Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (473-507)

ΚΡ. ἀλλ᾽ ἴσθι τοι τὰ σκλήρ᾽ ἄγαν φρονήματα
πίπτειν μάλιστα, καὶ τὸν ἐγκρατέστατον
475 σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ
θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ᾽ ἂν εἰσίδοις.
σμικρῷ χαλινῷ δ᾽ οἶδα τοὺς θυμουμένους
ἵππους καταρτυθέντας· οὐ γὰρ ἐκπέλει
φρονεῖν μέγ᾽ ὅστις δοῦλός ἐστι τῶν πέλας.
480 αὕτη δ᾽ ὑβρίζειν μὲν τότ᾽ ἐξηπίστατο,
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους·
ὕβρις δ᾽, ἐπεὶ δέδρακεν, ἥδε δευτέρα,
τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν.
ἦ νῦν ἐγὼ μὲν οὐκ ἀνήρ, αὕτη δ᾽ ἀνήρ,
485 εἰ ταῦτ᾽ ἀνατεὶ τῇδε κείσεται κράτη.
ἀλλ᾽ εἴτ᾽ ἀδελφῆς εἴθ᾽ ὁμαιμονεστέρα
τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῖ,
αὐτή τε χἡ ξύναιμος οὐκ ἀλύξετον
μόρου κακίστου· καὶ γὰρ οὖν κείνην ἴσον
490 ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου.
καί νιν καλεῖτ᾽· ἔσω γὰρ εἶδον ἀρτίως
λυσσῶσαν αὐτὴν οὐδ᾽ ἐπήβολον φρενῶν.
φιλεῖ δ᾽ ὁ θυμὸς πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὺς
τῶν μηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων.
495 μισῶ γε μέντοι χὥταν ἐν κακοῖσί τις
ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ.
ΑΝ. θέλεις τι μεῖζον ἢ κατακτεῖναί μ᾽ ἑλών;
ΚΡ. ἐγὼ μὲν οὐδέν· τοῦτ᾽ ἔχων ἅπαντ᾽ ἔχω.
ΑΝ. τί δῆτα μέλλεις; ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων
500 ἀρεστὸν οὐδέν, μηδ᾽ ἀρεσθείη ποτέ,
οὕτω δὲ καὶ σοὶ τἄμ᾽ ἀφανδάνοντ᾽ ἔφυ.
καίτοι πόθεν κλέος γ᾽ ἂν εὐκλεέστερον
κατέσχον ἢ τὸν αὐτάδελφον ἐν τάφῳ
τιθεῖσα; τούτοις τοῦτο πᾶσιν ἁνδάνειν
505 λέγοιτ᾽ ἄν, εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος.
ἀλλ᾽ ἡ τυραννὶς πολλά τ᾽ ἄλλ᾽ εὐδαιμονεῖ
κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ᾽ ἃ βούλεται.

***
ΚΡΕ. Μα ξέρε πως οι πιο σκληρές οι γνώμες
αυτές είναι που πιότερο και πέφτουν,
κι όσο γερό το σίδερο και να ᾽ναι
όταν στην πύρα της φωτιάς σκληρύνει,
τότε θα δεις πώς σπάνει και ραγίζει·
και τ᾽ άλογα τα πιο βαρβάτα, ξέρω,
ένα μικρό χαλινάρι τα σιάζει·
γιατί δεν πάει να μεγαλοφέρνει
όταν είναι κανείς δούλος των άλλων.
480 Κι αυτή ήξερε το θράσος της να δείξει
και τότε που τους νόμους μας πατούσε,
και δεύτερο αυτό θράσος της, αφού έχει
κάμει την πράξη και να την καυχιέται
και να γελά με το κατόρθωμά της.
Δεν είμαι εγώ, αυτή ᾽ναι τώρα ο άντρας,
αν ατιμώρητα έτσι την κρατήσει
την εξουσία αυτή· μ᾽ ας πάει να ᾽ναι
παιδί της αδερφής μου, ας πάει να ᾽ναι
η πιο στενή από αίμα συγγενής μου
μες σ᾽ όλους που τον ίδιο Εφέστιο Δία
λατρεύομε, μα αυτή και η αδερφή της
δε θα γλιτώσουν απ᾽ τον πιο κακό
το θάνατο· γιατί το ίδιο και κείνην
490 κατηγορώ, πως είχε μελετήσει
την ταφή του νεκρού. Φωνάξετέ την
ευτύς εδώ· την είδα τώρα μέσα
πὄκανε σαν τρελή κι αλλοπαρμένη·
γιατ᾽ η ψυχή εκεινών που σκεδιάζουν
στα σκοτεινά μιαν όχι καλή πράξη,
προδίνεται συχνά και πριν την κάμουν·
μα όχι πιο λίγο εχτρεύομαι όταν ένας
ζητά, σαν θα πιαστεί στο κακό επάνω,
με ωραία να το στολίζει έπειτα λόγια.
ΑΝΤ. Σκότωσέ με λοιπόν, θες τίποτ᾽ άλλο;
ΚΡΕ. Εγώ; μα τίποτα· έχω αυτό, όλα τα ᾽χω.
ΑΝΤ. Τί αργείς λοιπόν; γιατί καμιά δε βρίσκω
500 στα λόγια σου ευχαρίστηση, μήτε είθε
να βρω ποτέ μου εγώ· το ίδιο και σένα
ευχάριστες οι πράξεις μου δε σου είναι.
Αν και από πού θενά ᾽χα πιο μεγάλη
δόξα αποχτήσει, παρά θάβοντας
τον ίδιο μου αδερφό; Θα ομολογούσαν
κι όλοι αυτοί εδώ πως μ᾽ επιδοκιμάζουν,
αν φόβος δεν τους έκλεινε τη γλώσσα·
μα οι βασιλείες, εχτός από άλλα τόσα
πὄχουν να χαίρουνται αγαθά, μπορούνε
να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 3. Κλασική εποχή (508-323 π.Χ.)

Αποτέλεσμα εικόνας για αρχαια σπαρτη

3.1. Ιστορικές συνθήκες

Πλούσια σε εξελίξεις, η Κλασική[1] εποχή θα μπορούσε να χωριστεί στις παρακάτω περιόδους, με τα συμβατικά τους ονόματα:

3.1.Α. Περσικά (508-479 π.Χ.)

Στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα οι ιωνικές και αιολικές πόλεις της Μικρασίας, η Μαγνησία, η Κολοφώνα, η Σμύρνη, η Έφεσος κ.ά. (όχι όμως η Μίλητος) βρίσκονταν κάτω από την επικυριαρχία των Λυδών. Το 546 π.Χ. ο Κύρος ο Β' των Περσών διάλυσε το λυδικό κράτος και υπόταξε τη μια μετά την άλλη τις Ελληνικές πόλεις (εκτός πάλι από τη Μίλητο).[2] Η βαριά περσική κυριαρχία προκάλεσε δυσφορία στις Ελληνικές πόλεις και οδήγησε στην ιωνική επανάσταση του 499 π.Χ., που όμως απότυχε. Η νίκη των Περσών ολοκληρώθηκε με την άλωση και την καταστροφή της Μιλήτου, το 494 π.Χ.

Για να τιμωρήσουν τάχα την Αθήνα και την Ερέτρια, που είχαν βοηθήσει τους Ίωνες, οι Πέρσες επιχείρησαν τρεις φορές να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα, αλλά: (α) ο Μαρδόνιος είδε τον στόλο του να διαλύεται από κακοκαιρία στον Άθω (492 π.Χ.), (β) ο Δάτης και ο Αρταφέρνης προχώρησαν και ισοπέδωσαν την Ερέτρια, αλλά νικήθηκαν κατά κράτος στον Μαραθώνα (490 π.Χ.), και (γ) ο διάδοχος του Δαρείου, ο Ξέρξης, μπορεί να πέρασε από τις Θερμοπύλες, που υπερασπιζόταν ο Λεωνίδας, και να κατάστρεψε την Αθήνα, αλλά το ναυτικό του κατατροπώθηκε στη Σαλαμίνα (480 π.Χ) και ο στρατός του στις Πλαταιές (479 π.Χ.). Τον ίδιο χρόνο, η ναυμαχία της Μυκάλης επισφράγισε την Ελληνική νίκη, και η κατάληψη της Σηστού στα στενά του Ελλησπόντου προετοίμασε την αθηναϊκή ηγεμονία.

3.1.Β. Πεντηκονταετία (479-431 π.Χ.)

Ανάμεσα σε δύο πολέμους, η Πεντηκονταετία[3] ταυτίζεται με τη μεγάλη ακμή της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι νίκες στα Περσικά έχουν δοξάσει την Αθήνα, που ιδρύει τη Συμμαχία της Δήλου και ηγεμονεύει δικαιωματικά στον ελληνικό κόσμο. Οι κυβερνήτες της, αιρετοί από την εκκλησία του δήμου, είναι σημαντικές προσωπικότητες: ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων, ο Εφιάλτης, ο Περικλής - πολιτικοί που συνδυάζουν την έμπνευση και τον σωστό σχεδιασμό με την αποτελεσματική πράξη.

Ο Περικλής, που ως αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης κυβέρνησε την Αθήνα για τριάντα και παραπάνω χρόνια (461-429 π.Χ.) ενίσχυσε το δημοκρατικό πολίτευμα, οχύρωσε την Αθήνα από στεριά και θάλασσα, ανάπτυξε το εμπόριο, επέκτεινε την αθηναϊκή επιρροή σε Ανατολή και Δύση, και ακόμα προγραμμάτισε και πραγμάτωσε την ανοικοδόμηση της Ακρόπολης, που οι αρχαϊκοί ναοί της είχαν καταστραφεί από τον Ξέρξη.

Τέτοια ανάπτυξη και τόσες επιτυχίες φυσικό ήταν να έχουν και την αρνητική τους πλευρά: η μεταφορά του ταμείου της συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα, οι παρεμβάσεις στα εσωτερικά των συμμαχικών πόλεων, η οικονομική τους εκμετάλλευση, η σκληρή τιμωρία όσων αποστατούσαν, και άλλα ανάλογα φαινόμενα είχαν με τον καιρό αποτέλεσμα οι σύμμαχοι να νιώθουν υποτελείς και η Αθήνα να ασκεί επεκτατική και ιμπεριαλιστική περισσότερο παρά συμμαχική πολιτική. Έτσι κι αλλιώς, στόχος του Περικλή ήταν να συνενώσει κάτω από την ηγεσία της Αθήνας ολόκληρη την Ελλάδα·[4] όμως τα σχέδια του σκόνταψαν στη δικαιολογημένη αντίδραση της Σπάρτης.

Η ολιγαρχική Σπάρτη είχε και αυτή κερδίσει μεγάλη δόξα στα Περσικά· όμως στα χρόνια που ακολούθησαν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει πλήθος δυσκολίες: η συνοχή της Πελοποννησιακής Συμμαχίας κινδύνευε από το φιλελεύθερο δημοκρατικό ρεύμα που είχαν δημιουργήσει οι νίκες εναντίον των Περσών· ο παλιός της εχθρός, το Άργος, σε συνεργασία με την Αθήνα, ενίσχυε και συντόνιζε τις αντιλακωνικές κινήσεις στην Αρκαδία, στην Ηλεία και αλλού· οι είλωτες επαναστάτησαν το 468 π.Χ., η εξέγερση τους κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το 464 π.Χ. ένας φοβερός σεισμός ισοπέδωσε τη Λακωνία και σκότωσε περισσότερες από 20.000 ανθρώπους, δημιουργώντας ένα ακόμα πρόβλημα, δημογραφικό.

Αντιμέτωποι με τόσες δυσκολίες, οι πάντα συντηρητικοί έφοροι όχι μόνο διατήρησαν, αλλά και ενίσχυσαν τον στατικό χαρακτήρα της πόλης, που πια αντιστεκόταν σε κάθε νεωτερισμό. Κλεισμένη στον εαυτό της η Σπάρτη αναγκάστηκε από τα πράγματα να ανεχτεί τη ραγδαία πρόοδο της Αθήνας, αλλά βέβαια δεν παράλειψε να αντιδρά, τόσο με πολιτικές ενέργειες, υποστηρίζοντας τα ολιγαρχικά κόμματα σε άλλες πόλεις, όσο και με στρατιωτικές παρεμβάσεις, όπου και όταν παρουσιαζόταν ευκαιρία. Τέλος, ύστερα από πολλές συγκρούσεις, με τις τριαντάχρονες σπονδές του 446 π.Χ., η Αθήνα και η Σπάρτη αναγνώρισαν καθεμιά την ηγετική θέση της άλλης στη Συμμαχία της Δήλου και στην Πελοποννησιακή Συμμαχία αντίστοιχα.

3.1.Γ. Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.)

Οι τριαντάχρονες σπονδές άντεξαν δεκατέσσερα χρόνια, αλλά το 431 π.Χ., με αφορμή το μεγαρικό ψήφισμα,[5] ξεκίνησε ο πόλεμος «που συγκλόνισε τους Έλληνες και μερικούς από τους βαρβάρους και, μπορεί κανείς να πει, ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο» (Θουκυδίδης 1.2). Ο Πελοποννησιακός πόλεμος κράτησε είκοσι εφτά χρόνια και στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν αμφίρροπος: η νίκη μεταπηδούσε από το ένα στο άλλο στρατόπεδο και οι εχθροπραξίες διακόπτονταν από περιόδους ειρήνης, ώσπου το 404 π.Χ. οι Σπαρτιάτες πολιορκούν στενά την Αθήνα και επιβάλλουν τους όρους τους.

Για το σύνολο της Ελλάδας, η βραχύβια κυριαρχία των Σπαρτιατών και η πρόσκαιρη κατάλυση της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν είχαν τόση σημασία όσην οι καταστροφές που προκάλεσε και στις δύο παρατάξεις ο πόλεμος και η φθορά των ελληνικών δυνάμεων. Έτσι, η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο ελληνικά στρατόπεδα έδωσε τη δυνατότητα στην Περσία να ρυθμίζει με τις συμμαχίες και το χρυσάφι της τις τύχες της Ελλάδας.

3.1.Δ. Τέταρτος αιώνας (404-323 π.Χ.)

Η αθηναϊκή δημοκρατία αποκαταστάθηκε κιόλας το 403 π.Χ.· μέσα σε λίγα χρόνια η Αθήνα απόχτησε πάλι ισχυρό ναυτικό, τα μακρά τείχη ξαναχτίστηκαν, και το 378 π.Χ. συγκροτήθηκε η δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία. Ωστόσο, σε ολόκληρη την Ελλάδα τίποτα δεν ήταν όπως παλιά: τα πολιτεύματα, δημοκρατικά και ολιγαρχικά, λειτουργούσαν με συνέπεια αλλά χωρίς την αρχική τους δυναμική· οι συμμαχίες σχηματίζονταν και διαλύονταν με το παραμικρό, τα πλήθη αδιαφορούσαν, οι ηγετικές προσωπικότητες σπάνιζαν - και ουσιαστικός ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων ήταν οι Πέρσες, που υποδαύλιζαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, χρηματοδοτούσαν τους πολέμους, καθόριζαν τους νικητές και υπαγόρευαν τους όρους της ειρήνης. Μέσα από όλα αυτά αναδύθηκε, ως εθνική αναγκαιότητα, η ιδέα του πανελληνισμού, το όραμα μιας Ελλάδας που, ενωμένη κάτω από ισχυρή ηγεσία, θα πολεμούσε τους Πέρσες για να απαλλαγεί από την κηδεμονία τους.

Διαφορετική πορεία ακολούθησε το βασίλειο της Μακεδονίας, που τον 4ο π.Χ. αιώνα γνώρισε τη μεγαλύτερή του ανάπτυξη. Έχοντας υποτάξει τους λαούς του Βορρά, ο Φίλιππος, που βασίλεψε από το 359 ως το 336 π.Χ., προχώρησε να επεκτείνει την εξουσία του ανατολικά προς τη Χαλκιδική και τη Θράκη, νότια προς τη Θεσσαλία και τη Στερεά και δυτικά προς την Ήπειρο. Προικισμένος με εξαιρετικές στρατηγικές και διπλωματικές ικανότητες, ο Φίλιππος κατόρθωσε, με σκληρούς αγώνες, να κυριαρχήσει. Το 337 π.Χ. στο συνέδριο της Κορίνθου υποχρέωσε τις πόλεις να υπογράψουν συμμαχία των Ελλήνων για κοινή ειρήνη και να τον αναγνωρίσουν στρατηγό αυτοκράτορα εναντίον των Περσών. Είχε αρχίσει να προετοιμάζει την εκστρατεία, όταν, για άγνωστο λόγο, δολοφονήθηκε. Τα σχέδιά του ανάλαβε να πραγματοποιήσει, άξιος διάδοχος, ο Αλέξανδρος, που σε δώδεκα χρόνια (334-323 π.Χ.) κατάλυσε το Περσικό κράτος, κατάκτησε την Αίγυπτο και οδήγησε τα ελληνικά στρατεύματα νικηφόρα ως τις Ινδίες.
-----------------------------
1. Το επίθετο κλασικός προέρχεται από το λατινικό classicus, που αρχικά σήμαινε «εξαιρετικός, πρώτης (κοινωνικής) τάξεως». Αργότερα, στα λατινικά χρησιμοποιήθηκε για τους εξοχότερους συγγραφείς, και μετά την Αναγέννηση στις νεότερες γλώσσες για ολόκληρη την εποχή της μεγάλης ακμής του αρχαιοελληνικού και του ρωμαϊκού κόσμου - τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες και τα έργα τους. Με το ίδιο επίθετο μπορούμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε οποιοδήποτε έργο, συγγραφέα ή καλλιτέχνη ξεπερνά με την εξαιρετική του ποιότητα τα όρια της εποχής και του τόπου του.

2. Παράλληλα οι Πέρσες, με βασιλιά τον Δαρείο, είχαν υποτάξει τη Θράκη ως τον Δούναβη (513 π.Χ.) και αρκετά νησιά στο Αιγαίο.

3. Ο όρος είναι αρχαίος ελληνικός, αλλά τα χρόνια δεν είναι ακριβώς πενήντα.

4. Εδώ εντάσσεται η αποτυχημένη προσπάθεια του Περικλή να συγκαλέσει το 448 π.Χ. πανελλήνιο συνέδριο με θέμα την εξασφάλιση της ειρήνης, την ελευθερία της ναυσιπλοΐας κλπ., αλλά και ο πανηγυρικός χαρακτήρας που πήρε πέντε χρόνια αργότερα ο πανελλήνιος αποικισμός των Θουρίων.

5. Με εισήγηση του Περικλή, η εκκλησία του δήμου είχε εγκρίνει ψήφισμα που απαγόρευε στους Μεγαρίτες να προσεγγίζουν τα λιμάνια των συμμαχικών πόλεων και να συναλλάσσονται στην αθηναϊκή αγορά. Έτσι, τα Μέγαρα, που συμμετείχαν στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, καταδικάζονταν σε οικονομικό μαρασμό.

Γιατί είμαι αγχώδης - ποιες συμπεριφορές διαιωνίζουν το άγχος;

Μην τρως άλλο την καρδιά σου! Όταν ζεις στο μέλλον, δηλητηριάζεις την ελευθερία σου με το άγχος, Και όταν ζεις στο παρελθόν παθαίνεις κατάθλιψη.. Μην παίρνεις μαζί σου στο κρεβάτι τις έγνοιες σου… Άλλαξε το «εδώ», αφού θα ήθελες να είσαι «εκεί»…

Άγχος, ψυχοσωματικό συναίσθημα

Το άγχος, ένα συναίσθημα ψυχοσωματικό που προέρχεται από το ρήμα άγχω και σημαίνει σφίγγω ή πνίγω.

Αυτό το αίσθημα φόβου, ανησυχίας και θυμού νιώθουμε να μας πνίγει με πολλαπλές σκέψεις τόσο σε απλές καθημερινές απαιτήσεις όσο και σε κρίσιμα για το άτομο ζητήματα, όπως μια απώλεια, μια οικονομική δυσπραγία, μια σοβαρή ασθένεια, η απόκτηση ενός παιδιού, οι δυσλειτουργικές σχέσεις, η διαχείριση κακοποιητικών και τοξικών καταστάσεων, οι κοινωνικές συναναστροφές ή ο εκφοβισμός.
Ψευδαίσθηση της πραγματικότητας λόγω άγχους

Μήπως εγώ τα βλέπω τραγικά ή είναι έτσι στα αλήθεια;

Ναι, όταν αυτό το πνίξιμο των συναισθημάτων ξεπεράσει τα όριά μας, τις ψυχικές μας αντοχές, όχι μόνο αρχίζει να γίνεται αυτό-κακοποιητικό αλλά καταλήγει σε αρκετές περιπτώσεις σε ψευδαίσθηση της πραγματικότητας.

Ό,τι πρόβλημα τίθεται στο τραπέζι, νιώθουμε ότι είναι τόσο πάνω από εμάς ώστε να διαστρεβλώνονται οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος αλλά και η ικανότητα του εαυτού μας να το λύσουμε χωρίς να υπεκφεύγουμε άμεσα ή έμμεσα από τον κίνδυνο. Χωρίς προσχήματα και υποκατάστατα.

«Πώς θα τα βγάλω πέρα αν δεν έχω τον άνδρα μου;»

«Φοβάμαι να πάω σχολείο μήπως πάλι αυτοί οι περίεργοι μου πουλήσουν τσαμπουκά.»

«Φοβάμαι πως η εγκυμοσύνη μου θα αποτύχει επειδή είμαι μεγάλη»

«Ο χωρισμός μου στοίχισε τόσο που δεν ξέρω αν μπορώ να ξαναεμπιστευτώ.»

Και πόσα άλλα παραδείγματα, χιλιάδες μπορούν να ειπωθούν, που φανερώνουν τις προσωπικές ανησυχίες, που όσο και αν ορισμένα άτομα διογκώνουν, ή υπεργενικεύουν «όλοι είναι έτσι ή πάντα θα με θεωρούν ανίκανο» είτε υπάρχει η σκέψη του ότι συμβεί θα σημαίνει καταστροφή, δεν παύουν να αποτελούν ειλικρινείς συναισθηματικές καταστάσεις από τη στιγμή που βιώνονται από το ίδιο το άτομο.

Γιατί δεν ξεφεύγω από το άγχος

Δεν μπορούμε να μιλάμε για το πώς το άγχος διαιωνίζεται αν δεν αναγνωρίσουμε αυτό που το πυροδοτεί. Ακόμη και εκείνοι που λένε «δεν ξέρω τι έχω», ή «δεν ξέρω γιατί είμαι θλιμμένος», ή «γιατί ανέχομαι καταστάσεις που με κάνουν να υποφέρω», υπάρχει κάπου μέσα στους ιστούς της ψυχής μια σπίθα που σιγοκαίει αλλά κάτι την πιέζει και δεν την αφήνει να περάσει στο δέρμα για να γίνει φανερό το σημάδι.

Υπάρχει ο λόγος πίσω από κάθε σκέψη, συναίσθημα και συμπεριφορά. Καμία σκέψη και κανένα συναίσθημα δεν έρχεται τυχαία, ακόμη και αν δεν το γνωρίζει η συνείδησή μας.

Οι άνθρωποι που υποφέρουν από γενικευμένη διαταραχή άγχους, κρίσεις πανικού, εμμονικές ή ψυχαναγκαστικές σκέψεις, που έχουν την αδυναμία να ανατρέχουν συνέχεια στο παρελθόν, που διακατέχονται από τελειοθηρικές συμπεριφορές, που φοβούνται τους αποχωρισμούς ή τις δεσμεύσεις, που εθίζονται για να ξεχάσουν, που λειτουργούν με καχυποψία απέναντι σε όλους και σε όλα, είναι βαθιά τραυματισμένοι άνθρωποι ψυχικά.

Το ποιο είναι το τραύμα, από πού πηγάζει και πως μας επηρεάζει μας δίνουν μια γεύση για το πόσο ευάλωτοι γινόμαστε στις συγκεκριμένες αγχογόνες καταστάσεις και πόσο εύκολα ή δύσκολα θα βγούμε από αυτές, ώστε να μην διαιωνίζονται.

Το άγχος ως πρώιμη ψυχοσωματική εμπειρία

Το άγχος συνιστά μια ψυχοσωματική εμπειρία. Συνδέεται με την υπερδιέγερση του συμπαθητικού συστήματος και της νοραδρενεργικής δραστηριότητας. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο βρίσκεται σε υπερένταση και οξυθυμία.

Σαν ένα βρέφος που κλαίει έχοντας ένα αίτημα αλλά η μαμά του τις περισσότερες φορές δεν είναι εκεί για τις ανάγκες του. Κλαίει, κλαίει, κλαίει, ουρλιάζει χωρίς ανταπόκριση. Κάποια στιγμή παραιτείται όταν πια συνειδητοποιεί πως κανείς δεν θα τρέξει για βοήθεια. Αυτή η παραίτηση δεν είναι απλώς παραίτηση από το κλάμα, αλλά παραίτηση από τη ζωή.

Κυρίως, το νευρικό σύστημα του παιδιού έχει ταλαιπωρηθεί τόσο από τα άγχη και τον θυμό του «δε με προσέχει κανείς» και του «μου λείπει η στοργή» που μεγαλώνοντας γίνεται υπερκινητικός, υπερδιεργεμένος, ευέξαπτος και αγχώδης.

Δεσμός προσκόλλησης και άγχος

Αγχώδης απέναντι στην πιθανή δέσμευση ή αποχωρισμό ενός/μιας συντρόφου, απέναντι στις απαιτήσεις της εργασίας, και καταλήγει βρίσκοντας διέξοδο στον υπολογιστή, τα αγχολυτικά χάπια ή το αλκοόλ.

Με αυτές τις συμπεριφορές συνδέεται επίσης ο τύπος προσκόλλησης μεταξύ μητέρας-παιδιού. Δηλαδή η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το αίσθημα κατωτερότητας και η ανασφάλεια, που δομήθηκαν λόγω των ελλείψεων της μητέρας διαιωνίζουν το άγχος που αφορά την ίδια την ύπαρξη του ατόμου απέναντι στις προκλήσεις της ζωής και τις διάφορες εκφάνσεις της.

Θετική αποδοχή υπό όρους

Οι αυστηρές τιμωρίες, η υπερβολική πειθαρχία και οι τάσεις υπερπροστασίας του παιδιού από τους γονείς αναζωπυρώνουν ένα νευρωσιακό αλλά και ηθικό άγχος στο παιδί. Και αυτό συμβαίνει για να εκφράσει ή να μην εκφράσει τις εσωτερικές του ενορμήσεις.

Το παιδί θεωρεί ότι αυτές οι ενορμήσεις είναι επικίνδυνες, αρνητικές και μη αποδεχτές καταλήγοντας σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να τις ελέγχει. Ακόμη και ένα παιδί που έχει δαμάσει τον εαυτό του μέσα σε αυστηρά κριτήρια υιοθετεί και στη ζωή του την λεγόμενη θετική αποδοχή υπό όρους. Καταβάθος υπάρχει μια μεγάλη άρνηση του εαυτού η οποία πρέπει να καλυφθεί υιοθετώντας τα πρότυπα των ανθρώπων γύρω του.

Συνεπώς, το άτομο υποτάσσει τα πιστεύω και τις επιθυμίες του, απορρίπτοντας ή παραποιώντας τις πραγματικές του σκέψεις και εμπειρίες.

Το έντονο άγχος του να αποδείξω τον ιδανικό εαυτό για τους άλλους κοστίζει ακριβά ψυχικά, αλλά και κάθε φορά που ορισμένες αρνητικές κρίσεις για τον εαυτό υπεισέλθουν στη σκέψη επιφέρουν ένα αυξανόμενο άγχος.

Όσο αυτό το άγχος κυβερνά το μυαλό τόσο εδραιώνεται στη ζωή, ψυχικά και σωματικά.
Όταν οι κατασκευασμένες πεποιθήσεις κοντράρουν τις υποσυνείδητες

Από την άλλη οι προκαταλήψεις και οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις για τον εαυτό και τον κόσμο που έχουν καλλιεργηθεί με τα χρόνια τρέφουν το άγχος και τη δυσκινησία της σκέψης και του τρόπου ζωής.

Είτε αυτές προέρχονται από προσωπικά τραύματα (σωματική βία στην οικογένεια), είτε από αντιλήψεις της οικογένειας και του περίγυρου (ξενοφοφία, η θέση της γυναίκας, το να πρέπει να είσαι «πρώτος ή τέλειος», το αν δεν τους την φέρω εγώ θα μου την φέρουν πρώτοι αυτοί, ακόμη και το τι αποδέχεται ως σωστό ο περίγυρος ενάντια στις προσωπικές επιθυμίες) σίγουρα διαμορφώνουν το ποιοι φαινομενικά είμαστε αλλά στο βάθος, στο υποσυνείδητο κομμάτι, θα ευχόμασταν να μην τις είχαμε ποτέ.

Στην περίπτωση αυτή το άγχος εδραιώνεται ακριβώς επειδή έχουμε ανθυποβάλει τον οργανισμό μας σε μια λειτουργία αναστολής των προσωπικών και αυθεντικών συναισθημάτων. Απωθούμε και καταπίνουμε για χρόνια όσα θα μας προσέφεραν την προσωπική μας ελευθερία και βούληση. Τα πράγματα που θα όριζαν την δική μας ικανοποίηση και ευτυχία. Εφόσον, αυτή η βούληση έχει κατασκευαστεί από άλλους είναι σαν να ζούμε για τους άλλους, μια ζωή δίχως νοηματοδότηση.

Και το άγχος πολλές φορές εμφανίζεται όταν μια συνειδητή επιθυμία/απόφαση έρχεται σε σύγκρουση με μια υποσυνείδητη.

Έρχεται μια πίεση και μια απογοήτευση που θέλει κάτι να μας πει. Γιατί μάλλον ο εσωτερικός μας εαυτός κάτι παραπάνω ξέρει που θέλει να μας μεταδώσει ώστε το άγχος να εκτονωθεί και να αποβληθεί από την συνείδηση.

«Αφού με αναστατώνει αυτή η κατάσταση, γιατί ανέχομαι την εξουσία του άνδρα μου;»

«Θα ήταν τρομακτικό αν μέχρι τα 30 μου δεν βρω δουλειά.»

«Ποιος θα με πάρει εμένα που έχω ήδη δυο παιδιά;».

Πολλές φορές μοιάζει σαν να προδικάζουμε το μέλλον, εμπεριέχοντας ακόμη και κινδύνους φανταστικούς.

Η δυσπιστία που γεννιέται απέναντι στο μέλλον εντείνει το άγχος. Ακόμη και το πώς θα τα βγάλει πέρα το άτομο σε μελλοντικά σενάρια ζωής είναι τόσο βασανιστικό που το μυαλό αποκρυσταλλώνει όλο του το είναι στο «τι θα γίνει αύριο» χάνοντας τη δύναμη του σήμερα.

Το άγχος μου είναι η δική μου αλήθεια

Πίσω όμως από το άγχος του καθενός ξετυλίγεται ένα μοναδικό κουβάρι προσωπικών ιστοριών. Είναι ένα συναίσθημα υποκειμενικό, υποκινούμενο μέσα από προσωπικές ανασφάλειες, δεδομένες συνθήκες, συγκεκριμένα ερεθίσματα, την ιδιοσυγκρασία του ατόμου, την προσωπικότητα και την γνώμη του κόσμου. Το γιατί αγχώνεται κανείς και από πού πηγάζει αυτό, κανείς άλλος δεν το καταλαβαίνει, πέρα από το άτομο που το βιώνει.

Παρόλα αυτά, δυο από τα πιο βαρυσήμαντα κριτήρια που εντοπίζονται στην ανθρώπινη συμπεριφορά σε σχέση με την διαιώνιση του άγχους αποτελούν οι τάσεις αποφυγής και οι συμπεριφορές ασφαλείας που υιοθετούνται.

Αποφεύγω ό,τι με πληγώνει

«Δεν το θέλω γιατί ξέρω ότι θα πονέσω. Αντικρίζοντας αυτό που με αγχώνει πληγώνομαι και φοβάμαι ότι θα ριχτώ στο απόλυτο κενό.»

Όμως κάπως έτσι λειτουργούν τα αγχωτικά πράγματα γιατί κατά βάση μας φοβίζουν.

Μερικές φορές επιχειρούμε να παρεμποδίσουμε νοητικά τις δυσμενείς ή καταστροφικές σκέψεις ώστε να γίνει μια εκτροπή της προσοχής μας σε άλλα, λιγότερο προκλητικά ερεθίσματα. Σε υποκατάστατα που θα μας βγάλουν από την δύσκολη θέση και που υποτίθεται θα μας ηρεμήσουν για λίγο.

Από το να αποφεύγει κανείς τα ύψη επειδή τα φοβάται μέχρι να αποφεύγει μια αληθινή ερωτική σύνδεση με έναν/μία σύντροφο. Από το να αποφεύγει κανείς να μιλάει με πολύ κόσμο φοβούμενος την έκθεση και την ντροπή ή ακόμη και να αποφεύγει κανείς να ενηλικιωθεί συναισθηματικά και να ανοίξει τα φτερά του.

Αποτρέποντας, λοιπόν, τον εαυτό μας από το να εξοικειωθεί με τους φόβους του, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος δυσφορίας μιας και το άτομο πιστεύει πως με την αποφυγή θα ξεπεράσει τα άγχη του όμως εκείνα δεν εξαλείφονται. Δεν εξαλείφονται επειδή αυτά δεν έρχονται σε αληθινή επαφή και σύνδεση με τον κάτοχό τους.

Δεν επεξεργάζονται, δεν δουλεύονται στην πράξη, απλώς κινούνται κατ’ επανάληψη σε μια τροχιά άρνησης. Πολλές φορές κάνουμε σαν να μην υπήρξαν ποτέ αυτά που σήμερα μας φοβίζουν. Όσο αποφεύγουμε κάτι, τόσο μειώνουμε από τον εαυτό μας την ευκαιρία ή την δυνατότητα να ανακαλύψουμε αν είμαστε και πόσο ικανοί είμαστε να αναμετρηθούμε με μια κατάσταση που τόσο πολύ θέλουμε να πνίξουμε μέσα μας.

Η αποφυγή στις σχέσεις

Ένα αυτοκαταστροφικό σφάλμα που παρατηρείται διακαώς στις διαπροσωπικές σχέσεις είναι ακριβώς αυτό το ύφος της αποφυγής/υπεκφυγής, στον τρόπο που επικοινωνούν οι άνθρωποι και στον τρόπο που αυτοαποκαλύπτονται στον φίλο ή τον σύντροφο. Ακόμη και τους ξένους που σιγά σιγά γίνονται γνωστοί μας.

Ακριβώς επειδή ο εαυτός μας κατακλύζεται από απανωτούς φόβους και ενορμήσεις, αποφεύγουμε να παρουσιάσουμε τις αληθινές πτυχές του εαυτού μας, αυτές τις ανθρώπινες, με τα ελαττώματα, τις ευαισθησίες και αδυναμίες μας. Γιατί το άγχος επικεντρώνεται στο απέναντι πρόσωπο, ανησυχώντας πως θα μας παρεξηγήσει, θα μας υποτιμήσει, θα αλλοιώσει την εικόνα του για εμάς ή θα μας αφήσει για κάποιον άλλον που είναι λίγο αλλιώτικος από μας.

Το κυνήγι του τέλειου, που στην ουσία είναι σαν κυνηγούμε τους άλλους, είναι μια μορφή αποφυγής, εσωτερικής, ενδοψυχικής, που είναι τόσο αγχωτικό όσο και αυτό-καταστροφικό σε μακροχρόνια βάση.
Συμπεριφορές ασφαλείας

Safe-zone, ένας μύθος – τρόπος ζωής.

«Αν βγώ στον έξω κόσμο εκτεθειμένος, χωρίς ασπίδα, χωρίς όπλα, θα με φάνε… ή μήπως θα με φάει ο εαυτός μου; Πού να τρέχω τώρα; Πού να μπλέκω σε ιστορίες; Είμαι καλά εδώ.»

Οι συμπεριφορές ασφαλείας, είναι μια στρατηγική που συνηθίζεται να χρησιμοποιείται απέναντι στις αγχογόνες καταστάσεις, που πάλι όμως δεν φέρνουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Αντί να χαλαρώνει την πίεση και το στρες, αυτή η τεχνική την τρέφει συνεχώς. Είναι ένα ψυχικό «βόλεμα» του ατόμου που δεν σημαίνει ότι συμβαίνει εσκεμμένα, αλλά δύναται να επιλέγεται και από το άτομο συνειδητά, ως επιλογή, ως προσωπική απόφαση, από το να κουβαλάει κανείς πάντα στην τσάντα του ένα τύπου φάρμακο εάν νιώθει ότι θα απειληθεί από μια κρίση πανικού, μέχρι να εμμένει κανείς σε έναν γάμο που κατά βάση να είναι αποτυχημένος επειδή φοβάται να τις αλλαγές.

Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί το να λαμβάνει κανείς ένα ηρεμιστικό για να τον πάρει πιο εύκολα ο ύπνος μέχρι να επιμένει κανείς να τρέφεται από το γονεϊκό περιβάλλον όσα χρόνια και αν περάσουν.

Η συνέπεια αυτού τελικά δεν είναι η μείωση του άγχους, είναι η διατήρηση της πεποίθησης ότι η κατάσταση αυτή που βιώνει το άτομο είναι επικίνδυνη, ακριβώς επειδή τα άτομα μένουν εστιασμένα στον κίνδυνο, δηλαδή, το ψυχικό ξεβόλεμα. Κάτι που θα χαρακτηρίζαμε φαινομενικά ασήμαντο, θα σήμαινε προσωπική επανάσταση για κάποιον που το βιώνει.

Βολεύεται κανείς όταν θέλει να σώσει τον εαυτό του από μια απειλή. Αλλά όποια και αν είναι αυτή η απειλή, αν είναι στο σπίτι ή έξω στο δρόμο, δεν ξέρει κανείς ότι θα υπάρχει πάντα κάτι ή κάποιος που θα τον σώσει.

Άρα, κάπως, πρέπει να παλέψει μόνος του για να δει που μπορεί να φτάσει. Και αυτό απαιτεί ρίσκο. Κάτι που είναι αντιφατικό με την συμπεριφορά ασφαλείας.

Η συμπεριφορά ασφαλείας πέρα από το άγχος που συνεχώς μας χτυπάει την πόρτα, παραμερίζει βασικές ανάγκες και επιθυμίες, βάζει στα «αποφάγια» όλα όσα στα αληθινά θέλουμε να ζήσουμε αλλά ο φόβος μας τραβάει πίσω. Οδηγούμαστε έτσι σε μια ζωή που λείπει η ζωτικότητα, μια ζωή πιο μίζερη, ανελεύθερη, σχεδόν εξαρτητική από αυτό που μας προσφέρει μια πλασματική έστω ασφάλεια.

Γιατί μπορεί να μην φταίει το πρόβλημα, αλλά η οπτική σου για αυτό, όσο μεγάλο και αν σου φαίνεται ή όσο μικρό και αν σου φαίνεται.

Έρευνες: Η επόμενη γενιά αντιβιοτικών μπορεί να προέλθει από το χώμα

Οι ερευνητές «οργώνουν» το χώμα ψάχνοντας για βακτήρια που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία νέων αντιβιοτικών. Είναι μέρος προσπάθειας με στόχο την απομάκρυνση από τα εργαστηριακά αναπτυσσόμενα φάρμακα.

Από τότε που ο Σκωτσέζος επιστήμονας Alexander Fleming ανακάλυψε την πενικιλίνη, το πρώτο αντιβιοτικό στον κόσμο, αυτά τα θαυματουργά φάρμακα αναπτύσσονται στο εργαστήριο. Σήμερα, ο Sean Brady, PhD, μικροβιολόγος και βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Rockefeller στη Νέα Υόρκη, πιστεύει ότι το μέλλον των αντιβιοτικών μπορεί να βρίσκεται στο χώμα μόλις έξω από την πόρτα μας. Η ανακάλυψη του Brady, 90 χρόνια μετά την αποκάλυψη του Fleming το 1928, έρχεται στην επιφάνεια, ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος έρχεται αντιμέτωπος με μια κρίση αντιβιοτικών.

Τα γνωστά «υπερβακτήρια» έχουν αναπτύξει πια αντοχές σε δεκάδες μέχρι πρόσφατα αποτελεσματικά αντιβιοτικά. Το αποτέλεσμα είναι οι λοιμώξεις να θεραπεύονται πια εξαιρετικά δύσκολα.

Το CDC (Κέντρο για τον έλεγχο και την πρόληψη νόσων) αναφέρει ότι κάθε χρόνο στις ΗΠΑ μόνο, μολύνονται τουλάχιστον 2 εκατομμύρια άνθρωποι με βακτήρια που είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά. 23.000 εξ αυτών πεθαίνουν κάθε χρόνο ως άμεσο αποτέλεσμα αυτών των μολύνσεων. Επιπροσθέτως, υπολογίζεται ότι o παγκόσμιος απολογισμός θανάτων από λοιμώξεις που είναι ανθεκτικές σε αντιβιοτικά θα μπορούσε να φτάσει τα 10 εκατομμύρια ετησίως μέχρι το 2050.

Αναζητώντας λύσεις

Σε όλο τον κόσμο, οι επιστήμονες δίνουν μάχη με το χρόνο, για να αναπτύξουν νέα μόρια που να καταστρέφουν τα μικρόβια. Ωστόσο, οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι οι περισσότερες ευκολότερες απαντήσεις έχουν ήδη δοθεί. Αντί για την εργαστηριακή ανάπτυξη των αντιβιοτικών όπως έκαναν ο Fleming και όλοι οι μετέπειτα επιστήμονες, ο Brady ελπίζει να βρεθούν νέα μόρια στο έδαφος.

«Υπάρχουν χιλιάδες βακτήρια στο έδαφος, όπου κι αν πατήσετε: μια υποψήφια, γεμάτη δεξαμενή αντιβιοτικών. Πολλά από αυτά παράγουν μόρια που δεν έχουμε εξετάσει ποτέ πριν»

Ο Brady και οι συνάδελφοί του εξέδωσαν τη μελέτη τους τον προηγούμενο μήνα στο επιστημονικό περιοδικό Nature Microbiology. Ανέφεραν την ανακάλυψη μιας νέας τάξης αντιβιοτικών, που εξάγονται από άγνωστους οργανισμούς, οι οποίοι ζουν στο χώμα. Αυτή η τάξη, την οποία αποκαλούν «malacidins» σκότωσε αρκετά υπερβακτήρια σε εργαστηριακά ποντίκια, συμπεριλαμβανομένου και του απειλητικού χρυσίζοντα σταφυλόκοκκου που είναι ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη (MRSA), χωρίς τον κίνδυνο αντοχής.

Το νέο αντιβιοτικό επιτέθηκε και καθάρισε τη δερματική μόλυνση των ζώων από τον MRSA μέσα σε μία μέρα. «Ένα σημαντικό μέρος των φαρμάκων που χρησιμοποιούμε σήμερα στην κλινική, ειδικά αντιβιοτικά, προέρχονται από μόρια που παράγονται από ζωντανούς οργανισμούς, συγκεκριμένα από βακτήρια», τονίζει ο Brady.

Μία δεκαετία ερευνών

Οι ερευνητές ξεκίνησαν να δουλεύουν αυτή τη νέα προσέγγιση περίπου 10 χρόνια νωρίτερα. Αντί να προσπαθούν να καλλιεργούν βακτήρια, πήραν χώμα και εξήγαγαν DNA από αυτό, βάζοντάς το σε βακτήρια που μπορούσαν να καλλιεργήσουν. Ο Brady πέρασε όλη την προηγούμενη δεκαετία, φτιάχνοντας τη δική του ερευνητική ομάδα. Άλλοι ερευνητές, επίσης, αναζητούν νέα αντιβιοτικά σε άλλα φαινομενικά απίθανα μέρη, όπως στο νερό και στο γαστρεντερικό σύστημα των εντόμων, χρησιμοποιώντας τη μεταγονιδιωματική ανάλυση.

Τα βακτήρια λαμβάνονται από το χώμα, μα κυρίως το DNA που απελευθερώνεται μέσω μιας εργαστηριακής διαδικασίας. Το DNA εγχέεται μετά σε μικρόβια που αναπτύσσονται στο εργαστήριο. Από αυτά, αναγνωρίζονται τα πιο ενδιαφέροντα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αντιβιοτικά. Ο στόχος είναι η ανάπτυξη βακτηρίων υπό την παρουσία ενός αντιβιοτικού. Και θέλουμε τα βακτήρια να μην καταστρέφουν ανθρώπινα κύτταρα, αλλά και να μην αναπτύσσουν αντοχή στα αντιβιοτικά, τονίζει ο Brady.

Ένα παγκόσμιο πρόβλημα

Η αντίσταση στα αντιβιοτικά αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα στο μη Δυτικό κόσμο. Ο Peter Collignon, μικροβιολόγος και ειδικός στο ζήτημα της αντίστασης των αντιβιοτικών, δήλωσε ότι τα υπερβακτήρια αποτελούν ένα πρόβλημα που επιδεινώνεται με τον καιρό. Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο, αλλά λίγο πιο έντονο στις αναπτυσσόμενες χώρες.

«Έχουμε λοιμώξεις απειλητικές για τη ζωή που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν και ορισμένες φορές ακόμα και αδύνατο. Φυσικά, υπάρχει η Δυτική συμβατική ιατρική. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι αν βρίσκεστε στην Κίνα, στις Φιλιππίνες, στο Βιετνάμ ή στην Ινδία, πολλές κοινές μολύνσεις είναι αθεράπευτες λόγω της μεγάλης αντοχής στα αντιβιοτικά», υπογραμμίζει.

Μια κοινή αντίληψη που επικρατεί είναι ότι τα συνταγογραφούμενα αντιβιοτικά συχνά είναι αυτά που δίνουν χώρο στα υπερβακτήρια να δυναμώσουν. Και ισχύει ότι και αυτό αποτελεί πρόβλημα. Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι τα ανθεκτικά βακτήρια μεταδίδονται στα γονίδια και στον κόσμο μέσω του μολυσμένου νερού. Έχουμε νερό που είναι μολυσμένο από ανθρώπους και ζώα και από αντιβιοτικά και μικρόβια στο νερό. Και ο κύριος λόγος που οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν περισσότερα υπερβακτήρια είναι επειδή οι προμήθειες νερού και η υγιεινή βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μπορούν επίσης να επηρεάσουν στο ζήτημα της αντοχής.

«Ολοκληρώσαμε μια ενδιαφέρουσα έρευνα λίγα χρόνια πριν, η οποία προκάλεσε αντιπαραθέσεις», αναφέρει ο Collignon. «Εντοπίσαμε στην Ευρώπη- και θα επεκταθούμε και στον υπόλοιπο κόσμο- μια υψηλή συσχέτιση με τη διαφθορά σε μια χώρα, παρά με τη χρήση αντιβιοτικών. Και αυτό επειδή η διαφθορά αποτελεί δείκτη κι άλλων πραγμάτων που πάνε στραβά, όπως η ποιότητα του νερού ή της τροφής ή ακόμα και των φαρμάκων».

Η κουλτούρα μιας χώρας επίσης κάνει τη διαφορά ως προς το βαθμό αντοχής που έχει αναπτυχθεί. Εδώ ο μεγαλύτερος παράγοντας είναι η κατάχρηση και όχι η γνωστοποίηση των ίδιων των φαρμάκων, αλλά και το πώς επιτρέπουμε στα ανθεκτικά βακτήρια να εξαπλωθούν. Πολλές φορές, δεν παίρνουμε τα σωστά μέτρα, δεν προειδοποιούμε τον κόσμο και τα νοσοκομεία αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.

Να είσαι περήφανος για ό,τι έδωσες.. κι ας μην το άξιζαν

Έλα ρε άνθρωπε, σταμάτα να παραπονιέσαι.

Δεν είσαι ο μόνος που του φέρθηκαν σκάρτα. Δεν είσαι ο μόνος που έδωσε και πήρε το απόλυτο μηδέν.

Δεν είσαι ο μόνος που γεύτηκε την απογοήτευση, την αχαριστία και προδοσία.
Δεν είσαι ο μόνος που περνάς ζόρια.
Ναι, έδωσες κι έδωσες πολλά.
Αλλά αντί να μετράς τι και πόσα έδωσες, γιατί δεν μετράς πως εσύ είχες να δώσεις;

Είχες αγάπη κι ας μην την άξιζε.
Είχες αισθήματα κι ας τα πρόδωσε.
Είχες καλοσύνη, μεγαλοψυχία, ειλικρίνεια, γενναιοδωρία.

Εσύ είχες.

Ο άλλος, είναι ντενεκές ξεγάνωτος.

Αλλά αυτό δεν σε νοιάζει.

Για σένα ήταν ένα μάθημα ακόμα. Για εκείνον όμως, ήσουν μια χαμένη ευκαιρία να γίνει άνθρωπος.

Μια χαμένη ευκαιρία να νιώσει πώς είναι να τον φροντίζουν, να τον νοιάζονται, να τον αγαπούν.

Μην χάνεις το χρόνο σου πάνω από τελειωμένες ιστορίες και κακογραμμένα παραμύθια.

Να είσαι περήφανος που εσύ ένιωσες!

Να είσαι περήφανος που εσύ έδωσες!

Να είσαι περήφανος που εσύ, μέσα από όλα τα ανάποδα, μέσα από όλα τα στραβά, μέσα από πληγές και ξεπουλήματα, έμεινες άνθρωπος και δεν έγινες ποτέ ανθρωπάκι!

Γι’ αυτό σου λέω κοίτα την πληγή, κοίτα και το σημάδι, και προχώρα.
Γιατί αν σταματήσεις, θα έχουν κερδίσει οι φασαριόζοι ντενεκέδες της ζωής μας!

Ο ουτοπικός μύθος του έρωτα

Υπάρχει ένας ουτοπικός μύθος. Μια ωραιοποιημένη θεωρία που αγγίζει δειλά την πραγματικότητα και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, μέσα από τα παραμύθια. Ο μύθος του ιδανικού έρωτα.

Μεγαλώνουμε πιστεύοντας πως σαν βρούμε το ταίρι μας, τα προβλήματα μας θα λυθούν σχεδόν δια μαγείας. Η ευτυχία θα μας κατακλύσει, η ψυχή μας θα ηρεμήσει και η καθημερινότητα μας θα γαληνέψει.. Ζώντας αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…

Περνάμε μεγάλο μέρος της ζωής μας αναζητώντας εκείνον τον άνθρωπο που θα μας λυτρώσει. Τον πρίγκιπα με το λευκό άλογο, που θα μας πάρει μακριά από τη μιζέρια μας. Ή την πριγκίπισσα που είναι φυλακισμένη στο κάστρο και περιμένει κάποιον να την σώσει, ώστε να ζήσουν μια ζωή ονειρεμένη.

Η ανυπομονησία υποσυνείδητα μας ωθεί να εναποθέτουμε εύκολα τις ελπίδες μας, σχεδόν σε όποιον βρεθεί μπροστά μας. Σε κάποιον που τηρεί φαινομενικά έστω και λίγες από τις προϋποθέσεις μας. Εθελοτυφλώντας, βλέποντας ότι η ανάγκη μας προστάζει.

Με την πάροδο του χρόνου όταν η γύμνια των ψυχών επικρατεί και η ύλη αδυνατεί να θαμπώνει άλλο πια, συχνά βλέπουμε ποσό μακριά είμαστε ο ένας από τον άλλον.. Αλλά κυρίως, πόσο μακριά είμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό.

Καταλήγοντας μετά από καιρό και πάλι μόνοι. Μόνοι, όντας ακόμα και μέσα σε δεσμά σχέσης ή γάμου. Η μοναξιά άλλωστε δεν διστάζει να κυριαρχήσει ακόμα και στις πιο «γεμάτες», φαινομενικά ευτυχισμένες εικόνες.

Συναντάμε κάπου στο μέλλον, τον εαυτό μας κουλουριασμένο σε μια γωνιά του χρόνου, προδομένοι από τα όνειρα μας, πληγωμένοι. Μαζεύοντας τα συντρίμμια μας, μόνο και μόνο για να βρούμε το κουράγιο να ψάξουμε τον επόμενο σύντροφο. Γυρεύοντας με ατέρμονη ελπίδα την αλήθεια του μύθου..

Ανασηκώνουμε τους ώμους, φοράμε με ευκολία την μάσκα που μαγικά καλύπτει όσα θέλουμε να κρύψουμε. Τον πόνο, την θλίψη, τα άλυτα θέματα που κουβαλάμε, αλλά σπάνια θυσιάζουμε τον χρόνο μας ή εκμηδενίζουμε το εγώ μας, για να τα αντιμετωπίσουμε. Ό,τι μας βαραίνει, το θάβουμε μέσα μας. Αγνοώντας πως κάποια στιγμή, όλα θα φανερωθούν, όμως γιγαντωμένα και θα μας στοιχειώσουν.

Πεπεισμένοι πως σύντομα θα βρούμε τον άνθρωπο που η ζωή μας χρωστάει, μετά από τόσες δυσκολίες. Εκείνον που επιτέλους, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, θα μπορέσει να μας φέρει την λησμονημένη ευτυχία και να εξαγνίσει μια για πάντα όλο όσα μέσα μας καταχωνιάσαμε.

Ο φαύλος κύκλος όμως αυτός θα επαναλαμβάνεται εωσότου λάβουμε το μάθημα που υποβόσκει μέσα από τις πληθώρες παρεμφερείς εμπειρίες. Το δίδαγμα που διάπλατα φωνάζει πως πρέπει να αφοσιωθούμε κυρίως σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και όχι σε μια διαρκή αναζήτησή συντρόφων ή συλλογή εραστών, εμμονικά καλύπτοντας κενά που η ματαιοδοξία και η παροδικότατα ανοίγει.

Όλα όσα χρειαζόμαστε βρίσκονται μέσα μας. Η ολοκλήρωση μας και η ευτυχία μας, δεν υποβόσκουν σε κάποιον άλλον. Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει, μονάχα εμείς τον ίδιο μας τον εαυτό.

Με τον σωστό για εμάς άνθρωπο δίπλα μας, η πορεία μας θα γίνει πιο εύκολη, εφόσον ο ένας θα βρίσκεται δίπλα στον άλλον ουσιαστικά. Εφόσον θα υπάρχει ένα χέρι να μας αγγίζει τρυφερά, ένας ωμός να ακουμπάμε τις πίκρες μας, ένα κορμί να υπερασπίζεται την έξαψη μας..

Όμως, όσο ιδανικός για εμάς και αν τύχει να είναι ο άνθρωπος με τον οποίο θα συναντηθούμε…

Αν εμείς δεν είμαστε καλά με τον εαυτό μας…

Αν εμείς δεν έχουμε βρει τον δρόμο μας… Αν δεν έχουμε ισορροπήσει μέσα μας..

Αν δεν γνωρίζουμε ποιοι πραγματικά είμαστε και τι η ψυχή μας αναζητάει… Αργά ή γρήγορα οι σκιές μας θα προφτάσουν να καλύψουν την πλάνη μας. Και οι μπόρες από τα μαύρα αυτά σύννεφα θα ξεπλύνουν τα ψεύτικα στολίδια.

Καλούμαστε να δούμε ξάστερα μέσα μας. Να κοιτάξουμε την υπόσταση μας. Να ξεγυμνωθούμε από την ύλη που μας περιβάλει και μας ντύνει, παραπλανώντας. Να μάθουμε τους εαυτούς μας. Να μην δειλιάζουμε, όσο δύσκολο και να είναι, να μην τρομάξουμε.

Η μεγαλύτερη αρετή, «γνώθι σαυτόν».

Μονάχα όταν πλησιάσουμε τον εαυτό μας, ίσως καταφέρουμε να επιλέξουμε σωστά τον άνθρωπο που θα μπορέσει να σταθεί δίπλα μας ή θα μπορέσουμε αν τον έχουμε βρει, να τον κρατήσουμε κοντά μας. Μονάχα τότε θα νιώσει το αγνό κάλεσμα μας και οι ψυχές θα μπορέσουν με καθαρότητα να σμίξουν.

Καταλήξαμε να μας ελέγχουν τα πάθη μέσα από όσα η κοινωνία προστάζει και παραγκωνίσαμε την φωνή της καρδιάς και της ψυχής.

Ας πάψουμε να θυσιάζουμε ψυχές στον βωμό των παθών…

Αν θέλεις να αναπτυχθείς, παράτα το παρελθόν

Αν θέλεις να αναπτυχθείς, παράτα το παρελθόν.

Το παρελθόν δεν υπάρχει πια, είναι απολύτως άσχετο, εξακολουθεί όμως να παρεμβαίνει.

Συνεχίζεις να κρίνεις σύμφωνα με αυτό. Συνεχίζεις να λες, «αυτό είναι σωστό κι εκείνο είναι λάθος» και όλες εκείνες οι ιδέες για το σωστό και το λάθος, όλες εκείνες οι κρίσεις έρχονται από κάτι που είναι νεκρό.

Το νεκρό σου παρελθόν παραμένει τόσο βαρύ πάνω σου, που δεν σου επιτρέπει να κινηθείς.

Παράτα το παρελθόν εντελώς.

Παράτα την ιδέα ότι πρέπει να υποφέρεις για να αναπτυχθείς. Είναι σκέτη ανοησία.

Αν συνεργαστείς απόλυτα με την ανάπτυξη σου, δεν θα υποφέρεις καθόλου, θα πανηγυρίζεις.

Κάθε στιγμή θα είναι στιγμή ευδαιμονίας και ευλογίας.

Να μη φοβάσαι τον δηλωμένο εχθρό αλλά τον ύπουλο που σε πλησιάζει

Να μην φοβόμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι στην ζωή μας με ορκισμένους εχθρούς, άλλα να φοβόμαστε τους ύπουλους «φίλους», διότι είναι η χειρότερη πάστα ανθρώπων και είναι δύσκολο να τους καταλάβεις. Με αποτέλεσμα να έχουνε κερδίσει χρόνο στην ζωή μας με ότι αυτό συνεπάγεται.

«Ο ύπουλος άνθρωπος είναι υποκριτής και κρυφός και λειτουργεί πάντα βάση σκοπιμότητας.»…Έχει γλυκερή μορφή, ώστε να ξεγελά και να πλησιάζει τους άλλους και είναι εξαιρετικός κόλακας σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Η ζήλια που νοιώθει για τους άλλους γίνεται ανομολόγητος φθόνος.

«Αυτό τον οδηγεί στην βολική μέθοδο ώστε να μειώνει την αξία των άλλων με συκοφαντίες, διότι δεν μπορεί να αντέξει την ευθεία αναμέτρηση» (Ι.kant).

Ο ύπουλος άνθρωπος δρα πάντα πισώπλατα και προσπαθεί να ενισχύσει την θέση του εξαπολύοντας ΔΙΑΒΑΛΜΑΤΑ εναντίον ανθρώπων που ζηλεύει αλλά και εναντίον εκείνων που τον καταλάβανε και τον απορρίψανε.

Ότι κάνει όμως το κάνει με πονηριά, με μαεστρία και μελετώντας την ψυχολογία του ανθρώπου που πλησιάζει, ώστε να τον κάνει να τα πιστέψει και να τον επηρεάσει.

Θα κινηθεί με μεθοδικότητα και τακτική. Αφού ψυχολογήσει το θύμα του, θα παρουσιάσει ένα προσωπείο ευχάριστο, γλυκό και καλοσυνάτο ώστε να κερδίσει έδαφος και εμπιστοσύνη. Έπειτα αφού εξασφαλίσει κάπως την »φιλία» θα αρχίσει την χειραγώγηση.

Θα προσπαθήσει να χειραγωγήσει και να επηρεάσει το θύμα του σε πολλά θέματα της ζωής του με κακότητα, ακόμα και να το απομονώσει από άτομα. Θα αρχίσει να θάβει τρίτα άτομα και να βάζει διαβάλματα εναντίον τους. Διαβάλματα εναντίον αυτών που ζηλεύει ή αυτών που τον απορρίψανε.

Ο ύπουλος ο άνθρωπος δεν λειτουργεί ποτέ αυθόρμητα αλλά μετράει την κάθε του κίνηση την όποια έχει σκεφτεί πολύ καλά με πονηριά και σκοπό. Πλησιάζει τους άλλους πάντα με κάποιο σκοπό. Κυρίως σε ένα άτομο το οποίο ζηλεύει πολύ θα προσπαθήσει να κινηθεί με μεθοδικότητα στο φιλικό του περιβάλλον για να του κάνει κακό μέσα από συκοφαντίες και διαβάλματα ώστε να στρέψει άτομα εναντίον του. ΚΑΤΑ ΚΑΝΟΝΑ Ο ΥΠΟΥΛΟΣ ΘΑΒΕΙ-ΣΥΚΟΦΑΝTΕΙ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΛΛΕΙ.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι αδίστακτοι. Δεν έχουνε αξίες ούτε αξιοπρέπεια και σίγουρα η φιλία δεν έχει καμία έννοια για αυτούς όπως και καμία άλλη ανθρώπινη σχέση. Η μόνη αξία που έχουνε είναι το συμφέρον και το υπερεγώ τους. Είναι άνθρωποι με ιδιαίτερη μαεστρία που δεν θα διστάσουν κιόλας με δάκρυα στα μάτια και παίζοντας θέατρο, με πραγματικά περίτεχνα ψέματα να προσπαθήσουν να πέσουν τους άλλους για την δήθεν «καλή» τους προαίρεση και την «κακή» προαίρεση του ανθρώπου που φθονούν.

Αυτό που προδίδει κάπως την υπουλότητα αυτών των ανθρώπων κατά κανόνα είναι ο ΦΘΟΝΟΣ, διότι δεν αντέχουν την ευτυχία και την ανωτερότητα των άλλων και όση μαεστρία και να έχουνε ,ο φθόνος είναι τόσο ισχυρό πάθος που ΔΕΝ ελέγχεται. Κάποια στιγμή θα τους ξεφύγει και θα τον εκφράσουν. Ένα άλλο στοιχείο είναι η υποκρισία η όποια κάποια στιγμή θα φανεί. Δεν μπορεί να παίζει θέατρο ένας άνθρωπος συνέχεια και κάποια στιγμή θα βγάλει την μάσκα. Πχ ένα χαρακτηριστικό είναι ενός τέτοιος άνθρωπος να θάβει άτομα και ταυτόχρονα να προσπαθεί να κάνει παρέα με αυτούς που θάβει. Να φάσκει και να αντιφάσκει συνέχεια και να προδίδει την πονηριά του.

Το όλο θέατρο των ύπουλων ανθρώπων τελειώνει, κυρίως με άσχημο τρόπο και με αυλαία που πέφτει απότομα διότι αν και πονηροί, ένα πράγμα δεν μπορούνε να το προβλέψουν: την νοημοσύνη των άλλων. Διότι ναι μεν έχουνε επιτυχία στους ηλίθιους και αυτό ικανοποιεί το εγώ τους αλλά «γκρεμοτσακίζονται» όταν έχουν την ατυχία να πέσουν σε έξυπνους ανθρώπους.

Ο ύπουλος ο άνθρωπος εν τέλει δεν κερδίζει τίποτα στην ζωή του, διότι με την συμπεριφορά του απομακρύνει αξιόλογους ανθρώπους αλλά ταυτόχρονα αποκτάει και εχθρούς. Αυτό όμως φαίνεται να μην τους νοιάζει ,αφού το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπουνε την ζωή τους είναι μόνο το συμφέρον. Όταν αντιληφθούν ότι ο άλλος τους έχει καταλάβει, το προσωπείο τους πέφτει(δεν έχει νόημα πλέον), βγάζουν τον αληθινό τους εαυτό, ενίοτε και με επιθετικότητα αλλά και σπασμωδικές κινήσεις…αλλά πάντα συνεχίζουν τον δρόμο τους για το επόμενο θύμα. Δεν τους πτοεί τίποτα.

Καλύτερα στην ζωή μας να ερχόμαστε αντιμέτωποι με ξεκάθαρους εχθρούς παρά με ύπουλους ανθρώπους οι οποίοι μπορεί και να εισβάλουν στην ζωή μας πάντα με κακό σκοπό. Επίσης να φροντίζουμε πάντα να έχουμε αληθινούς ανθρώπους και καλούς φίλους μέσα στην ζωή μας διότι ακόμα και αν έχουμε την ατυχία να γνωρίσουμε έναν τέτοιο ύπουλο άνθρωπο, θα είναι πολύ πιο εύκολο να αντιληφθούμε την συμπεριφορά του και πολύ πιο ανώδυνο να τον απομακρύνουμε.

VIRGINIA SATIR: Τίποτα δεν παίζει τόσο ζωτικό ρόλο στη διατήρηση μιας σχέσης αγάπης (ή στην καταστροφή της) όσο η διαδικασία λήψης αποφάσεων

Οι πιθανότητες να έχουν οι σύζυγοι κοινά σημεία είναι περίπου εκατό τοις εκατό. Ίδιες, εκατό στις εκατό, πιθανότητες υπάρχουν ότι θα βρουν διαφορές μεταξύ τους. Η ανατροφή των παιδιών προβάλλει τις διαφορές. Το ίδιο και η λήψη αποφάσεων που αποτελεί μια κύρια πλευρά σε κάθε διαδικασία του ζευγαρώματος. Σε πολλά ζευγάρια, το να πάρουν αποφάσεις μετατρέπεται σε μάχη, αθόρυβη ή με φωνές, για το ποιος έχει το δικαίωμα να πει στον άλλο τι να κάνει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κάθε φορά που παίρνετε μία απόφαση, αισθάνεται καθένας ακόμη πιο άσχημα για τον άλλο και για τον εαυτό του. Καθένας αρχίζει να αισθάνεται μόνος, απομονωμένος, αδικημένος, θυμωμένος, προδομένος και απελπισμένος. Καθένας βάζει στο τραπέζι την αυτοεκτίμησή του κάθε φορά που πρόκειται να πάρει μια απόφαση. Ύστερ’ από μερικές τέτοιες μάχες τα συναισθήματα αμοιβαίας αγάπης εξαφανίζονται.

Μερικές φορές τα ζευγάρια προσπαθούν να αποφύγουν αυτά τα προβλήματα, συμφωνώντας να αναγνωριστεί ο ένας αρχηγός και ο άλλος να συμμορφώνεται στις αποφάσεις. Άλλη διέξοδος είναι να παίρνει κάποιος τρίτος τις αποφάσεις, ίσως ένας εξ αγχιστείας συγγενής ή ένα παιδί ή ένα πρόσωπο έξω απ’ την οικογένεια. Στο τέλος οι αποφάσεις παίρνονται. Αλλά πώς; Και με ποια αποτελέσματα;

Ας διαλέξουμε μερικές από τις ανταποκρίσεις κι ας τις εφαρμόσουμε στον τρόπο με τον οποίο εσύ και ο (η) σύζυγός σου παίρνετε τις αποφάσεις.

Τις παίρνετε με συμβιβασμό; Με φοβέρες; Με κηρύγματα; Παραπλανητικά; Κάνοντας τους αδιάφορους;

Ποιος παίρνει τις αποφάσεις; Πώς; Αντιμετωπίζετε κάθε απόφαση ίσια, ρεαλιστικά και χρησιμοποιώντας τις ικανότητες του καθενός;

Δείχνεις ότι ξέρεις τη διαφορά ανάμεσα στην ικανότητα να διαχειρίζεσαι χρήματα και στην αξία του εαυτού; (Όταν γράφεις μια επιταγή, γράφεις μια επιταγή. Αυτό δεν αποτελεί τρόπο για να δείξεις ή να μη δείξεις αγάπη.)

Να, ένα παράδειγμα. Πριν από το γάμο, ο Μανώλης διαχειριζόταν τα χρήματά του και η Αλίκη τα δικά της. Τώρα παντρεύτηκαν και θέλουν να τα διαχειρίζονται μαζί. Χρειάζεται γι’ αυτό μια μεγάλη απόφαση, πιθανότατα η πρώτη μεγάλη απόφαση που παίρνουν μετά το γάμο τους.

Ο Μανώλης λέει με πεποίθηση: “Λοιπόν, μια και είμαι ο άντρας του σπιτιού, θα διαχειρίζομαι εγώ τα λεφτά. Έτσι έκανε κι ο πατέρας μου, άλλωστε”.

Η Αλίκη απαντάει με κάποιο σαρκασμό: “Μα είναι δυνατόν; Εσύ είσαι τόσο σπάταλος! Το θεωρούσα αυτονόητο ότι εγώ θα διαχειρίζομαι τα χρήματα. Όπως έκανε κι η μητέρα μου”.

Η απάντηση του Μανώλη είναι πολύ ήσυχη. “Καλά, αφού το θέλεις, δεν έχω αντίρρηση. Εγώ φυσικά πίστευα πως μια και είμαι ο σύζυγός σου και μ’ αγαπάς, θα ήθελες να διαχειρίζομαι εγώ τα χρήματά μας. Εξάλλου, αυτή είναι αντρική δουλειά.”

Η Αλίκη φοβήθηκε λιγάκι. “Ω, αγάπη μου! Φυσικά και σ’ αγαπάω. Δε θέλω να πληγώσω τα αισθήματά σου. Ας μη μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό. Έλα, δωσ’ μου ένα φιλάκι.”

Τι θα λέγατε γι’ αυτή τη διαδικασία λήψης αποφάσεων; Πού νομίζετε ότι οδηγεί; Βοηθάει να αυξηθεί ή να ελαττωθεί η αγάπη;

Πέντε χρόνια αργότερα, η Αλίκη λέει θυμωμένα στο Μανώλη: “Αυτή η εταιρία θα μας κάνει μήνυση. Δεν πλήρωσες το λογαριασμό! Βαρέθηκα ν’ αποφεύγω τους εισπράκτορες. Θ’ αναλάβω εγώ τη διαχείριση. Παρ’ το όπως θέλεις, δε με νοιάζει!”

Ο Μανώλης λέει κοφτά: “Στο διάολο! Μπρος, παρ’ τα κι άντε να δούμε αν θα τα καταφέρεις καλύτερα!”

Καταλαβαίνεις ποιο είναι το πρόβλημά τους; Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αυτοεκτίμησή τους από το θέμα της διαχείρισης των οικονομικών τους.

Σίγουρα, τίποτα δεν παίζει τόσο ζωτικό ρόλο στη διατήρηση μιας σχέσης αγάπης (ή στην καταστροφή της) όσο η διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αξίζει να μάθουμε τη διαφορά ανάμεσα στο θέμα της διένεξης και στην αυτοεκτίμηση, που σχετίζεται μ’ αυτό.

Πολλά ζευγάρια στηρίζονται στην πλάνη πως, αφού αγαπιούνται, όλα τ’ άλλα θα λυθούν αυτόματα. Ας συγκρίνουμε αυτή την κατάσταση με την περίπτωση κάποιου που, ας πούμε, θέλει να χτίσει μια γέφυρα. Για να το επιχειρήσει αυτό ένας μηχανικός δε θα βασιστεί στο γεγονός ότι του αρέσουν ή ότι αγαπά τις γέφυρες. Πρέπει να ξέρει πολλά πράγματα για τη διαδικασία, την απαραίτητη για να χτιστεί μια πραγματική και χρήσιμη γέφυρα. Η παρομοίωση ισχύει για τις σχέσεις.

Οι σύντροφοι χρειάζονται να ξέρουν για τη διαδικασία της σύνδεσής τους σε ζευγάρι. Χρειαζόμαστε την αγάπη και τη διαδικασία της οικογενειακής αρχιτεκτονικής. Δεν μπορεί κανένα απ’ αυτά να λειτουργήσει μόνο του.

Ας σπρώξουμε λίγο πιο πέρα ακόμη την παρομοίωσή μας. Ο κατασκευαστής της γέφυρας, που αγαπάει τη δουλειά του, θα αντέξει τους αγώνες και τις απογοητεύσεις, που σίγουρα θα παρουσιαστούν κατά την εκμάθηση της δουλειάς, πολύ καλύτερα από κείνον που δεν τον ενδιαφέρει η γεφυροποιία ή που δεν περιμένει ότι θα συναντήσει προβλήματα. Μα και πάλι, ο αφιερωμένος μηχανικός χρειάζεται κάποιαν αίσθηση προόδου των εργασιών για να επιμείνει να τις συνεχίσει.

Το ίδιο γίνεται με τα ζευγάρια. Αν το “πώς” στο γάμο τους δεν εκπληρώνει τις ελπίδες και τα όνειρά τους, η αγάπη φεύγει μακριά. Πολλοί άνθρωποι το καταλαβαίνουν, ότι χάνεται η αγάπη τους, χωρίς ούτε να υποψιάζονται πως τη διώχνει η διαδικασία τους, το “πώς” στο γάμο τους.

Θυμάστε την αγάπη που νιώθατε για τον σύντροφό σας, όταν παντρευτήκατε; Θυμάστε πως σκεφτόσαστε ότι θ’ άλλαζε η ζωή σας; Θυμάστε επίσης ότι πιστεύατε πως ορισμένα προβλήματα θα λύνονταν με την αγάπη; Μπορείτε να πείτε τώρα ο ένας στον άλλο ποια ήταν μερικά από κείνα τα συναισθήματα και τα προβλήματα και τι έγινε μ’ αυτά; Μπορείτε τώρα να φτιάξετε μια νέα, πιο ρεαλιστική βάση για τη σχέση σας;

Βιρτζίνια Σατίρ, ΠΛΑΘΟΝΤΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Blaise Pascal: Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα καλάμι, αλλά ένα καλάμι που σκέφτεται

«Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα καλάμι, το πιο αδύνατο της φύσης, αλλά ένα καλάμι που σκέφτεται. Δεν χρειάζεται να οπλιστεί ολόκληρο το σύμπαν για να το σπάσει. Λίγος ατμός, μια σταγόνα νερό, φτάνει για να το σκοτώσει. Μα όταν θα τον έσπαζε το σύμπαν, ο άνθρωπος θα ήταν πιο ευγενής απ’ αυτό που τον σκοτώνει, γιατί ξέρει πως πεθαίνει, και ξέρει το πλεονέκτημα που έχει το σύμπαν επάνω του. Το σύμπαν δεν γνωρίζει τίποτα απ’ αυτό». Στην εικόνα αυτή, στο καλάμι που σκέφτεται, ο Πασκάλ συνδέει την απόγνωση με την επίλεκτη θέση της ανθρώπινης ύπαρξης. Εξηγεί τόσο την αδυναμία όσο και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, τον συνδυασμό των αντιθέσεων, το παράδοξο, ώστε ο άνθρωπος να παρουσιαστεί τελικά ως ένα πλάσμα που η λογική του δεν το βοηθάει.

Ως εκ τούτου, οι θεωρίες περί σωφροσύνης του Μονταίν ή του Επίκτητου δεν είναι αρκετές για τον Πασκάλ. Στις Σκέψεις επιστρέφει διαρκώς στους φιλοσόφους εκείνους που κάποτε ήταν δάσκαλοί του. Για τον Μονταίν λέει ότι παρασύρει τους ανθρώπους στην απάθεια έναντι της σωτηρίας. Κατά την άποψη του Πασκάλ, κανείς από αυτούς τους δύο φιλοσόφους δεν αντιλήφθηκε ότι η αιτία της ανθρώπινης δυστυχίας δεν έγκειται στην αποξένωση από τη λογική. Δεν πρόκειται για την εγκόσμια ευτυχία, αλλά για τη σωτηρία του ανθρώπου πέρα από τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο. Και ο δρόμος που οδηγεί εκεί δεν περνάει μέσα από τη λογική αλλά μέσα από την καρδιά.

Η λογική, η νόηση, και η καρδιά είναι κατά τον Πασκάλ τα δύο ουσιώδη γνωστικά όργανα του ανθρώπου. Η λογική και η νόηση είναι υπεύθυνες για μια γνώση η οποία στηρίζεται σε επιχειρήματα, αποδείξεις και συμπεράσματα, όπως στη φιλοσοφία, στη λογική και στις επιστήμες. Αυτά όμως δεν καλύπτουν, κατά τον Πασκάλ, ολόκληρο το εύρος της αλήθειας. Εκτός από τη «λογική της νόησης», υπάρχει και η «λογική της καρδιάς». Η καρδιά, με την αισθητική-διαισθητική ικανότητά της να προσεγγίζει τη γνώση, προχωράει βαθύτερα σε σχέση με τη νόηση. Κατακτά γνώσεις τις οποίες δεν μπορούμε να «αιτιολογήσουμε» και να «αποδείξουμε». Ο Πασκάλ αναφέρει εν προκειμένω ως παράδειγμα το ότι γνωρίζουμε ότι ο χώρος είναι τρισδιάστατος ή ότι οι αριθμοί είναι άπειροι. Ειδικά τα βασικά αξιώματα, που αποτελούν προϋπόθεση των επιστημονικών θεωριών, δεν αναγνωρίζονται με τη λογική αλλά με την καρδιά. Τα αξιώματα τα αισθανόμαστε, τα θεωρήματα τα συνάγουμε, όπως λέει ο ίδιος. Όλες οι μεγάλες θεωρίες, υποστηρίζει ο Πασκάλ, βασίζονται αρχικά σε μια διαίσθηση.

Η αισθητική-διαισθητική ικανότητα της καρδιάς να συνάγει συμπεράσματα δεν φαίνεται μόνο στη διερεύνηση της φύσης, αλλά σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα μάλιστα στον τρόπο που σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους αλλά και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Υπάρχει μια συγκεκριμένη «λογική», μια γνωστική περιοχή της καρδιάς. Ο Πασκάλ το διατυπώνει ως εξής: «La Coeur a sa raison, que la raison connait pas» – η καρδιά δηλαδή έχει τη δική της «λογική», την οποία η λογική δεν γνωρίζει». Με αυτή τη θέση του ο Πασκάλ εναντιώνεται στην «ορθολογική» παράδοση που κυριαρχεί στη φιλοσοφία από την αρχαιότητα και θέλει ειδικά τις ύψιστες αλήθειες να είναι προσιτές μόνο μέσω της λογικής. Δίνοντας στη «λογική της καρδιάς» το προβάδισμα έναντι της «λογικής της νόησης», αποδεικνύει απεναντίας τις περιορισμένες δυνατότητες και την αδυναμία της νόησης.

Ο Πασκάλ συνειδητοποιεί όμως ότι με τις θέσεις που υποστηρίζει βρίσκεται στο επίκεντρο μιας δημόσιας αντιπαράθεσης και ότι οι αναγνώστες του προέρχονται ως επί το πλείστον από τους κύκλους των λογίων. Για τον λόγο αυτό επιχειρεί στο πιο γνωστό μέρος του βιβλίου, το μέρος του στοιχήματος, ένα στρατηγικό πείραμα. Σε μια αντιπαράθεση με έναν επιφυλακτικό και κοσμικό συνομιλητή, έναν μορφωμένο μπον βιβέρ, δεν χρησιμοποιεί καθόλου τις έννοιες της Θείας Χάριτος και «αίσθηση της καρδιάς». Ακολουθεί την κριτική στάση του συνομιλητή του και προσπαθεί αρχικά να τον πείσει για την ύπαρξη του Θεού με έναν ορθολογικό υπολογισμό.

O Θεός βρίσκεται έξω από την «τάξη του πνεύματος». Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει κάποια «κανονική» απόδειξη της ύπαρξής του ή της μη ύπαρξής του. Στη ζωή μας πρέπει να αποφασίσουμε αν θα δεχτούμε ή όχι την ύπαρξη του Θεού. Ο Πασκάλ δεν αφήνει περιθώριο διαφυγής από την απόφαση αυτή. Βρισκόμαστε επομένως σε μια κατάσταση όπου θα πρέπει να ποντάρουμε υπέρ ή κατά της ύπαρξης του Θεού. Και το στοίχημα αυτό αφορά κάτι απείρως σημαντικό: την αιώνια μακαριότητα. Όλα δείχνουν πως η πιθανότητα να ποντάρει κανείς σωστά είναι 50:50. Το ενδεχόμενο όμως ενός μη πεπερασμένου κέρδους καταργεί κατά τον Πασκάλ κάθε στάθμιση πιθανοτήτων. Άρα άνθρωπος πρέπει να ποντάρει υπέρ της ύπαρξης του Θεού, επειδή η πιθανότητα να χάσει δεν μπορεί να συγκριθεί με το πιθανό κέρδος της αιώνιας μακαριότητας. Ακόμη και η λογική, αντιτείνει ο Πασκάλ στον ορθολογιστή συνομιλητή του, ωθεί τον άνθρωπο στην πίστη.

Η επιχειρηματολογία του Πασκάλ όμως δεν τελειώνει στο σημείο αυτό. Διότι ο συνομιλητής του, ο μπον βιβέρ, δεν μπορεί να αποφασίσει πού να ποντάρει και ομολογεί πως είναι ανίκανος να πιστέψει. Τώρα ο Πασκάλ προτείνει μια «μη ορθολογική», μια πρακτική οδό. Ο άνθρωπος πρέπει να φέρεται σαν να πιστεύει, πρέπει να συμμετέχει στα τελετουργικά της θρησκείας και έτσι να μετριάζει τα πάθη του. Πρέπει να ταπεινωθεί, ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για την αληθινή πίστη. Ταπεινοφροσύνη και αυτοπεριορισμός της λογικής: Αυτός είναι για τον Πασκάλ ο δρόμος που οδηγεί ακόμη και έναν μορφωμένο άνθρωπο στην πίστη.

Αυτός ο μορφωμένος άνθρωπος έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Στις Σκέψεις ο θρήσκος Πασκάλ αντιπαλεύει με τον επιφυλακτικό ορθολογιστή που υπήρξε κάποτε και από τον οποίο θέλει να απελευθερωθεί. Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ένα διπλό πρόσωπο: το ένα επιχειρηματολογεί ορθολογικά και το άλλο διαλογίζεται θρησκευτικά. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο το βιβλίο προσέλκυε πάντα εξίσου τόσο θρησκευόμενους αναγνώστες όσο και αναγνώστες με φιλοσοφικό-ορθολογικό προσανατολισμό. Αλλά και για εκείνους που δεν πιστεύουν, οι Σκέψεις αποτελούν απόδειξη για τη διαυγή σκέψη του συγγραφέα τους, ο οποίος μέσα από μια εξαιρετική ανάλυση της κατάστασης του ανθρώπου καταλήγει σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Τελικά η κίνηση είναι ψευδαίσθηση; Διχοτομία (ένα από τα τέσσερα παράδοξα του Ζήνωνα)

Η Διχοτομία, ένα από τα τέσσερα παράδοξα του Ζήνωνα, διατυπώνεται πολύ απλά ως εξής:

Για να φτάσουμε στον προορισμό μας πρέπει πρώτα να διανύσουμε το μισό της απόστασης που μας χωρίζει από αυτόν, αλλά για να διανύσουμε τη μισή απόσταση πρέπει πρώτα να καλύπτουμε το ένα τέταρτο της απόστασης, και για να καλύψουμε το ένα τέταρτο της απόστασης πρέπει να διανύσουμε το ένα όγδοο της απόστασης, και ούτω καθεξής. Αν μπορούμε να υποδιπλασιάζουμε επ’ άπειρον τις αποστάσεις, τότε δεν φτάνουμε ποτέ ούτε καν στην πρώτη υποδιαίρεση της απόστασης, συνεπώς, στην πραγματικότητα, δεν ξεκινάμε ποτέ το ταξίδι. Επιπλέον, τούτη η ατέρμονη ακολουθία ολοένα μικρότερων αποστάσεων είναι άπειρη. Επομένως, η ολοκλήρωση του ταξιδιού απαιτεί την ολοκλήρωση ενός άπειρου αριθμού διαδοχικών στόχων. Συνεπώς, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να το τελειώσουμε. Αν δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι, που έτσι κι αλλιώς δεν θα ολοκληρώναμε, η κίνηση καθαυτή είναι αδύνατη.

Μάθαμε για το παράδοξο αυτό από τον Αριστοτέλη, ο οποίος αναζήτησε το λογικό επιχείρημα με το οποίο θα μπορούσε να το ανατρέψει οριστικά. Εξάλλου, είναι προφανές ότι η κίνηση αποτελεί μια πραγματικότητα. Ωστόσο, ο Ζήνων εφάρμοζε μια μορφή επιχειρηματολογίας γνωστή ως εις άτοπον απαγωγή, κατά την οποία μια ιδέα υποβάλλεται σε συνεχή πίεση έως ότου οδηγήσει σ’ ένα παράλογο συμπέρασμα. Πρέπει, επίσης, να θυμόμαστε ότι ο Ζήνων δεν ήταν μαθηματικός. Τα επιχειρήματά του στηρίζονταν αποκλειστικά στην καθαρή λογική – και αυτό, συχνά, δεν αρκεί. Για να διαψεύσουν τα επιχειρήματα του Ζήνωνα, ο οποίος υποστήριζε την ψευδαίσθηση της κίνησης, άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι κατέφυγαν σε μια πιο άμεση και πραγματιστική προσέγγιση. Ένας από αυτούς ήταν ο Διογένης ο Κυνικός.

Ο Διογένης άπλωσε τα διδάγματα του Κυνισμού στα λογικά άκρα τους. Απ’ ό,τι φαίνεται, αναγόρευσε τη φτώχεια του σε αρετή και έζησε μερικά χρόνια σ’ ένα πιθάρι, στην αγορά της Αθήνας. Έγινε γνωστός για την … κυνική στάση του απέναντι σε όλα τα πράγματα, ιδίως στις φιλοσοφικές διδαχές της εποχής του, ακόμα και περίφημων φιλοσόφων όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων, και τα παράδοξά του. Όταν άκουσε το παράδοξο της Διχοτομίας για την ψευδαίσθηση της κίνησης, απλώς σηκώθηκε όρθιος και περπάτησε, δείχνοντας έτσι τον παραλογισμό των συμπερασμάτων του Ζήνωνα.

Παρ’ ότι, ίσως, θα χειροκροτούσαμε τον Διογένη για την πρακτική προσέγγισή του, πρέπει να εξετάσουμε λίγο πιο προσεκτικά το σημείο στο οποίο καταρρέει η λογική του Ζήνωνα. Κι αυτό δεν αποδεικνύεται τόσο δύσκολο – εξάλλου, είχαμε πάνω από δύο χιλιάδες-χρονιά για να το σκεφτούμε. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να θεωρήσετε ότι για να απορρίψουμε το παράδοξο του Ζήνωνα αρκεί η καθαρή, απλή λογική – η οποία, όμως, για μένα δεν είναι αρκετή. Μια και ανάλωσα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου εργαζόμενος -και, κυρίως, σκεπτόμενος- ως φυσικός, δεν με ικανοποιούν τα φιλοσοφικά ή λογικά επιχειρήματα που στηρίζονται στην κοινή λογική για να «γκρεμίσουν» τη Διχοτομία. Χρειάζομαι αδιάσειστη Φυσική – η οποία, κατά τη γνώμη μου, κάνει μια πολύ πιο πειστική δουλειά.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να μετατρέψουμε το επιχείρημα του Ζήνωνα για την απόσταση, σε ένα επιχείρημα για τον χρόνο. Υποθέστε ότι τη στιγμή που βρίσκεστε στην αφετηρία της απόστασης η οποία πρέπει να διανυθεί, κινείστε ήδη με σταθερή ταχύτητα. Η ιδέα της ταχύτητας, που ο Ζήνων μάλλον δεν είχε κατανοήσει καλά, δηλώνει την κάλυψη μιας συγκεκριμένης απόστασης μέσα σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα. Όσο μικρότερη απόσταση πρέπει να καλύψουμε, τόσο μικρότερο χρονικό διάστημα απαιτείται αλλά όποτε διαιρούμε την πρώτη με το δεύτερο, παίρνουμε πάντα το ίδιο μέγεθος: την ταχύτητα. Αν εστιάσουμε στις ολοένα μικρότερες αποστάσεις που πρέπει να καλυφθούν για να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας, πρέπει επίσης να εστιάσουμε και στα όλο και πιο μικρά αντίστοιχα χρονικά διαστήματα. Ωστόσο, ο χρόνος κυλάει, ανεξαρτήτως του πώς θέλουμε εμείς να τον χωρίσουμε τεχνητά σε χρονικές περιόδους που μειώνονται συνεχώς. Έχουμε κάθε δικαίωμα να εκλαμβάνουμε τον χρόνο, και όχι τον χώρο, σαν μια στατική γραμμή που μπορεί να υποδιαιρεθεί επ’ αόριστον (και, στην πραγματικότητα, όταν λύνουμε προβλήματα Φυσικής, κατ’ αυτόν, ακριβώς, τον τρόπο τον εκλαμβάνουμε), έχοντας πάντα κατά νου πως η αντίληψή μας για τον χρόνο ως στατικής γραμμής, διαφέρει από το πως αντιλαμβανόμαστε πραγματικά μια γραμμή στον χοίρο. Δεν μπορούμε να βγούμε από τη ροή του χρόνου. Ο χρόνος προχωράει ούτως ή άλλως – συνεπώς, κινούμαστε.

Αν εξετάσουμε την κατάσταση από τη σκοπιά κάποιου που δεν κινείται ήδη, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας έναν ακόμη παράγοντα της Φυσικής. Πρόκειται για κάτι που όλοι μαθαίνουμε στο σχολείο (και οι περισσότεροι, σχεδόν σίγουρα, ξεχνάμε). Ονομάζεται δεύτερος νόμος του Νεύτωνα, σύμφωνα με τον οποίο για ν’ αρχίσει να κινείται ένα αντικείμενο, πρέπει να δεχτεί δύναμη. Η δύναμη θα προκαλέσει την επιτάχυνσή του – θα μεταβάλει την κατάστασή του από την ηρεμία στην κίνηση. Αλλά από τη στιγμή που κινείται, ισχύει το ίδιο επιχείρημα: ότι, δηλαδή, καθώς ξετυλίγεται ο χρόνος, οι αποστάσεις που διανύονται εξαρτώνται από την ταχύτητα του κινούμενου αντικειμένου η οποία, φυσικά, δεν χρειάζεται να είναι σταθερή. Στην περίπτωση αυτή, το επιχείρημα της Διχοτομίας ανάγεται σε μια αφηρημένη ασάφεια, που δεν έχει τίποτε να μας πει, όσον αφορά την πραγματική κίνηση, στον φυσικό κόσμο.

Επιτρέψτε μου ένα τελικό σχόλιο πριν προχωρήσουμε. Η θεωρία της σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν μάς διδάσκει ότι, ίσως, δεν θα ‘πρεπε να απορρίπτουμε με τόση βεβαιότητα το παράδοξο της Διχοτομίας. Σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, ο χρόνος μπορεί να εκληφθεί όπως και ο χώρος – μάλιστα, ο ίδιος, όταν αναφέρεται στον χρόνο, μιλάει για τον τέταρτο άξονα, ή την τέταρτη διάσταση, του επονομαζόμενου χωροχρόνου. Αυτό δείχνει πως η ροή του χρόνου μπορεί να είναι, τελικά, μια ψευδαίσθηση – και αν συμβαίνει αυτό, τότε το ίδιο θα ισχύει και για την κίνηση. Ωστόσο, παρά την επιτυχία της θεωρίας της σχετικότητας, διατηρώ την άποψη ότι το παραπάνω συμπέρασμα μας απομακρύνει από τη Φυσική και μας οδηγεί στα θολά νερά της μεταφυσικής – σε αφηρημένες ιδέες που δεν έχουν τη συμπαγή υποστήριξη της εμπειρικής επιστήμης.

Σε καμιά περίπτωση δεν ισχυρίζομαι πως η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν είναι εσφαλμένη. Απλώς, οι ιδέες του Aϊνστάιν αποκτούν υπόσταση μόνο όταν τα πράγματα κινούνται πολύ γρήγορα – σχεδόν με την ταχύτητα του φωτός. Στις φυσιολογικές καθημερινές ταχύτητες, έχουμε κάθε δικαίωμα να αγνοούμε αυτά τα «σχετικιστικά» φαινόμενα και να αντιλαμβανόμαστε τον χώρο και τον χρόνο σύμφωνα με την οικεία, κοινή λογική μας. Εντέλει, αν ωθήσουμε το επιχείρημα του Ζήνωνα στο λογικό άκρο του, τότε σφάλλουμε όταν ισχυριζόμαστε ότι ο χώρος και ο χρόνος μπορούν να διαιρεθούν απείρως σε ολοένα μικρότερα, αλλά πάντα διακριτά χρονικά διαστήματα και αποστάσεις. Σε κάποιο σημείο τα πράγματα γίνονται τόσο μικρά ώστε, αναγκαστικά, έρχεται στο προσκήνιο η κβαντική φυσική, όπου ο χρόνος και ο χώρος γίνονται ασαφείς και αόριστοι και ο τεμαχισμός τους σε μικρότερα κομμάτια παύει πια να έχει νόημα. Πράγματι, αυτή καθαυτή η κίνηση στην κβαντική επικράτεια των ατόμων και των υπο-ατομικών σωματιδίων είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια ψευδαίσθηση. Αλλά ο Ζήνων δεν είχε αυτό κατά νου.

Μόνο όταν έχουμε βιώσει την αγάπη συνειδητοποιούμε πραγματικά τι θα χάναμε αν δεν τη συναντούσαμε

Βασικό στοιχείο της αγάπης είναι η θέληση να ενωθούμε άρρηκτα μ’ ένα άλλο άτομο. Είναι φυσικό να θέλουμε να είμαστε σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι των προσώπων που αγαπάμε. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να τους κάνουμε ευτυχισμένους μόνο εφόσον γνωρίσουμε το μυαλό, το σώμα και το πνεύμα τους.

Αυτό ωστόσο μπορεί να αποβεί επικίνδυνο εάν δοθούμε στον άλλο τόσο ώστε να χάσουμε τον εαυτό μας. Έτσι γινόμαστε «πιο λίγοι» για όποιον μας αγαπά. Κι αυτό επειδή, όταν ταυτιζόμαστε πλήρως με τον άλλο, απαρνιόμαστε το δικό μας παρελθόν και όλα όσα μας κάνουν αυτό που είμαστε. Μια σχέση αγάπης λειτουργεί καλύτερα ως εκούσια ένωση δύο ξεχωριστών προσωπικοτήτων. Μέσα από την αμοιβαία αφοσίωση και το σεβασμό, δημιουργείται μια νέα οντότητα, που δεν είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, αλλά ένα κομμάτι και απ’ τους δύο – η σχέση τους.

Οι καινούριες σχέσεις είναι πάντοτε εύθραυστες. Αυτές που επιβιώνουν μοιάζουν είτε να ωριμάζουν όμορφα είτε απλώς να γερνούν. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για δύο ανθρώπους που διατήρησαν την προσωπική τους ακεραιότητα και θέλησαν να ενώσουν τις δυνάμεις και τη μοναδικότητά τους για να οικοδομήσουν την αγάπη τους.

Δεν υπάρχουν ειδικοί στην αγάπη. Τη μελετώ περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια κι ακόμα διστάζω να δώσω τov ορισμό της. Κάθε φορά που πιστεύω πως έχω καταλήξει κάπου, ανακαλύπτω μια νέα, συναρπαστική πλευρά, που με αναγκάζει να αναθεωρήσω τις απόψεις μου. Όσοι ζητούν να δουν την πλήρη εικόνα της αγάπης θα είναι σίγουρα διαρκώς απογοητευμένοι.

Στην αγάπη ωστόσο δεν είναι τόσο σημαντικό το να πάρουμε οριστικές απαντήσεις, αλλά το να συνεχίσουμε να τις ψάχνουμε. Θα ήταν τραγωδία να φτάσουμε στο τέλος της ζωής μας χωρίς να έχουμε καταλάβει όσο περισσότερα μπορούμε για την αγάπη, γιατί είμαι βέβαιος ότι οι ζωές πας θα κριθούν. τελικά, από την αγάπη που θα έχουμε βιώσει.

Το να εξακολουθούμε να αναπτυσσόμαστε στην αγάπη είναι ένα χαρούμενο και μυστικιστικό ταξίδι, γεμάτο εμπειρίες, συγκινήσεις και απρόοπτα.

Η θυσία για προσωπικό όφελος είναι εξευτελιστική και αφύσικη. Εντούτοις, φωτισμένη από την αγάπη, η αυτοθυσία γίνεται ιερή.

Παρά πολύ συχνά ακούμε την εξής φράση: «Έτσι μου δείχνεις την ευγνωμοσύνη σου, ύστερα από όσα σου έχω προσφέρει;» Αυτού του είδους η χειραγώγηση -συνηθισμένη όσο και θλιβερή-αναιρεί κάθε έννοια αγάπης. Μοιάζει περισσότερο με εμπορική συναλλαγή, που πραγματοποιείται υπό τον όρο ότι θα ξεπληρώσουμε το «χρέος» μας σε είδος.

Όταν παραιτούμαστε από κάτι για χάρη κάποιου που αγαπάμε, όσο μεγάλη κι αν είναι η θυσία, είναι αδύνατο να τίθενται όροι. Ό,τι κάνουμε το κάνουμε επειδή το θέλουμε, χωρίς την παραμικρή σκέψη ανταπόδοσης, χρέους ή ενοχής. Μόνο μ αυτό τον τρόπο η θυσία αποτελεί υγιή εκδήλωση αγάπης.

Η αγάπη μάς διευρύνει

Η αγάπη μάς παροτρύνει να εξερευνήσουμε περιοχές του μυαλού και της καρδιάς μας που, χωρίς αυτή, δε θα μας είχαν ποτέ αποκαλυφθεί. Στην ουσία, η αγάπη μάς αποκαλύπτει στον ίδιο μας τον εαυτό.

Στην αγάπη βρίσκουμε τη σιγουριά που μας ενθαρρύνει να ρισκάρουμε, να ξαναδοκιμάσουμε, να υιοθετήσουμε καινούριους τρόπους συμπεριφοράς. Καθώς ανακαλύπτουμε ο ένας τον άλλο, καταδυόμαστε πιο βαθιά στον εαυτό μας. Οι ορίζοντές μας διευρύνονται, συνειδητοποιούμε ότι ο κόσμος μας μπορεί μέχρι τώρα να ήταν περιορισμένος και ανοιγόμαστε σε νέες ιδέες και αντιλήψεις, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου.

Η αγάπη μάς προσφέρει το πιο εύφορο έδαφος για ανάπτυξη. Φροντίζουμε αυτό το έδαφος εμπλουτίζοντάς το με τη θέληση να εγκαταλείψουμε τον παλιό μας εαυτό και τις άχρηστες προκαταλήψεις μας. Σε αντάλλαγμα, μας προσφέρεται μια πολύ ευρύτερη άποψη του εαυτού μας και ένας κόσμος με απεριόριστες δυνατότητες για εξερεύνηση. Η αγάπη δεν είναι τυφλή. Έχει τέλεια όραση. Και μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε όπως δεν είχαμε δει ποτέ πριν.

Michel de Montaigne: Είσαι ο ερευνητής χωρίς γνώση, ο δικαστής χωρίς δικαιοδοσία και τελικά, ο γελωτοποιός της φάρσας

Η απλότητα της συμπεριφοράς μου, δημιουργεί πράγματι την εντύπωση εύκολης ερμηνείας της εικόνας μου, αλλά επειδή η μέθοδος είναι κάπως καινούργια και ασυνήθιστη, δίνει αφορμή για κακολογία. Και πάλι, μου φαίνεται ότι σε όποιον θέλει δίκαια να με προσβάλει, δίνω τόσες αφορμές για κριτική με τις ομολογημένες και γνωστές ατέλειές μου που είναι αρκετές για να ικανοποιηθεί, χωρίς να χρειάζεται να τα βάζει με τον άνεμο. Αν, επειδή πρώτος εγώ τις κατηγορώ και τις αποκαλύπτω, νομίζει ότι του παίρνω τη μπουκιά από το στόμα. Είναι λογικό να εξασκεί τα δικαιώματά του με την υπερβολή και τη διόγκωση (έχει και η προσβολή δικαιώματα που πάνε πέραν της δικαιοσύνης), και από τα ελαττώματα των οποίων του δείχνω τις ρίζες μέσα μου, αυτός να κάνει δέντρα, και να χρησιμοποιεί όχι μόνο αυτά που με χαρακτηρίζουν αλλά και εκείνα που μόνο με απειλούν. Επιζήμια ελαττώματα, και λόγω είδους και λόγω αριθμού- ας με χτυπήσει με αυτά.

Θα ακολουθούσα ειλικρινά το παράδειγμα του φιλοσόφου Βίωνα. Ο Αντίγονος ήθελε να τον κοροϊδέψει για την καταγωγή του- εκείνος του έκοψε τη φόρα: είμαι, είπε, γιος ενός σκλάβου, χασάπη, μαρκαρισμένου με καυτό σίδερο, και μιας πόρνης που παντρεύτηκε ο πατέρας μου, εξαιτίας της φτωχής του καταγωγής. Και οι δυο τιμωρήθηκαν για κάποιο αδίκημα. Ένας ρήτορας με αγόρασε όταν ήμουν παιδί, γιατί με βρήκε συμπαθητικό, και πεθαίνοντας μου άφησε όλη του την περιουσία, που μεταφέροντάς τη στην πόλη των Αθηνών, αφοσιώθηκα στη φιλοσοφία. Ας μην κουράζονται οι ιστορικοί να βρουν πληροφορίες για μένα- θα τους πω ό,τι υπάρχει. Η ελεύθερη και γενναιόδωρη εξομολόγηση αποδυναμώνει την κατηγορία και αφοπλίζει την προσβολή.

Παραμένει όμως το γεγονός ότι, σε τελική ανάλυση, μου φαίνεται πως το ίδιο συχνά με επαινούν και με κατηγορούν ξεπερνώντας τα όρια της λογικής. Όπως μου φαίνεται επίσης ότι, από τα παιδικά μου χρόνια, σε τάξη και βαθμό τιμής με’έβαλαν μάλλον πιο πάνω παρά πιο κάτω από αυτό που άξιζα.

Αν οι άλλοι εξέταζαν προσεκτικά τους εαυτούς τους, όπως κάνω εγώ, θα τους έβρισκαν, όπως βρίσκω εγώ τον δικό μου, γεμάτους ματαιότητα και ανοησία. Να απαλλαγώ από αυτό δεν μπορώ χωρίς να απαλλαγώ από τον ίδιο τον εαυτό μου. Μας έχει όλους διαποτίσει, και τους μεν και τους δε· όσοι όμως το συνειδητοποιούν είναι λίγο καλύτερα, αν και, πάλι, δεν ξέρω.

Αυτή η κοινή στάση και συνήθεια να κοιτάμε περισσότερο αλλού παρά μέσα μας είναι πολύ χρήσιμη για τις δουλειές μας. Είμαστε για μας τους ίδιους ένα θέμα που προκαλεί δυσαρέσκεια- βλέπουμε μόνο κακομοιριά και ματαιότητα. Για να μη μας αποθαρρύνει, η Φύση έχει πολύ σωστά κατευθύνει την όραση προς τα έξω. Πηγαίνουμε μπροστά ακολουθώντας το ρεύμα, όμως το να γυρίσουμε πίσω προς τους εαυτούς μας είναι μια επώδυνη κίνηση: η θάλασσα ανακατεύεται και ταράζεται όταν απωθείται πίσω. Κοιτάξτε, λέει ο καθένας, την κίνηση του ουρανού, κοιτάξτε το λαό, τη διαμάχη του ενός, το σφυγμό του άλλου, τη διαθήκη εκείνου- δηλαδή, κοιτάξτε πάντα ψηλά ή χαμηλά, ή στο πλάι, ή μπροστά, ή πίσω σας. Ήταν μια παράδοξη εντολή που μας έδινε στην αρχαιότητα εκείνος ο θεός στους Δελφούς: Κοιτάξτε μέσα σας, γνωρίστε τον εαυτό σας, μείνετε στον εαυτό σας. Το πνεύμα σας και τη θέλησή σας, που καταναλώνονται αλλού, φέρτε τα πάλι πίσω σε σας- ξοδεύεστε και σκορπίζεστε- συγκεντρώστε ξανά τον εαυτό σας και γραπωθείτε πάνω του- σας προδίδουν, σας σκορπούν και σας κλέβουν από τον εαυτό σας. Δεν βλέπεις ότι αυτός ο κόσμος έχει στρέψει όλα του τα βλέμματα μέσα του και έχει τα μάτια του ανοιχτά για να παρατηρεί τον εαυτό του; Είναι ούτως ή άλλως ματαιότητα για σένα, και μέσα και έξω, είναι όμως λιγότερη ματαιότητα όταν είναι λιγότερο εκτεταμένη. Εκτός από σένα, άνθρωπε, έλεγε αυτός ο θεός, κάθε πράγμα εξετάζει πρώτα τον εαυτό του και, ανάλογα με τις ανάγκες του, έχει όρια στα έργα του και στις επιθυμίες του. Δεν υπάρχει ούτε ένα πράγμα τόσο κενό και φτωχό όσο εσύ, που αγκαλιάζεις το σύμπαν: είσαι ο ερευνητής χωρίς γνώση, ο δικαστής χωρίς δικαιοδοσία και τελικά, ο γελωτοποιός της φάρσας.

Michel de Montaigne, ΠΕΡΙ ΔΟΞΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ

Θουκυδίδης: Ο ορισμός του προδότη

Έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε τι ορισμό δίνει για τον "προδότη" ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης.

Θα παρατηρήσετε ότι έχει πλήρη εφαρμογή στα σημερινά Ελληνικά δρώμενα.

«Προδότης δεν είναι μόνο αυτός που φανερώνει τα μυστικά της πατρίδος στους εχθρούς, αλλά είναι κι εκείνος που ενώ κατέχει δημόσιο αξίωμα, εν γνώση του δεν προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες γιά να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων πάνω στούς οποίους άρχει»! (Θουκυδίδης)

Ο καλύτερος από όλους τους πιθανούς κόσμους

Όταν ο ορθολογιστής φιλόσοφος του δεκάτου εβδόμου αιώνα Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτζ είπε: «Αυτός είναι ο καλύτερος απ’ όλους τους πιθανούς κόσμους», έκανε τον εαυτό του αντικείμενο ανελέητης γελοιοποίησης. Όλα ξεκίνησαν τον επόμενο αιώνα με τον Καντίντ, την πολύ αστεία νουβέλα του Βολταίρου με ήρωα έναν καλοσυνάτο νεαρό (Καντίντ) και το φιλοσοφικό του μέντορα, το Δρ Πανγκλός (η εκδοχή του Βολταίρου για τον Λάιμπνιτζ). Στα ταξίδια του, ο νεαρός Καντίντ έρχεται αντιμέτωπος με μαστιγώματα, άδικες εκτελέσεις επιδημίες, και ένα σεισμό στα πρότυπα του σεισμού της Λισσαβόνας το 1755, ο οποίος είχε ισοπεδώσει την πόλη. Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορεί να διαταράξει την άποψη του Δρ. Πανγκλός ότι: «Τα πάντα γίνονται για το καλύτερο σ’ αυτό τον καλύτερο απ’ όλους τους πιθανούς κόσμους».

Δύο αιώνες αργότερα, το μιούζικαλ Καντίντ, το οποίο έγραψε το 1956 ο Λέοναρντ Μπέρνσταιν, προσέθεσε νέα στοιχεία στο ανέκδοτο. Το πιο γνωστό της παράστασης: «Ο Καλύτερος απ’ Όλους τους Πιθανούς Κόσμους», βάζει τον Πανγκλός και τους υπόλοιπους ηθοποιούς να τραγουδήσουν τους στίχους του Ρίτσαρντ Ουίλμπουρ οι οποίοι υμνούν τον πόλεμο ως μια μεταμφιεσμένη ευλογία, επειδή μας ενώνει όλους –ως θύματα.

Αστεία πράγματα –αλλά δυστυχώς, όλα τους παρερμηνεύουν τη θέση του Λάιμπνιτζ. Ο Λάιμπνιτζ ήταν ένας ορθολογιστής, μια φιλοσοφική έννοια που χαρακτηρίζει εκείνον που πιστεύει ότι η λογική έχει το προβάδισμα επί άλλων τρόπων απόκτησης της γνώσης (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με ένα εμπειριστή, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι αισθήσεις είναι το βασικό μονοπάτι προς τη γνώση). Ο Λάιμπνιτζ κατέληξε στην άποψή του ότι αυτός είναι ο καλύτερος από όλους τους πιθανούς κόσμους υποστηρίζοντας με τη λογική και μόνο ότι:

1. Δεν θα υπήρχε καθόλου κόσμος αν ο Θεός δεν είχε επιλέξει να δημιουργήσει έναν κόσμο.
2. Η «αρχή της επαρκούς λογικής» λέει ότι όταν υπάρχει παραπάνω από μια εναλλακτική πρέπει να υπάρχει κάποια εξήγηση για το λόγο για τον οποίο ισχύει η μια και όχι η άλλη.
3. Στην περίπτωση της επιλογής του Θεού να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο κόσμο, η εξήγηση αναγκαστικά πρέπει να βρεθεί στις ιδιότητες του ίδιου του θεού, εφόσον εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τίποτα άλλο.
4. Επειδή ο Θεός είναι πανίσχυρος και ηθικά τέλειος, πρέπει να δημιούργησε τον καλύτερο δυνατό κόσμο. Αν το σκεφτείτε, κάτω από τις συνθήκες ήταν ο μοναδικός δυνατός κόσμος. Καθώς είναι πανίσχυρος και ηθικά τέλειος, ο θεός δε θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει έναν κόσμο που δε θα ήταν ο καλύτερος.

Ο Βολταίρος, ο Μπερνστάιν, όλοι τους σατιρίζουν αυτό που πιστεύουν ότι είναι το νόημα του Λάιμπνιτζ: «Τα πάντα είναι μια χαρά». Αλλά ο Λάιμπνιτζ δεν πίστευε ότι δεν υπάρχει κακό στον κόσμο. Απλά πίστευε ότι αν ο Θεός είχε δημιουργήσει τον κόσμο με κάποιον άλλο τρόπο τότε θα είχε καταλήξει σε ακόμα μεγαλύτερο κακό.

Ευτυχώς, έχουμε κάνα δύο ανέκδοτα που πράγματι ρίχνουν φως στη φιλοσοφία του Λάιμπνιτζ.

Ένας αισιόδοξος πιστεύει ότι αυτός είναι ο καλύτερος από όλους τους πιθανούς κόσμους. Ένας απαισιόδοξος φοβάται ακριβώς αυτό.

Το ανέκδοτο υπονοεί ότι αισιόδοξος εγκρίνει την ιδέα ότι αυτός είναι ο καλύτερος από όλους τους πιθανούς κόσμους, ενώ ο απαισιόδοξος όχι. Από την ορθολογική πλευρά του Λάιμπνιτζ, ο κόσμος απλά είναι αυτό που είναι· το ανέκδοτο αποσαφηνίζει την προφανή αλήθεια ότι η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία είναι προσωπικές τάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τη φυσική ορθολογική περιγραφή του κόσμου.

Ο αισιόδοξος λέει: «Το ποτήρι είναι μισογεμάτο».
Ο απαισιόδοξος λέει: «Το ποτήρι είναι μισοάδειο».
Ο ορθολογιστής λέει: «Αυτό το ποτήρι είναι δύο φορές μεγαλύτερο από όσο χρειάζεται να είναι».

Αυτό το καθιστά ξεκάθαρο σαν κρυστάλλινο ποτήρι.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.12.8-1.13.5)

[1.12.8] Περσῶν δὲ στρατηγοὶ ἦσαν Ἀρσάμης καὶ Ῥεομίθρης καὶ Πετήνης καὶ Νιφάτης καὶ ξὺν τούτοις Σπιθριδάτης ὁ Λυδίας καὶ Ἰωνίας σατράπης καὶ Ἀρσίτης ὁ τῆς πρὸς Ἑλλησπόντῳ Φρυγίας ὕπαρχος. οὗτοι δὲ πρὸς Ζελείᾳ πόλει κατεστρατοπεδευκότες ἦσαν ξὺν τῇ ἵππῳ τε τῇ βαρβαρικῇ καὶ τοῖς Ἕλλησι τοῖς μισθοφόροις. [1.12.9] βουλευομένοις δὲ αὐτοῖς ὑπὲρ τῶν παρόντων, ἐπειδὴ Ἀλέξανδρος διαβεβηκὼς ἠγγέλλετο, Μέμνων ὁ Ῥόδιος παρῄνει μὴ διὰ κινδύνου ἰέναι πρὸς τοὺς Μακεδόνας, τῷ τε πεζῷ πολὺ περιόντας σφῶν καὶ αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου παρόντος, αὐτοῖς δὲ ἀπόντος Δαρείου· προϊόντας δὲ τόν τε χιλὸν ἀφανίζειν καταπατοῦντας τῇ ἵππῳ καὶ τὸν ἐν τῇ γῇ καρπὸν ἐμπιπράναι, μηδὲ τῶν πόλεων αὐτῶν φειδομένους. οὐ γὰρ μενεῖν ἐν τῇ χώρᾳ Ἀλέξανδρον ἀπορίᾳ τῶν ἐπιτηδείων. [1.12.10] Ἀρσίτην δὲ λέγεται εἰπεῖν ἐν τῷ συλλόγῳ τῶν Περσῶν, ὅτι οὐκ ἂν περιίδοι μίαν οἰκίαν ἐμπρησθεῖσαν τῶν ὑπὸ οἷ τεταγμένων ἀνθρώπων· καὶ τοὺς Πέρσας Ἀρσίτῃ προσθέσθαι, ὅτι καὶ ὕποπτόν τι αὐτοῖς ἦν ἐς τὸν Μέμνονα τριβὰς ἐμποιεῖν ἑκόντα τῷ πολέμῳ τῆς ἐκ βασιλέως τιμῆς οὕνεκα.
[1.13.1] Ἐν τούτῳ δὲ Ἀλέξανδρος προὐχώρει ἐπὶ τὸν Γράνικον ποταμὸν συντεταγμένῳ τῷ στρατῷ, διπλῆν μὲν τὴν φάλαγγα τῶν ὁπλιτῶν τάξας, τοὺς δὲ ἱππέας κατὰ τὰ κέρατα ἄγων, τὰ σκευοφόρα δὲ κατόπιν ἐπιτάξας ἕπεσθαι· τοὺς δὲ προκατασκεψομένους τὰ τῶν πολεμίων ἦγεν αὐτῷ Ἡγέλοχος, ἱππέας μὲν ἔχων τοὺς σαρισσοφόρους, τῶν δὲ ψιλῶν ἐς πεντακοσίους. [1.13.2] καὶ Ἀλέξανδρός τε οὐ πολὺ ἀπεῖχε τοῦ ποταμοῦ τοῦ Γρανίκου καί οἱ ἀπὸ τῶν σκοπῶν σπουδῇ ἐλαύνοντες ἀπήγγελλον ἐπὶ τῷ Γρανίκῳ πέραν τοὺς Πέρσας ἐφεστάναι τεταγμένους ὡς ἐς μάχην. ἔνθα δὴ Ἀλέξανδρος μὲν τὴν στρατιὰν πᾶσαν συνέταττεν ὡς μαχουμένους· Παρμενίων δὲ προσελθὼν λέγει Ἀλεξάνδρῳ τάδε.
[1.13.3] «Ἐμοὶ δοκεῖ, βασιλεῦ, ἀγαθὸν εἶναι ἐν τῷ παρόντι καταστρατοπεδεῦσαι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τῇ ὄχθῃ ὡς ἔχομεν. τοὺς γὰρ πολεμίους οὐ δοκῶ τολμήσειν πολὺ τῷ πεζῷ λειπομένους πλησίον ἡμῶν αὐλισθῆναι, καὶ ταύτῃ παρέξειν ἕωθεν εὐπετῶς τῷ στρατῷ διαβαλεῖν τὸν πόρον· ὑποφθάσομεν γὰρ αὐτοὶ περάσαντες πρὶν ἐκείνους ἐς τάξιν καθίστασθαι. [1.13.4] νῦν δὲ οὐκ ἀκινδύνως μοι δοκοῦμεν ἐπιχειρήσειν τῷ ἔργῳ, ὅτι οὐχ οἷόν τε ἐν μετώπῳ διὰ τοῦ ποταμοῦ ἄγειν τὸν στρατόν. πολλὰ μὲν γὰρ αὐτοῦ ὁρᾶται βαθέα, αἱ δὲ ὄχθαι αὗται ὁρᾷς ὅτι ὑπερύψηλοι καὶ κρημνώδεις εἰσὶν αἳ αὐτῶν· [1.13.5] ἀτάκτως τε οὖν καὶ κατὰ κέρας, ᾗπερ ἀσθενέστατον, ἐκβαίνουσιν ἐπικείσονται ἐς φάλαγγα ξυντεταγμένοι τῶν πολεμίων οἱ ἱππεῖς· καὶ τὸ πρῶτον σφάλμα ἔς τε τὰ παρόντα χαλεπὸν καὶ ἐς τὴν ὑπὲρ παντὸς τοῦ πολέμου κρίσιν σφαλερόν».

***
[1.12.8] Στρατηγοί των Περσών ήταν ο Αρσάμης, ο Ρεομίθρης, ο Πετήνης και ο Νιφάτης και μαζί τους ήταν ο Σπιθριδάτης, ο σατράπης της Λυδίας και Ιωνίας, καθώς και ο Αρσίτης, ο διοικητής της Φρυγίας του Ελλησπόντου. Αυτοί είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στην πόλη Ζέλεια μαζί με το ιππικό των βαρβάρων και τους Έλληνες μισθοφόρους. [1.12.9] Καθώς αυτοί συγκροτούσαν συμβούλιο για να αποφασίσουν για την παρούσα κατάσταση και έφθασε η είδηση ότι ο Αλέξανδρος πέρασε τον Ελλήσποντο, ο Μέμνων ο Ρόδιος τους συμβούλευσε να μη διακινδυνεύσουν πολεμώντας με τους Μακεδόνες, που και στο πεζικό ήταν πολύ ανώτεροι από αυτούς, και ήταν μαζί τους ο ίδιος ο Αλέξανδρος, ενώ σε αυτούς έλειπε ο Δαρείος· να υποχωρούν όμως καταστρέφοντας και καταπατώντας με το ιππικό τους το χορτάρι και κατακαίοντας τους καρπούς των χωραφιών, χωρίς να λυπούνται ούτε και αυτές ακόμη τις πόλεις· γιατί έτσι δεν θα μπορούσε να παραμείνει στη χώρα τους ο Αλέξανδρος, επειδή θα του έλειπαν τα τρόφιμα. [1.12.10] Τότε είπε, όπως λένε, ο Αρσίτης στο πολεμικό συμβούλιο των Περσών ότι δεν θα ανεχόταν να πυρποληθεί ούτε ένα σπίτι των ανθρώπων που βρίσκονταν στην εξουσία του· οι άλλοι Πέρσες συμφώνησαν με τον Αρσίτη, γιατί είχαν και κάποιες υποψίες ότι ο Μέμνων επίτηδες επιζητούσε την παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων, για να διατηρεί το αξίωμα που του έδωσε ο Δαρείος.
[1.13.1] Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος άρχισε να προχωρεί προς τον Γρανικό ποταμό με συνταγμένο τον στρατό· παρέταξε σε δυο σειρές τη φάλαγγα των οπλιτών, τοποθέτησε το ιππικό στις δυο πτέρυγες και διέταξε μετά από αυτούς να ακολουθούν τα μεταγωγικά. Αρχηγό των ανδρών που θα κατασκόπευαν τον εχθρό όρισε τον Ηγέλοχο, ο οποίος πήρε μαζί του τους σαρισοφόρους ιππείς και πεντακόσιους περίπου από τους ελαφρά οπλισμένους. [1.13.2] Δεν βρισκόταν πια ο Αλέξανδρος μακριά από τον Γρανικό ποταμό, όταν ανιχνευτές, τρέχοντας με όλη τους τη δύναμη, του ανήγγειλαν ότι οι Πέρσες είχαν παραταχτεί στην απέναντι όχθη του Γρανικού έτοιμοι για μάχη. Τότε λοιπόν άρχισε ο Αλέξανδρος να συντάσσει όλο του τον στρατό αποφασισμένος να συνάψει μάχη. Κατά τη στιγμή εκείνη τον πλησιάζει ο Παρμενίων και του λέγει τα εξής:
[1.13.3] «Μου φαίνεται καλό, βασιλιά μου, να στρατοπεδεύσουμε για την ώρα στην όχθη του ποταμού, όπως είμαστε. Γιατί νομίζω ότι οι εχθροί μας, που υστερούν πολύ στο πεζικό, δεν θα τολμήσουν να διανυκτερεύσουν κοντά μας· έτσι θα μας δοθεί το πρωί η ευκαιρία να περάσουμε με ευκολία το ποτάμι, γιατί θα προλάβουμε να το διαβούμε πριν παραταχθούν οι Πέρσες. [1.13.4] Τώρα όμως νομίζω ότι θα διατρέξουμε μεγάλο κίνδυνο, αν επιχειρήσουμε τη διάβασή του, γιατί δεν είναι δυνατό να οδηγήσουμε μέσα από τον ποταμό τον στρατό μας αναπτυγμένο σε ευρύ μέτωπο, επειδή σε πολλά σημεία του φαίνεται βαθύς και, όπως βλέπεις, οι όχθες του είναι πανύψηλες, σε μερικά μάλιστα σημεία, και απόκρημνες. [1.13.5] Καθώς λοιπόν εμείς θα βγαίνουμε από το ποτάμι χωρίς τάξη και ο ένας πίσω από τον άλλο, σε σχηματισμό δηλαδή που είναι πολύ αδύνατος, θα μας επιτεθούν οι ιππείς του εχθρού αναπτυγμένοι κατά μέτωπο· και η πρώτη αυτή αποτυχία θα είναι και για το παρόν δυσάρεστη και για την όλη έκβαση του πολέμου επικίνδυνη».

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (441-472)

ΚΡ. σὲ δή, σὲ τὴν νεύουσαν εἰς πέδον κάρα,
φής, ἢ καταρνῇ μὴ δεδρακέναι τάδε;
ΑΝ. καὶ φημὶ δρᾶσαι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.
ΚΡ. σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις
445 ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον·
σὺ δ᾽ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα,
ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;
ΑΝ. ᾔδη· τί δ᾽ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν.
ΚΡ. καὶ δῆτ᾽ ἐτόλμας τούσδ᾽ ὑπερβαίνειν νόμους;
450 ΑΝ. οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
οὐδ᾽ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ᾽ ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
455 νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν.
οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη.
τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνημα δείσασ᾽, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
460 δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ᾽ οὔ;
κεἰ μὴ σὺ προυκήρυξας. εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ᾽ ἐγὼ λέγω.
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ᾽ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
465 οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
παρ᾽ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ᾽ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς
μητρὸς θανόντ᾽ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,
κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ᾽ οὐκ ἀλγύνομαι.
σοὶ δ᾽ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,
470 σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.
ΧΟ. δηλοῖ τὸ γοῦν λῆμ᾽ ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς
τῆς παιδός· εἴκειν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.

***
ΚΡΕ. Εσύ, σε σένα λέγω, που μας σκύβεις
το κεφάλι στη γης, ομολογείς
ή αρνείσαι πως δεν το ᾽χεις εσύ κάμει;
ΑΝΤ. Και ομολογώ και διόλου δεν αρνούμαι
πως δεν το ᾽καμα. ΚΡΕ. Εσύ μπορείς να παίρνεις
τώρα τα πόδια σου απ᾽ εδώ, όπου θέλεις,
λεύτερος απ᾽ την κάθε πια υποψία.
Λέγ᾽ εσύ τώρα, κι όχι πολλά λόγια
μα σύντομα· ήξερες το κήρυγμα
που πρόσταζε μην κάμει αυτό κανένας;
ΑΝΤ. Το ήξερα, πώς να μη; Γνωστό ηταν σ᾽ όλους.
ΚΡΕ. Και τόλμησες λοιπόν να παραβείς
αυτό το νόμο; ΑΝΤ. Ναι, γιατί δεν ήταν
450 ο Δίας που μου τα ᾽χε αυτά κηρύξει,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς
του Κάτω κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν· και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πώς να ᾽χουν
τα δικά σου κηρύγματα, ώστ᾽ ενώ είσαι
θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους
τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζεις·
γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει
από πότε φανήκανε· κι εγώ
ποτέ δε θα μπορούσα να τρομάξω
θέλημ᾽ ανθρώπου κανενός και δώσω
στους θεούς δίκη, παραβαίνοντάς τους·
460 πως θα πεθάνω το ᾽ξερα· πώς όχι;
και δίχως τα κηρύγματά σου εσένα·
κι αν πεθάνω πριν της ώρας μου,
κέρδος εγώ το λέω αυτό, γιατ᾽ όποιος
ζει μες σε τόση όση εγώ δυστυχία,
πώς να μην του είναι ο θάνατός του κέρδος;
έτσι κι εγώ τίποτα δεν τον έχω
τον πόνο του θανάτου αυτού· μα αν ήταν
και το ανεχόμουν άταφος να μείνει
της μητέρας μου ο γιος στο θάνατό του,
αυτό θα μου ήταν πόνος· γι᾽ αυτά τ᾽ άλλα
καθόλου δεν πονώ· κι αν τώρα εσύ
για άμυαλη με περνάς γι᾽ αυτά που κάνω,
470 ο άμυαλος ίσως γι᾽ άμυαλη με παίρνει.
ΧΟΡ. Δείχνει τ᾽ ωμό το φυσικό της κόρης
πως είναι από πατέρα ωμό· δεν ξέρει
να γέρνει μες στις δυστυχίες κεφάλι.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 2. Αρχαϊκή εποχή (700-508 π.Χ.)

2.6. Επιλεγόμενα στην Αρχαϊκή εποχή


Θαυμαστή ήταν η ποικιλία της Αρχαϊκής εποχής σε λογοτεχνικά είδη, σε συγγραφείς και σε έργα, σε ιδέες, σε εξελίξεις κλπ.· όμως με λύπη διαπιστώνουμε ότι από όλον της τον πλούτο ελάχιστα είναι τα έργα που μας σώθηκαν, και σχεδόν όλα αποσπασματικά. Εξαιρώντας τους Ομηρικούς Ύμνους και τη Βατραχομυομαχία, κανένα άλλο κείμενο ή συγγραφέας της Αρχαϊκής εποχής δεν έχει δική του, άμεση, χειρόγραφη παράδοση. Ό,τι μας σώθηκε, το χρωστούμε σε επιγραφές, σε παπυρικά σπαράγματα και στην έμμεση παράδοση, δηλαδή σε νεότερους συγγραφείς που παραθέσαν μέσα στα δικά τους έργα λέξεις, φράσεις, στίχους - αποσπάσματα από τα έργα των ποιητών και των πεζογράφων των αρχαϊκών αιώνων.

Χαρακτηριστικό για την Αρχαϊκή εποχή είναι ότι οι περισσότεροι διανοούμενοι (ποιητές, φιλόσοφοι κλπ.) είναι αριστοκράτες και πήραν οι ίδιοι ενεργό μέρος στις ραγδαίες ιστορικές εξελίξεις της εποχής, στους αποικισμούς, στους πολέμους, στους πολιτικούς αγώνες, στο νομοθετικό έργο κλπ. Ενδιαφέρουσα και η στάση τους απέναντι στους τυράννους, που κατά κανόνα έδειχναν εξαιρετικό ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις τέχνες:[1] μερικοί (όπως ο Αλκαίος, ο Ιππώνακτας, ο Πυθαγόρας) τους αποστρέφονταν· άλλοι, (όπως ο Αρίων, ο Στησίχοος, ο Σιμωνίδης, ο Ανακρέων) δέχονταν ευχαρίστως να φιλοξενηθούν τιμητικά και να εργαστούν στις αυλές τους.

Κυρίαρχη ποιητική μορφή ο λυρισμός, στις ποικίλες μορφές του. Είτε με την ομαδική φωνή του Χορού τραγουδούσαν οι ποιητές είτε με τη δική τους, το τραγούδι δεν αφορούσε το μυθικό παρελθόν αλλά τη σύγχρονή τους ζωή, τις χαρές και τους καημούς της, τις ομορφιές και τις ασχήμιες της, το μεγαλείο και τη μιζέρια της. Ακόμα και όταν οι λυρικοί ποιητές αναφέρονταν στον μύθο, δεν το έκαναν για να αφηγηθούν μιαν όμορφη παλιά ιστορία, όπως οι επικοί, αλλά για να αντιπαραθέσουν τα περασμένα με τα τωρινά, να προβάλουν άμεσα ή έμμεσα τον μύθο ως προτρεπτικό ή αποτρεπτικό παράδειγμα, ή και για να τον αξιοποιήσουν ως επιχείρημα.

Τέλος, στην Ιωνία, όπου οι επαφές με τους ανατολικούς λαούς ευνοούσαν τις πνευματικές αναζητήσεις, μια σειρά από στοχαστές εγκαινιάσαν, ήδη στην Αρχαϊκή εποχή, την επόμενη φάση της πνευματικής ιστορίας: με τον πρώτο αυτό διαφωτισμό, η φιλοσοφία, η ιατρική και άλλες επιστήμες απομακρύνονται από τη μυθική και ποιητική τους παράδοση, εμπιστεύονται τον ορθολογισμό και αξιοποιούν τον πεζό λόγο. Τη σημασία αυτής της κίνησης θα την καταλάβουμε καλύτερα, όταν γνωρίσουμε την παραπέρα πορεία και ολοκλήρωσή της μέσα στους δύο αιώνες που ακολουθούν.
-------------------
1. Το ενδιαφέρον των τυράννων για τα γράμματα και τις τέχνες εξηγείται εύκολα, καθώς ο πολιτισμός, όπως ονομάζουμε σήμερα τις αντίστοιχες εκδηλώσεις, από τη μια υπηρετούσε τη φήμη τους, από την άλλη ομόρφαινε, π.χ. στις δημόσιες γιορτές, την εικόνα της εξουσίας. Το τελευταίο αυτό (σημαντικό για δυνάστες που η κυριαρχία τους βασιζόταν στην υποστήριξη του πλήθους) εξηγεί και την ιδιαίτερη εύνοια που έδειξαν οι τύραννοι στη λατρεία του κοσμαγάπητου λαϊκού θεού, του Διονύσου.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙV. ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ 8. Η ύστερη αρχαιότητα

8.3. Για να διάκειται ευμενώς η θεότητα στην αυτοκρατορία


Με τον Μάρκο Αυρήλιο και τον γιο του Κόμμοδο (180-192) η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτασε στη μέγιστη ευημερία της. Ύστερα, τον 3ο αιώνα, άρχισε να κλυδωνίζεται και να βυθίζεται σε μια βαθιά και συνολική κρίση. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες παρέμεναν για μικρό διάστημα στην εξουσία και πέθαιναν δολοφονημένοι ή σκοτωμένοι στα πεδία των μαχών. Σε ορισμένες επαρχίες αυτοανακηρύσσονταν ανεξάρτητοι τοπικοί ηγεμόνες. Ο στρατός δεν υπηρετούσε πλέον τη νομιμότητα ή τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας, αλλά τις πολιτικές φιλοδοξίες των διοικητών του. Στο μεταξύ αδυνατούσε να παίξει τον βασικό του ρόλο: να προστατεύει τα σύνορα.

Διάφορα γερμανικά φύλα διάβαιναν τον Ρήνο και τον Δούναβη, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Εισβολείς έφταναν συχνά στη Γαλατία, την Ιταλία, την Ιλλυρία, τη Θράκη, την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Την ίδια εποχή, την ανατολική Μεσόγειο τη λυμαίνονταν πάλι πειρατές. Ο μεγαλύτερος ωστόσο κίνδυνος προερχόταν από την Ανατολή. Γύρω στο 226 η παρθική δυναστεία των Αρσακιδών ανατράπηκε, και στη θέση της θεμελιώθηκε η νέα περσική δυναστεία των Σασανιδών. Οι Πάρθοι και οι Πέρσες ήταν λαοί συγγενικοί με κοινή θρησκεία τον ζωροαστρισμό, ανανεωμένη εκδοχή της παλαιάς περσικής λατρείας, μέσα από την οποία είχε αναδειχτεί και ο θεός Μίθρας. Αλλά οι Σασανίδες εμφανίστηκαν ορμητικότεροι και άρχισαν να διεκδικούν με πείσμα την παλαιά αυτοκρατορία του Δαρείου. Ο Σαπώρης Α' (241-272) κατέκτησε τις περισσότερες πόλεις της Συρίας και μαζί, για ένα διάστημα, τη μεγάλη Αντιόχεια.

Στις συνθήκες αυτές ανέλαβε την εξουσία στη Ρώμη ο Δέκιος (249-251), ο οποίος, προσπαθώντας να προσδώσει στην αυτοκρατορία ένα αίσθημα ομοψυχίας και να εξευμενίσει τους θεούς, είχε διατάξει το σύνολο του πληθυσμού να προσφέρει θυσίες στους παραδοσιακούς θεούς - με τραγικές συνέπειες για τους χριστιανούς. Ο ίδιος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Γότθων, και έγινε έτσι ο πρώτος αυτοκράτορας που πέθανε πολεμώντας. Λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας Βαλεριανός (253-260) επιτέθηκε εναντίον των Περσών. Ηττήθηκε και αυτός, αιχμαλωτίστηκε και πέθανε ταπεινωμένος στα χέρια του Σαπώρη.

Οι μεγάλες ανάγκες του στρατού απαιτούσαν υψηλές δαπάνες, αλλά η οικονομία δεν ήταν πια ανθηρή. Μια αλόγιστη αύξηση της φορολογίας ήταν ασύνετη επιλογή. Προκρίθηκε έτσι, ως απλούστερη λύση, η υποτίμηση του νομίσματος. Τα αργυρά και χρυσά νομίσματα νοθεύονταν με ευτελή μέταλλα και προσφέρονταν σε μεγαλύτερη αφθονία. Αλλά η πρακτική αυτή οδήγησε σε έναν καλπάζοντα και ανεξέλεγκτο πληθωρισμό. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να δυσχέρανε τη θέση των ιδιοκτητών γης, αλλά δεν τους κατέστρεψε· ορισμένους μάλιστα τους ωφέλησε. Οι έμποροι και οι τεχνίτες αναπροσάρμοσαν τις τιμές τους. Οι μισθωτοί ωστόσο, και μάλιστα οι κρατικοί υπάλληλοι και οι στρατιώτες, αμείβονταν πλέον με υποτιμημένο νόμισμα. Οι αυξημένες απαιτήσεις τους για να καλύψουν τις απώλειες οδηγούσαν σε νέες υποτιμήσεις και νέο πληθωρισμό.

Για να ανταποκριθεί στη βασική ανάγκη σίτισης του στρατού, η διοίκηση υποχρεώθηκε να εισπράττει όλο και περισσότερους φόρους σε είδος. Η φορολογία, που είχε οδηγήσει στον εκχρηματισμό της αυτοκρατορίας, την οδηγούσε πάλι πίσω σε μια ανταλλακτική οικονομία. Εκτός από τις επιδρομές, τη γενική κατάσταση επιδείνωσαν οι αυθαιρεσίες των στρατιωτών και οι συμμορίες των ληστών. Σε πολλές επαρχίες διαταράχτηκε η βασική αγροτική παραγωγή και μεγάλες εκτάσεις γης παρέμεναν ακαλλιέργητες. Εξάλλου, στο τέλος του 2ου αιώνα είχε ξεσπάσει ένας από τους χειρότερους λοιμούς στην αρχαιότητα, αποδεκατίζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Η γενική ανασφάλεια που προκαλούσε η συνεχής διαδοχή των αυτοκρατόρων, οι επιδρομές και η οικονομική δυσπραγία διατάραξαν την κοινωνική συνοχή που είχε επιτευχθεί μέσα σε δύο αιώνες ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η στρατολόγηση νέων ανδρών έγινε δυσχερής. Για πολλές ανώτερες θέσεις δεν βρίσκονταν κατάλληλοι άνδρες. Ιδιαιτέρως κλονίστηκαν οι τοπικές βουλές, που εξασφάλιζαν την είσπραξη των φόρων και την κοινωνική τάξη για λογαριασμό των ρωμαϊκών αρχών. Πολλά από τα μέλη τους πιέστηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε αδυνατούσαν να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους και να αναλάβουν τα δημόσια έξοδα που προβλέπονταν από το αξίωμά τους.

Την έξοδο από την κρίση ανέλαβε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284-305), ο οποίος αποκατέστησε τη σταθερότητα σε όλους τους βασικούς τομείς. Όπως πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα με πραξικόπημα, αλλά, σε αντίθεση με τους περισσότερους, κατάφερε να διατηρηθεί στη θέση του για περισσότερα από 20 χρόνια. Αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Επιπλέον, σχεδίασε και εκτέλεσε ένα τεράστιο μεταρρυθμιστικό έργο: αύξησε τον στρατό, ανόρθωσε την οικονομία και αναδιοργάνωσε τις επαρχίες και τη διοίκηση. Με νομοθετικές πράξεις άρχισε να προσδένει τους αγρότες στη γη που καλλιεργούσαν και να επιβάλλει την κληρονομική διαδοχή σε διάφορα επαγγέλματα. Το επάγγελμα των στρατιωτών άρχισε να γίνεται και αυτά κληρονομικό, όπως επίσης η βουλευτική ιδιότητα. Σε όλη τη μακρά θητεία του ο Διοκλητιανός βρισκόταν συνεχώς σε κίνηση, επιθεωρώντας και επιβλέποντας. Την πορεία του ακολουθούσε, όπου πήγαινε, ένα μεγάλο μέρος της διοίκησης. Μια αυστηρή τελετουργία επιβλήθηκε στις εμφανίσεις του, καθιστώντας τον αυτοκράτορα περισσότερο δεσπότη ανατολικού τύπου παρά πρώτο πολίτη.

Προς το τέλος της θητείας του ο Διοκλητιανός ξεκίνησε και οργανωμένους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Σκέφτηκε ενδεχομένως ότι ακόμη και στον θρησκευτικό τομέα ήταν αναγκαία η ενότητα της αυτοκρατορίας. Όπως σε όλες του τις μεταρρυθμίσεις, από τη στιγμή που συνέλαβε αυτό το σχέδιο προσπάθησε να το ολοκληρώσει με συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Εξαιτίας της έντασης και της διάρκειάς τους οι διωγμοί που εξαπέλυσε ονομάστηκαν Μεγάλοι.

Ο Διοκλητιανός προώθησε επίσης ένα τελείως καινοτόμο σχέδιο στο ζήτημα της αυτοκρατορικής διαδοχής. Με τη λεγόμενη τετραρχία που επινόησε κυβερνούσαν μαζί δύο αυτοκράτορες, που αποκαλούνταν αύγουστοι: ο ένας στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο άλλος στο ανατολικό. Καθένας τους είχε από έναν βοηθό, που έφερε τον τίτλο του καίσαρα. Το δεύτερο σημαντικό επίτευγμα του Διοκλητιανού, μετά τη μακρά παραμονή του στην εξουσία, ήταν ότι τη μοιράστηκε με έναν συναύγουστο και ότι οι δύο μαζί την παρέδωσαν, όταν έκριναν ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή, στους καίσαρές τους. Ήταν οι πρώτοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που παραιτήθηκαν οικειοθελώς. Ο Διοκλητιανός έζησε την υπόλοιπη ζωή του τιμημένος, αλλά χωρίς επίσημο τίτλο.

Το μεταρρυθμιστικό και ανορθωτικό έργο του Διοκλητιανού συνεχίστηκε με τον Κωνσταντίνο (307-337) - με ορισμένες σημαντικές διαφορές. Ο Κωνσταντίνος αναδείχθηκε μέσα από τον θεσμό της τετραρχίας, παραβιάζοντας ωστόσο όλους τους κανόνες του. Το 307 ανακηρύχθηκε μόνος του αύγουστος. Το 312 νίκησε στη Μουλβία Γέφυρα έξω από τη Ρώμη τον ανταγωνιστή του Μαξέντιο (306-312) και κυριάρχησε σε ολόκληρο το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Έναν χρόνο αργότερα συναντήθηκε στα Μεδιόλανα με τον αύγουστο του ανατολικού τμήματος, τον Λικίνιο, και σχεδίασαν μαζί τον τρόπο με τον οποίο θα διοικούσαν την αυτοκρατορία. Συμφώνησαν επίσης στη θρησκευτική πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Στη διακήρυξή τους περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα:

Κρίναμε ότι μεταξύ των άλλων ζητημάτων που θα ωφελούσαν τους πάντες, πρώτο και κύριο επιβαλλόταν να ρυθμιστεί εκείνο που σχετίζεται με τον σεβασμό προς το Θείον· δηλαδή να χορηγήσουμε στους χριστιανούς, καθώς και σε όλους τους άλλους, την ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία επιθυμεί ο καθένας, ώστε, οποιαδήποτε και αν είναι η θεότης και η ουράνια δύναμη, να διάκειται ευμενώς απέναντί μας και απέναντι όλων εκείνων που βρίσκονται υπό την εξουσία μας.

Το 324 ο Κωνσταντίνος στράφηκε εναντίον του Λικίνιου και ύστερα από σκληρές και πολύνεκρες μάχες τον νίκησε, απομένοντας μοναδικός αυτοκράτορας. Αμέσως σχεδόν αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα στη θέση του Βυζαντίου, που την ονόμασε Κωνσταντινούπολη. Την οχύρωσε και εγκατέστησε σε αυτή μια νέα Σύγκλητο, κάνοντας τα επίσημα εγκαίνια το 330. Κατάφερε να σταθεροποιήσει το νόμισμα καλύτερα από τον Διοκλητιανό, δημιουργώντας το χρυσό σολδίον, που διατήρησε την αξία του για αιώνες. Υπήρξε επίσης καινοτόμος στον στρατιωτικό τομέα, επιλέγοντας έναν πιο ευέλικτο, οικονομικότερο και συχνά αποτελεσματικότερο τρόπο άμυνας. Προς το τέλος της μακράς του θητείας άρχισε να προετοιμάζει μια εκστρατεία εναντίον των Περσών, αλλά πέθανε το 337 χωρίς να την πραγματοποιήσει. Λίγο πριν από τον θάνατό του βαπτίστηκε χριστιανός. Αποτιμώντας τη ζωή και τα έργα του, ο πολυδιαβασμένος και πολυγραφότατος επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος (περ. 263-339) τον σύγκρινε με τον Κύρο, τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, και με τον Αλέξανδρο, για την παγκόσμια απήχηση που αξιώθηκε. Ο Κωνσταντίνος, κατά την κρίση του, ξεπερνούσε κατά πολύ και τους δύο. Πέρα από την οικουμενική αυτοκρατορία που κατέκτησε και διοίκησε, είχε βάλει τα θεμέλια και για μια οικουμενική θρησκεία.

Ο Κωνσταντίνος αναμείχθηκε από νωρίς ενεργά στις υποθέσεις της χριστιανικής Εκκλησίας. Όπως πολλοί προκάτοχοί του, πίστευε και αυτός ότι η θεϊκή επίνευση ήταν αναγκαία για την ευημερία της αυτοκρατορίας και την προσωπική του επιτυχία. Αλλά σε αντίθεση με αυτούς, δεν προσπάθησε να αφομοιώσει τους χριστιανούς στο παραδοσιακό θρησκευτικό σύστημα. Από νωρίς οδηγήθηκε στην πεποίθηση ότι οι χριστιανοί ήταν αυτοί που λάτρευαν τον πραγματικό Θεό και ότι η ευσέβεια προς αυτόν μπορούσε να ενώσει την αυτοκρατορία και να καταστήσει τον ίδιο ακαταμάχητο. Καθώς κυριαρχούσε στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, έδινε εντολή προς τους αξιωματούχους του να ενισχύσουν τους χριστιανούς ποικιλοτρόπως, διοχετεύοντας στους άλλοτε διωκόμενους ταγούς τους μεγάλα χρηματικά ποσά. Σε ανταπόδοση των πολλών του ευεργεσιών, ο Κωνσταντίνος ανέμενε την ευγνωμοσύνη και τη συμπαράσταση της χριστιανικής Εκκλησίας.

Με μεγάλη έκπληξη και δυσαρέσκεια διαπίστωσε γρήγορα ότι οι χριστιανοί δεν ήταν ενωμένοι, όπως τους φανταζόταν. Ήδη στην Αφρική ένα πολύ μεγάλο τμήμα είχε αποκοπεί από την καθολική Εκκλησία, θεωρώντας πολύ ελαστικούς τους όρους με τους οποίους γίνονταν πάλι αποδεκτοί οι πεπτωκότες, δηλαδή όσοι είχαν αρνηθεί την πίστη τους στους μεγάλους διωγμούς. Παρά τις προσπάθειές του, το σχίσμα των δονατιστών, όπως ονομάστηκε, παρέμενε αγεφύρωτο. Εφόσον η δύναμη του χριστιανισμού στηριζόταν στην εσωτερική του συνοχή και πειθαρχία, ο Κωνσταντίνος σκέφτηκε να επιβάλει την ενότητα με τη βία. Αλλά ενώ οι πιέσεις του έπαιρναν τον χαρακτήρα θρησκευτικών διωγμών, αποδεικνύονταν αναποτελεσματικές.

Κυριαρχώντας στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, βρήκε τους χριστιανούς ακόμη πιο διχασμένους, αυτή τη φορά γύρω από σημαντικά δογματικά ζητήματα. Για να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, συγκάλεσε το 325 μια Σύνοδο στη Νίκαια, που έλαβε οικουμενικό χαρακτήρα, εφόσον προσκεκλημένοι ήταν όλοι οι επίσκοποι - και όπου πράγματι συγκεντρώθηκε ένας σημαντικός αριθμός. Εκτός από τα δογματικά ζητήματα, η Σύνοδος όφειλε να εξασφαλίσει την ενότητα και σε ζητήματα λατρείας, επιλέγοντας κοινή ημέρα για τον εορτασμό του Πάσχα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Με την προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα, η Σύνοδος κατέληξε σε αποφάσεις και υιοθέτησε ένα Σύμβολον Πίστεως, που κωδικοποιούσε βασικές αρχές του χριστιανισμού. Όσοι δεν το αποδέχτηκαν στο σύνολό του, όπως ο Άρειος και οι οπαδοί του, εξορίστηκαν.

Η ενότητα της Εκκλησίας αποδείχθηκε βραχύβια. Ο Άρειος επανήλθε και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του χριστιανισμού έγιναν οξύτερες. Όπως διαπίστωσαν ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του, ο χριστιανισμός ήταν ταυτοχρόνως μια τεράστια δύναμη συνοχής αλλά και διχασμού της αυτοκρατορίας. Οι δογματικές διαφωνίες, που συμπαρέσυραν επισκόπους και απλούς πιστούς σε πράξεις ακραίας βίας, διαδέχονταν διαρκώς η μία την άλλη. Τα μεγαλύτερα θρησκευτικά πάθη εκδηλώνονταν στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, εκεί που κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο και υπήρχε μακρά παράδοση φιλοσοφικών συζητήσεων, όμως και στη Ρώμη η επιλογή του επισκόπου μπορούσε να οδηγήσει σε αιματηρές συγκρούσεις. Στο μεταξύ, από την εποχή του Κωνσταντίνου άρχισαν να εκδίδονται νόμοι και διατάγματα που καθιστούσαν την παραδοσιακή λατρεία δυσχερή. Ένα από τα πρώτα μέτρα ήταν η απαγόρευση της «τρέλας των θυσιών» - όπως αποκαλούσαν πλέον οι αυτοκράτορες την άσκηση της παραδοσιακής λατρείας. Λίγο αργότερα, ακόμη και η απλούστερη έκφραση ευσέβειας προς τους προγονικούς θεούς μπορούσε να επισύρει τη θανατική καταδίκη.

Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία μοιράστηκε στους τρεις γιους του. Προκειμένου να μην υπάρξει αμφισβήτηση στη διαδοχή, διατάχθηκε η σφαγή όλων των αρρένων συγγενών του. Σώθηκαν μόνο δύο ανεψιοί που βρίσκονταν σε παιδική ηλικία. Αλλά και οι γιοι του Κωνσταντίνου αλληλοεξοντώθηκαν, και τελικώς το 353 ο Κωνστάντιος Β' (337-361) απέμεινε μονοκράτορας. Αυτός συνέχισε τη γενική πολιτική του πατέρα του, αλλά υποστήριξε με επιθετικότερο τρόπο τον χριστιανισμό, και μάλιστα στην αρειανή εκδοχή του, εκδίδοντας νόμους με τους οποίους ζητούσε να σταματήσει η «ψευδής πίστη».