Δεν είναι ακριβώς γνωστή η χρονολογία γέννησης και θανάτου του, αναφέρεται πάντως ότι πέθανε σε βαθύ γήρας στη γενέτειρα του τα Μέγαρα. Όμως γνωρίζουμε ότι ο φιλόσοφος ήταν σύγχρονος του Δημήτριου του Πολιορκητή και του Πτολεμαίου του Σωτήρος.
Ο Στίλπων ήταν ένας από τους σημαντικότερους και διακεκριμένους φιλοσόφους της Μεγαρικής Σχολής καθώς υπήρξε γνωστός για την πίστη του στα ήθη, την αφιλοκέρδεια και την αξιοπρέπειά του. Σημαντικός λοιπόν, μεταξύ των ‘’μεγαρικών’’ φιλοσόφων υπήρξε ο Στίλπων, που συν της άλλης, πιστός στη μεταφυσική αρχή της ενότητας, πολέμησε τη θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα και η δράση τής φιλοσοφικής του σκέψης πλησίαζε αρκετά την Κυνική Σχολή. Άλλοι σημαντικοί διδάσκαλοι της Μεγαρικής φιλοσοφικής Σχολής ήταν ο ιδρυτής της Ευκλείδης, μαθητής του Σωκράτη, ο Ιχθύας, ο Διόδωρος Κρόνος, ο Ευβουλίδης απ’ τη Μίλητο και ο Αλεξίνιος από την Ηλεία.
Η Μεγαρική Σχολή είχε σύντομη ζωή διότι αργότερα συγχωνεύτηκε με τον κυνισμό και τη φιλοσοφία της Στοάς. Ώστε αναπτύχθηκε μια παιγνιώδης αντίληψη περί της Μεγαρικής φιλοσοφίας καθώς και η φήμη ότι οι Μεγαρείς: “κτίζουν σπίτια σαν να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ και τρώνε σαν να είναι το τελευταίο τους γεύμα”.
Σύμφωνα βέβαια με τη γραμμή της Μεγαρικής Σχολής ο Στίλπωνας δεχόταν ένα ον, ως ακίνητο και απόλυτο και αρνούταν την πολλαπλότητα των όντων. Επίσης αναιρούσε και τα είδη, δηλαδή το ενδιάμεσο ανάμεσα στο απόλυτο ον και το επιμέρους ον. Παράλληλα όμως με την άρνηση των ειδών ο φιλόσοφος αρνούταν και τα άτομα, γιατί γι’ αυτόν το ον είναι αδιαίρετο, αγέννητο και αθάνατο. Το ανώτατο αγαθό γι’ αυτόν είναι η απάθεια.
Αξιομνημόνευτοι μαθητές του υπήρξαν ο Ζήνων ο Κυτιεύς, ιδρυτής του Στωικισμού κι ο Μενέδημος όπου ίδρυσε στην Ερέτρια την Ερετριακή Σχολή .
Για την ηθική του Στίλπωνα είναι μόνο γνωστό ότι θεωρούσε ως το μεγαλύτερο αγαθό την απάθεια της ψυχής. Όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Στίλπων είχε γράψει εννιά διάλογους που ήταν:
“Μόσχος”, “Αρίστιππος ή Καλλίας” “Πτολεμαίος”, “Χαιρεκράτης”, “Μητροκλής”, “Αναξιμένης”, “Επιγένες”, “Προς την εαυτού θυγατέρα”, “Αριστοτέλης”. Δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί κανένας.
Ο φιλόσοφος συμφωνώντας με τον Διογένη τον κυνικό δίδασκε πως το ανώτατο αγαθό για τον άνθρωπο πρέπει να είναι η απάθεια και πως ο φιλοσοφημένος άνθρωπος είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη περιουσίας ή φίλων για να ευτυχήσει.
Στην εποχή του Στίλπωνα, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, βασιλιάς της Μακεδονίας κατέλαβε και λεηλάτησε τα Μέγαρα. Όταν ρώτησε τον Στίλπωνα αν κατά τη λεηλασία οι στρατιώτες του πήραν κάποιο περιουσιακό στοιχείο, ο Στίλπων απάντησε: “Δεν παρατήρησα κανέναν να αποκομίζει την Επιστήμη”.
Αργότερα συγκρούστηκε με τον προκάτοχό του στην ηγεσία της Μεγαρικής Σχολής Διόδωρο τον Κρόνο, σε συζήτηση που έγινε μπροστά στον βασιλιά Πτολεμαίο. Όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Διόδωρος δε μπόρεσε να δώσει απάντηση στα διαλεκτικά προβλήματα που του υπέβαλε ο Στίλπων και ο Πτολεμαίος τον ειρωνεύθηκε για την άγνοιά του. Ο Διόδωρος προσβλήθηκε βαριά και έφυγε. Κατόπιν για να αντικρούσει τον Στίλπωνα έγραψε ολόκληρο βιβλίο, έπεσε όμως σε βαριά κατάθλιψη και τελικά πέθανε!
Τον πρώτο καιρό λέγεται πως ο Στίλπων δίδασκε στην Αθήνα, όμως οι Αθηναίοι εξόρισαν τον φιλόσοφο από την πόλη τους, γιατί είχε αμφισβητήσει τη θεότητα της Αθηνάς και ως φανερώνεται δεν δεχόταν την πολυθεΐα.
‘Ετσι, ο Στίλπων δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους Αθηναίους για ασέβεια προς τα μνημεία των θεών, και η ποινή ήταν εξορία.
(Διογένης Λαέρτιος,II,116).
Κείμενο σε μετάφραση:
Αυτός, λένε, ρώτησε κάποτε έτσι για το άγαλμα της Αθηνάς που είχε φτιάξει ο Φειδίας: “Είναι θεός η Αθηνά, η κόρη του Δία; “, και σαν του είπαν “ναι”, “μα αυτή δεν είναι του Δία, είναι του Φειδία”, αποκρίθηκε. Και καθώς συμφωνούσαν, συμπέρανε: “άρα δεν είναι θεός”. Για την κουβέντα του αυτή προσήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπου δεν αρνήθηκε ότι τα είπε, αλλά υποστήριξε ότι σωστά μίλησε: “γιατί πράγματι δεν είναι θεός, αλλά θεά, αφού μόνον οι άρρενες είναι θεοί”. Πλην όμως οι Αρεοπαγίτες τον διέταξαν να φύγει αμέσως από την πόλη. Τότε και ο Θεόδωρος τον ρώτησε κοροϊδευτικά: “Κι από πού το ξέρεις αυτό, Στίλπωνα; Μήπως της σήκωσες το φουστάνι και είδες; Ήταν αυτός στα αλήθεια θρασύτατος• ο Στίλπων δε υπέροχος” .
Αυτός, λένε, ρώτησε κάποτε έτσι για το άγαλμα της Αθηνάς που είχε φτιάξει ο Φειδίας: “Είναι θεός η Αθηνά, η κόρη του Δία; “, και σαν του είπαν “ναι”, “μα αυτή δεν είναι του Δία, είναι του Φειδία”, αποκρίθηκε. Και καθώς συμφωνούσαν, συμπέρανε: “άρα δεν είναι θεός”. Για την κουβέντα του αυτή προσήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπου δεν αρνήθηκε ότι τα είπε, αλλά υποστήριξε ότι σωστά μίλησε: “γιατί πράγματι δεν είναι θεός, αλλά θεά, αφού μόνον οι άρρενες είναι θεοί”. Πλην όμως οι Αρεοπαγίτες τον διέταξαν να φύγει αμέσως από την πόλη. Τότε και ο Θεόδωρος τον ρώτησε κοροϊδευτικά: “Κι από πού το ξέρεις αυτό, Στίλπωνα; Μήπως της σήκωσες το φουστάνι και είδες; Ήταν αυτός στα αλήθεια θρασύτατος• ο Στίλπων δε υπέροχος” .
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου