Η ψυχανάλυση και η πολιτική, ουσιαστικά, έχουν το ίδιο αντικείμενο: την αυτονομία των ανθρώπινων όντων. Εάν αναγνωρίσουμε τον θεμελιωδώς κοινωνικό χαρακτήρα των ανθρώπων, τότε, βλέπουμε ότι η αυτονομία (και η ελευθερία) είναι υποχρεωτικά ατομική και συλλογική.
Δεν μπορώ να ζήσω εντελώς μόνος- και μόνος δεν θα μπορούσα ποτέ να είχα γίνει ανθρώπινο όν. Δεν μπορώ, επιπλέον, να εξαφανίσω τους άλλους. Συνεπώς, το ερώτημα τίθεται ως εξής: πώς μπορώ να είμαι ελεύθερος, εάν είμαι υποχρεωμένος να ζω σε μία κοινωνία στην οποία ο νόμος καθορίζεται από κάποιον άλλον; Η μόνη αποδεκτή απάντηση συνίσταται στο να πω: έχω την ουσιαστική δυνατότητα να συμμετέχω ισότιμα με οποιονδήποτε άλλον στη διαμόρφωση και στην εφαρμογή του νόμου. Και αυτό είναι το πραγματικό νόημα της δημοκρατίας.
Πώς μπορώ όμως να είμαι ελεύθερος εάν με κυβερνά το ασυνείδητό μου; Αφού δεν γίνεται ούτε να το εξαφανίσω ούτε να το απομονώσω, η μόνη απάντηση είναι: μπορώ να είμαι ελεύθερος εάν διαμορφώσω μία άλλου τύπου σχέση με το ασυνείδητό μου∙ μία σχέση χάρη στην οποία θα είμαι σε θέση να ξέρω, στο μέτρο του δυνατού, τι μου συμβαίνει∙ μία σχέση που θα μου επιτρέπει να ελέγχω, στο μέτρο του δυνατού, ό,τι από το ασυνείδητό μου περνάει στην καθημερινή εξωτερική μου δραστηριότητα. Και αυτό ακριβώς είναι που ονομάζω εδραίωση μιας στοχαστικής και αποφασίζουσας υποκειμενικότητας.
Είναι εύκολο να δείξουμε ότι μια αυτόνομη κοινωνία είναι εφικτή μόνο εφόσον αποτελείται από αυτόνομα άτομα. Είναι εύκολο να δείξουμε, επίσης, ότι αυτόνομα άτομα μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα σε μία αυτόνομη κοινωνία. Κι αυτό, διότι μόνο με την ουσιαστική άσκηση της αυτονομίας αναπτύσσεται η αυτονομία∙ εξάλλου, μία εκπαίδευση προσανατολισμένη προς την αυτονομία των ατόμων μπορεί να υπάρξει μόνο σ’ αυτό τον τύπο κοινωνίας.
Είναι σαφές ότι την αυτονομία δεν μπορούμε ούτε να την επιβάλουμε ούτε να τη «διδάξουμε». Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως ψυχαναλυτές είναι να βοηθήσουμε τον ψυχαναλυόμενο να προχωρήσει προς την αυτονομία, πράγμα που προυποθέτει ταυτόχρονα μία ορισμένη γνώση και μία ορισμένη δραστηριότητα.
Η επίτευξη της μεταφοράς αυτής της γνώσης είναι ο σκοπός της ψυχαναλυτικής ερμηνείας, η οποία θα επιτρέψει ακριβώς στον ψυχαναλυόμενο να προσεγγίσει τα κρυφά και απωθημένα κίνητρα και ορμές του. Όμως πρέπει να οδηγήσουμε τον ψυχαναλυόμενο με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει σταδιακά ο ίδιος ικανός να αναπαράγει την ψυχαναλυτική ερμηνεία μόνος του.
Η ψυχανάλυση είναι μία δραστηριότητα πάνω στον εαυτό μας, ένας στοχασμός του εαυτού μας για τον εαυτό μας. Η ψυχανάλυση είναι η επίτευξη της ατομικής αυτονομίας, μέσω της αποτελεσματικής άσκησής της με τη βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου. Η δραστηριότητα αυτού του άλλου προσώπου, δηλαδή του ψυχαναλυτή – που τα όριά της καθορίζονται ανάλογα με τις ανάγκες της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, από τον ψυχαναλυόμενο, σε σχέση με την εξέλιξη της πορείας του -, δεν είναι εφαρμογή μιας τεχνικής αλλά μιας πράξης.
Δηλαδή είναι η δράση ενός προσώπου που προσφέρεται να βοηθήσει ένα άλλο πρόσωπο ώστε να κατακτήσει τη δυνατότητά του για αυτονομία. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτού του σκοπού δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένο – και δεν μπορεί να είναι, αφού προυποθέτει την απελευθέρωση των δημιουργικών ικανοτήτων του ριζικού φαντασιακού του ψυχαναλυόμενου – η δραστηριότητα αυτή είναι δημιουργία∙ με άλλα λόγια, είναιποίησις.
Βλέπω λοιπόν στην ψυχανάλυση μία πρακτικό-ποιητική δραστηριότητα. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της ψυχανάλυσης καθορίζει, επίσης, και τα άλλα δύο επαγγέλματα που ο Φρόυντ θεωρούσε «αδύνατα»: την παιδαγωγική και την πολιτική.
Η ψυχανάλυση – όπως η πολιτική και όπως η παιδαγωγική – είναι η δραστηριότητα μίας αυτονομίας σε μία άλλη δυνητική αυτονομία. Ο σκοπός και των τριών επαγγελμάτων συνίσταται στο να δημιουργήσουν αυτές τις νέες μορφές που είναι τα αυτόνομα άτομα και η αυτόνομη κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου