Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1359a-1359b)

Συμβουλευτικός λόγος: κεφ. 4-8

[IV] Πρῶτον μὲν οὖν ληπτέον περὶ ποῖα ἀγαθὰ ἢ κακὰ ὁ συμβουλεύων συμβουλεύει, ἐπειδὴ οὐ περὶ ἅπαντα ἀλλ᾽ ὅσα ἐνδέχεται καὶ γενέσθαι καὶ μή, ὅσα δὲ ἐξ ἀνάγκης ἢ ἔστιν ἢ ἔσται, ἢ ἀδύνατον ἢ εἶναι ἢ γενέσθαι, περὶ δὲ τούτων οὐκ ἔστι συμβουλή. οὐδὲ δὴ περὶ τῶν ἐνδεχομένων ἁπάντων· ἔστιν γὰρ καὶ φύσει ἔνια καὶ ἀπὸ τύχης γινόμενα ἀγαθὰ τῶν ἐνδεχομένων καὶ γίγνεσθαι καὶ μή, περὶ ὧν οὐδὲν πρὸ ἔργου τὸ συμβουλεύειν· ἀλλὰ δῆλον ὅτι περὶ ὅσων ἐστὶν τὸ βουλεύεσθαι. τοιαῦτα δ᾽ ἐστὶν ὅσα πέφυκεν ἀνάγεσθαι εἰς ἡμᾶς, καὶ ὧν ἡ ἀρχὴ τῆς γενέσεως ἐφ᾽ ἡμῖν ἐστιν· μέχρι γὰρ τούτου

[1359b] σκοποῦμεν, ἕως ἂν εὕρωμεν εἰ ἡμῖν δυνατὰ ἢ ἀδύνατα πρᾶξαι. καθ᾽ ἕκαστον μὲν οὖν ἀκριβῶς διαριθμήσασθαι καὶ διαλαβεῖν εἰς εἴδη περὶ ὧν εἰώθασι χρηματίζειν, ἔτι δ᾽ ὅσον ἐνδέχεται περὶ αὐτῶν διορίσαι κατὰ τὴν ἀλήθειαν, οὐ δεῖ κατὰ τὸν παρόντα καιρὸν ζητεῖν διὰ τὸ μήτε τῆς ῥητορικῆς εἶναι τέχνης, ἀλλ᾽ ἐμφρονεστέρας καὶ μᾶλλον ἀληθινῆς, πολλῷ τε πλείω δεδόσθαι καὶ νῦν αὐτῇ τῶν οἰκείων θεωρημάτων· ὅπερ γὰρ καὶ πρότερον εἰρηκότες τυγχάνομεν ἀληθές ἐστιν, ὅτι ἡ ῥητορικὴ σύγκειται μὲν ἔκ τε τῆς ἀναλυτικῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς περὶ τὰ ἤθη πολιτικῆς, ὁμοία δ᾽ ἐστὶν τὰ μὲν τῇ διαλεκτικῇ τὰ δὲ τοῖς σοφιστικοῖς λόγοις. ὅσῳ δ᾽ ἄν τις ἢ τὴν διαλεκτικὴν ἢ ταύτην μὴ καθάπερ ἂν δυνάμεις ἀλλ᾽ ἐπιστήμας πειρᾶται κατασκευάζειν, λήσεται τὴν φύσιν αὐτῶν ἀφανίσας τῷ μεταβαίνειν ἐπισκευάζων εἰς ἐπιστήμας ὑποκειμένων τινῶν πραγμάτων, ἀλλὰ μὴ μόνον λόγων. ὅμως δὲ ὅσα πρὸ ἔργου μέν ἐστι διελεῖν, ἔτι δ᾽ ὑπολείπει σκέψιν τῇ πολιτικῇ ἐπιστήμῃ, εἴπωμεν καὶ νῦν. σχεδὸν γάρ, περὶ ὧν βουλεύονται πάντες καὶ περὶ ὧν ἀγορεύουσιν οἱ συμβουλεύοντες, τὰ μέγιστα τυγχάνει πέντε τὸν ἀριθμὸν ὄντα· ταῦτα δ᾽ ἐστὶν περί τε πόρων, καὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, ἔτι δὲ περὶ φυλακῆς τῆς χώρας, καὶ τῶν εἰσαγομένων καὶ ἐξαγομένων, καὶ νομοθεσίας· ὥστε περὶ μὲν πόρων τὸν μέλλοντα συμβουλεύειν δέοι ἂν τὰς προσόδους τῆς πόλεως εἰδέναι τίνες καὶ πόσαι, ὅπως εἴτε τις παραλείπεται προστεθῇ καὶ εἴ τις ἐλάττων αὐξηθῇ, ἔτι δὲ τὰς δαπάνας τῆς πόλεως ἁπάσας, ὅπως εἴ τις περίεργος ἀφαιρεθῇ καὶ εἴ τις μείζων ἐλάττων γένηται· οὐ γὰρ μόνον πρὸς τὰ ὑπάρχοντα προστιθέντες πλουσιώτεροι γίγνονται, ἀλλὰ καὶ ἀφαιροῦντες τῶν δαπανημάτων. ταῦτα δ᾽ οὐ μόνον ἐκ τῆς περὶ τὰ ἴδια ἐμπειρίας ἐνδέχεται συνορᾶν, ἀλλ᾽ ἀναγκαῖον καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱστορικὸν εἶναι πρὸς τὴν περὶ τούτων συμβουλήν.

***
[4] Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το θέμα «Για ποιά καλά και για ποιά κακά πράγματα συμβουλεύει ο συμβουλευτικός ρήτορας», γιατί δεν συμβουλεύει, βέβαια, για τα πάντα, αλλά μόνο για εκείνα που είναι ενδεχόμενο να γίνουν ή να μη γίνουν. Γι᾽ αυτά που συμβαίνουν τώρα ή θα συμβούν στο μέλλον ως αποτέλεσμα ανάγκης, ή γι᾽ αυτά που είναι αδύνατο να συμβούν τώρα ή στο μέλλον, δεν χωράει συμβουλή. Ούτε, πάλι, χωράει συμβουλή για όλα ανεξαίρετα τα ενδεχόμενα· γιατί από τα καλά πράγματα που είναι ενδεχόμενο να γίνουν ή να μη γίνουν μερικά γίνονται από μόνα τους και τυχαία: γι᾽ αυτά η συμβουλή είναι ολωσδιόλου ανώφελη. Αντίθετα, είναι φανερό ότι η συμβουλή έχει νόημα μόνο για πράγματα που μπορούν να είναι αντικείμενο διαβούλευσης· τέτοια είναι όσα από τη φύση τους ανάγονται σε μας τους ίδιους, καθώς και αυτά που η αρχή της ύπαρξής τους εξαρτάται από τη δική μας δύναμη. Πραγματικά, την έρευνά μας την προχωρούμε

[1359b] ώσπου να διαπιστώσουμε αν ένα πράγμα είναι δυνατό ή δεν είναι δυνατό για μας να το κάνουμε.

Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή καμιά ανάγκη να προσπαθήσουμε να απαριθμήσουμε με ακρίβεια, ένα προς ένα, και να μοιράσουμε σε κατηγορίες όλα τα θέματα για τα οποία συνηθίζουν οι άνθρωποι να διαβουλεύονται και να συζητούν· προπαντός δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε να δώσουμε, στο μέτρο του δυνατού, τους επιστημονικούς ορισμούς τους, πρώτον γιατί αυτό δεν είναι δουλειά της ρητορικής τέχνης, αλλά μιας επιστήμης με περισσότερες ειδικές γνώσεις και με μεγαλύτερη προσέγγιση στην αλήθεια, και δεύτερον γιατί ήδη έχει προσδοθεί στη ρητορική τέχνη πεδίο θεωρητικής διερεύνησης πολύ ευρύτερο από αυτό που της ανήκει. Αυτό που είπαμε και πρωτύτερα είναι, πράγματι, αλήθεια, ότι η ρητορική τέχνη είναι ένας συνδυασμός της αναλυτικής επιστήμης και της σχετικής με τα ηθικά θέματα πολιτικής επιστήμης, και ότι από τη μια μοιάζει με τη διαλεκτική και από την άλλη με τους σοφιστικούς λόγους. Όσο προσπαθεί κανείς να κάνει τη διαλεκτική ή τη ρητορική, για την οποία μιλούμε, όχι αυτό που πράγματι είναι, δηλαδή δεξιότητες, αλλά ειδικούς γνωστικούς κλάδους, θα καταστρέψει, δίχως να το αντιληφθεί, την πραγματική τους φύση μεταβάλλοντάς τες, με αυτήν την αλλαγή, σε επιστήμες κάποιων συγκεκριμένων πραγμάτων και όχι απλώς του λόγου. Παρ᾽ όλα αυτά, μπορούμε και τώρα να πούμε όσα είναι χρήσιμο να ξεδιαλυθούν, αφήνοντας την πληρέστερη διερεύνηση του θέματος στην πολιτική επιστήμη.

Τα πιο σημαντικά θέματα για τα οποία συζητούν και διαβουλεύονται οι άνθρωποι και για τα οποία μιλούν οι συμβουλευτικοί ρήτορες είναι, θα έλεγα, πέντε. Αυτά είναι: τα δημόσια οικονομικά, ο πόλεμος και η ειρήνη, η φύλαξη της χώρας, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές, η νομοθεσία.

Ο ρήτορας λοιπόν που πρόκειται να δώσει συμβουλές για τα δημόσια οικονομικά οφείλει να γνωρίζει ποιά και πόσα είναι τα έσοδα της πόλης, ώστε αν κάτι λείπει, να προστεθεί, και αν κάτι είναι λιγότερο από το απαιτούμενο, να αυξηθεί. Οφείλει επίσης να είναι ενήμερος για όλες τις δαπάνες της πόλης, ώστε αν κάποια είναι περιττή, να καταργηθεί, και αν κάποια είναι μεγαλύτερη από αυτό που χρειάζεται, να μειωθεί. Γιατί οι άνθρωποι γίνονται πλουσιότεροι όχι μόνο προσθέτοντας άλλα σ᾽ αυτά που έχουν, αλλά και περιορίζοντας τα έξοδά τους. Για όλα αυτά δεν μπορεί κανείς να έχει μια συνολική άποψη βασισμένος μόνο στην πείρα που αποκτά από τα οικονομικά της δικής του πόλης· είναι ανάγκη —αν είναι να δώσει συμβουλές για τα θέματα αυτά— να είναι καλά πληροφορημένος και για όσα έχουν ανακαλύψει πάνω στο θέμα αυτό και οι άλλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου