α­πό κάστρο, σκαλίζει τους Νόμους του Κάστρου:

«Βογκάει ο Θεός, σπαράζει την καρ­διά και μου φωνάζει: Βόηθα! Πηδάει ο Θεός από τα μνήματα δεν τον χωράει το χώμα!

Πλαντάει ο Θεός στα ζωντανά, με ορ­γή τα λαχπατάει και πάει!

Όλα τα ζωντανά δεξά ζερβά πιστοί του παραστάτες!

Αγάπα πια τον έρμο άνθρωπο, γιατί ‘σαι συ, παιδί μου!

Αγάπα πια τα ζα και τα φυτά, γιατί ’σουν συ, και τώρα στην άγρια μάχη σε ακλουθούν, πι­στοί συντρόφοι σου και δούλοι. Αγάπα αλάκερη τη γης, νερά και χώ­ματα και πέτρες· απάνω τους κρατιούμαι μη χαθώ, κι άλλο δεν έχω!

Ν’ αρνιέσαι τις χαρές, τα πλούτη σου, τις νίκες πάσα μέρα!

Δεν είναι η πιο τρανή αρετή στη γης ελεύτερος να γίνεις, παρά άσπλαχνα, άγρυπνα, ακατάλυ­τα, να θες ελευτερία!

Και το στερνό το βράχο αρπάει και μια χαράζει ορθή σαγίτα με διψασμένο το ραμφί να ορμάει ψηλά, κατά τον ήλιο· βουβή η στερνή εντολή τινάζουνταν μέσα στην άδεια πέτρα, κι ο δοξαράς εχάρη ως να ‘ριχνε στον ήλιο την ψυχή του!»

Οι τέσσερις πρώτοι νόμοι-εντολές αφορούν στην ιστορία της εξελίξης της ζωής στη γη: Μια εσωτερική ορ­μή για το καλύτερο κινεί τα όντα και τα κάνει να ζητούν τελειότερες μορ­φές (είδη). Στο χαμηλότερο σκαλο­πάτι η άμορφη ύλη, που παίρνει μια πρώτη μορφή, γίνεται ανόργανο, πέ­τρα. Ένα σκαλοπάτι παραπάνω είναι το φυτό που οργανώνει το ανόργα­νο, του δίνει νέο είδος, τη ζωή. Το ζώο δίνει κάτι παραπάνω στο φυτό, την αίσθηση και την κίνηση. Τέλος ο άνθρωπος -ο στερνογιός της Γης, ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη- δίνει στο ζώο το ανώτερο είδος, τη νόηση. Στο πάνω μέρος της σκάλας είναι το χωρίς ύλη είδος, το αγαθό, ο Θεός.

Ο Οδυσσέας, όπως η φύση, πασχί­ζει να γίνουν όλα πνέμα. Και έγιναν όλα πνέμα. Όταν ο Οδυσσέας τελει­ώσει το ταξίδι, ο Χάρος δεν θα βρει παρά ελάχιστα να πάρει: «Χάρο, κι ο δοξαράς, σε γέλασε, σπατάλεψε το βιος σου, / κι όλες της σάρκας, μάθε, τις σκουριές τις έλιωσε, πριν να ‘ρθεις, / έγιναν πνέμα και σου ξέφυγαν, και δε θα βρεις να πάρεις /παρά σβηστές φωτιές και κάρβουνα και σαρκοφροκαλίδια!

H ραψωδία Ο κλείνει με ένα επει­σόδιο θανάτου. H πλατωνική «Πολι­τεία», στο X’ βιβλίο, ασχολείται με το μύθο του Ηρός του Αρμενίου. Εμείς τελειώνουμε εδώ· το θέμα του θανά­του είναι τεράστιο και στους δύο συγγραφείς, αφού η φιλοσοφία ορί­ζεται ως μελέτη θανάτου από τον Πλάτωνα.
--------------
Σημειώσεις:
1. «…άγρια μούτρα, πολλοί κουρσάροι, φο­νιάδες, κλέφτες, τυχοδιώκτες» (ντεσπεράντος-απελπισμένοι). Καζαντζάκη, «Κολομβος».
2. Πλάτωνος «Νομοι»: ο νομοθέτης πρέπει να… χτίσει ναο της Εστίας, του Απόλλωνα και της Αθηνάς, να ονομαστούν Ακροπολη και να τα περιβάλει με τείχος.
3. Πλάτωνος, «Πολιτεία»: δεν πρέπει να μας διαφεύγει το θέμα του γεωγραφικού πα­ράγοντα.
4. Σωκράτης, Γλαύκων, Πολέμαρχος, θρασύμαχος, Αδείμαντος, Κέφαλος, Κλειτοφών.
5. Λαχπατάω: λακτίζω και ποδοπατώ. Λεξι­λόγιο «Οδύσειας», Ν. Καζαντζάκη.

Ο Πλούταρχος μας καθοδηγεί, ο Σενέκας μας σπρώχνει

Όσο για τα άλλα μου διαβάσματα (όπου κάπως περισσότερο όφελος αναμιγνύεται με την ευχαρίστηση και με τα οποία μαθαίνω να ρυθμίζω τις διαθέσεις και το χαρακτήρα μου), οι συγγραφείς που βρίσκω πιο χρήσιμους [υπό αυτή την έννοια] είναι ο Πλούταρχος και ο Σενέκας.

Έχουν και οι δύο αυτό το αξιοσημείωτο για τις διαθέσεις μου πλεονέκτημα, ότι δηλαδή τη γνώση που ζητώ στα βιβλία τους, την πραγματεύονται σε κομμάτια ασύνδετα (που δεν προϋποθέτουν την υποχρέωση εκ μέρους μου να υποβληθώ σε μακρόχρονο μόχθο, πράγμα για το οποίο είμαι ανίκανος), όπως είναι τα Ηθικά του Πλούταρχου και οι Επιστολές του Σενέκα, το ωραιότερο μέρος των κειμένων του είναι το πλέον επωφελές. Δεν χρειάζεται μεγάλη διαδικασία για να καταπιαστώ με αυτά τα έργα και τα παρατάω όποτε μου αρέσει, γιατί το ένα τους κομμάτι δεν οδηγεί υποχρεωτικά στο άλλο.

Αυτοί οι δύο συγγραφείς συμφωνούν στις περισσότερες γνώμες που είναι χρήσιμες και αληθινές· και οι δύο είχαν την κοινή τύχη να γεννηθούν την ίδια περίπου εποχή, υπήρξαν και οι δύο δάσκαλοι δύο Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ήρθαν και οι δύο στη Ρώμη από ξένες χώρες, υπήρξαν και οι δύο πλούσιοι και ισχυροί. Η διδασκαλία τους είναι η αφρόκρεμα της Φιλοσοφίας και παρουσιάζεται με τρόπο απλό και καταληπτό.

Ο Πλούταρχος είναι περισσότερο ενιαίος και πιο σταθερός· ο Σενέκας, πιο κυματώδης και ποικιλόμορφος. Μοχθεί, τσιτώνεται και τεντώνεται για να οπλίσει την αρετή κατά της αδυναμίας, του φόβου, των φαύλων ορέξεων.

Ο Πλούταρχος μοιάζει να μη δίνει τόση σημασία στην ισχύ αυτών των ελαττωμάτων και δεν καταδέχεται να συγκατατεθεί να ταχύνει το βήμα του και να φυλαχτεί. Ο Πλούταρχος έχει γνώμες πλατωνικές, ήπιες και ευπροσάρμοστες σε κοινωνία πολιτών· οι γνώμες του Σενέκα είναι στωικές και επικούρειες, πιο απομακρυσμένες από την κοινή πρακτική, αλλά, κατά την άποψή μου, πιο ταιριαστές σε άτομα και πιο άκαμπτες. Ο Σενέκας δίνει την εντύπωση ότι ενδίδει κάπως στην τυραννία των αυτοκρατόρων της εποχής του, γιατί θεωρώ βέβαιο πως με βεβιασμένη κρίση καταδικάζει την υπόθεση εκείνων των υψηλόφρονων δολοφόνων του Καίσαρα· ο Πλούταρχος είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος από την μιαν άκρη ως την άλλη. Ο Σενέκας είναι γεμάτος νεύρο και ξεσπάσματα· ο Πλούταρχος γεμάτος καθέκαστα. Ο Σενέκας σάς εξάπτει και σας ξεσηκώνει· ο Πλούταρχος σας ικανοποιεί περισσότερο και σας ανταμείβει καλύτερα.

Ο Πλούταρχος μας καθοδηγεί, ο Σενέκας μας σπρώχνει.