Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Βάκχαι (64-104)

ΧΟΡΟΣ
Ἀσίας ἀπὸ γαίας
65 ἱερὸν Τμῶλον ἀμείψασα θοάζω
Βρομίωι πόνον ἡδὺν
κάματόν τ᾽ εὐκάματον, Βάκ-
χιον εὐαζομένα.
τίς ὁδῶι, τίς ὁδῶι; τίς
μελάθροις; ἔκτοπος ἔστω,
70 στόμα τ᾽ εὔφημον ἅπας ἐξοσιούσθω·
τὰ νομισθέντα γὰρ αἰεὶ
Διόνυσον ὑμνήσω.

ὦ μάκαρ, ὅστις εὐδαί- [στρ. α]
μων τελετὰς θεῶν εἰ-
δὼς βιοτὰν ἁγιστεύει
75 καὶ θιασεύεται ψυ-
χὰν ἐν ὄρεσσι βακχεύ
ων ὁσίοις καθαρμοῖσιν,
τά τε ματρὸς μεγάλας ὄρ-
για Κυβέλας θεμιτεύων
80 ἀνὰ θύρσον τε τινάσσων
κισσῶι τε στεφανωθεὶς
Διόνυσον θεραπεύει.
ἴτε βάκχαι, ἴτε βάκχαι,
Βρόμιον παῖδα θεὸν θεοῦ
85 Διόνυσον κατάγουσαι
Φρυγίων ἐξ ὀρέων Ἑλλάδος εἰς εὐ-
ρυχόρους ἀγυιάς, τὸν Βρόμιον·

ὅν ποτ᾽ ἔχουσ᾽ ἐν ὠδί- [ἀντ. α]
νων λοχίαις ἀνάγκαι-
90 σι πταμένας Διὸς βροντᾶς
νηδύος ἔκβολον μά-
τηρ ἔτεκεν, λιποῦσ᾽ αἰ-
ῶνα κεραυνίωι πλαγᾶι·
λοχίαις δ᾽ αὐτίκα νιν δέ-
95 ξατο θαλάμαις Κρονίδας Ζεύς,
κατὰ μηρῶι δὲ καλύψας
χρυσέαισιν συνερείδει
περόναις κρυπτὸν ἀφ᾽ Ἥρας.
ἔτεκεν δ᾽, ἁνίκα Μοῖραι
100 τέλεσαν, ταυρόκερων θεὸν
στεφάνωσέν τε δρακόντων
στεφάνοις, ἔνθεν ἄγραν θηρότροφον μαι-
νάδες ἀμφιβάλλονται πλοκάμοις.

***
ΧΟΡΟΣ
Έρχομαι από τη γη της Ασίας,
65 άφησα τον ιερό Τμώλο και τρέχω για τον Διόνυσο,
γλυκός ο κόπος, ευλογημένος ο κάματος,
για τον Βάκχιο αλαλάζω ευοί ευάν.
Ποιός στο δρόμο;
Ποιός στο δρόμο;
Ποιός στα μέλαθρα;
Εδώ να έλθει
και ας αφήσει ο καθένας ευλαβικά
70 την ιερή σιγή να σφραγίσει το στόμα του.
Τον πανάρχαιο ύμνο θα ψάλλω στον Διόνυσο.

Μακάριος εκείνος
που η καλή του μοίρα τον αξίωσε
να γνωρίσει τις τελετές των θεών,
που εξαγνίζει το βίο του
75 και αφήνει την ψυχή του να γίνει ένα με τον θίασο
βακχεύοντας πάνω στα όρη με ιερούς καθαρμούς,
που σέβεται τα όργια της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης,
80 που υψώνει το θύρσο στεφανωμένος με κισσό
και δοξάζει τον Διόνυσο.
Ίτε βάκχες!
Ίτε βάκχες!
τον Διόνυσο,
τον υιό του θεού,
τον θεό,
από τα όρη της Φρυγίας
85 οδηγήστε τον στης Ελλάδας τους διάπλατους δρόμους
τον Διόνυσο.

Εκείνον τότε
η μητέρα του τον είχε στα σπλάχνα της,
όταν πέταξε η βροντή του Διός,
και μέσα στους πόνους της βίαιης γέννας
90 γέννησε τον άγουρο καρπό της κοιλίας της,
αφήνοντας την πνοή της ζωής με το χτύπημα του κεραυνού.
95 Αμέσως ο Ζευς ο Κρονίδης
τον εδέχθη σε κρύπτη άλλης κυοφορίας,
στον μηρό του τον βύθισε
και τον έραψε με πόρπες χρυσές,
να τον κρύψει από την Ήρα.
Όταν όρισαν οι Μοίρες,
100 γέννησε θεό με κέρατα ταύρου
και τον στεφάνωσε με φίδια.
Γι᾽ αυτό και οι μαινάδες
πλέκουν με τους βοστρύχους της κόμης φίδια,
τη λεία τους που τρέφεται με αγρίμια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου