Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Τραχίνιαι (772-820)

ἐνταῦθα δὴ ᾽βόησε τὸν δυσδαίμονα
Λίχαν, τὸν οὐδὲν αἴτιον τοῦ σοῦ κακοῦ,
ποίαις ἐνέγκοι τόνδε μηχαναῖς πέπλον·
775 ὃ δ᾽ οὐδὲν εἰδὼς δύσμορος τὸ σὸν μόνης
δώρημ᾽ ἔλεξεν, ὥσπερ ἦν ἐσταλμένον.
κἀκεῖνος ὡς ἤκουσε καὶ διώδυνος
σπαραγμὸς αὐτοῦ πλευμόνων ἀνθήψατο,
μάρψας ποδός νιν, ἄρθρον ᾗ λυγίζεται,
780 ῥιπτεῖ πρὸς ἀμφίκλυστον ἐκ πόντου πέτραν·
κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει, μέσου
κρατὸς διασπαρέντος αἵματός θ᾽ ὁμοῦ.
ἅπας δ᾽ ἀνευφήμησεν οἰμωγῇ λεώς,
τοῦ μὲν νοσοῦντος, τοῦ δὲ διαπεπραγμένου·
785 κοὐδεὶς ἐτόλμα τἀνδρὸς ἀντίον μολεῖν.
ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος,
βοῶν, ἰύζων· ἀμφὶ δ᾽ ἐκτύπουν πέτραι,
Λοκρῶν τ᾽ ὄρειοι πρῶνες Εὐβοίας τ᾽ ἄκρα.
ἐπεὶ δ᾽ ἀπεῖπε, πολλὰ μὲν τάλας χθονὶ
790 ῥιπτῶν ἑαυτόν, πολλὰ δ᾽ οἰμωγῇ βοῶν,
τὸ δυσπάρευνον λέκτρον ἐνδατούμενος
σοῦ τῆς ταλαίνης καὶ τὸν Οἰνέως γάμον
οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου,
τότ᾽ ἐκ προσέδρου λιγνύος διάστροφον
795 ὀφθαλμὸν ἄρας εἶδέ μ᾽ ἐν πολλῷ στρατῷ
δακρυρροοῦντα, καί με προσβλέψας καλεῖ·
ὦ παῖ, πρόσελθε, μὴ φύγῃς τοὐμὸν κακόν,
μηδ᾽ εἴ σε χρὴ θανόντι συνθανεῖν ἐμοί·
ἀλλ᾽ ἆρον ἔξω, καὶ μάλιστα μέν με θὲς
800 ἐνταῦθ᾽ ὅπου με μή τις ὄψεται βροτῶν·
εἰ δ᾽ οἶκτον ἴσχεις, ἀλλά μ᾽ ἔκ γε τῆσδε γῆς
πόρθμευσον ὡς τάχιστα, μηδ᾽ αὐτοῦ θάνω.
τοσαῦτ᾽ ἐπισκήψαντος, ἐν μέσῳ σκάφει
θέντες σφε πρὸς γῆν τήνδ᾽ ἐκέλσαμεν μόλις
805 βρυχώμενον σπασμοῖσι. καί νιν αὐτίκα
ἢ ζῶντ᾽ ἐσόψεσθ᾽ ἢ τεθνηκότ᾽ ἀρτίως.
τοιαῦτα, μῆτερ, πατρὶ βουλεύσασ᾽ ἐμῷ
καὶ δρῶσ᾽ ἐλήφθης, ὧν σε ποίνιμος Δίκη
τείσαιτ᾽ Ἐρινύς τ᾽. εἰ θέμις δ᾽, ἐπεύχομαι·
810 θέμις δ᾽, ἐπεί μοι τὴν θέμιν σὺ προύβαλες,
πάντων ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χθονὶ
κτείνασ᾽, ὁποῖον ἄλλον οὐκ ὄψῃ ποτέ.
ΧΟ. τί σῖγ᾽ ἀφέρπεις; οὐ κάτοισθ᾽ ὁθούνεκα
ξυνηγορεῖς σιγῶσα τῷ κατηγόρῳ;
815 ΥΛ. ἐᾶτ᾽ ἀφέρπειν. οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν
αὐτῇ γένοιτ᾽ ἄπωθεν ἑρπούσῃ καλός.
ὄγκον γὰρ ἄλλως ὀνόματος τί δεῖ τρέφειν
μητρῷον, ἥτις μηδὲν ὡς τεκοῦσα δρᾷ;
ἀλλ᾽ ἑρπέτω χαίρουσα· τὴν δὲ τέρψιν ἣν
820 τὠμῷ δίδωσι πατρί, τήνδ᾽ αὐτὴ λάβοι.

***
Εκεί τότε ξεφώνησε του Λίχα
του δύστηνου, που δεν ήταν καθόλου
φταίχτης για το κακούργημά σου εσένα,
με ποιές άτιμες τέχνες τού ειχε φέρει
τον πέπλο αυτό· κι ο αρίζικος εκείνος,
που δεν ήξερε τίποτα, του λέει
πως από σένα μόνη ηταν το δώρο
και το ᾽φερε όπως το ᾽χες συ ετοιμάσει.
Σαν τ᾽ άκουσε, καθώς την ίδιαν ώρα
του σούβλισε άγριος σπαραγμός τα σπλάχνα,
τον αρπάει απ᾽ το πόδι, από το μέρος
που λυγίζεται η κλείδωση, και πέρα
780 τον πετά σ᾽ ένα βράχο, που τον ζώναν
τα κύματα· του ανοίγει η κεφαλή του
στη μέση και τα σκόρπια τα μυαλά του
και τα μαλλιά και το αίμα γίνουντ᾽ ένα.
Όλο το πλήθος βόγγησε με φρίκη
για τα μαρτύρια του ενός, για του άλλου
το σκληρό τέλος· μα κανείς σε κείνον
δεν τολμούσε κοντά να πλησιάσει,
γιατί σπάραζε χάμω και πετιόνταν
πάλι ψηλά, σκούζοντας και βογγώντας,
π᾽ αντηχούσαν οι βράχοι όλοι τριγύρω,
τα κορφοβούνια των Λοκρών κι οι κάβοι
της Εύβοιας· μ᾽ αφού πια ο δυστυχισμένος
απόστασ᾽ έτσι να πλαντάζει χάμω
790 στη γης και να βογγά και ξεφωνίζει
καταριώντας το θεόργιστο το γάμο
που τον ένωσε, ταλαίπωρη, μαζί σου
και τη συγγένεια του Οινέα, που τέτοια
την κέρδισε χαλάστρα της ζωής του,
τότε, μες απ᾽ την κάπνη πού ηταν γύρω
σηκώνοντας μάτι αναστροφισμένο,
μέ είδε μέσα στο πλήθος, που με πνίγαν
τα δάκρυα και γυρνώντας μου φωνάζει:
Έλα, γιε μου, κοντά και μη μ᾽ αφήσεις
στη συφορά μου, κι αν ακόμα πρέπει
ν᾽ αποθάνεις μαζί μου, ν᾽ αποθάνεις·
σήκωσέ μ᾽ απ᾽ εδώ και ή ρίξε μου όπου
800 να μη μπορεί να με δει μάτι ανθρώπου
ή, αν δε βαστά η καρδιά σου, πέρασέ με
έξω απ᾽ αυτό καν το νησί, μιαν ώρα
πιο γρήγορα, που εδώ να μην ποθάνω.
Κι έτσι, καθώς το ζήτησε, μες σ᾽ ένα
καΐκι τον ξαπλώσαμε και μόλις
και μετά βίας τον βγάλαμ᾽ εδώ πέρα
μες σε σπασμούς και βρουχισμούς· σε λίγο
θενα τον δείτε ή ζωντανόν ακόμα
ή ότι και θα ᾽ναι πια ξεψυχισμένος.
Τέτοια για τον πατέρα το δικό μου
σχεδίασες κι έκαμες, μητέρα, που είθε
να σ᾽ τα πλερώσει η Δίκη η εκδικήτρα
κι η Ερινύα· κι αν αμαρτία δεν είναι,
κι ευχή το κάνω· μα αμαρτία δεν είναι,
810 γιατί μου έβγαλες συ την αμαρτία
σα σκότωνες τον πιο καλό άντρα απ᾽ όλους
πάνω στη γη, που όμοιο ποτέ δε θά ᾽βρεις.
ΧΟΡ. Τί φεύγεις έτσι αμίλητη; δεν ξέρεις
πως δίνεις στον κατήγορό σου δίκιο
με τη σιωπή σου; ΥΛΛ. Αφήστε τη να πάει·
ας φύγει από τα μάτια μου κι ας έχει
πρίμο αγέρι στην πρύμνα της, γιατί
ποιά ανάγκη να κρατάει έτσι του κάκου
το τιμημένο τ᾽ όνομα μητέρας,
όταν μ᾽ αυτό δε συμφωνούν και τα έργα;
ώρα καλή της· κι όση χαρά δίνει
820 στον πατέρα μου, τόση κι αυτή νά ᾽βρει.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (4.73-4.140)

Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην,
βῆ δὲ κατ᾽ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα.
οἷον δ᾽ ἀστέρα ἧκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω 75
ἢ ναύτῃσι τέρας ἠὲ στρατῷ εὐρέϊ λαῶν,
λαμπρόν· τοῦ δέ τε πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἵενται·
τῷ ἐϊκυῖ᾽ ἤϊξεν ἐπὶ χθόνα Παλλὰς Ἀθήνη,
κὰδ δ᾽ ἔθορ᾽ ἐς μέσσον· θάμβος δ᾽ ἔχεν εἰσορόωντας,
Τρῶάς θ᾽ ἱπποδάμους καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς· 80
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ἦ ῥ᾽ αὖτις πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ
ἔσσεται, ἢ φιλότητα μετ᾽ ἀμφοτέροισι τίθησι
Ζεύς, ὅς τ᾽ ἀνθρώπων ταμίης πολέμοιο τέτυκται.»
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκεν Ἀχαιῶν τε Τρώων τε. 85
ἡ δ᾽ ἀνδρὶ ἰκέλη Τρώων κατεδύσεθ᾽ ὅμιλον,
Λαοδόκῳ Ἀντηνορίδῃ, κρατερῷ αἰχμητῇ,
Πάνδαρον ἀντίθεον διζημένη, εἴ που ἐφεύροι.
εὗρε Λυκάονος υἱὸν ἀμύμονά τε κρατερόν τε
ἑσταότ᾽· ἀμφὶ δέ μιν κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων 90
λαῶν, οἵ οἱ ἕποντο ἀπ᾽ Αἰσήποιο ῥοάων·
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἦ ῥά νύ μοί τι πίθοιο, Λυκάονος υἱὲ δαΐφρον.
τλαίης κεν Μενελάῳ ἐπιπροέμεν ταχὺν ἰόν,
πᾶσι δέ κε Τρώεσσι χάριν καὶ κῦδος ἄροιο, 95
ἐκ πάντων δὲ μάλιστα Ἀλεξάνδρῳ βασιλῆϊ.
τοῦ κεν δὴ πάμπρωτα παρ᾽ ἀγλαὰ δῶρα φέροιο,
αἴ κεν ἴδῃ Μενέλαον ἀρήϊον Ἀτρέος υἱὸν
σῷ βέλεϊ δμηθέντα πυρῆς ἐπιβάντ᾽ ἀλεγεινῆς.
100 ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ὀΐστευσον Μενελάου κυδαλίμοιο,
εὔχεο δ᾽ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέϊ κλυτοτόξῳ
ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην
οἴκαδε νοστήσας ἱερῆς εἰς ἄστυ Ζελείης.»
Ὣς φάτ᾽ Ἀθηναίη, τῷ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν·
105 αὐτίκ᾽ ἐσύλα τόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς
ἀγρίου, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας
πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι
βεβλήκει πρὸς στῆθος· ὁ δ᾽ ὕπτιος ἔμπεσε πέτρῃ.
τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει·
110 καὶ τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων,
πᾶν δ᾽ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην.
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε τανυσσάμενος ποτὶ γαίῃ
ἀγκλίνας· πρόσθεν δὲ σάκεα σχέθον ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν,
115 πρὶν βλῆσθαι Μενέλαον ἀρήϊον Ἀτρέος υἱόν.
αὐτὰρ ὁ σύλα πῶμα φαρέτρης, ἐκ δ᾽ ἕλετ᾽ ἰὸν
ἀβλῆτα πτερόεντα, μελαινέων ἕρμ᾽ ὀδυνάων·
αἶψα δ᾽ ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν,
εὔχετο δ᾽ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέϊ κλυτοτόξῳ
120 ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην
οἴκαδε νοστήσας ἱερῆς εἰς ἄστυ Ζελείης.
ἕλκε δ᾽ ὁμοῦ γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα βόεια·
νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν, τόξῳ δὲ σίδηρον.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε,
125 λίγξε βιός, νευρὴ δὲ μέγ᾽ ἴαχεν, ἆλτο δ᾽ ὀϊστὸς
ὀξυβελής, καθ᾽ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων.
Οὐδὲ σέθεν, Μενέλαε, θεοὶ μάκαρες λελάθοντο
ἀθάνατοι, πρώτη δὲ Διὸς θυγάτηρ ἀγελείη,
ἥ τοι πρόσθε στᾶσα βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν.
130 ἡ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροός, ὡς ὅτε μήτηρ
παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν, ὅθ᾽ ἡδέϊ λέξαται ὕπνῳ,
αὐτὴ δ᾽ αὖτ᾽ ἴθυνεν ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες
χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο θώρηξ.
ἐν δ᾽ ἔπεσε ζωστῆρι ἀρηρότι πικρὸς ὀϊστός·
135 διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο,
καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο
μίτρης θ᾽, ἣν ἐφόρει ἔρυμα χροός, ἕρκος ἀκόντων,
ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο· διαπρὸ δὲ εἴσατο καὶ τῆς.
ἀκρότατον δ᾽ ἄρ᾽ ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα φωτός·
140 αὐτίκα δ᾽ ἔρρεεν αἷμα κελαινεφὲς ἐξ ὠτειλῆς.

***
Και αυτοπροαίρετα η θεά στον λόγον του ετινάχθη
από του Ολύμπου τες κορφές κι εχύθη ωσάν τ᾽ αστέρι,
75 οπού ο Κρονίδης έριξε σημάδι στους ανθρώπους,
ή ναύτες ή στρατόπεδο λαών εκτεταμένο·
λαμπρό αστέρι κι άπειρες οι σπίθες του πετιούνται·
ομοίως τότ᾽ η Αθηνά στην γην εροβολούσε
και μες στην μέσην πήδησε των ιπποδάμων Τρώων,
80 των χαλκοφόρων Αχαιών και απόρησαν τα πλήθη,
και μεταξύ τους έλεγαν: «Ή πάλιν του πολέμου
θα ξαναρχίσει το κακό, τα αίματα και οι φόνοι,
ή μεταξύ των δυο λαών αγάπην βάζει ο Δίας
που κυβερνά τον πόλεμον, ως θέλει, των ανθρώπων».
85 Αυτά ελέγαν οι λαοί· κι ωστόσο μες στο πλήθος
των Τρώων γύριζε η θεά με την μορφήν ανθρώπου,
του ανδρειωμένου μαχητού Λαοδόκου Αντηνορίδη
ζητώντας του Λυκάονος το δοξασμένο αγόρι,
τον πολεμάρχον Πάνδαρον· τον ήβρε που εστεκόνταν
90 στες φάλαγγες τες φοβερές λαών ασπιδοφόρων,
που ήλθαν απ᾽ τον Αίσωπον μαζί του στην Τρωάδα·
σιμά του εστήθη κι έλεγε με λόγια φτερωμένα:
«Θενά πεισθείς σ᾽ ότι θα ειπώ, Λυκαονίδη ανδρείε;
Θα ετόλμας στον Μενέλαον γοργό να σύρεις βέλος;
95 Δόξαν απ᾽ όλον τον λαόν και χάριν θ᾽ απολαύσεις
και ο βασιλέας μάλιστα θα σε τιμήσει ο Πάρις.
Πρώτος αυτός με υπέρτιμα θα σε ανταμείψει δώρα,
εάν ιδεί στην θλιβεράν πυράν ανεβασμένον
τον δυνατόν Μενέλαον από δικό σου ακόντι·
100 εμπρός, λοιπόν, ακόντισε τον ένδοξον Ατρείδην,
αφού στον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην
αρνιών πρωτόγονων ταχθείς να σφάξεις εκατόμβην,
άμα στην θείαν Ζέλειαν, στο σπίτι σου, γυρίσεις».
Στα λόγια τούτα επείσθηκεν ο ανόητος κι επήρε
105 το στιλβωμένο τόξο του, κέρατο αγρίου τράγου,
που από καθίστραν είχε αυτός κτυπήσει άμα τον είδε
να βγαίνει μέσ᾽ από σπηλιά, και κάτω από το στήθος
τον πέτυχε και ανάσκελα τον ξάπλωσε στον βράχον·
μακριά δεκάξι σπιθαμές τα κέρατα εφορούσε·
110 αυτά εργάσθη και άρμωσε καλός κερατοξόος·
το έξυσ᾽ όλο και χρυσό του πρόσθεσε κουλούρι·
το τόξο εκείνο ετάνυσε και καταγής αγάλι
το έκλινε και οι σύντροφοι κρατούσαν τες ασπίδες
εμπρός του, μήπως πεταχτούν οι Αχαιοί γενναίοι,
115 πριν ακοντίσει ο Πάνδαρος τον δυνατόν Ατρείδην·
κι απ᾽ την φαρέτραν σήκωσε το σκέπασμα κι επήρε
άριχτο βέλος φτερωτό, μαύρην φωλιά θανάτου·
το πικρό βέλος ίσιασεν εις την χορδήν επάνω,
και προς τον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην
120 να σφάξει αρνιών πρωτόγονων ετάχθηκε εκατόμβην,
άμα στην θείαν Ζέλειαν, στο σπίτι του γυρίσει
και με τες κόκες την χορδήν τραβώντας την σιμώνει
εις το βυζί και απίθωσε το σίδερο στο τόξο·
και όταν εις κύκλον τέντωσε το μέγα τόξο, ακούσθη
125 τριγμός του τόξου, της χορδής βοή κι εξετινάχθη
το βέλος ανυπόμονο να πέσει μες στα πλήθη.
Αλλά δε σ᾽ ελησμόνησαν, Μενέλαε, του Ολύμπου,
οι κάτοικοι οι μακάριοι κι η Αθηνά που εμπρός σου
ευθύς ευρέθη κι έδιωξε το πικροφόρο ακόντι
130 από το σώμα σου αρκετά, καθώς μητέρα διώχνει
μύγαν από το βρέφος της, ενώ γλυκά κοιμάται,
κι η ίδια τ᾽ οδήγησεν όπου οι χρυσές της ζώνης
θηλιές κι ο θώραξ διπλωτός εσμίγαν σ᾽ ένα μέρος.
Το πικρό βέλος έπεσε στην σφικτασφαλισμένην
135ζώνην την πολυδαίδαλην και την διαπέρασ᾽ όλην·
και μες στον λαμπρόν θώρακα προχώρησ᾽ ως την πλάκα
οπού στα βέλη αντίφραγμα στο σώμα του εφορούσε
κι εξόχως τον προφύλαξεν, αλλ᾽ έσπασε κι εκείνην.
Και του ανδρός εχάραξε το δέρμα η χάλκιν᾽ άκρη
140κι έρρευσε από το λάβωμα ευθύς το μαύρον αίμα.

Εγώ ή εμείς;

Ο κόσμος μας βρίσκεται διαχωρισμένος αλλά δεν το βλέπεις εύκολα. Παντού αυτός ο διαχωρισμός είναι εμφανής, αν κοιτάξεις με «διαφορετικά μάτια»: σε χώρες, σε κοινωνίες, σε περιοχές, ακόμα και μέσα σε οικογένειες, στο ίδιο σου το σπίτι, στον ίδιο σου τον εαυτό. Οι αριθμοί δεν αλλάζουν την πραγματικότητα.

Υπάρχει το εγώ και υπάρχει το εμείς. Στη μια περίπτωση το «δικό μου» και το «υπάρχω μόνο ή πρώτα εγώ και μετά όλοι οι άλλοι» είναι κυρίαρχο και καθορίζει το γίγνεσθαι και την ποιότητα της ζωής. Στην άλλη περίπτωση «εγώ δεν έχω σημασία αλλά υπάρχω για τους άλλους (την οικογένεια/τη χώρα/το έθνος/τα ιδανικά που μου δόθηκαν κλπ», καθορίζει το πλαίσιο της ύπαρξης. Η συνεχόμενη πάλη ανάμεσα στα δυο, ενισχύει τον εσωτερικό διάλογο, την αυτό-αμφισβήτηση αλλά και δημιουργεί παράλληλα άπειρους άλλους διαχωρισμούς.

Η προσπάθεια να ισορροπήσεις ανάμεσα στα δυο, να διακρίνεις κάθε φορά το «σωστό» και να αισθάνεσαι ταυτόχρονα ασφαλής, χρήσιμος και αυτάρκης, αποδεικνύεται ένας συνεχιζόμενος αγώνας, που απλά ενισχύει τον δυαδισμό. Ο νους και ο τρόπος σκέψης που μάθαμε να εμπιστευόμαστε, καθώς και το ποιοι εκπαιδευτήκαμε να είμαστε, δεν έχει τρόπο διαφυγής από τη γραμμική, δυαδική σκέψη. Πέρα από τις θεωρίες, διαπιστώνεις, στην καθημερινότητά σου, ότι πιο συχνά, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα ή περισσότερα δίλληματα κάθε φορά, για το ποιος θα υπερισχύσει, ποια «αρχή» σου θα εμφανιστεί, ως πράξη ή αντίδραση.

Πολλοί μιλάνε για την καρδιά, θεωρώντας «ανώτερο» ν’ ακολουθείς «την καρδιά σου», ενώ παράλληλα, τα δικά τους κρυφά πάθη, τα κρυφά θέλω τους, αγωνιούν να εκφραστούν και να υλοποιηθούν. Οι παρερμηνείες αυτής της διπολικής υπόστασης είναι όσες και οι προσωπικές σου σχέσεις, τα προσωπικά σου προβλήματα, οι αντιφατικές έννοιες μέσα σου, τα λόγια που ασυνείδητα χρησιμοποιείς, αδυνατώντας να συνθέσεις αυτά που φαίνονται αντίθετα.

Ρωτάς, είτε άλλους είτε τον εαυτό σου, «τι πρέπει να κάνω;» ή «τι θα έπρεπε να είχα κάνει;» ψάχνοντας κανόνες που δύσκολα εφαρμόζονται στην διαφορετικότητα της κάθε στιγμής. Εκπαιδευτήκαμε να θέλουμε χάρτες, αναλυτική καθοδήγηση, στο «πώς» της ζωής μας. Σκέφτεσαι ανάμεσα στο «σωστό» και το «λάθος» ποιο θα έχει τις λιγότερες συνέπειες, τον μικρότερο πόνο, τη λιγότερη έλλειψη. Και σίγουρα δεν αντιλαμβάνεσαι τις επαναλήψεις. Δεν αντιλαμβάνεσαι την υποσυνείδητη κριτική που σου φανερώνει, ως προσωπικό βίωμα, όλα όσα κατηγόρησες, ως δικά σου.

Το είδωλο, των κρυμμένων σου κομματιών βρίσκεται παντού. Αλλά η μυωπική, συγκεκριμένη όρασή σου είναι ανίκανη να σου φανερώσει, αυτό που εκπαιδεύτηκες να μη βλέπεις. Σ’ αυτούς που έχουν την ικανότητα να βλέπουν, όλα μοιάζουν με σκηνή θεάτρου, όπου οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν αντιλαμβάνονται καν ότι είναι ηθοποιοί, ότι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τοςυ να παίξουν το συγκεκριμένο ρόλο, ότι υπάρχουν πολλά θέατρα, σε πολλά επίπεδα, που δεν εμφανίζονται καν στην περιοριστική, «κοντινή» όραση.

Δεν μπορείς, μέσω του ίδιου νου, που εστιάζεται αποκλειστικά σε αυτή τη μια γραμμική πραγματικότητα, να αντιληφθείς ότι ο χρόνος έχει διαφορετική έννοια από αυτήν που του έχεις δώσει και ότι η ψυχή καταχωρεί εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι εσύ. Η ταυτόχρονη διείσδυση στη στιγμή και η παράλληλη απομακρυσμένη διευρυμένη ύπαρξη, ως ένα, μοιάζουν παιχνίδια λέξεων, των οποίων σου διαφεύγει το βίωμα της αλήθειας τους.

Προτού αντιληφθείς όμως όλα αυτά, σε βιωματικό, προσωπικό, καθημερινό επίπεδο, δεν έχει κανένα νόημα η ζωή. Ο σκοπός είναι πάντα εγωιστικός, άσχετα από την πλευρά της πολικότητας που έχεις επιλέξει να «παίζεις» και τίποτα διαφορετικό δεν μπορεί να εμφανιστεί, από αυτό που ασυνείδητα έλκεις στην πραγματικότητά σου, κατηγορώντας άλλες (πραγματικότητες και επιλογές).

Η πορεία του «ανοίγματος» της εσωτερικής ή διευρυμένης όρασης είναι αναγκαστικά υποκειμενική. Χρειάζεται πειθαρχία, αφοσίωση και ταπεινότητα… έννοιες, ήδη ερμηνευμένες από τον νου που εμπιστεύεσαι, νομίζοντας πως κατανοείς. Είναι απόφαση συνειδητή και πορεία αμετάκλητη.

Ζοζέ Σαραμάγκου: Η λειτουργία του κόσμου έπαψε να είναι το απόλυτο μυστήριο που ήταν

Η λειτουργία του κόσμου έπαψε να είναι το απόλυτο μυστήριο που ήταν, οι μοχλοί του κακού βρίσκονται μπροστά στα μάτια… όλων, για τα χέρια που τους χειρίζονται δεν υπάρχουν πια γάντια ικανά να κρύψουν τις κηλίδες του αίματος.

Θα έπρεπε, επομένως, να είναι εύκολο για τον καθένα να επιλέξει ανάμεσα στην πλευρά της αλήθειας και στην πλευρά του ψεύδους, ανάμεσα στον ανθρώπινο σεβασμό και στην ασέβεια προς τον άλλον, ανάμεσα σε αυτούς που είναι με τη ζωή και αυτούς που είναι εναντίον της.

Δυστυχώς, τα πράγματα δε συμβαίνουν πάντα έτσι.

Ο προσωπικός εγωισμός, το βόλεμα, η έλλειψη γενναιοδωρίας, οι μικρές δειλίες της καθημερινότητας, όλα αυτά συνεισφέρουν σε μια ολέθρια μορφή πνευματικής τυφλότητας, να βρισκόμαστε δηλαδή στον κόσμο και να μη βλέπουμε τον κόσμο, ή να βλέπουμε από αυτόν ότι, ανά πάσα στιγμή, τείνει να εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας.

Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορούμε να ευχηθούμε παρά να έρθει η συνείδηση και να μας ταρακουνήσει επειγόντως από το μπράτσο και να μας ρωτήσει εξ επαφής: “Πού πας; Τι κάνεις; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;”.

Μια εξέγερση ελεύθερων συνειδήσεων θα χρειαζόμασταν. Είναι άραγε εφικτό;

JOSE SARAMAGO, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ

Καζαντζάκης: πλῆθος θεοὶ ἀπὸ λάσπη μαλακὴ γεννιοῦνται καὶ πεθαίνουν, μὲ ἀρίφνητα πρόσωπα, δοῦλοι μου

Κι ἐγὼ πολέμησα μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὴ λέξη, μὰ δὲ χωροῦσαν τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα μου, ὅλες οἱ μῆτρες τοῦτες σπάσαν, κι ὁ μέγας σπόρος συντρίβει τὴν καρδιά μου.

Κοιτάζω γύρα μου καὶ τοὺς πιὸ τρανούς: ὅλοι δουλεύουν τὸ στυλοβάτη τοῦ Θεοῦ, σμιλεύουν τὰ πόδια του, ξομπλιάζουν τὰ κράσπεδα, ἀνεβαίνουν μερικοὶ μὲ στὸ γόνατό του καὶ τοῦ διακονοῦν τὸ στῆθος.

Μὰ ἐγὼ θά 'θελα νὰ πατήσω τοὺς θείους ὤμους, νὰ συλλάβω καὶ νὰ σφυρηλατήσω σὲ προῦντζο, ἀσάλευτο, ἀνώτερο ἀπ' τοὺς ἐφήμερους κυματισμοὺς τῆς καρδιᾶς, τὸ γαληνό, τὸ μέγα πρόσωπο.

Μὰ ἀνάμεσα στὰ δέκα μου δαχτύλια ποὺ καῖν, πλῆθος θεοὶ ἀπὸ λάσπη μαλακὴ γεννιοῦνται καὶ πεθαίνουν, μὲ ἀρίφνητα πρόσωπα, δοῦλοι μου.

Καὶ δὲ θέλω—ζητῶ Θεὸν ἀσάλευτο, ἀνώτερό μου, αἰώνιο.

Ἄχ! φωνάζω, τίποτ' ἄλλο δὲ δύναμαι νὰ πῶ, κρούβομαι, τανυέμαι, θέλω νὰ ξεθηκαρώσω, νὰ γλιτώσω ἀπ' τὸν ἄνθρωπο, νὰ τιναχτῶ σὰ σπαθί.

Ὅμοια, ἄχ! φωνάζει ἡ πεταλούδα ἡ σαβανωμένη, ὅντας σιμώνει ἡ ἄνοιξη, καὶ σκιρτᾶ ἀγωνιώντας νὰ ξεσκίζει, τανυούμενη σὲ ἄθλο μυστικό, τὸ σκληρὸ κουκούλι.

Ὅμοια, ἄχ! φωνάζει κάθε στιγμὴ ὁ Θεός.

Ἅρπαγε, ὅμως ἐσένα ἥσυχα φεγγοβολοῦν τὰ μάτια σου, σὰ δυὸ βαθιὲς πηγές.

Τὸ νιώθω, στέκεσαι ἐσὺ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» κι ἀντιφεγγίζεις ἀπ' τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀοράτου.

Θυμᾶσαι, ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ ζήσαμε στὸ σκολειὸ καὶ στό δρόμο μαζί, ἀγαπήσαμε τὶς ἴδιες γυναῖκες, πεθυμήσαμε τὶς ἴδιες κορφές, κοιμηθήκαμε ἀρίφνητες βολὲς στὸ ἴδιο μαξιλάρι.

Καὶ τώρα... Ἀναγνωρίζω καὶ χαίρομαι τὸ σκληρὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.

Ποιὸς εἶπε πὼς κρατάει ζυγαριὰ καὶ μοιράζει σὰν καλὸς πατέρας ἴσα τὸ ψωμὶ στὰ παιδιά του;

Ἐγὼ ἔδωκα τὸ αἷμα μου, φώναξα τὴ νύχτα, γύρισα ὅλη τὴ γῆς, χτυπώντας τὴ θύρα τοῦ Θεοῦ καὶ κράζοντας: «Ἄνοιξε, εἶμαι ὁ ἄνθρωπος! Δὲν εἶμαι μερμήγκι νὰ μὲ πατᾶς! Εἶμαι ὁ ἄνθρωπος, ὅμοιος μὲ σένα στὴν πεθυμιὰ καὶ στὴν ἐλπίδα, ἄνοιξε!»—μὰ κανένας δὲν ἀποκρίθη.

Κι ἐσύ, ἥσυχα καθούμενος στὸ ἀκρογιάλι, κουβεντιάζοντας μὲ τοὺς ψαράδες, παίζοντας μὲ τὸ σκυλί σου, ἕνα βράδυ, χωρὶς νὰ τὸν προσμένεις, ἐδέχτης στὸ κατώφλι σου ἐτοῦτο τὸ Μεγάλο Ταξιδευτή.

Ναί, σὰν τὸ Θάνατο ἔρχεται ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ξέρομε τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμή.

Ἅρπαγε, ἄνοιξε τὴν καρδιά σου καὶ βοήθα μας!

Νίκος Καζαντζάκης, Συμπόσιον

Πώς να σταματήσουμε να αποφεύγουμε όσα μας φοβίζουν στην καθημερινότητα

Η συνήθεια της αποφυγής μας αφήνει εκτεθειμένους σε μελλοντικές δυσκολίες και μας μαθαίνει ότι είμαστε ανίκανοι να διαχειριστούμε τη δυσφορία.

Ανεξάρτητα από το αν παλεύετε με το άγχος, πιθανότατα αποφεύγετε διάφορα πράγματα. Όλοι μας το κάνουμε. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν επώδυνα συναισθήματα, δύσκολες συζητήσεις, λογαριασμούς και μεγάλα projects ή καταστάσεις όπου μπορεί να μας κρίνουν ή να μας απορρίψουν.

Αποφεύγουμε αυτά τα πράγματα για διάφορους λόγους, σύμφωνα με τους ψυχολόγους. Μπορεί να είναι επειδή φοβόμαστε ή αγχωνόμαστε, επειδή δεν αισθανόμαστε ικανοί ή δεν ξέρουμε από πού να ξεκινήσουμε, ή επειδή το πρόβλημα μας φαίνεται πολύ μεγάλο.

Πρόκειται για μια ασυνείδητη συνήθεια που λειτούργησε στην παιδική ηλικία, όταν δεν είχαμε τις ικανότητες ή τη δύναμη να αλλάξουμε την κατάσταση. Ωστόσο, όταν αποφεύγουμε κάτι σήμερα, δεν δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να μάθει νέες δεξιότητες ή να λύσει προβλήματα.

Δεν μαθαίνουμε ότι μπορούμε να ανεχτούμε τη δυσφορία. Εκπαιδεύουμε τον εγκέφαλό μας ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να φοβόμαστε και ότι είμαστε ανίκανοι να ξεπεράσουμε τη δύσκολη κατάσταση. Η αποφυγή μπορεί επίσης να δημιουργήσει νέα προβλήματα, όπως εθιστικές συμπεριφορές. Και όσο περισσότερο αποφεύγουμε κάτι, τόσο πιο αγχωμένοι και φοβισμένοι γινόμαστε.

Πώς να σταματήσουμε να αποφεύγουμε αυτό που μας φοβίζει περισσότερο

Το χωρίζουμε σε μικρότερα βήματα

Αφού χωρίσουμε το πρόβλημα σε προσεγγίσιμα και λογικά μέρη, οι ειδικοί προτείνουν να δουλέψουμε πρώτα τα πιο εύκολα βήματα. Για παράδειγμα: Αποφεύγετε να ψάξετε για μια νέα θέση εργασίας. Κατακερματίζετε αυτό το μεγάλο έργο σε μικρά: να ενημερώσετε το βιογραφικό σας, να εντοπίσετε και να επικοινωνήσετε με συστάσεις, να ερευνήσετε τις θέσεις εργασίας που θέλετε, να μιλήσετε με ανθρώπους που γνωρίζετε και εργάζονται στον κλάδο κ.λπ..

Αποκτούμε πρόσβαση στην εσωτερική μας σοφία

Η εσωτερική μας σοφία είναι σαν μια μικρή φωνή που λέει «μην το λες αυτό, θα το μετανιώσεις αργότερα», όταν νιώθουμε ότι θέλουμε να ξεσπάσουμε σε κάποιον. Ή λέει «κόψε ταχύτητα, θα σου κόψουν κλήση» όταν αγχωνόμαστε επειδή έχουμε αργήσει στη δουλειά.

Η εσωτερική μας σοφία εξετάζει τις συνέπειες και τι θα είναι πιο χρήσιμο μακροπρόθεσμα. Δεν προεξοφλεί τα συναισθήματα ούτε τα θέτει επικεφαλής. Αντίθετα, λαμβάνει υπόψη τα συναισθήματά σας, τη λογική σκέψη και τη διαίσθηση. Έτσι, όταν αποφεύγετε κάτι, ελέγξτε τον εαυτό σας για να δείτε αν βασίζεστε αποκλειστικά στα συναισθήματα ή στη λογική σκέψη.

Εξασκούμαστε στην ενσυνειδητότητα

Η ενσυνειδητότητα έχει να κάνει με το να βρισκόμαστε στην παρούσα στιγμή, με την πλήρη προσοχή μας και με αποδοχή. Πώς αυτό βάζει τέλος στην αποφυγή; Όταν είστε συγκεντρωμένοι σε αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή, παρατηρείτε την παρόρμηση να αποφύγετε μια κατάσταση και τα συναισθήματα που τη συνοδεύουν (όπως το άγχος). Αντί να κρίνετε την εμπειρία, την αποδέχεστε, κάτι που είναι το αντίθετο της αποφυγής.

Φυσικά, το να μην κρίνουμε την εμπειρία μας είναι πραγματικά δύσκολο. Μπορούμε όμως να εξασκηθούμε στην αποδοχή. Η αποδοχή περιλαμβάνει δύο μέρη: να αναγνωρίζετε πότε κρίνετε κάτι και να εργάζεστε προς την κατεύθυνση της χρήσης μιας πιο αποδεκτής γλώσσας. Δηλαδή, αναγνωρίστε τα γεγονότα που περιβάλλουν την κατάσταση και τα συναισθήματά σας σχετικά με αυτήν.

Για παράδειγμα: Αντί να πείτε: «Αυτό είναι απαίσιο» όταν δεν παίρνετε προαγωγή στη δουλειά, πείτε: «Είμαι απογοητευμένος, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Τι μπορώ να κάνω ώστε να έχω μια ευκαιρία την επόμενη φορά;». Με άλλα λόγια, η αποδοχή δεν έχει να κάνει με την απόρριψη των σκέψεων ή των συναισθημάτων σας. Έχει να κάνει με την έκφρασή τους – φωναχτά ή στον εαυτό σας – με μη επικριτικό τρόπο.

Είμαστε υπεύθυνοι απέναντι στον εαυτό μας ή σε άλλους

Για παράδειγμα, προσπαθείτε να αντιμετωπίσετε καλύτερα τον τραπεζικό σας λογαριασμό και τον προϋπολογισμό σας, ώστε να καταγράφετε τα χρήματα που ξοδεύετε και σε τι τα ξοδεύετε.. Ή λέτε σε έναν φίλο ότι θα τον ενημερώνετε κάθε μέρα για ένα δύσκολο project στη δουλειά. Ή υποστηρίζετε ο ένας τον άλλον στην οργάνωση των φορολογικών υποχρεώσεων.

Αναζητάμε υποστήριξη

Αναζητήστε υποστήριξη αν δεν έχετε τις δεξιότητες ή τις γνώσεις που χρειάζεστε. Αυτή η στήριξη μπορεί να περιλαμβάνει την επίσκεψη σε έναν θεραπευτή, την ανάγνωση ενός βιβλίου, την παρακολούθηση ενός μαθήματος ή τη συζήτηση με έναν φίλο που έχει εμπειρία στην αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων.

Συνολικά, η αποφυγή δεν είναι υγιής. Αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι. Εξαρτάται από το αν αφήνετε τα συναισθήματά σας να κυριαρχήσουν ή αν έχετε πρόσβαση στην εσωτερική σας σοφία.

Ελεύθερη βούληση: Ποια είναι η διαφορά μεταξύ εκούσιων και ακούσιων ενεργειών;

Ελεύθερη βούληση είναι οτιδήποτε καθιστά σκό­πιμο για τους ανθρώπους να σας θεωρούν ηθικά υπεύθυνο για τις πράξεις σας.

Αυτή είναι αστεία ερώτηση. Συνήθως, εάν ένα φιλο­σοφικό πρόβλημα κρατά πολλούς (κατά τα άλλα) απλούς ανθρώπους ξύπνιους τη νύχτα, είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να διατυπωθεί σε απλή γλώσσα. Αλλά το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης θα περιστρέφε­ται γύρω από ένα κομμάτι «τεχνικής ορολογίας» – δηλαδή, τη φράση «ελεύθερη βούληση». Ο τρόπος με τον οποίο απαντάμε στην ερώτηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς επιλέγουμε να ορίσουμε την «ελεύθερη βούληση». Ακολου­θούν μερικοί πιθανοί ορισμοί και οι απαντήσεις στις οποίες αυτοί οδηγούν.

Ορισμός 1:
Ελεύθερη βούληση είναι η δυνατότητα επιλογής

Ναι, έχουμε ελεύθερη βούληση γιατί κάνουμε επιλογές συνεχώς. Ας υποθέσουμε ότι μια υπερβολικά ομιλητική μαμά πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ. Ενώ είναι συγκεντρωμένη στη συνομιλία με έναν άλλο πελάτη, ένα βάζο με φυστικοβούτυρο πέφτει στο καλάθι της και το πληρώνει στο ταμείο χωρίς να το προσέξει. Δεν επιλέγει τη συγκεκριμένη μάρκα φυστικοβούτυρου που αγοράζει. Λίγα λεπτά αργότερα, μια εκλεκτική μαμά μπαίνει στο ίδιο σούπερ μάρκετ. Κοιτάζει όλα τα είδη φυστικοβούτυρου που πωλούνται και τα συγκρίνει σε σχέση με την τιμή τους, τον κατάλογο των συστατικών τους και οτιδήποτε άλλο. Διαλέγει ένα, το βάζει στο καλάθι της και, γρήγορα σαν σίφουνας, πηγαίνει προς το ταμείο. Η εκλεκτική μητέρα πράγματι επιλέγει τη μάρκα του φυστικοβούτυρου.

Υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της υπερβολικά ομιλητικής και της επιλεκτικής μαμάς, την οποία επισημαίνουμε λέγοντας ότι μόνο η τελευταία κάνει μια επιλογή. Αν η ελεύθερη βούληση είναι απλώς η δυνατότητα να κάνουμε επιλογές, όταν αρνηθούμε ότι έχουμε ελεύθερη βούληση σημαίνει πως δεν υπάρχει τέτοια διαφορά μεταξύ της ομιλητικής και της επιλεκτικής μαμάς. Αυτό θα ήταν ανόητο.
Εντάξει, αλλά ποια είναι η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ εκούσιων και ακούσιων ενεργειών;

Δεν έχω ιδέα. Πρόκειται, άραγε, για μια αίσθηση ελέγχου την οποία θέλουμε να έχουμε; Έχει να κάνει με τη λογική σκέψη ή την επεξεργασία πληροφοριών που πυροδότησε τη δράση; (Αν ναι, τι είδους λογική σκέψη ή επεξεργασία πληροφοριών;) Αφορά το αν επιδίδεστε στη συγκεκριμένη ενέργεια συνειδητά; Έχει να κάνει με το ότι θέλετε να εκτελέσετε την ενέργεια σε βάθος; (Και βαθιά πού;) Είναι κάποιος συνδυασμός αυτών, ή μήπως κάτι άλλο; Όλες αυτές οι απαντήσεις είναι αρκετά εύλογες, τόσο ώστε να μοιάζει σοφό το να μην έχω άποψη.

Ορισμός 2
Εάν ενεργείς με δική σου ελεύθερη βούληση, θα μπορούσες να έχεις ενεργήσει διαφορετικά

Ναι και πάλι. Ίσως αποδειχθεί πως οι λογικές πεποιθήσεις μας για το τι θα μπορούσε να συμβεί είναι τελείως λανθασμένες. (Στο κάτω κάτω, γιατί άραγε έχουμε λογικές πεποιθήσεις για το πώς θα μπορούσαν να συμβούν τα πράγματα; Γιατί νοιαζόμαστε για το πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα σε αντίθεση με το πώς είναι στ’ αλήθεια;). Αλλά, αν μπορούμε να πάρουμε ως δεδομένη αυτή την κοινή λογική, υπάρχουν ένα σωρό καταστάσεις στις οποίες θα μπορούσαμε να είχαμε ενεργήσει διαφορετικά. Σήμερα το πρωί φόρεσα ένα γκρι πουκάμισο, αλλά θα μπορούσα να φορέσω ένα μαύρο πουκάμισο ή ένα κόκκινο πουκάμισο ή οποιοδήποτε άλλο πουκάμισο. Από αυτή την άποψη, οι ενέργειές μας δεν είναι κάτι το συγκεκριμένο. Έβρεχε χθες αλλά όχι και τόσο πολύ· θα μπορούσε να είναι χειρότερα. Μόλις έστριψα ένα νόμισμα και ήρθαν γράμματα· θα μπορούσε να έχει έρθει κορόνα.

Εάν δεν θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε ενεργήσει διαφορετικά, είτε οι ενέργειές μας καθορίζονται κατά κάποιο τρόπο από κάτι διαφορετικό σε σχέση με τη βροχή και το στρίψιμο του νομίσματος και άλλα φυσικά φαινόμενα, είτε κάνουμε λάθος γενικά για το πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Γιατί να το σκεφτούμε αυτό;

Ορισμός 3
Η ελεύθερη βούληση είναι η ικανότητα δράσης με τρόπο που δεν καθορίζεται από τους νόμους της φυσικής οι οποίοι διέπουν το ανθρώπινο σώμα και το περιβάλλον

Όχι, δεν έχουμε ελεύθερη βούληση γιατί τα σώματά μας υπακούν στους νόμους της φυσικής. Αλλά επίσης, γιατί κανείς να θέλει το σώμα του να παραβιάζει τους νόμους της φυσικής; (Καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι θέλουν να πετάξουν ή οτιδήποτε άλλο αλλά, τι να κάνουμε, δεν γίνεται.)

Ναι, ίσως να ζούμε σε έναν κόσμο όπου αυτό που πραγματικά συμβαίνει δεν υπαγορεύεται από τους νόμους της φύσης. Αλλά, ακόμα κι αν οι νόμοι της φύσης παράγουν μόνο πιθανότητες –και δεν καθορίζουν αποτελέσματα για τη μία ή την άλλη κατάσταση–, οι πράξεις μας σχετίζονται με τους νόμους της φυσικής κατά τρόπο παρόμοιο με των «πράξεων» ενός άψυχου αντικειμένου.

Ορισμός 4
Ελεύθερη βούληση είναι οτιδήποτε καθιστά σκό­πιμο για τους ανθρώπους να σας θεωρούν ηθικά υπεύθυνο για τις πράξεις σας

Ναι, έχουμε ελεύθερη βούληση γιατί μερικές φορές είναι σκόπιμο να θεωρούμε τους ανθρώπους ηθικά υπεύθυνους για τις πράξεις τους. Κατηγορούμε τους ανθρώπους, επαινούμε τους ανθρώπους, ζητούμε από τους ανθρώπους να λογοδοτούν όλη μέρα. Θα ήταν μια αξιοσημείωτη σύμπτωση εάν αυτή η πρακτική, τουλάχιστον κάποιες φορές, σε γενικές γραμμές, δεν είχε την καλύτερη κατάληξη.

Μου φαίνεται, ωστόσο, ότι όσο περισσότερο θεωρούμε πως η συμπεριφορά μας προκαλείται από φυσικά ή βιολογικά αίτια τόσο πιθανότερο είναι να αντιμετωπίζουμε την κακή συμπεριφορά ως πρόβλημα σχεδιασμού. Αντί να θεωρούμε υπεύθυνους τους ανθρώπους, θα τους εκπαιδεύουμε και θα τους πείθουμε και θα τους δίνουμε φάρμακα ώστε να βελτιωθούν. Εάν φτάναμε ποτέ στο σημείο η κακή συμπεριφορά να μην είναι τί­ποτε άλλο παρά ένα πρόβλημα σχεδιασμού, θα χάναμε την ελεύθερη βούλησή μας. Θα ήταν πολύ κακό αυτό;

Δώσε χρόνο στην ψυχή σου να σε φτάσει

Μια όμορφη αφρικανική ιστορία

Κάποιες φορές μια ιστορία αγγίζει την ψυχή μας όσο τίποτα άλλο. Θέλουμε να σας παρουσιάσουμε μία αρχαία αφρικανική ιστορία για ένα τρόπο ζωής στον οποίο οι πράξεις πηγαίνουν προς μια κατεύθυνση και η καρδιά προς άλλη επειδή δεν υπάρχει χρόνος για να συναντηθούν. Η ιστορία έχει ως εξής:

Λέγεται πως ένας άντρας εισχώρησε στα αφιλόξενα εδάφη της Αφρικής. Μόνο οι αχθοφόροι του τον συνόδευαν. Ο καθένας είχε ένα μεγάλο μαχαίρι στα χέρια του και καθάριζε τον δρόμο μέσα στη μεγάλη βλάστηση. Ο σκοπός τους ήταν να συνεχίσουν να προχωρούν με κάθε κόστος.

«Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της βιασύνης είναι ότι παίρνει πολύ χρόνο». – Gilbert Keith Chesterton

Αν συναντούσαν ένα ποτάμι, το διέσχιζαν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αν υπήρχε κάποιος λόφος, επιτάχυναν τον ρυθμό τους για να μην χάσουν ούτε λεπτό. Αλλά ξαφνικά οι αχθοφόροι σταμάτησαν. Ο εξερευνητής ήταν έκπληκτος. Περπατούσαν μόνο για λίγες ώρες. Οπότε τους ρώτησε: «Γιατί σταματήσατε; Κουραστήκατε ήδη μετά από λίγες ώρες περπατήματος;»

Τότε ένας από τους αχθοφόρους τον κοίταξε και είπε: «Όχι κύριε, δεν κουραστήκαμε. Απλώς κινούμαστε πολύ γρήγορα και αφήσαμε πίσω την ψυχή μας. Τώρα την περιμένουμε να μας φτάσει.»

Μια ιστορία που σας προσκαλεί να συνδεθείτε με τον εαυτό σας

Όλοι έχουμε νιώσει αποσυνδεδεμένοι από τον εαυτό μας κάποια στιγμή. Σαν το άτομο που σηκώθηκε από το κρεβάτι, που πήγε στη δουλειά, που μίλησε δεν ήμασταν εμείς αλλά κάποιος άλλος. Είναι κάτι που αισθανόμαστε πολλές φορές όταν νιώθουμε βυθισμένοι στην πολυάσχολη ζωή μας και δεν μπορούμε να βρούμε ένα τρόπο διαφυγής.

Όλα σχετίζονται με το να βρούμε πάλι το κέντρο μας. Όπως λέει η ιστορία να επιτρέψουμε στην ψυχή μας να επιστρέψει. Κάποιες φορές το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η σωστή διαχείριση της κατάστασης αλλά άλλες φορές χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από αυτό.

Αν δεν νιώσουμε αυτή τη σύνδεση και τον σχετικό έλεγχο της ζωής μας ίσως αρχίσουμε να χάνουμε το κίνητρο. Αυτό το αίσθημα μπορεί να μετατραπεί σε λύπη ή άγχος. Σε αυτό το σημείο όλα ξεκινούν να γίνονται περίπλοκα. Αλλά υπάρχουν καλά νέα: υπάρχει ένας απλός τρόπος να το διορθώσετε αυτό και χρειάζεται μόνο λίγα λεπτά την ημέρα. Να πως να το κάνετε:

Καθίστε για μια στιγμή στην άκρη του δρόμου

Όπως οι αχθοφόροι στην αφρικανική ιστορία, αν νιώσετε αποσυνδεδεμένοι από το κέντρο σας, αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να σταματήσετε. Το πιο πιθανό είναι ότι βιάζεστε πολύ. Αυτό σας έχει κρατήσει από το να χαλαρώσετε και σημαντικότερα από το να ενώσετε την ψυχή με το δρόμο σας.

Το καλύτερο πράγμα που μπορείτε να κάνετε είναι να βρείτε μια ήσυχη στιγμή, ιδανικά προς το τέλος της ημέρας. Είναι η στιγμή οικειότητας με τον εαυτό σας και το αξίζετε. Χαλαρώστε και απλώς αναρωτηθείτε: πως ήταν η μέρα σας; τότε αναθεωρήστε τα πράγματα που σας συνέβησαν κατά τη διάρκεια της.

Μην αναρωτηθείτε απλώς τι κάνετε αλλά επίσης και τις σκέψεις και τα συναισθήματα που σας προκλήθηκαν. Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σας ήρθε στο μυαλό μόλις ξυπνήσατε; πως νιώθατε όταν αντιμετωπίζατε ανθρώπους, καταστάσεις και τον εαυτό σας; αφιερώστε τουλάχιστον πέντε λεπτά σε αυτή τη ψυχική αναθεώρηση της ημέρας.

Προχωρήστε προς τον προβληματισμό και αφήστε την ψυχή σας να επιστρέψει

Αρχικά πιθανώς μόνο να δείτε μια διαδοχή μηχανικών δραστηριοτήτων και συναισθημάτων. Ωστόσο, σιγά σιγά όπως λέει και η αφρικανική ιστορία η ψυχή πρέπει να συμβαδίσει μαζί σας. Το να καταγράφετε όσα κάνετε είναι ένας βασικός τρόπος για να έρθετε πιο κοντά με τον εαυτό σας αλλά είναι μόνο η αρχή, τα πρώτα βήματα. Δεν χρειάζεται να κάνετε λεπτομερή λίστα από όλα όσα κάνατε. Απλώς αφήστε το μυαλό σας να κυλήσει ακόμα και όταν είναι μπερδεμένο. Πριν το καταλάβετε, θα παρατηρήσετε θορύβους διαφορετικών εμπειριών που δε γνωρίζατε. Την ηχώ από συναισθήματα που αγνοήσατε και τα άβολα αισθήματα που απορρίψατε.

Κάντε αυτό και η ψυχή θα συμβαδίσει μαζί σας. Σταδιακά θα μπορέσετε να βρείτε την ισορροπία. Η ανταμοιβή από αυτή τη μικρή καθημερινή προσπάθεια είναι περισσότερη γαλήνη. Επίσης θα έχετε περισσότερα οφέλη από αυτά που κάνετε και θα γνωρίσετε τον εαυτό σας καλύτερα. Το πιο σημαντικό είναι πως θα έχετε ένα εργαλείο για να κοιτάξετε τη ζωή σας με μια καλύτερη οπτική και να ανακαλύψετε τι πραγματικά θέλετε.

Η δική μου ερμνηνεία του Τάο

Ο παράδοξος τρόπος σκέψης είναι ενσωματωμένος σε ανατολίτικες έννοιες -όπως το γιν και το γιανγκ, δηλαδή το θηλυκό και το αρσενικό- και τα πράγματα περιγράφονται με άνεση ως αυτό και εκείνο – ταυτόχρονα. Αντίθετα, εμείς στη Δύση τείνουμε να θεωρούμε τα αντίθετα ως ασύμβατες έννοιες, που ανατίθενται η μια στην άλλη. Αυτό το Τάο μάς ζητά να αλλάξουμε τον παγιωμένο τρόπο σκέψης μας – πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα να δούμε και την ίδια τη ζωή μας να αλλάζει.

Το Τάο είναι το άγνωστο, αθέατο βασίλειο από όπου εκπορεύονται τα πάντα· ταυτόχρονα, το Τάο ενυπάρχει αόρατο μέσα στο κάθε τι. Όταν επιθυμούμε να δούμε αυτό το αόρατο μυστήριο, επιχειρούμε να το περιγράφουμε με όρους μορφών του εξωτερικού κόσμου – είναι αυτό που ο Λάο Τσε αποκαλεί «τα 10.000 πράγματα». Μας συμβουλεύει πως, για να δούμε πραγματικά το μυστήριο, θα πρέπει να πάψουμε να προσπαθούμε να το δούμε. Ή, όπως μ’ αρέσει να το σκέφτομαι εγώ, «Άσε τα πάντα στα χέρια του Θεού». Πώς όμως μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο; Ένας τρόπος είναι να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ασκηθεί λίγο περισσότερο στην παράδοξη συλλογιστική σύμφωνα με την οποία η επιθυμία (το να θέλουμε κάτι) και η έλλειψη επιθυμίας (να επιτρέπουμε ή να αποδεχόμαστε τις καταστάσεις) είναι έννοιες διαφορετικές μα και ίδιες, κάτι σαν τους δυο μυστηριώδεις και αντίθετους πόλους ενός συνεχούς.

Η επιθυμία είναι η φυσική έκφραση της δημιουργίας των συνθηκών οι οποίες θα μας επιτρέψουν να γίνουμε δεκτικοί. Ουσιαστικά, δηλαδή εγκόσμια προετοιμασία για να λάβουμε. Σύμφωνα με τον Λάο Τσε, η λαχτάρα να γνωρίσουμε ή να δούμε το μυστήριο του Τάο θα μας αποκαλύψει στοιχεία του σε μια ποικιλία εκδηλώσεων, αλλά δεν θα μας φανερώσει το ίδιο μυστήριο· Όμως, δεν πρόκειται για αδιέξοδο! Από το πεδίο της επιθυμίας είναι που ανθίζει το μυστηριώδες Τάο. Είναι λες και η επιθυμία μετουσιώνεται σε αβίαστη αποδοχή. Επιθυμώντας, κάποιος βλέπει τις εκδηλώσεις- σταματώντας να επιθυμεί, μπορεί κάποιος να αντικρίσει το ίδιο το μυστήριο.

Αν συντονιστούμε με όσα μάς λέει ο Λάο Τσε, γίνεται προφανές πως ο κόσμος μας προσφέρει άφθονα παραδείγματα αυτής της παράδοξης διαδικασίας. Σκεφτείτε την κηπουρική και τη λαχτάρα κάποιων για τις ζουμερές σπιτικές τομάτες ή τους ανοιξιάτικους ασφόδελους. Τελικά, αυτό που συμβαίνει είναι πως τους επιτρέπουμε να αναπτυχθούν με την ησυχία τους. Τώρα, σκεφτείτε πόσα πράγματα στη ζωή αφορούν την επιθυμία και πόσο διαφέρει αυτή από το να αφήσουμε κάτι να συμβεί. Να θέλουμε να κοιμηθούμε, για παράδειγμα, αντί να αφήνουμε τον εαυτό μας να κοιμηθεί. Να θέλουμε να κάνουμε δίαιτα αντί να κάνουμε δίαιτα. Να θέλουμε να αγαπήσουμε αντί να αγαπάμε. Σε αυτό το πλαίσιο του Τάο, η έλλειψη επιθυμίας σημαίνει πως εμπιστευόμαστε, επιτρέπουμε, αποδεχόμαστε. Η επιθυμία είναι η αρχή και το πεδίο για την κατάσταση της μη επιθυμίας, μα είναι ταυτόχρονα και η αρχή και το πεδίο της αποδοχής. Είναι το ίδιο, αλλά και διαφορετικό.

Δώστε προσοχή στις στιγμές που μπορείτε να αισθανθείτε μέσα στο σώμα σας τη γέφυρα ανάμεσα στην επιθυμία και στην αποδοχή (ή ανάμεσα στην προσπάθεια και στην ίδια την πράξη). Η προσπάθεια να παίξετε πιάνο, να οδηγήσετε ένα αυτοκίνητο ή να κάνετε ποδήλατο είναι το ίδιο μα ταυτόχρονα και διαφορετικό από το να παίζεις πράγματι πιάνο, να οδηγείς αυτοκίνητο ή να κάνεις ποδήλατο. Από τη στιγμή που κάποιος θελήσει να μάθει αυτές τις καθημερινές δραστηριότητες, έρχεται στιγμή που απλώς τους επιτρέπει να συμβούν. Η ουσία είναι να αναγνωρίσετε μέσα στο σώμα σας τη διαφορά ανάμεσα στο να προσπαθείτε και να επιτρέπετε, και στη συνέχεια να αντιληφθείτε πόσο χαλαρωτική είναι η αίσθηση της δεύτερης κατάστασης. Αυτή η πρακτική θα σας βοηθήσει επίσης να κατανοήσετε καλύτερα το αόρατο μυστήριο των δέκα χιλιάδων πραγμάτων, που περιλαμβάνουν όλα τα ορατά φαινόμενα του κόσμου μας.

Τα 10.000 πράγματα στα οποία αναφέρεται ο Λάο Τσε συμβολίζουν τα ταξινομημένα και επιστημονικά κατονομασμένα αντικείμενα της γης, τα οποία μάς βοηθούν να επικοινωνούμε και να αναγνωρίζουμε για ποιο πράγμα μιλάμε ή τι σκεφτόμαστε. Ωστόσο, παρ’ όλη την τεχνολογική εξειδίκευση και επιστημονική κατηγοριοποίηση, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα πραγματικό ανθρώπινο μάτι ή συκώτι, ή ακόμα κι έναν κόκκο σταριού. Το καθένα απ’ αυτά- μαζί με όλα τα υπόλοιπα που αποτελούν τον γνωστό ή κατονομασμένο κόσμο- προέρχεται από το μυστήριο, το αιώνιο Τάο. Ακριβώς όπως ο κόσμος δεν είναι τα κατονομασμένα του μέρη, έτσι κι εμείς δεν είμαστε αποκλειστικά το δέρμα, τα κόκκαλα και οι ποταμοί των υγρών από τα οποία αποτελείται το σώμα μας. Είμαστε κι εμείς το αιώνιο Τάο, το οποίο αόρατα ζωντανεύει τη γλώσσα μας για να μιλάμε, τα αυτιά μας για να ακούμε, τα μάτια μας για να βλέπουμε τις εκδηλώσεις του μυστηρίου. Αν επιτρέψουμε συνειδητά σε αυτό το ακατανόμαστο μυστήριο να συμβεί, τότε μόνο έχουμε πετύχει να πραγματώσουμε το Τάο.

Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει και να διακινδυνεύουμε αλόγιστα; Ασφαλώς όχι. Σημαίνει πως πρέπει να αποδεχόμαστε το μυστήριο τη στιγμή που μας ληστεύουν ή μας κακομεταχειρίζονται; Πιθανώς όχι. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει ποτέ να προσπαθούμε να αλλάξουμε τα πράγματα; Όχι. Σημαίνει όμως πως πρέπει να ασκηθούμε στο να ζούμε μέσα στο μυστήριο και να του επιτρέπουμε να κυλάει μέσα μας ανεμπόδιστα. Σημαίνει πως αποδεχόμαστε την παραδοξότητα να παραμένουμε συγκροτημένοι, καθώς επιτρέπουμε ταυτόχρονα το ξεδίπλωμα του μυστηρίου.

Εξασκήστε το Τάο· βρείτε τους προσωπικούς σας τρόπους για να ζείτε μέσα στο μυστήριο. Όπως λέει και ο Λάο Τσε στην πρώτη στροφή: «Και το ίδιο το μυστήριο είναι το κλειδί για την απόλυτη κατανόηση».

Ιδού η συμβουλή μου για το πώς μπορείτε να μετατρέψετε το κείμενο αυτό σε καθημερινή πρακτική κατά τον 21ο αιώνα:

Πρώτον και κυριότερο, απολαύστε το μυστήριο!

Κάθε τι πρόκειται να συμβεί σύμφωνα με Κοσμική τάξη. Μην προσπαθείτε πολύ σκληρά να κάνετε κάτι να συμβεί – απλώς επιτρέψτε του να γίνει.

ΔΙΩΝ: Αν κανείς είναι εκ φύσεως πραγματικά συνετός, δεν θα δίνει καμία σημασία στον έπαινο των πολλών

ΔΙΩΝ – Πες μου, στο όνομα του Δία, έχεις ακούσει για το έργο ενός χαρισματικού ζωγράφου, ο οποίος παρουσίασε στο πλήθος μια θαυμαστή εικόνα ενός αλόγου, η οποία ήταν ακριβής;

Λένε ότι αυτός διέταξε τον υπηρέτη του να παραφυλάει όσους την έβλεπαν, αν την κατηγορούσαν ή την επαινούσαν, και να θυμάται τι έλεγαν και να του τα μεταφέρει.

Καθένας από εκείνους έλεγε κάτι διαφορετικό για την εικόνα και κατηγορούσε άλλος, πιστεύω, το κεφάλι, άλλος τα ισχία, άλλος τα πόδια, ότι, αν είχαν γίνει αλλιώς, θα ήταν πολύ ωραιότερα.

Μόλις ο ζωγράφος άκουσε τον υπηρέτη, έφτιαξε άλλη εικόνα σύμφωνα με την αντίληψη και την αίσθηση των πολλών και πρόσταξε να τη βάλουν δίπλα στην προηγούμενη.

Η διαφορά, λοιπόν, ήταν μεγάλη γιατί η μία ήταν πάρα πολύ ακριβής, ενώ η άλλη ήταν πάρα πολύ άσχημη και γελοία και έμοιαζε περισσότερο με όλα παρά με άλογο.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι, αν κανείς έχει μεγάλη ανάγκη τον έπαινο των πολλών, έτσι θα κάνει το καθετί και θα προθυμοποιηθεί να εμφανίσει τον εαυτό του τέτοιο όπως αξιώνουν οι πολλοί. Και είναι προφανές ότι πολύ γρήγορα θα μοιάζει όχι με εκείνο το πρώτο άλογο, που φτιάχτηκε απλά και σύμφωνα με την τέχνη ενός, αλλά με το θαυμαστό και πολυσύνθετο δημιούργημα, το οποίο δεν αρέσει ούτε σε εκείνους τους ίδιους, τους δημιουργούς του, αλλά έχει συντεθεί από την αίσθηση και τη δημιουργία όλων.

Όπως ακριβώς λέει ο μύθος ότι η Πανδώρα, η οποία δεν είχε πλαστεί από έναν θεό αλλά από όλους μαζί, καθώς καθένας δώριζε και προσέθετε κάτι διαφορετικό, πλάσμα γεννημένο χωρίς καμία σοφία ούτε για καλό, αλλά πολύμορφο και πολυποίκιλο, απέβη κακό για όσους το έλαβαν. Αφού όμως ο όχλος και ο λαός των θεών, όταν δημιουργούσε και εργαζόταν από κοινού, δεν κατέστη ικανός να εργαστεί όμορφα και άμεμπτα, τι θα μπορούσε να πει κανείς για τη ζωή και τον άνθρωπο που πλάθονται και δημιουργούνται από την ανθρώπινη αντίληψη;

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι, αν κανείς είναι εκ φύσεως πραγματικά συνετός, δεν θα δίνει καμία σημασία στον λόγο των πολλών ούτε θα υπηρετεί με κάθε τρόπο τον έπαινό τους, ώστε ποτέ δεν θα θεωρήσει τον έπαινο αυτό σπουδαίο, πολύτιμο και, για να το πούμε έτσι, αγαθό.

Και αν δεν τον θεωρεί αγαθό, θα είναι ανίκανος να φθονεί γι’ αυτό όσους τον έχουν.

Για εμάς, λοιπόν, ο αξιόλογος, συνετός και σωφρονισμένος άνθρωπος δεν είναι τέτοιος που κυνηγά πλούτους, επαίνους, ολυμπιακά και πυθικά στεφάνια, επιγραφές σε στήλες και έγγραφες μαρτυρίες λαών και βασιλιάδων, προκειμένου να είναι περίβλεπτος και επιφανής, αλλά πορεύεται στη ζωή ευπρεπής και μετρημένος, όσο είναι δυνατόν, ταπεινός και σωφρονισμένος ο ίδιος από τον εαυτό του και τη σκέψη του, χωρίς να χρειάζεται κανένα στολισμό απέξω και καμία επιπρόσθετη τιμή.

ΔΙΩΝ, ΑΠΑΝΤΑ

John Stuart Mill: Κάποια είδη ηδονής είναι περισσότερο επιθυμητά και αξιόλογα από κάποια άλλα

Οι φιλελεύθερες ιδέες που διατύπωσε ο Mill δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των βιωμάτων του, αλλά και των ωφελιμιστικών απόψεων που είχε υιοθετήσει τόσο από τον πατέρα του όσο και από τον Jeremy Bentham, ο οποίος συνέβαλε εξίσου στη διαπαιδαγώγησή του. Στο έργο του “Utilitarianism” (1861) φαίνεται να υποστηρίζει τη βασική αρχή του ωφελιμισμού, σύμφωνα με την οποία οι ανθρώπινες πράξεις για να θεωρούνται ορθές πρέπει να είναι τέτοιες, ώστε να προάγουν τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Έκδηλη όμως παρουσιάζεται η αποστασιοποίηση των απόψεών του από αυτές των βασικών εκπροσώπων της θεωρίας του ωφελιμισμού, εκφράζοντας τη διακριτική επαναστατική του διάθεση. Η διαφοροποίησή του έγκειται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να κατακτηθεί η πολυπόθητη ευτυχία.

Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι με τις πράξεις τους επιδιώκουν την ευτυχία. Το αν αυτές οι πράξεις είναι ηθικά σωστές ή λανθασμένες κρίνεται από τις συνέπειές τους. Ο Bentham θεωρώντας ότι η ευτυχία εμπεριέχει το στοιχείο της ηδονής προτείνει ένα αριθμητικό υπολογιστικό σύστημα των ηδονών προκειμένου να κριθεί η ηθικότητα της ανθρώπινης πράξης. 

Συγκεκριμένα, το μέγεθος της ηδονής καθορίζεται από: α) την έντασή της, β) τη διάρκειά της, γ) τη βεβαιότητά της, δ) από το εάν τίθεται στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνει χώρο ο υπολογισμός της, ε) τη γονιμότητά της, εάν δηλαδή συνεπάγεται άλλες ομοειδείς ηδονές, στ) την καθαρότητά της, εάν δηλαδή προκαλούν ταυτόχρονα δυσάρεστα συναισθήματα και ζ) την έκτασή της, εάν μπορεί δηλαδή να προκαλέσει ηδονικές καταστάσεις και σε άλλα άτομα, πέρα από τα άτομα που σχετίζονται άμεσα με την ηδονική πράξη.

Αυτός ο ποσοτικός υπολογισμός των ηδονών απορρίπτεται από τον Mill, ο οποίος στο έργο του «Ωφελιμισμός» διατυπώνει την έμμεση κριτική του στον Bentham: «Η παραδοχή του γεγονότος ότι κάποια είδη ηδονής είναι περισσότερο επιθυμητά και αξιόλογα από κάποια άλλα είναι απόλυτα σύμφωνη με την αρχή της ωφέλειας. Θα ήταν άτοπο τη στιγμή που κατά την αξιολόγηση άλλων πραγμάτων συνυπολογίζουμε την ποιότητα με την ποσότητα να θεωρούμε ότι η αξιολόγηση των ηδονών πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την ποσότητά τους».

Η ποιοτική αξιολόγηση των ηδονών που προτείνει ο Mill έχει να κάνει με το διαχωρισμό τους σε ανώτερες και σε κατώτερες. Στις ανώτερες ηδονές κατατάσσει τις πνευματικές ηδονές, οι οποίες είναι, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, προτιμητέες από κάθε αξιοπρεπές έλλογο όν, προκειμένου να αποκτήσουν την πραγματική ευτυχία. Όσοι αρκούνται στις σωματικές και στις αισθησιακές απολαύσεις δε θεωρούνται από τον Mill πραγματικά ευτυχείς, αλλά ικανοποιημένοι ως ένα βαθμό. Αυτός ο συμβιβασμός όμως πολύ λίγο απέχει από τη δυστυχία.

Ο δρόμος για την απόκτηση της ευτυχίας για τον Mill δεν είναι μονόδρομος. Πρόκειται για μια διαδικασία πλουραλιστική και είναι τέτοια εξαιτίας του πολυδιάστατου της ανθρώπινης φύσης και των ποικίλων δυνατοτήτων της. Προτείνει το συνδυασμό της βασικής ωφελιμιστικής αρχής με άλλες αρχές, όπως είναι η αρετή. Ο Mill δεν ικανοποιείται με αυτό που προτείνει η μπενθαμική θεωρία, η οποία προϋποθέτει τη μεγιστοποίηση της ηδονής και την ελαχιστοποίηση του πόνου, αλλά ζητά από τα άτομα να ενεργούν έτσι ώστε να επιζητούν διαρκώς την ενάρετη ζωή, την πρόοδο, που θα ανάγει σε αυτοσκοπό όχι το ατομικό συμφέρον, αλλά την αυτοβελτίωση.

Προτείνει την καλλιέργεια των αισθημάτων και της ανθρώπινης φαντασίας, την καλλιέργεια των διανοητικών ικανοτήτων με την παράλληλη ανάπτυξη των συναισθημάτων του εσωτερικού κόσμου. Η ανάγκη του ανθρώπου για αυτήν την ισορροπία πηγάζει φυσικά από τη συναισθηματική αναπηρία που βίωσε κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων. Έτσι, η καλλιέργεια των συναισθημάτων έγινε ένα από τα κύρια σημεία στην ηθική και φιλοσοφική του θεωρία.

Η μπενθαμική θεωρία υποστήριζε ότι υπήρχε ασυμφωνία ανάμεσα στην ανάπτυξη της διανόησης των ατόμων και στην καλλιέργεια των ηθικών και αισθητικών αισθημάτων τους και καθώς θεώρησε ότι τα τελευταία δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν στους σκοπούς της κοινωνικής μεταρρύθμισης, τα αγνόησε. Έτσι, ο Mill απομακρύνεται από τις θέσεις των υποστηρικτών του κλασικού ωφελιμισμού, δίνοντας στον ωφελιμισμό μια νέα διάσταση και ένα ευρύτερο περιεχόμενο.

Χαρακτήρισε τον άνθρωπο ως ον προοδευτικό, που δεν υπολογίζει τις ηδονές και τα συμφέροντά του μηχανικά, αλλά επιζητά την αυτοανάπτυξή του. Αυτό το ον δεν είναι ανταγωνιστικό, ούτε νιώθει ευτυχία με την ήττα των υπολοίπων προκειμένου να επιτύχει το ίδιο τις επιδιώξεις του, όπως ισχυρίστηκε ο Bentham. Αυτό που προσπαθεί είναι να εναρμονίσει τα αισθήματα και τους στόχους του με εκείνα των υπολοίπων συνανθρώπων του.

Οι φανατικοί εχθροί της μοναξιάς

Δεν βλέπω ωστόσο γιατί αυτή η ανάγκη συντροφιάς, αυτή η ισχυρή επιθυμία συναναστροφής, συγκαταλέγεται στα υπέρ μας και αναφέρεται ως ανθρώπινη αυταξία που δεν απαντά στα άλλα ζώα. Διότι, για να είναι μια απόδειξη της φυσικής μας υπεροχής και της ύπαρξης στον ανθρώπο μιας γενναιόδωρης αγάπης που υπερβαίνει τον εαυτό του και αγκαλιάζει ολόκληρο το είδος του, η ανάγκη για συντροφιά (και, αντίστοιχα, η απέχθεια της μοναξιάς) θα έπρεπε να είναι εξόφθαλμη και ιδιαιτέρως ισχυρή στους καλύτερους του είδους μας, στους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη ευφυΐα, τα μεγαλύτερα ταλέντα και τις περισσότερες αρετές. 

Όμως τα πιο αδύναμα πνεύματα, τα λιγότερο ικανά να χαλιναγωγήσουν τα πάθη τους, οι ένοχες συνειδήσεις που τρέμουν στην ιδέα να μείνουν μόνες με τον εαυτό τους, καθώς και οι άνθρωποι δίχως αξία, οι οποίοι είναι ανίκανοι να παραγάγουν από μόνοι τους οτιδήποτε χρήσιμο, αυτοί είναι οι φανατικότεροι εχθροί της μοναξιάς – προτιμούν οποιαδήποτε συντροφιά παρά να μείνουν χωρίς συντροφιά.

Ενώ οι γνωστικοί και καλλιεργημένοι άνθρωποι, οι οποίοι στοχάζονται και μελετούν τα πράγματα και οι οποίοι δεν είναι έρμαιο των παθών τους, πρόθυμα και χωρίς πρόβλημα μπορούν να μείνουν μοναχοί. Θ’ αποφύγουν είκοσι, παρέες προκειμένου να μην υποστούν την κακοφωνία, τη βλακεία και την προπέτεια, και θα προτιμήσουν το γραφείο τους ή έναν κήπο προκειμένου να μη συναντήσουν τίποτε δυσάρεστο και προσβλητικό για το καλό τους γούστο – ή ακόμα και την έρημο για ν’ αποφύγουν τη συναναστροφή με ορισμένους ανθρώπους.

ΣΤΩΪΚΟΙ ΚΑΙ ΣΤΩΪΚΙΣΜΟΣ: ΠΡΟΣΩΠΑ - ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ Ο ΣΟΛΕΥΣ

Διάδοχος του Κλεάνθους στην σχολαρχεία της Στοάς, υπήρξε ο επιφανής Χρύσιππος ο Σολεύς (από τους Σόλους της Κιλικίας, 281-206). Μία παράδοση μάς τον παρουσιάζει ως επαγγελματία δρομέα, από δε το 260 περίπου έζησε εξακριβωμένα στην Αθήνα σπουδάζων στην Ακαδημία, όπου έλαβε εξαίρετη διαλεκτική Παιδεία δίπλα στον Αρκεσίλαο από την Πιτάνη. Κατόπιν, παρηκολούθησε μαθήματα στη Στοά, υπό τον Κλεάνθη. Όσο ακόμη εκείνος ζούσε, ο Χρύσιππος άρχισε, έχοντας ήδη αποκτήσει τα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτου, την δική του διδακτική δραστηριότητα, μετά δε τον θάνατο του Κλεάνθους (232) έγινε αυτός αρχηγός της Στοάς και εκέρδισε, με την διδακτική και συγγραφική του δραστηριότητα, πολύ μεγάλη φήμη στον χώρο της στωϊκής διδασκαλίας, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αυτός που την οδήγησε στην ολοκλήρωση. Υπήρξε ένας πολύ σίγουρος για τον εαυτό του άνθρωπος, και στις παραδόσεις του, παρά το ότι ομιλούσε τα Ελληνικά με την «βαρβαρίζουσα» προφορά της Κιλικίας, υπήρχε μεγάλη συρροή, ενδεικτική δε είναι η απάντησή του σε κάποιον που τον ερωτούσε πού μπορούσε να εμπιστευθεί την παιδεία του υιού του: «σε εμένα, διότι αν ήξερα κάποιον άλλον που να με ξεπερνά, θα είχα ήδη πάει ο ίδιος σε αυτόν να λάβω μαθήματα Φιλοσοφίας». 

Ο Χρύσιππος, υπήρξε ένα «τέρας» εργασίας και το συγγραφικό του έργο, όπως λέει ο Διογένης Λαέρτιος, περιελάμβανε 705 επί μέρους έργα, πολλά όμως από αυτά θα ήσαν ασφαλώς σχεδιαγράμματα και συλλογές υλικού για προσωπική του χρήση (τα κυρίως βιβλία του υπολογίζονται σε 165, εκ των οποίων τα 119 αφορούν τη Λογική και 46 την Ηθική Φιλοσοφία). Από τα συγγράμματά του, έχουν διασωθεί ελάχιστα μεμονωμένα αποσπάσματα από 66 μόνον έργα του (SVF, III, 194 – 205). Στην τολμηρή προσπάθειά του να διαρθρώσει τη στωϊκή διδασκαλία σε μια συστηματική τάξη, καθώς επίσης και να την επεξεργασθεί σε βάθος και εν μέρει ακόμη και να τη διατυπώσει με έναν καινούριο θαρραλέο τρόπο, ο οποίος από πολύ ενωρίς τον είχε φέρει σε σύγκρουση ακόμη και με τους διδασκάλους του, ο Χρύσιππος άρχισε με τη Λογική και την Γνωσιοθεωρία (σ’αυτό μάλιστα τον εβοήθησε πολύ η πολύ καλή γνώση των σκεπτικών διδασκαλιών της Ακαδημίας). 

Στην προσπάθειά του να χαράξει με ακρίβεια τα όρια μεταξύ της δικής του Σχολής και της υπό τον Αρκεσίλαο τον Πιταναίο, Νέας Ακαδημίας (που διεκήρυσσε ότι «την απόλυτη αλήθεια είναι αδύνατον να συλλάβει ο ανθρώπινος νούς» και έτεινε πλέον στον σκεπτικισμό και την ανατροπή κάθε παραδεδομένης γνώσεως), αλλά και να καταπολεμήσει επίσης τα σοφίσματα της Εριστικής Σχολής των Μεγαρέων, εδοκίμασε να οικοδομήσει και να στερεώσει ένα πλήρες Στωϊκό Σύστημα, με αποτέλεσμα να ονομασθεί, από την αρχαιότητα κιόλας, «επανιδρυτής» της Στοάς. Οι οπαδοί του, εξετίμησαν και εθαύμασαν ιδιαιτέρως τον αναγκαίο (για την καταπολέμηση της ανταγωνιστικής τότε Εριστικής Σχολής των Μεγάρων και του σκεπτικισμού της συγχρόνου του Ακαδημίας του Αρκεσιλάου) πολεμικό δογματισμό του, που ωστόσο εστηρίζετο σε μία πολύ λεπτή και ανωτάτου επιπέδου διαλεκτική (δεν είναι τυχαίο δε, το ότι αρκετοί έλεγαν πως «αν οι Θεοί κάνουν διαλεκτική, θα χρησιμοποιούν προφανώς την διαλεκτική του Χρυσίππου» !! «..ΕΙ ΠΑΡΑ ΘΕΟΙΣ ΗΝ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ, ΟΥΚ ΑΝ ΑΛΛΗΝ ΗΝ Ή Η ΧΡΥΣΙΠΠΟΥ» Διογένης Λαέρτιος, 7, 180), και τού έδωσαν επίσης τον τίτλο «κοφτερή λεπίδα για τις ακαδημαϊκές παγίδες». 

Ο Χρύσιππος, θεωρείται επίσης ο εισηγητής του όρου «Τέλος» για τον επαναορισμό του σκοπού του ανθρώπου, τον οποίο διηύρυνε ως τρόπο ζωής συμφώνως και σε αρμονία προς τα συμβαίνοντα εντός της Φύσεως (δηλαδή το «ΖΗΝ ΚΑΤ’ ΕΜΠΕΙΡΙΑΝ ΤΩΝ ΦΥΣΕΙ ΣΥΜΒΑΙΝΟΝΤΩΝ» Διογένης Λαέρτιος, VII 87) και ρυθμιζόμενο προς την πείρα που παρέχει ο έξω κόσμος αλλά και η εσωτερική φύση. Ο Χρύσιππος, κατέθεσε τον τελειότερο και ακριβέστερο ορισμό του ανθρωπίνου «Τέλους» (βλ. το κατωτέρω απόσπασμα από τον Διογένη Λαέρτιο, VΙΙ 88), στον οποίο τονίζεται όλως ιδιαιτέρως η αρμονία του τρόπου ζωής προς την πείρα που ο άνθρωπος αποκτά μέσα από τις εκδηλώσεις της Φύσεως, αλλά και ο οφειλόμενος σεβασμός προς τον Παγκόσμιο Νόμο ο οποίος άρχει επί όλων των όντων και κατοικεί μέσα σε αυτά (εντός του ανθρώπου, η δύναμη αυτή καλείται Δαίμων και αποστολή του είναι να ρυθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις) και συγκρατεί σε ένα θαυμαστό, εύτακτο και οργανικό σύνολο το Παν. 

Από τους μαθητές του διεκρίθησαν ο Ζήνων από την Ταρσό και ο Διογένης από την Βαβυλώνα, οι οποίοι αργότερα ανέλαβαν τη διεύθυνση της Σχολής. Από τα πάμπολλα έργα του (που ο κατάλογός τους δεν εσώθη πλήρης) δύο μόνον είναι δυνατόν, κατά κάποιον τρόπο, να αποκατασταθούν από επιτομές που μας παρέδωσε ο Γαληνός («Περί Ψυχής» και «Περί Παθών»). Τα έργα του «Περί Προνοίας» και «Περί Ειμαρμένης», επραγματεύοντο κεντρικά θέματα της στωϊκής Φιλοσοφίας, την αντίφαση δηλαδή μεταξύ του πεπρωμένου και της ελευθερίας της βουλήσεως, την διδασκαλία για τις κύριες και δευτερεύουσες αιτίες, καθώς και για την σύνδεσή τους. Το έργο του δε «Περί Θεών», προωθούσε την αλληγορική ερμηνεία των μύθων. Μέσα στα έργα του, υπήρχαν επίσης έργα για την εξήγηση των ονείρων και για τις παροιμίες. Μερικά, ελάχιστα, κομμάτια εσώθησαν σε παπύρους. 

Μετά τον θάνατό του σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δύο αγάλματα στην Αθήνα εθύμιζαν την μεγάλη πνευματική αξία αυτού του διδασκάλου. Ο ίδιος, έθρεφε περιφρόνηση για τους μεγάλους ηγεμόνες της εποχής του, ακόμη και για εκείνους που επιζητούσαν να έχουν ως συμβούλους φιλοσόφους, δεν αφιέρωσε ποτέ κανένα βιβλίο του σε βασιλείς και αρνήθηκε να δεχθεί, μαζί με τον Σφαίρο, την πρόσκληση του βασιλέως Πτολεμαίου να επισκεφθεί την Αυλή του. 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ο Χρύσιππος επεξήγησε την διαφορά μεταξύ αρχών και στοιχείων, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος (VII, 134). Οι αρχές είναι αγέννητες, άφθαρτες και άμορφες, ενώ τα στοιχεία λαμβάνουν μορφές και καταστρέφονται κατά την εκπύρωση. Το ποιούν είναι ο λόγος μέσα στην ύλη, ο Θεός, ο οποίος, παραμένοντας πάντα ο ίδιος, δημιουργεί με την ύλη τα ξεχωριστά πράγματα. (SVF, Β, 111, 5-14). 

Για την ύπαρξη των Θεών, ο Χρύσιππος υποστηρίζει ότι «αν υπάρχει κάτι στον Κόσμο που ο νούς, η λογική, η δύναμη και η εξουσία του ανθρώπου δεν μπορούν να το έχουν δημιουργήσει, αυτό που το δημιούργησε είναι ανώτερο του ανθρώπου. Τα ουράνια σώματα και καθετί που παρουσιάζει αιώνια κανονικότητα δεν είναι ανθρώπινα δημιουργήματα, άρα αυτό που τα εδημιούργησε είναι ανώτερο του ανθρώπου.» (Χρύσιππος, όπως διασώζεται από τον Κικέρωνα στο De Natura Deorum, 2, 16) και αναφορικώς με τον Θεό Δία ότι «ο Ζεύς αποτελεί την κοινή φύση των πάντων, καθώς και τη μοίρα και την ανάγκη των μελλουμένων να συμβούν. Είναι επίσης το πυρ και ο αιθήρ, καθώς και τα ρευστά ή εν διαρκήι κινήσει στοιχεία, όπως το ύδωρ, ο αέρας, ο ήλιος, η σελήνη και τ’ άστρα, και αποτελεί το Όλον που αγκαλιάζει τα πάντα (Χρύσιππος, όπως διασώζεται στον Κικέρωνα, De Natura Deorum, 1, 39). 

Στα ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΒΙΟΥ, η Φιλοσοφία ορίζεται από τον Χρύσιππο ως «η ενασχόληση με την ορθή λειτουργία του λόγου» («επιτήδευσις λόγου ορθότητος», SVF, 3, 293). Επίσης υποστηρίζεται, ότι τίποτε δεν συμβαίνει χωρίς αιτία, αλλά απλώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να ανακαλύπτουν την κάθε αιτία (SVF 2, 351). Η «Εύροια Βίου» επίσης, ορίζεται ως η ψυχική κατάσταση κατά την οποία κανείς πόνος, αγωνία και φόβος δεν αναδύεται απέναντι στα συμβαίνοντα του παρόντος, αλλ’ αντιθέτως κυριαρχεί διαρκής εσωτερική γαλήνη, ειρήνη, αρμονία και ηδονή, ο δε σκοπός του ανθρωπίνου βίου περιγράφεται με τα εξής λόγια: «Ο σκοπός (το «Τέλος») του ανθρώπου είναι να διάγει τον βίο του όχι συμφώνως προς τις υποδείξεις της δικής του φύσεως, αλλά, γενικώς, της καθολικής Φύσεως, δηλαδή της κοινής για όλους, η οποία εμπερικλείει σύμπαντα τον Όλο Κόσμο και πρέπει συνεπώς να αποφεύγει ο άνθρωπος κάθε τι που απαγορεύει ο κοινός Νόμος, ο οποίος είναι ο Ορθός Λόγος που διέρχεται μέσα από τα πάντα και ταυτίζεται προς τον Δία, καθώς μόνον εκείνος είναι ο κατευθύνων την σκοπιμότητα που διέπει τα πάντα» (Διογένης Λαέρτιος, VΙΙ 88).

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: Ι. ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

2.3. Η εικόνα του κοσμικού δικαστηρίου


Μια σύνθετη φράση του Αναξίμανδρου, που έφτασε ως εμάς όπως διατυπώθηκε από τον εισηγητή της, είναι το παλαιότερο αυθεντικό υλικό που διαθέτουμε από την ιστορία της φιλοσοφίας.

Ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών· διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν.

Απ᾽ όπου γεννιούνται τα όντα εκεί και καταλήγουν πεθαίνοντας, όπως επιβάλλει η αναγκαιότητα· γιατί λογοδοτούν και επανορθώνουν το ένα στο άλλο για την αδικία που διέπραξαν, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου.
Αναξίμανδρος, απόσπ. 1

Το κείμενο αυτό είναι διατυπωμένο σε πεζό λόγο, διατηρεί όμως τον ρυθμό και την εσωτερική ισορροπία της ποιητικής έκφρασης. Μας μεταφέρει μπροστά σε ένα κοσμικό δικαστήριο, όπου απονέμεται δικαιοσύνη σε κάποια «όντα» για την αδικία που διέπραξαν το ένα απέναντι στο άλλο. Η οικεία εικόνα του πολιτικού δικαστηρίου έρχεται να φωτίσει ένα μακρινό και απρόσιτο μυστικό της τάξης του κόσμου. Δεν γνωρίζουμε για ποια όντα μιλά ο Αναξίμανδρος ούτε ποιο είναι ακριβώς το αδίκημά τους, γνωρίζουμε όμως την ποινή που τους επιβάλλεται: είναι η αναγκαία ανταλλαγή της γέννησης και του θανάτου τους. Ο θάνατος είναι η επιστροφή στη μήτρα από όπου γεννήθηκαν και, αφού προβάλλεται ως τιμωρία, ως τίμημα που πρέπει να πληρώσουν «το ένα στο άλλο», τότε το αδίκημα είναι μάλλον η ίδια η γέννηση ενός όντος η οποία φαίνεται να έβλαψε ένα άλλο ον. Το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς ποιο ον αδικεί και ποιο αδικείται, ποιο επανορθώνει και ποιο ανταμείβεται, δείχνει ότι υπάρχει αμοιβαιότητα, εναλλαγή ρόλων στο δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος θα γίνει αργότερα, «σύμφωνα με την τάξη του χρόνου», κατήγορος - και η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί αιωνίως.

Είναι βέβαιο ότι ο Αναξίμανδρος προβάλλει εδώ μια εικόνα κοσμικής ισορροπίας. Η απονομή δικαιοσύνης, η ανταπόδοση της άδικης πράξης, η αμοιβαία σχέση των εμπλεκομένων και η εναλλαγή των ρόλων τους, η αναφορά στην Αναγκαιότητα και στην τάξη του χρόνου, όλα αυτά είναι ασφαλείς ενδείξεις που μας οδηγούν στη σύλληψη του κόσμου ως συστήματος αντιμαχόμενων και ισόρροπων δυνάμεων. Η εικόνα αυτή ενισχύεται αν θεωρήσουμε ότι τα «όντα» του αποσπάσματος αναφέρονται σε αντίθετα στοιχεία ή αντίθετες δυνάμεις. Η λέξη «ον» δεν έχει αποκτήσει ακόμη το ιδιαίτερο φιλοσοφικό της νόημα - στον Όμηρο τα «όντα» είναι απλώς τα υπάρχοντα πράγματα. Εφόσον τα όντα είναι αντίθετα, τότε καταλαβαίνουμε γιατί ο θάνατος του ενός είναι κέρδος για το αντίθετό του. Ο θάνατος του θερμού είναι κέρδος για το ψυχρό. Και μάλιστα δεν είναι απλώς κέρδος του ψυχρού, αλλά επικράτηση, νίκη του ψυχρού επί του θερμού, ανταμοιβή για την αδικία που το ψυχρό είχε υποστεί με τη γέννηση του θερμού. Η αέναη μεταβολή του κόσμου είναι συνεχής διαμάχη και εναλλαγή αντίθετων δυνάμεων: κρύο και ζέστη, ξηρασία και υγρασία, συμπύκνωση και αραίωση, χειμώνας και καλοκαίρι. Με τη μεταφορά του δικαστηρίου ο Αναξίμανδρος υπαινίσσεται ότι αυτή η εμφανής διαμάχη είναι σε τελευταία ανάλυση δικαιοσύνη, αφού καμία δύναμη δεν επικρατεί ποτέ ολοκληρωτικά, αλλά στο πλήρωμα του χρόνου υπάρχει ισορροπία - οι γεννήσεις και οι θάνατοι των αντιθέτων τελικά ισοσταθμίζονται. Έτσι διατηρείται η συνεκτικότητα και η τάξη του Κόσμου.