Μ’ ένα λόγο, ο δάσκαλος είναι ο ποιητής του ανθρώπου… Αν έλειπαν οι δάσκαλοι, η γη μας θά ‘ταν τυφλή. Και το σύμπαν ανυπόστατο…
Και θυμηθείτε: Ο Νεύτων, ο Χάμπλ, ο Αϊνστάιν και οι άλλοι που μίλησαν στο τηλέφωνο με το θεό ήσαν όλοι τους δάσκαλοι.
Έτσι ορίζεται ο λόγος και η τιμή του δάσκαλου. Το τιμολόγιο όμως με το οποίο κοστολογούν το έργο του οι εξουσίες και οι αρχές πρώτα και ύστερα το άκριτο πλήθος είναι αλλιώτικο. Αλλίμονο! Άχρηστο για τις εφορείες.
Περιγράφω το σημείο που κράτησε η ακηδία, η παραχάραξη, η στρέβλωση, η τυποποίηση, ο ευτελισμός. Και κάμανε το κακό. Έτσι, ενώ η δουλειά του δάσκαλου είναι να τεχνουργεί ανθρώπους· ενώ αναλώνεται τίμια να ετοιμάζει πλάσματα που θα ζήσουν όχι στη φύση αλλά στον πολιτισμό, όχι στη ζούγκλα αλλά στην πόλη· ενώ όλοι οι άνθρωποι που πλάθει ο δάσκαλος κάνουν ο καθείς το δικό του επάγγελμα, και είναι ο καθείς μία ψηφίδα στο ενιαίο ψηφιδωτό της οικονομίας της αγοράς της πολιτείας, εμείς με τον καιρό εχάσαμε τον ιδρυτικό χαρακτήρα της λειτουργίας του δάσκαλου. Και τη δουλειά του την επήραμε σα μία από τις πολλές δουλειές των ανθρώπων. Ένα επάγγελμα ρουτίνας. Μια μονάδα εργασίας όμοια με τις άλλες βλέπουμε και στο δάσκαλο. Εξεχάσαμε, δηλαδή, ότι στο ψηφιδωτό των επαγγελμάτων ο δάσκαλος δεν είναι η μια ψηφίδα ανάμεσα στις άλλες. Αλλά είναι ο καλλιτέχνης νους ο κοσμητικός και ο επόπτης που φιλοτεχνεί ολόκληρο το ψηφιδωτό. Δημιουργεί, δηλαδή, ανθρώπους κατά την έννοια ότι τους αποσπά από τη δικαιοδοσία του φυτού και του ζώου. Και τους υψώνει στην οντολογική μοναδικότητα του νοήμονος πλάσματος.
Γιατί αυτή είναι η δουλειά του δάσκαλου. Να δουλεύει το μυαλό, όπως ο καλαντζής δουλεύει το καλάι. Και να παράγει ανθρώπους όπως ο χαλκιάς κατασκευάζει χαλκώματα. Ενώ όλοι οι άλλοι χρησιμοποιούν το μυαλό τους σαν όργανο και παράγουν προϊόντα. Όλα δευτερογενή, και για του βίου τη μηχανή. Βιομηχανία, πες.
Ετούτη η υποβάθμιση της φύσης και της δουλειάς του δάσκαλου, η πτώση του από τη θεία λειτουργία της αρχικότητας στην ταπεινή χειρωναξία της επανάληψης, σημάδεψε το πρώτο μεγάλο λάθος στην παιδεία. Και μέσα στην ιστορία και τον πολιτισμό αντίστρεψε το νόημα των πραγμάτων. Εννοώ ότι καταργήθηκε η αυστηρότητα στην επιλογή του υλικού, και η αυστηρότητα στη μέθοδο και στις σπουδές που θα δώσουν τον άξιο δάσκαλο. Από τους παλιούς χρόνους κοιτίδα των παιδαγωγών ήταν η τάξη των απελεύθερων και των δούλων. Και μάλιστα των πονηρών δούλων και των κακών. Τους αγαθούς (δηλ. έντιμους) και τους άξιους δούλους, λέει ο Πλούταρχος, τα αφεντικά τους προόριζαν για τις σπουδαίες δουλειές. Καπετάνιοι, διαχειριστές, οικονόμοι, επιστάτες, σύμβουλοι.
Σήμερα φτάσαμε στην αμμοποίηση των βουνών. Δάσκαλος πια ημπορεί να γίνεται ο καθένας, όμοια όπως ο καθένας ημπορεί να γίνεται αρβυλοποιός, αιγογαλακτοπώλης, λεμβούχος, χατζής, μελισσοκόμος, μαγειροϋπάλληλος, αεριτζής, εντεροπώλης, λουλουδάς ή πετροκόπος. Ξεχάσαμε, δηλαδή, ότι ο δάσκαλος από την άποψη της σπουδαίοτητας και της ευθύνης είναι ένας εργάτης στο επίπεδο του νομοθέτη, του φύλακα στρατηγού, του κυβερνήτη, του γιατρού σωτήρα. Ακριβέστερα είναι ένα σκαλί πάνω από όλους αυτούς. Γιατί ο δάσκαλος είναι ο πυρφόρος της γνωστικής συνείδησης. Η λειτουργία που τελεί είναι θεία. Η μόνη θεία λειτουργία σε γη και ουρανό.
Έτσι πορεύτηκαν τα πράγματα με την κοινωνική υποβάθμιση του δάσκαλου. Με την οικονομική απροθυμία, την κατασκευαστική του προχειρότητα, την πλημμελή του συντήρηση. Και με τον τύφο και τον οίκτο, το χάζι και το μώμο, και την κυρίαρχη απρονοησία μας σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες. Η μόνη εξαίρεση είναι ο Λυκούργος που έχτισε τη νομοθεσία της Σπάρτης και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Γιατί ο Λυκούργος στην παιδεία είχε εναποθέσει το Α και το Ω της πολιτείας.
Ωσόπου πια σήμερα έχουμε πλάσει σταθερό το δείγμα του δάσκαλου. Μια αξιοδάκρυτη σώρεψη από μαζώματα, κι ένα ριντίκολο ηχηρό.
Είναι ο σχολαστικός, ο ταβλαδόρος και ο αργόσχολος, ο καματερός στην παραπαιδεία, ο οσφυοκάμπτης, ο ψοφοδεής και ο ληρολόγος, ο δευτεροτριτοβάθμιος και ψιλικανζτής δάσκαλος. Μίζερος και κακομοίρης, με την ομπρέλα και το γιλέκο, και με το ξεβλαστωμένο χαμόγελο. Είναι ο αεί πενόμενος και ο μύωψ, με τα ραιβά σκέλη και τα βρώμικα νύχια, που, όπως είπε κάποιος, ποτέ του δεν είχε ερωμένη ούτε ιδέα.
Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου