Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Ο Αριστοτέλης για την καλοτυχία

Με δεδομένο ότι το κύριο θέμα της αριστοτελικής διερεύνησης στα «Ηθικά Μεγάλα» είναι η ανθρώπινη ευτυχία δε θα μπορούσε να μη γίνει αναφορά στον παράγοντα της τύχης, αφού αυτό που ονομάζουμε αστάθμητο είναι σε θέση να επηρεάσει καθοριστικά την πορεία της ζωής είτε προς το καλό είτε προς το κακό: «Αφού το θέμα μας είναι η ευτυχία, το επόμενο που πρέπει να συζητήσουμε είναι η καλοτυχία. Διότι οι πολλοί θεωρούν ότι ευτυχισμένος βίος είναι ο καλότυχος βίος ή τουλάχιστον ένας βίος που συνδυάζεται και με καλοτυχία· και ίσως δεν έχουν άδικο, αφού χωρίς τα εξωτερικά αγαθά, που είναι κυρίως θέμα τύχης, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κανείς ευτυχισμένος» (1206b 8.1).
 
Η αναγνώριση ότι χωρίς τα «εξωτερικά αγαθά» δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία καταδεικνύει την πάγια θέση του Αριστοτέλη ότι χωρίς τις απαραίτητες υποδομές για την κάλυψη όλων των αναγκών του ανθρώπου η κατάκτηση της ισορροπίας είναι σχεδόν αδύνατη. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την απόκτηση της αρετής και την ευθύνη του ανθρώπου που πρέπει να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά για το κοινωνικό περιβάλλον που θα συναντήσει κανείς και τις προοπτικές που μπορεί να του προσφερθούν, τα οποία τίθενται εκ των προτέρων ως κάτι που έχει διαμορφωθεί από άλλους.
 
Ο τόπος της γέννησης, οι οικογενειακές σχέσεις που διαπλάθουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα, οι ιστορικές και οικονομικές συγκυρίες της εποχής, η επάρκεια των υλικών αγαθών μέσα στο εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο, οι ενδεχόμενες ευκαιρίες που θα δοθούν, ακόμη και οι τυχαίες γνωριμίες αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για τη ζωή ενός ανθρώπου και αποκαλούνται «εξωτερικά αγαθά» ακριβώς επειδή δεν εξαρτώνται από τον ίδιο.
 
Η αδυναμία της διαμόρφωσης τέτοιου είδους υψίστης σημασίας συντελεστών για την ανθρώπινη ζωή τους καθιστά τυχαίους κι αυτός είναι ο λόγος που η καλοτυχία πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, όταν μιλάμε για την ευτυχία: «Γι’ αυτό πρέπει να μιλήσουμε για την καλοτυχία, και να πούμε τι σημαίνει γενικώς καλότυχος και σε ποιο πλαίσιο συναντάται και με τι έχει να κάνει» (1206b 8.1).

Ξεκινώντας τη διερεύνηση του ζητήματος της τύχης ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «… δε γίνεται να θεωρήσει κανείς την τύχη ως φύση. Η εξήγηση: η φύση [σε κάθε περίπτωση] λειτουργεί είτε ως πολύ συχνό είτε ως σταθερό αίτιο, πράγμα που δε συμβαίνει ποτέ με την τύχη, που λειτουργεί χωρίς καμία τάξη και όπως έτυχε· γι’ αυτό τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις στις οποίες μιλάμε για τύχη» (1207a 8.2).
 
Η τύχη δεν έχει να κάνει ούτε με την επιλογή ούτε με την προτίμηση. Η εύνοια ή η αντιξοότητά της είναι αδύνατο να προβλεφθούν, αφού πρόκειται για κάτι απολύτως τυφλό. Η τύχη σταματά εκεί που αρχίζει η πρόβλεψη, δηλαδή η ανθρώπινη συμμετοχή που μπορεί να υπολογίσει τις δυνατότητες. Όσο περισσότερα γνωρίζει κανείς γι’ αυτά που επιχειρεί, τόσο λιγότερο μερίδιο αφήνεται στην τύχη.
 
Η γνώση ότι η κακή διατροφή επιβαρύνει την υγεία καταδεικνύει ότι αυτός που από προτίμηση διατρέφεται άσχημα και τελικά αποκτά προβλήματα υγείας δεν είναι άτυχος, αλλά ακρατής και πληρώνει τις συνέπειες της ακράτειάς του. Θα ήταν τυχερός, αν, παρά την άσχημη διατροφή, δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα, αφού εν τέλει θα απέφευγε τις συνέπειες που σύμφωνα με τη λογική θα έπρεπε να είχε υποστεί.
 
Ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Δεν υπάρχει σε αυτές» (τις περιπτώσεις της τύχης εννοείται) «κάποια λογική ή ορθολογικότητα· διότι με τη λογική και την ορθολογικότητα συνδέονται η τάξη και η σταθερότητα, ενώ η τύχη δεν έχει καμία σχέση με αυτές. Αυτή είναι και η αιτία που όπου υπερτερεί ο νους και η λογική, εκεί το τυχαίο ελαχιστοποιείται· εκεί, όμως, που υπερτερεί το τυχαίο, ελαχιστοποιείται ο νους» (1207a 8.2).
 
Η λογική απομακρύνει την τύχη, αφού με τη λογική μπορεί κανείς να προσδιορίσει τις συνέπειες των πράξεών του. Οτιδήποτε καθορίζεται από τη λογική δεν αφορά την τύχη. Η επιστήμη ως καταστάλαγμα της λογικής έχει σκοπό να εκμηδενίσει τον παράγοντα της τύχης σε όλες της τις υποθέσεις. Γι’ αυτό και η τύχη (σε αντίθεση με τη φύση) δεν μπορεί να έχει ένα σταθερό κι επαναλαμβανόμενο αίτιο, αφού ό,τι επαναλαμβάνεται δεν είναι τυχαίο, καθώς η επανάληψη δίνει τη δυνατότητα της πρόβλεψης δημιουργώντας νόμους που βασίζονται στη λογική. Οι άνθρωποι που δρουν με σύνεση έχοντας τάξη στη ζωή τους είναι σαφώς λιγότερο εκτεθειμένοι στις ιδιοτροπίες της τύχης –χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι την έχουν εκτοπίσει οριστικά.

Για τον Αριστοτέλη η τύχη δεν μπορεί να συσχετιστεί ούτε με τη βούληση των θεών: «Διότι θεωρούμε σωστό να είναι αυτά στον έλεγχο του θεού και να απονέμει ο θεός τα καλά και τα κακά στους ανθρώπους κατά την αξία του καθενός, ενώ αντίθετα η τύχη και όσα οφείλονται σε αυτήν γίνονται όντως κατά τύχη. Αν αυτό το τελευταίο το αποδώσουμε στο θεό, θα τον κάνουμε κριτή κακό ή τουλάχιστον άδικο· αλλά κάτι τέτοιο δεν αρμόζει στο θεό» (1207a 8.3).
 
Η απόδοση των αδικιών της τύχης στη θέληση του θεού αποτελεί παρερμηνεία (στα όρια της βλασφημίας), αφού είναι τουλάχιστον ανάρμοστο να αποδίδεται στους θεούς το κακό ή το άδικο. Η χριστιανική εκδοχή που θέλει το θεό να δοκιμάζει τους ανθρώπους με τις άγνωστες βουλές του δεν είναι γνωστή στον Αριστοτέλη. Κατά τον Αριστοτέλη, η τύχη τίθεται πάνω από τους θεούς, αφού ούτε εκείνοι μπορούν να την καθορίσουν, σε αντίθεση με τη χριστιανική οπτική που ο θεός την ελέγχει και την κατευθύνει είτε προς το καλό είτε προς το κακό για λόγους που ξέρει μόνο εκείνος και που για τους ανθρώπους είναι ακατανόητοι.
 
Όπως και να ‘χει, ως τύχη ορίζεται οποιοδήποτε γεγονός ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνατότητες: «Η καλοτυχία και η τύχη ανήκουν σ’ αυτά που δεν εξαρτώνται από το χέρι μας ούτε μπορούμε να τα ελέγξουμε και να τα πραγματοποιήσουμε. Γι’ αυτό και ο δίκαιος δεν αποκαλείται για τη δικαιοσύνη του “καλότυχος” ούτε και ο ανδρείος ούτε και κανένας άλλος φορέας μιας επιμέρους αρετής· διότι οι αρετές εξαρτώνται από εμάς τους ίδιους να τις αποκτήσουμε ή να μην τις αποκτήσουμε» (1207a 8.5).
 
Το δεδομένο ότι οι αρετές δεν είναι θέμα τύχης φέρνει τον άνθρωπο ενώπιον των ευθυνών του καταδεικνύοντας ότι η ευτυχία τελικά βρίσκεται στα δικά του χέρια παρά τη σαφέστατη επιρροή της τύχης. Η φρόνηση που αποκτιέται από τη μεσότητα στις πράξεις και τα συναισθήματα σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει ο ορθός λόγος όχι μόνο περιορίζει τις δυνατότητες του τυχαίου, αλλά δίνει διέξοδο ακόμη και στις χειρότερες αντιξοότητες που μπορεί να προκύψουν.
 
Για τον Αριστοτέλη, ακόμη και οι μεγαλύτερες συμφορές είναι δυνατό να ξεπεραστούν με την άσκηση της αρετής. Οι πνευματικές ενασχολήσεις, η συναναστροφή με φίλους και η καλλιέργεια δημιουργικών ενδιαφερόντων με το πέρασμα του χρόνου είναι σε θέση να επαναφέρουν την ψυχική ισορροπία που έχει διαταραχθεί από το σκληρό χτύπημα της τύχης. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δε θα υπάρχει θλίψη ή ότι η ανάμνηση της συμφοράς δε θα είναι πάντα ένα πλήγμα.
 
Ο Αριστοτέλης δεν υποστήριξε ποτέ την αταραξία της ψυχής. Είναι ανθρώπινο να θλίβεται κανείς στις συμφορές. Η εκδοχή του ατάραχου αντιβαίνει στην ανθρώπινη φύση. Το ζήτημα είναι να ξεπεραστεί η συμφορά κι ο κάτοχος της αρετής είναι σε θέση να το πετύχει. Αντίθετα, εκείνος που δεν κατέκτησε την αρετή, που δεν κατάφερε να καλλιεργήσει ουσιαστικά ενδιαφέροντα και αφέθηκε σε επιφανειακές ηδονές και φιλίες είναι πιο ευάλωτος στην αντίξοη μοίρα. Είναι πολύ πιο δύσκολο να επανακάμψει μετά από μια μεγάλη συμφορά. Οι επιφανειακές χαρές στις οποίες έχει συνηθίσει είναι αδύνατο να του προσφέρουν παρηγοριά και νόημα για να συνεχίσει.
 
Η άσκηση της αρετής δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ύπαρξη. Δίνει όραμα και όρεξη για ζωή. Γι’ αυτό ο ενάρετος αντλεί από μέσα του δυνάμεις ακαταπόνητες, πράγμα που ο δίχως αρετή άνθρωπος είναι αδύνατο να καταλάβει. Η κενότητα της ύπαρξής του δεν του επιτρέπει να διεισδύσει σε τέτοια βάθη. Η ρηχότητα τον καθιστά εύθραυστο. Ενδέχεται να σκορπίσει με το πρώτο φύσημα του ανέμου. Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει απόλυτη ανάγκη την ευνοϊκή τύχη. Ή τουλάχιστον τη μη αντίξοη.

Κι αν κάποιος αμφισβητεί την αριστοτελική άποψη, που καθιστά την άσκηση της αρετής αντίδοτο ακόμη και για τις τρομερότερες συμφορές θεωρώντας ότι αυτά είναι λόγια εκ του ασφαλούς (με τη λογική ότι από έξω από το χορό πολλά τραγούδια λέγονται), δεν έχει παρά να δει τη ζωή του ίδιου του Αριστοτέλη. Γιατί κι εκείνος δε δοκιμάστηκε λίγο από την τύχη. Ορφάνεψε πολύ μικρός (τον μεγάλωσε και τον σπούδασε ο Πρόξενος), τη γυναίκα που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, την Πυθιάδα, την έχασε πολύ νωρίς χωρίς να αποκτήσει απογόνους, ενώ ο γιός του ο Νικόμαχος, που απέκτησε με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλία, πέθανε όταν ήταν έφηβος.
 
Όλες αυτές τις συμφορές κατάφερε να τις ξεπεράσει ασκώντας την αρετή και υπηρετώντας με πάθος τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία δεν πρέπει να τίθεται με τρόπο ξεκομμένο από τη ζωή. Η φιλοσοφία είναι αλληλένδετη με τη ζωή, αφού πηγάζει από τη ζωή και απευθύνεται στη ζωή. Ο Αριστοτέλης το καθιστά σαφές με όλους τους δυνατούς τρόπους.
 
Από κει και πέρα, η τύχη που αφορά «εξωτερικά αγαθά», αν και ασφαλώς είναι ακαθόριστη από αυτόν που μόλις γεννιέται (κανείς δεν προκαθορίζει το οικογενειακό του περιβάλλον ή τον τόπο που γεννιέται ή τις κοινωνικές συνθήκες που υπάρχουν με τη γέννησή του κλπ), δεν παύει να βρίσκεται στα χέρια του ανθρώπου με τη συνολική έννοια. Οι άνθρωποι πλάθουν και τις κοινωνικές και τις οικονομικές και τις ιστορικές συγκυρίες, αφού οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι και για την πόλη και για τις ενέργειές της.
 
Με άλλα λόγια, είναι απολύτως υπεύθυνοι για τον κόσμο που θα φέρουν τα παιδιά τους. Από αυτή την άποψη, η εκπλήρωση ή όχι των «εξωτερικών αγαθών» δεν είναι και τόσο θέμα τύχης. Αν ο άνθρωπος καταφέρει να κατακτήσει την αρετή και να την πραγματώσει και σε συλλογικό επίπεδο, τότε σίγουρα να φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο καθιστώντας όλα τα παιδιά τυχερά. Είναι στο χέρι του να το πετύχει. Κι οτιδήποτε είναι στο χέρι μας δεν είναι τύχη: «… λέμε καλότυχο όποιον κατέχει εκείνα από τα αγαθά που δεν εμπίπτουν στον έλεγχό του» (1207a 8.5).
 
Αυτό που μένει είναι η τελική διερεύνηση του όρου της καλοτυχίας: «Υπάρχουν, βέβαια, πολλές σημασίες του καλότυχου· παράδειγμα: σε κάποιον συνέβη να πράξει κάτι καλό, μολονότι το είχε λογικά σχεδιάσει αντιθέτως· αυτόν τον λέμε καλότυχο· επίσης καλότυχο λέμε, αυτόν που η λογική έλεγε ότι θα ζημιωθεί, αλλά αυτός βγήκε κερδισμένος. Έγκειται, λοιπόν, η καλή τύχη είτε στο να προκύψει ενάντια στη λογική κάτι καλό, είτε στο να μη συμβεί παρά τις λογικές προβλέψεις κάτι κακό» (1207a 8.6-7).
 
Όμως, σε τελική ανάλυση, πού μπορούμε να εναποθέσουμε το ζήτημα της καλής τύχης; «Ο νους, βέβαια, και η λογική και η επιστήμη φαίνονται τελείως άσχετα με την τύχη. Αλλά σίγουρα και η φροντίδα και η πρόνοια του θεού δεν μπορούν, επίσης, να θεωρηθούν καλοτυχία, αφού συναντώνται και σε ανθρώπους κακούς, και δεν είναι εύλογο να φροντίζει ο θεός τους κακούς ανθρώπους. Δεν απομένει παρά η φύση· αυτή είναι που έχει πολύ μεγάλη σχέση με την καλοτυχία» (1207a 8.4 και 8.5).
 
Ο Αριστοτέλης θα τεκμηριώσει το συσχετισμό της καλοτυχίας με τη φύση ως εξής: «Η καλοτυχία, λοιπόν, είναι άλογη φύση· διότι ο καλότυχος είναι αυτός που έχει μια άλογη ορμή προς τα αγαθά και τα επιτυγχάνει, πράγμα που προσιδιάζει στη φύση· διότι στην ψυχή ενυπάρχει από τη φύση ένα στοιχείο από το οποίο προκύπτει μία άλογη ορμή προς κάθε αγαθό που συμβάλλει στην ευτυχία. Και αν κάποιος ρωτούσε έναν άνθρωπο που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση “γιατί σου αρέσει να ενεργείς έτσι;”, θα έπαιρνε την απάντηση “δεν ξέρω, αλλά μου αρέσει”» (1207a 8.8 και 1207b 8.9).
 
Η άποψη ότι μέσα στην ψυχή υπάρχει από τη φύση η τάση (ως άλογη ορμή) για κάθε αγαθό προς την εκπλήρωση της ευτυχίας δείχνει την αισιοδοξία του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο, δηλαδή τη φωτεινότητα του στοχασμού του. Το κατά πόσο μπορεί αυτό να επαληθευτεί εναπόκειται στην κρίση του καθενός. Το βέβαιο είναι ότι η κατάρριψη της σωκρατικής άποψης «ουδείς έκων κακός» (αφού ο ακρατής είναι σε θέση να κάνει απολύτως συνειδητά κακό στον εαυτό του από την αδυναμία του να συγκρατηθεί) περιπλέκει τα πράγματα. Η εκ φύσεως «άλογη ορμή» προς το καλό θα έπρεπε να αποτρέπει αυτές τις περιπτώσεις.
 
Όπως και να έχει το τελικό συμπέρασμα είναι πλέον διαμορφωμένο. Ο Αριστοτέλης δεν απορρίπτει τον παράγοντα της τύχης στο ζήτημα της ανθρώπινης ευτυχίας: «Με δεδομένα, λοιπόν, πρώτον πως δεν υπάρχει ευτυχία χωρίς τα εξωτερικά αγαθά, δεύτερον πως αυτά είναι θέμα τύχης, όπως είπαμε μόλις τώρα, τότε η καλοτυχία θα είναι συνεργός της ευτυχίας» (1207b 8.12).
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου