Τρίτη 23 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - Φίλιππος (119-127)

[119] Ἐκ πολλῶν δ᾽ ἂν κατανοήσειας ὅτι δεῖ τοῦτον τὸν τρόπον πράττειν, μάλιστα δ᾽ ἐκ τῶν Ἰάσονι συμβάντων. Ἐκεῖνος γὰρ οὐδὲν τοιοῦτον οἷον σὺ κατεργασάμενος μεγίστης δόξης ἔτυχεν, οὐκ ἐξ ὧν ἔπραξεν ἀλλ᾽ ἐξ ὧν ἔφησεν· ἐποιεῖτο γὰρ τοὺς λόγους ὡς εἰς τὴν ἤπειρον διαβησόμενος καὶ βασιλεῖ πολεμήσων.

[120] Ὅπου δ᾽ Ἰάσων λόγῳ μόνον χρησάμενος οὕτως αὑτὸν ηὔξησεν, ποίαν τινὰ χρὴ προσδοκᾶν περὶ σοῦ γνώμην ἅπαντας ἕξειν, ἢν ἔργῳ ταῦτα πράξῃς καὶ μάλιστα μὲν πειραθῇς ὅλην τὴν βασιλείαν ἀνελεῖν, εἰ δὲ μὴ, χώραν ὅτι πλείστην ἀφορίσασθαι καὶ διαλαβεῖν τὴν Ἀσίαν, ὡς λέγουσίν τινες, ἀπὸ Κιλικίας μέχρι Σινώπης, πρὸς δὲ τούτοις κτίσαι πόλεις ἐπὶ τούτῳ τῷ τόπῳ καὶ κατοικίσαι τοὺς νῦν πλανωμένους δι᾽ ἔνδειαν τῶν καθ᾽ ἡμέραν καὶ λυμαινομένους οἷς ἂν ἐντύχωσιν.

[121] Οὓς εἰ μὴ παύσομεν ἀθροιζομένους βίον αὐτοῖς ἱκανὸν πορίσαντες, λήσουσιν ἡμᾶς τοσοῦτοι γενόμενοι τὸ πλῆθος ὥστε μηδὲν ἧττον αὐτοὺς εἶναι φοβεροὺς τοῖς Ἕλλησιν ἢ τοῖς βαρβάροις· ὧν οὐδεμίαν ποιούμεθα πρόνοιαν, ἀλλ᾽ ἀγνοοῦμεν κοινὸν φόβον καὶ κίνδυνον ἅπασιν ἡμῖν αὐξανόμενον.

[122] Ἔστιν οὖν ἀνδρὸς μέγα φρονοῦντος καὶ φιλέλληνος καὶ πορρωτέρω τῶν ἄλλων τῇ διανοίᾳ καθορῶντος, ἀποχρησάμενον τοῖς τοιούτοις πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ χώραν ἀποτεμόμενον τοσαύτην ὅσην ὀλίγῳ πρότερον εἰρήκαμεν, ἀπαλλάξαι τε τοὺς ξενιτευομένους τῶν κακῶν ὧν αὐτοί τ᾽ ἔχουσιν καὶ τοῖς ἄλλοις παρέχουσιν, καὶ πόλεις ἐξ αὐτῶν συστῆσαι καὶ ταύταις ὁρίσαι τὴν Ἑλλάδα καὶ προβαλέσθαι πρὸ ἁπάντων ἡμῶν.

[123] Ταῦτα γὰρ πράξας οὐ μόνον ἐκείνους εὐδαίμονας ποιήσεις, ἀλλὰ καὶ πάντας ἡμᾶς εἰς ἀσφάλειαν καταστήσεις. Ἢν δ᾽ οὖν τούτων διαμάρτῃς, ἀλλ᾽ ἐκεῖνό γε ῥᾳδίως ποιήσεις, τὰς πόλεις τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας ἐλευθερώσεις. Ὅτι δ᾽ ἂν τούτων πρᾶξαι δυνηθῇς ἢ καὶ μόνον ἐπιχειρήσῃς, οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ μᾶλλον τῶν ἄλλων εὐδοκιμήσεις, καὶ δικαίως ἤνπερ αὐτός τ᾽ ἐπὶ ταῦθ᾽ ὁρμήσῃς καὶ τοὺς Ἕλληνας προτρέψῃς.

[124] Ἐπεὶ νῦν γε τίς οὐκ ἂν εἰκότως τὰ συμβεβηκότα θαυμάσειεν καὶ καταφρονήσειεν ἡμῶν, ὅπου παρὰ μὲν τοῖς βαρβάροις, οὓς ὑπειλήφαμεν μαλακοὺς εἶναι καὶ πολέμων ἀπείρους καὶ διεφθαρμένους ὑπὸ τῆς τρυφῆς, ἄνδρες ἐγγεγόνασιν οἳ τῆς Ἑλλάδος ἄρχειν ἠξίωσαν, τῶν δ᾽ Ἑλλήνων οὐδεὶς τοσοῦτον πεφρόνηκεν

[125] ὥστ᾽ ἐπιχειρῆσαι τῆς Ἀσίας ἡμᾶς ποιῆσαι κυρίους, ἀλλὰ τοσοῦτον αὐτῶν ἀπολελειμμένοι τυγχάνομεν ὥστ᾽ ἐκεῖνοι μὲν οὐκ ὤκνησαν οὐδὲ προϋπάρξαι τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ἡμεῖς δ᾽ οὐδ᾽ ὑπὲρ ὧν κακῶς ἐπάθομεν ἀμύνεσθαι τολμῶμεν αὐτοὺς, ἀλλ᾽ ὁμολογούντων ἐκείνων ἐν ἅπασι τοῖς πολέμοις μήτε στρατιώτας ἔχειν μήτε στρατηγοὺς μήτ᾽ ἄλλο μηδὲν τῶν εἰς τοὺς κινδύνους χρησίμων,

[126] ἀλλὰ ταῦτα πάντα παρ᾽ ἡμῶν μεταπεμπομένων, εἰς τοῦθ᾽ ἥκομεν ἐπιθυμίας τοῦ κακῶς ἡμᾶς αὐτοὺς ποιεῖν ὥστ᾽ ἐξὸν ἡμῖν τἀκείνων ἀδεῶς ἔχειν, πρὸς ἡμᾶς τ᾽ αὐτοὺς περὶ μικρῶν πολεμοῦμεν καὶ τοὺς ἀφισταμένους τῆς ἀρχῆς τῆς βασιλέως συγκαταστρεφόμεθα καὶ λελήθαμεν ἡμᾶς αὐτοὺς ἐνίοτε μετὰ τῶν πατρικῶν ἐχθρῶν τοὺς τῆς αὐτῆς συγγενείας μετέχοντας ἀπολλύναι ζητοῦντες.

[127] Διὸ καὶ σοὶ νομίζω συμφέρειν οὕτως ἀνάνδρως διακειμένων τῶν ἄλλων προστῆναι τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς ἐκεῖνον. Προσήκει δὲ τοῖς μὲν ἄλλοις τοῖς ἀφ᾽ Ἡρακλέους πεφυκόσι καὶ τοῖς ἐν πολιτείᾳ καὶ νόμοις ἐνδεδεμένοις ἐκείνην τὴν πόλιν στέργειν ἐν ᾗ τυγχάνουσι κατοικοῦντες, σὲ δ᾽ ὥσπερ ἄφετον γεγενημένον ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα πατρίδα νομίζειν, ὥσπερ ὁ γεννήσας ὑμᾶς, καὶ κινδυνεύειν ὑπὲρ αὐτῆς ὁμοίως, ὥσπερ ὑπὲρ ὧν μάλιστα σπουδάζεις.

***
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

Ιδανική λύση του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας.

[119] Άφθονα παραδείγματα θα ήταν δυνατό να σε βοηθήσουν να αντιληφθείς καλά πως πρέπει να ενεργείς μόνο με αυτόν τον τρόπο, ιδίως όμως η περίπτωση του Ιάσονα. Εκείνος, που τίποτα αξιόλογο δεν έκαμε —αντίθετα μ᾽ εσένα— απόχτησε δόξα πολύ μεγάλη όχι από τα έργα του, μονάχα από τα λόγια του: Υποσχόταν πως θα περάσει στην Ασία και ότι θα πολεμήσει με τον βασιλιά των βαρβάρων!

[120] Αφού λοιπόν ο Ιάσονας μονάχα με τα λόγια του απόχτησε μια τέτοια φήμη εξαίρετη, ποιά γνώμη λες να έχουνε για σένα όλοι οι άνθρωποι, αν όλα αυτά τα κάνεις πραγματικότητα; Αν προσπαθήσεις όλο το βασίλειο των Περσών να καταστρέψεις ή τουλάχιστο να τους αποσπάσεις όσο γίνεται μεγαλύτερο χώρο και να τους πάρεις την Ασία, όπως υποστηρίζουν μερικοί, από τη Σινώπη μέχρι την Κιλικία; Και ακόμα, αν θα χτίσεις πόλεις μέσα στην περιοχή αυτή και αν εγκαταστήσεις αυτούς που τώρα άθλιοι και πεινασμένοι γυρνούν εδώ και εκεί και που ρημάζουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους;

[121] Αυτούς αν δεν τους εμποδίσουμε να αυξηθούν, παρέχοντάς τους απλόχερα τα μέσα της ζωής, ούτε που θα το καταλάβουμε πότε θα γίνουν τόσο πολλοί, ώστε να είναι το ίδιο επικίνδυνοι στους Έλληνες όσο και στους βαρβάρους. Όλα αυτά δεν μας απασχολούν και δεν παίρνουμε είδηση πως ολοένα γιγαντώνει και μας απειλεί μια κοινή φοβέρα και ένας κίνδυνος για όλους μας.

[122] Ο άντρας όμως που έχει ευγενικές φιλοδοξίες, που αγαπάει πολύ τους Έλληνες και βλέπει με καθάριο μάτι πιο πέρα από τους άλλους, έχει οπωσδήποτε υποχρέωση να χρησιμοποιήσει θετικά τέτοιους ανθρώπους ενάντια στους βαρβάρους· ύστερα να αποσπάσει όση χώρα είπαμε παραπάνω και να απαλλάξει αυτούς που παίρνουν από ανάγκη της ξενιτιάς τον δρόμο και από τα δεινά που αντιμετωπίζουνε οι ίδιοι και από αυτά που προξενούν στους άλλους· τέλος, με αυτούς να ιδρύσει πόλεις, που θα είναι τα σύνορα της χώρας μας και τα προπύργια για την ασφάλεια όλων μας.

[123] Και με τις πράξεις σου αυτές όχι μονάχα σε κείνους θα φέρεις ευτυχία, αλλά και για όλους μας θα εξασφαλίσεις την άνεση και τη σιγουριά! Και αν όμως δεν φτάσεις σ᾽ αυτό το ποθητό αποτέλεσμα, είναι βέβαιο πως εύκολα θα κατορθώσεις το άλλο: Να λευτερώσεις δηλαδή τις ελληνικές πόλεις στην Ασία. Τέλος, ό,τι και να επιτύχεις από αυτά, ακόμα και να τα επιχειρήσεις μόνο, δεν είναι δυνατό να μην αποχτήσεις φήμη πιο μεγάλη από τους άλλους, και με όλο σου το δίκιο, αφού και εσύ ο ίδιος θα κινηθείς δραστήρια προς τον σκοπό αυτό, μα και τους άλλους Έλληνες θα προσπαθήσεις να τους ξεσηκώσεις.

[124] Ποιός τάχα τώρα δεν θα ένιωθε απορία με αυτά που έχουν συμβεί, ποιός δεν θα μας περιφρονούσε, αφού μέσα στους βαρβάρους, που όλοι μας τους θεωρούμε μαλθακούς και ανίκανους για πόλεμο, διεφθαρμένους από την πολυτέλεια, βρέθηκαν άνθρωποι που φιλοδόξησαν να κυβερνήσουνε τους Έλληνες, ενώ μέσα στους Έλληνες ούτε ένας δεν είχε την περήφανη αυτή φιλοδοξία να μας κάνει αφέντες της Ασίας; Και είμαστε τόσο πιο πίσω από κείνους

[125] ώστε, ενώ αυτοί δεν ένιωσαν κανέναν δισταγμό να αρχίσουν πρώτοι τις εχθροπραξίες εναντίον των Ελλήνων, εμείς δεν έχουμε την τόλμη ούτε να ανταποδώσουμε τις συμφορές που πάθαμε. Και, ενώ εκείνοι παραδέχονται ότι σε όλους τους πολέμους δεν είχαν μήτε στρατιώτες μήτε στρατηγούς μήτε και τίποτα άλλο από όσα θεωρούνται απαραίτητα στον πόλεμο και ομολογούν πως όλα αυτά τα προμηθεύονται από μας,

[126] εμείς έχομε φτάσει σε τέτοιο πάθος να κάνουμε κακό στον ίδιο τον εαυτό μας, ώστε, μόλο που είναι στο χέρι μας να έχουμε χωρίς κανέναν κίνδυνο όλα τα αγαθά των βαρβάρων, αλληλοφαγωνόμαστε για ασήμαντα ζητήματα, τους βοηθούμε να υποτάξουν πάλι όσους αποστατούν από την εξουσία του βασιλιά και ούτε παίρνομε είδηση ότι πολλές φορές επιζητούμε το κακό των συγγενών μας στο πλευρό των πατροπαράδοτων εχθρών μας.

[127] Γι᾽ αυτό ακριβώς νομίζω πως σε συμφέρει να αναλάβεις την πρωτοβουλία για τον πόλεμο ενάντια στους βαρβάρους, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι δείχνουν μια φοβερή δειλία πάνω σ᾽ αυτό το ζήτημα. Όλοι οι άλλοι, οι απόγονοι του Ηρακλή, που έχουν δεθεί με ένα πολίτευμα και με ορισμένους νόμους, έχουν ίσως δικαίωμα να αγαπούν την πόλη που τυχαίνει να κατοικούν· εσύ, όμως, που είσαι χωρίς δεσμούς, έχεις χρέος να θεωρείς πατρίδα σου όλη την Ελλάδα, ακριβώς όπως ο γενάρχης σας, και να αγωνίζεσαι γι᾽ αυτήν με το ίδιο πάθος, όπως για τα προσωπικά ζητήματα που σε ενδιαφέρουν περισσότερο.

4ος αιώνας π.Χ, ένας κόσμος που αλλάζει

Μετά τη μάχη της Μαντίνειας, η Αθηναϊκή ηγεμονία είχε ενισχυθεί σε σχηματικό βαθμό, δεν υπήρχε όμως πια η υποδομή για τη συντήρησή της. Ο στρατός της Αθήνας που αποτελείτο πια από μισθοφόρους, συμπεριφέρθηκε βάναυσα στις συμμαχικές πόλεις, οι οποίες αντέδρασαν άμεσα επιδιώκοντας την αποδέσμευσή τους από τη συμμαχία. Έτσι, το 358 αρχίζει ο συμμαχικός πόλεμος, που θα διαρκέσει τρία χρόνια και όχι μόνο θα καταλήξει άδοξα για την Αθήνα, αλλά θα σημάνει και το τέλος της προσπάθειας συνένωσης των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεσία μίας πόλης - υπερδύναμης.

Εντωμεταξύ, το 362 αρχίζει μία διένεξη μεταξύ Θηβαίων και Φωκέων που θα οδηγήσει σε έναν ανίερο πόλεμο,  όταν οι δεύτεροι αρνήθηκαν να βοηθήσουν τους πρώτους να εκστρατεύσουν εναντίον της Σπάρτης. Οι Θηβαίοι ζητούν τότε να επιβληθεί πρόστιμο στους Φωκείς, επειδή καλλιεργούσαν αυθαίρετα κάποια κτήματα που ανήκαν στο Μαντείο. Με τη χρηματοδότηση της Σπάρτης και τη βοήθεια των Αθηναίων και των τυράννων των Φερών, οι Φωκείς, με αρχηγό τον Φιλόμηλο, καταλαμβάνουν τους Δελφούς και προβαίνουν σε εξαιρετικά ασεβείς πράξεις. Αφού εξόντωσαν τους «θρακίδες», το ιερό γένος που κατείχε την εξουσία των Δελφών, εξανάγκασαν την Πυθία να χρησμοδοτήσει ευνοϊκά για τον αρχηγό τους. Εκείνη, μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφαίνεται «ξεστιν ατ πράττειν βούλεται».
 
Το 360, ο αρχηγός τους Ονόμαρχος ξοδεύει ένα μεγάλο ποσό από τον θησαυρό του Μαντείου για τη σύσταση μισθοφορικού στρατού 20.000 στρατιωτών και 1.000 ιππέων και για την οχύρωση των πόλεών του.
     
Πολιτική και Ηθική Κρίση
 
Ο Ισοκράτης επικεντρώνεται στον αγώνα για την αποκατάσταση του πολιτεύματος και του ήθους των πολιτών. Η έλλειψη ευσέβειας, ορθής κρίσης και συνετής συμπεριφοράς οφείλεται στην παρακμή της Δημοκρατίας, η οποία με τη σειρά της ώθησε τους πολίτες προς τα χαλαρά ήθη και τη διαφθορά. Μόνο η αναμόρφωση του πολιτικού ήθους μπορεί να οδηγήσει στην εκπλήρωση της πανελλήνιας ιδέας του ρήτορα που εξακολουθεί να ελπίζει πως το όνειρό του είναι εφικτό.
 
Το 357, είχε κυκλοφορήσει ο «Αρεοπαγιτικός» του, ένας λόγος που παρακινεί τους Αθηναίους να ταχθούν υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας σύμφωνα με τις αρχές και το όραμα των ιδρυτών της (του Σόλωνα και του Κλεισθένη). Επιστροφή στα χρόνια εκείνης της δημοκρατίας που εξασφάλισε στην Αθήνα τη μεγαλύτερη δόξα και την έκανε την ηγέτιδα δύναμη όλης της Ελλάδας. Στρέφεται εναντίον της  οχλοκρατίας της εποχής του, που οδήγησε την πόλη σε αδυναμία και παρακμή σε όλους τους τομείς. 

Ο Σόλων
 
 «Εκείνοι λοιπόν που διοικούσαν την πολιτεία κατά την παλαιότερη εποχή, εγκατέστησαν πολίτευμα που δεν είχε μόνον όνομα δημοφιλέστατο σε όλους και γλυκύτατο, ενώ στην πράξη δεν έδινε την εντύπωση αυτή σε όσους ζούσαν με αυτό και δεν εκπαίδευε τους πολίτες έτσι που να θεωρούν την ακολασία δημοκρατία, την παρανομία ελευθερία, την αυθάδεια ισονομία, ούτε τέλος την εξουσία να κάνουν όλα αυτά ευδαιμονία, αλλά πολίτευμα που μισώντας και τιμωρώντας τους ανθρώπους αυτού του είδους κατόρθωσε μ να κάνει όλους τους πολίτες καλύτερους και φρονιμότερους. Εξαιρετική μάλιστα συμβολή για την καλή διοίκηση της πολιτείας παρείχε το γεγονός ότι, ενώ επικρατούσε η δοξασία ότι υπάρχουν δύο είδη ισότητας και η μία απονέμει σ' όλους τα ίδια δικαιώματα και η άλλη ό,τι πρέπει στον καθένα, δεν αγνοούσαν τη χρησιμότερη, αλλά εκείνη που έδινε τα ίδια δικαιώματα και στους ηθικούς και στους πονηρούς, την αποδοκίμαζαν, γιατί τη θεωρούσαν άδικη, ενώ εκείνην που τιμούσε και τιμωρούσε τον καθένα ανάλογα με την αξία του, την προτιμούσαν και έτσι διοικούσαν την πολιτεία, και δεν εξέλεγαν τους άρχοντες απ' όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως, αλλά για κάθε αξίωμα επέλεγαν τον καλύτερο και τον ικανότερο, γιατί θεωρούσαν ότι και οι άλλοι πολίτες θα είναι όμοιοι μ' εκείνους που αναλαμβάνουν υπεύθυνα τη διοίκηση των πολιτικών πραγμάτων. Εκτός αυτού, θεωρούσαν ότι η εκλογή αυτή των αρχόντων είναι περισσότερο αρεστή στο λαό από την εκλογή που γίνεται με κλήρο. Γιατί με την κλήρωση ενδέχεται να ευνοηθούν και να καταλάβουν αξιώματα εκείνοι που επιθυμούν την ολιγαρχία, ενώ όταν προτιμώνται οι ικανότεροι, ο λαός είναι ο κυρίαρχος να εκλέξει εκείνους που αγαπούν ιδιαιτέρως το υφιστάμενο πολίτευμα.» (20-23)
 
Το πολίτευμα λοιπόν που επιτρέπει την πρόοδο της πόλης είναι εκείνο στο οποίο οι άρχοντες εκλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια και ο λαός έχει τη δυνατότητα να τους ελέγχει. Επιπλέον, όλοι ήταν πεπεισμένοι πως έπρεπε να διατηρήσουν αναλλοίωτες τις παραδόσεις, να φροντίζουν για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις με την ίδια σύνεση που επεδείκνυαν και στις δημόσιες, με ομόνοια και όρεξη για εργασία. Ως εκ τούτου:
 
«και οι πιο φτωχοί πολίτες απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιότερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις σπουδαίες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, διότι είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχει ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία. Οι πλούσιοι πάλι, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλά επειδή θεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, βοηθούσαν τους άπορους και σε άλλους μεν παραχωρούσαν κτήματα για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους απασχολούσαν στο εμπόριο και σε άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων. Γιατί δεν είχαν τον φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που δάνεισαν.» (28)
 
Ο φόβος αυτός δεν υπήρχε, διότι το δικαστικό σύστημα λειτουργούσε αποτελεσματικά και επέβαλε αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Εξασφαλιζόταν, έτσι η ομαλή λειτουργία της οικονομίας, εφόσον οι έχοντες χρήματα τα δάνειζαν ευχαρίστως, ώστε να αποκομίσουν κέρδος και οι φτωχοί είχαν πάντα κεφάλαια στη διάθεσή τους, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να βρεθούν σε κατάσταση πλήρους ένδειας.

Ο Ισοκράτης, προσπαθεί να συγκινήσει τους συμπολίτες του με συχνές αναφορές στις παλιές ένδοξες εποχές, εφιστώντας τους την προσοχή στην κρισιμότητα της κατάστασης που είχαν τώρα να αντιμετωπίσουν. Ήταν πεπεισμένος πως μία πόλη χωρίς ισχυρές ηθικές αρχές, χωρίς υλικούς πόρους και χωρίς επιτυχημένες συμμαχίες, δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει σε έναν κόσμο που απαιτούσε νέα συστήματα και νέα πολιτική στρατηγική.

Ο αγώνας του Ισοκράτη για ειρήνη και παιδεία
 
Στον λόγο  «Περί Ειρήνης» το 356, ο Ισοκράτης συμβουλεύει τους Αθηναίους να εκμεταλλευτούν την  Ειρήνη του Ανταλκίδα,  που έχει συναφθεί από το 386 και να εγκαταλείψουν την ηγεμονία τους στη θάλασσα, που ήταν η πηγή όλων των δεινών τους. Αντί να σπαταλούν χρήμα και δυνάμεις για να κατακτήσουν την γη των άλλων, να επικεντρωθούν στο πώς θα εξασφαλίζουν μια καλύτερη ζωή στον τόπο τους. Ο πόλεμος έχει επιφέρει μεγάλα δεινά στην πόλη και την έχει τελείως απογυμνώσει από το προηγούμενο μεγαλείο της. Προτείνει, λοιπόν, να τηρήσουν μια πιο συνετή στάση, να επιλύσουν τις διαφορές τους με τη διπλωματία, ώστε να επιδιώξουν την ευημερία σε ένα ειρηνικό περιβάλλον.

     «έχουμε την εντύπωση πως, αν διασχίζουμε τις θάλασσες με πολλά πλοία και εξαναγκάζουμε τις πόλεις να μας καταβάλλουν φόρους και να στέλνουν αντιπροσώπους εδώ, θα επιτύχουμε το σκοπό μας. Είμαστε όμως πολύ μακριά από την αλήθεια. Από όσα ελπίζαμε τίποτα δεν πετύχαμε• αντίθετα, απ' αυτές τις ενέργειές μας έχουν προκύψει εχθρότητες, πόλεμοι και μεγάλες δαπάνες, πράγμα πολύ φυσικό.» (29)
 
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της στρεβλής άποψης, η οποία έχει επικρατήσει την εποχή του Ισοκράτη, πως ενώ η αρετή είναι αξιέπαινη, εντούτοις δεν ωφελεί σε τίποτα, εφόσον μόνο οι άδικοι κατορθώνουν να επιτύχουν. Αυτός ο παραλογισμός είναι το αποτέλεσμα της δράσης των δημαγωγών, που κερδίζουν χρήμα και δόξα απαξιώνοντας την αρετή και προκαλώντας, ανάμεσα σε όλα τα δεινά που επιφέρει η πολιτική τους, και τον ευτελισμό της ηθικής των πολιτών. Είναι λοιπόν ανάγκη να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και να μην δυσανασχετούν όταν κάποιος τολμά να τους πει την αλήθεια:
 
«για τις αρρώστιες που έχουν σχέση με το σώμα οι γιατροί έχουν βρει πολλές και κάθε είδους θεραπείες, για την ψυχή όμως, που δε γνωρίζει τι είναι ορθό και που είναι γεμάτη από πονηρές επιθυμίες, άλλο φάρμακο δεν υπάρχει παρά ο λόγος που τολμά να επικρίνει τα σφάλματα.» (39)
 
Σφάλματα εντοπίζει ο Ισοκράτης στον χειρισμό τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών ζητημάτων. Θεωρεί μεγάλη παρακμή τη χρήση μισθοφορικού στρατού, που αποτελείται από κάθε είδους αποβράσματα, έτοιμα να εγκαταλείψουν τη θέση τους μόλις κάποιος τους προσφέρει μεγαλύτερη αμοιβή. Στα εσωτερικά ζητήματα πάλι, η εκκλησία του Δήμου έχει χάσει τη σοβαρότητά της, καθώς άλλα επιθυμεί, άλλα ψηφίζει και αμέσως μετά μετανιώνει για αυτό που ψήφισε. Ακόμα χειρότερα, τοποθετεί σε θέσεις ευθύνης αχρείους και επικίνδυνους ανθρώπους:
 
«Παρά τον ισχυρισμό μας πως είμαστε οι πιο σοφοί των Ελλήνων, χρησιμοποιούμε ως συμβούλους ανθρώπους, που όλοι θα περιφρονούσαν, και αυτούς τους ίδιους τους διορίζουμε επικεφαλής όλων των κρατικών υποθέσεων, ενώ κανείς δεν θα τους ανέθετε καμία ιδιωτική του υπόθεση.» (52)

Προτείνει, λοιπόν, τα εξής μέτρα για την αποκατάσταση της πόλης:
 
1. Να διορίζονται στα δημόσια αξιώματα άνθρωποι ικανοί, σαν εκείνους που επιλέγει κανείς για τις ιδιωτικές του υποθέσεις και να μην θεωρούνται φίλοι του λαού οι συκοφάντες ούτε οι τίμιοι και συνεπείς να ταυτίζονται με τους ολιγαρχικούς. Από τη φύση του κανείς δεν είναι κάτι από τα δύο, αλλά ο καθένας επιλέγει το πολίτευμα στο οποίο νιώθει πως τον εκτιμούν.
 
2. Η Αθήνα θα πρέπει να επιτρέψει την αυτονομία των συμμάχων της και να τους φέρεται όπως φέρεται κανείς σε φίλους, διότι είναι μεν η ισχυρότερη πόλη από την κάθε μία ξεχωριστά, αλλά απέναντι σε όλες μαζί είναι η πιο ανίσχυρη. Οι συμμαχίες πρέπει να συνάπτονται με ευεργεσίες και όχι με πολέμους.

3. Μετά από την ευσέβεια στους θεούς, το σημαντικότερο επίτευγμα είναι η εκτίμηση των υπόλοιπων Ελλήνων. Με τέτοια συμπεριφορά, οι ελληνικές πόλεις θα αναγνωρίσουν με τη θέλησή τους την ηγεμονία της Αθήνας.
 
Το 355, ο συμμαχικός πόλεμος λήγει άδοξα και η Αθήνα υποχρεώνεται να παραχωρήσει αυτονομία στις επαναστατημένες πόλεις. Παράλληλα, μόλις έχει ξεκινήσει στους Δελφούς ο «Τρίτος Ιερός Πόλεμος» μεταξύ των Φωκέων, που έχουν καταλάβει και καταληστέψει το Μαντείο, και των Θηβαίων που επιχειρούν να τους εκδιώξουν, ενώ ο νεαρός βασιλιάς Φίλιππος έχει τακτοποιήσει τα εσωτερικά ζητήματα της Μακεδονίας και στρέφεται προς την κεντρική Ελλάδα.
 
Αρχικά, ο Ονόμαρχος, ηγέτης των Φωκέων, που είχε εξοπλίσει τον στρατό του με καταπέλτες, κατόρθωσε να νικήσει δύο φορές τον Φίλιππο που επιτέθηκε, μόλις είδε πως κινδυνεύει η Θεσσαλία. Τελικά όμως, οι Φωκείς νικήθηκαν το 352 και δύο χρόνια αργότερα επιτίθενται και πάλι εναντίον των Θηβαίων. Οι Αθηναίοι, που έχουν πλέον αντιληφθεί την επικινδυνότητα του Μακεδόνα βασιλιά, τον αντιμετωπίζουν και τον σταματούν στις Θερμοπύλες, νίκη που δεν θα έχει όμως και μεγάλη σημασία, επειδή ο Φίλιππος, όχι μόνο έχει πλέον καταστεί κυρίαρχος της Θεσσαλίας, αλλά παρουσιάστηκε και ως προστάτης των ιερών και των οσίων, προστατεύοντας τους Δελφούς.
 
Ενώ λοιπόν μαίνεται ο Ιερός Πόλεμος, το 354, ο υπέργηρος πια Ισοκράτης γράφει το «Περί Αντιδόσεως». Είναι ο λόγος που εκφωνεί στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να εκθέσει τις απόψεις του για την πνευματική καλλιέργεια. Χρησιμοποιεί ως αφορμή μια δικαστική του περιπέτεια, όταν ο Λυσίμαχος, προκειμένου να αποφύγει μια πολυδάπανη λειτουργία, ζητά, όπως ορίζει ο νόμος της αντιδόσεως, να ανταλλάξει την περιουσία του με εκείνη του Ισοκράτη. Αυτός, με την ευκαιρία,  απολογείται για το συνολικό του έργο, απαντώντας σε όσους τον κατηγορούσαν πως διδάσκει τους νέους να κερδίζουν δικαστικούς αγώνες με αθέμιτους τρόπους. Παραθέτει αποσπάσματα από προηγούμενους λόγους του, αποδεικνύοντας πως το μόνο που έκανε, ήταν να παροτρύνει τους Έλληνες να εκστρατεύσουν εναντίον των βαρβάρων, ενωμένοι και χωρίς να σπαταλούν τις δυνάμεις τους στις μεταξύ τους έριδες.
 
Στη συνέχεια, υπερασπίζεται τη διδασκαλία του και την άποψή του για την ορθή επαγγελματική εκπαίδευση, τονίζοντας την αξία της πρακτικής εφαρμογής κάθε γνώσης που αποκομίζει ο μαθητής από τον δάσκαλο. Όσο για την ρητορική τέχνη, εκτός του ανυπέρβλητου πλεονεκτήματος που παρέχει το φυσικό ταλέντο, απαραίτητη είναι η απόκτηση τεχνικής και η εξάσκηση. Τίποτα, όμως, από αυτά δεν μπορεί να αποδώσει αν ο ρήτορας δεν έχει το απαραίτητο θάρρος για να μιλήσει μπροστά στο κοινό. Αυτά δίδασκε στους μαθητές του αξιοποιώντας τη ρητορική ως εργαλείο για την επιτυχία στην επαγγελματική ζωή.

Άλλωστε, αυτό που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα και του έδωσε την ευκαιρία να ζει πολιτισμένα σε κοινότητες είναι η δυνατότητα να μιλά, να εκφράζει τις σκέψεις και τις αποφάσεις του και να συνεννοείται με ακρίβεια με τους άλλους.
 
«Διότι ο λόγος νομοθέτησε για δικαίους και αδίκους και για καλούς και αισχρούς, χωρίς τον ορισμό των οποίων δεν θα μπορούσαμε να συμβιώσουμε. Με τον λόγο και τους κακούς ελέγχουμε και τους αγαθούς εγκωμιάζουμε. Με τον λόγο μορφώνουμε όσους έχουν ανάγκη μόρφωσης και δοκιμάζουμε τους νοήμονες· διότι το να μιλά κάποιος όπως πρέπει το θεωρούμε ως ύψιστο σημείο της ορθής σκέψης, και λόγος αληθής, σύμφωνος προς τον νόμο και προς την δικαιοσύνη, είναι εικόνα ψυχής υγιούς και ευπειθούς.» (255)

Πώς θα μπορούσε λοιπόν να κατηγορηθεί κάποιος, επειδή διδάσκει τους νέους να αποκτήσουν αυτή την τόσο ωφέλιμη ικανότητα, την ώρα που όλοι θαυμάζουν όσους την έχουν από τη φύση τους;
 
Αυτή τη χρονιά, εμφανίζεται στη δημόσια ζωή της Αθήνας ένας ρήτορας με εξαιρετικό ταλέντο, που θα βάλει σφραγίσει ανεξίτηλα την πολιτική ζωή του τόπου. Σε αντίθεση με τον Ισοκράτη που επιδιώκει πάση θυσία την ενότητα και την ειρήνη στον ελλαδικό χώρο, ο Δημοσθένης αγωνίζεται να πείσει τους Αθηναίους να προστατεύσουν την αυτονομία της πόλης τους και τη διατήρηση της ηγεμονίας της.
 
Δημοσθένης, ο ρήτορας (384-322). 
 
Μέχρι σήμερα, το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό ακούγοντας τη λέξη «ρήτορας», είναι Δημοσθένης, ο οποίος ήταν γόνος εύπορης οικογένειας του Δήμου Παιανίας. Γεννήθηκε το 384 και ορφάνεψε από πατέρα επτά χρόνια αργότερα. Είναι γνωστή η περιπέτεια που είχε με τους ανέντιμους διαχειριστές της κληρονομιάς του, λόγω της οποίας ασχολήθηκε με τα δικονομικά. Η εμπειρία που απέκτησε στα δικαστήρια διεκδικώντας την κληρονομιά του αξιοποιήθηκε κατά τη σταδιοδρομία του ως επαγγελματία λογογράφου. Δάσκαλός του ήταν ο σπουδαίος ρήτορας Ισαίος και, όπως μας πληροφορεί ο Κικέρων, ήταν επιμελής αναγνώστης και ακροατής του Πλάτωνα. Μεγάλη επιρροή άσκησε επάνω του και το έργο του Θουκυδίδη, που ανέπτυξε μέσα του τη λαχτάρα για την αναβίωση του μεγαλείου της Αθήνας.
 
Λέγεται ότι εργάστηκε και ως  δάσκαλος της ρητορικής τέχνης, αλλά δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα για πόσον καιρό το έκανε. Είναι πάντως βέβαιο πως από τη στιγμή που ενεπλάκη στην πολιτική, έπαψε να εργάζεται ως συνήγορος.
 
Ο Δημοσθένης μειονεκτούσε πολύ σωματικά. Ήταν καχεκτικός, είχε πολύ αδύναμη φωνή και τραύλιζε, μειονεκτήματα που χρειάστηκε πολλά χρόνια και σκληρές προσπάθειες για να ξεπεράσει. Χρησιμοποιούσε βότσαλα για να κάνει ασκήσεις ορθοφωνίας, εκφωνούσε τους λόγους του στη θάλασσα για να εξοικειωθεί με τη φασαρία του ακροατηρίου και να δυναμώσει τη φωνή του, μέχρι που πήρε μαθήματα υποκριτικής από κάποιον ηθοποιό, ώστε να ξεπεράσει τη δειλία του και να γίνει πιο πειστικός. Τα αποτελέσματα ήταν αξιοθαύμαστα και ήδη από τα αρχαία χρόνια, είχε αποκτήσει εξαιρετική φήμη για τη ρητορική του δεινότητα. Όπως, όταν έλεγαν «ο ποιητής», εννοούσαν τον Όμηρο, έτσι και όταν έλεγαν «ο ρήτορας», εννοούσαν τον Δημοσθένη.
   
Υπεράσπιση ιδιωτών
 
Από τους πρώτους λόγους του, που αφορούν ιδιωτικές υποθέσεις, είναι ο «Υπέρ Φορμίωνος» το 350.  Ο Φορμίων ήταν δούλος που εξελίχθηκε σε εκμισθωτή των επιχειρήσεων του τραπεζίτη Πασίωνα. Πεθαίνοντας αυτός, ορίζει στη διαθήκη του να νυμφευθεί ο Φορμίων τη σύζυγό του, αλλά όταν αυτό έγινε δημιουργήθηκε πρόβλημα με τους γιους του τραπεζίτη, ένας εκ των οποίων ήταν ο Απολλόδωρος. Η δίκη αφορούσε τα χρήματα που οικειοποιήθηκε ο Φορμίων μετά τον θάνατο της συζύγου του και μητέρας του μηνυτή και κατέληξε σε συμβιβασμό. Αργότερα, ο Απολλόδωρος επανέρχεται ζητώντας είκοσι τάλαντα. Στον λόγο του, ο Δημοσθένης αποκαλεί τον Απολλόδωρο συκοφάντη, εφόσον ο Φορμίων σε τίποτα δεν είχε παρανομήσει, αλλά του είχε αποδώσει όλα όσα του ανήκαν.

«Όσα, λοιπόν, πρέπει πλέον να εξετάσετε σχετικά με το γεγονός ότι η αγωγή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, να τα ανακαλέσετε στη μνήμη σας από αυτά που έχουν ειπωθεί. Γιατί, Αθηναίοι, αφού έγινε, αφενός, οικονομικός έλεγχος και υπήρξε απαλλαγή για τη μίσθωση και της τράπεζας και του εργαστηρίου ασπίδων, και αφετέρου παραπομπή σε διαιτησία και πάλι υπήρξε απαλλαγή από όλα, ενώ οι νόμοι δεν επιτρέπουν εκ νέου μηνύσεις για όσα έχει κανείς μια φορά απαλλαγεί, και αυτός συκοφαντικά μας μηνύει, καταγγείλαμε με βάση τους νόμους ότι η δίωξη δεν είναι αποδεκτή.» (23-24)
 
Ο Δημοσθένης κέρδισε την υπόθεση, αλλά ο Απολλόδωρος δεν το έβαλε κάτω! Επανέρχεται, αυτή τη φορά εναντίον ενός μάρτυρα υπεράσπισης του Φορμίωνα, του Στεφάνου, τον οποίον κατηγορεί για ψευδορκία. Αυτή τη φορά, ο Δημοσθένης εκπροσωπεί τον Απολλόδωρο και γράφει τον «Κατά Στεφάνου ψευδομαρτυριών»:
 
«ο άνθρωπος αυτός (ο Στέφανος), τότε που συνέβαινε να ευπορεί ο Αριστόλοχος ο τραπεζίτης, βάδιζε κοντά του και του έκανε τεμενάδες•...Όταν όμως εκείνος καταστράφηκε και πτώχευσε, αφού μάλιστα λεηλατήθηκε από τον Στέφανο και τους ανθρώπους σαν αυτόν, κι όταν ο γιος του βρέθηκε αντιμέτωπος σε πολλές δυσκολίες, ο Στέφανος δεν του παραστάθηκε ποτέ ούτε τον βοήθησε•... Έπεσε στη συνέχεια το μάτι του στο Φορμίωνα• απ' όλους τους Αθηναίους αυτόν διάλεξε και μ' αυτόν έγινε φίλος και για χάρη του έπλευσε στο Βυζάντιο ως πρεσβευτής, όταν οι Βυζαντινοί κατάσχεσαν τα πλοία του, και μίλησε για την υπόθεση του στους Καρχηδονίους, κι έτσι ψευδομαρτύρησε φανερά εναντίον μου...Προτίμησε ωστόσο, άνδρες Αθηναίοι, να κάνει αυτά που φέρνουν τόσο μεγάλη ντροπή, σκοπεύοντας να αποφεύγει τις υποχρεώσεις του προς την πόλη και να αποκρύπτει την περιουσία του• για να κάνει κρυφές δουλειές μέσω της τράπεζας και να μην αναλαμβάνει ούτε χορηγία ούτε τριηραρχία ούτε τίποτε άλλο απ' όσα οφείλει. Και το 'χει καταφέρει αυτό. Αυτό είναι η απόδειξη: ενώ έχει τόση περιουσία, ώστε να προικίσει την κόρη του με εκατό μνες, δεν τον έχετε δει ποτέ να αναλάβει καμιά δαπάνη για χάρη της πολιτείας, ούτε την πιο μικρή.» (63-66)
 
Η απόφαση του Δημοσθένη να στηρίξει τον δικομανή Απολλόδωρο οφείλεται ίσως σε πολιτικούς λόγους. Ο Απολλόδωρος ανήκε στην αντιμακεδονική παράταξη και ήταν σύμμαχος, τον οποίο ο ρήτορας χρειαζόταν στον πολιτικό του αγώνα εναντίον του Φιλίππου, έναν αγώνα που θα σημαδέψει όλη του ζωή.
     
Η πολιτική σταδιοδρομία του Δημοσθένη

                Εισερχόμενος στον πολιτικό στίβο, ο Δημοσθένης, αμέσως μετά τον συμμαχικό πόλεμο (355), γράφει τον λόγο «Κατ’ Ανδροτίωνος»,  ενός μαθητή του Ισοκράτη. Ήταν μία δίκη που αφορούσε παράνομο ψήφισμα (γραφή παρανόμων), μια κατηγορία που απασχολούσε τον περισσότερο χρόνο τους δικαστές της εποχής. Αντίθετα με τη σύγχρονη βουλευτική ασυλία, στην αρχαία Αθήνα κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να ελέγξει μια πρόταση που ερχόταν προς ψήφιση (ή και μετά την ψήφισή της) και να επιχειρηματολογήσει εναντίον της αν αυτή ακύρωνε έναν ήδη υπάρχοντα νόμο. Φαίνεται, όμως, πως τον 4ο αιώνα αυτό το δικαίωμα είχε γίνει στα χέρια πολλών, όπλο για την εξόντωση των πολιτικών τους αντιπάλων. Εκτός, αν πράγματι τόσες πολλές προτάσεις ήταν παράνομες. Το παράνομο ψήφισμα στην περίπτωση αυτή ήταν η πρόταση του Ανδροτίωνα να στεφανωθεί η βουλή, αν και δεν είχε επιτελέσει το έργο που της είχε ανατεθεί, δηλαδή τη ναυπήγηση συγκεκριμένου αριθμού πλοίων.
 
Αυτός, λοιπόν, ο Ανδροτίων είχε, επίσης, εισηγηθεί διάταγμα για τον σχηματισμό σώματος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Το διάταγμα ψηφίστηκε και το σώμα συστάθηκε με επικεφαλής τον ίδιο. Ο Δημοσθένης στον λόγο του αναφέρει πως χρησιμοποιούσε πολύ σκληρές μεθόδους είσπραξης, πως τρομοκρατούσε τους πολίτες που χρωστούσαν φόρους, μέχρι και πως βασάνιζε κάποιους προκειμένου να αποκαλύψουν τα κρυμμένα περιουσιακά τους στοιχεία. Τονίζοντας το ευτελισμό που υφίσταται το πολίτευμα από τέτοιες πρακτικές, γράφει ο Δημοσθένης:
 
«Άνδρες Αθηναίοι, τα ποσά που έφερε, πίσω στο ταμείο ο Ανδροτίων με αυτές τις μεθόδους, όσο σημαντικά και αν είναι, δεν αντισταθμίζουν την ζημιά που σας έχει προκαλέσει η εισαγωγή τέτοιων πρακτικών στο Κράτος".
 
Δύο χρόνια αργότερα, το 353, ο Τιμοκράτης εισηγείται ένα νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι οφειλέτες του Δημοσίου δεν θα φυλακίζονταν για κάποιο διάστημα, παρέχοντας εγγυήσεις. Μεταξύ άλλων, με αυτό τον νόμο θα γλίτωνε και ο Ανδροτίων, ο οποίος είχε υπεξαιρέσει δημόσιο χρήμα και είχε η κατάχρηση είχε αποκαλυφθεί. Κατήγορος σε αυτή τη γραφή παρανόμων είναι, όπως και στην προηγούμενη υπόθεση, ο Διόδωρος και θα χρησιμοποιήσει τον λόγο «Κατά Τιμοκράτους» που του γράφει και πάλι ο Δημοσθένης. Η ακαταστασία που έχει επικρατήσει στο νομικό σύστημα είμαι εμφανής:
 
«Το Κράτος μας, κύριοι δικαστές, διοικείται με νόμους και ψηφίσματα. Αν, λοιπόν, κάποιος ακυρώσει όσα έχουν αποφασιστεί με ψηφοφορία με έναν καινούργιο νόμο, που θα καταλήξει αυτό; Και είναι ορθό να μιλάμε για νόμο και όχι για ανομία;»(152)
 
«Λεφτά υπάρχουν»: Οι προτάσεις του Δημοσθένη για την αντιμετώπιση του μακεδονικού κινδύνου
 
Το 354 η πολιτική δράση του Δημοσθένη συνεχίζεται με τον λόγο «Περί Συμμοριών». Συμμορίες ήταν οι ομάδες στις οποίες είχαν χωριστεί οι 1200 πλουσιότεροι Αθηναίοι πολίτες μαζί με μετοίκους των οποίων τον αριθμό δεν γνωρίζουμε, οι οποίοι είχαν υποχρέωση να καταβάλλουν έκτακτο φόρο (εσφοραί) σε περιόδους που η κατάσταση της πόλης το απαιτούσε. Η πρώτη συμμορία, που περιελάμβανε τους 300 πλουσιότερους, αναλάμβανε να προκαταβάλει το συνολικό ποσό των εισφορών και στη συνέχεια να το εισπράξει από τις υπόλοιπες συμμορίες.
 
Σε αυτόν τον λόγο, ο Δημοσθένης προτείνει την αναμόρφωση των συμμοριών και την αύξηση των μελών τους σε 2000, προκειμένου να μαζευτεί σύντομα ικανό ποσό για τον εξοπλισμό ισχυρού στόλου. Με τον τρόπο αυτό η Αθήνα θα έχει να επιδείξει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, τις οποίες εύκολα θα εμπιστευτούν οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις και θα ζητήσουν μόνες τους συμμαχία, φοβούμενες πιθανή επίθεση του βασιλιά Αρταξέρξη Γ΄, που όπως ήθελαν οι φήμες, ετοιμαζόταν για εκστρατεία. Μόνο με προσεκτική προετοιμασία και αποφεύγοντας βιαστικές αποφάσεις, θα είχαν ελπίδες να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τον περσικό κίνδυνο.
 
Ενώ η οικονομική κατάσταση της πόλης είναι άθλια, ο Δημοσθένης εμφανίζεται αισιόδοξος: «γώ φημί εναι πόρον»· εγώ λέω πως λεφτά υπάρχουν, θα το έλεγε σήμερα. Κι εννοούσε πως αν πραγματικά έβλεπαν οι Αθηναίοι τον βασιλιά της Περσίας να πλησιάζει την πόλη τους, τότε θα έδιναν ευχαρίστως ένα τμήμα της περιουσίας τους για να σώσουν την υπόλοιπη. Προτείνει, λοιπόν:
 
 «Επομένως πρέπει προετοιμάσετε όλα τα άλλα, αλλά τα χρήματα να τα αφήσετε να τα έχουν όσοι τα έχουν (διότι πουθενά αλλού δεν πρόκειται να είναι φυλαγμένα τα χρήματα για το συμφέρον της πόλης), και εάν κάποτε έρθει αυτή η περίσταση, να τα πάρετε τότε από αυτούς που θα τα συνεισφέρουν με τη θέλησή τους.» (28)
 
Όταν ο Δημοσθένης θίγει ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αποκαλύπτεται το μέγεθος της σύγχυσης που επικρατεί στις σχέσεις των ελληνικών πόλεων. Οι συμμαχίες άλλαζαν συνεχώς και ενώ η συμμαχία με τη Σπάρτη υπήρχε ακόμα, ήταν πλέον εξαιρετικά εύθραυστη. Ο Δημοσθένης επιχειρεί να πείσει τους Αθηναίους να κρατήσουν μία ισορροπία τέτοια, που δεν θα επιτρέψει να ισχυροποιηθούν ούτε οι Θηβαίοι ούτε οι Λακεδαιμόνιοι. Για τον λόγο αυτό, η Αθήνα θα πρέπει να στηρίζει τις ασθενέστερες πόλεις και να μην τις αφήνει στα χέρια των δυνατών. Αυτή η ειρήνευση μεταξύ των Ελλήνων είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση του κινδύνου που πλησιάζει.

Στον  πρώτο «Κατά Φιλίππου» (352) παρουσιάζει ένα λεπτομερές πρόγραμμα για την εξεύρεση των χρημάτων που απαιτούνται για την ενίσχυση του στόλου. Τονίζει το επείγον της κατάστασης, βλέποντας πως ο Φίλιππος ενδυναμώνεται και επεκτείνει την επιρροή του τόσο, ώστε να κινδυνεύουν ακόμα και τα παράλια της Αττικής. Έχει μαθευτεί στην Αθήνα πως ο στρατός του Φιλίππου πολιορκεί το Ηραίον τείχος, και οι ανησυχία για τους Αθηναίους κληρούχους της Θράκης που κινδυνεύουν κάνει τις προτάσεις του Δημοσθένη να ακούγονται πιο σοβαρές και ενδιαφέρουσες. Ωστόσο, λόγω ασθενείας του Φιλίππου, η πολιορκία στο Ηραίον τείχος έληξε άδοξα και ο φόβος των Αθηναίων υποχώρησε.
 
Δύο χρόνια αργότερα, οι Ολύνθιοι, που έχοντας λάβει την Ποτίδαια από τον Φίλιππο είχαν συμμαχήσει μαζί του, τώρα αλλάζουν στάση και επαναστατούν εναντίον του, αντιλαμβανόμενοι πως σύντομα θα έχουν και αυτοί την τύχη των άλλων πόλεων. Ο Δημοσθένης μάταια ζητά από τους Αθηναίους να βοηθήσουν την Όλυνθο να παραμείνει αυτόνομη, στους τρεις Ολυνθιακούς που εκφωνεί από το φθινόπωρο του 349 έως την άνοιξη του 348. Ο Φίλιππος, αποκτά τη δύναμή του με δόλια μέσα και γι’αυτό δεν θα έχει διάρκεια, αρκεί να αναλάβουν δράση αμέσως:
 
«Δεν είναι λοιπόν περίεργο που, εκστρατεύοντας ο ίδιος προσωπικά και κοπιάζοντας και όντας πανταχού παρών, χωρίς να χάνει ευκαιρία ούτε λεπτό, είναι ισχυρότερος από εμάς, οι οποίοι αναβάλλουμε, βγάζουμε ψηφίσματα και συγκεντρώνουμε πληροφορίες. Καθόλου δεν απορώ με αυτό. Το αντίθετο μάλιστα θα ήταν παράξενο, αν εμείς, χωρίς να κάνουμε τίποτε απ' όσα ταιριάζουν σε όσους βρίσκονται σε πόλεμο, νικούσαμε αυτόν που κάνει τα πάντα.» (Β΄ Ολυνθ.23)
 
Ο Δημοσθένης θα ζητήσει επίσης να παραχωρηθούν τα ποσά από τα θεωρικά εισιτήρια για τις στρατιωτικές δαπάνες και να καταργηθούν οι νόμοι με τους οποίους απαλλάσσονταν οι ανυπότακτοι. Όταν όμως οι Αθηναίοι αποφασίζουν να στείλουν στρατεύματα, είναι πλέον αργά και η Όλυνθος πέφτει στα χέρια του Φιλίππου μαζί με άλλες 32 πόλεις.

Ο Αριστοτέλης και οι παρανοήσεις της τελεολογίας στις θετικές επιστήμες

H αριστοτελική τελεολογία έμελλε να ακολουθήσει ίσως την πιο περιπετειώδη πορεία από κάθε άλλη ιδέα ανά τους αιώνες. Ως βασικότερη αρχή του Αριστοτέλη, σημάδεψε κάθε πτυχή του έργου του, από την ερμηνεία της κίνησης, μέχρι την ηθική αρετή και τους εκπαιδευτικούς στόχους ή, για να μιλήσουμε με σύγχρονα δεδομένα, από την καθαρή επιστημονική σκέψη μέχρι και τις απολύτως φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές θέσεις του.
 
Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη ως τελεολογία ορίζεται: «η αντίληψη ότι τα πάντα στον κόσμο διέπονται από ένα σκοπό, προς την εκπλήρωση του οποίου τείνουν». Ο Αριστοτέλης έφτασε στην αντίληψη αυτή με καθαρή παρατήρηση και λογική σκέψη, χωρίς δυνατότητες για  πειραματική εφαρμογή ή επιστημονική επαλήθευση, χωρίς εργαστηριακή υποδομή ή τεχνολογική βοήθεια. Ως εκ τούτου η τελεολογία είναι μη μετρήσιμη, δηλαδή μη χειροπιαστά αποδείξιμη με τον αμιγώς επιστημονικό τρόπο. Αφού δεν μπορεί να μετρηθεί, άρα δεν μπορεί να έχει δείκτες, δεν μπορεί να έχει πειραματική επαλήθευση, δεν μπορεί δηλαδή να αποκτήσει επιστημονική οντότητα. Παραμένει μια μεταφυσική σκέψη, ένα άλμα λογικής, θα λέγαμε ένα δόγμα, που οφείλει να γίνει αποδεκτό γιατί προσφέρει μια ερμηνεία.
 
Παρόμοιο δόγμα του Αριστοτέλη, στην ερμηνεία της κίνησης είναι το πρώτο κινούν που «κινεί όλα όσα βρίσκονται σε κίνηση χωρίς να κινείται το ίδιο και που πρέπει να είναι μάλλον ελκτικό παρά απωθητικό, αιώνιο, χωρίς υλικές διαστάσεις, χωρίς μέγεθος πεπερασμένο ή άπειρο και αμερές». (Δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη). Η αντίληψη για το πρώτο κινούν δίνει την εντύπωση περισσότερο μιας θεολογικής προσέγγισης – και μάλιστα σύγχρονης – παρά επιστημονικής τεκμηρίωσης. Η αριστοτελική θεωρία της κίνησης ίσχυσε για πολλούς αιώνες, όσο κράτησε η γεωκεντρική αντίληψη του κόσμου.
 
Την αντίληψη αυτή θα καταρρίψει πολύ αργότερα ο Γαλιλαίος που μίλησε για την αμετάτροπο κίνηση που είναι ομαλή κυκλική και δεν αποδίδεται σε κανένα κινούν. Με το Γαλιλαίο εισάγεται η σύγχρονη επιστημονική μέθοδος, όπου μόνο το πείραμα μπορεί να έχει αποδεικτική ισχύ και πηγή για κάθε επιστημονικά τεκμηριωμένη αντίληψη είναι η μέτρηση και μόνο η μέτρηση. Μπροστά σ’ αυτή τη νέα επιστημονική πνοή οι αριστοτελικές εικασίες αποδυναμώνονται. Ο επιστημονικός κόσμος χαράζει μια νέα πορεία όπου καμία φιλοσοφική προσέγγιση των φυσικών επιστημών δεν έχει θέση. Όταν πια ο Νεύτωνας παγίωσε τη θεωρία της αδράνειας στην κίνηση με τον περιβόητο τύπο F = m. γ ήταν τουλάχιστον αναχρονιστικό να μιλά κανείς για τον Αριστοτέλη.
 
Το χάσμα του Αριστοτέλη με τις επιστήμες παίρνει καθαρά συγκρουσιακό χαρακτήρα, αν αναλογιστούμε την καταπίεση της ανθρώπινης σκέψης από τη χριστιανική ηθική του πέτρινου μεσαίωνα. Η εκκλησία των γεωκεντρικών αντιλήψεων και της άυλης μεταφυσικής υπόστασης, όπως είναι λογικό, έκανε παντιέρα τον Αριστοτέλη, επιβάλλοντάς τον και καταπνίγοντας κάθε αντίθετη φωνή. (Η περίπτωση του Γαλιλαίου είναι αρκούντως κατατοπιστική). Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η κατάρριψη της αριστοτελικής σκέψης αποτέλεσε βασικό στόχο των επιστημών, αφού, στην ουσία, επρόκειτο για την κατάρριψη της ίδιας της θεολογικής δικτατορίας που είχε οχυρωθεί πίσω της.
 
Υπό το κράτος των νέων επιστημονικών θεωριών δημιουργήθηκε ένα είδος αντιαριστοτελικού φανατισμού, καθώς οποιαδήποτε φιλοαριστοτελική στάση ταυτιζόταν πλέον με το θρησκευτικό σκοταδισμό. Η ταύτιση του Αριστοτέλη με την επικρατούσα μεσαιωνική εκκλησιαστική αντίληψη δεν είναι απλώς παρεξήγηση σε βάρος του, αλλά κατάφωρη αδικία απέναντι σ’ ένα φιλόσοφο – θεμελιωτή του ορθού λόγου, που από θέση αρχής προσπάθησε να φτάσει στην αντικειμενική αλήθεια παραβλέποντας κάθε άλλη οπτική πέρα από τη φυσική παρατήρηση.
 
Ο Αριστοτέλης μπορεί να μην είναι επιστήμονας με τη σύγχρονη έννοια – εξάλλου θα ήταν παράλογο να απαιτούμε κάτι τέτοιο από ένα στοχαστή που έδρασε τον 4ο αιώνα π. Χ. – ωστόσο, ανήκει σίγουρα σ’ αυτούς που έθεσαν τις βάσεις της επιστημονικής σκέψης. Σε κανένα σημείο δεν αναφέρει κανένα θεό ως κινητήρια δύναμη οποιασδήποτε δράσης, αλλά πάντα μελετά την ίδια τη φύση, όπως οφείλει κάθε επιστήμονας. Οποιαδήποτε σύνδεσή του με το χριστιανισμό είναι απολύτως αυθαίρετη, αλλά μπορεί να ερμηνευτεί, αν αναλογιστούμε το ολικό παράλογο αιώνων καταστολής της σκέψης, που, όπως είναι φυσικό, επέφερε την πόλωση θρησκείας – επιστήμης.
 
Ο Αριστοτέλης ταυτίστηκε με τη θεοκρατική φωνή της συντήρησης κι αυτό δεν έχει ξεπεραστεί ούτε στις μέρες μας. Ακόμη και στο λεξικό του Μπαμπινιώτη στο λήμμα τελεολογία (πέρα από τον ορισμό που ήδη παρατέθηκε) υπάρχει η συμπληρωματική φράση που χαρακτηρίζει το σκοπό ως «συνηθ. προκαθορισμένο από ένα υπέρτατο ον, τον θεό», αντίληψη, αριστοτελικά τουλάχιστον, απολύτως εσφαλμένη, αφού ο Αριστοτέλης δεν απέδωσε πουθενά την ύπαρξη του τελικού σκοπού πέρα από την ίδια τη φύση.
 
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί ο Αριστοτέλης θεωρείται μεταφυσικός φιλόσοφος. Δεν είναι μόνο το έργο του «Μετά τα φυσικά» που συνέβαλε στο χαρακτηρισμό αυτό, αλλά η ίδια η αντίληψη της τρέχουσας επιστήμης που τον τοποθετούσε στους μεταφυσικούς με την έννοια της θεολογικής στρέβλωσης. Αν θεωρήσουμε ως μεταφυσική σκέψη αυτή που δεν μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά ή να μετρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο, τότε ασφαλώς η τελεολογική θεώρηση του κόσμου είναι μεταφυσική σκέψη.
 
Όμως μεταφυσική σκέψη δεν είναι και ο απόλυτος χώρος του Νεύτωνα – «ένα τεράστιο, ακίνητο και παγκόσμιο σύστημα αναφοράς μέσα στο οποίο βρίσκεται και κινείται ολόκληρο το σύμπαν» – αφού δεν είναι ούτε μετρήσιμος ούτε αντιληπτός με τις αισθήσεις; Και τελικά, σε τι διαφέρει, ως προς το μεταφυσικό κομμάτι, ο απόλυτος χώρος του Νεύτωνα από το αριστοτελικό πρώτο κινούν; Ο χωρόχρονος του Αϊνστάιν και οι καμπυλώσεις του – η γνωστή ιστορία με το σεντόνι που καμπυλώνει και που εξηγεί τις πλανητικές κινήσεις – είναι ή όχι μεταφυσική σκέψη; Αν δεχτούμε ότι η αποκορύφωση της ανθρώπινης επιστημονικής σκέψης καταλήγει και πάλι σε μεταφυσικά συμπεράσματα, τότε γιατί τόσος αρνητισμός προς το μεταφυσικό της αριστοτελικής τελεολογίας;
 
Σήμερα υπάρχουν φωνές που δικαιώνουν τον Αριστοτέλη τόσο στη βιολογία, όσο και στη κβαντική μηχανική. Τελικά, το αν η τελεολογία ισχύει ή όχι έχει μικρή σημασία, καθώς η πορεία της ανθρώπινης επιστημονικής σκέψης εξελίσσεται μόνο μέσα από ανατροπές, γεγονός που βεβαιώνει ότι οι αλήθειες του σήμερα προφανώς θα είναι η ιστορία του αύριο κι ότι ανά πάσα στιγμή το μεγαλύτερο επιστημονικό δεδομένο μπορεί να γίνει μουσειακό είδος. Σημασία έχει η ίδια η ανθρώπινη σκέψη, που διαρκώς αναζητά μια βαθύτερη αλήθεια αδυνατώντας να την πλησιάσει (σ’ έναν αγώνα που προφανώς δεν θα τελειώσει ποτέ) και που τελικά καταφεύγει στη μεταφυσική, δηλαδή στην έσχατη υπόθεση, καθώς δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά.
 
Όμως, οι μεταφυσικές υποθέσεις της επιστήμης δε σχετίζονται επ’ ουδενί με τη θρησκευτικότητα, αφού η επιστήμη λειτουργεί μόνο μέσα από τη διαρκή αναζήτηση, ενώ οι θρησκείες ανακόπτουν κάθε αναζήτηση. Οι επιστήμες δεν θεωρούν τίποτε δεδομένο και γι’ αυτό δε σταματούν να εξελίσσονται, ενώ οι θρησκείες θεωρούν τα πάντα δεδομένα και απεχθάνονται τις εξελίξεις. Η μεταφυσική των θρησκειών εκτοπίζει τη σκέψη, αφού δεν αφήνει κανένα περιθώριο, ενώ οι επιστήμες την αποθεώνουν. Ουσιαστικά, αντιπαραβάλλεται η μεταφυσική της πνευματικής εγρήγορσης με τη μεταφυσική της πνευματικής νωθρότητας. Το να συγκαταλέγουμε την αριστοτελική μεταφυσική στην θεοκρατική – θρησκευτική αντίληψη, δεν είναι απλώς παρανόηση, είναι η απόλυτη σύγχυση εννοιών.

Οι καλοί άνθρωποι είναι οι πιο ερωτεύσιμοι

Σε μία κοινωνία που η αδιαφορία αποτελεί πρωταρχικό χαρακτηριστικό της, οι καλοί άνθρωποι είναι αυτοί που κάνουν τη διαφορά και που ξεχωρίζουν μες στο πλήθος.

Αν είναι άγνωστοι θα βάλεις τα δυνατά σου για να μπουν στη ζωή σου με τον οποιονδήποτε τρόπο. Αν απ’ την άλλη, είναι δικοί σου θα κάνεις τα πάντα για να τους κρατήσεις ακριβώς στη θέση στην οποία βρίσκονται. Να μην κάνουν ρούπι μακριά σου.

Όχι, δεν είναι απ’ αυτούς που πασχίζουν να φανούν καλοί. Άλλωστε το «φαίνεσθαι» δεν ταιριάζει με τη φιλοσοφία της ζωής τους. Ως εκ τούτου, βασικό στοιχείο του χαρακτήρα τους είναι η αυθεντικότητα. Δεν ξέρουν τι θα πει δόλος ούτε τρέφονται απ’ το κράξιμο σε οτιδήποτε κινείται. Αντιθέτως, κάνουν πάντα focus στα θετικά στοιχεία των γύρω τους. Ακόμα κι όταν τα αρνητικά είναι, σχεδόν, εξώφθαλμα.

Δεν υποβιβάζουν και δεν υποτιμούν κανέναν, κι αυτό όχι λόγω καλών τρόπων ούτε επειδή θέλουν να τα ‘χουν καλά με όλους. Η αιτία είναι πολύ πιο απλή: αυτό τους βγαίνει.

Συνήθως τους αναγνωρίζεις απ’ την πρώτη στιγμή που θα τους κοιτάξεις. Απ’ τη λάμψη στα μάτια τους και τη ζεστασιά στο χαμόγελό τους. Στο βλέμμα τους δεν υπάρχει κακία ή φθόνος, παρά μόνο ευγένεια. Οι κινήσεις τους δεν είναι σε καμία περίπτωση κατευθυνόμενες. Δρουν αυθόρμητα, χωρίς να κάνουν την παραμικρή, δεύτερη σκέψη. Είναι κάτι σαν τη χαραμάδα φωτός που διαλύει το σκοτάδι, κι αν μη τι άλλο δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Είναι εκεί για να σου υπενθυμίζουν πως έχεις δίκιο που πιστεύεις στην ύπαρξη αυτών των ατόμων. Ουσιαστικά αποτελούν την απτή απόδειξη αυτού του πιστεύω.

Σου κράτησαν το χέρι όταν το χρειάστηκες, κι ας σε είδαν πρώτη φορά πέντε λεπτά νωρίτερα. Δε γύρισαν το κεφάλι αδιάφορα, αλλά έτρεξαν να βοηθήσουν. Μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν. Και δίνουν. Πολλά και παντού. Όχι μόνο σ’ εκείνους που αγαπάνε. Κι αν τύχει να πετύχεις κάποιον, δεν τον ξεχνάς ποτέ. Θυμάσαι, έστω μετά από χρόνια, και την παραμικρή λεπτομέρεια του προσώπου του. Απ’ την άλλη, δε θα μπορούσες να κάνεις κι αλλιώς, δε σε κοιτάνε κάθε μέρα άγνωστα μάτια γεμάτα ανησυχία.

Σε βοήθησαν να μεταφέρεις τις βαλίτσες σου όταν έβλεπαν πως κόντευες να πέσεις κάτω απ’ το βάρος ή έκαναν χώρο στην ομπρέλα τους την ημέρα που πετούσε καρέκλες κι εσύ είχες ξεχάσει τη δική σου. Ναι, είναι αυτά τα τόσο μικρά και παράλληλα σημαντικά πράγματα που σ’ αγγίζουν.

Η θετική τους ενέργεια μεταδίδεται, αυτομάτως, σ’ όποιον βρίσκεται κοντά τους. Είναι ικανοί να σε κάνουν ν’ αλλάξεις κοσμοθεωρία και νοοτροπία. Σου αλλάζουν τη διάθεση και σ’ απαλλάσσουν από κάθε είδους ματαιοδοξία και κυνικότητα. Χρωματίζουν κάθε γκρίζα πτυχή της ζωής σου απλά και μόνο μ’ ένα χαμόγελο – το οποίο ξέρεις πως σίγουρα είναι αληθινό –  ένα αστείο ή μία καλημέρα. Ταυτόχρονα, είναι κι ειλικρινείς, αλλά η διαφορά είναι πως η ειλικρίνειά τους δεν πληγώνει, μόνο εκτιμάται. Κι αυτό επειδή έχουν βρει τον τρόπο να δρουν, μονίμως, καλοπροαίρετα.

Όλα αυτά τους κάνουν ερωτεύσιμους. Γοητεύουν με το βάθος και την καθαρότητα της ψυχής τους, αφοπλίζουν με τις ματιές τους, ζεσταίνουν με τα λόγια τους. Η καλοσύνη τους είναι το δυνατό σημείο τους. Το πλεονέκτημά τους που κανένα άλλο δεν το ξεπερνάει. Αυτή η αύρα που κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί.

Οι καλοί άνθρωποι κάνουν την κάθε στιγμή πιο όμορφη, πιο γεμάτη. Βγάζουν απ’ τον καθένα τον καλύτερό του εαυτό. Κι όσο συνηθισμένο και ν’ ακουστεί, μπορούν κι αλλάζουν τον κόσμο. Και τον κάνουν καλύτερο. Μέρα με τη μέρα.

Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή και η αντιμετώπισή της σήμερα

Στην εποχή που διανύουμε όλοι μας γνωρίζουμε ορισμένες ελαφριές μορφές καταναγκασμού. Πολλοί από εμάς επιδιώκουν να διεκπεραιώνουμε υποθέσεις με την ίδια σειρά, προστατευόμαστε από σύμβολα κακοτυχίας (μαύρες γάτες), χωρίς, ωστόσο, να τους δίνουμε υπερβολική σημασία. Ακόμη, πολλές φορές, μας έρχονται σκέψεις οι οποίες φαίνονται παράλογες, αλλά μας είναι αρκετά δύσκολο να απαλλαγούμε από αυτές. Ορισμένοι άνθρωποι φαίνονται πολύ διαφορετικοί στα μάτια μας. Διακρίνονται για την σοβαρότητα, την ακρίβεια, την αξιοπιστία και την επιδεξιότητά τους, όμως τους λείπει ο αυθορμητισμός. Η υπέρμετρη ανάγκη τους για προστασία τους οδηγεί σε μία ιδιόρρυθμη συμπεριφορά σε συνδυασμό με πολύ πείσμα. Η προσωπικότητα αυτών των ατόμων είναι ιδιαίτερα καταναγκαστική.

Τα ψυχαναγκαστικά άτομα πλημμυρίζουν από φόβους. Οι φόβοι τους αυτοί φαίνονται πολύ ασυνήθιστοι στα μάτια μας και μας είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τους κατανοήσουμε. Πολύ περισσότερο μας φαίνεται ξένος ο τρόπος που τους εκφράζουν. Η ζωή τους είναι πολύ περιορισμένη. Η καθημερινότητά τους διακρίνεται από επιμέλεια, προσοχή και ακρίβεια. Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με μία επιστημονική εργασία που έχει δομή και οργάνωση. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι πως αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν να είναι ανάμεσα σε δύο ζωές, αυτή που δεν διαφέρει από την δική μας και αυτή στην οποία ισχύουν μόνο για τους ίδιους οι δικοί τους κανόνες. Μπορεί να γνωρίζουν πως οι φόβοι τους είναι περιττοί όμως αυτό δεν τους βοηθάει να απελευθερωθούν από αυτούς.

Το ενδιαφέρον για την Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή  είναι ιδιαίτερα αυξημένο τα τελευταία 10 χρόνια και ιδιαίτερα μεγάλες αλλαγές έχουν επέλθει στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε σήμερα το πρόβλημα αυτό και τα πιθανά αίτιά του. Η διαταραχή αυτή τα τελευταία 5 έτη έχει μελετηθεί τόσο εκτεταμένα όσο καμιά άλλη νευρωτική διαταραχή. Η ιδεοψυχαναγκαστική διάσταση θα μπορούσαμε να πούμε ότι περιλαμβάνει τρία επίπεδα, την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, τον ψυχαναγκαστικό καταναγκαστικό τρόπο ζωής που εμπεριέχει στοιχεία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής της προσωπικότητας και τέλος την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή της προσωπικότητας όπου τα ψυχαναγκαστικά καταναγκαστικά χαρακτηριστικά είναι άκαμπτα και βλάπτουν τη λειτουργία του ατόμου.

Οι άνθρωποι που πάσχουν από καταναγκασμούς προσπαθούν να αντισταθούν στις σκέψεις τους και να τις απομακρύνουν από το μυαλό τους, προσπαθούν, δηλαδή, με μεγάλη πίεση να μην ενδώσουν. Ορισμένοι είναι σε θέση να ελέγχουν τα συμπτώματά τους. Περνώντας, όμως, τα χρόνια η αντίσταση μπορεί να μειώνεται και όταν συμβαίνει αυτό η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή γίνεται πιο εμφανής και πιο σοβαρή. Σε κάποιες περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρές η κατανάλωση χρόνου σε καταναγκαστικές σκέψεις και πράξεις από τον πάσχοντα είναι τόσο μεγάλη που δεν του επιτρέπει να ασχοληθεί με άλλες δραστηριότητες. Ακόμη, οι άνθρωποι αυτοί προτιμούν να αποκρύψουν τη διαταραχή από το να ζητήσουν βοήθεια. Πολλές φορές επιδιώκουν και τα καταφέρνουν με επιτυχία να αποκρύπτουν τα συμπτώματά τους από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προσαρμόζουν την ζωή τους στην διαταραχή τους έτσι ώστε να είναι συμβατή, πληρώνοντας όμως το τίμημα της χαμηλής ποιότητας ζωής

Μέχρι το 1980, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή θεωρούνταν σπάνια. Φαίνεται πως είναι το ίδιο συχνή και στα δύο φύλα και διακρίνεται στο 2 με 3% του γενικού πληθυσμού. Η μέση ηλικία έναρξης είναι μικρότερη για τους άνδρες, γύρω στα 20, και μεγαλύτερη για τις γυναίκες, γύρω στα 25. Περίπου οι μισοί από τους ενήλικες που εμφανίζουν ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι άγαμοι ή ζουν μόνοι. Τα κλινικά χαρακτηριστικά της διαταραχής στα παιδιά είναι γενικά τα ίδια όπως και στους ενηλίκους. Μελέτες έχουν δείξει πως αποδίδουν επιπολασμό ζωής 2,5 % και επιπολασμό έτους 1.5 % ως 2.1 %.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό της διαταραχής είναι οι επαναλαμβανόμενοι ψυχαναγκασμοί ή και καταναγκασμοί που είναι αρκετά σοβαροί για να προκαλούν έντονη υποκειμενική ενόχληση προκαλώντας στο άτομο σοβαρή δυσλειτουργία στην καθημερινότητά του. Οι ψυχαναγκασμοί είναι επίμονες  ιδέες, σκέψεις, παρορμήσεις που το άτομο βιώνει ως εισβολή και ως παράλογες και του προκαλούν έντονο άγχος και δυσφορία.

Οι πιο συνηθισμένοι από αυτούς είναι οι επαναλαμβανόμενες σκέψεις μόλυνσης (π.χ. μήπως μολυνθεί κάνοντας χειραψία), αμφιβολίας (π.χ. αν τραυμάτισε κάποιον σε τροχαίο ατύχημα ή αν κλείδωσε την πόρτα), τάξης/ τακτοποίησης (π.χ. έντονη δυσφορία αν κάποια αντικείμενα είναι μη συμμετρικά τακτοποιημένα), παρορμήσεις επιθετικότητας ή βίας (π.χ. να σκοτώσει το παιδί του/ της) ή σεξουαλικές εικόνες/ φαντασιώσεις (π.χ. επαναλαμβανόμενες πορνογραφικές εικόνες).  Το άτομο προσπαθεί να τις αγνοήσει ή να τις μετριάσει και πολλές φορές να τις εξουδετερώσει με κάποια άλλη σκέψη ή πράξη (π.χ. με καταναγκασμό).

Οι καταναγκασμοί είναι οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές( π.χ. πλύσιμο χεριών) ή νοητικές πράξεις (π.χ. προσευχή, μέτρημα), τις οποίες το άτομο νιώθει πως είναι αναγκασμένο να εκτελέσει, απαντώντας σε έναν ψυχαναγκασμό ή ακολουθώντας κάποιους κανόνες που πρέπει να τηρηθούν αυστηρά. Ωστόσο, δεν πραγματοποιούνται με ευχαρίστηση, αλλά για να ανακουφίσουν το άτομο από το άγχος, την δυσφορία και τον φόβο που προκαλούν οι ψυχαναγκασμοί. Παραδείγματος χάρη, τα άτομα με ψυχαναγκασμούς μόλυνσης είναι ικανοί να «γδάρουν» τα χέρια τους πλένοντάς τα ξανά και ξανά μέχρι να ανακουφιστούν από το άγχος των ψυχαναγκασμών τους. Οι πιο κοινοί καταναγκασμοί είναι αυτοί του πλυσίματος και καθαρισμού, της μέτρησης, του ελέγχου, της αναζήτησης διαβεβαιώσεων/ καθησυχασμού, της επανάληψης πράξεων και της τακτοποίησης/ τάξης.

Η θεραπεία της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής είναι ένα πολύ λεπτό ζήτημα. Η θεραπεία της συμπεριφοράς ερμηνεύει την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά ως ένα μαθησιακό λάθος και έχει ως βάση της τις θεωρίες της κλασσικής εξαρτημένης και της συντελεστικής μάθησης. Η θεραπεία αυτή χρησιμοποιεί κυρίως την έκθεση του ατόμου (για τους τελετουργικούς καταναγκασμούς) και στην συνέχεια την παρεμπόδιση της απάντησης.  Η φαρμακευτική αγωγή, χρησιμοποιείται μόνη της ή σε συνδυασμό με την θεραπεία της συμπεριφοράς. Υπάρχουν ορισμένα φάρμακα που η χρήση τους έχει βοηθήσει σημαντικά στην θεραπεία της συγκεκριμένης διαταραχής. Ωστόσο, ο θεραπευτής θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός και υπομονετικός, γιατί η βελτίωση καθυστερεί τουλάχιστο 2-3 μήνες να παρουσιαστεί. Βέβαια, θα πρέπει να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή ο ασθενής μπορεί να υποτροπιάσει αν διακοπεί. Ο βαθμός βελτίωσης με φαρμακευτική αγωγή μπορεί να φτάσει και το 80%.

Η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία προσφέρει ενθάρρυνση και ανύψωση του ηθικού και πρακτικές λύσεις στα προβλήματα του ατόμου. Η ψυχοχειρουργική χρησιμοποιείται μόνο όταν οι άλλες θεραπείες αποτύχουν. Η οικογενειακή θεραπεία βοηθάει κατά την θεραπεία του ατόμου με ενημέρωση της οικογένειάς του για την φύση της διαταραχής και την εκμάθηση του τρόπου που πρέπει να δείχνουν κατανόηση.

Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία, βασίζεται στο μοντέλο του Beck και περιλαμβάνει τη θεώρηση των ιδεοληψιών ως ερεθίσματα, τον εντοπισμό των αυτόματων σκέψεων, την αμφισβήτηση αυτών και τη μετατροπή τους σε πιο λειτουργικές σκέψεις για τον ασθενή. Η διάρκειά της είναι συνήθως 20-25 συνεδρίες. Αν υπάρχει συνοσηρότητα προσθέτουμε συνεδρίες αναλόγως. Ένας ακόμα στόχος της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής ψυχοθεραπείας για τον ασθενή είναι να αλλάξει η δυσλειτουργική συμπεριφορά όσο το δυνατόν πιο νωρίς στην θεραπεία. Απαιτείται πολύ καλή γνωσιακή ανάλυση και αξιολόγηση προκειμένου να κυλήσει σωστά η θεραπεία. Ο Σωκρατικός διάλογος χρησιμοποιείται για την αμφισβήτηση των αυτόματων σκέψεων. Η προσέγγιση αυτή έχει βασιστεί στην ενεργητική συνεργασία του θεραπευτή και του ασθενούς και εστιάζει στο προβλήματα του παρόντος και στην αντιμετώπισή τους. Σε συνεργασία, λοιπόν, ο θεραπευτής με τον θεραπευόμενο στοχεύουν στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των νοητικών κατασκευών που θεωρούνται υπεύθυνες για την συγκεκριμένη διαταραχή.

Είναι αποδεδειγμένο, όπως προείπαμε, πως η διαταραχή αυτή μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα στην καθημερινότητα του ατόμου (π.χ. στην εργασία, στις κοινωνικές επαφές, στις δραστηριότητες). Για αυτό το λόγο, οφείλουμε όλοι να είμαστε αρκετά ευαισθητοποιημένοι και να μην διστάζουμε να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, με σκοπό να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, έτσι ώστε να πάψει να είναι το εμπόδιο για μια δημιουργική ζωή.

Δεν είναι οι σκέψεις το πρόβλημα, αλλά η σχέση μας μ’ αυτές

Ο νους προσκολλάται με επιμονή στην αιτιολόγηση των κακών συναισθημάτων μας. Όταν μια εξήγηση δεν καταφέρνει να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, το μυαλό σου ψάχνει κάποια άλλη.

Αν η σκέψη «Είμαι δυστυχισμένη επειδή παντρεύτηκα λάθος άνθρωπο» δε βοηθάει, δοκιμάζεις κάποια άλλη: «Είμαι δυστυχισμένη επειδή έζησα φριχτά ως παιδί». Το μυαλό σου θα αναζητά ασταμάτητα τη σωστή απάντηση, ενώ στην πραγματικότητα η σωστή απάντηση είναι πάντα η ίδια: δε φταίνε τα ίδια τα γεγονότα, αλλά οι σκέψεις σου είναι αυτές που τα κάνουν να φαίνονται οδυνηρά.

Αν οι οδυνηρές σκέψεις σου είναι περαστικές, θα βλέπεις όλα τα γεγονότα με την ίδια κατανόηση και ευρεία οπτική γωνία. Η άλλη εναλλακτική σου είναι να προσκολλάσαι στους λόγους της δυστυχίας σου. Αυτή, δυστυχώς, είναι η εναλλακτική που γίνεται τρόπος ζωής για πολλούς ανθρώπους.

Σε κανέναν δεν αρέσει ο πόνος και η δυστυχία και κανείς δε θέλει να νιώθει άσχημα. Η διαφορά ανάμεσα σε ένα άτομο που βιώνει και ξεπερνάει τα οδυνηρά γεγονότα της ζωής του με έναν υγιή και χαριτωμένο τρόπο και σε ένα που παραλύει από παρόμοια γεγονότα, έγκειται στη σχέση τους με τις ίδιες τους τις σκέψεις.

Πρέπει να θέσεις δύο ερωτήματα στον εαυτό σου.
Το πρώτο είναι: μπορείς να κάνεις σκέψεις, ακόμα και αρνητικές, και να τις αφήνεις να περνούν, ή προσκολλάσαι πάνω τους, παρεμποδίζεις τη φυσική τους ροή και καταλήγεις με μια τραυματισμένη συναισθηματική ζωή;

Και το δεύτερο: μπορείς να αναγνωρίσεις ότι οι σκέψεις είναι απλώς δημιουργήματα του μυαλού σου, ή πιστεύεις ότι από τη στιγμή που δημιουργούνται πρέπει να τις ακούς και να τις συμβουλεύεσαι σαν να έχουν κάποια αυτόνομη ύπαρξη;

Οι απαντήσεις σου θα καθορίσουν τη δυνατότητα ελέγχου της συναισθηματικής σου κατάστασης. Αν μπορείς να κάνεις οποιεσδήποτε σκέψεις ενώ ταυτόχρονα έχεις κατά νου ότι δεν είναι πραγματικές και ότι δεν μπορούν να σε επηρεάσουν αρνητικά, είσαι σε θέση να τις αφήνεις να περνούν.

Όταν έχεις μια υγιή σχέση με την ίδια σου τη σκέψη, μπορείς να αφήνεις απεριόριστες αρνητικές σκέψεις να περνούν από το μυαλό σου. Όσο δυνατές, οδυνηρές ή επίμονες κι αν είναι, εξακολουθείς να τις βλέπεις σαν απλές σκέψεις. Αν τις αφήνεις να είναι περαστικές και δεν τις «προσέχεις» περισσότερο από όσο τους αξίζει, θα νιώθεις πάντα καλά και θα διατηρείς μια αίσθηση προοπτικής. Ακόμα και οι δυσκολότερες φάσεις της ζωής σου δεν θα είναι τόσο τραγικές και θα μπορείς να ξεφεύγεις από αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις.

Αρχίζοντας να ανακαλύπτω τον εαυτό μου

Σε όλα αυτά τα χρόνια της ζωής μου κατηχήθηκα από την κοινωνία μας για πολλά πράγματα. Κύρια, μάθαινα – και δεν ερευνούσα ποτέ. Σίγουρα οι δάσκαλοί μου, που υποτίθεται ότι με αγαπούσαν, δε θα ήθελαν να με οδηγήσουν σε λαθεμένους δρόμους, δίχως διέξοδο, μακριά από τον εαυτό μου και μέσα στην απελπισία.

Αλλά, μερικά χρόνια πριν, άρχισα να γίνομαι καχύποπτος. Άρχισα να πιστεύω στις δικές μου αισθήσεις, να εμπιστεύομαι το δικό μου μυαλό. Και γρήγορα έγινε επίμονα φανερό ότι πολλά απ’ αυτά που είχα διδαχτεί είχαν χρησιμέψει σαν το πιο μεγάλο κατασταλτικό της χαράς και της ανακάλυψης του εαυτού μου και με είχαν οδηγήσει μάλλον σε μεγαλύτερους φόβους, απογοητεύσεις, συγχύσεις και πόνο.

Λόγου χάρη, η κοινωνία με είχε διδάξει ότι η αξία του ανθρώπου μετριέται από τα πράγματα που κατέχει. Αν είχε ένα «μεγάλο» αυτοκίνητο, ένα «πλούσιο» σπίτι κι έναν «εντυπωσιακό» λογαριασμό στην Τράπεζα, έπρεπε να είναι κάποιος σημαντικός κι αξιόλογος άνθρωπος, κι άξιος για μίμηση. Δε μου είπαν ποτέ ότι ο άνθρωπος δεν «κατέχει» τίποτα, παρά μόνο τον εαυτό του. Κι άρχισα ν’ αναρωτιέμαι: Αν ο άνθρωπος είναι τα «πράγματά» του, τι θα του συμβεί αν τύχει και τα χάσει, ή αν του τα πάρουν;

Ακόμη με δίδαξαν ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα, εκτός κι αν είναι προσανατολισμένη προς κάποιο αντικειμενικό σκοπό· κι ότι η ζωή μου, για ν’ αποκτήσει νόημα, έπρεπε να σπαταληθεί στη δημιουργία σκοπών, στη λήψη αποφάσεων σχετικά μ’ αυτούς τους σκοπούς, και πάλι σε αναζήτησε νέων, ακόμη και μέσα στο βούρκο και στη λάσπη, αν χρειαστεί, για την επίτευξή τους.

Ο χρόνος και η εμπειρία μου αποκάλυψαν ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι κι όχι ένας σκοπός. Ότι συχνά το άτομο προσηλώνεται τόσο πολύ στο σκοπό του, ώστε να χάνει κυριολεκτικά τη ζωή στο δρόμο, και ν’ ανακαλύπτει, μόνο πολύ αργά, πως όταν είχε σκαρφαλώσει στο βουνό, έβρισκε να υπάρχει άλλο ένα βουνό, κι άλλο ένα κι άλλο και τίποτε άλλο. Τι κρίμα να μη σταματήσει ποτέ, όσο θα χρειαζόταν για ν’ ανασάνει τον καινούριο, φρέσκο και καθαρό αέρα και να θαυμάσει την πανέμορφη θέα! Και χρειάστηκε να ρωτήσω: Αν η ζωή είναι ένα αδιάκοπο ταξίδι, έχει καμιά σημασία το να «φτάσεις» κάπου;

Τι συμβαίνει με τα προσωπεία

Αποτέλεσμα εικόνας για Ζω στ’ αλήθεια, σημαίνει ότι είμαι αληθινά αυτός που είμαιΑυτό συμβαίνει με τα προσωπεία.
Την ενέργεια που ξοδεύουμε για να κρύψουμε την αλήθεια δεν μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε για να ζήσουμε τη ζωή μας – πόσο μάλλον για να τη ζήσουμε ευτυχείς. Αυτή η φθορά προκαλεί τη χρόνια ενόχληση του ανικανοποίητου και οδηγεί πάντα σε μια συμπεριφορά τοξική και αυτοκαταστροφική, που πολλές φορές παίρνει μορφή ασθένειας (σωματικής ή ψυχικής), η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με μια βίαιη έκρηξη, ακατανόητη για όλους.

Μετά απ’ όλα αυτά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι ο πνευματικός δρόμος – μια πορεία που σχεδιάστηκε για να μας οδηγήσει στον πυρήνα της ύπαρξή μας – μπορεί να λειτουργήσει ως φάρμακο ή ακόμη και ως μέσο προστασίας από τέτοιες διαδικασίες. Είναι πολύ δύσκολο – σχεδόν αδύνατον – να παραμείνουμε υγιείς όταν ζούμε “ανειλικρινώς”, κι αν αυτό ισχύει για το πνευματικό επίπεδο, ισχύει ακόμη περισσότερο για το ψυχικό. Η ψυχή μας ανοίγει, μας αποδέχεται και βρίσκει γιατρειά όταν κάνει πέρα τις τεχνικές πόζες και τους ψεύτικους ρόλους.

Η ιστορία της λέξης «αρετή»

Αρετή είναι η κορυφαία λέξη που κρύβει καθετί καλό μέσα της.

Παράγεται από τη ρίζα *αρ από την οποία παράγονται ακόμα: αραρίσκω, άριστος, αρέσκω/αρέσω, άρτιος, αρμός, άρθρο, αριθμός, αρτύω κ.ά.

Αρετή ονομάζεται η μέγιστη προσαρμοστικότητα στις περιστάσεις των καιρών, ώστε με πράξεις ευάρμοστες, να δίνονται λύσεις αρεστές στους πολλούς.

Η αρετή, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι μέσον, μεσότητα, μέτρο, ορθό μέτρο, μεταξύ δύο ακροτήτων, όπου η μια άκρη παρουσιάζει έλλειψη και η άλλη υπερβολή.

Η μεγαλοπρέπεια, λ.χ., είναι το ορθό μέτρο μεταξύ μικροπρέπειας (που εμφανίζει έλλειψη) και απειροκαλίας (που εμφανίζει υπερβολή).
Η μεγαλοψυχία μεταξύ μικροψυχίας και χαυνότητας.
Η ευτραπέλεια μεταξύ βαναυσότητας και βωμολοχίας.
Η νέμεση (η δίκαιη αγανάκτηση) μεταξύ χαιρεκακίας και φθόνου.
Η πραότης μεταξύ αοργησίας και οργιλότητας.
Η αλήθεια μεταξύ ειρωνείας και αλαζονείας.
Και προχωρώντας λίγο στον Αριστοτέλη θα δούμε τη σχέση της αρετής με την ευδαιμονία.
Η ερώτηση έχει ως εξής:
Ο ευδαίμων, «ὁ εὖ τόν δαίμονα διακείμενον ἔχων», δηλαδή ο ευτυχής και μακάριος, είναι ενάρετος;
Η ευδαιμονία: η ευτυχία, η μακαριότητα είναι αρετή;

Σ’ αυτή την ερώτηση ο Αριστοτέλης δίνει αρνητική απάντηση. Όχι, λέει, δεν είναι η αρετή ευδαιμονία. Ευδαιμονία είναι η ενεργητικότητα εκείνη προς την οποία τείνει η αρετή.

Το Ηθικόν ιδεώδες του Αριστοτέλη είναι η ενεργητικότητα, η ευάρμοστη πράξη που δίνει λύση. Αυτό δηλαδή που σημαίνει Αρετή.

Υπάρχει τέλος και άλλος ένας όρος συγγενικός με την ευδαιμονία, είναι η ευθυμία (ευ + θυμός) του Δημόκριτου.

Όχι με την ομηρική σημασία της καλής καρδιάς, της διασκέδασης, της εύθυμης παρέας – που είναι και η σημερινή – αλλά με την έννοια της ισόρροπης και ευάρεστης κατάστασης του θυμού (ευ + θυμός).

Αυτή είναι λοιπόν η ευθυμία, που στο ένα άκρο της έχει την αθυμία, (τη δυσθυμία) του μελαγχολικού και στο άλλο της άκρο έχει την υπερθυμία του μανιακού.

Αυτή η ισόρροπη και ευάρεστη κατάσταση του θυμού κατορθώνετατι, σύμφωνα με το Δημόκριτο, «Μετριότητι τέρψιος καί βίου συμμετρίῃ». Με το μετριασμό των απολαύσεων και όταν βάζουμε το σωστό μέτρο σε όλες τις διαστάσεις του βίου μας. Δηλαδή με την αρετή, που είναι το ορθό μέτρο.

Ευδαιμονία + ευθυμία βρίσκονται στον αριθμητή. Στον κοινό παρονομαστή είναι η αρετή και απλό επακολούθημά της, είναι η απόλαυση, η ηδονή του ευδαίμονος.
------------
*Αρ = (αρμόζω, προσαρμόζω)

Ζω στ’ αλήθεια, σημαίνει ότι είμαι αληθινά αυτός που είμαι

Ζω στ’ αλήθεια, σημαίνει ότι είμαι αληθινά αυτός που είμαι. Ανεξάρτητα και πέρα από το ποιος είσαι εσύ και τι περιμένεις από μένα.

Η παρουσία σου με ολοκληρώνει και με επιβεβαιώνει, ωστόσο, δεν με καθορίζει.

Ζω «στ’ αλήθεια» σημαίνει, επακριβώς, ότι αφήνω πίσω όλες τις ταυτότητες που δημιούργησα για τους άλλους.

Εγκαταλείπω το ρόλο που επινόησα για να μπω σε μια συγκεκριμένη κοινωνία.

Αφήνω να βγει αυτό που ονομάζω « ο αληθινός εαυτός μου», του οποίου συνώνυμο είναι «ο κρυμμένος ήρωας».

Όμως… πως θα μάθω αν είμαι αυτός που είμαι πραγματικά, ή αν παίζω το ρόλο αυτού που μου είπαν πως είμαι;

Πρώτα πρώτα, παίρνοντας σοβαρά υπόψη την τρίτη από τις τρεις αλήθειες μου («πάντα μπορεί κανείς να πει όχι»), και παίρνοντας την (ηρωική, το δίχως άλλο) απόφαση να μην αφήσω ποτέ τον εαυτό μου να πιεστεί να γίνει κάτι που δεν είναι.

Αρκετά μ’ αυτό. Δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο.

Μ’ άλλα λόγια:

Κάνω ό, τι κάνω επειδή το θέλω, ή μήπως προσπαθώ να ευχαριστήσω κάποιον;

Το καλύτερο που διαθέτω, έστω κι αν εσάς δεν σας αρέσει, είναι αυτό που είμαι.

Το καλύτερο που διαθέτει ο καθένας από σας, έστω κι αν δεν αρέσει σε κανέναν, είναι αυτό που είναι ο καθένας σας.

Και μπορεί να είμαστε πολλοί αυτοί που δεν μας αρέσει.

Παρ’ όλα αυτά… αξίζει τον κόπο.

Λέω πάντα, πιο πολύ σαν αστείο και λίγο σοβαρά:

Όταν κανείς προσποιείται, όταν υποδύεται μια προσωπικότητα, κερδίζει ένα σωρό σχέσεις, υποκριτικές, διπλωματικές, με πολύ μικρή αξία και ελάχιστη σημασία. Αντίθετα, όταν είναι κανείς αυτός που είναι… δεν τον πλησιάζει ούτε γάτα!

Η τέχνη της κωμωδίας επιτυγχάνει βαθειά διείσδυση στην κοινωνική συνείδηση

Στην πραγματεία του Το ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο (1905) ο Φρόυντ έγραφε: «Ο αστεϊσμός μας επιτρέπει να αξιοποιήσουμε κάποιο καταγέλαστο στοιχείο του αντιπάλου μας το οποίο θα ήταν αδύνατον να θίξουμε ευθέως ή συνειδητά, ένεκα κωλυμάτων που μεσολαβούν». Με το πρόσχημα της χαριτολογίας, συνέχιζε, τα επικριτικά μας μηνύματα «δύνανται να αποσπάσουν την προσοχή του ακροατή σε βαθμό που θα ήταν ανεπίτευκτος με διαφορετικό τρόπο… [και γι’ αυτό] το ευφυολόγημα προτιμάται ιδιαιτέρως κατά την επίκριση επιφανών προσώπων».

Έστω κι έτσι, όμως, κωμική μεταχείριση δεν επιδέχονται όλοι οι διαπρεπείς. Σπάνια γελάμε μ’ ένα γιατρό που καταγίνεται με μια σημαντική χειρουργική επέμβαση. Μπορεί ωστόσο να γελάσουμε μαζί του αν, ύστερ’ από την εγχείριση, γυρίζει σπίτι του και κάνει το σπουδαίο στη σύζυγο και στις κόρες του, μιλώντας τους με στομφώδη ορολογία. Γελάμε με το αδικαιολόγητο και με το δυσανάλογο.

Γελάμε με τους βασιλιάδες που έχουν υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους σε σχέση με την αληθινή τους αξία, γελάμε σε βάρος αυτών που ισχυροποιούνται χωρίς να γίνονται καλύτεροι.

Γελάμε με τους φορείς γοήτρου που έχουν ξεχάσει την ανθρωπιά τους και κάνουν κατάχρηση των προνομίων τους. Περιγελάμε, και μέσω του γέλιου μας επικρίνουμε, τις κατάφωρες ενδείξεις αδικίας και υπερβολής.

Στα χέρια των καλύτερων κωμικών, επομένως, το γέλιο αποκτά ηθική σκοπιμότητα· αξιοποιούν το αστείο για να μας παρακινήσουν να αλλάξουμε χαρακτήρα ή συνήθειες. Το ευφυολόγημα είναι ένας τρόπος να σκιαγραφηθεί αδρά κάποιο πολιτικό ιδεώδες, να δημιουργηθεί ένας κόσμος πιο δίκαιος, πιο λογικός. Όπως έλεγε και ο Σάμιουελ Τζόνσον, η σάτιρα δεν είναι παρά μία ακόμη μέθοδος, και μάλιστα ιδιαίτερα αποδοτική, προς «επίπληξιν της μωρίας και της αφροσύνης», ενώ σύμφωνα και με τον Τζον Ντράυντεν, «αληθής σκοπός της σάτιρας είναι η αναμόρφωσις των ελαττωμάτων».

Η αναδίφηση της Ιστορίας αποκαλύπτει ότι ανέκαθεν κυκλοφορούσαν αστεία που προέτρεπαν τους ισχυρούς να διορθώσουν τα ελαττώματά τους και να αποσείσουν την υποκρισία ή την ατιμία τους.

Προς τα τέλη του 18ου αιώνα στην Αγγλία έγινε της μόδας μεταξύ των πλουσίων κυριών να φορούν περούκες κολοσσιαίων διαστάσεων. Οι γελοιογράφοι, ενοχλημένοι από την παράλογη αυτή τάση, έσπευσαν να προσφέρουν καρικατούρες που, τελικά, δεν ήταν παρά ένας ασφαλής τρόπος για να ειπωθεί στις γυναίκες εκείνες να έλθουν στα συγκαλά τους – ένα μήνυμα που, όπως παραδέχτηκε και ο Φρόυντ, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν οι ίδιοι άνθρωποι να το θέσουν ευθέως στις αποδέκτριες της κριτικής του, οι οποίες διαφέντευαν εκτενή τμήματα του βασιλείου.

ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ, «Περί του κοινωνικού status»

H Διαφορά Παιδείας – Εκπαίδευσης

Πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για το ζήτημα Παιδείας-Εκπαίδευσης, που μερικοί τις θεωρούν ταυτόσημες. Διαφέρουν όμως όσο η μέρα από τη νύχτα. Εξηγούμαι: Παιδεία είναι η μόρφωση ν’ αποκτά ο αμόρφωτος νέα μορφή εύ-μορφη, όμορφη. (Μορφώνω σημαίνει δίνω μορφή, σχήμα σε κάτι α-σχημάτιστο, α-διαμόρφωτο, α-διάπλαστο).

Καρπός της Παιδείας είναι ο εύ-μορφος, όμορφος, ωραίος πολίτης. Καρπός της Εκ-παίδευσης αντιθέτως και του «κατευθυνόμενου τεχνοκρατικού επαγγελματισμού» είναι ο δύσμορφος ιδιώτης, ο ιδιοτελής και μικρόψυχος…που έμαθε να πιστεύει ότι το νόημα της ζωής είναι η υπακοή του υπ-άκοου υπ-ηκόου ή η απόκτηση πλούτου διά «πυρός και σιδήρου», αντί της δημιουργίας: της προσφοράς, δηλαδή, ωφέλιμου έργου στο σύνολο.

Το παιδί, το κάθε παιδί, έχει μια εσωτερική ορμή, μια εσωτερική λαχτάρα για το καλύτερο. Θέλει ν’ αποκτήσει την καλύτερη μορφή τ’ ανθρώπου. Η Εκ-παίδευση όμως τον θέλει υπηρέτη (υπό + ερέσσω= κωπηλατώ). Να τραβάει κουπί στις διάφορες… υπ-ηρεσίες . Γι’ αυτό το ρήμα παιδεύω αλλάζει νόημα. Δεν σημαίνει πλέον «ανατρέφω προς αρετήν» (όπως σήμαινε), αλλά… τιμωρώ, κολάζω, βασανίζω.

μορφή
μόρφωση
εύ-μορφος, όμορφος
μορφώνω
παιδεύω
παιδεία
εκ-παίδευση

Συγχρονικοτητα: Πως το Μυαλο δημιουργει Γεγονοτα

Συγχρονικοτητα: Είναι η εμπειρία δύο ή περισσοτέρων γεγονότων που είναι φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους και συμβαίνουν παράλληλα αποκαλύπτοντας ένα σημαντικό νόημα (στον παρατηρητή). Για να γίνουν αποδεκτά ως Συγχρονικοτητα, τα γεγονότα θα πρέπει να συμβούν σχεδόν ταυτόχρονα και τυχαία.

“ Η Συγχρονικοτητα είναι ο τρόπος του θεού για να παραμένει Ανώνυμος” ~ Albert Einstein

ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ: Ο ΝΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Αν πιστεύετε πως η Συγχρονικοτητα είναι απλά σύμπτωση, τότε πιθανόν δεν έχετε διαβάσει τις απόψεις των ειδικών πάνω στο ζήτημα. Ο Διάσημος Ψυχοθεραπευτής Carl Gustav Jung θέσπισε τον όρο Συγχρονικοτητα για να εξηγήσει την ευθυγράμμιση των Συμπαντικών δυνάμεων με τις εμπειρίες του ατόμου.

Αυτές οι δυνάμεις εμφανίζονται ανά τους αιώνες σε πολλές Πνευματικές παραδόσεις ως «ροή» σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να βαδίζει ο ερευνητής. Κάτι τέτοιο συνήθως απαιτεί χρόνια πειθαρχημένου διαλογισμού, μελέτης, τυπικών ή και άλλων διαδικασιών για να περιηγηθεί το άτομο στο ταξίδι της αυτοπραγμάτωσης. Για μερικούς αυτό το ταξίδι είναι η ίδια η αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού ενώ για άλλους είναι η υπέρτατη αναζήτηση της εξωτερικευμένης Πνευματικότητας.

Βέβαια στις αποκαλύψεις που επέρχονται διαπιστώνεις πως δεν υπάρχει ταξίδι, δεν υπάρχει εξήγηση για τα φαινόμενα. Μονάχα η γνώση που απλώς αποκαλύπτεται.Φαινόμενα που για τους περισσότερους εξηγούνται ως έννοιες και μεταφορές, λαμβάνουν αληθινή μορφή. Αρκετά Παραφυσικά φαινόμενα ξεδιπλώνονται μέσα από την διαδικασία με μόνη λογική σύνδεση τον παρατηρητή. Και η ανθρώπινη υπόστασή μας, μας κάνει να αναρωτιόμαστε « Τι σημαίνουν όλα αυτά;» Οι εξαιρετικές δυνατότητες όπως η προνόηση, η τηλεκίνηση και όλες γενικώς οι δυνάμεις Ψ πραγματώνονται μέσα από της έννοιες του πρώιμου χώρου. Ποιά είναι η σύνδεση όμως;

Στο βιβλίο του Jung “Συγχρονικοτητα” η υποκειμενική σημασία ενός γεγονότος αναφέρεται ώς το αίτιο της σύνδεσης. Χωρίς παρατηρητή (Ο Εαυτός μας) δεν υπάρχει Νους, δεν υπάρχει Συγχρονικοτητα, δεν υπάρχει νόημα. Οι σκέψεις συνδέονται με τα γεγονότα, το μυαλό συνδέεται με τις κινήσεις και την ύλη, δίχως σκοπό. Από που πηγάζει όμως η σκέψη ενός γεγονότος πριν καν αυτό συμβεί, και όλα τα παραψυχολογικά φανόμενα ; Από την στιγμή που οι επιστήμονες δεν ασπάζονται τις λειτουργίες του Νου ως αιτία τότε ποιά είναι η πηγή προέλευσης;

Ο Φυσικός Dr. William Tiller προτείνει πως αυτό που λείπει από την εξίσωση είναι η Συνειδητότητα. Είναι ο ενωτικός παράγοντας όλων αυτών των μεμονομένων στοιχείων. Ο Bohm αναφέρει πως υπάρχει μία κρυφή παράμετρος που αποκλείει την σχετικότητα αλλά και τη Κβαντική Μηχανική ως μοναδικές αιτίες. Ο Bohm αναφέρει πως υπάρχει μία κρυφή παράμετρος που υποδεικνύει πως η σχετικότητα αλλά και η Κβαντική Μηχανική δεν θα έπρεπε να γίνονται αποδεκτές ως οι απόλυτες πηγές της διαδικασίας.

Ξεκινά θεωρητικά έξω από τον δικό μας χωροχρόνο μέσα στην ροή όπου ενυπάρχει ολόκληρη η γνώση και σχηματίζεται η φυσική μας πραγματικότητα. Στην συνέχεια ξεδιπλώνεται μέσα στην διάστασή μας μονάχα για να ενσωματωθεί ξανά σε αυτή την «ροή». Η παραπάνω διαδικασία περιγράφεται από την Θεωρία του David Bohms “the implicate order”. Βέβαια πριν τον όρο Συγχρονικοτητα η αρχαία Ανθρωπότητα χρησιμοποίησε για να περιγράψει την διαδικασία λέξεις όπως «Συμπάθεια», «Αρμονία», και «Ενότητα».

Τον τέταρτο Αιώνα Π.Χ ο Έλληνας Φιλόσοφος Ηράκλειτος αντιμετώπιζε όλα τα πράγματα ως αλληλοεπιδρώμενα, θεωρόντας πως τίποτα δεν είναι απομονωμένο και πως όλα μα όλα σχετίζονται και συνδέονται μεταξύ τους. Ο Ιπποκράτης παρομοίως θεωρούσε πως «Υπάρχει μονάχ μία κοινή ροή, μία κοινή Ανάσα. Όλα βρίσκονται σε Συμπάθεια». Ένας δεσμός – ακόμα και στα ανόργανα όντα ή καταστάσεις. Μία μορφή «Ανιμισμού» ή η πεποίθηση πως το σύνολο της ύλης έχει Συνειδητότητα.

Ο Jung ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τις παραφυσικές εμπειρίες και την παραψυχολογία. Ο Νομπελίστας Wolfgang Pauli εργαζόταν μαζί του και επιχειρούσαν να βιώσουν καταστάσεις τηλεκίνησης ,και άθελά του προκαλούσε καταστροφές στον εξοπλισμό όταν βρισκόταν τριγύρω. Αστειευόταν συχνά για το φαινόμενο αυτό αλλά οι άλλοι επιστήμονες είχαν τον φόβο για την παρουσία του στα πειράματα καθώς πίστευαν πως εκείνος ήταν η αιτία των καταστροφών. Κάτι τέτοιο είναι γνωστό στην Φυσική ως «Φαινόμενο Pauli»

Οι δύο τους βοήθησαν στην απαρχή του τομέα της έρευνας της Παραψυχολογίας. Και άλλοι επιστήμονες που ερεύνησαν μή υλική – παράδοξη επιστήμη ανέπτυξαν επίσης τον τομέα αυτό μέσα από την ίδια φύση της δουλειάς τους. Η Εργασία του Pauli στην Κβαντική Φυσική επηρρέασε αρκετά τον τρόπο που σκεφτόμαστε την ίδια την ύλη σήμερα.Ένα καλό παράδειγμα έρευνας που βοήθησε στην εξέλιξη αυτή είναι τα Μορφικά Πεδία του Rupert Sheldrake που μας δείχνουν τον τρόπο που τα πεδία αυτά δημιουργούν σχέσεις. Το Holographic Universe του Michael Talbot υποθέτει επίσης πως υπάρχουν άλλες παράμετροι πίσω από την υλική και την προσωρινή πραγματικότητα.

Η Συνειδητοτητα δεν μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως υπάρχει έξω από τον Νου, ίσως στα Ακασικά Πεδία. Τα Πεδία Ψ, η ροή, είναι όλα διαστάσεις που συνδέονται μεταξύ τους με αδιευκρίνηστες σχέσεις μέσα από τις οποίες διαπιστώνεται πως η Συνειδητότητα και η ύλη είναι δύο πτυχές του ίδιου πράγματος.

Και αυτό ενδυναμώνεται από την συνήθεια του κόσμου από τις απαρχές του, να αναγνωρίζει την ύπαρξη μίας ανώτερης Διάνοιας. Το Πνεύμα, ο Θεός, η Θεά, η Σοφία, ο Δημιουργός, το Όλον. Οι μεγαλύτεροι επιστήμονες της ιστορίας έφτασαν στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα. Ο Αινστάιν είπε κάποτε: «Οποιοσδήποτε εμπλέκεται ενεργά στην αναζήτηση της Επιστήμης πείθεται πως ένα πνεύμα εκπορεύει τους Φυσικούς Νόμους του Σύμπαντος. Ένα πνεύμα απέιρως ανώτερο από εκείνο του ανθρώπου». Ο Max Planck, πατέρας της Κβαντικής Φυσικής είπε επίσης: «Ολόκληρη η Ύλη προέρχεται και υπάρχει, μονάχα λόγω της αξίας μίας δύναμης. Οφείλουμε να υποθέσουμε πως αυτή η δύναμη είναι η ύπαρξη ενός Συνειδητού και Ευφυή Νου..Αυτός ο Νους είναι το Matrix ολόκληρης της Ύλης…» Ο Isaac Newton πίστευε πως το Σύμπαν ήταν Μηχανικό, τέθηκε σε κίνηση από τον θεό και λειτουργεί έτσι έκτοτε. Το κοινό στοιχείο σε αυτές τις θεωρίες είναι η πεποίθηση πως η σκέψεις μας μπορούν να αλλάξουν τον εξωτερικό κόσμο σε σχέση με εμάς. Εμείς είμαστε οι δημιουργοί μέσα σε αυτή την ροή του πεδίου της πηγής της γνώσης. Είμαστε απλά ένα μέρος της διαδικασίας.