Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Κοινωνική βία: Το φαινόμενο και η επίδρασή του στο κοινωνικό σύνολο

Καθημερινά τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μας φέρνουν αντιμέτωπους με ποικίλα περιστατικά κοινωνικής βίας. Κλοπές, τρομοκρατικά χτυπήματα, βανδαλισμοί, συμπλοκές, οικογενειακές τραγωδίες. Πολλά περιστατικά, με διαφορετικές μορφές εκτέλεσης, και κοινό παρονομαστή ένα φαινόμενο που εξελίσσεται ραγδαία και είτε ως θύματα, μάρτυρες ή παρατηρητές, μας επηρεάζει άμεσα.

Είναι μία υπαρκτή κοινωνική συνθήκη, κατά την οποία όποιος και αν είναι ο ρόλος και η θέση του ατόμου στο συμβάν, κατακλύζεται και κυριαρχείται από το αίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας. Είναι μία συλλογική συνθήκη η οποία μας αφορά, μας επηρεάζει και ως ένα βαθμό μας καθορίζει όλους ως κοινωνικό σύνολο. Ο φόβος για το άγνωστο και ο φαύλος κύκλος της καχυποψίας, στον οποίο εισερχόμαστε, σε κάθε έκθεση μας σε ακραία ή μη περιστατικά που έρχονται στο φως της δημοσιότητας ή τα βιώνουμε στο άμεσο κοινωνικό και οικογενειακό μας περιβάλλον, μας αφορούν άμεσα και σε ένα σημαντικό βαθμό ορίζουν τις επιλογές μας και το αίσθημα ελευθερίας μας.

Αρχικά, για να αντιληφθούμε την κοινωνική βία ως φαινόμενο, πρέπει να απομονώσουμε την προσοχή μας από τα επαναπαυτικά κλισέ, τόσο εκείνα που ταυτίζουν τους νέους με τη βία, όσο και τις ιδεολογικές προκαταλήψεις. Είναι σύνηθες να απομονώνουμε τα περιστατικά και να βάζουμε το εαυτό μας σε μία θέση παρατηρητή - κριτή θεωρώντας ότι όχι μόνο δεν μας αφορά άμεσα, αλλά δεν έχουμε και καμία προσωπική ευθύνη στην κατανόηση και στην εξέλιξη του φαινομένου. Είναι σημαντικό να είμαστε σε θέση να αναλύουμε τα γεγονότα με μία αντικειμενική ματιά, ακόμα και αν κινδυνεύουμε να καταλήξουμε σε απρόσμενα συμπεράσματα.

Αντικοινωνικές συμπεριφορές


Με τον όρο αντικοινωνικές συμπεριφορές περιγράφουμε τις επιθετικές, όχι όμως υποχρεωτικά εγκληματικές συμπεριφορές. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να τις αντιμετωπίσουμε ως μία πράξη εξέγερσης από μέρους των δραστών, οι οποίοι είναι αντιμέτωποι με τις δικές τους εσωτερικές και ανεπίλυτες διαμάχες, οι οποίες προβάλλονται στο κοινωνικό σύστημα, ως όλο. Τα περιστατικά αυτά, προκαλούν πάντα έντονη οδύνη τόσο στα θύματα, όσο και στους μάρτυρες και τους παρατηρητές... Διακατέχονται από ένα αίσθημα προσβολής αφενός ως μέλη μίας κοινωνίας που δεν θέλει, ή δεν μπορεί πλέον να τα υπερασπιστεί, και αφετέρου σαν άτομα που τα ταπεινώνουν και τους αποστερούν τον σεβασμό που τους οφείλουν.

Επομένως, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ανασφάλεια που προέρχεται από τις αντικοινωνικές συμπεριφορές, είναι θεμιτό να προσεγγίσουμε αυτό που διακυβεύεται στη σχέση θύτη-θύματος. Είναι σημαντικό να κρατάμε το γεγονός, ότι οι θύτες επιθυμούν λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά να δράσουν εις βάρος των θυμάτων τους, καθώς ο εσωτερικευμένος θυμός που απευθύνουν μέσα από τις πράξεις τους, πολλές φορές δεν απευθύνεται άμεσα στο αντικείμενο της επίθεσης αλλά στο ευρύτερο κοινωνικό σύστημα ως μία συμβολική οικογένεια που δεν τους έχει εμπεριέξει.
 

Το προφίλ των επιτιθεμένων


Κάνοντας μια ανασκόπηση των αντικοινωνικών συμπεριφορών, είναι θεμιτό να αναγνωρίσουμε και να αναφέρουμε τα διαρθρωτικά αίτια που συνδέονται με την ανάπτυξη του ατόμου. Στα παιδιά κάτω των 13 ετών, οι μικροκλοπές και άλλες αντικοινωνικές συμπεριφορές μοιάζουν με παιχνίδι. Πρόκειται για ένα βραχυπρόθεσμο συμβάν, που αποκτά χαρακτήρα διερεύνησης και μύησης στους κόλπους μίας ομάδας συνομηλίκων. Με τον τρόπο αυτό, τα παιδιά προσπαθούν να ελέγξουν αρχικά τον κόσμο που τα περιβάλλει και εν συνεχεία τον ίδιο τους τον εαυτό.

Προκαλώντας μία κοινωνική αντίδραση μέσα από προκλητικές και επικίνδυνες συμπεριφορές, διερευνούν τα προσωπικά τους όρια. βιώνουν τους φόβους τους και διερευνούν τον ελεγκτικό χαρακτήρα τους, πρώτα ως προς τον εαυτό και έπειτα στο σύνολο. Ουσιαστικά προσπαθούν να ανακαλύψουν πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν.

Εάν δεν βρεθεί κάποιος ενήλικας να τους οριοθετήσει και να τους δώσει την κατάλληλη απάντηση ή αν δεν λάβουν καμία οριοθέτηση - απάντηση, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να προκαλέσουν, να χτυπήσουν ή να φωνάξουν πιο δυνατά, να κάνουν μεγαλύτερο κακό και να διακινδυνέψουν ακόμα περισσότερο καθώς δεν είναι σε θέση από μόνα τους να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο ασφαλείας και να κινηθούν μέσα σε αυτό.

Στην εφηβεία, δεν έχει πλέον τη μορφή του παιχνιδιού, αλλάζει και ερχόμαστε να μιλήσουμε για διερεύνηση των κοινωνικών κανόνων του παιχνιδιού. Σε αυτό το ηλικιακό πλαίσιο, το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα σημαντικό να είναι συντονισμένο και να συμβαδίζει με τις ανάγκες και τις συμπεριφορές του εφήβου, καθώς οι απαντήσεις, η οριοθέτηση των συμπεριφορών και το πλαίσιο γύρω από το οποίο κινείται ο έφηβος και λαμβάνει ερεθίσματα, είναι ιδιαίτερα σημαντικά, έως και καθοριστικά.
Ο λόγος είναι επειδή οι έφηβοι αισθάνονται αβέβαιοι για την ταυτότητα τους και διακατέχονται από υπαρξιακές ανησυχίες.
Έχουν ανάγκη να ανήκουν σε ένα σύνολο για να νιώθουν επαρκείς. Η αναγνώριση και η αποδοχή των συνομηλίκων είναι σημαντική για εκείνους. Εάν λοιπόν τα μοντέλα των ομάδων που κινούνται είναι ανεπαρκή ή υπερβολικά περίπλοκα, τους δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι βρίσκονται σε έναν κόσμο χωρίς κοινωνικούς κανόνες και συνέπειες.

Ωστόσο, για να αποκτήσει παθολογικό χαρακτήρα, μία συμπεριφορά, διαρθρωτικής αρχικά φύσης, θα πρέπει να προαναγγέλεται από πρόδρομα συμπτώματα. Αυτό λοιπόν προϋποθέτει στην πλειοψηφία του, την ύπαρξη ιστορικού διαταραχών συμπεριφοράς πριν από την ηλικία των 15 ετών, που εκδηλώνονται με φυγή, κλοπές, συνεχή ψέμματα κλπ. Εάν οι περισσότερες συμπεριφορές αυτού του τύπου δεν αναγνωριστούν άμεσα από το περιβάλλον και συνεχιστούν και μετά την ενηλικίωση, ο νέος είναι πολύ πιθανό να παρουσιάσει ένα προφίλ αντικοινωνικής προσωπικότητας.

Τα θύματα των επιθέσεων


Στην πλειοψηφία τους, τα θύματα των επιθέσεων διακατέχονται τρόμο, φόβο και ανασφάλεια. Αυτά τα έντονα συναισθήματα διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και για μήνες. Η ένταση και η διάρκεια τους ποικίλει ανάλογα με τη σοβαρότητα του συμβάντος. Η τραυματική εμπειρία που αντιμετώπισαν, μπορεί να βιωθεί ξανά με ποικίλους τρόπους. Μερικά άτομα αναφέρουν οξυθυμία, κρίσεις θυμού ή δυσκολία συγκέντρωσης ή διεκπεραίωσης των καθηκόντων τους, δυσκολία προσαρμογής και επανένταξης στο κοινωνικό σύνολο και επιστροφής στους πρότερους ρυθμούς.

Συνήθως τα θύματα αναβιώνουν το αίσθημα της οδύνης, μέσα από τα όνειρα τους, κάτι που μπορεί οδηγήσει σε διαταραχές ύπνου, με μία φθίνουσα πορεία της παραγωγικότητας του ατόμου και εν συνεχεία της ποιότητας ζωής του. Συχνά, όταν το άτομο βρεθεί σε καταστάσεις που θυμίζουν ή συμβολίζουν μία πτυχή της τραυματικής εμπειρίας, παρατηρούμε ψυχολογική οδύνη και διαταραχές στη φυσιολογία τους.

Τι κάνουμε σε περίπτωση στρες μετά από μία επίθεση;


Όταν ένα άτομο έχει βιώσει μία έντονη κατάσταση. στρες, τα συμπτώματα εκδηλώνονται μέσα στις πρώτες τέσσερις εβδομάδες μετά το συμβάν και εξαφανίζονται περίπου στο ίδιο χρονικό διάστημα, αναλόγως της σοβαρότητας του συμβάντος και της ψυχικής κατάστασης του ατόμου. Υπάρχει κίνδυνος το θύμα να αναπτύξει κάποια διαταραχή προσαρμογής, να περιπέσει σε μεγάλη κατάθλιψη ή σε μια κατάσταση μετατραυματικού στρες. Σε κάθε περίπτωση το θύμα θα πρέπει να συμβουλευτεί έναν ειδικό ψυχικής υγείας εάν νιώθει ότι δυσφορεί και δεν είναι σε θέση να νιώσει ασφάλεια στο υποστηρικτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει.

Η συλλογική ευθύνη απέναντι στο αίσθημα αβεβαιότητας


Η ζωή στις μεγάλες πόλεις καθιστά τους ανθρώπους ιδιαίτερα ευάλωτους. Κάθε κακή διαγωγή ή αντικοινωνική συμπεριφορά, εις βάρος ανθρώπων ή υλικών αγαθών, πρέπει να λειτουργεί σαν σήμα κινδύνου. Τις περισσότερες φορές, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές δεν έχουν άμεσες συνέπειες εκτός από κάποια δυσφορία και ανησυχία. Όταν όμως συσσωρεύονται, οι συμπεριφορές αυτές διαμορφώνουν ένα πλαίσιο που επιδεινώνει την κατάσταση. Πρέπει λοιπόν να εντοπίσουμε τα συμπτώματα αυτής της τάσης, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις παρεκτροπές, προτού πάρουν τις διαστάσεις μιας ευρύτερης και πιο νόμιμης βίας.

Η επικρατούσα αντίληψη ότι οι αντικοινωνικές συμπεριφορές είναι πανταχού παρούσες και εξαπλώνονται τόσο εύκολα, επειδή κατά βάθος δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτές, υποδηλώνει την αδυναμία ανάληψης ευθυνών επί του κοινωνικού συνόλου, μέσα από την οικογένεια και τα πλαίσια εκπαίδευσης. Λειτουργούμε ως εξωτερικοί παρατηρητές, καθιστώντας τους εαυτούς μας αδύναμους να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν το κάθε συμβάν.

Αποποιούμαστε των ευθυνών έναντι του κοινωνικού συνόλου, μέσα από τις ευθύνες και τις συμπεριφορές μας και το εκάστοτε αξιακό σύστημα που υιοθετούμε. Η ευθύνη είναι συνολική και ο καλύτερος τρόπος για να μην αφήσουμε την κατάσταση να επιδεινωθεί είναι να καταφύγουμε στον διάλογο και να κατανοήσουμε ανοιχτά τα προβλήματα.

Οι συνέπειες αυτών των ρήξεων με τους κώδικες της κοινωνικότητας είναι σημαντικές και είναι αδύνατον να υπάρξει συλλογική δράση όταν τα άτομα έχουν χάσει το ηθικό τους και νιώθουν αδύναμα και ανυπεράσπιστα. Το κοινωνικό σύνολο έρχεται σε σχάση με πολλαπλές συνειδητές ή ασυνείδητες ταυτίσεις είτε με τον θύτη είτε με το θύμα.

Σε κάθε περίπτωση, στο οικογενειακό περιβάλλον, στο σχολείο, στον δρόμο, πρέπει να υπάρχει μια άμεση αντίδραση που θα υπενθυμίζει τον κανόνα που μόλις παραβιάστηκε, και θα ενισχύσει την ενσυναίσθηση στο πρόσωπο τόσο των θυμάτων όσο και των θυτών και στην άμεση υποστήριξη τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου