Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένας τάπητας φιλοδοξιών. Μας ωθούν δυνάμεις που φαίνεται να μην έχουν μεγάλη σχέση με τη φυσική τάξη της ζωώδους επιβίωσης. Ωστόσο, αυτές οι παρορμήσεις -να δημιουργήσουμε, να ανακαλύψουμε, να σπαταλήσουμε και να ικανοποιηθούμε- οδήγησαν την ανθρωπότητα σε εκπληκτικά πολιτιστικά επιτεύγματα.
Όσο περισσότερα μαθαίνουμε για τα ζώα, τόσο περισσότερο η ζωή τους φαίνεται να είναι πλούσια, νοήμων και δημιουργική. Εντούτοις, όσο θαυμάσια και αν είναι η συμπεριφορά ακόμη και μιας αγέλης χιμπαντζήδων, είναι εύκολο να διακρίνουμε, κάτω από το επίχρισμα της κοινωνικής συμπεριφοράς, τις προφανείς και ζωώδεις απαιτήσεις της ζωής. Το φαγητό, το ποτό, η δημιουργία ατόμων του ίδιου είδους που θα προωθήσουν με τη σειρά τους τα γονίδια που θα οικοδομήσουν έναν εγκέφαλο που θα κάνει το ίδιο πράγμα – αυτές είναι οι φυσικές ανάγκες της ζωής πάνω στη γη. Και, βέβαια, αυτές οι πρωτόγονες παρορμήσεις είναι τόσο ζωτικές για τον άνθρωπο όσο και για ένα σκουλήκι.
Μερικές από τις κοινωνικές μας συμπεριφορές δεν είναι παρά η ραφινάτη και πολυτελής βιτρίνα που εξωραΐζει το φαγοπότι και το σεξ. Αλλά ο εγκέφαλος έχει κατά κάποιον τρόπο διοχετεύσει αυτές τις πρωτόγονες ορμές επιβίωσης και αναπαραγωγής στην παιδεία, την εργασία, τη θρησκεία, την αγαθοεργία, την επιστήμη, την τέχνη δραστηριότητες και επιτεύγματα που δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις αδήριτες φυσικές ανάγκες.
Η ικανότητα σύνδεσης συνηθειών και βαθύτατων βιολογικών αναγκών είναι ζωτική για την επιβίωση των ζώων και των ανθρώπινων όντων. Αλλά ο κύκλος της ανάγκης, της δράσης και της ικανοποίησης, που έχει εξωραϊστεί για να δημιουργήσει τον ανθρώπινο πολιτισμό, μπορεί να ανατραπεί με χημικές ουσίες και να παραποιηθεί με αυταπάτες. Η εξάρτηση είναι το αδιέξοδο του ανθρώπινου ενστίκτου.
Στον εγκέφαλο ενός εξαρτημένου ο περίτεχνος μηχανισμός της ικανοποίησης έχει βραχυκυκλωθεί: η ικανοποίηση είναι αυτοσκοπός. Ο τοξικομανής που πεθαίνει ο ένα παγκάκι, η γυναίκα που βρίσκει παρηγοριά στο τζιν, το παιδί που λέει ψέματα για ν’ αγοράσει τσιγάρα – μας μαθαίνουν κάτι που έχει σχέση με τις δικές μας ανάγκες και τις απολαύσεις μας. Χωρίς κάποιου είδους εξάρτηση, κανένας μας δεν θα επιβίωνε.
Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες ζουν με εξαρτήσεις, με συμπεριφορές που επαναλαμβάνονται πάλι και πάλι, χάριν της απόλαυσης ή της αποφυγής του άλγους που συνεπάγεται η στέρησή της. Το αλκοόλ και ο καπνός καταναλώνονται σε όλο τον κόσμο. Μπορούν να σκοτώσουν, αλλά δεν είναι παράνομα – διατίθενται λοιπόν ελεύθερα. Είναι ισχυρές ουσίες που προσβάλλουν το σώμα και τον εγκέφαλο.
Πίσω από την αστραφτερή και κοινωνικά αποδεκτή επιφάνεια κάθε μεγαλούπολης, υπάρχει ένας κόσμος της εξάρτησης, όπου η απόλαυση γίνεται νόσος. Ένας κόσμος της ηρωίνης, του κρακ και πλειάδας άλλων χημικών ουσιών που υπονομεύουν τα συστήματα ανάγκης και ανταμοιβής του εγκεφάλου.
Η επανάσταση στο εμπόριο και τις μεταφορές που έφερε τροπικά φρούτα στο Λονδίνο το καταχείμωνο, έφερε μαζί ναρκωτικές ουσίες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Στις παρόδους του Μανχάταν, του Τόκιο και του Λονδίνου, πωλούνται τα αποστάγματα και μίγματα φυτικών προϊόντων μακρινών χωρών. Ψυχοτρόπες ουσίες, με τις οποίες οι τοπικές κοινωνίες έμαθαν να ζουν για πολλούς αιώνες, ξαφνικά έγιναν διαθέσιμες σε μιαν ανελέητη, αποτελεσματική και ανταγωνιστική διεθνή αγορά.
Αφ’ης στιγμής οι άνθρωποι ήταν ικανοί να καταγράψουν τις ιδέες τους έγραψαν για τις ναρκωτικές τους ουσίες και την απόλαυση που περιέχουν. Γύρω στο 5.000 π.Χ., οι Σουμέριοι χρησιμοποίησαν ένα ιδεόγραμμα, το ΧΟΥΛ, που σημαίνει “χαρά” ή “αγαλλίαση”, για να παραστήσουν το όπιο. Σε έναν αιγυπτιακό πάπυρο του 3,500 περίπου π.Χ έχουμε αρχαιότερη αναφορά στο αλκοόλ. Το 2.500 π.Χ. οι κάτοικοι των λιμνών της Ελβετίας έτρωγαν σπόρους παπαρούνας. Ήδη το 2.000 π.Χ. ένας Αιγύπτιος ιερέας έγραφε σε ένα μαθητή του:
«Εγώ, ο γέροντας σου, απαγορεύω να πηγαίνεις στις ταβέρνες. Έχεις αποκτηνωθεί».
Μολονότι είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιούσαν το αλκοόλ για χιλιετίες ως ηρεμιστικό και καταπραϋντικό, η σύμπλεξη γιατρικού και εξάρτησης εμφανίστηκε στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, όταν ο Παράκελσος εισήγαγε το λαύδανο, ή βάμμα οπίου στην ιατρική πρακτική.
Η σχέση αυτή έχει μια μακρά και επίπονη ιστορία – το δίλημμα ανάμεσα στην ευεγερτική χρήση και την κατάχρηση μας συνοδεύει μέχρι σήμερα. Η διαπίστωση ότι καθαρές, φυσικές οργανικές ουσίες που εξάγονται από φυτά, μπορούν να έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα (συχνά αναντίρρητα ευεγερτικά) στο σώμα και τον εγκέφαλο, υποκίνησε την επιστήμη της φαρμακολογίας. Η αναζήτηση και άλλων φυτικών προϊόντων που θα ήσαν ευεργετικά για τον άνθρωπο, συνοδεύτηκε από την προσπάθεια να βελτιωθεί η Φύση, στα εργαστήρια της Ευρώπης και της Αμερικής, να αποκαθαρθούν και να τροποποιηθούν οι φυσικές ουσίες, ή ακόμη και να παραχθούν εντελώς νέες.
Το 1844 απομονώθηκε η κοκαΐνη σε καθαρή μορφή. Το 1864 είχαμε το πρώτο βαρβιτουρικό. Το 1898 την ηρωίνη, ένα ισχυρό παράγωγο του αλκαλοειδούς μορφίνη. Το 1938 το LSD την πρώτη από μια μακρά σειρά ουσιών που εισάγουν τον νου σε έναν κόσμο ονείρων και εφιαλτών.
Η στάση των δυτικών κοινωνιών έναντι των ναρκωτικών ουσιών υπήρξε ανέκαθεν διφορούμενη: εξαρτιόταν πάντα από ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύμφυρμα νομοθετημάτων, φορολογικών, προσφοράς, επιστημονικών εκτιμήσεων, μόδας και προκαταλήψεων. Μεταξύ των ετών 1839 και 1860, η Βρετανία έκανε δύο πολέμους εναντίον της Κίνας για να εξαναγκάσει την κινεζική κυβέρνηση να δεχθεί την εισαγωγή όπιου από την Ινδία . Το 1868, ο Δρ George Wood, συγγραφέας ενός σπουδαίου εγχειριδίου, της Πραγματείας περί της Θεραπευτικής, έγραψε για το όπιο
«Οι διανοητικές και δημιουργικές ικανότητες φτάνουν στο μέγιστο της απόδοσης… Φαίνεται ότι, υπό την επίδρασή του, το άτομο γίνεται ανώτερος και καλύτερος άνθρωπος.»
Αλλά το 1909 σε Ηνωμένες Πολιτείες απαγόρευσαν την εισαγωγή όπιου και, τρία χρόνια αργότερα, το πρώτο διεθνές Συνέδριο για το Όπιο στη Χάγη, εισηγήθηκε δραστικά μέτρα για τον έλεγχο του παγκοσμίου εμπορίου όπιου.
Μεταξύ των ετών 1870 και 1915, η φορολόγηση των αλκοολούχων ποτών κάλυπτε πάνω από το ήμισυ, σχεδόν τα δύο τρίτα, των συνολικών φορολογικών εσόδων των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα, υπήρξε ραγδαία μεταβολή στάσεως. Το 1917, ο πρόεδρος της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας υποστήριξε την απαγόρευση του αλκοόλ και η Εταιρεία εξέδωσε ψήφο, ο Σύνδεσμος Εναντίον των Ποτοπωλείων χαρακτήρισε το εμπόριο του αλκοόλ,
«αντιαμερικανική, φιλογερμανική, εγκλήματοπαραγωγική, πολυδάπανη, ψυχοφθόρο, ολέθρια προδοσία».
Το επόμενο έτος ψηφίστηκε η Δέκατη Όγδοη Τροποποίηση του αμερικανικού συντάγματος, που απαγόρευε τη δημόσια κατανάλωση του αλκοόλ. Το 1928 ο ιατρικός κόσμος των ΗΠΑ κέρδιζε κατά υπολογισμούς 40 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, χορηγώντας , συνταγές για ουίσκι, και η παράνομη αγορά αλκοολούχων ποτών έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Η Δέκατη Όγδοη Τροποποίηση καταργήθηκε το 1933. Το 1970 ο δείκτης κατανάλωσης αλκοόλ στις ΗΠΑ ήταν ο υψηλότερος στον κόσμο – σε κάθε ενήλικο στην Ουάσινγκτον αντιστοιχούσαν 7 περίπου γαλόνια κατ’ έτος.
Μετά την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου από τον Κολόμβο, το 1493, η συνήθεια καπνίσματος φύλλων καπνού, που ήταν λειτουργική στις θρησκευτικές και κοινωνικές τελετές των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής, μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και απλώθηκε αστραπιαία σε ολόκληρο τον κόσμο. Η αντίδραση ήταν εξίσου ραγδαία και ευρεία. Ο Ιάκωβος ο ΣΤ’, στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, καταδίκασε το κάπνισμα ως συνήθεια βλαβερή – και ανήθικη. Αλλά ακόμη και με την αύξηση κατά 4000 τοις εκατό που επέβαλε στη φορολογία καπνού, το μόνο που επέτυχε · ήταν να τονώσει το αποκεφαλισμό, απαγχονισμό, διαμελισμό ή αποκοπή των χεριών και των ποδιών τους…
Ωστόσο… το πάθος του καπνίσματος δεν εξέλειπε” Το 1967, όταν η αμερικανική βιομηχανία καπνού δαπανούσε 250 εκατομμύρια δολάρια για διαφήμιση, ο γερουσιαστής της Νέας Υόρκης Ρόμπερτ Κένεντι, μιλώντας στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο για το κάπνισμα και την υγεία, είπε:
«Κάθε χρόνο το τσιγάρο σκοτώνει περισσότερους Αμερικανούς από όσους σκοτώθηκαν συνολικά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στον πόλεμο της Κορέας και στο Βιετνάμ.»
Τον επόμενο χρόνο οι Αμερικανοί κάπνισαν 544 δισεκατομμύρια τσιγάρα. Η κατανάλωση καπνού σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου έχει υπερδιπλασιαστεί στην τελευταία δεκαετία.
Όσο περισσότερα μαθαίνουμε για τα ζώα, τόσο περισσότερο η ζωή τους φαίνεται να είναι πλούσια, νοήμων και δημιουργική. Εντούτοις, όσο θαυμάσια και αν είναι η συμπεριφορά ακόμη και μιας αγέλης χιμπαντζήδων, είναι εύκολο να διακρίνουμε, κάτω από το επίχρισμα της κοινωνικής συμπεριφοράς, τις προφανείς και ζωώδεις απαιτήσεις της ζωής. Το φαγητό, το ποτό, η δημιουργία ατόμων του ίδιου είδους που θα προωθήσουν με τη σειρά τους τα γονίδια που θα οικοδομήσουν έναν εγκέφαλο που θα κάνει το ίδιο πράγμα – αυτές είναι οι φυσικές ανάγκες της ζωής πάνω στη γη. Και, βέβαια, αυτές οι πρωτόγονες παρορμήσεις είναι τόσο ζωτικές για τον άνθρωπο όσο και για ένα σκουλήκι.
Μερικές από τις κοινωνικές μας συμπεριφορές δεν είναι παρά η ραφινάτη και πολυτελής βιτρίνα που εξωραΐζει το φαγοπότι και το σεξ. Αλλά ο εγκέφαλος έχει κατά κάποιον τρόπο διοχετεύσει αυτές τις πρωτόγονες ορμές επιβίωσης και αναπαραγωγής στην παιδεία, την εργασία, τη θρησκεία, την αγαθοεργία, την επιστήμη, την τέχνη δραστηριότητες και επιτεύγματα που δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις αδήριτες φυσικές ανάγκες.
Η ικανότητα σύνδεσης συνηθειών και βαθύτατων βιολογικών αναγκών είναι ζωτική για την επιβίωση των ζώων και των ανθρώπινων όντων. Αλλά ο κύκλος της ανάγκης, της δράσης και της ικανοποίησης, που έχει εξωραϊστεί για να δημιουργήσει τον ανθρώπινο πολιτισμό, μπορεί να ανατραπεί με χημικές ουσίες και να παραποιηθεί με αυταπάτες. Η εξάρτηση είναι το αδιέξοδο του ανθρώπινου ενστίκτου.
Στον εγκέφαλο ενός εξαρτημένου ο περίτεχνος μηχανισμός της ικανοποίησης έχει βραχυκυκλωθεί: η ικανοποίηση είναι αυτοσκοπός. Ο τοξικομανής που πεθαίνει ο ένα παγκάκι, η γυναίκα που βρίσκει παρηγοριά στο τζιν, το παιδί που λέει ψέματα για ν’ αγοράσει τσιγάρα – μας μαθαίνουν κάτι που έχει σχέση με τις δικές μας ανάγκες και τις απολαύσεις μας. Χωρίς κάποιου είδους εξάρτηση, κανένας μας δεν θα επιβίωνε.
Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες ζουν με εξαρτήσεις, με συμπεριφορές που επαναλαμβάνονται πάλι και πάλι, χάριν της απόλαυσης ή της αποφυγής του άλγους που συνεπάγεται η στέρησή της. Το αλκοόλ και ο καπνός καταναλώνονται σε όλο τον κόσμο. Μπορούν να σκοτώσουν, αλλά δεν είναι παράνομα – διατίθενται λοιπόν ελεύθερα. Είναι ισχυρές ουσίες που προσβάλλουν το σώμα και τον εγκέφαλο.
Πίσω από την αστραφτερή και κοινωνικά αποδεκτή επιφάνεια κάθε μεγαλούπολης, υπάρχει ένας κόσμος της εξάρτησης, όπου η απόλαυση γίνεται νόσος. Ένας κόσμος της ηρωίνης, του κρακ και πλειάδας άλλων χημικών ουσιών που υπονομεύουν τα συστήματα ανάγκης και ανταμοιβής του εγκεφάλου.
Η επανάσταση στο εμπόριο και τις μεταφορές που έφερε τροπικά φρούτα στο Λονδίνο το καταχείμωνο, έφερε μαζί ναρκωτικές ουσίες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Στις παρόδους του Μανχάταν, του Τόκιο και του Λονδίνου, πωλούνται τα αποστάγματα και μίγματα φυτικών προϊόντων μακρινών χωρών. Ψυχοτρόπες ουσίες, με τις οποίες οι τοπικές κοινωνίες έμαθαν να ζουν για πολλούς αιώνες, ξαφνικά έγιναν διαθέσιμες σε μιαν ανελέητη, αποτελεσματική και ανταγωνιστική διεθνή αγορά.
Αφ’ης στιγμής οι άνθρωποι ήταν ικανοί να καταγράψουν τις ιδέες τους έγραψαν για τις ναρκωτικές τους ουσίες και την απόλαυση που περιέχουν. Γύρω στο 5.000 π.Χ., οι Σουμέριοι χρησιμοποίησαν ένα ιδεόγραμμα, το ΧΟΥΛ, που σημαίνει “χαρά” ή “αγαλλίαση”, για να παραστήσουν το όπιο. Σε έναν αιγυπτιακό πάπυρο του 3,500 περίπου π.Χ έχουμε αρχαιότερη αναφορά στο αλκοόλ. Το 2.500 π.Χ. οι κάτοικοι των λιμνών της Ελβετίας έτρωγαν σπόρους παπαρούνας. Ήδη το 2.000 π.Χ. ένας Αιγύπτιος ιερέας έγραφε σε ένα μαθητή του:
«Εγώ, ο γέροντας σου, απαγορεύω να πηγαίνεις στις ταβέρνες. Έχεις αποκτηνωθεί».
Μολονότι είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιούσαν το αλκοόλ για χιλιετίες ως ηρεμιστικό και καταπραϋντικό, η σύμπλεξη γιατρικού και εξάρτησης εμφανίστηκε στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, όταν ο Παράκελσος εισήγαγε το λαύδανο, ή βάμμα οπίου στην ιατρική πρακτική.
Η σχέση αυτή έχει μια μακρά και επίπονη ιστορία – το δίλημμα ανάμεσα στην ευεγερτική χρήση και την κατάχρηση μας συνοδεύει μέχρι σήμερα. Η διαπίστωση ότι καθαρές, φυσικές οργανικές ουσίες που εξάγονται από φυτά, μπορούν να έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα (συχνά αναντίρρητα ευεγερτικά) στο σώμα και τον εγκέφαλο, υποκίνησε την επιστήμη της φαρμακολογίας. Η αναζήτηση και άλλων φυτικών προϊόντων που θα ήσαν ευεργετικά για τον άνθρωπο, συνοδεύτηκε από την προσπάθεια να βελτιωθεί η Φύση, στα εργαστήρια της Ευρώπης και της Αμερικής, να αποκαθαρθούν και να τροποποιηθούν οι φυσικές ουσίες, ή ακόμη και να παραχθούν εντελώς νέες.
Το 1844 απομονώθηκε η κοκαΐνη σε καθαρή μορφή. Το 1864 είχαμε το πρώτο βαρβιτουρικό. Το 1898 την ηρωίνη, ένα ισχυρό παράγωγο του αλκαλοειδούς μορφίνη. Το 1938 το LSD την πρώτη από μια μακρά σειρά ουσιών που εισάγουν τον νου σε έναν κόσμο ονείρων και εφιαλτών.
Η στάση των δυτικών κοινωνιών έναντι των ναρκωτικών ουσιών υπήρξε ανέκαθεν διφορούμενη: εξαρτιόταν πάντα από ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύμφυρμα νομοθετημάτων, φορολογικών, προσφοράς, επιστημονικών εκτιμήσεων, μόδας και προκαταλήψεων. Μεταξύ των ετών 1839 και 1860, η Βρετανία έκανε δύο πολέμους εναντίον της Κίνας για να εξαναγκάσει την κινεζική κυβέρνηση να δεχθεί την εισαγωγή όπιου από την Ινδία . Το 1868, ο Δρ George Wood, συγγραφέας ενός σπουδαίου εγχειριδίου, της Πραγματείας περί της Θεραπευτικής, έγραψε για το όπιο
«Οι διανοητικές και δημιουργικές ικανότητες φτάνουν στο μέγιστο της απόδοσης… Φαίνεται ότι, υπό την επίδρασή του, το άτομο γίνεται ανώτερος και καλύτερος άνθρωπος.»
Αλλά το 1909 σε Ηνωμένες Πολιτείες απαγόρευσαν την εισαγωγή όπιου και, τρία χρόνια αργότερα, το πρώτο διεθνές Συνέδριο για το Όπιο στη Χάγη, εισηγήθηκε δραστικά μέτρα για τον έλεγχο του παγκοσμίου εμπορίου όπιου.
Μεταξύ των ετών 1870 και 1915, η φορολόγηση των αλκοολούχων ποτών κάλυπτε πάνω από το ήμισυ, σχεδόν τα δύο τρίτα, των συνολικών φορολογικών εσόδων των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα, υπήρξε ραγδαία μεταβολή στάσεως. Το 1917, ο πρόεδρος της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας υποστήριξε την απαγόρευση του αλκοόλ και η Εταιρεία εξέδωσε ψήφο, ο Σύνδεσμος Εναντίον των Ποτοπωλείων χαρακτήρισε το εμπόριο του αλκοόλ,
«αντιαμερικανική, φιλογερμανική, εγκλήματοπαραγωγική, πολυδάπανη, ψυχοφθόρο, ολέθρια προδοσία».
Το επόμενο έτος ψηφίστηκε η Δέκατη Όγδοη Τροποποίηση του αμερικανικού συντάγματος, που απαγόρευε τη δημόσια κατανάλωση του αλκοόλ. Το 1928 ο ιατρικός κόσμος των ΗΠΑ κέρδιζε κατά υπολογισμούς 40 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, χορηγώντας , συνταγές για ουίσκι, και η παράνομη αγορά αλκοολούχων ποτών έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Η Δέκατη Όγδοη Τροποποίηση καταργήθηκε το 1933. Το 1970 ο δείκτης κατανάλωσης αλκοόλ στις ΗΠΑ ήταν ο υψηλότερος στον κόσμο – σε κάθε ενήλικο στην Ουάσινγκτον αντιστοιχούσαν 7 περίπου γαλόνια κατ’ έτος.
Μετά την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου από τον Κολόμβο, το 1493, η συνήθεια καπνίσματος φύλλων καπνού, που ήταν λειτουργική στις θρησκευτικές και κοινωνικές τελετές των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής, μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και απλώθηκε αστραπιαία σε ολόκληρο τον κόσμο. Η αντίδραση ήταν εξίσου ραγδαία και ευρεία. Ο Ιάκωβος ο ΣΤ’, στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, καταδίκασε το κάπνισμα ως συνήθεια βλαβερή – και ανήθικη. Αλλά ακόμη και με την αύξηση κατά 4000 τοις εκατό που επέβαλε στη φορολογία καπνού, το μόνο που επέτυχε · ήταν να τονώσει το αποκεφαλισμό, απαγχονισμό, διαμελισμό ή αποκοπή των χεριών και των ποδιών τους…
Ωστόσο… το πάθος του καπνίσματος δεν εξέλειπε” Το 1967, όταν η αμερικανική βιομηχανία καπνού δαπανούσε 250 εκατομμύρια δολάρια για διαφήμιση, ο γερουσιαστής της Νέας Υόρκης Ρόμπερτ Κένεντι, μιλώντας στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο για το κάπνισμα και την υγεία, είπε:
«Κάθε χρόνο το τσιγάρο σκοτώνει περισσότερους Αμερικανούς από όσους σκοτώθηκαν συνολικά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στον πόλεμο της Κορέας και στο Βιετνάμ.»
Τον επόμενο χρόνο οι Αμερικανοί κάπνισαν 544 δισεκατομμύρια τσιγάρα. Η κατανάλωση καπνού σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου έχει υπερδιπλασιαστεί στην τελευταία δεκαετία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου