To ευθυμογράφημα που ακολουθεί, βασίστηκε στον σατυρικό τρόπο γραφής του Λουκιανού του Σύρου (125 - 180 μ.Χ.). Ο Λουκιανός ήταν ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας, δημιουργός του σατιρικού διαλόγου, και από τους σημαντικότερους Αττικιστές συγγραφείς της Δεύτερης σοφιστικής. Ο λόγος του Λουκιανού είναι αιχμηρός και διεισδυτικός, και χρησιμοποιεί κατά κόρον τον διάλογο για να σατιρίσει, να καυτηριάσει και να αναπτύξει τα θέματα που της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας.
Η προσπάθεια που ακολουθεί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με την πρωτοτυπία και την αξία των έργων του Λουκιανού ή οποιουδήποτε άλλου αρχαίου Έλληνα συγγραφέα. Αποτελεί απλώς ένα σατυρικό κείμενο το οποίο αντλεί την έμπνευση του, από την μαγευτική και ανεξάντλητη αρχαία Ελληνική μυθολογία. Οι αναγνώστες του κειμένου θα πρέπει να το εκλάβουν ως τέτοιο και μόνο.
Η πλάση ολόκληρη είχε σκοτεινιάσει από την οργή του Δία. Βροντές και κεραυνοί έσκιζαν τους Ουρανούς, καθώς ο βασιλιάς των Θεών ο παντοδύναμος Δίας, υπέφερε από ανυπόφορους πονοκεφάλους. Είχε καταπιεί την θεά Μήτιδα, θεά της σοφίας, καθώς σύμφωνα με έναν χρησμό, η Μήτις θα γεννούσε πρώτα μια κόρη και έπειτα έναν γιο, που θα καταλάμβανε την εξουσία του Δία, ώστε να κυβερνά θεούς και ανθρώπους.
Ο Δίας φοβούμενος μην του κάνουν ότι αυτός έκανε στον πατέρα του Κρόνο, κατάπιε τη Μήτιδα, ενώ αυτή κυοφορούσε την Αθηνά. Από τότε ο Δίας κατέκτησε την σοφία όλου του κόσμου, των φανερών αλλά και των «αθέατων πραγμάτων», ακόμα και για τους Θεούς. Αλλά για μία τέτοια γνώση, υπάρχει ένα βαρύ τίμημα. Πάντα υπάρχει ένα τίμημα. Από την πολύ σοφία, αλλά και ευθύνη μίας τέτοιας γνώσης, το κεφάλι του Θεού ήταν μόνιμα έτοιμο να εκραγεί από τους πόνους. Οι πόνοι ήταν παρόμοιοι με τους πόνους του τοκετού, και καθόλου τυχαία! Με την μόνη διαφορά, πως οι πόνοι αυτοί δεν είχαν τελειωμό.
Σε απόγνωση από την αναπάντεχη μοίρα που του φύλαγε η «ανάγκη», ο όχι και τόσο παντοδύναμος Δίας - όπως με έκπληξη διαπίστωσε-, έστειλε τον αγγελιοφόρο των θεών Ερμή, να καλέσει τον κακομούτσουνο γιο του Ήφαιστο, θεό της φωτιάς, της μεταλλουργίας, μέγα τεχνίτη και εφευρέτη, να έρθει και να δώσει λύση στο πρόβλημα του. Ο Ήφαιστος βρήκε τον πατέρα του, όχι στον ολόλαμπρο θρόνο του, αλλά στο κρεβάτι του, να «χτυπιέται» από τους πόνους, βαρυγκωμώντας.
- «Πατέρα και βασιλιά των θεών σε χαιρετώ. Έλαβα το μήνυμα σου από τον γοργοπόδαρο Ερμή, και ήρθα αμέσως να σε δω, είπε ο Ήφαιστος στον Δία (ρίχνοντας «μπινελίκια» από μέσα του)».
- «Κόψε τις μαλαγανιές, ασχημομούρη, και κάνε κάτι να σωθώ από τους πονοκεφάλους, κραύγασε ο Δίας.!! «Τι τις θέλω τις γυναίκες, ορίστε σε τι μπελάδες μπήκα, για λίγη χαρά, πολλά βάσανα, παραδέχθηκε».
Ο Ήφαιστος, χαμογέλασε σαρδόνια. Ήρθε η ώρα να τον εκδικηθώ τον σαρδανάπαλο παλιόγερο, σκέφθηκε. Δεν τον ήθελε λέει, γιατί ήταν άσχημος, και δεν έχανε ευκαιρία να του το θυμίζει, όπως τώρα.
-«Παντοδύναμε Δία, δεν μπορώ να κάνω κάτι για τον πονοκέφαλο σου. Καμία κατασκευή μου δεν μπορεί να απαλύνει το μαρτύριο σου», του είπε δήθεν με λύπη.
- «Πλάκα μου κάνεις γιόκα; Θεοί είμαστε, κάνουμε ότι γουστάρουμε. Χτύπα μου μία με την σφύρα σου στο κεφάλι μου, να βρει διέξοδο η σοφία που συσσωρεύτηκε μέσα μου. Βαρύ το τίμημα, ακόμα και για τον βασιλιά των Θεών. Δεν το αντέχω, μα την αλήθεια», μούγκρισε ο Δίας.
- «Όχι πατέρα δεν μπορώ να το κάνω, αναφώνησε ο Ήφαιστος» (αν και πολύ ήθελε να του σπάσει την κεφάλα).
- «Κάντο τώρα, ούρλιαξε ο Δίας»!
Σκοτείνιασε ο τόπος. Αστραπές και βροντές γέμισαν το σύμπαν. Σκιάχτηκε ο Ήφαιστος, δίνει μία με την σφύρα, στο κεφάλι του πατέρα του, το ανοίγει στα δύο, και από μέσα πετάγεται με μιας μία πανέμορφη Θεά αρματωμένη, κουνώντας απειλητικά το δόρυ της. Η θεά Αθηνά η θεά της σοφίας. Ο Δίας ανακουφίστηκε αμέσως, ενώ ο Ήφαιστος επέστρεψε και αυτός ανακουφισμένος στο εργαστήρι του.
Η Αθηνά, κληρονόμησε την σοφία της Μήτιδας, και την δύναμη του πατέρα της. Θεά της σοφίας, των τεχνών και των γραμμάτων, της έμπνευσης, της ενδοσκόπησης και της αυτογνωσίας, αλλά και θεά του πολέμου. Όχι όμως του παρορμητικού ηρωικού πολέμου, ο οποίος ανήκει στην δικαιοδοσία του πολεμοχαρούς Άρεως, αλλά της στρατηγικής και του σχεδιασμού.
Η θεά γεννήθηκε πάνοπλη αλληγορώντας πως η νόηση και η σοφία είναι το μεγαλύτερο όπλο των ανθρώπων, μετά το δώρο του Προμηθέα στην ανθρωπότητα. Με το που ξεπετάχτηκε η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, ένοιωσε κάτι να γραπώνεται ξαφνικά στον ώμο της. Κοίταξε ξαφνιασμένη, και βλέπει μία κουκουβάγια να την κοιτά με τα μεγάλα της μάτια.
- «Εσύ θα γίνεις το σύμβολο της σοφίας, ψιθύρισε η Αθηνά στην γλαύκα. Όπως εσύ μπορείς και γυρίζεις το κεφάλι προς όλες τις κατευθύνσεις ώστε να βλέπεις παντού ακόμα και στο σκοτάδι, έτσι και αυτός που θα χρησιμοποιεί τις αρετές που εγώ εκπροσωπώ, θα μπορεί να βλέπει, να σχεδιάζει και να προβλέπει, όχι μόνο το παρόν, αλλά το παρελθόν, και το μέλλον.
Όπως εσύ πετάς μόνο το βράδυ μακριά από τον θόρυβο της ημέρας, όσοι ζητούν να ανασηκωθούν τα πέπλα των δώρων της σοφίας μου, θα πρέπει να καταλάβουν πως αυτό πρέπει να γίνει σε μέρος ήσυχο, με τα βλέφαρα κλειστά, ώστε να μπορέσουν να ‘ανοίξουν τα μάτια της ψυχής’, για να δουν την αθέατη πλευρά των πραγμάτων. Και που υπάρχει πιο ήσυχο μέρος από το εσωτερικό του ανθρώπου;
Όσοι καταφέρουν να κοιτάξουν προς τα ‘μέσα’, δεν θα μείνουν ποτέ ξανά ‘απ΄ έξω’. Αν ο άνθρωπος καταφέρει και βρει την ευτυχία, αν βάλει τάξη στον εαυτό του, τότε θα βάλει τάξη και στον κόσμο γύρω του. Για αυτό, και στην πόλη που θα προστατεύω αργότερα, θα βρίσκεσαι παντού, και θα σε τιμούν οι κάτοικοι της, ώστε όλοι να θυμούνται πως ο νους είναι ο μέγας ‘μεταποιητής’, και πως στο νου δεν υπάρχει σκότος, αλλά μόνο η αμάθεια.
Ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μες στο μυαλό του ανθρώπου. Για αυτό τον λόγο θα πρέπει ο άνθρωπος να μάθει να βλέπει τα πράγματα ‘φωτισμένα’ σωστά. Θα πρέπει να γνωρίζει πως πίσω από κάθε συμπαντικό νόμο, κρύβεται η αρμονία ή ανάγκη, ο σκοπός, και πως το χαλινάρι της ψυχής για τον άνθρωπο είναι ο νους.
Αν οι άνθρωποι ακούσουν τον λόγο μου και σε τιμήσουν ανάλογα, τότε η φιλοσοφία, οι τέχνες και η προστασία μου, θα είναι συμπαραστάτης τους. Όταν υπάρχουν ικανοί στρατηγοί στο πεδίο της μάχης, θα πετάς από πάνω τους, και αυτοί θα κερδίζουν τις μάχες. Φύγε τώρα καλή μου γλαύκα συναντήσεις το πεπρωμένο σου!».
Και η γλαύκα πέταξε για την πόλη, που αργότερα θα ονομαζόταν Αθήνα...!
Γλέντι τρικούβερτο στήθηκε στον Όλυμπο. Η Ήβη γέμιζε με αμβροσία της κούπες των Θεών, ενώ οι Μούσες εύφραιναν τις αισθήσεις των Θεών με τις τέχνες τους. Η μόνη που ήταν χολωμένη, ήταν η Ήρα, σιγόβραζε στο ζουμί της. «Ακούς εκεί», ο Δίας να έχει κόρη χωρίς την συμμετοχή της, «αμήτορ», η κόρη του, τι ήταν αυτή δηλαδή, διακοσμητικό στοιχείο; Πως θα την σέβονταν Θεοί και άνθρωποι;Ο Δίας ήξερε τι τον περίμενε, ατελείωτη Θεϊκή κρεβατομουρμούρα.
«Την κάναμε», σκέφτηκε, ποιος την ακούει τώρα πάλι; Και ο αρχηγός του Ολύμπου, έκανε την ντρίπλα, και έβαλε γκολ από την σέντρα.
- «Ολύμπιοι Θεοί ημέρα χαράς σήμερα, ήρθε νομίζω η ώρα» είπε, «να μοιράσουμε τις πολιτείες των ανθρώπων υπό την προστασία μας».
Κάθε Θεός θα έπαιρνε υπό την προστασία κάποιες από τις πολιτείες των ανθρώπων, ώστε και αυτοί να προσφέρουν θυσίες στον προστάτη Θεό τους, αλλά και ο προστάτης Θεός να συμπαραστέκεται αρωγός στις αγαπημένες πολιτείες του. Έτσι μοιράστηκαν όλες οι πολιτείες, εκτός από μία μικρή πόλη, την Κεκροπία, η οποία βρισκόταν στην Αττική. Βασιλιάς σε αυτήν ήταν ο Κέκροπας, μισός άνθρωπος μισός φίδι. Τόσο ο Θεός της θάλασσας ο Ποσειδώνας, όσο και η νεογέννητη Αθηνά, διεκδικούσαν την πατρότητα της μικρής αυτής πόλης, που όμως στο μέλλον προοριζόταν να γίνει σπουδαία. Η πιο σπουδαία από όλες.
«Για σκέψου φίλε μου» σκέφθηκε ο Ποσειδώνας για την Αθηνά, «μόλις ξεμύτισε το μούλικο», και με λογαριάζει για όμοιο και ισοδύναμο της.
- «Δία, συνέτισε την κόρη σου, γιατί Θεά της Σοφίας θέλει να γίνει όπως λέει, και εσύ βεβαίως το φρόντισες, αλλά δεν είναι σοφό τα πόδια να θέλουν να χτυπήσουν το κεφάλι. Είμαι ή δεν είμαι αδελφός σου, και ένας από τους τρείς φύλακες και τοποτηρητές του κόσμου; Η κόρη σου ακόμη δεν γεννήθηκε, και θέλει τιμές και λούσα....»
«Την κάτσαμε την βάρκα», σκέφτηκε ο Δίας, πήγα να γλιτώσω την κρεβατομουρμούρα της Ήρας, και θα βρω μεγαλύτερο μπελά με τον Ποσειδώνα…! Τον συλλογισμό του διέκοψε η Αθηνά, η οποία αποκρίθηκε ως εξής στον Ποσειδώνα.
- «Σεβάσμιε Θείε Ποσειδώνα κυβερνήτη της Θάλασσας και των υδάτων, συγχώρα με, μα ήδη έχεις πολλές πολιτείες υπό την εποπτεία σου, εγώ όμως καμία, δεν αξίζει λοιπόν η ανιψιά σου ένα δώρο υποδοχής στον Όλυμπο;»
- «Τα δώρα δεν τα παίρνουν με το έτσι θέλω Αθηνά»-, της αποκρίθηκε ο Ποσειδώνας, στραβώνοντας τα χείλη του.
- «Δεν υπάρχει λόγος να χαλάμε την διάθεση μας, τους διέκοψε ο Δίας, σήμερα είναι ημέρα χαράς και γλεντιού. Η πιο σωστή και δίκαιη λύση είναι να αποφασίσουν οι ίδιοι οι θνητοί, ποιόν θέλουν για προστάτη της πόλης τους. Θα προσφέρετε και οι δύο τα δώρα σας, και ας κερδίσει ο καλύτερος», πρότεινε ο Δίας.
Ο Γοργοπόδαρος Ερμής πέταξε γρήγορα στον Κέκροπα, τον βασιλιά φίδι, αυτόν που είχε βγει από την γη καθώς έλεγαν, εφόσον ήταν αυτόχθων, ώστε να ανέβει στην Ακρόπολη μαζί με τους πολίτες της Κεκροπίας, και να διαλέξουν ποιο δώρο θα ήταν καλύτερο. Της Αθηνάς ή του Ποσειδώνα. Στην συνέχεια κατέβηκαν όλοι οι Θεοί στην Κεκροπία, ώστε να είναι μάρτυρες του Θεϊκού διαγωνισμού.
Κοσμοσυρροή λοιπόν στης Ακρόπολης τα μέρη, Θεοί και θνητοί, μαζεμένοι για την μεγάλη απόφαση. Ξάφνου, εμφανίζεται ο Ποσειδώνας με όλη του την μεγαλοπρέπεια στο βράχο της Ακρόπολης όπου ήταν μαζεμένοι άπαντες, χτυπά την τρίαινα του σε έναν από τους βράχους της Ακροπόλεως, και αμέσως ως δια μαγείας, αναβλύζει από εκεί, διάφανο κρυστάλλινο πόσιμο νερό. Ένα επιφώνημα θαυμασμού απλώθηκε στην μεριά των υπηκόων του Κέκροπα.
- «Αυτό είναι το δώρο μου σε εσάς πολίτες της Κεκροπίας. Αν διαλέξετε εμένα, τότε η πόλη αυτή, θα έχει πάντα νερό για τους πολίτες της και τα σπαρτά της», δήλωσε μεγαλόπρεπα και με αυτοπεποίθηση ο Ποσειδώνας. Για να σε δούμε τώρα μικρούλα σκέφτηκε χαιρέκακα ο Θεός της Θάλασσας.
Γελά καλύτερα όποιος γελά τελευταίος, σκέφτηκε Αθηνά.
- «Λαέ της Κεκροπίας», φώναξε η Αθηνά, εμφανιζόμενη μπροστά τους με την Αίγα και την Μέδουσα επάνω στην πανοπλία της, κραδαίνοντας το δόρυ της. Σιγή επικράτησε στους θνητούς, δεν είχαν ξαναδεί τέτοια όμορφη και συνάμα πολεμική Θεά. Όμορφη ψιλόλιγνη και αρματωμένη, εντυπωσιακή, αλλά και επικίνδυνη ταυτόχρονα.
- «Το δικό μου δώρο, δεν θα είναι από τα γνωστά που έχετε συνηθίσει και που ξέρετε, είπε».
Χτυπά το δόρυ της στον απέναντι βράχο από εκεί που προηγουμένως είχε χτυπήσει ο Ποσειδώνας, και αμέσως ξεπετάχτηκε, ένα δέντρο μοναδικό. Τα φύλλα του από την πάνω μεριά ήταν πράσινα, ενώ από την κάτω, είχαν χρώμα ασημένιο, δηλώνοντας έτσι την αξία και μοναδικότητα του δένδρου. Οι καρποί του μικροί και μαύροι.
- «Το δέντρο αυτό» δήλωσε η Αθηνά στους έκπληκτους κατοίκους της Κεκροπίας, «θα σας δίνει το ξύλο του για να ζεσταίνεστε και να μαγειρεύεται, το καρπό του για να τον τρώτε, αλλά και το μαγικό χρυσαφένιο λάδι που θα παίρνετε από τους καρπούς του για να το χρησιμοποιείται στην διατροφή σας και όχι μόνο. Τα φύλλα της Ελιάς τέλος θα γίνουν το σύμβολο της ειρήνης».
Δεν χρειάστηκε να πει περισσότερα η Αθηνά. Η πλάστιγγα είχε ήδη γείρει προς το μέρος της, ήταν φανερό από τους ψιθύρους ανάμεσα στους πολίτες της Κεκροπίας. Το δώρο αυτό θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο, καθώς θα κάλυπτε πολλές από τις ανάγκες των θνητών. Ο Κέκροπας, απλώς ανακοίνωσε, αυτό που ήδη είχαν καταλάβει οι Αθάνατοι Ολύμπιοι Θεοί, αλλά και οι Θνητοί.
- «Μακάριοι και τρισόλβιοι Θεοί , μικροί και ευεργετούντες εμείς οι λιγόχρονοι θνητοί, ανάξιοι για τα Θεϊκά σας δώρα», άρχισε με μαλαγανιές ο Κέκροπας φοβούμενος την οργή του κραταιού και μεγαλοσείστη Ποσειδώνα, «πως μπορούμε να διαλέξουμε το καλύτερο; Δώρα Θεϊκά το ένα καλύτερο από το άλλο. Ποσειδώνα παντοδύναμε το νερό δώρο ζωής μοναδικό σε ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας. Αθηνά κόρη μονάκριβη του Δία, το δώρο σου έκπληξη μεγάλη, την περιέργεια μας άναψε. Για αυτό και εμείς το δικό σου δώρο σεβάσμια Θεά, με μεγάλη χαρά θα δεχθούμε.»
Ο Δίας χαμογέλασε, η κόρη του ήδη κέρδισε την πρώτη της μάχη. Ο Ποσειδώνας δεν έχασε λεπτό, χολωμένος στα βάθη του βασιλείου του, στην απέραντη Θάλασσα, γοργά εξαφανίστηκε.
Η Αθηνά έθεσε την πόλη υπό την προστασία της, και το όνομα της πια θα άλλαζε. Αθήνα πλέον θα λεγόταν η Κεκροπία, και στο μέλλον πόλη λαμπρή θα γινόταν στα πέρατα του κόσμου για τις τέχνες , την Φιλοσοφία, τις επιστήμες, αλλά και τους ανθρώπους της. Η γλαύκα της θα κοσμούσε κάθε γωνιά της πόλης, θυμίζοντας σε όλους πως η πόλη ανήκε στην Θεά της Σοφίας. Ο Νους και ο λογισμός θα νικούσε το άγνωστο, το χάος, την δεισιδαιμονία και το φόβο των ανθρώπων για το παράλογο. Για αυτό τον λόγο και αργότερα στις μετόπες του Παρθενώνα του ναού της σοφίας, προς τιμή της Θεάς της σοφίας, ναό που οι Αθηναίοι θα κατασκεύαζαν, θα αποτύπωναν καλλιτεχνικά την νίκη του λογικού στο παράλογο, απεικόνιση την οποία συμβόλιζε η Τιτανομαχία και η Κενταυρομαχία.
Η προσπάθεια που ακολουθεί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με την πρωτοτυπία και την αξία των έργων του Λουκιανού ή οποιουδήποτε άλλου αρχαίου Έλληνα συγγραφέα. Αποτελεί απλώς ένα σατυρικό κείμενο το οποίο αντλεί την έμπνευση του, από την μαγευτική και ανεξάντλητη αρχαία Ελληνική μυθολογία. Οι αναγνώστες του κειμένου θα πρέπει να το εκλάβουν ως τέτοιο και μόνο.
Η πλάση ολόκληρη είχε σκοτεινιάσει από την οργή του Δία. Βροντές και κεραυνοί έσκιζαν τους Ουρανούς, καθώς ο βασιλιάς των Θεών ο παντοδύναμος Δίας, υπέφερε από ανυπόφορους πονοκεφάλους. Είχε καταπιεί την θεά Μήτιδα, θεά της σοφίας, καθώς σύμφωνα με έναν χρησμό, η Μήτις θα γεννούσε πρώτα μια κόρη και έπειτα έναν γιο, που θα καταλάμβανε την εξουσία του Δία, ώστε να κυβερνά θεούς και ανθρώπους.
Ο Δίας φοβούμενος μην του κάνουν ότι αυτός έκανε στον πατέρα του Κρόνο, κατάπιε τη Μήτιδα, ενώ αυτή κυοφορούσε την Αθηνά. Από τότε ο Δίας κατέκτησε την σοφία όλου του κόσμου, των φανερών αλλά και των «αθέατων πραγμάτων», ακόμα και για τους Θεούς. Αλλά για μία τέτοια γνώση, υπάρχει ένα βαρύ τίμημα. Πάντα υπάρχει ένα τίμημα. Από την πολύ σοφία, αλλά και ευθύνη μίας τέτοιας γνώσης, το κεφάλι του Θεού ήταν μόνιμα έτοιμο να εκραγεί από τους πόνους. Οι πόνοι ήταν παρόμοιοι με τους πόνους του τοκετού, και καθόλου τυχαία! Με την μόνη διαφορά, πως οι πόνοι αυτοί δεν είχαν τελειωμό.
Σε απόγνωση από την αναπάντεχη μοίρα που του φύλαγε η «ανάγκη», ο όχι και τόσο παντοδύναμος Δίας - όπως με έκπληξη διαπίστωσε-, έστειλε τον αγγελιοφόρο των θεών Ερμή, να καλέσει τον κακομούτσουνο γιο του Ήφαιστο, θεό της φωτιάς, της μεταλλουργίας, μέγα τεχνίτη και εφευρέτη, να έρθει και να δώσει λύση στο πρόβλημα του. Ο Ήφαιστος βρήκε τον πατέρα του, όχι στον ολόλαμπρο θρόνο του, αλλά στο κρεβάτι του, να «χτυπιέται» από τους πόνους, βαρυγκωμώντας.
- «Πατέρα και βασιλιά των θεών σε χαιρετώ. Έλαβα το μήνυμα σου από τον γοργοπόδαρο Ερμή, και ήρθα αμέσως να σε δω, είπε ο Ήφαιστος στον Δία (ρίχνοντας «μπινελίκια» από μέσα του)».
- «Κόψε τις μαλαγανιές, ασχημομούρη, και κάνε κάτι να σωθώ από τους πονοκεφάλους, κραύγασε ο Δίας.!! «Τι τις θέλω τις γυναίκες, ορίστε σε τι μπελάδες μπήκα, για λίγη χαρά, πολλά βάσανα, παραδέχθηκε».
Ο Ήφαιστος, χαμογέλασε σαρδόνια. Ήρθε η ώρα να τον εκδικηθώ τον σαρδανάπαλο παλιόγερο, σκέφθηκε. Δεν τον ήθελε λέει, γιατί ήταν άσχημος, και δεν έχανε ευκαιρία να του το θυμίζει, όπως τώρα.
-«Παντοδύναμε Δία, δεν μπορώ να κάνω κάτι για τον πονοκέφαλο σου. Καμία κατασκευή μου δεν μπορεί να απαλύνει το μαρτύριο σου», του είπε δήθεν με λύπη.
- «Πλάκα μου κάνεις γιόκα; Θεοί είμαστε, κάνουμε ότι γουστάρουμε. Χτύπα μου μία με την σφύρα σου στο κεφάλι μου, να βρει διέξοδο η σοφία που συσσωρεύτηκε μέσα μου. Βαρύ το τίμημα, ακόμα και για τον βασιλιά των Θεών. Δεν το αντέχω, μα την αλήθεια», μούγκρισε ο Δίας.
- «Όχι πατέρα δεν μπορώ να το κάνω, αναφώνησε ο Ήφαιστος» (αν και πολύ ήθελε να του σπάσει την κεφάλα).
- «Κάντο τώρα, ούρλιαξε ο Δίας»!
Σκοτείνιασε ο τόπος. Αστραπές και βροντές γέμισαν το σύμπαν. Σκιάχτηκε ο Ήφαιστος, δίνει μία με την σφύρα, στο κεφάλι του πατέρα του, το ανοίγει στα δύο, και από μέσα πετάγεται με μιας μία πανέμορφη Θεά αρματωμένη, κουνώντας απειλητικά το δόρυ της. Η θεά Αθηνά η θεά της σοφίας. Ο Δίας ανακουφίστηκε αμέσως, ενώ ο Ήφαιστος επέστρεψε και αυτός ανακουφισμένος στο εργαστήρι του.
Η Αθηνά, κληρονόμησε την σοφία της Μήτιδας, και την δύναμη του πατέρα της. Θεά της σοφίας, των τεχνών και των γραμμάτων, της έμπνευσης, της ενδοσκόπησης και της αυτογνωσίας, αλλά και θεά του πολέμου. Όχι όμως του παρορμητικού ηρωικού πολέμου, ο οποίος ανήκει στην δικαιοδοσία του πολεμοχαρούς Άρεως, αλλά της στρατηγικής και του σχεδιασμού.
Η θεά γεννήθηκε πάνοπλη αλληγορώντας πως η νόηση και η σοφία είναι το μεγαλύτερο όπλο των ανθρώπων, μετά το δώρο του Προμηθέα στην ανθρωπότητα. Με το που ξεπετάχτηκε η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, ένοιωσε κάτι να γραπώνεται ξαφνικά στον ώμο της. Κοίταξε ξαφνιασμένη, και βλέπει μία κουκουβάγια να την κοιτά με τα μεγάλα της μάτια.
- «Εσύ θα γίνεις το σύμβολο της σοφίας, ψιθύρισε η Αθηνά στην γλαύκα. Όπως εσύ μπορείς και γυρίζεις το κεφάλι προς όλες τις κατευθύνσεις ώστε να βλέπεις παντού ακόμα και στο σκοτάδι, έτσι και αυτός που θα χρησιμοποιεί τις αρετές που εγώ εκπροσωπώ, θα μπορεί να βλέπει, να σχεδιάζει και να προβλέπει, όχι μόνο το παρόν, αλλά το παρελθόν, και το μέλλον.
Όπως εσύ πετάς μόνο το βράδυ μακριά από τον θόρυβο της ημέρας, όσοι ζητούν να ανασηκωθούν τα πέπλα των δώρων της σοφίας μου, θα πρέπει να καταλάβουν πως αυτό πρέπει να γίνει σε μέρος ήσυχο, με τα βλέφαρα κλειστά, ώστε να μπορέσουν να ‘ανοίξουν τα μάτια της ψυχής’, για να δουν την αθέατη πλευρά των πραγμάτων. Και που υπάρχει πιο ήσυχο μέρος από το εσωτερικό του ανθρώπου;
Όσοι καταφέρουν να κοιτάξουν προς τα ‘μέσα’, δεν θα μείνουν ποτέ ξανά ‘απ΄ έξω’. Αν ο άνθρωπος καταφέρει και βρει την ευτυχία, αν βάλει τάξη στον εαυτό του, τότε θα βάλει τάξη και στον κόσμο γύρω του. Για αυτό, και στην πόλη που θα προστατεύω αργότερα, θα βρίσκεσαι παντού, και θα σε τιμούν οι κάτοικοι της, ώστε όλοι να θυμούνται πως ο νους είναι ο μέγας ‘μεταποιητής’, και πως στο νου δεν υπάρχει σκότος, αλλά μόνο η αμάθεια.
Ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μες στο μυαλό του ανθρώπου. Για αυτό τον λόγο θα πρέπει ο άνθρωπος να μάθει να βλέπει τα πράγματα ‘φωτισμένα’ σωστά. Θα πρέπει να γνωρίζει πως πίσω από κάθε συμπαντικό νόμο, κρύβεται η αρμονία ή ανάγκη, ο σκοπός, και πως το χαλινάρι της ψυχής για τον άνθρωπο είναι ο νους.
Αν οι άνθρωποι ακούσουν τον λόγο μου και σε τιμήσουν ανάλογα, τότε η φιλοσοφία, οι τέχνες και η προστασία μου, θα είναι συμπαραστάτης τους. Όταν υπάρχουν ικανοί στρατηγοί στο πεδίο της μάχης, θα πετάς από πάνω τους, και αυτοί θα κερδίζουν τις μάχες. Φύγε τώρα καλή μου γλαύκα συναντήσεις το πεπρωμένο σου!».
Και η γλαύκα πέταξε για την πόλη, που αργότερα θα ονομαζόταν Αθήνα...!
Γλέντι τρικούβερτο στήθηκε στον Όλυμπο. Η Ήβη γέμιζε με αμβροσία της κούπες των Θεών, ενώ οι Μούσες εύφραιναν τις αισθήσεις των Θεών με τις τέχνες τους. Η μόνη που ήταν χολωμένη, ήταν η Ήρα, σιγόβραζε στο ζουμί της. «Ακούς εκεί», ο Δίας να έχει κόρη χωρίς την συμμετοχή της, «αμήτορ», η κόρη του, τι ήταν αυτή δηλαδή, διακοσμητικό στοιχείο; Πως θα την σέβονταν Θεοί και άνθρωποι;Ο Δίας ήξερε τι τον περίμενε, ατελείωτη Θεϊκή κρεβατομουρμούρα.
«Την κάναμε», σκέφτηκε, ποιος την ακούει τώρα πάλι; Και ο αρχηγός του Ολύμπου, έκανε την ντρίπλα, και έβαλε γκολ από την σέντρα.
- «Ολύμπιοι Θεοί ημέρα χαράς σήμερα, ήρθε νομίζω η ώρα» είπε, «να μοιράσουμε τις πολιτείες των ανθρώπων υπό την προστασία μας».
Κάθε Θεός θα έπαιρνε υπό την προστασία κάποιες από τις πολιτείες των ανθρώπων, ώστε και αυτοί να προσφέρουν θυσίες στον προστάτη Θεό τους, αλλά και ο προστάτης Θεός να συμπαραστέκεται αρωγός στις αγαπημένες πολιτείες του. Έτσι μοιράστηκαν όλες οι πολιτείες, εκτός από μία μικρή πόλη, την Κεκροπία, η οποία βρισκόταν στην Αττική. Βασιλιάς σε αυτήν ήταν ο Κέκροπας, μισός άνθρωπος μισός φίδι. Τόσο ο Θεός της θάλασσας ο Ποσειδώνας, όσο και η νεογέννητη Αθηνά, διεκδικούσαν την πατρότητα της μικρής αυτής πόλης, που όμως στο μέλλον προοριζόταν να γίνει σπουδαία. Η πιο σπουδαία από όλες.
«Για σκέψου φίλε μου» σκέφθηκε ο Ποσειδώνας για την Αθηνά, «μόλις ξεμύτισε το μούλικο», και με λογαριάζει για όμοιο και ισοδύναμο της.
- «Δία, συνέτισε την κόρη σου, γιατί Θεά της Σοφίας θέλει να γίνει όπως λέει, και εσύ βεβαίως το φρόντισες, αλλά δεν είναι σοφό τα πόδια να θέλουν να χτυπήσουν το κεφάλι. Είμαι ή δεν είμαι αδελφός σου, και ένας από τους τρείς φύλακες και τοποτηρητές του κόσμου; Η κόρη σου ακόμη δεν γεννήθηκε, και θέλει τιμές και λούσα....»
«Την κάτσαμε την βάρκα», σκέφτηκε ο Δίας, πήγα να γλιτώσω την κρεβατομουρμούρα της Ήρας, και θα βρω μεγαλύτερο μπελά με τον Ποσειδώνα…! Τον συλλογισμό του διέκοψε η Αθηνά, η οποία αποκρίθηκε ως εξής στον Ποσειδώνα.
- «Σεβάσμιε Θείε Ποσειδώνα κυβερνήτη της Θάλασσας και των υδάτων, συγχώρα με, μα ήδη έχεις πολλές πολιτείες υπό την εποπτεία σου, εγώ όμως καμία, δεν αξίζει λοιπόν η ανιψιά σου ένα δώρο υποδοχής στον Όλυμπο;»
- «Τα δώρα δεν τα παίρνουν με το έτσι θέλω Αθηνά»-, της αποκρίθηκε ο Ποσειδώνας, στραβώνοντας τα χείλη του.
- «Δεν υπάρχει λόγος να χαλάμε την διάθεση μας, τους διέκοψε ο Δίας, σήμερα είναι ημέρα χαράς και γλεντιού. Η πιο σωστή και δίκαιη λύση είναι να αποφασίσουν οι ίδιοι οι θνητοί, ποιόν θέλουν για προστάτη της πόλης τους. Θα προσφέρετε και οι δύο τα δώρα σας, και ας κερδίσει ο καλύτερος», πρότεινε ο Δίας.
Ο Γοργοπόδαρος Ερμής πέταξε γρήγορα στον Κέκροπα, τον βασιλιά φίδι, αυτόν που είχε βγει από την γη καθώς έλεγαν, εφόσον ήταν αυτόχθων, ώστε να ανέβει στην Ακρόπολη μαζί με τους πολίτες της Κεκροπίας, και να διαλέξουν ποιο δώρο θα ήταν καλύτερο. Της Αθηνάς ή του Ποσειδώνα. Στην συνέχεια κατέβηκαν όλοι οι Θεοί στην Κεκροπία, ώστε να είναι μάρτυρες του Θεϊκού διαγωνισμού.
Κοσμοσυρροή λοιπόν στης Ακρόπολης τα μέρη, Θεοί και θνητοί, μαζεμένοι για την μεγάλη απόφαση. Ξάφνου, εμφανίζεται ο Ποσειδώνας με όλη του την μεγαλοπρέπεια στο βράχο της Ακρόπολης όπου ήταν μαζεμένοι άπαντες, χτυπά την τρίαινα του σε έναν από τους βράχους της Ακροπόλεως, και αμέσως ως δια μαγείας, αναβλύζει από εκεί, διάφανο κρυστάλλινο πόσιμο νερό. Ένα επιφώνημα θαυμασμού απλώθηκε στην μεριά των υπηκόων του Κέκροπα.
- «Αυτό είναι το δώρο μου σε εσάς πολίτες της Κεκροπίας. Αν διαλέξετε εμένα, τότε η πόλη αυτή, θα έχει πάντα νερό για τους πολίτες της και τα σπαρτά της», δήλωσε μεγαλόπρεπα και με αυτοπεποίθηση ο Ποσειδώνας. Για να σε δούμε τώρα μικρούλα σκέφτηκε χαιρέκακα ο Θεός της Θάλασσας.
Γελά καλύτερα όποιος γελά τελευταίος, σκέφτηκε Αθηνά.
- «Λαέ της Κεκροπίας», φώναξε η Αθηνά, εμφανιζόμενη μπροστά τους με την Αίγα και την Μέδουσα επάνω στην πανοπλία της, κραδαίνοντας το δόρυ της. Σιγή επικράτησε στους θνητούς, δεν είχαν ξαναδεί τέτοια όμορφη και συνάμα πολεμική Θεά. Όμορφη ψιλόλιγνη και αρματωμένη, εντυπωσιακή, αλλά και επικίνδυνη ταυτόχρονα.
- «Το δικό μου δώρο, δεν θα είναι από τα γνωστά που έχετε συνηθίσει και που ξέρετε, είπε».
Χτυπά το δόρυ της στον απέναντι βράχο από εκεί που προηγουμένως είχε χτυπήσει ο Ποσειδώνας, και αμέσως ξεπετάχτηκε, ένα δέντρο μοναδικό. Τα φύλλα του από την πάνω μεριά ήταν πράσινα, ενώ από την κάτω, είχαν χρώμα ασημένιο, δηλώνοντας έτσι την αξία και μοναδικότητα του δένδρου. Οι καρποί του μικροί και μαύροι.
- «Το δέντρο αυτό» δήλωσε η Αθηνά στους έκπληκτους κατοίκους της Κεκροπίας, «θα σας δίνει το ξύλο του για να ζεσταίνεστε και να μαγειρεύεται, το καρπό του για να τον τρώτε, αλλά και το μαγικό χρυσαφένιο λάδι που θα παίρνετε από τους καρπούς του για να το χρησιμοποιείται στην διατροφή σας και όχι μόνο. Τα φύλλα της Ελιάς τέλος θα γίνουν το σύμβολο της ειρήνης».
Δεν χρειάστηκε να πει περισσότερα η Αθηνά. Η πλάστιγγα είχε ήδη γείρει προς το μέρος της, ήταν φανερό από τους ψιθύρους ανάμεσα στους πολίτες της Κεκροπίας. Το δώρο αυτό θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο, καθώς θα κάλυπτε πολλές από τις ανάγκες των θνητών. Ο Κέκροπας, απλώς ανακοίνωσε, αυτό που ήδη είχαν καταλάβει οι Αθάνατοι Ολύμπιοι Θεοί, αλλά και οι Θνητοί.
- «Μακάριοι και τρισόλβιοι Θεοί , μικροί και ευεργετούντες εμείς οι λιγόχρονοι θνητοί, ανάξιοι για τα Θεϊκά σας δώρα», άρχισε με μαλαγανιές ο Κέκροπας φοβούμενος την οργή του κραταιού και μεγαλοσείστη Ποσειδώνα, «πως μπορούμε να διαλέξουμε το καλύτερο; Δώρα Θεϊκά το ένα καλύτερο από το άλλο. Ποσειδώνα παντοδύναμε το νερό δώρο ζωής μοναδικό σε ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας. Αθηνά κόρη μονάκριβη του Δία, το δώρο σου έκπληξη μεγάλη, την περιέργεια μας άναψε. Για αυτό και εμείς το δικό σου δώρο σεβάσμια Θεά, με μεγάλη χαρά θα δεχθούμε.»
Ο Δίας χαμογέλασε, η κόρη του ήδη κέρδισε την πρώτη της μάχη. Ο Ποσειδώνας δεν έχασε λεπτό, χολωμένος στα βάθη του βασιλείου του, στην απέραντη Θάλασσα, γοργά εξαφανίστηκε.
Η Αθηνά έθεσε την πόλη υπό την προστασία της, και το όνομα της πια θα άλλαζε. Αθήνα πλέον θα λεγόταν η Κεκροπία, και στο μέλλον πόλη λαμπρή θα γινόταν στα πέρατα του κόσμου για τις τέχνες , την Φιλοσοφία, τις επιστήμες, αλλά και τους ανθρώπους της. Η γλαύκα της θα κοσμούσε κάθε γωνιά της πόλης, θυμίζοντας σε όλους πως η πόλη ανήκε στην Θεά της Σοφίας. Ο Νους και ο λογισμός θα νικούσε το άγνωστο, το χάος, την δεισιδαιμονία και το φόβο των ανθρώπων για το παράλογο. Για αυτό τον λόγο και αργότερα στις μετόπες του Παρθενώνα του ναού της σοφίας, προς τιμή της Θεάς της σοφίας, ναό που οι Αθηναίοι θα κατασκεύαζαν, θα αποτύπωναν καλλιτεχνικά την νίκη του λογικού στο παράλογο, απεικόνιση την οποία συμβόλιζε η Τιτανομαχία και η Κενταυρομαχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου