τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις ἐϋκτιμένας κατ᾽ ἀγυιάς.
εὖτε πύλας ἵκανε διερχόμενος μέγα ἄστυ
Σκαιάς, τῇ ἄρ᾽ ἔμελλε διεξίμεναι πεδίονδε,
ἔνθ᾽ ἄλοχος πολύδωρος ἐναντίη ἦλθε θέουσα
395 Ἀνδρομάχη, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἠετίωνος,
Ἠετίων, ὃς ἔναιεν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ,
Θήβῃ Ὑποπλακίῃ, Κιλίκεσσ᾽ ἄνδρεσσιν ἀνάσσων·
τοῦ περ δὴ θυγάτηρ ἔχεθ᾽ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ.
ἥ οἱ ἔπειτ᾽ ἤντησ᾽, ἅμα δ᾽ ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ
400 παῖδ᾽ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ᾽ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως,
Ἑκτορίδην ἀγαπητόν, ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ,
τόν ῥ᾽ Ἕκτωρ καλέεσκε Σκαμάνδριον, αὐτὰρ οἱ ἄλλοι
Ἀστυάνακτ᾽· οἶος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ.
ἤτοι ὁ μὲν μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ·
405 Ἀνδρομάχη δέ οἱ ἄγχι παρίστατο δάκρυ χέουσα,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«δαιμόνιε, φθίσει σε τὸ σὸν μένος, οὐδ᾽ ἐλεαίρεις
παῖδά τε νηπίαχον καὶ ἔμ᾽ ἄμμορον, ἣ τάχα χήρη
σεῦ ἔσομαι· τάχα γάρ σε κατακτανέουσιν Ἀχαιοὶ
410 πάντες ἐφορμηθέντες· ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη
σεῦ ἀφαμαρτούσῃ χθόνα δύμεναι· οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄλλη
ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἂν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς,
ἀλλ᾽ ἄχε᾽· οὐδέ μοι ἔστι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.
ἤτοι γὰρ πατέρ᾽ ἁμὸν ἀπέκτανε δῖος Ἀχιλλεύς,
415 ἐκ δὲ πόλιν πέρσεν Κιλίκων εὖ ναιετάουσαν,
Θήβην ὑψίπυλον· κατὰ δ᾽ ἔκτανεν Ἠετίωνα,
οὐδέ μιν ἐξενάριξε, σεβάσσατο γὰρ τό γε θυμῷ,
ἀλλ᾽ ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισιν
ἠδ᾽ ἐπὶ σῆμ᾽ ἔχεεν· περὶ δὲ πτελέας ἐφύτευσαν
420 νύμφαι ὀρεστιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
οἳ δέ μοι ἑπτὰ κασίγνητοι ἔσαν ἐν μεγάροισιν,
οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι Ἄϊδος εἴσω·
πάντας γὰρ κατέπεφνε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
βουσὶν ἐπ᾽ εἰλιπόδεσσι καὶ ἀργεννῇς ὀΐεσσι.
425 μητέρα δ᾽, ἣ βασίλευεν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ,
τὴν ἐπεὶ ἂρ δεῦρ᾽ ἤγαγ᾽ ἅμ᾽ ἄλλοισι κτεάτεσσιν,
ἂψ ὅ γε τὴν ἀπέλυσε λαβὼν ἀπερείσι᾽ ἄποινα,
πατρὸς δ᾽ ἐν μεγάροισι βάλ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα.
Ἕκτορ, ἀτὰρ σύ μοί ἐσσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ
430 ἠδὲ κασίγνητος, σὺ δέ μοι θαλερὸς παρακοίτης·
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἐλέαιρε καὶ αὐτοῦ μίμν᾽ ἐπὶ πύργῳ,
μὴ παῖδ᾽ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην τε γυναῖκα·
λαὸν δὲ στῆσον παρ᾽ ἐρινεόν, ἔνθα μάλιστα
ἀμβατός ἐστι πόλις καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος.
435 τρὶς γὰρ τῇ γ᾽ ἐλθόντες ἐπειρήσανθ᾽ οἱ ἄριστοι
ἀμφ᾽ Αἴαντε δύω καὶ ἀγακλυτὸν Ἰδομενῆα
ἠδ᾽ ἀμφ᾽ Ἀτρεΐδας καὶ Τυδέος ἄλκιμον υἱόν·
ἤ πού τίς σφιν ἔνισπε θεοπροπίων ἐῢ εἰδώς,
ἤ νυ καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει.»
440 Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«ἦ καὶ ἐμοὶ τάδε πάντα μέλει, γύναι· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰνῶς
αἰδέομαι Τρῶας καὶ Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους,
αἴ κε κακὸς ὣς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο·
οὐδέ με θυμὸς ἄνωγεν, ἐπεὶ μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς
445 αἰεὶ καὶ πρώτοισι μετὰ Τρώεσσι μάχεσθαι,
ἀρνύμενος πατρός τε μέγα κλέος ἠδ᾽ ἐμὸν αὐτοῦ.
εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ᾽ ἄν ποτ᾽ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο.
450 ἀλλ᾽ οὔ μοι Τρώων τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω,
οὔτ᾽ αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος
οὔτε κασιγνήτων, οἵ κεν πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ
ἐν κονίῃσι πέσοιεν ὑπ᾽ ἀνδράσι δυσμενέεσσιν,
ὅσσον σεῦ, ὅτε κέν τις Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
455 δακρυόεσσαν ἄγηται, ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπούρας·
καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῦσα πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις,
καί κεν ὕδωρ φορέοις Μεσσηΐδος ἢ Ὑπερείης
πόλλ᾽ ἀεκαζομένη, κρατερὴ δ᾽ ἐπικείσετ᾽ ἀνάγκη·
καί ποτέ τις εἴπῃσιν ἰδὼν κατὰ δάκρυ χέουσαν·
460 “Ἕκτορος ἥδε γυνή, ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι
Τρώων ἱπποδάμων, ὅτε Ἴλιον ἀμφεμάχοντο.”
ὥς ποτέ τις ἐρέει· σοὶ δ᾽ αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος
χήτεϊ τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἀμύνειν δούλιον ἦμαρ.
ἀλλά με τεθνηῶτα χυτὴ κατὰ γαῖα καλύπτοι,
465 πρίν γέ τι σῆς τε βοῆς σοῦ θ᾽ ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι.»
***
390 Και ως τ᾽ άκουσε επετάχθη ευθύς ο Έκτωρ απ᾽ το δώμα
πάλι στους δρόμους τους λαμπρούς που ᾽χε περάσει πρώτα,
κι έφθασε, την πολύχωρη περνώντας πολιτείαν,
στες Σκαιές πύλες· στην στιγμήν που εκίνα εις το πεδίον,
με ορμήν εμπρός του επρόβαλεν η ασύγκριτη Ανδρομάχη
395 πολύδωρη συμβία του και κόρη του γενναίου
Αετίωνος, που κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου
της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων.
Του πολεμάρχου Έκτορος αυτή ᾽ταν η συμβία
που τότε τον απάντησε με την τροφόν σιμά της,
400 οπού βαστούσε το μικρό μονάκριβο παιδί της,
τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα·
Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη
τον λέγαν, ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα.
Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
405 ήσυχα· κι απ᾽ το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη
εδάκρυσε και του ᾽λεγεν: «Οϊμέ! Θα σ᾽ αφανίσει
τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ· το βρέφος δεν λυπείσαι
τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω
ογρήγορα, ότι ογρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα
410 να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε χάσω, κάτω
στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνεις
και συ, καμιά παρηγοριά δι᾽ εμέ δεν θ᾽ απομείνει,
και πόνοι μόνον· έχασα πατέρα και μητέρα·
τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσεν ο θείος
415 Πηλείδης, όταν έριξε την πόλιν των Κιλίκων,
την Θήβην την υψίπυλον· αλλά τον εσεβάσθη
νεκρόν, δεν τον εγύμνωσε, και μ᾽ όλην την λαμπρήν του
αρματωσιά τον έκαυσε κι εσήκωσέ του μνήμα,
κι ολόγυρά του εφύτευσαν πεύκα μεγάλα οι νύμφες
420 Ορεστιάδες, του Διός αιγιδοφόρου κόρες·
ήσαν επτά στο σπίτι μας γλυκείς αυτάδελφοί μου,
κι εις μιαν ημέραν όλοι ομού ροβόλησαν στον Άδη·
όλους τους εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας
των μόσχων μέσα εις τες κοπές και των λευκών προβάτων.
425 Και την σεπτήν μητέρα μου, βασίλισσαν στην Θήβην,
δούλην εδώ την έφερε με τ᾽ άλλα λάφυρά του.
Και αφού με δώρ᾽ αμέτρητα κατόπι εξαγοράσθη,
την έσβησεν η Άρτεμις στο σπίτι του πατρός μου.
Έκτωρ, συ είσαι δι᾽ εμέ πατέρας και μητέρα,
430 συ αδελφός, συ ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου.
Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως
ορφανό κάμεις το παιδί και χήραν την γυναίκα.
Κι εκεί στην αγριοσυκιά τους άνδρες στήσε οπού ᾽ναι
η πόλις καλοανέβατη, καλόπαρτο το τείχος·
435 τρεις το δοκίμασαν φορές των Αχαιών οι πρώτοι,
οι Αίαντες, και ο δοξαστός Ιδομενεύς και οι δύο
Ατρείδες και ο ατρόμητος Τυδείδης ενωμένοι·
ή το φανέρωσε σ᾽ αυτούς χρησμών εξαίσιος γνώστης,
ή τους κινεί μόν᾽ η ψυχή σ᾽ αυτό και τους διδάσκει »
440 Και προς αυτήν απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Όλα τα αισθάνομαι κι εγώ, γυνή μου, αλλά φοβούμαι
και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων,
αν μ᾽ έβλεπαν ως άνανδρος να φεύγω από την μάχην·
ούδ᾽ η καρδιά μου θέλει το, που μ᾽ έμαθε να είμαι
445 γενναίος πάντοτε κι εμπρός να μάχομαι των Τρώων
χάριν της δόξας του πατρός και της δικής μου ακόμη·
ότ᾽ είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου·
θα φθάσ᾽ η μέρα να χαθεί κι η Ίλιος η αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του.
450 Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου
και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα
όσ᾽ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει
455 εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις,
εις τ᾽ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·
απ᾽ την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην·
κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: «Ιδέτε την συμβίαν
460 του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων
στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν».
Αυτά θα ειπούν και μέσα σου θα ξαναζήσει ο πόνος
του ανδρός εκείνου, οπού δεν ζει δια να σε ελευθερώσει.
Αλλά παρά τον θρήνον σου και τ᾽ όνειδος ν᾽ ακούσω
465 βαθιά στην γην καλύτερα να με σκεπάσει ο τάφος».
390 Και ως τ᾽ άκουσε επετάχθη ευθύς ο Έκτωρ απ᾽ το δώμα
πάλι στους δρόμους τους λαμπρούς που ᾽χε περάσει πρώτα,
κι έφθασε, την πολύχωρη περνώντας πολιτείαν,
στες Σκαιές πύλες· στην στιγμήν που εκίνα εις το πεδίον,
με ορμήν εμπρός του επρόβαλεν η ασύγκριτη Ανδρομάχη
395 πολύδωρη συμβία του και κόρη του γενναίου
Αετίωνος, που κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου
της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων.
Του πολεμάρχου Έκτορος αυτή ᾽ταν η συμβία
που τότε τον απάντησε με την τροφόν σιμά της,
400 οπού βαστούσε το μικρό μονάκριβο παιδί της,
τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα·
Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη
τον λέγαν, ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα.
Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
405 ήσυχα· κι απ᾽ το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη
εδάκρυσε και του ᾽λεγεν: «Οϊμέ! Θα σ᾽ αφανίσει
τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ· το βρέφος δεν λυπείσαι
τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω
ογρήγορα, ότι ογρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα
410 να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε χάσω, κάτω
στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνεις
και συ, καμιά παρηγοριά δι᾽ εμέ δεν θ᾽ απομείνει,
και πόνοι μόνον· έχασα πατέρα και μητέρα·
τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσεν ο θείος
415 Πηλείδης, όταν έριξε την πόλιν των Κιλίκων,
την Θήβην την υψίπυλον· αλλά τον εσεβάσθη
νεκρόν, δεν τον εγύμνωσε, και μ᾽ όλην την λαμπρήν του
αρματωσιά τον έκαυσε κι εσήκωσέ του μνήμα,
κι ολόγυρά του εφύτευσαν πεύκα μεγάλα οι νύμφες
420 Ορεστιάδες, του Διός αιγιδοφόρου κόρες·
ήσαν επτά στο σπίτι μας γλυκείς αυτάδελφοί μου,
κι εις μιαν ημέραν όλοι ομού ροβόλησαν στον Άδη·
όλους τους εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας
των μόσχων μέσα εις τες κοπές και των λευκών προβάτων.
425 Και την σεπτήν μητέρα μου, βασίλισσαν στην Θήβην,
δούλην εδώ την έφερε με τ᾽ άλλα λάφυρά του.
Και αφού με δώρ᾽ αμέτρητα κατόπι εξαγοράσθη,
την έσβησεν η Άρτεμις στο σπίτι του πατρός μου.
Έκτωρ, συ είσαι δι᾽ εμέ πατέρας και μητέρα,
430 συ αδελφός, συ ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου.
Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως
ορφανό κάμεις το παιδί και χήραν την γυναίκα.
Κι εκεί στην αγριοσυκιά τους άνδρες στήσε οπού ᾽ναι
η πόλις καλοανέβατη, καλόπαρτο το τείχος·
435 τρεις το δοκίμασαν φορές των Αχαιών οι πρώτοι,
οι Αίαντες, και ο δοξαστός Ιδομενεύς και οι δύο
Ατρείδες και ο ατρόμητος Τυδείδης ενωμένοι·
ή το φανέρωσε σ᾽ αυτούς χρησμών εξαίσιος γνώστης,
ή τους κινεί μόν᾽ η ψυχή σ᾽ αυτό και τους διδάσκει »
440 Και προς αυτήν απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Όλα τα αισθάνομαι κι εγώ, γυνή μου, αλλά φοβούμαι
και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων,
αν μ᾽ έβλεπαν ως άνανδρος να φεύγω από την μάχην·
ούδ᾽ η καρδιά μου θέλει το, που μ᾽ έμαθε να είμαι
445 γενναίος πάντοτε κι εμπρός να μάχομαι των Τρώων
χάριν της δόξας του πατρός και της δικής μου ακόμη·
ότ᾽ είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου·
θα φθάσ᾽ η μέρα να χαθεί κι η Ίλιος η αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του.
450 Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου
και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα
όσ᾽ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει
455 εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις,
εις τ᾽ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·
απ᾽ την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην·
κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: «Ιδέτε την συμβίαν
460 του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων
στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν».
Αυτά θα ειπούν και μέσα σου θα ξαναζήσει ο πόνος
του ανδρός εκείνου, οπού δεν ζει δια να σε ελευθερώσει.
Αλλά παρά τον θρήνον σου και τ᾽ όνειδος ν᾽ ακούσω
465 βαθιά στην γην καλύτερα να με σκεπάσει ο τάφος».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου