Ο Θουκυδίδης νόμιζε ότι ήξερε την αιτία του πολέμου: «Η αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, η οποία προκάλεσε φόβο στους Σπαρτιάτες και τους εξώθησε στον πόλεμο».1 Στην πραγματικότητα, όμως, η αθηναϊκή ισχύς δεν ήταν μεγαλύτερη όταν ξέσπασε ο πόλεμος από ό,τι ήταν χρόνια πριν. Ο πόλεμος ήταν μάλλον προϊόν μιας τέλειας καταιγίδας συμπτώσεων, που συνδυάστηκαν με τη ροπή της Αθήνας να προκαλεί τους συμμάχους της Σπάρτης - συμμάχους στους οποίους η Σπάρτη βασιζόταν πρώτον για υποστήριξη έναντι των ειλώτων της και δεύτερον για ναυτικές δυνάμεις, για να συμπληρώνει το δικό της πεζικό σε περίπτωση που όντως ξεσπούσε ο πόλεμος.
Ακριβώς όπως οι Τριακονταετείς Σπονδές είχαν δοκιμαστεί το 440 π.Χ. από τις εντάσεις στα ανατολικά, όταν ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Σάμο και τη Μίλητο, το ίδιο συνέβη ξανά το 435 π.Χ., όταν εμφανίστηκαν προβλήματα στην κωμόπολη της Επιδάμνου, στα βορειοδυτικά, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Αλβανία - τόσο μακριά εκτεινόταν ο ελληνικός κόσμος. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η πρόκληση προς την ειρήνη δε θα εξαλειφόταν και μέσα σε τρία χρόνια η Πελοποννησιακή Συμμαχία θα κήρυττε τον πόλεμο στην Αθήνα.
Η Κέρκυρα ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη
Από τεχνική άποψη η Επίδαμνος ήταν αποικία της Κέρκυρας- η ίδια η Κέρκυρα ήταν αποικία της Κορίνθου. Συνεπώς η Κόρινθος, η μητρόπολη της Κέρκυρας, ήταν ουσιαστικά γιαγιά της Επιδάμνου και στην πραγματικότητα ο άνδρας που είχε επιλεγεί κατά την παράδοση για τον ρόλο του ιδρυτή της Επιδάμνου είχε προέλθει από την Κόρινθο. Η Κόρινθος και η Κέρκυρα, ωστόσο, αλληλομισιούνταν και το 664 π.Χ. είχαν πολεμήσει μεταξύ τους στην πρώτη καταγεγραμμένη ναυμαχία στην ελληνική Ιστορία. Επιπλέον, η Κόρινθος αποτελούσε μέλος-κλειδί της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, ενώ η Κέρκυρα και η Επίδαμνος ήταν ουδέτερες.
Το 435 π.Χ. η εμφύλια διαμάχη που σιγόβραζε για κάμποσο καιρό στην Επίδαμνο ξέσπασε βίαια, όταν οι ολιγαρχικοί που είχαν απελαθεί από τις μάζες επέστρεψαν μαζί με μερικούς ντόπιους μη Έλληνες για να πλιατσικολογήσουν. Αυτό το είδος σύγκρουσης ήταν ενδημικό στις πόλεις και θα στοίχειωνε τα ελληνικά κράτη καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους. Ο δήμος της Επιδάμνου -ο πληθυσμός, ο οποίος υποστήριζε μια δημοκρατική διακυβέρνηση- αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τη μητρόπολη Κέρκυρα, αλλά οι Κερκυραίοι δεν είδαν κάποιο κέρδος στο να εμπλακούν στα δεινά του.2 Ευρισκόμενοι σε απόγνωση, οι Επιδάμνιοι στράφηκαν τότε στη γιαγιά Κόρινθο, από όπου έλαβαν μια τελείως διαφορετική απάντηση. Αποδείχτηκε πως οι Κορίνθιοι ήταν παραπάνω από πρόθυμοι να στείλουν βοήθεια. Η ανυπομονησία τους μπορεί να οφειλόταν εν μέρει στην έγνοια τους να αναπτύξουν μία βάση ισχύος στα βορειοδυτικά και να εξασφαλίσουν λιμάνια σε χρήσιμα εμπορικά δρομολόγια -η Κόρινθος ήταν ένα από τα μεγάλα εμπορικά κράτη-, αλλά ο πρωταρχικός λόγος φαίνεται πως ήταν η απίστευτη ξεροκεφαλιά. Για χρόνια οι Κορίνθιοι έφεραν βαρέως την ασέβεια, ή την ύβρη θα έλεγε κάποιος, με την οποία είχαν αντιμετωπιστεί από τους Κερκυραίους, τη δική τους αποικία. Αν και οι ελληνικές αποικίες ήταν πολιτικά ανεξάρτητες από τις μητροπόλεις τους, ήταν έθιμο να αντιμετωπίζουν τα κράτη που τις ίδρυσαν με θέρμη και σεβασμό. Αυτό δεν το έπραξαν οι Κερκυραίοι. Στις κοινές γιορτές τους δεν προσέφεραν στους Κορίνθιους εκπροσώπους τα πιο διαλεχτά κομμάτια από τα σφάγια των θυσιών, όπως έκαναν οι άλλες αποικίες. Διέθεταν επίσης ναυτικό ανώτερο από εκείνο της Κορίνθου - πράγμα για το οποίο δε χρειαζόταν βέβαια να απολογείται κανείς, αλλά δυσαρεστούσε το γεγονός ότι οι Κερκυραίοι συνήθιζαν προφανώς να καυχιούνται γι’ αυτό. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι Κορίνθιοι, των οποίων η κυβέρνηση ήταν ολιγαρχική, επέλεξαν παρ’ όλα αυτά να ταχθούν με το μέρος των δημοκρατικών της Επιδάμνου και κατά των ολιγαρχικών.3
Η διαπίστωση ότι ο πληθυσμός της Επιδάμνου είχε εμπιστευτεί τις τύχες του στην Κόρινθο άλλαξε τελείως τη στάση των Κερκυραίων έναντι της αποικίας τους. Απέπλευσαν τώρα με είκοσι πέντε πλοία και διέταξαν τους Επιδάμνιους να απελάσουν τους στρατιώτες που είχαν στείλει οι Κορίνθιοι και να επαναπατρίσουν τους ολιγαρχικούς εξόριστους. Όταν οι δημοκρατικοί αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, οι Κερκυραίοι τους πολιόρκησαν. Πληροφορούμενοι την πολιορκία, οι Κορίνθιοι συγκρότησαν στόλο που περιελάμβανε συμμαχικά πλοία από πολλά κράτη, λαμβάνοντας βοήθεια από συμμάχους των Πελοποννησίων όπως τα Μέγαρα και η Θήβα4.
Σε αυτό το σημείο, οι Κερκυραίοι έκαναν ένα βήμα πίσω και άρχισαν να συλλογίζονται τι έκαναν. Τι νόημα είχαν πραγματικά όλα αυτά; Το ναυτικό τους ήταν ισχυρότερο από της Κορίνθου, αλλά δεν είχαν συμμάχους, ενώ η Κόρινθος αποτελούσε μέλος-κλειδί της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Οι Κερκυραίοι αναρωτήθηκαν γιατί να ρισκάρουν τον στόλο τους προστατεύοντας την Επίδαμνο. Κρίνοντας πως για ζητήματα τιμής και γοήτρου σε μια αντιπαράθεση με την αδιαμφισβήτητη μητρόπολή τους δεν άξιζε να διακινδυνεύσουν τον στόλο τους, οι Κερκυραίοι πρότειναν να τεθεί το ζήτημα στη διαιτησία των πελοποννησιακών πόλεων με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο πλευρών. Εναλλακτικά, θα πήγαιναν ευχαρίστως στο μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς και θα άφηναν τον θεό να αποφασίσει. Και οι δύο αυτές προτάσεις έμοιαζαν εκ πρώτης όψεως καλές: η διαιτησία προβλεπόταν και στους όρους των Τριακονταετών Σπονδών και το μαντείο των Δελφών έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από όλα τα ελληνικά κράτη.
Οι προτάσεις όμως των Κερκυραίων δεν εισακούστηκαν. Μη έχοντας εντυπωσιαστεί από αυτές, οι Κορίνθιοι τους κήρυξαν τον πόλεμο και οι δύο στόλοι (με την Κόρινθο να υποστηρίζεται και πάλι από τα Μέγαρα) βρέθηκαν αντιμέτωποι στη μάχη. Οι Κορίνθιοι υπέστησαν δεινή ήττα και την ίδια μέρα η Επίδαμνος έπεσε στα χέρια της Κέρκυρας. Σε ανάμνηση της ναυτικής νίκης τους, οι Κερκυραίοι, σύμφωνα με το ελληνικό έθιμο, έστησαν τρόπαιο στο ακρωτήριο της Λευκίμμης, κοντά στο νότιο άκρο της Κέρκυρας. Κράτησαν επίσης αλυσοδεμένους τους Κορίνθιους αιχμαλώτους που συνέλαβαν και σκότωσαν αυτούς που προέρχονταν από άλλα κράτη.5
Καθοδηγούμενοι από φλογερή οργή και ψυχρό υπολογισμό, οι Κορίνθιοι ανάλωσαν τα επόμενα δύο χρόνια συγκεντρώνοντας μια μεγάλη αρμάδα, ναυπηγώντας πλοία και προσλαμβάνοντας κωπηλάτες από ολόκληρη την Ελλάδα. Τα νέα αυτά ανησύχησαν τους Κερκυραίους, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν την προηγούμενη πρακτική τους του απομονωτισμού. Έπρεπε να συμμαχήσουν με μία από τις μεγάλες δυνάμεις. Λόγω της αναπόφευκτης αντίθεσης που θα προέβαλε η Κόρινθος στη Σπάρτη -και επειδή ήταν δημοκρατικοί- επέλεξαν τους Αθηναίους έναντι των Λακεδαιμονίων, και μαθαίνοντας για την επικείμενη άφιξη των Κερκυραίων πρέσβεων στην Αθήνα, οι Κορίνθιοι έστειλαν δικούς τους πρέσβεις.
Οι πρέσβεις και των δύο κρατών μίλησαν στους Αθηναίους στην Εκκλησία του Δήμου στον λόφο της Πνύκας, όπου παρευρέθηκαν χιλιάδες άρρενες πολίτες. Οι Κερκυραίοι υποστήριξαν ότι ο πόλεμος με τη σπαρτιατική συμμαχία ερχόταν και πως αν οι Αθηναίοι δε συμμαχούσαν μαζί τους, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος προτού ξεσπάσει ο πόλεμος, ο κύριος ναυτικός σύμμαχος της Σπάρτης, η Κόρινθος, να έχει καταπιεί το ναυτικό της Κέρκυρας· αντιστρόφως, αν η Αθήνα συμμαχούσε με την Κέρκυρα, θα είχε στη διάθεσή της εκτός από τα δικά της πλοία και εκείνα της Κέρκυρας, με τα οποία θα μπορούσε να πολεμήσει τους Πελοποννήσιους. Κατέδειξαν επίσης ότι το να συμμαχήσουν οι Αθηναίοι μαζί τους δεν αποτελούσε παραβίαση των Τριακονταετών Σπονδών, που προέβλεπαν ότι οι ουδέτεροι ήταν ελεύθεροι να ταχθούν με όποια πλευρά ήθελαν.
Οι Κορίνθιοι απάντησαν με ένα έξυπνο ρητορικό σχήμα, το οποίο περιελάμβανε μια γενική δολοφονία χαρακτήρα των Κερκυραίων, έναν κατάλογο από χάρες που είχαν κάνει οι Κορίνθιοι στους Αθηναίους και ορισμένα αθηναϊκά αμαρτήματα. Πιο συγκεκριμένα, υπενθύμισαν στους Αθηναίους τον ρόλο που είχε παίξει η Κόρινθος στο να αποτρέψει τους Σπαρτιάτες να επέμβουν για να βοηθήσουν τους Σάμιους στην πρόσφατη εξέγερσή τους. Το κέντρο βάρους της ομιλίας τους ωστόσο ήταν να καταδείξουν ότι ο πόλεμος με την Πελοποννησιακή Συμμαχία κάθε άλλο παρά βέβαιος ήταν. Αυτό το έθεσαν σχεδόν ως παρένθεση, με την ελπίδα να τρομάξουν τους Αθηναίους, κάνοντάς τους να πιστέψουν πως αν συμμαχούσαν με την Κέρκυρα, θα προκαλούσαν έναν πόλεμο, τον οποίο υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει, αλλά ήταν κρίσιμο για το επιχείρημά τους.6
Η στρατηγική των Κορινθίων έθεσε στους Αθηναίους ένα αγωνιώδες δίλημμα. Αυτό που έπρεπε να αποφασίσουν οι άνδρες της Αθήνας σε εκείνη την καίριας σημασίας συγκυρία της ιστορίας τους ήταν το αν θα διακινδύνευαν να καταστούν ευάλωτοι σε περίπτωση πολέμου ή θα διακινδύνευαν να πάνε σε πόλεμο με ολόκληρη την Πελοποννησιακή Συμμαχία, εξοργίζοντας τους Κορίνθιους. Για πολλούς από όσους ήταν παρόντες στη συνάντηση, αυτή ήταν η σημαντικότερη απόφαση που είχαν πάρει στη ζωή τους. Αρχικά, οι περισσότεροι έτειναν να διαχωρίσουν τη θέση τους από μία συμμαχία με την Κέρκυρα εξαιτίας του φόβου μήπως παραβούν τους όρκους που είχαν λάβει την εποχή των Τριακονταετών Σπονδών, αλλά στη δεύτερη συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου, αφού είχαν συζητήσει ξανά το θέμα μεταξύ τους και πιθανώς και με τις συζύγους τους, τις μητέρες και τις αδελφές τους, κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό έπειτα από παρότρυνση του Περικλή. Αντί να απορρίψουν ξεκάθαρα το αίτημα των Κερκυραίων ή να κάνουν πλήρη επιθετική και αμυντική συμμαχία μαζί τους, θα έκαναν μόνο αμυντική συμμαχία: κάθε κράτος θα προσέτρεχε σε βοήθεια του άλλου μόνο εφόσον είχε δεχτεί επίθεση από τρίτο.7 Αυτό, φυσικά, αποτελούσε τέχνασμα, που προμήνυε τη συνήθεια των Ρωμαίων να συνάπτουν συμμαχίες με κράτη τα οποία είχαν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι επρόκειτο να δεχτούν επίθεση· με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ήταν που η Ρώμη θα κατάφερνε αργότερα να οικοδομήσει μια αυτοκρατορία δίχως να φαίνεται ότι παραβιάζει την αρχή της πως όλοι οι πόλεμοί της ήταν αμυντικοί.
Οι Κερκυραίοι είχαν ορκιστεί αιώνια ευγνωμοσύνη αν οι Αθηναίοι δέχονταν να τους εντάξουν στη συμμαχία τους, αλλά η ευγνωμοσύνη τους δεν μπορεί να ήταν μεγάλη όταν είδαν ότι οι Αθηναίοι τους έστειλαν μόνο δέκα πλοία.8 Η δύναμη αυτή αρκοΰσε μόνο για να προ- κληθεί διεθνές επεισόδιο, αλλά όχι για να αντιστρέψει την πορεία της μάχης. Ακόμη χειρότερα, η Εκκλησία του Δήμου είχε δώσει εντολή στους Αθηναίους να μην εμπλακοΰν στη μάχη, παρά μόνο σε περίπτωση που οι Κορίνθιοι ετοιμάζονταν να αποβιβαστούν στην Κέρκυρα. Τα γεγονότα, ωστόσο, δεν εξελίχθηκαν όπως είχαν σχεδιαστεί. Στη ναυμαχία έξω από τα Σύβοτα, κοντά στο νοτιοανατολικό άκρο της Κέρκυρας, όταν οι Αθηναίοι είδαν τους Κερκυραίους να πιέζονται σκληρά, παράκουσαν τις εντολές της Εκκλησίας του Δήμου και όρμησαν στη μάχη.9 Οι Κορίνθιοι ακόμη νικούσαν - ό,τι καλύτερο, θα πρέπει να σκέφτηκαν οι πιο πολεμοχαρείς από αυτούς, αφού είχαν καταφέρει να κάνουν τους Αθηναίους να παραβιάσουν τις Τριακονταετείς Σπονδές. Αφού ανασυντάχθηκαν έχοντας κωπηλατήσει μέσα από συντρίμμια και έχοντας σκοτώσει όσους περισσότερους άνδρες μπορούσαν (και μερικούς από τους δικούς τους συμμάχους μέσα στη σύγχυση), οι Κορίνθιοι επιχείρησαν να επιτεθούν άλλη μια φορά, όταν οι κατάπληκτοι Κερκυραίοι παρατήρησαν κάτι πολύ παράξενο.
Οι Κορίνθιοι είχαν αρχίσει ξαφνικά να υποχωρούν.10
Γιατί;
Είχαν δει κάτι στον ορίζοντα. Πλοία. Μισοκλείνοντας τα μάτια τους, διέκριναν το αθηναϊκό έμβλημα. Τα πλοία που πλησίαζαν ήταν όντως αθηναϊκές ενισχύσεις. Ο Περικλής, έχοντας δεχθεί επίθεση για το ασήμαντο απόσπασμα που είχε στείλει στην Κέρκυρα, είχε στείλει διπλάσια πλοία για να το ενισχύσει.11 Οι Κορίνθιοι, ωστόσο, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο είκοσι πλοία. Αυτό που φαντάζονταν -ιδίως αφότου είχε αρχίσει να νυχτώνει- ήταν η πλήρης δύναμη του αθηναϊκού ναυτικού.
Το φως της ημέρας έφερε τη συνειδητοποίηση ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν στείλει, στην πραγματικότητα, ολόκληρο τον στόλο τους, αλλά και πάλι οι Κορίνθιοι δεν είχαν όρεξη να πολεμήσουν ξανά. Αντιθέτως, έστειλαν πολλούς άνδρες με μια βάρκα να κατηγορήσουν τους Αθηναίους ότι παραβίασαν την ειρήνη. Αν αυτή ήταν η πρόθεση των Αθηναίων, ανακοίνωσαν οι Κορίνθιοι απεσταλμένοι, τότε έπρεπε να προχωρήσουν και να τους συλλάβουν ως τους πρώτους αιχμαλώτους τους.
«Πιάστε τους», φώναξαν οι Κερκυραίοι, «και σκοτώστε τους!»12 Οι Αθηναίοι, ωστόσο, παρέμειναν ήρεμοι και είπαν στους Κορίνθιους πως ήταν ελεύθεροι να πλεύσουν όπου ήθελαν, εκτός από την Κέρκυρα. Οι Κορίνθιοι κατευθύνθηκαν αμέσως προς την πατρίδα τους, πουλώντας τους περισσότερους Κερκυραίους αιχμαλώτους ως δούλους, αλλά κρατώντας διακόσιους πενήντα ως ομήρους, τους οποίους και μεταχειρίστηκαν ιδιαίτερα καλά. Αυτοί ήταν ως επί το πλείστον άνθρωποι της ανώτερης τάξης και οι Κορίνθιοι τους κράτησαν με το σκεπτικό ότι μπορεί να ήταν χρήσιμοι για να κερδίσουν και πάλι την Κέρκυρα στο μέλλον.13 Στην πραγματικότητα, η επιστροφή αυτών των ολιγαρχικών από τους Κορίνθιους στην Κέρκυρα θα προξενούσε έναν από τους πιο αιματηρούς εμφυλίους πολέμους στην ελληνική Ιστορία.
Ποτίδαια, η ευσυνείδητη κόρη
Θύμα της κλιμακούμενης έντασης μεταξύ της Αθήνας και της Κορίν- θου ήταν η κωμόπολη της Ποτίδαιας, που βρισκόταν στην είσοδο της Παλλήνης, στο δυτικότερο από τα τρία στενά πόδια της Χαλκιδικής στη βορειοανατολική Ελλάδα (βλ. Χάρτη 4). Η θέση της στον ελληνικό κόσμο υπήρξε ανέκαθεν αλλόκοτη και τώρα έγινε μη βιώσιμη: ήταν μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας αλλά ταυτόχρονα και κορινθιακή αποικία - αλλά όχι μια οποιαδήποτε κορινθιακή αποικία. Ενώ η Κέρκυρα ήταν απρόσιτη σε βαθμό ασέβειας, η Ποτίδαια ήταν τόσο σεβαστική, ώστε δεχόταν τους δικαστές της από τη μητρόπολη της. Έχοντας κατά νου ότι υπήρχε αναταραχή στην περιοχή, που εν μέρει είχε πυροδοτηθεί από τον πανούργο Περδίκκα Β', που είχε ανεβεί στον μακεδονικό θρόνο περί το 448 π.Χ. και ξεσήκωνε κι άλλους στον Βορρά κατά της Αθήνας, οι Αθηναίοι διέταξαν τους Ποτιδαιάτες να κατεδαφίσουν τα τείχη που τους προστάτευαν από την πλευρά της Παλλήνης, να διώξουν τους Κορίνθιους δικαστές τους και να παραδώσουν ομήρους ως εγγύηση μελλοντικής καλής συμπεριφοράς.
Οι απόπειρες των Ποτιδαιατών να διαπραγματευτούν με την Αθήνα απέτυχαν και με την κορινθιακή υποστήριξη έλαβαν μυστικές σπαρτιατικές διαβεβαιώσεις ότι η Σπάρτη θα εισέβαλε στην Αθήνα αν η Ποτίδαια επαναστατούσε κατά της αυτοκρατορίας.14 Οι διαβεβαιώσεις αυτές ήταν μυστικές αλλά ψευδείς: η Ποτίδαια όντως επαναστάτησε, όπως και άλλες πόλεις στη Χαλκιδική, αλλά η Σπάρτη δεν εισέβαλε, τουλάχιστον όχι εγκαίρως ώστε να βοηθήσει την Ποτίδαια. Προφανώς υπήρχε τόσο φιλοπόλεμο όσο και φιλειρηνικό κόμμα στη Σπάρτη, όπως είναι φυσικό σε εποχές διεθνούς κρίσης· το φιλοπόλεμο κόμμα υποσχέθηκε να εισβάλει στην Αθήνα, αλλά όταν επικράτησε το φιλειρηνικό κόμμα, οι Σπαρτιάτες δεν έπραξαν αυτό που είχαν δεσμευτεί. Στην εξέγερσή τους οι Ποτιδαιάτες έλαβαν οπωσδήποτε ενθάρρυνση και από τον Περδίκκα, ο οποίος δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με την εμφάνιση μιας αθηναϊκής αποικίας κυριολεκτικά στο κατώφλι του: της Αμφίπολης, την οποία είχε ιδρύσει ο φίλος του Περικλή Άγνων το 437 π.Χ. σε μία καμπή του ποταμού Στρυμόνα. Οι Αθηναίοι σύντομα απέκλεισαν την Ποτίδαια και η πολιορκία επρόκειτο να είναι μακρά και οδυνηρή. Επιπλέον, εξόργισε περαιτέρω τους Κορίνθιους, όχι μόνο επειδή η Ποτίδαια ήταν αποικία τους, αλλά και επειδή είχαν στείλει κάποια στρατεύματα για να τη βοηθήσουν και πολλοί Κορίνθιοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν μέσα σε αυτή όταν άρχισε η πολιορκία. Φυσικά, από τεχνική άποψη, η συμπεριφορά των Αθηναίων έναντι της Ποτίδαιας δεν παραβίαζε τις Τριακονταετείς Σπονδές· δεν έφταιγαν οι Αθηναίοι που μερικοί Κορίνθιοι είχαν παγιδευτεί μέσα στην πόλη -θεωρητικά ήταν εθελοντές, ούτως ή άλλως- και η συνθήκη επέτρεπε σε κάθε ηγεμόνα να πειθαρχεί τα δικά του μέλη. Στα μάτια των Κορινθίων, όμως, οι Αθηναίοι εκφόβιζαν το «παιδί» τους (ασχέτως αν οι ίδιοι είχαν πάει σε πόλεμο με το δικό τους παιδί, την Κέρκυρα).
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Περίπου την ίδια εποχή, οι Αθηναίοι πέρασαν ένα ψήφισμα κατά των Μεγάρων, πιθανώς το τελευταίο από πολλά που έγιναν κατά τη δεκαετία του 430 π.Χ.15 Η φύση του ψηφίσματος αυτού ήταν άνευ προηγουμένου στην Ιστορία: ένα εμπάργκο σε περίοδο ειρήνης, που απαγόρευε στους Μεγαρείς να εμπορεύονται στο κέντρο της πόλης της Αθήνας και στην αγορά της ή στα λιμάνια της Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Τριακονταετείς Σπονδές προσδιόριζαν πως κάθε ηγεμόνας μπορούσε να θεσπίσει κανόνες που να αφορούν τη δική του σφαίρα επιρροής και οι Αθηναίοι υποστήριξαν πως αυτό ακριβώς ήταν το μόνο που έκαναν, επικυρώνοντας το ψήφισμα ως αντίποινα για την καλλιέργεια εκ μέρους των Μεγαρέων μιας ιερής συνοριακής περιοχής που δεν τους ανήκε και για την παροχή ασύλου σε κάποιους φυγάδες δούλους. Θα ήταν όμως εγγύτερα στην αλήθεια αν το ψήφισμα εθεωρείτο ως αντίποινα για τα πλοία που συνεισέφεραν οι Μεγαρείς στον κορινθιακό στόλο στις ναυμαχίες της Λευκίμμης και των Συβότων θα μπορούσε να είναι μία «ανάλογη απάντηση» στη μεγαρική ανάμιξη, μία μέση οδός ανάμεσα στο να μην πράξουν τίποτα και στο να αναλάβουν στρατιωτική δράση. Υπήρξε άραγε πικρία για τη σφαγή εκ μέρους των Μεγαρέων της αθηναϊκής φρουράς το 446 π.Χ.; Ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Επρόκειτο άραγε για μια προειδοποιητική βολή, ώστε να αποθαρρυνθούν άλλα πελοποννησιακά κράτη που ίσως να σκέφτονταν να βοηθήσουν την Κόρινθο σε μια άλλη σύγκρουση με την Αθήνα; Πιθανώς. Επρόκειτο μήπως για πίεση στους Μεγαρείς ώστε να επανενταχθούν στη Δηλιακή Συμμαχία; Αν και εκ πρώτης όψεως αυτό μπορεί να φαίνεται παρατραβηγμένο, τα Μέγαρα όχι μόνο είχαν αυτομολήσει από τη σπαρτιατική συμμαχία στην αθηναϊκή μία φορά κατά το παρελθόν, αλλά στην πραγματικότητα θα κατάπιναν την υπερηφάνεια τους για να το ξανακάνουν μέσα σε δέκα χρόνια, το 424 π.Χ. Η ένταξη των Μεγάρων στη Δηλιακή Συμμαχία προσέφερε ανεκτίμητα πλεονεκτήματα στην Αθήνα, συνεπαγόμενη τον έλεγχο της χερσαίας γέφυρας από την Πελοπόννησο. Ήταν άραγε αδιανόητο οι Μεγαρείς να προσέγγιζαν τους Αθηναίους, να τους έλεγαν ότι είχαν σκεφτεί τις εναλλακτικές επιλογές τους, να συνέκριναν τον καιρό που είχαν περάσει στην Πελοποννησιακή Συμμαχία με εκείνον που είχαν περάσει στη Δηλιακή Συμμαχία και να τους προσέφεραν και πάλι τη συμμαχία τους;
Μερικά χρόνια αργότερα, ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης έδωσε μία υποτιμητική και απίθανη εξήγηση για τις ενέργειες του Περικλή έναντι των Μεγάρων στο έργο του Αχαρνής, που ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 425 π.Χ., όταν οι κακουχίες από τον πόλεμο διαρκούσαν ήδη έξι χρόνια. Ο πρωταγωνιστής του έργου και υποστηρικτής της ειρήνης, ο Δικαιόπολις, έχει τη δική του ερμηνεία για το ξέσπασμα του πολέμου. Όλα ξεκίνησαν, λέει, όταν κάποιοι μεθυσμένοι Αθηναίοι απήγαγαν μία εταίρα από τα Μέγαρα και οι Μεγαρείς, εξοργισμένοι από την προσβολή, απήγαγαν δύο εταίρες από ένα ίδρυμα που διαχειριζόταν η Ασπασία από τη Μίλητο, η άτυπη σύζυγος του Περικλή έπειτα από το διαζύγιο που είχε πάρει. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι πολύ πιστευτή, αλλά φαίνεται ότι προκάλεσε πολύ γέλιο.16
Όποιος κι αν ήταν ο σκοπός του -και δεν είναι πιθανό να είχε οποιαδήποτε σχέση με απαχθείσες πόρνες-το Μεγαρικό Ψήφισμα φούντωσε τις φλόγες της κακής προαίρεσης σε βάρος της Αθήνας που ήδη σιγόκαιγαν στην Ελλάδα, και με την υποκίνηση της Κορίνθου (φυσικά), οι Σπαρτιάτες ανακοίνωσαν πως όποιο κράτος επιθυμούσε μπορούσε να απευθυνθεί στη συνέλευση της σπαρτιατικής Απέλλας που θα γινόταν το 432 π.Χ. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναγίνει.
Ένα χτύπημα στα τυφλά
Σε αυτή τη συνέλευση εκφωνήθηκαν αρκετοί λόγοι, δίχως να προσμετρούνται οι ιδιωτικές συζητήσεις και οι διακοπές από το ακροατήριο, αλλά η αφήγηση του Θουκυδίδη παρουσιάζει μόνο τέσσερις. Αυτό το κουαρτέτο μπορεί να καταγράφει με ακρίβεια την ουσία όσων ελέχθησαν, αλλά μπορεί και όχι, και η πρόβλεψη του βασιλιά Αρχίδαμου για έναν μακροχρόνιο πόλεμο είναι ύποπτα προφητική, αλλά αυτές είναι οι μόνες μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεσή μας και φαίνεται να αντικατοπτρίζουν τις ανησυχίες των παρισταμένων. Η πρώτη ομιλία, που έγινε από τους Κορίνθιους πρέσβεις, δεν είχε καμία διάθεση να αποσπάσει την καλή πρόθεση των Σπαρτιατών. Αντιθέτως, ο στόχος της ήταν να τους ντροπιάσει τόσο, ώστε να αναλάβουν δράση, συγκρίνοντας δυσμενώς τον εθνικό χαρακτήρα τους με εκείνο των Αθηναίων:
Είναι ακαταπονήτως δραστήριοι ενώ εσείς είστε αναβλητικοί, σε εκείνους αρέσει να ταξιδεύουν ενώ εσείς αποστρέφεστε τις αποδημίες. Διότι εκείνοι μεν θεωρούν τα ταξίδια ως μέσο αύξησης του πλούτου τους, ενώ εσείς φοβάστε ότι με νέες επιχειρήσεις μπορεί να διακινδυνεύσετε και τα ήδη υπάρχοντα... Διότι μόνο σε αυτούς συμβαίνει ώστε η πραγματοποίηση και η επιθυμία, από τη στιγμή που θα συλλάβουν ένα σχέδιο, να συμπίπτουν στο ένα και το αυτό, λόγω της ταχύτητας με την οποία επιχειρούν όσα αποφασίζουν να πράξουν... Συγκεφαλαιώνοντας, θα έλεγε κανείς την αλήθεια αν έλεγε γι’ αυτούς ότι είναι από γεννησιμιού τους έτσι φτιαγμένοι, ώστε ούτε οι ίδιοι να μένουν ήσυχοι ούτε τους άλλους να αφήνουν στην ησυχία τους.17
Οι Κορίνθιοι είπαν στους Σπαρτιάτες ότι οι μέθοδοί σας είναι ξεπερασμένες. Στην πολιτική, όπως και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, είναι σημαντικό να συμβαδίζει κανείς με τις νέες εξελίξεις. Μην αφήνετε τον κόσμο να σας προσπερνά, αλλά παραμερίστε τη φυσική νωθρότητά σας. Προστρέξτε σε βοήθεια των συμμάχων σας και εισβάλετε αμέσως στην Αττική. Διαφορετικά, μπορεί να εξαναγκαστούμε να αναζητήσουμε κάποια άλλη συμμαχία. (Άραγε το Άργος, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Σπάρτης στην Πελοπόννησο; Ή μήπως εννοούν... την Αθήνα; Δεν είναι πιθανό, αλλά και μόνο η ιδέα θα πρέπει να προκάλεσε τρόμο στους Σπαρτιάτες.)
Προτού οι Σπαρτιάτες προλάβουν να συνέλθουν από αυτή την επίθεση «εποικοδομητικής κριτικής», σηκώθηκε να μιλήσει ένας Αθηναίος, ένας από τους πολλούς που ισχυριζόταν ότι βρισκόταν στην περιοχή για «άλλες δουλειές» και ότι δεν ανήκε σε κάποια επίσημη αντιπροσωπεία. Εφόσον είναι απίθανο να φανταστούμε τι άλλες δουλειές θα μπορούσαν να έχουν αυτοί οι άνθρωποι στη Σπάρτη, είναι ξεκάθαρο πως επρόκειτο για επίσημη αντιπροσωπεία, η οποία αυτοαποκαλείτο κάπως αλλιώς. Στην ομιλία τους οι Αθηναίοι τόνισαν το γεγονός ότι νίκησαν τους Πέρσες στον Μαραθώνα μόνοι τους (πράγμα που δεν αληθεύει, διότι υποστηρίζονταν από τους συμμάχους τους τους Πλαταιείς) και τον κυρίαρχο ρόλο του ναυτικού τους και του διοικητή του, του Θεμιστοκλή, στην αποφασιστική ναυμαχία στη Σαλαμίνα - τον Θεμιστοκλή τον οποίο οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες είχαν τιμήσει πολύ για τον ρόλο του στην ήττα της Περσίας. Η μεταπολεμική ναυτική συμμαχία, υποστήριξαν οι Αθηναίοι ομιλητές, παραχωρήθηκε σε αυτούς μόνο αφότου την απέρριψαν οι Σπαρτιάτες, και ήταν φυσικό πως δεν την περιφρόνησαν. «Ανέκαθεν έχει επικρατήσει η αρχή», άλλωστε, «ότι ο ασθενέστερος υποκύπτει στη θέληση του ισχυρότερου».18 Αν επρόκειτο να κυβερνήσετε αφού θα μας είχατε νικήσει σε πόλεμο, λένε, θα μπορούσατε κάλλιστα να χάσετε όλη την καλή θέληση που απολαμβάνετε τώρα από εκείνους που μας φοβούνται. (Και στην πραγματικότητα η Σπάρτη, παρ’ όλες τις νίκες της, δεν κέρδισε ποτέ την παραμικρή καλή θέληση.) Αποφασίστε με την ησυχία σας, προειδοποιούν οι Αθηναίοι,
και μήτε επηρεαζόμενοι από γνώμες και κατηγορίες άλλων, αναλάβετε αγώνα του οποίου οι ταλαιπωρίες θα είναι εντελώς δικές σας. Οφείλετε να σταθμίσετε προηγουμένως πόσο μεγάλες είναι οι πιθανότητες να πλανηθεί κανείς στους περί πολέμου υπολογισμούς του, πριν εμπλακείτε σε αυτόν. Διότι ο πόλεμος παρατεινόμενος καταντά να περιέρχεται συνήθως υπό την επιρροή τυχαίων περιστατικών, και στα περιστατικά αυτά δεν ασκείτε καμία επίδραση ούτε εσείς ούτε εμείς, και ο κίνδυνος τον οποίο αναλαμβάνει κανείς έχει άδηλη την έκβαση. Μη λησμονείτε ακόμη ότι οι άνθρωποι εισέρχονται στον πόλεμο αρχίζοντας με τα αμοιβαία χτυπήματα, στα οποία έπρεπε να προστρέχουν στο τέλος, και μόνο όταν έχουν αρχίσει οι ατυχίες προσφεύγουν στους λόγους.19
Πάνω απ’ όλα, λένε οι Αθηναίοι, ας λύσουμε τις διαφορές μας διά της διαιτησίας, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης μας.
Σε αυτό το σημείο αποσύρθηκαν όλοι οι ξένοι, ούτως ώστε οι Σπαρτιάτες να μπορέσουν να διαβουλευτούν μόνοι τους. Αν και οι περισσότεροι προτείνουν να πάνε σε πόλεμο αμέσως, ο βασιλιάς Αρχίδαμος (ο μόνος στη Σπάρτη, αφού ο Πλειστοάναξ είναι ακόμη στην εξορία) είναι ιδιαίτερα ανήσυχος από αυτό που εκλαμβάνει ως πλημμυρίδα του πολεμικού πυρετού, η οποία κυριεύει την Απέλλα, ιδίως τους νέους, οι οποίοι έχουν περιορισμένη εμπειρία πολέμου. Ο πόλεμος, επισημαίνει, δε θα είναι ούτε εύκολος ούτε γρήγορος. Οι Αθηναίοι έχουν μέσα που οι Σπαρτιάτες δε διαθέτουν: τεράστιο πλούτο και ένα τεράστιο ναυτικό. Ναι, λέει, φυσικά και μπορούμε να πάμε σε πόλεμο εναντίον τους, αλλά όχι ακόμα. Πρέπει να αυξήσουμε την ισχύ μας· οι Αθηναίοι δεν μπορούν να νικηθούν, παρά μόνο στη θάλασσα, και δεν έχουμε ακόμα τα πλοία για να το πετύχουμε. Με δεδομένη τη συμπεριφορά τους, κανείς δε θα μας έψεγε αν καλλιεργούσαμε σχέσεις με μη Έλληνες συμμάχους (δηλαδή την Περσία). Και σίγουρα θα έπρεπε να στείλουμε πρέσβεις στην Αθήνα για να διαπραγματευτούμε μαζί της, ιδίως σχετικά με την Ποτίδαια, εφόσον υπάρχει το ενδεχόμενο να αποφευχθεί εντελώς ο πόλεμος.
Ο επόμενος ομιλητής ήταν ο Σθενελαΐδας, ένας από τους πέντε εφόρους. Οι Αθηναίοι, ισχυρίζεται, τους χτύπησαν αρκετά φιλικά στην πλάτη, αλλά δεν αρνήθηκαν ότι έβλαψαν τους συμμάχους της Σπάρτης. Εξάλλου, αν ήταν καλοί στο παρελθόν και είναι κακοί σήμερα, αξίζει να τιμωρηθούν διπλά. Μπορεί να έχουν χρήματα και πλοία και ιππικό, αλλά οι Σπαρτιάτες έχουν συμμάχους που δεν πρέπει να τους προδώσουν στους Αθηναίους - μία πραγματικά ειρωνική διακήρυξη, αφού ο χρόνος θα καθιστούσε σύντομα σαφές ότι αυτό που έκανε καλύτερα η Σπάρτη ήταν να προδίδει τους συμμάχους της. Ας μη διαβουλευόμαστε άλλο! (Δεν είναι τυχαίο που η λέξη «λακωνικός» προέρχεται από τη Λακωνία.) Οι Σπαρτιάτες πρέπει να ψηφίσουν υπέρ του πολέμου που απαιτεί η σπαρτιατική τιμή.20
Οι Σπαρτιάτες ψήφισαν διά βοής, αλλά ο Σθενελαΐδας ζήτησε από αυτούς που πίστευαν ότι οι Αθηναίοι είχαν παραβιάσει τη συνθήκη και εκείνους που δεν το πίστευαν να χωριστούν σε δύο ομάδες, ισχυριζόμενος ότι δεν έβγαινε συμπέρασμα για το ποια ομάδα φώναζε δυνατότερα. Δίχως αμφιβολία, ήθελε να χρησιμοποιήσει την πίεση της πλειοψηφίας για να ντροπιάσει όσους αμφιταλαντεύονταν (ή ήταν υποστηρικτές του Αρχίδαμου) ώστε να ψηφίσουν υπέρ του πολέμου. Το τέχνασμα αυτό απέδωσε. Η ομάδα που υποστήριζε την άποψη ότι η συνθήκη είχε παραβιαστεί ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από την άλλη. Μη όντας βέβαιοι όμως ακόμη για το ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να ενεργήσουν, οι Σπαρτιάτες έστειλαν απεσταλμένους στους Δελφούς για να ρωτήσουν αν θα έπρεπε να πάνε σε πόλεμο. Όπως συνέβαινε τόσο συχνά στις αλληλεπιδράσεις με τα πολυμήχανα μαντεία της Ελλάδας, δεν ελήφθη ξεκάθαρη απάντηση ούτε υπέρ ούτε κατά. Αντιθέτως, ο θεός αποκρίθηκε πως αν πολεμούσαν με όλες τους τις δυνάμεις, τότε η νίκη θα ήταν δική τους - και ότι θα τους βοηθούσε, είτε τον επικαλούνταν είτε όχι.21 Αν οι Σπαρτιάτες ηττούνταν, το μαντείο θα μπορούσε πάντα να επιρρίψει την ευθύνη σε αυτούς, ισχυριζόμενο ότι δεν είχαν προσπαθήσει αρκετά σκληρά. Η απάντηση όμως ήταν σίγουρα ενθαρρυντική κι έτσι οι Σπαρτιάτες συγκάλεσαν πάλι σύσκεψη με τους συμμάχους τους. Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι Κορίνθιοι διερεύνησαν τις προθέσεις διαφόρων πόλεων κατ’ ιδίαν πριν από τη συνάντηση, παροτρύνοντάς τες να ψηφίσουν υπέρ του πολέμου, και στην πραγματικότητα οι περισσότερες το έπραξαν - αν και μερικές όχι.22 Ο Θουκυδίδης είχε εσφαλμένη εντύπωση σχετικά με την ανάπτυξη της αθηναϊκής ισχύος, αλλά δεν έσφαλλε ως προς τον σπαρτιατικό φόβο. Αυτό που οι Σπαρτιάτες φοβούνταν ωστόσο δεν ήταν ότι οι Αθηναίοι σκόπευαν να εισβάλουν στην Πελοπόννησο ή να εξουδετερώσουν τους συμμάχους των Σπαρτιατών, τον ένα μετά τον άλλο, αλλά ότι η δική τους συμμαχία θα διαλυόταν εκ των έσω αν δεν εκπλήρωναν τις απαιτήσεις των συμμάχων τους.
Θα γίνει πόλεμος;
Κι όμως δεν ξέσπασε πόλεμος. Οι Σπαρτιάτες άρχισαν να στέλνουν πρεσβείες στην Αθήνα. Αποσκοπούσαν άραγε απλώς στο να κερδίσουν την εύνοια των θεών και των Ελλήνων - ούτως ώστε, όπως το θέτει ο Θουκυδίδης, οι Σπαρτιάτες «να έχουν όσο το δυνατόν σοβαρότερες προφάσεις για την κήρυξη του πολέμου στην περίσταση κατά την οποία οι Αθηναίοι αρνηθούν να εισακούσουν τις πρεσβείες τους» ή υπήρχε όντως μία γνήσια ευκαιρία για διαπραγματεύσεις;23 Άλλωστε, οι Αθηναίοι «μη απεσταλμένοι» είχαν κάνει λόγο για διαιτησία. Η πρώτη πρεσβεία απαίτησε να διώξουν οι Αθηναίοι «την κατάρα της θεάς», μια κατάρα που είχε επιβληθεί περίπου διακόσια χρόνια παλαιότερα σε έναν άρχοντα που ανήκε στο γένος των Αλκμεωνιδών, στο οποίο, φυσικά, ανήκε και ο Περικλής από την πλευρά της μητέρας του. Η πρόθεση των Σπαρτιατών δεν είναι σαφής. Σίγουρα γνώριζαν ότι οι Αθηναίοι δε θα εξόριζαν τον Περικλή. Το σπαρτιατικό αίτημα έλαβε μία έξυπνη και ταιριαστή απάντηση: οι Αθηναίοι επέμεναν από την πλευρά τους να αποβάλουν οι Σπαρτιάτες όχι μία αλλά δύο κατάρες - την κατάρα του Ταινάρου και την κατάρα της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Η πρώτη αναφερόταν στη δολοφονία κάποιων ειλώτων ικετών και η δεύτερη στη δολοφονία διά λιμοκτονίας του αντιβασιλέα Παυσανία, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον Λεωνίδα μετά τον θάνατο του βασιλιά στις Θερμοπύλες. Πολλές κατηγορίες είχαν διατυπωθεί κατά του Παυσανία στα χρόνια που ακολούθησαν τους Περσικούς Πολέμους - ότι συνωμοτούσε για να παντρευτεί την κόρη του Ξέρξη, να ξεσηκώσει τους είλωτες σε επανάσταση, και ούτω καθεξής. Όταν είδε τους εφόρους να έρχονται προς το μέρος του, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, αναζήτησε άσυλο στον ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Οι έφοροι τον έχτισαν εκεί μέσα μέχρι που ήταν έτοιμος να πεθάνει από την πείνα- τότε τον έσυραν έξω για να πεθάνει στο ύπαιθρο, για να αποφευχθεί η μίανση του ναού εξαιτίας του θανάτου του.24 Ποια άτομα όμως ήθελαν οι Αθηναίοι να εξοριστούν για να εξιλεωθούν οι Σπαρτιάτες γι’ αυτή την κατάρα; Είχε υπάρξει μία αναφορά στον Αρχίδαμο, ο οποίος πιθανώς να είχε εμπλακεί στα νιάτα του και στα δύο επεισόδια, αλλά η απάντηση δεν είναι σαφής.25 Οι επόμενες πρεσβείες ήταν πραγματικά πιο ουσιαστικές.26 Ήταν φανερό πως δεν ήθελαν όλοι οι Λακεδαιμόνιοι τον πόλεμο. Οι απεσταλμένοι ζήτησαν να αρθεί η πολιορκία της Ποτίδαιας και, πάνω απ’ όλα, να ακυρωθεί το Μεγαρικό Ψήφισμα. Όταν ο Περικλής οχυρώθηκε πίσω από την τεχνική δικαιολογία ότι ένας συγκεκριμένος νόμος τον εμπόδιζε να κατεβάσει την πινακίδα πάνω στην οποία είχε γραφτεί το ψήφισμα, ο Σπαρτιάτης πρέσβης Πολυάκλης φώναξε: «Λοιπόν τότε, στρέψτε το απλά προς τον τοίχο. Σίγουρα δεν υπάρχει νόμος που να το απαγορεύει αυτό!».27 Ο Περικλής αρνήθηκε να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα και ο νόμος παρέμεινε στην αρχική του θέση.
Η τελευταία πρεσβεία των Σπαρτιατών είχε συγκροτηθεί πραγματικά για να καταδείξει τους Αθηναίους ως υπαίτιους του πολέμου: οι Σπαρτιάτες ήθελαν ειρήνη, είπαν οι τρεις πρέσβεις τους, αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι Αθηναίοι θα παραχωρούσαν στους Έλληνες την ανεξαρτησία τους, δηλαδή θα παραιτούνταν από την αυτοκρατορία τους.28 Φυσικά όμως οι Αθηναίοι δεν ήταν πιθανό να πράξουν κάτι τέτοιο, όπως δεν ήταν πρόθυμοι και οι Σπαρτιάτες να διαλύσουν την Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Ας επιστρέψουμε στις μεσαίες πρεσβείες. Όταν η Εκκλησία του Δήμου συγκλήθηκε για να εξετάσει αυτές τις απαιτήσεις, πολλοί άνδρες, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, είπαν πολλά πράγματα, κάποιοι συμφωνώντας με την αναγκαιότητα του πολέμου και άλλοι υποστηρίζοντας την ανάκληση του Μεγαρικού Ψηφίσματος και υποδεικνύοντας την ανοησία τού να το αφήσουν να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο προς την ειρήνη.29 Το μόνο που απομένει όμως ως αποδεικτικό στοιχείο αυτών των συζητήσεων είναι ένας ανένδοτος, μάλλον φιλοπολεμικός, λόγος στο κείμενο της ιστορίας του Θουκυδίδη που εκφώνησε ο Περικλής. Σε αυτή την ομιλία του ο Περικλής παρουσιάζει ένα επιχείρημα με τρεις πτυχές, υποστηρίζοντας, πρώτον, ότι οι Σπαρτιάτες έφταιγαν που είχαν αρνηθεί τη διαιτησία- δεύτερον, ότι το να πάνε σε πόλεμο για το Μεγαρικό Ψήφισμα δεν ήταν διόλου ανούσιο, διότι αν οι Αθηναίοι υποχωρούσαν σε ένα σημείο ήσσονος σημασίας, σύντομα θα τους ζητούσαν να υποχωρήσουν και σε κάτι μείζον, και τρίτον, ότι ο πόλεμος μπορούσε να κερδηθεί.30 Αφού άκουσαν αυτή την ομιλία, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους ψήφισαν έτσι όπως ήθελε ο Περικλής, αν και ήταν ακόμη ανοιχτοί στη διαιτησία.31
Επρόκειτο για έναν πόλεμο που θα μπορούσε κάλλιστα να μην είχε συμβεί. Ο βασιλιάς της Σπάρτης δεν είχε όρεξη για κάτι τέτοιο και οι συμπατριώτες του ήταν αρκετά αγχωμένοι ώστε να στείλουν απεσταλμένους στους Δελφούς για να λάβουν επιβεβαίωση αφότου είχαν ψηφίσει υπέρ του πολέμου. Παρά την πίεση που ασκούσε αδιάκοπα η Κόρινθος, δεν ψήφισαν υπέρ του πολέμου όλα τα μέλη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, αν και ο Θουκυδίδης δε μας λέει ποιες πόλεις ψήφισαν κατά και με βάση ποιο σκεπτικό. Πολλοί στην Αθήνα ήταν αντίθετοι με το να πολεμήσουν. Οι συμμετέχοντες στην Εκκλησία του Δήμου είχαν πειστεί στην αρχή από τα επιχειρήματα των Κορινθίων και απεχθάνονταν να συνάψουν μια προκλητική συμμαχία με την Κέρκυρα. Αργότερα, κατά τη συζήτηση για την απόσυρση ή μη του Μεγαρικού Ψηφίσματος ή την ικανοποίηση των άλλων σπαρτιατικών αιτημάτων, κάποιοι μίλησαν υπέρ της παραχώρησης προς τους Σπαρτιάτες προτού γίνει η τελική ψηφοφορία - και ακόμη και τότε, ήταν ανοιχτοί στη διαιτησία. Πιστεύοντας ωστόσο ότι ο πόλεμος είχε καταστεί αναπόφευκτος από κάποιο σημείο και μετά, ο Θουκυδίδης προσπερνά στα γρήγορα την πιθανότητα ότι θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ο πόλεμος και δε μοιράζεται μαζί μας τα ονόματα εκείνων στην Αθήνα που εξέφρασαν αντίθετη γνώμη ούτε κατέγραψε τις ομιλίες τους, αν και σίγουρα τις γνώριζε. Αυτό μας δίνει μια πολύ στρεβλή εικόνα της σκέψης των Αθηναίων. Η συχνότητα του πολέμου στην ανθρώπινη Ιστορία μπορεί εύκολα να μας τυφλώσει ως προς το γεγονός ότι ο πόλεμος αναστατώνει τη γεωργία, το εμπόριο και την ανατροφή της επόμενης γενιάς, αλλά οι άνθρωποι που ζυγίζουν την είσοδο σε έναν πόλεμο έχουν επίγνωση μερικές φορές αυτών των πραγμάτων. Ειδικά οι Αθηναίοι είχαν πολλά να προστατεύσουν σε αυτή τη φάση της Ιστορίας τους. Είχαν μόλις τελειώσει τις εργασίες στον ένδοξο ναό της Αθηνάς, που βρισκόταν πάνω στην Ακρόπολη, τον Παρθενώνα, ενώ άλλα οικοδομικά προγράμματα στον δημόσιο χώρο τους βρίσκονταν σε εξέλιξη. Τελικά, όμως, τα αισθήματα εκείνων των Αθηναίων που προτιμούσαν την ειρήνη επισκιάστηκαν από εκείνα της φιλοπόλεμης μερίδας της οποίας ηγείτο τόσο αδιάλλακτα ο Περικλής, και οι Σπαρτιάτες υπέκυψαν στην πίεση των συμμάχων τους, στων οποίων την καλή θέληση βασίζονταν για να διατηρούν την πρωτοκαθεδρία τους στην Πελοπόννησο και την ασφάλειά τους έναντι των ειλώτων.
Η πρώτη δεκαετία του πολέμου που επακολούθησε είναι γνωστή ως Αρχιδάμειος Πόλεμος, από τον βασιλιά Αρχίδαμο, αλλά πρόκειται για εσφαλμένο χαρακτηρισμό. Ήταν σε μεγάλο βαθμό ο πόλεμος του Περικλή· ο Αρχίδαμος δεν τον ήθελε και, όπως και ο Περικλής, πέθανε λίγο μετά την έναρξή του, το 427 π.Χ. Όταν ο Περικλής κειτόταν στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατος από τον λοιμό το 429 π.Χ., οι φίλοι του, νομίζοντας πως ήταν αναίσθητος, κάθισαν κοντά του σχολιάζοντας τα πολλά εξαιρετικά επιτεύγματά του ως στρατηγού. Ο Περικλής όμως που διατηρούσε τις αισθήσεις του τους διέκοψε και υπογράμμισε πως τέτοια επιτεύγματα οφείλονταν συχνά στην τύχη και εξέφρασε την έκπληξή του που δεν είχαν σχολιάσει τον κυριότερο λόγο που έπρεπε κάποιος να τον θαυμάζει - «το ότι κανείς Αθηναίος εν ζωή δεν έχει φορέσει ποτέ πένθιμα ρούχα εξαιτίας μου».32 Αυτή η αυταπάτη θα είχε επιδεινωθεί εκθετικά αν είχε ζήσει λίγα χρόνια ακόμα.
Σε αυτό το σημείο ήταν τρεις οι κύριοι πρωταγωνιστές στον πόλεμο: η Αθήνα, η Σπάρτη και η Κόρινθος. Οι φασαριόζοι Κορίνθιοι φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για το ότι εξώθησαν τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο. Οι Σπαρτιάτες δε βρίσκονταν πλήρως κάτω από την επιρροή της Κορίνθου, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι ήταν πρόθυμοι να σταματήσουν τον πόλεμο, αρκεί να απέσυραν οι Αθηναίοι το Μεγαρικό Ψήφισμα. Οι Σπαρτιάτες όμως είχαν πολλά να χάσουν αν αγνοούσαν τις ανησυχίες των συμμάχων τους. Το τραγικό είναι πως βρέθηκαν μπλεγμένοι μέσα στο σφιχτό αγκάλιασμα μιας συμμαχίας που τους είχε βάλει σε μπελάδες. Ακόμη, περισσότερο και από τους Αθηναίους, ωστόσο, βασανίζονταν από πραγματικές ή φανταστικές προσβολές στο γόητρό τους. Είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν για να ανεχθούν τη μεταβολή της ισορροπίας ισχύος στην Ελλάδα μετά τους Περσικούς Πολέμους, αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν. Οι Αθηναίοι από την πλευρά τους αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν πως θα ήταν φρόνιμο να επιδείξουν κάποια αυτοσυγκράτηση στις επαφές τους με τους Πελοποννήσιους συμμάχους και πως αν εμπλέκονταν σε ριψοκίνδυνη διπλωματία με πράξεις όπως το Μεγαρικό Ψήφισμα, μπορεί να μην ήταν προς όφελος τους. Κάθε ηγεμονική πόλη, νοιαζόμενη για το δικό της γόητρο και την τιμή της, θα μπορούσε να είχε αναλογιστεί ότι και η άλλη ηγεμονική πόλη είχε παρόμοιες ανησυχίες, αλλά κάτι τέτοιο δε θα ταίριαζε καθόλου στους Έλληνες. Ο Αγαμέμνων δεν είχε νοιαστεί να μην πατήσει τον κάλο του Αχιλλέα ούτε ο Αχιλλέας του Αγαμέμνονα. Ο μυθικός Τρωικός Πόλεμος έγινε για την απαγωγή της Ελληνίδας Ελένης από τον Τρώα Πάρη, αλλά η ιστορία της υπαρκτής Ιλιάδας βασίζεται στην ανταλλαγή προσβολών μεταξύ του Έλληνα αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα και του καλύτερου Έλληνα πολεμιστή, του Αχιλλέα, που οδήγησε τον Αχιλλέα να αποσυρθεί από τη δράση.33
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ούτε οι Αθηναίοι ούτε οι Σπαρτιάτες που ψήφισαν υπέρ του πολέμου (μερικοί, βεβαίως, δεν ψήφισαν) ψήφιζαν για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο όπως τον γνωρίζουμε. Κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο στην κλασική Ελλάδα. Αυτό που ανέμεναν ήταν κάτι σε πολύ μικρότερη κλίμακα- ο ίδιος ο Περικλής είχε πει στους Αθηναίους πως είχαν τους πόρους για περίπου τρία χρόνια. Ο Αρχίδαμος (αν πιστέψουμε τον ανατριχιαστικά προφητικό λόγο του που εμφανίζεται στις σελίδες του Θουκυδίδη) είχε προειδοποιήσει τους Σπαρτιάτες ότι έμπαιναν σε έναν πόλεμο που θα τον κληροδοτούσαν στα παιδιά τους, αλλά αυτό φάνηκε τόσο απίθανο, ώστε οι σκοτεινές προγνώσεις του απορρίφθηκαν. Οι πόλεμοι των Ελλήνων ήταν γενικά πολύ σύντομοι - μάλιστα, πολλοί διαρκούσαν μόνο λίγες ώρες. Οι Περσικοί Πόλεμοι, όπως τονίζει ο ίδιος ο Θουκυδίδης, κρίθηκαν σε μόνο λίγες μάχες.34 Ο αποκαλούμενος Α' Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν μια σύρραξη που σταματούσε και ξανάρχιζε, όχι ένα σταθερό σφυροκόπημα. Αν η Εκκλησία του Δήμου ή η Πελοποννησιακή Συμμαχία ήξεραν σε τι έμπλεκαν, οι σοβαρές διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν σταματήσει τις εχθροπραξίες προτού ξεκινήσουν.
-------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Θουκυδίδης 1.23.6. Αυτή η συγκεκριμένη δομή «αιτίας και αποτελέσματος» για το ξέσπασμα του πολέμου αποκαλείται τώρα «η παγίδα του Θουκυδίδη» και προβάλλεται σε πιθανούς σύγχρονους πολέμους: βλ. Πρόλογο.
2. Θουκυδίδης 1.24.6-7.
3. Θουκυδίδης 1.25.3-26.1.
4. Θουκυδίδης 1.27.
5. Θουκυδίδης 1.29.5-30.1.
6. Για τους Κερκυραίους και τους Κορίνθιους στην αθηναϊκή Εκκλησία του Δήμου: Θουκυδίδης 1.32.1-43.4.
7. Θουκυδίδης 1.44.1.
8. Θουκυδίδης 1.45.1-2.
9. Θουκυδίδης 1.49.7.
10. Θουκυδίδης 1.50.5-51.2.
11. Πλούταρχος Περικλής 29.3.
12. Θουκυδίδης 1.53.3.
13. Θουκυδίδης 1.55.
14. Θουκυδίδης 1.58.1.
15. Για το ψήφισμα, D. Kagan, The Outbreak of the Peloponnesian War (Ίθακα, Νέα Υόρκη: Cornell University Press, 1969), σ. 254-72· G. de Ste. Croix, The Origins of the Peloponnesian War (Ίθακα, Νέα Υόρκη: Cornell University Press, 1972), σποράδην καθώς επίσης C. Fornara, «Plutarch and the Megarian Decree», Yale Classical Studies 24 (1975), σ. 213-23- B. MacDonald, «The Megarian Decree», Historia 32 (1983), σ. 385-410' P. Stadter, A Commentary on Plutarch’s Pericles (Τσάπελ Χιλ: University of North Carolina Press, 1989), σ. 272-83.
16. Ο Αριστοφάνης παρωδεί την αιτία του πολέμου στο έργο του Αχαρνής, στ. 515-39. Οι αρχαίες πηγές σχετικά με την Ασπασία συλλέγονται και αναλύονται στο βιβλίο της Μ. Henry, Prisoner of History: Aspasia of Miletus and Her Biographical Tradition (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1995). Βλ. επίσης Stadter, Commentary, o. 233-42. O Πλούταρχος παραθέτει επίσης ένα συμφεροντολογικό και ταπεινό κίνητρο για την αδιαλλαξία του Περικλή να υποκύψει σε οποιαδήποτε σπαρτιατική πρεσβεία. Ο φίλος του, ο γλύπτης Φειδίας, είχε συνάψει ένα συμβόλαιο για το μεγάλο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη και είχε κατηγορηθεί ότι είχε υπεξαιρέσει κάποια από τα υλικά- την ίδια εποχή η Ασπασία κατηγορήθηκε για ασέβεια. Επιπλέον, υπήρχε τόσος θυμός εναντίον του φίλου του και αντισυμβατικού φιλοσόφου Αναξαγόρα, ώστε ένιωσε την ανάγκη να κανονίσει την ασφαλή αναχώρησή του από την Αθήνα. Νιώθοντας ότι το μένος του λαού θα έπεφτε στη συνέχεια πάνω του, ο Περικλής έφερε τον πόλεμο για να προκαλέσει αντιπερισπασμό. Φαίνεται καθαρά ωστόσο τώρα ότι η δίκη του Φειδία (και συνεπώς και οι άλλες επιθέσεις εναντίον φίλων του Περικλή) έλαβε χώρα το 438/37 π.Χ. και άρα δε θα μπορούσε να έχει παίξει αυτόν τον ρόλο στο ξέσπασμα του πολέμου- βλ. F. Frost. «Pericles and Dracontides»,/owraa/ of Hellenic Studies 84 (1964), σ. 69- 72, και για τα αποδεικτικά στοιχεία της δίκης του Φειδία και για μία διαφοροποιημένη πραγμάτευση των επιθέσεων, Stadter, Commentary, σ. 283-305. Ο Πλούταρχος, του οποίου τα στοιχεία φαίνεται ότι προέρχονται από τον Έφορο μέσω του Διόδωρου Σικελιώτη, δεν πιστεύει τη θεωρία, αλλά ισχυρίζεται ότι ήταν πολύ διαδεδομένη.
17. Θουκυδίδης 1.70.4-9.
18. Θουκυδίδης 1.76.2.
19. Θουκυδίδης 1.78.1-2.
20. Θουκυδίδης 1.86.
21. Θουκυδίδης 1.118.3.
22. Θουκυδίδης 1.119.2,1.125.1.
23. Θουκυδίδης 1.126.1.
24. Θουκυδίδης 1.134.
25. Λογικά, ωστόσο, ο τελευταίος Σπαρτιάτης που θα ήθελε κάθε φιλειρηνιστής Αθηναίος να δει να απελαύνεται ήταν ο ήπιος Σπαρτιάτης βασιλιάς, αλλά αυτό το τμήμα των διαπραγματεύσεων δεν αποτελούσε σοβαρό διάλογο, αλλά απλώς ένα παιχνίδι ανταπόδοσης του ενός χτυπήματος με ένα ισοδύναμο. Βλ. J. Marr, «What Did the Athenians Demand in 432 B.C.?» Phoenix 52 (1998), σ. 120-4.
26. Θουκυδίδης 1.139.1-3.
27. Πλούταρχος Περικλής 30.1.
28. Θουκυδίδης 1.139.3.
29. Θουκυδίδης 1.139.4.
30. Ο Περικλής προτείνει να αποσύρει το Μεγαρικό ψήφισμα αν οι Σπαρτιάτες εγκαταλείπουν τη μακρά πρακτική τους να απελαύνουν τους μη Σπαρτιάτες από τα εδάφη τους (Θουκυδίδης 1.144.2), αλλά αυτό προφανώς θα απορριπτόταν αμέσως. Οι Σπαρτιάτες είχαν πολύ καλούς λόγους για την πολιτική που ακολουθούσαν, δηλαδή τον φόβο ότι οι ξένοι μπορεί να ξεσήκωναν τους είλωτες.
31. Θουκυδίδης 1.145.
32. Πλούταρχος Περικλής 38.4.
33. Η αντίληψη ότι πίσω από τον Αρχιδάμειο Πόλεμο βρίσκονται ζητήματα τιμής και γοήτρου, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με προηγούμενες ελληνικές συρράξεις, αποτελεί τη λογική βάση του βιβλίου του J. Ε. Lendon, Song of Wrath: The Peloponnesian War Begins (Νέα Υόρκη: Basic Books, 2010). Η θέση του υποστηρίζεται καλά, αν και μερικές φορές τη φτάνει στα άκρα.
34. Θουκυδίδης 1.23.1
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου