ΚΑ. ὑμῖν ἐγένεθ᾽ ὅμοιος, οὐ σέβων θεόν.
τοιγὰρ συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην,
ὑμᾶς τε τόνδε θ᾽, ὥστε διολέσαι δόμους
1305 κἄμ᾽, ὅστις ἄτεκνος ἀρσένων παίδων γεγὼς
τῆς σῆς τόδ᾽ ἔρνος, ὦ τάλαινα, νηδύος
αἴσχιστα καὶ κάκιστα κατθανόνθ᾽ ὁρῶ·
ὧι δῶμ᾽ ἀνέβλεφ᾽, ὃς συνεῖχες, ὦ τέκνον,
τοὐμὸν μέλαθρον, παιδὸς ἐξ ἐμῆς γεγώς,
1310 πόλει τε τάρβος ἦσθα· τὸν γέροντα δὲ
οὐδεὶς ὑβρίζειν ἤθελ᾽ εἰσορῶν τὸ σὸν
κάρα· δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανες.
νῦν δ᾽ ἐκ δόμων ἄτιμος ἐκβεβλήσομαι
ὁ Κάδμος ὁ μέγας, ὃς τὸ Θηβαίων γένος
1315 ἔσπειρα κἀξήμησα κάλλιστον θέρος.
ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν (καὶ γὰρ οὐκέτ᾽ ὢν ὅμως
τῶν φιλτάτων ἔμοιγ᾽ ἀριθμήσηι, τέκνον),
οὐκέτι γενείου τοῦδε θιγγάνων χερὶ
τὸν μητρὸς αὐδῶν πατέρα προσπτύξηι, τέκνον,
1320 λέγων· Τίς ἀδικεῖ, τίς σ᾽ ἀτιμάζει, γέρον;
τίς σὴν ταράσσει καρδίαν λυπηρὸς ὤν;
λέγ᾽, ὡς κολάζω τὸν ἀδικοῦντά σ᾽, ὦ πάτερ.
νῦν δ᾽ ἄθλιος μέν εἰμ᾽ ἐγώ, τλήμων δὲ σύ,
οἰκτρὰ δὲ μήτηρ, τλήμονες δὲ σύγγονοι.
1325 εἰ δ᾽ ἔστιν ὅστις δαιμόνων ὑπερφρονεῖ,
ἐς τοῦδ᾽ ἀθρήσας θάνατον ἡγείσθω θεούς.
ΧΟ. τὸ μὲν σὸν ἀλγῶ, Κάδμε· σὸς δ᾽ ἔχει δίκην
παῖς παιδὸς ἀξίαν μέν, ἀλγεινὴν δὲ σοί.
ΑΓ. ὦ πάτερ, ὁρᾶις γὰρ τἄμ᾽ ὅσωι μετεστράφη
‹ . . . ›
***
ΚΑΔΜΟΣ
Όμοιός σας εφάνη. Δεν τιμούσε το θεό.
Γι᾽ αυτό και ο θεός σάς ένωσε όλους,
σ᾽ έναν όλεθρο,
και εσάς και αυτόν,
για να αφανίσει το σπίτι μου και εμένα.
1305 Εγώ δεν αξιώθηκα να έχω αρσενικά παιδιά,
και τώρα βλέπω νεκρό,
με θάνατο φριχτό και ντροπιασμένο,
το βλαστάρι τούτο των σπλάχνων σου, άμοιρη.
Με αυτόν το σπίτι μου έβλεπε και πάλι το φως.
Εσύ, παιδί μου,
ο γιος της κόρης μου,
1310 εστήριζες το σπίτι μου
και ήσουν το φόβητρο στην πόλη.
Έβλεπαν το πρόσωπό σου και κανείς δεν τολμούσε
να προσβάλει τον γέροντα,
γιατί εσύ τον τιμωρούσες όπως του άξιζε.
Και τώρα θα εξορισθώ από το σπίτι μου ατιμασμένος,
εγώ ο Κάδμος ο μέγας,
που έσπειρα το γένος των Θηβαίων
1315 και θέρισα τον ωραίο θερισμό.
Αγαπημένε μου,
σε αγάπησα όσο κανέναν.
Και τώρα που δεν υπάρχεις πια,
εγώ, παιδί μου, θα σ᾽ έχω με τους πιο αγαπημένους μου.
Ποτέ πια δεν θα μ᾽ αγκαλιάσεις,
το χέρι σου δεν θα χαϊδέψει τα γένια μου,
«πατέρα της μάνας» δεν θα με φωνάξεις,
δεν θα μου ξαναπείς, παιδί μου:
1320 «Ποιός σε αδικεί; Ποιός σε ατιμάζει, γέροντα;
Ποιός σε πληγώνει και ταράζει την καρδιά σου;
Πες μου, πατέρα,
για να τον τιμωρήσω αυτόν που σε αδικεί».
Και τώρα, είμαι άθλιος εγώ, άμοιρος εσύ,
θλιβερή η μητέρα σου, και οι αδελφές της άμοιρες.
1325 Αν υπάρχει κάποιος που περιφρονεί τα θεία,
να δει αυτόν εδώ τον θάνατο και να πιστεύει.
ΧΟΡΟΣ
Για τη μοίρα σου, Κάδμε,
αισθάνομαι οδύνη.
Το παιδί του παιδιού σου έλαβε τιμωρία δίκαιη,
οδυνηρή όμως για σένα.
ΑΓΑΥΗ
Πατέρα μου, βλέπεις πόσο άλλαξε η ζωή μου.*
‹Κάποτε με μακάριζαν, (1)
τώρα είμαι πικρά δυστυχισμένη.
Πώς να σε κηδέψω, γιε μου;
Σε ποιόν τάφο ν᾽ αποθέσω το σώμα σου;
Με τί πέπλους να σε σκεπάσω; (5)
Άφησέ με, πατέρα,
ν᾽ αγκαλιάσω τα σπαραγμένα μέλη του,
να φιλήσω τις σάρκες που έθρεψα.
Πώς να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου η άθλια,
χωρίς να φανώ ασεβής;
Πώς να θρηνήσω; (10)
Έλα, γέροντα,
να ταιριάσουμε σωστά το κεφάλι του άμοιρου,
να μπουν τα μέλη του το ένα πλάι στο άλλο
με ακρίβεια,
να είναι το σώμα του, όσο γίνεται, ολόκληρο.
Αγαπημένο μου πρόσωπο,
μάγουλό μου τρυφερό, (15)
γλυκύτατό μου στόμα,
γνώριμα χέρια που σας έλυσε ο θάνατος,
γόνατο στιβαρό,
σώμα που αγκάλιασα τόσες φορές με τόση αγάπη,
άλλοτε καμάρωνα, (20)
τώρα οδυρμός και οδύνη.
Κρύβω με το μαντήλι μου το πρόσωπό σου.
Σκεπάζω τα αιμόφυρτα και αυλακωμένα μέλη
με τους πέπλους μου.
Μικρή παρηγοριά για τους νεκρούς. (25)
--------------------------------------
* Στο σημείο αυτό υπάρχει χάσμα στο χειρόγραφο. Εικάζεται ότι το κείμενο που εξέπεσε κατελάμβανε τουλάχιστον 50 στίχους. Ο ρήτορας Αψίνης (3ος αι. μ.Χ.) και ο συμπιλητής του Χριστού Πάσχοντος (πιθανώς 12ος αι.) είχαν διαβάσει και το κείμενο που σήμερα δεν σώζεται. Κυρίως στη μαρτυρία του Αψίνη και σε στίχους του Χριστού Πάσχοντος, που πιθανότατα προέρχονται από το χαμένο τμήμα των Βακχών, βασίστηκε η συμπλήρωση. (Οι πρόσθετοι στίχοι τυπώνονται με πλάγια και με χωριστή στιχαρίθμηση). Στον Αψίνη οφείλουμε την ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι η Αγαύη, όταν συνέρχεται, κατηγορεί τον εαυτό της και θρηνεί παίρνοντας στα χέρια της ένα ένα τα σπαραγμένα μέλη του Πενθέα (ἕκαστον γὰρ αὐτοῦ τῶν μελῶν ἡ μήτηρ ἐν ταῖς χερσὶ κρατοῦσα καθ᾽ ἕκαστον αὐτῶν οἰκτίζεται).
τοιγὰρ συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην,
ὑμᾶς τε τόνδε θ᾽, ὥστε διολέσαι δόμους
1305 κἄμ᾽, ὅστις ἄτεκνος ἀρσένων παίδων γεγὼς
τῆς σῆς τόδ᾽ ἔρνος, ὦ τάλαινα, νηδύος
αἴσχιστα καὶ κάκιστα κατθανόνθ᾽ ὁρῶ·
ὧι δῶμ᾽ ἀνέβλεφ᾽, ὃς συνεῖχες, ὦ τέκνον,
τοὐμὸν μέλαθρον, παιδὸς ἐξ ἐμῆς γεγώς,
1310 πόλει τε τάρβος ἦσθα· τὸν γέροντα δὲ
οὐδεὶς ὑβρίζειν ἤθελ᾽ εἰσορῶν τὸ σὸν
κάρα· δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανες.
νῦν δ᾽ ἐκ δόμων ἄτιμος ἐκβεβλήσομαι
ὁ Κάδμος ὁ μέγας, ὃς τὸ Θηβαίων γένος
1315 ἔσπειρα κἀξήμησα κάλλιστον θέρος.
ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν (καὶ γὰρ οὐκέτ᾽ ὢν ὅμως
τῶν φιλτάτων ἔμοιγ᾽ ἀριθμήσηι, τέκνον),
οὐκέτι γενείου τοῦδε θιγγάνων χερὶ
τὸν μητρὸς αὐδῶν πατέρα προσπτύξηι, τέκνον,
1320 λέγων· Τίς ἀδικεῖ, τίς σ᾽ ἀτιμάζει, γέρον;
τίς σὴν ταράσσει καρδίαν λυπηρὸς ὤν;
λέγ᾽, ὡς κολάζω τὸν ἀδικοῦντά σ᾽, ὦ πάτερ.
νῦν δ᾽ ἄθλιος μέν εἰμ᾽ ἐγώ, τλήμων δὲ σύ,
οἰκτρὰ δὲ μήτηρ, τλήμονες δὲ σύγγονοι.
1325 εἰ δ᾽ ἔστιν ὅστις δαιμόνων ὑπερφρονεῖ,
ἐς τοῦδ᾽ ἀθρήσας θάνατον ἡγείσθω θεούς.
ΧΟ. τὸ μὲν σὸν ἀλγῶ, Κάδμε· σὸς δ᾽ ἔχει δίκην
παῖς παιδὸς ἀξίαν μέν, ἀλγεινὴν δὲ σοί.
ΑΓ. ὦ πάτερ, ὁρᾶις γὰρ τἄμ᾽ ὅσωι μετεστράφη
‹ . . . ›
***
ΚΑΔΜΟΣ
Όμοιός σας εφάνη. Δεν τιμούσε το θεό.
Γι᾽ αυτό και ο θεός σάς ένωσε όλους,
σ᾽ έναν όλεθρο,
και εσάς και αυτόν,
για να αφανίσει το σπίτι μου και εμένα.
1305 Εγώ δεν αξιώθηκα να έχω αρσενικά παιδιά,
και τώρα βλέπω νεκρό,
με θάνατο φριχτό και ντροπιασμένο,
το βλαστάρι τούτο των σπλάχνων σου, άμοιρη.
Με αυτόν το σπίτι μου έβλεπε και πάλι το φως.
Εσύ, παιδί μου,
ο γιος της κόρης μου,
1310 εστήριζες το σπίτι μου
και ήσουν το φόβητρο στην πόλη.
Έβλεπαν το πρόσωπό σου και κανείς δεν τολμούσε
να προσβάλει τον γέροντα,
γιατί εσύ τον τιμωρούσες όπως του άξιζε.
Και τώρα θα εξορισθώ από το σπίτι μου ατιμασμένος,
εγώ ο Κάδμος ο μέγας,
που έσπειρα το γένος των Θηβαίων
1315 και θέρισα τον ωραίο θερισμό.
Αγαπημένε μου,
σε αγάπησα όσο κανέναν.
Και τώρα που δεν υπάρχεις πια,
εγώ, παιδί μου, θα σ᾽ έχω με τους πιο αγαπημένους μου.
Ποτέ πια δεν θα μ᾽ αγκαλιάσεις,
το χέρι σου δεν θα χαϊδέψει τα γένια μου,
«πατέρα της μάνας» δεν θα με φωνάξεις,
δεν θα μου ξαναπείς, παιδί μου:
1320 «Ποιός σε αδικεί; Ποιός σε ατιμάζει, γέροντα;
Ποιός σε πληγώνει και ταράζει την καρδιά σου;
Πες μου, πατέρα,
για να τον τιμωρήσω αυτόν που σε αδικεί».
Και τώρα, είμαι άθλιος εγώ, άμοιρος εσύ,
θλιβερή η μητέρα σου, και οι αδελφές της άμοιρες.
1325 Αν υπάρχει κάποιος που περιφρονεί τα θεία,
να δει αυτόν εδώ τον θάνατο και να πιστεύει.
ΧΟΡΟΣ
Για τη μοίρα σου, Κάδμε,
αισθάνομαι οδύνη.
Το παιδί του παιδιού σου έλαβε τιμωρία δίκαιη,
οδυνηρή όμως για σένα.
ΑΓΑΥΗ
Πατέρα μου, βλέπεις πόσο άλλαξε η ζωή μου.*
‹Κάποτε με μακάριζαν, (1)
τώρα είμαι πικρά δυστυχισμένη.
Πώς να σε κηδέψω, γιε μου;
Σε ποιόν τάφο ν᾽ αποθέσω το σώμα σου;
Με τί πέπλους να σε σκεπάσω; (5)
Άφησέ με, πατέρα,
ν᾽ αγκαλιάσω τα σπαραγμένα μέλη του,
να φιλήσω τις σάρκες που έθρεψα.
Πώς να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου η άθλια,
χωρίς να φανώ ασεβής;
Πώς να θρηνήσω; (10)
Έλα, γέροντα,
να ταιριάσουμε σωστά το κεφάλι του άμοιρου,
να μπουν τα μέλη του το ένα πλάι στο άλλο
με ακρίβεια,
να είναι το σώμα του, όσο γίνεται, ολόκληρο.
Αγαπημένο μου πρόσωπο,
μάγουλό μου τρυφερό, (15)
γλυκύτατό μου στόμα,
γνώριμα χέρια που σας έλυσε ο θάνατος,
γόνατο στιβαρό,
σώμα που αγκάλιασα τόσες φορές με τόση αγάπη,
άλλοτε καμάρωνα, (20)
τώρα οδυρμός και οδύνη.
Κρύβω με το μαντήλι μου το πρόσωπό σου.
Σκεπάζω τα αιμόφυρτα και αυλακωμένα μέλη
με τους πέπλους μου.
Μικρή παρηγοριά για τους νεκρούς. (25)
--------------------------------------
* Στο σημείο αυτό υπάρχει χάσμα στο χειρόγραφο. Εικάζεται ότι το κείμενο που εξέπεσε κατελάμβανε τουλάχιστον 50 στίχους. Ο ρήτορας Αψίνης (3ος αι. μ.Χ.) και ο συμπιλητής του Χριστού Πάσχοντος (πιθανώς 12ος αι.) είχαν διαβάσει και το κείμενο που σήμερα δεν σώζεται. Κυρίως στη μαρτυρία του Αψίνη και σε στίχους του Χριστού Πάσχοντος, που πιθανότατα προέρχονται από το χαμένο τμήμα των Βακχών, βασίστηκε η συμπλήρωση. (Οι πρόσθετοι στίχοι τυπώνονται με πλάγια και με χωριστή στιχαρίθμηση). Στον Αψίνη οφείλουμε την ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι η Αγαύη, όταν συνέρχεται, κατηγορεί τον εαυτό της και θρηνεί παίρνοντας στα χέρια της ένα ένα τα σπαραγμένα μέλη του Πενθέα (ἕκαστον γὰρ αὐτοῦ τῶν μελῶν ἡ μήτηρ ἐν ταῖς χερσὶ κρατοῦσα καθ᾽ ἕκαστον αὐτῶν οἰκτίζεται).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου