Το χαμένο έργο “Περί αλυπίας” του Γαληνού ανακαλύφθηκε τυχαία το 2005 στη Θεσσαλονίκη. Το χειρόγραφο βρέθηκε από τον νεαρό Γάλλο ερευνητή Antoine Pietrobelli.
Το θέμα του Γαληνού είναι η αποφυγή της θλίψης με τη βοήθεια της φιλοσοφίας.
Η απώλεια, η κακοδαιμονία, οι συμφορές που μας τυχαίνουν και μας βυθίζουν στη στενοχώρια, για τους Έλληνες φιλοσόφους δεν ήταν παρά προκλήσεις-ευκαιρίες να επιβεβαιώσουν την αποτελεσματικότητα των όπλων τους, κάνοντας πράξη τη θεωρία τους. Ο Γαληνός περιγράφει σε ένα φίλο του το μέγεθος της συμφοράς που τον βρήκε: σε μια πυρκαγιά έχασε ό,τι είχε και δεν είχε -για την ακρίβεια, όλα όσα είχαν γι’ αυτόν αξία-, όλα τα βιβλία που είχε συγγράψει, όλα τα ιατρικά του εργαλεία, τα φάρμακα και τις συνταγές του, τα έργα των άλλων συγγραφέων που είχε στη βιβλιοθήκη του. Ο φίλος του είχε ζητήσει να μάθει για ποιο λόγο ο Γαληνός δεν έδειξε να θλίβεται για αυτή την τόσο μεγάλη απώλεια και συνέχιζε τη ζωή του σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Η απάντηση/πραγματεία του Γαληνού βοηθά τον αναγνώστη να αναγνωρίσει ότι το υπέρτατο συμφέρον του έγκειται στη σωστή αξιολόγηση των υλικών αποκτημάτων: μια διαχρονική αλήθεια που διατηρεί την ισχύ της σε όλες τις εποχές και όλους τους τόπους…
Διαβάστε ένα μικρό απόσπασμα:
Ίσως λοιπόν θα πεις ότι η εκπλήρωση της επιθυμίας σου αναβάλλεται και ότι προτιμάς να μάθεις πώς, ενώ έχασα μια τόσο μεγάλη ποικιλία πραγμάτων, το καθένα από τα οποία θα ήταν από μόνο του αιτία πολύ μεγάλης λύπης για τους άλλους ανθρώπους, εγώ δεν στενοχωρήθηκα, όπως κάποιοι άλλοι, αλλά αντιμετώπισα πολύ καλά το γεγονός. Γι’ αυτό όμως θα σου δώσω δύο απαντήσεις- ως προς την πρώτη, θα πρέπει να θυμηθείς ότι πολλές φορές με έχεις ακούσει να αναπτύσσω τέτοια επιχειρήματα, τα οποία θα αρχίσω τώρα να σου υπενθυμίζω.
Όντας φιλήδονος ο Αρίστιππος, δεν αρκούνταν σε μια λιτή διατροφή αλλά αγόραζε κάθε μέρα πανάκριβα εδέσματα και έδινε κάθε φορά άφθονα χρήματα στις ωραιότερες εταίρες της εποχής του. Παρ’ ότι όμως ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος είχε ανάγκη από πολλά, κάποτε που επέστρεφε από τον Πειραιά (γιατί συνήθιζε πάντα να πηγαίνει με τα πόδια, όχι μόνο σε αυτές τις μικρές διαδρομές αλλά και στις μεγάλες), όταν είδε τον υπηρέτη του να μην μπορεί να τα βγάλει πέρα με το φορτίο που κουβαλούσε -ήταν ένας σάκος γεμάτος χρυσά νομίσματα- τον παρότρυνε να πετάξει τόσο, ώστε να μπορεί το υπόλοιπο να το μεταφέρει εύκολα.
Σύμφωνα με την ίδια αντίληψη έκανε λοιπόν και το ακόλουθο: Ενώ είχε τέσσερα χωράφια στην πατρίδα του, έχασε από μια συγκυρία ένα από αυτά, ώστε του έμεναν πλέον τρία. Όταν τον συνάντησε λοιπόν κάποιος από τους συμπολίτες του και ήταν έτοιμος να του εκφράσει τη λύπη του για τη ζημιά που έπαθε. Γέλασε λοιπόν ο Αρίστιππος και είπε:
«Γιατί να εκφράζεις εσύ τη λύπη σου σε μένα, που έχω τρία τόσο καλά χωράφια, ενώ εσύ μόνο ένα, και να μη σου εκφράσω τη λύπη μου εγώ;»
Έδειξε έτσι πολύ ωραία αυτό που έχεις ακούσει πολλές φορές να το λέω εγώ, ότι δηλαδή δεν πρέπει να εστιάζει κανείς σε κάτι που χάνεται, αλλά να υπολογίζει πώς αυτοί που πήραν από τον πατέρα τους τρία χωράφια δεν θα αντέχουν να έχουν οι άλλοι τριάντα. Γιατί και αν έχουν τριάντα, θα βλέπουν άλλους να έχουν πενήντα” και αν με τη σειρά τους αποκτήσουν και οι ίδιοι τόσα, θα βλέπουν κάποιους άλλους να έχουν εβδομήντα” και αν έχουν τα εβδομήντα, θα βλέπουν άλλους να έχουν περισσότερα από εκατό. Με αποτέλεσμα σιγά σιγά να επιθυμούν τα πάντα” και με την έννοια αυτή θα είναι πάντα φτωχοί, αφού η επιθυμία τους δεν θα ικανοποιείται.
Αν όμως κανείς δεν εξετάζει διαρκώς πόσα χωράφια έχει ο άλλος, αλλά πόσα είναι στον ίδιο αρκετά για τα έξοδά του, θα αντέξει εύκολα την απώλεια των περιττών. Γιατί αν κάποιος που έχει ένα μόνο χωράφι το χάσει, θα είναι εντελώς άπορος, ώστε λογικό είναι να λυπηθεί΄ αν όμως χάσει ένα χωράφι από τα τέσσερα, θα είναι στην ίδια θέση με εκείνους που από την αρχή είχαν τρία” επομένως γι’ αυτόν δεν είναι σπουδαίο πράγμα το να μη λυπάται, αφού του μένουν ακόμη τρία χωράφια: σπουδαίο είναι να υπομένει δίχως θλίψη τη φτώχεια του αυτός που δεν έχει ούτε ένα χωράφι, όπως την υπέμενε ο Κράτης. Και γι’ αυτόν τον λόγο είναι ακόμη πιο σπουδαίο, αν δεν έχει ούτε καν σπίτι, όπως ο Διογένης.
Το θέμα του Γαληνού είναι η αποφυγή της θλίψης με τη βοήθεια της φιλοσοφίας.
Η απώλεια, η κακοδαιμονία, οι συμφορές που μας τυχαίνουν και μας βυθίζουν στη στενοχώρια, για τους Έλληνες φιλοσόφους δεν ήταν παρά προκλήσεις-ευκαιρίες να επιβεβαιώσουν την αποτελεσματικότητα των όπλων τους, κάνοντας πράξη τη θεωρία τους. Ο Γαληνός περιγράφει σε ένα φίλο του το μέγεθος της συμφοράς που τον βρήκε: σε μια πυρκαγιά έχασε ό,τι είχε και δεν είχε -για την ακρίβεια, όλα όσα είχαν γι’ αυτόν αξία-, όλα τα βιβλία που είχε συγγράψει, όλα τα ιατρικά του εργαλεία, τα φάρμακα και τις συνταγές του, τα έργα των άλλων συγγραφέων που είχε στη βιβλιοθήκη του. Ο φίλος του είχε ζητήσει να μάθει για ποιο λόγο ο Γαληνός δεν έδειξε να θλίβεται για αυτή την τόσο μεγάλη απώλεια και συνέχιζε τη ζωή του σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Η απάντηση/πραγματεία του Γαληνού βοηθά τον αναγνώστη να αναγνωρίσει ότι το υπέρτατο συμφέρον του έγκειται στη σωστή αξιολόγηση των υλικών αποκτημάτων: μια διαχρονική αλήθεια που διατηρεί την ισχύ της σε όλες τις εποχές και όλους τους τόπους…
Διαβάστε ένα μικρό απόσπασμα:
Ίσως λοιπόν θα πεις ότι η εκπλήρωση της επιθυμίας σου αναβάλλεται και ότι προτιμάς να μάθεις πώς, ενώ έχασα μια τόσο μεγάλη ποικιλία πραγμάτων, το καθένα από τα οποία θα ήταν από μόνο του αιτία πολύ μεγάλης λύπης για τους άλλους ανθρώπους, εγώ δεν στενοχωρήθηκα, όπως κάποιοι άλλοι, αλλά αντιμετώπισα πολύ καλά το γεγονός. Γι’ αυτό όμως θα σου δώσω δύο απαντήσεις- ως προς την πρώτη, θα πρέπει να θυμηθείς ότι πολλές φορές με έχεις ακούσει να αναπτύσσω τέτοια επιχειρήματα, τα οποία θα αρχίσω τώρα να σου υπενθυμίζω.
Όντας φιλήδονος ο Αρίστιππος, δεν αρκούνταν σε μια λιτή διατροφή αλλά αγόραζε κάθε μέρα πανάκριβα εδέσματα και έδινε κάθε φορά άφθονα χρήματα στις ωραιότερες εταίρες της εποχής του. Παρ’ ότι όμως ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος είχε ανάγκη από πολλά, κάποτε που επέστρεφε από τον Πειραιά (γιατί συνήθιζε πάντα να πηγαίνει με τα πόδια, όχι μόνο σε αυτές τις μικρές διαδρομές αλλά και στις μεγάλες), όταν είδε τον υπηρέτη του να μην μπορεί να τα βγάλει πέρα με το φορτίο που κουβαλούσε -ήταν ένας σάκος γεμάτος χρυσά νομίσματα- τον παρότρυνε να πετάξει τόσο, ώστε να μπορεί το υπόλοιπο να το μεταφέρει εύκολα.
Σύμφωνα με την ίδια αντίληψη έκανε λοιπόν και το ακόλουθο: Ενώ είχε τέσσερα χωράφια στην πατρίδα του, έχασε από μια συγκυρία ένα από αυτά, ώστε του έμεναν πλέον τρία. Όταν τον συνάντησε λοιπόν κάποιος από τους συμπολίτες του και ήταν έτοιμος να του εκφράσει τη λύπη του για τη ζημιά που έπαθε. Γέλασε λοιπόν ο Αρίστιππος και είπε:
«Γιατί να εκφράζεις εσύ τη λύπη σου σε μένα, που έχω τρία τόσο καλά χωράφια, ενώ εσύ μόνο ένα, και να μη σου εκφράσω τη λύπη μου εγώ;»
Έδειξε έτσι πολύ ωραία αυτό που έχεις ακούσει πολλές φορές να το λέω εγώ, ότι δηλαδή δεν πρέπει να εστιάζει κανείς σε κάτι που χάνεται, αλλά να υπολογίζει πώς αυτοί που πήραν από τον πατέρα τους τρία χωράφια δεν θα αντέχουν να έχουν οι άλλοι τριάντα. Γιατί και αν έχουν τριάντα, θα βλέπουν άλλους να έχουν πενήντα” και αν με τη σειρά τους αποκτήσουν και οι ίδιοι τόσα, θα βλέπουν κάποιους άλλους να έχουν εβδομήντα” και αν έχουν τα εβδομήντα, θα βλέπουν άλλους να έχουν περισσότερα από εκατό. Με αποτέλεσμα σιγά σιγά να επιθυμούν τα πάντα” και με την έννοια αυτή θα είναι πάντα φτωχοί, αφού η επιθυμία τους δεν θα ικανοποιείται.
Αν όμως κανείς δεν εξετάζει διαρκώς πόσα χωράφια έχει ο άλλος, αλλά πόσα είναι στον ίδιο αρκετά για τα έξοδά του, θα αντέξει εύκολα την απώλεια των περιττών. Γιατί αν κάποιος που έχει ένα μόνο χωράφι το χάσει, θα είναι εντελώς άπορος, ώστε λογικό είναι να λυπηθεί΄ αν όμως χάσει ένα χωράφι από τα τέσσερα, θα είναι στην ίδια θέση με εκείνους που από την αρχή είχαν τρία” επομένως γι’ αυτόν δεν είναι σπουδαίο πράγμα το να μη λυπάται, αφού του μένουν ακόμη τρία χωράφια: σπουδαίο είναι να υπομένει δίχως θλίψη τη φτώχεια του αυτός που δεν έχει ούτε ένα χωράφι, όπως την υπέμενε ο Κράτης. Και γι’ αυτόν τον λόγο είναι ακόμη πιο σπουδαίο, αν δεν έχει ούτε καν σπίτι, όπως ο Διογένης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου