Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

ΙΩΑΝΝΗΣ Β' ΚΟΜΝΗΝΟΣ (1087 - 1143) - Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ 

ΟΙ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ 

Μέλη της Αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών κατέλαβαν δύο φορές το θρόνο του Βυζαντίου, την πρώτη φορά για εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα (1057 - 1059) και τη δεύτερη περισσότερο από έναν αιώνα (1081 - 1185). Πρόκειται συνολικά για πέντε γενιές και για έξι Αυτοκράτορες της δυναστείας. Η αριστοκρατική αυτή οικογένεια καταγόταν από το χωριό Κόμνη, το οποίο ορισμένοι ερευνητές το τοποθετούν στην περιοχή της Θράκης, ενώ άλλοι το συνδέουν, για μια σειρά από λόγους, με τις ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και θεωρούν ότι βρισκόταν στη Μικρά Ασία...

Απαρχές

Οι καταβολές της οικογένειας των Κομνηνών εντοπίζονται στην εποχή του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου (976 - 1025). Τότε ο Πατρίκιος Μανουήλ Κομνηνός Ερωτικός –το επώνυμο Ερωτικός προερχόταν από τη μητέρα του- ήταν στρατηγός - Αυτοκράτωρ της Ανατολής, και ο Πρωτοσπαθάριος Νικηφόρος διοικούσε το Βασπουρακάν, περιοχή στην νοτιοανατολική Αρμενία. Γενικώς οι Κομνηνοί ήταν νεότερο γένος από τους Αργυρούς, τους Δούκες, τους Σκληρούς, τους Βρυέννιους, τους Βοτανειάτες, ακόμη και από τους Βούρτζηδες, ήδη επιφανείς κατά την περίοδο αυτή. 

Στα μέσα του 11ου αιώνα τα κτήματα της οικογένειας των Κομνηνών βρίσκονταν στην περιοχή της Κασταμονής, στην Παφλαγονία. Συνεπώς, η άνοδος της οικογένειας ξεκίνησε στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου, όπου βρισκόταν η βάση της πολιτικοστρατιωτικής και της οικονομικής της ισχύος. Ο Μανουήλ Κομνηνός Ερωτικός εμπιστεύτηκε πριν από το θάνατό του τους γιους του Ισαάκιο και Ιωάννη στον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄, και αυτοί πέρασαν την παιδική τους ηλικία στην Κωνσταντινούπολη. 

Το γεγονός ότι ο Αυτοκράτορας μερίμνησε προσωπικά για τη διαπαιδαγώγηση των δύο αυτών μικρών υπηκόων του μαρτυρεί το κύρος που απολάμβανε ο γενάρχης των Κομνηνών στα χρόνια του μεγάλου Αυτοκράτορα. Μετά την παραμονή τους στη μονή Στουδίου και την εκπαίδευσή τους στην πολεμική τέχνη, οι δύο αδελφοί ξεκίνησαν τη στρατιωτική σταδιοδρομία τους, στην αρχή στις Αυτοκρατορικές εταιρείες, στα τάγματα που συμμετείχαν στη σύνθεση της Αυτοκρατορικής φρουράς, και στη συνέχεια σε επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Γενικά, τον 11ο αιώνα οι Κομνηνοί ήταν κυρίως γαιοκτήμονες και στρατιωτικοί διοικητές.

Όπως οι αδελφοί Ισαάκιος και Ιωάννης, ο οποίος ήταν Δομέστικος των σχολών, έτσι και τα μέλη της επόμενης γενιάς των Κομνηνών ακολούθησαν στρατιωτική σταδιοδρομία. Έτσι ο γιος του Ιωάννη, ο Ισαάκιος, ήταν επίσης Δομέστικος των σχολών∙ ο δεύτερος γιος του Ιωάννη, ο Μανουήλ, ήταν Πρωτοστράτωρ και ο τρίτος, ο Αλέξιος, στέφθηκε το 1081 Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Μια σημαντική στιγμή για την οικογένεια των Κομνηνών ήταν η εξέγερση των στρατηγών της Ανατολής, των επιφανέστερων δηλαδή εκπροσώπων των στρατιωτικών κύκλων της εποχής, με την οποία ανέβηκε στο θρόνο ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός (1057 - 1059). 

Το γεγονός ότι ο Ισαάκιος είχε τεθεί επικεφαλής της εξέγερσης αποτελεί σαφή ένδειξη του κύρους του. Πάντως την εποχή της εξέγερσης του 1057, οι Κομνηνοί δεν υπερτερούσαν σε σχέση με άλλες Βυζαντινές οικογένειες· μπορούμε να πούμε ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός κατέλαβε τον Αυτοκρατορικό θρόνο ως πρώτος μεταξύ ίσων. Μολονότι σύντομη, η βασιλεία του Ισαακίου δεν ήταν εντελώς ασήμαντη για την οικογένεια των Κομνηνών τις επόμενες δεκαετίες. Θα ήταν όμως λάθος να υπερτιμηθεί η σημασία της. 

Όταν ο Ισαάκιος Α΄ παραιτήθηκε από το θρόνο και ετοιμαζόταν να γίνει μοναχός, εν μέσω μιας ιδιαίτερα πολύπλοκης κατάστασης που είχε διαμορφωθεί, όρισε διάδοχό του το στενό φίλο και συνεργάτη του Κωνσταντίνο Ι΄ Δούκα. Η επιλογή αυτή προκάλεσε τη διαφωνία ορισμένων μελών της οικογένειας των Κομνηνών, πρωτίστως της συζύγου του Ισαακίου, της Αικατερίνης, αλλά και της Άννας Δαλασσηνής, συζύγου του αδελφού του Ιωάννη. Η αλήθεια είναι ότι ο Ισαάκιος Α΄ αρχικά θέλησε να παραχωρήσει το θρόνο στον αδελφό του Ιωάννη, όμως αυτός, για άγνωστους λόγους, αρνήθηκε αυτή την τιμή. 

Η επιλογή του Κωνσταντίνου Δούκα φαίνεται ότι έγινε με γνώμονα τη διασφάλιση των συμφερόντων και της ασφάλειας των Κομνηνών υπό το νέο Αυτοκράτορα. Η δυναστεία των Κομνηνών δεν προήλθε από τον κλάδο του Ισαακίου, αλλά από αυτόν του αδελφού του Ιωάννη· ο δε Ισαάκιος δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει αρκετά ισχυρή ιδεολογική βάση ούτε για τη διεκδίκηση του θρόνου από τους ανιψιούς του. Για το λόγο αυτό πραγματικός ιδρυτής της δυναστείας θεωρείται ο Αλέξιος Κομνηνός, ο νεότερος γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής.

Βυζαντινοί Αυτοκράτορες της Δυναστείας των Κομνηνών

  • Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός (1057-1059)
  • Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081 - 1118)
  • Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118 - 1143)
  • Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143 - 1180)
  • Αλέξιος Β΄ Κομνηνός (1180 - 1183)
  • Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός (1183 - 1185)

Γενεαλογία

Γενάρχης της Δυναστείας φέρεται ο Μανουήλ Ερωτικός (+1020) από την Κόμνη της Θράκης (εξ ου και το όνομα Κομνηνός) ενώ κατ' άλλους η οικογένεια κατάγεται από τα Κόμανα του Πόντου χωρίς να έχει αποδειχθεί με βεβαιότητα ο τόπος καταγωγής της. Το 978 βρίσκεται αμυνόμενος απέναντι από τον Σκληρό. Ο Βασίλειος Β' τον έκανε Δομέστικο των Σχολών της Ανατολής (στρατηγό των Ταγμάτων της Μ.Ασίας). Παντρεύτηκε δύο φορές αλλά τα ονόματα των συζύγων του είναι άγνωστα. Εκ των γάμων αυτών απέκτησε τρεις γιούς τους Νικηφόρο, Ισαάκιο ή Ισαάκ (μετέπειτα Αυτοκράτορα), τον Ιωάννη και μία κόρη.


· α1. - Νικηφόρος Κομνηνός (+1026)

· α2. - Ισαάκιος Α' Κομνηνός, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (1059 - 1059), ιδρυτής της Δυναστείας. Γεν. 1007 και πέθ. 1061. Πριν το 1057 νυμφ. την πριγκίπισσα Αικατερίνη Comitopulo (κόρη του Ivan-Vladislav βασιλέως Βουλγαρίας) με την οποία απέκτησε τον Μανουήλ και την Μαρία.

  · β1. - Μανουήλ Κομνηνός, νυμφ. την κόρη του Έλιος.
  · β2. - Μαρία Κομνηνή.

· α3. - Ιωάννης Κομνηνός, (*1015), (+1067). Νυμφ. το 1042 την Άννα Δαλασσηνή, κόρη του Αλέξιου Χάροντος κατεπάνω Ιταλίας, με την οποία απέκτησε 8 παιδιά (5 γιούς και 3 κόρες) τους: Μανουήλ, Ισαάκιο, Αλέξιο (μετέπειτα Αυτοκράτορα), Ανδριανό, Νικηφόρο, Μαρί, Ευδοκία και Θεοδώρα.

  · β1. - Μανουήλ Κομνηνός, (+1071), το 1068 νυμφ. τη Διόγεννη με την οποία απέκτησε μία κόρη.

    · γ1. - Μία κόρη (*1069) το 1081 αρραβ. ένα συγγενή του Νικηφόρου του Βοτανιάτη.

  · β2. - Ισαάκιος Κομνηνός, Δούκας της Αντιοχείας, Κυβερνήτης της Κωνσταντινουπόλεως *1047, + 1104/7. Το 1072 / 1073 νυμφ. την Ειρήνη της Αλανίας, κόρη του Δημήτριου αντιβασιλέως της Γεωργίας με την οποία και απέκτησε 8 παιδιά τους Ιωάννη, Αλέξιο, Κωνσταντίνο, Ανδριανό, Άννα, Μαρία, Σοφία και Ευδοκία.

    · γ1. - Ιωάννης Κομνηνός, Δούκας του Δυρραχίου, *1073, +1106, νυμφ. την Άννα Δούκαινα με την οποία απέκτησε 3 γιούς και μία κόρη τους Ανδρόνικο, Αλέξιο, Ανδριανό και την Ευδοκία.

      · δ1. - Ανδρόνικος Κομνηνός, νυμφ. την Ευδοκία Δούκαινα με την οποία απέκτησε μία κόρη την Άννα.

        · ε1. - Άννα Κομνηνή Δούκαινα, παντρ. τον Αλέξιο Κομνηνό Ανεμά.

      · δ2. - Αλέξιος Κομνηνός, νυμφ. την Ειρήνη Συναδινή με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Ανδριανό.

        · ε1. - Ανδριανός Κομνηνός, νυμφ. την Άννα Κοντοστεφανίνα.

      · δ3. - Ανδριανός Κομνηνός.

      · δ4. - Ευδοκία Κομνηνή, παντρ. τον Αλέξιο Ταρχανιώτη.

    · γ2. - Αλέξιος Κομνηνός, Δούκας του Δυρραχίου, νυμφ. τη Ζωή, πέθ. μετά από θεραπεία ενός μάγου.

    · γ3. - Κωνσταντίνος Κομνηνός, Δούκας της Βέροιας, νυμφ. μάλλον την Ευφορβίνη από την Αντιόχεια με την οποία απέκτησε δύο γιούς τον Ιωάννη και τον Στέφανο.

      · δ1. - Ιωάννης Κομνηνός, "εκάρει" μοναχός.

      · δ2. - Στέφανος Κομνηνός, νυμφ. την Ευδοκία (1147 / 51) κόρη του Ιωάννου Αξούχ, με την οποία απέκτησε τον Κωνσταντίνο και την Ειρήνη.

        · ε1. - Κωνσταντίνος Κομνηνός (καμία άλλη πληροφορία)

        · ε2. - Ειρήνη Κομνηνή, *1115, παντρ. 1170; Ισαάκιο Βατάτζη.

    · γ4. - Ανδριανός Κομνηνός, μητροπολίτης Οχρίδος, νυμφ. το 1110 και απέκτησε μία κόρη την Θεοδώρα.

      · δ1. - Θεοδώρα Κομνηνή *1110 παντρ. τον Ανδρόνικο Κοντοστέφανο.

    · γ5. - Άννα Κομνηνή, παντρ. τον Ιωάννη Δούκα.

    · γ6. - Μαρία Κομνηνή, αρραβ. τον Γρηγόριο Γαβρά τον οποίο και χώρισε από τους συγγενείς.

    · γ7. - Σοφία Κομνηνή, παντρ. τον Νικόλαο Δοκειανό.

    · γ8. - Ευδοκία Κομνηνή, παντρ. τον Νικηφόρο Βοτανιάτη.

  · β3. - Αλέξιος Α' Κομνηνός, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (1081 - 1118). Γεν. 1048 / 57, πέθ. 15 Αυγούστου 1118. Νυμφ. 1ο το 1075 την Αργυροπουλίνα (+1077) και 2ο το 1078 την Ειρήνη Δούκαινα (*1066, +1123 / 36) μικρανεψιά του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα. Από τους δύο γάμους απέκτησε 9 παιδιά (4 γιούς και 5 κόρες) τους: Ιωάννη, μετέπειτα Αυτοκράτορα, Ανδρόνικο, Ισαάκιο, Μανουήλ, Άννα, Μαρία, Ευδοκία, Θεοδώρα και Ζωή.

    · γ1. - Ιωάννης Β΄ Κομνηνός Δούκας, Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων (1118 - 1143). Γενν. 13 Σεπτεμβρίου 1087, πέθ 8 Απριλίου 1143 Νυμφ. το 1104 / 5 την Πιρόσκα (Αγ. Ειρήνη της Ουγγαρίας) των Άρπαντ (+13 Αυγούστου 1134), κόρη του αγίου Λαδισλάου βασιλέως Ουγγαρίας, με την οποία απέκτησε 8 παιδιά (4 γιούς και 4 κόρες) τους: Αλέξιο - μετέπειτα συναυτοκράτορα, Ανδρόνικο, Ισαάκιο, Μανουήλ - μετέπειτα Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, Μαρία, Άννα, Θεοδώρα και Ευδοκία.

      · δ1. - Αλέξιος Κομνηνός συναυτοκράτορας. *1106, +1142. Νυμφ. 1ο την πριγκίπισσα Ευπραξία του Κιέβου (+1136) των Ρούρικ, κόρη του Βλαντιμίρ Β' μεγάλου πρίγιπος του Κιέβου και 2ο την πριγκίπισσα Κάτα (Ειρήνη) των Βαγρατιδών, κόρη του Δαυίδ Δ' βασιλέως Γεωργίας. Εκ των γάμων του απέκτησε δύο κόρες τη Μαρία και μία ακόμη.

        · ε1. - Μαρία Κομνηνή +1167, το 1120 παντρ. τον Αλέξιο Αξούχ, Δούκας της Κιλικίας.

        · ε2. - μία κόρη Κομνηνή που παντρ. τον Θεόδωρο Μαυροζώμη.

      · δ2. - Ανδρόνικος Κομνηνός, σεβαστοκράτωρ *1108, +1142. Νυμφ. το 1124 την Ειρήνη Αινειάδασα (+1150 / 1) με την οποία απέκτησε 5 παιδιά, 2 γιούς και 3 κόρες τους Ιωάννη, Αλέξιο, Μαρία, Ευδοκία και θεοδώρα.

        · ε1. - Ιωάννης Κομνηνός, Δούκας της Κύπρου, *1128, +1176. Νυμφ. το 1146 τη Μαρία Ταρονίτισσα με την οποία απέκτησε ένα γιο και τρεις κόρες, τους: Αλέξιο, Ειρήνη, Μαρία και Θεοδώρα.

          · στ1. - Αλέξιος Κομνηνός (με τη βοήθεια των Νορμανδών εξελέγη Αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης (φυλακίσθηκε και τυφλώθηκε το 1185), +1187.

          · στ2. - Ειρήνη Κομνηνή (καμία άλλη πληροφορία)

          · στ3. - Μαρία Κομνηνή της Ναυπλίας ή Ακροναυπλίας, *1154, +1217. Παντρ. 1ο το 1167 τον Αμαλρίκ της Αντζού, βασιλέα της Ιερουσαλήμ, (*1136, +1174), 2ο το 1177 τον Βαλιάνο του Ιμπελίν, κυρίου του Ναμπλούς (+1193).

          · στ4. - Θεοδώρα Κομνηνή, παντρ. 1ο το 1175 (διαζ.1180) τον Βοημούνδο Γ' του Πουατιέ πρίγκιπα της Αντιόχειας (+1201) και 2ο τον Γκοντιέρ ντε Μπεθούν, κύριο του Μπεσάν.

        · ε2. - Αλέξιος Κομνηνός, ο εραστής της Μαρίας του Πουατιέ (συζύγου του Μανουήλ Α') και αρχηγός του επί της αντιβασιλείας συμβουλίου της.*1136, +δολοφονήθηκε 1183. Νυμφ. τη Μαρία Δούκαινα με την οποία απέκτησε ένα γιο και μια κόρη τον Ανδρόνικο και την Ευδοκία.

          · στ1. - Ανδρόνικος Κομνηνός, πεθ. σε μικρή ηλικία σε πτώση από άλογο.

          · στ2. - Ευδοκία Κομνηνή +1183. Παντρ. το 1178 ή 1179 τον Γουλιέλμο Η' του Μονπελιέ (+1218).

        · ε3. - Μαρία Κομνηνή *1126, Παντρ. 1ο το 1139 τον Θεόδωρο Δασιώτη (+1143 / 4), 2ο το 1145 / 50 τον Ιωάννη Καντακουζηνό (+1176).

        · ε4. - Ευδοκία Κομνηνή. Παντρ. 1ο και διαζ.1149 τον Θόρο Β' κύριο των βουνών της Μικράς Αρμενίας και 2ο τον Μιχαήλ Γαβρά (+ μετά το 1170). Υπήρξε ερωμένη του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α' και του έκανε δύο νόθα τέκνα.

        · ε5. - Θεοδώρα Κομνηνή, +1183. Παντρ. το 1148 τον Δούκα Ερρίκο Β' Babenberg της Αυστρίας και Βαυαρίας (*1112, +1177). Με αυτό το γάμο το αίμα της Ρωμαϊκής Δυναστείας των Κομνηνών πέρασε στους Αυτοκρατορικούς Οίκους της Αυστρίας.

       · δ3. - Ισαάκιος Κομνηνός Σεβαστοκράτωρ *1115, +1154/74. Νυμφ. 1ο τη Θεοδώρα Καματηρά (+1144), 2ο 1146 την Ειρήνη Διπλοσυναδινού. Εκ του 1ου γάμου απέκτησε 5 παιδιά τους: Αλέξιο, Ιωάννη, Ειρήνη, Άννα, Μαρία και εκ του 2ου δύο κόρες τις Θεοδώρα και Ευδοκία.

        · ε1. - Αλέξιος Κομνηνός (+1136).

        · ε2. - Ιωάννης Κομνηνός (+1136/7.

        · ε3. - Ειρήνη Κομνηνή. Παντρ. έναν Δούκα Καματηρό και υπήρξε μητέρα του Ισαακίου, σφετεριστή με έδρα την Κύπρο (1184 - 91).

          · στ1. - Ισαάκιος που κράτησε το επώνυμο Δούκας Κομνηνός, σφετεριστής (επί Ανδρονίκου Α') με έδρα τη Κύπρο (1184 - 1191), *1155 / 60, δηλητηριασθείς 1195 / 6. Νυμφ. 1ο το 1175 / 6 μία κόρη του Θόρου Β' κυρίου των βουνών της Μικράς Αρμενίας. 2ο το 1185 / 6 μία νόθη κόρη του Νορμανδού βασιλέως Γουλιέλμου Α' της Σικελίας. Εκ του 1ου γάμου απέκτησε ένα γιο και μία κόρη.

            · ζ1. ένας γιος +1187.

            · ζ2. μία κόρη "La Damsel de Chypre" *1177/8, +μετά το 1204. Υπανδρ. 1ο το 1200 (διαζ.1202/3) τον Κόμη Ραϋμούνδο ΣΤ' της Τουλούζης, και 2ο το 1203 τον Τιερρύ της Φλάνδρας, νόθο γιό του Φιλίππου της Λωραίνης κόμη της Φλάνδρας.

        · ε4. - Άννα Κομνηνή. Παντρ. πριν το 1166 τον Κωνσταντίνο Δούκα (+1185).

        · ε5. - Μαρία Κομνηνή. Παντρ. το 1156 τον Βασιλέα Στέφανο Δ' των Άρπαντ της Ουγγαρίας (+1165.

        · ε6. - Θεοδώρα Καλουσινή Κομνηνή, *1145 / 6, πέθανε μετά το 1184. Παντρ. το 1158 τον Βαλδουίνο Γ' ντ΄ Αντζού, βασιλέα της Ιερουσαλήμ (+1163). Υπήρξε ερωμένη του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α' και του έκανε δύο νόθα τέκνα.

        · ε7. - Ευδοκία Κομνηνή. Παντρ. 1ο το 1170 τον Όδωνα Φραντζιπάνη και 2ο το 1179 τον Γκουέλφο ντι Πορκάρια.

      · δ4. - Μανουήλ Α' Κομνηνός, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (1143 - 1180). Γενν. 28 Νοεμβρίου 1118, πέθ. 24 Σεπτεμβρίου 1180. Νυμφ. 1ο το 1146 την πριγκίπισσα Βέρθα (Ειρήνη Babenberg του Σούλτσμπαχ) (+1159/60), 2ο το 1161 τη Μαρία του Πουατιέ, πριγκίπισσα Αντιοχείας (*1145, +27 Αυγούστου 1182). Εκ του 1ου γάμου απέκτησε δύο κόρες τις Μαρία και Άννα, εκ του 2ου τονΑλέξιο μετέπειτα Αυτοκράτορα, και επίσης τον μάλλον νόθο Αλέξιο.

        · ε1. - Μαρία Κομνηνή η πορφυρογέννητος, *1152, δηλητηριασθείσα 1182. Το 1180 υπανδρ. τον Ραινιέ του Montferrat (μετονομάσθηκε καίσαρ Ιωάννης) (*1163, +1182). Ο αδελφός του Βονιφάτιος Μομφερρατικός, αρχηγός της Δ' Σταυροφορίας θα διεκδικήσει τη Θεσσαλονίκη και θα γίνει βασιλιάς της.

        · ε2. - Άννα Κομνηνή, *1154, +1158 4ετών.

        · ε3. - Αλέξιος Β' Κομνηνός, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (1180 - 1183), Γενν. 14 Σεπτεμβρίου 1169, πέθ. στραγγαλισθείς το Σεπτ.1193. Νυμφ. το 1180 την Πριγκίπισσα Αγνή (Άννα) των Καπέτων της Γαλλίας, (*1171, +1240) κόρη του βασιλέως Λουδοβίκου Ζ'.

        · ε4. - (νόθος) Αλέξιος Κομνηνός, +μετά το 1188, τυφλωθείς από τον Ανδρόνικο Α' το 1184. Νυμφ. το 1183την Ειρήνη Κομνηνή (νόθη κόρη του Ανδρόνικου Α'.

      · δ5. - Μαρία Κομνηνή, *1106, +1144/51. Υπανδρ. τον Ιωάννη Δαλασσινό Ρογήρο.

      · δ6. - Άννα Κομνηνή, *110, Υπανδρ. το 1125 τον Στέφανο Κοντοστέφανο (ή Κοντεστέφανο), (+1149).

      · δ7. - Θεοδώρα Κομνηνή, *1116. Υπανδρ. τον Μανουήλ Ανεμά (+1146 / 7).

      · δ8. - Ευδοκία Κομνηνή, *1119,(+1176. Υπανδρ. τον Θεόδωρο Βατάτζη.

    · γ2. - Ανδρόνικος Κομνηνός Σεβαστοκράτωρ, *18 Σεπτεμβρίου1090, +1130 / 31. Νυμφ. το 1104 την Ειρήνη των Ρούρικ του Νόβγκοροντ, κόρη του Βολοντάρ πρίγκιπος του Περτζέμισλ.

    · γ3. - Ισαάκιος Κομνηνός Σεβαστοκράτωρ, *μετά τις 16-1-1093, +μετά το 1152. Νυμφ. το 1112/16 την Κάτα (Ειρήνη) των Βαγρατιδών, κόρη του Δαυίδ Δ' βασιλέως Γεωργίας, με την οποία απέκτησε 7 παιδιά, τους Ιωάννη,Ανδρόνικο μετέπειτα Αυτοκράτορα, Μαρία, Άννα, Ευδοκία, Ελένη και ένα νόθο τον Αλέξιο.

      · δ1. - Ιωάννης Κομνηνός ο λεγόμενος Τζελεπής ένας Μωαμεθανός διάσημος με ειδικές σπουδές. Νυμφ. 1ο το 1131 την κόρη του Λέοντος Α' κυρίου των βουνών της Μικράς Αρμενίας και 2ο 1140 την κόρη του Σουλτάνου των Σελτζούκων Μεσούντ του Ρουμ. Εκ του 1ου απέκτησε τον Ισαάκιο και από το 2ο τον Σουλεϊμάν Σαχ.

        · ε1. - Ισαάκιος Κομνηνός, πέθ. από βασανιστήρια.

        · ε2. - Σουλεϊμάν Σαχ οι απόγονοί του ήταν Μουσουλμάνοι.

      · δ2. - Ανδρόνικος Α' Κομνηνός, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (1183 - 1185) Γεν.1123, πέθ. από το πλήθος στην Κωνσταντινούπολη 12 Σεπτεμβρίου 1185, που εξαγριώθηκε με την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς. Νυμφ. 1ο μια Παλαιολογίνα και 2ο το 1183 την κόρη του βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ', πριγκίπισσα Αγνή (Άννα) των Καπέτων (*1171 +1240). Από τους γάμους του αυτούς απέκτησε δύο γιούς και μία κόρη (Μανουήλ, Ιωάννη και Μαρία) αλλά και άλλα πέντε παιδιά από μη νόμιμους γάμους (Αλέξιο, Ειρήνη, Αλέξιο, Ειρήνη και μία ακόμη κόρη).

        · ε1. - Μανουήλ Κομνηνός. *πριν το 1152, τυφλώθηκε και φυλακίστηκε το 1185. Νυμφ. την πριγκίπισσα Ρουσουντάν ή Ρουσντάνα των Βαγρατιδών, κόρη του Γεωργίου Γ' βασιλέως Γεωργίας. Παιδιά: Αλέξιος και Δαυίδ. Η αδελφή της Ρουσουντάν, βασίλισσα της Γεωργίας Θαμάρ, βοήθησε τα δύο παιδιά.

            · ζ1. - Αλέξιος Α' Μέγας Κομνηνός, ιδρυτής το 1204 της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος. Ενυμφεύθη την Θεοδώρα Αξούχου. Για τους απογόνους του βλέπε Δυναστεία Μεγάλων Κομνηνών.

            · ζ2. - Δαυίδ Κομνηνός, άρχων Ηρακλείας & Παφλαγωνίας, βοήθησε τον αδελφό του.

        · ε2. - Ιωάννης Κομνηνός. *1158, +1185 δολοφονηθείς.

        · ε3. - Μαρία Κομνηνή. *πριν1160, +μετά το 1184. Υπανδρ. τον Θεόδωρο Συναδηνό.

        · ε4. - (νόθο από την Ευδοκία Κομνηνή, κόρη του Ανδρονίκου Κομνηνού (υιού του Ιωάννου Β'), Αλέξιος Κομνηνός. Εξαφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1185.

        · ε5. - (νόθο από την Ευδοκία) Ειρήνη Κομνηνή. Υπανδρ. τον Νικηφόρο Παλαιολόγο.

        · ε6. - (νόθο από τη Θεοδώρα Κομνηνή Καλουσινή, κόρη του Ισαακίου Κομνηνού (υιού του Ιωάννου Β') Αλέξιος Κομνηνός. *1170.

        · ε7. - (νόθο από τη Θεοδώρα Καλουσινή Κομνηνή) Ειρήνη Κομνηνή. *μετά το 1168. Παντρ. το 1183 τον Αλέξιο Κομνηνό, νόθο υιό του Μανουήλ Α'. +μετά το 1188 και

        · ε8. - μία κόρη. Υπανδρ. τον Ρωμανό, Δούκα του Δυρράχιου.

      · δ3. - Μαρία. Υπανδρ. πριν το 1166 τον Ιωσήφ Βρυέννιο.

      · δ4. - Άννα Κομνηνή. υπανδρ. τον Ιωάννη Αρ(α)βαντινό.

      · δ5. - Ευδοκία Κομνηνή. Υπανδρ. μάλλον τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

      · δ6. - Ελένη Κομνηνή. *1183, +1258 Υπανδρ. τον Γιούρι Α' τον μακρόχειρα (dolgorukiy) των Ρούρικ, μεγάλο πρίγκιπα του Κιέβου.

      · δ7. - (νόθο) Αλέξιος Κομνηνός.

    · γ4. - Μανουήλ Κομνηνός. * Φεβρουάριος 1097

    · γ5. - Άννα Κομνηνή. H διάσημη συγγραφέας της Αλεξιάδος, γενν. 2 Δεκεμβρίου1083, +1149 / 54. Υπανδρ. τον Νικηφόρο Βρυέννιο (+1136 / 7).

    · γ6. - Μαρία Κομνηνή. * 19 Σεπτεμβρίου 1085, +μετά το 1136. Παντρ. 1ο Γρηγόριο Γαβρά, 2ο τον Νικηφόρο Κατακαλώνα Ευφορβηνό.

    · γ7. - Ευδοκία Κομνηνή *1094. Υπανδρ. τον Ιασίτη.

    · γ8. - Θεοδώρα Κομνηνή. *1096. Υπανδρ. τον Κωνσταντίνο Άγγελο (+1166). Παιδιά τους είναι ο Ιωάννης Άγγελος (πατήρ των Μιχαήλ Α' και Θεοδώρου δεσποτών Ηπείρου) και ο Ανδρόνικος Άγγελος (πατήρ των Ισαακίου Β' και Αλεξίου Γ' Αυτοκρατόρων Ρωμαίων).

    · γ9. - Ζωή Κομνηνή.(* Μάρτιος 1098).

  · β4. - Ανδριανός Κομνηνός. +1105. Νυμφ. τη Ζωή Δούκαινα (*1062, +1136) κόρη του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι' Δούκα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: τον Αλέξιο και την Αλεξία.

    · γ1. - Αλέξιος Κομνηνός. Είχε μία κόρη.

      · δ1. - μία κόρη. Υπανδρ. τον Αλέξιο Παλαιολόγο.

    · γ2. - Αλεξία ή Αλεξέια Κομνηνή. +1105. Υπανδρ. τον Γκριμάλντο της Λομβαρδίας.

  · β5. - Νικηφόρος Κομνηνός. *1060, +1136 / 43. Άφησε ένα γιο Αλέξιο και μία κόρη.

    · γ1. - Αλέξιος Κομνηνός.

    · γ2. - μία κόρη . Υπανδρ. τον Γρηγόριο Πακουριανό.

  · β6. - Μαρία Κομνηνή. *1045. Υπανδρ. το 1062 τον Μιχαήλ Ταρωνίτη. (εξαφαν.1093).

  · β7. - Ευδοκία Κομνηνή. *1050. Υπανδρ. το 1067 Νικηφόρο Μελισσηνό.

  · β8. - Θεοδώρα Κομνηνή. *1053. Υπανδρ. τον Κωνσταντίνο Διογένη.

· α4. - Μία κόρη. *1012. Παντρ. το 1031 τον Μιχαήλ Δοκειανό, κατεπάνω Ιταλίας..

Η Δυναστεία Κομνηνών ήταν από τις μεγαλύτερες Ρωμαϊκές δυναστείες. Οι Ρωμαίοι πρίγκιπες αυτής της Δυναστείας ενώθηκαν με όλες σχεδόν τις Ηγεμονικές Δυναστείες της εποχής τους.


ΟΙ ΚΟΜΝΗΝΟΙ ΩΣ ΚΤΗΤΟΡΕΣ 

  • Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1204 - 1222) έκτισε ναό και μοναστήρι προς τιμήν του Αγίου Ευγενίου, του προστάτη και πολιούχου της Τραπεζούντας και ολόκληρης της Αυτοκρατορίας στον οποίον και φυλάσσονταν τα λείψανα του Αγίου. Στη μονή επί Αλεξίου Β΄ (1297 - 1330) ιδρύθηκε μαθηματική και αστρονομική σχολή, στην οποία δίδαξε ο ιερομόναχος Γρηγόριος Χιονιάδης, ο πρεσβύτερος Μανουήλ και ο πρωτονοτάριος και πρωτοβεστιάριος Κωνσταντίνος Λουκίτης. Η σχολή μετά την πυρπόληση της μονής το 1340 μεταφέρθηκε στη μονή της Αγίας Σοφίας.
  • Ο Ανδρόνικος ο Γίδος (1222 - 1243), γαμπρός επί θυγατρί του Αλεξίου Α' Μεγάλου Κομνηνού, έχτισε στην περιοχή της Ματσούκας ναό προς τιμήν του Αγίου Ευγενίου για την εκεί νίκη του εναντίον του Μελίκ, Σουλτάνου του Ικονίου.
  • Ο Μανουήλ Α΄ ο Μέγας Κομνηνός, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στην Τραπεζούντα έχτισε το 1243 τον περίφημο ναό της Αγίας Σοφίας της Τραπεζούντας που διασώζεται έως σήμερα και βρίσκεται στα δυτικά παράλια της πόλης. Ο Ιωάννης Β΄ Μέγας Κομνηνός (1280 - 1297) και η σύζυγός του Ευδοκία Παλαιολογίνα έχτισαν ένα νέο ναό προς τιμήν του Αγίου Ευγενίου, ο οποίος βρισκόταν στην ακρόπολη της πόλης. Επίσης έχτισαν το ναό του Αγίου Γρηγορίου της Νύσσης, τη μετέπειτα μητρόπολη της Τραπεζούντας.
  • Η κόρη του Μανουήλ Β΄, Ευδοκία η Μεγάλη Κομνηνή, έχτισε το 1332 το παρεκκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
  • Ο Αλέξιος Γ΄ ο Μέγας Κομνηνός (1349 - 1390) ίδρυσε το 1365 τη Μονή Αγίου Γεωργίου κοντά στην Αργυρούπολη, στην οποία αφιέρωσε την επικαρπία των γύρω χωριών. Επίσης το ίδιο έτος ίδρυσε και τη Μονή Αγίου Γεωργίου του Χαλιναρά στην περιοχή της Χαλδίας. Ο Αλέξιος Γ' συνέβαλε στο να χτιστεί στο Άγιο Όρος το 1374 η Μονή του Αγίου Διονυσίου με τη συμβολή του μητροπολίτη Τραπεζούντας Θεοδοσίου (1370 - 1391). Ιδιαίτερη ήταν η συμβολή του στις ανακαινίσεις και στις επισκευές και άλλων ναών όπως της Ιεράς Μονής της Παναγίας της Σουμελάς στην τελευταία της μορφή. 
  • Η κόρη του Αλεξίου είχε ιδρύσει το ναό του Αγίου Φιλίππου, που ήταν μητροπολιτικός ναός της Τραπεζούντας ως την κατάληψή της από τους Τούρκους το 1665. 
  • Η μητέρα του Αλεξίου, Ειρήνη η Τραπεζούντια έκτισε την εκκλησία της Παναγίας της Θεοσκεπάστου και η ίδια συνέβαλε αποφασιστικά στο να ξαναχτιστεί η εκκλησία του Αγίου Φωκά στην Κορδύλη, την οποία έκανε μοναστήρι. Στην ανακαίνιση αυτή της Μονής συμμετείχαν ο Αλέξιος και ο Ιωάννης Δ΄ ο Μέγας Κομνηνός ο Καλογιάννης.
  • Η Άννα η Μεγάλη Κομνηνή, κόρη του Δαυίδ του τελευταίου Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας επισκεύασε έναν παλιό ναό των Ταξιαρχών.
  • Ο Αλέξιος Δ΄ ο Μέγας Κομνηνός επισκεύασε τη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Περιστερά, που βρισκόταν κάτω από το βουνό Πύργι και σε υψηλό βράχο, μπροστά από ένα βαθύ γκρεμό, το οποίο ήταν κτίσμα των Μεγάλων Κομνηνών.

Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

Κοινωνικοπολιτικές Αλλαγές

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, όταν οι Κομνηνοί κατέλαβαν την εξουσία, τα μέλη της οικογένειάς τους και των οικογενειών που είχαν συγγενικούς δεσμούς με αυτούς κατέλαβαν σχεδόν όλες τις ανώτατες θέσεις στο κράτος και τους απονεμήθηκαν οι υψηλότεροι τίτλοι. Έτσι εδραιώθηκε η δυναστεία των Κομνηνών. Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, την περίοδο από το 1118 έως το 1180, το ενενήντα τοις εκατό της Βυζαντινής ελίτ ήταν μέλη της οικογένειας των Κομνηνών και συγγενείς τους. Ήταν δραστήριοι διοικητές επαρχιών στην Κιλικία και στη Βαλκανική.

Σχεδόν σπάνια αναλάμβαναν μη στρατιωτικά αξιώματα· και αυτοί που τα αναλάμβαναν -ο Παρακοιμώμενος Ιωάννης επί βασιλείας του Ιωάννη Β΄, ο μέγας Δρουγγάριος Στέφανος, οι Πιγκέρνες Αλέξιος και Κωνσταντίνος- ήταν μακρινοί συγγενείς του Αυτοκράτορα. Μόνο ένας εκπρόσωπος των Κομνηνών ήταν υψηλόβαθμος εκκλησιαστικός αξιωματούχος: Ο Αδριανός Κομνηνός, ανιψιός του Αλεξίου Α΄, με το μοναστικό όνομα Ιωάννης, έγινε αρχιεπίσκοπος Αχρίδας το 1142.

Με παρόμοιο τρόπο, η ιστοριογραφία καθώς και ολόκληρη η λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου σύντομα στράφηκε στην εξυπηρέτηση των δυναστικών συμφερόντων. Ποτέ άλλοτε δεν εκφωνήθηκαν προς τιμήν Αυτοκρατόρων τόσο περίτεχνοι και κολακευτικοί λόγοι. Από την άλλη πλευρά, ποτέ δεν είχαν αναμειχθεί οι Αυτοκράτορες τόσο δυναμικά στις αρμοδιότητες του κλήρου, αναλαμβάνοντας το ρόλο Θεολόγων και Κανονολόγων, δημεύοντας εκκλησιαστικά σκεύη, διαχειριζόμενοι κτήματα ιεραρχών για την «ευημερία του κράτους» και την ενίσχυση του στρατού.

Ο γνωστός Κανονολόγος του 12ου αιώνα Θεόδωρος Βαλσαμών έγραφε -όχι δίχως μια δόση κολακείας- ότι ''Η εξουσία του Αυτοκράτορα επεκτείνεται και στην ψυχή και στο σώμα των υπηκόων του, ενώ η εξουσία του πατριάρχη μόνο στην ψυχή''.


Πνευματική και Καλλιτεχνική Ζωή

Όσον αφορά το ρόλο της δυναστείας των Κομνηνών στην πολιτιστική ζωή του Βυζαντίου, πρέπει να τονιστεί ο ρόλος των μελών της ως κτητόρων σημαντικών ναών και μονών. Από τα επιφανέστερα παραδείγματα είναι: η Παναγία Κοσμοσώτειρα στην πόλη Βήρα (Φέρες) της Θράκης, την οποία ανήγειρε ο Ισαάκιος, γιος του Αλεξίου Α΄· η Παναγία Κεχαριτωμένη στην Κωνσταντινούπολη, καθίδρυμα της Ειρήνης Δούκαινας, συζύγου του Αλεξίου Α΄· και, τέλος, η γνωστή μονή Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, κτήτορας της οποίας ήταν ο Ιωάννης Β΄.

Ορισμένοι Κομνηνοί, και πρώτα πρώτα ο Αλέξιος Α΄ και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ισαάκιος, καταπιάστηκαν με διάφορα γραμματειακά είδη. Όμως η πιο προικισμένη ήταν η Άννα Κομνηνή, το ιστορικό έργο της οποίας, η Αλεξιάς, αφιερωμένο στη βασιλεία του πατέρα της, είναι πραγματικό αριστούργημα της Βυζαντινής λογοτεχνίας. Κάποια μέλη της δυναστείας αποτέλεσαν μαικήνες ποιητών και γενικώς λογίων.

Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Ειρήνη Κομνηνή, σύζυγος του Σεβαστοκράτορα Ανδρονίκου (του μεγαλύτερου αδελφού του Μανουήλ Α΄), η οποία στήριζε τους λογίους Θεόδωρο Πρόδρομο, «Πρόδρομο» Μαγγάνων, Ιωάννη Τζέτζη και Κωνσταντίνο Μανασσή. Πάντως, μολονότι είναι σαφές ότι οι τέχνες και η γραμματεία γνώρισαν άνθηση τα χρόνια της δυναστείας των Κομνηνών, ο όρος «Αναγέννηση των Κομνηνών», που συναντάται περιστασιακά στην επιστημονική βιβλιογραφία, παραμένει επίμαχος.

Η ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΑΙΓΛΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ

Τις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα, εν μέρει λόγω της αντιαριστοκρατικής πολιτικής του Ανδονίκου Α΄, η ισχύς των Κομνηνών περιορίστηκε και η δυναστεία τερματίστηκε με την ανατροπή του Ανδρονίκου από το θρόνο της Κωνσταντινούπολης το Σεπτέμβριο του 1185. Στα μάτια των συγχρόνων του, ο θάνατος του Μανουήλ Α΄ το Σεπτέμβριο του 1180 προσέλαβε τη σημασία ολέθριας καμπής.

Έτσι ο Ευστάθιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, έγραψε: «Φαίνεται ότι ήταν θέλημα Θεού μαζί με τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό να πεθάνει ό,τι είναι υγιές στην Αυτοκρατορία των Ρωμαίων και με τη δύση αυτού του ήλιου όλοι εμείς να βυθιστούμε σε αδιαφανές σκότος». Είναι γνωστό ότι, σύντομα μετά το θάνατο του Μανουήλ, εκδηλώθηκαν ρήξεις και συγκρούσεις στο εσωτερικό της οικογένειας των Κομνηνών, και μάλιστα στο στενό κύκλο των εξ αίματος συγγενών.

Οι συγκρούσεις αυτές έδειξαν σαφέστατα και αναμφίβολα ότι εξέλιπαν και τα τελευταία υπολείμματα της οικογενειακής αλληλεγγύης στην οποία είχε βασιστεί η δυναστική ισχύς. Η πτώση των Κομνηνών σήμανε και τον αφανισμό του οικογενειακού ιδεώδους της ιδεολογίας τους. Ωστόσο, το όνομα των Κομνηνών διατήρησε την αίγλη του και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τις μεταγενέστερες δυναστείες, αρχής γενομένης στον όψιμο 12ο αιώνα: Άγγελοι, Βατατζήδες, Παλαιολόγοι.

Ορισμένοι εκπρόσωποι της οικογένειας των Κομνηνών εμφανίζονται και στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, αλλά καταλάμβαναν σχετικά χαμηλόβαθμες θέσεις: για παράδειγμα, ο μεγάλος Δομέστικος Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός ή ο Σεβαστός Γεώργιος Δούκας Κομνηνός. Ένας κλάδος της οικογένειας των Κομνηνών εδραιώθηκε στο Σουλτανάτο του Ικονίου, στο κράτος των Σελτζούκων, όπως μαρτυρεί μία επιγραφή. Όμως οι επιφανέστεροι διεκδικητές της Αυτοκρατορικής αίγλης των Κομνηνών υπήρξαν οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας.

Οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ, εγγονοί του Ανδρονίκου Α΄, ίδρυσαν το 1204 στις νότιες ακτές της Μαύρης θάλασσας την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, κράτος το οποίο διήρκεσε περίπου διακόσια πενήντα χρόνια και, μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 και την ανασύσταση της Αυτοκρατορίας. Εμφάνιζε ενίοτε ανταγωνιστικές τάσεις προς την Κωνσταντινούπολη των Παλαιολόγων. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επιβίωσε μερικά χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής κατέλυσε τελικά το 1461 τη μικρή Αυτοκρατορία στη Μαύρη θάλασσα – την τελευταία «Ελληνική» Αυτοκρατορία. Οι αξιολογήσεις της δυναστείας των Κομνηνών στη Βυζαντινολογία παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις. Για ορισμένους ερευνητές η αποδοχή του δυτικού φεουδαρχικού ιδεώδους από τη δυναστεία οδήγησε στην παρακμή των αυτοτελών βυζαντινών θεσμών, πλήττοντας και την Αυτοκρατορία. Ωστόσο πολλοί επιμένουν στις θετικές συνέπειες της πολιτικής των Κομνηνών και στην επαναφορά της αίγλης και της δύναμης του Βυζαντίου επί των ημερών της.

ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΩΝ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 10ο ΚΑΙ 13ο ΑΙΩΝΑ

Η κομβική θέση του Βυζαντίου αποτελούσε ανέκαθεν πόλο έλξης για ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων είτε με ειρηνικό τρόπο, ή με ανάπτυξη πολεμικών επιχειρήσεων στα εδάφη και τα ύδατα του. Από νωρίς οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα συνεργασίας με τις κραταιές θαλάσσιες δημοκρατίες της Ιταλίας καθώς η ναυτική τους ισχύς μπορούσε να εγγυηθεί την επικράτηση του Βυζαντίου στις αλλεπάλληλες εχθρικές επιβουλές που δέχονταν.


Οι ναυτικές δυνάμεις εκείνης της εποχής, με τις οποίες οι Βυζαντινοί ηγεμόνες κατέφευγαν σε σύναψη συμμαχιών με σημαντικά προνόμια, ήταν οι Δημοκρατίες της Βενετίας, της Γένοβας και της Πίζας. Στη συνέχεια θα παρατεθούν στοιχεία για το χρόνο, τις περιστάσεις και επιμέρους λεπτομέρειες που συνόδεψαν την επικύρωση των συμμαχιών αυτών, μιας και αυτές συχνά εναλλάσσονταν, αναλόγως της ταυτότητας του εχθρού που απειλούσε την Αυτοκρατορία και της ισχύος που διέθετε η ανά περίσταση συμβεβλημένη σύμμαχος.

Συμφωνίες με τη Θαλάσσια Δημοκρατία της Πίζας

Επί της ηγεμονίας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081 - 1118) τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επεκτάθηκαν, η εσωτερική της δομή αναδιοργανώθηκε και η λειτουργία των κρατικών μηχανισμών βελτιώθηκε. Εν τούτοις ανέκυψαν παράπλευρα θέματα όπως, η αυξημένη φορολόγηση των υπηκόων, η ισχυροποίηση -δια απονομής τίτλων- των φεουδαρχών, αλλά και η υποτίμηση του νομίσματος. Ακόμα πιο ανησυχητικό γεγονός για την Αυτοκρατορία ήταν η παρουσία της Βενετίας από το 1082 ως πανίσχυρη ναυτική δύναμη, αλλά και η ανέλιξη της Πίζας, η οποία απέσπασε από τον Αλέξιο Α' σημαντικά εμπορικά προνόμια το 1111.

Η συμφωνία αυτή προέκυψε καθώς από το φθινόπωρο του 1111, ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός δέχονταν ταυτόχρονα προκλήσεις από δύο μέτωπα. Από τις Τούρκικες ορδές (Σελτζούκοι) στα ανατολικά ενώ στα δυτικά, από τον κοινό στόλο Γένοβας και Πίζας που απειλούσε τα παράλια του Ιονίου. Το ευτύχημα όμως γι’ αυτόν ήταν που, οι μεν Τούρκοι περιορίζονταν σε προσχεδιασμένες επιθέσεις και απέφευγαν τις ολοκληρωτικές μάχες, ενώ ο Ιταλικός στόλος «εξουδετερώθηκε» με χρηματισμό της Πίζας. Υπογράφηκε λοιπόν συμφωνία κατά την οποία το Βυζάντιο:

α) Δεν θα εμπόδιζε τις πολεμικές επιχειρήσεις των Σταυροφοριών.

β) Θα προσέφερε ετήσιες δωρεές σε χρυσό και ασήμι στον καθεδρικό ναό της Πίζας.

γ) Θα επέτρεπε στους Πιζανούς τη διατήρηση μόνιμης αποικία με εμπορικά δικαιώματα στην Κωνσταντινούπολη.

Μάλιστα δε, οι πιο επιφανείς άποικοι της Πόλης θα δικαιούνταν θέσεις επισήμων στον ναό της Αγίας Σοφίας και τον ιππόδρομο. Παραδόξως οι Γενοβέζοι δεν απαίτησαν αντίστοιχα προνόμια από τους Βυζαντινούς. Αργότερα επί των ημερών του Ιωάννη Β’ Κομνηνού (1118 - 1143) υπήρξε μία αρχική διπλωματική δραστηριότητα με τον Νορμανδό βασιλέα Roger II , κατακτητή της Νότιας Ιταλίας από το 1130. Όμως η ενδυνάμωση του Νορμανδικού βασιλείου της Σικελίας επισκίαζε τόσο τη Βυζαντινή, όσο και τη Γερμανική Αυτοκρατορία.

Υπό την απειλή των Νορμανδών, ο Ιωάννης Β΄ προέβη το 1136 σε ανανέωση της παλαιότερης συμφωνίας με την Πίζα, μετά των εμπορικών προνομίων που τους είχε παραχωρήσει ο προκάτοχός του Αλέξιος. Λίγα χρόνια μετά, θα υπάρξει μία νέα αναταραχή στις σχέσεις του Βυζαντίου με τη Δημοκρατία της Βενετίας, καθώς ο Αυτοκράτορας Εμμανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143 - 1180) έπαψε να συνεργάζεται με τους Βενετούς και τους εποφθαλμιούσε. Μάλιστα η συμμαχική τους δράση κατά της Ουγγαρίας, παύει να υφίσταται έπειτα από την προσάρτηση των Δαλματικών ακτών στη Βενετία.

Για τους λόγους αυτούς ο Εμμανουήλ προχώρησε στην προσέγγιση και σύναψη νέων συμφωνιών με τις άλλες ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας, δηλαδή με τη Γένοβα το 1169 και με την Πίζα το 1170. Μάλιστα μετά τις συμφωνίες αυτές ο Αυτοκράτορας Εμμανουήλ προχώρησε σε ρήξη των σχέσεων με τη Βενετία το 1171. Επιπλέον ασκήθηκαν διωγμοί, συλλήψεις και κατασχέσεις περιουσιών, κατά των Βενετών που διαβιούσαν στη Βυζαντινή επικράτεια. Το 1182 ο τότε κυβερνήτης του Πόντου, Ανδρόνικος Κομνηνός (1183 - 1185), κινήθηκε κατά της Κωνσταντινούπολης υποκινώντας στάση εναντίον της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, αλλά και των αποίκων της.

Αποτέλεσμα της τυφλής οργής του επαναστατημένου πλήθους ήταν οι λεηλασίες και σφαγές σε βάρος των Ιταλών κατοίκων της Πόλης, που δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Όπως θα ήταν αναμενόμενο οι διώξεις των Λατίνων του Βυζαντίου, το 1171 και το 1182, αλλά και η απόφαση του Αυτοκράτορα να συμμαχήσει με τις θαλασσοκράτειρες πόλεις της Γένοβας και της Πίζας, έδιναν τις αφορμές στους Βενετούς για ανάληψη δράσης. Ο σκοπός τους θα επιτυγχάνονταν δια μέσου της διεξαγωγής μίας νέας Σταυροφορίας προς τους Αγίους Τόπους, η εξέλιξη της οποίας θα ήταν η αιφνίδια εκτροπή των στρατευμάτων προς την Κωνσταντινούπολη.

Για την Πίζα, το τέλος της ακμής της σηματοδοτήθηκε από την έκβαση της ναυμαχίας εναντίον των Γενουατών, στη νήσο Μελόριατο 1284. Μάλιστα, αν και ο στόλος της Πίζας υπερτερούσε αριθμητικά, υπέστη την ήττα. Σε αυτό συντέλεσε η λαμπρή τακτική του Γενοβέζου Διοικητή Albertino Morosini, χάρη στην οποία κατανίκησε τους Πιζανούς. Οι απώλειες σε έμψυχο υλικό ήταν τόσο δυσβάστακτες για την Πίζα, που δεν μπόρεσε να ανακάμψει, τουλάχιστον στο θέμα της ναυτικής ισχύος.

Επιμέρους Συμφωνίες με τη Θαλάσσια Δημοκρατία της Γένοβας

Όπως αναφέρθηκε οι σχέσεις μεταξύ Πίζας και Βυζαντίου είχαν επισημοποιηθεί από νωρίς , δηλαδή τότε που η πρώτη απέσπασε από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081 - 1118) σημαντικά εμπορικά προνόμια το 1111. Αν και οι Γενοβέζοι ήταν σύμμαχοι της Πίζας, δεν απαίτησαν αντίστοιχα προνόμια από τους Βυζαντινούς. Παρά μόνο το 1155 οπότε και τα έλαβαν από τον Αυτοκράτορα Εμμανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143 - 1180). Κατά τον 13ο αιώνα οι σχέσεις μεταξύ των θαλάσσιων δημοκρατιών της Ιταλίας ήταν σε διαρκή ένταση, γεγονός που μάλλον ευνόησε το Βυζάντιο ως εξής:


  • Η αντιπαλότητα Γένοβας και Βενετίας οδήγησε στην αναμέτρηση των στόλων τους στον κόλπο του Ναυπλίου το 1263. Η ήττα των Γενουατών επέφερε και την διακοπή της συμμαχίας τους με το Βυζάντιο, καθώς ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (1259 - 1282) την έκρινε ως ασύμφορη και αποδέσμευσε το Γενοβέζικο στόλο που ναυλοχούσε και παρείχε προστασία στην Πόλη, ξεκινώντας παράλληλα διαπραγματεύσεις με τη Βενετία.
  • Η αργοπορία στο να καταλήξουν σε μία συνθήκη με τη Βενετία καθώς και η νέα ήττα του Γενοβέζικου στόλου από τον Ενετικό το 1266, ώθησαν πάλι σε διαπραγματεύσεις Βυζάντιο και Γένοβα. Ακολούθησε λοιπόν το 1267 μία νέα συνθήκη κατά την οποία παρέχονταν στη Γένοβα δικαιώματα ελεύθερου εμπορίου εντός της αυτοκρατορίας και φυσικά εντός της περιοχής του Γαλατά, την οποία κατοίκησαν έως και την Άλωση της Πόλης.

Αξίζει να σημειωθεί πως από τη συμμαχία του Βυζαντίου με τη Γένοβα, του 1267 , επαναπατρίστηκαν οι Γενοβέζοι στην Πόλη και εγκαταστάθηκαν πάλι στην περιοχή του Γαλατά από την οποία είχαν εκδιωχθεί πριν λίγα χρόνια, εξ αιτίας μιας συνομωσίας. Όταν είχε αποκαλυφθεί το σχέδιο προδοσίας κατά των Βυζαντινών, για λογαριασμό του βασιλέα Manfred της Σικελίας και με πρωταγωνιστή τον Γενουάτη Gulielmo Guercio, εκδιώχθηκαν οι Γενοβέζοι και ο στόλος τους, που ήδη ναυλοχούσε στην Πόλη.

Λίγα χρόνια έπειτα, ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282  - 1328) βλέποντας την απειλή συμμαχίας των Γάλλων με τους αυτονομημένους Ηπειρώτες, αντέδρασε άμεσα, στέλνοντας μισθοφορικά στρατεύματα στα Ιωάννινα και το Δυρράχιο, υποστηριζόμενα από το στόλο των συμμαχικών Γενοβέζικων πλοίων, τα οποία έπλευσαν κατά της Άρτας, το έτος 1292.

Συμφωνίες με τη Θαλάσσια Δημοκρατία της Βενετίας

Συνθήκη μεταξύ Βυζαντίου και Ιταλών είχε συναφθεί προς τα τέλη του 10ου αιώνα. Ο Βασίλειος Β΄(976 - 1025) είχε έλθει σε εκεχειρία με τη Δημοκρατία της Βενετίας το 992. Μάλιστα εκείνη την περίοδο ο Βασίλειος Β΄ είχε αφενός σαν προτεραιότητα την εξουδετέρωση του Βούλγαρου Τσάρου Σαμουήλ, αλλά παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίσει και την απειλή των Φατιμίδων στη ανατολικά εδάφη της Αυτοκρατορίας.

Αργότερα εμφανίζεται μία πιο ενεργή σχέση Βυζαντίου και Βενετίας, όταν το 1081 ο Νορμανδός βασιλιάς Robert Guiscard ξεκίνησε πολιορκία κατά του Δυρραχίου με απώτερο σκοπό την προώθηση του στην Κωνσταντινούπολη. Υπό την επικίνδυνη παρουσία των Νορμανδών στην Αδριατική, εδραιώθηκε το 1082 συμμαχία σε θάλασσα και στεριά των Βενετών και του Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081 - 1118) ενάντια στον κοινό εχθρό. Όμως η συμμαχία αυτή είχε παράπλευρες επιπτώσεις για την οικονομία του Βυζαντίου κάτι που θα γινόταν αντιληπτό αργότερα.

Αυτό συνέβη διότι εκτός από τους τίτλους ευγενείας που απονεμήθηκαν στους Βενετούς ή και τις ετήσιες προσφορές σε χρυσό προς την Εκκλησία της Βενετίας, παράλληλα τους παρασχέθηκαν προνόμια ελεύθερης και αφορολόγητης εμπορικής δραστηριότητας σε όλη την επικράτεια του Βυζαντίου. Επιπλέον παρασχέθηκαν αποθήκες και προβλήτες στους Βενετούς κάτοικους της Κωνσταντινούπολης. Όλα τα παραπάνω συντέλεσαν στην εδραίωση της ισχυρής αποικίας της Βενετίας στην Ανατολή η οποία θα έπαιζε πλέον σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις.

Την κυριαρχία των Νορμανδών, πλέον και στην Αντιόχεια, αλλά και την ανησυχητική παρουσία των Σέρβων στα Βαλκάνια θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και ο ευφυής και πειθαρχημένος διάδοχος Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118 - 1143). Είχε από νωρίς συνειδητοποιήσει πως η απρόσκοπτη εμπορική δραστηριότητα των Βενετών, στραγγάλιζε τους πόρους της Αυτοκρατορίας και για αυτό επιχείρησε να παραγκωνίσει τους Λατίνους, από τον χώρο του εμπορίου, δικαιώματα χρήσης του οποίου είχαν κερδίσει το 1082.

Η απάντηση ήρθε με επιδρομές στα νησιά του Αιγαίου από τον Βενετσιάνικο στόλο, οπότε και ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επικυρώσει εκ νέου, το 1126, τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί. Τέλος έχουμε την εμφάνιση μίας ανανεωμένης συμφωνίας επί των ημερών του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259 - 1282) καθώς αν και υπήρχαν στενές εμπορικές και αμυντικές σχέσεις με τη Γένοβα, η Βενετία εμφανίζεται ενισχυμένη στρατιωτικά.

Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 1265 και κατέληξαν σε επικύρωση πενταετούς συνθήκης το 1268, με εκτενή προνόμια στους Βενετούς, οι οποίοι όμως διατηρούσαν το δικαίωμα μονομερούς ακύρωσης της συμφωνίας. Η νέα αυτή μορφή συνθήκης, δεν απέκλειε τη δυνατότητα συμμαχίας του Αυτοκράτορα με τις άλλες Ιταλικές δυνάμεις και επιπλέον περιόριζε το ενδεχόμενο συμμαχίας των Λατίνων με τρίτη χώρα εναντίον των Βυζαντινών.


Συμπεράσματα

Οι σχέσεις του Βυζαντίου με τις γειτονικές ναυτικές δημοκρατίες συνεχίστηκαν και τους επόμενους αιώνες. Είτε επισφαλείς είτε συμφέρουσες, ήταν απαραίτητες για την ίδια την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας καθώς όπως διαφαίνονταν, όποτε η ισχύς του Βυζαντινού ναυτικού ήταν μετριασμένη, αφενός διακυβεύονταν η εδαφική κυριαρχία της Αυτοκρατορίας και αφετέρου, μόνο η συνδρομή των Ιταλικών πλοίων εξασφάλιζε την επιβίωση ή και τη συνέχειά της.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ 

  • 1057 Στάση του Ισαακίου Α' Κομνηνού.
  • 1064 Άλωση του Άνι από Τούρκους Σελτζούκους.
  • 1071 Άλωση της Βάρεως από τους Νορμανδούς. Απώλεια του τελευταίου τμήματος στην Ιταλία.
  • 1078 Στάση του Βρυέννιου και του Νικηφόρου Γ' Βοτανειάτη.
  • 1078 Οι Τούρκοι στη Νίκαια της Βιθυνίας.
  • 1081 Αυτοκράτορας Αλέξιος Α' ο Κομνηνός.
  • 1082 Συνθήκη με την Βενετία.
  • 1091 Ήττα των Πετσενέγκων στο Λεβούνιο της Θράκης.
  • 1097 Άλωση της Νίκαιας από τους Σταυροφόρους.
  • 1107 - 1108 Πόλεμος κατά του εγκατασταθέντος στην Αντιόχεια Νορμανδού Βοημούνδου.
  • 1116 Μάχη στο Φιλομήλιο.
  • 1118 Αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός.
  • 1122 Ήττα των Πετσενέγκων.
  • 1122 - 1126 Πόλεμος με τη Βενετία.
  • 1124 - 1126 Επέμβαση στην Ουγγαρία.
  • 1137 - 1138 Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός εκστρατεύει στην Κιλικία και Συρία.
  • 1147 - 1149 Πόλεμος με τον Νορμανδό Ρογήρο Β΄ βασιλιά της Σικελίας.
  • 1151 Ο στρατός του Μανουήλ Α' στην Αγκώνα.
  • 1152 - 1154 Πόλεμος κατά της Ουγγαρίας.
  • 1158 Ο Μανουήλ Α' Κομνηνός εκστρατεύει στη Συρία.
  • 1168 Προσάρτηση της Δαλματίας.
  • 1171 Διακοπή σχέσεων με την Βενετία.
  • 1176 Μάχη στο Μυριοκέφαλο. Συντριπτική ήττα του Μανουήλ Α'.
  • 1182 Στάση του Ανδρονίκου Α' Κομνηνού.
  • 1185 Άλωση Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς.
  • 1185 Ίδρυση του 2ου Βουλγαρικού κράτους. Ισαάκιος Β' Άγγελος.

ΙΩΑΝΝΗΣ Β' ΚΟΜΝΗΝΟΣ (1087 - 1143)

ΕΝΑΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081 - 1118) παρέλαβε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στο χείλος της καταστροφής. Με τους επιδέξιους χειρισμούς και τις στρατιωτικές και διπλωματικές του ικανότητες κατάφερε να τη σώσει. Ο διάδοχος και γιος του Ιωάννης (1118 - 1143), συνεχίζοντας το πρόγραμμα του πατέρα του αντιμετώπισε με επιτυχία όλους τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας και επέκτεινε τα όριά της σε Ανατολή και Δύση. Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (13 Σεπτεμβρίου 1087 - 8 Απριλίου 1143) ήταν Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Διαδέχθηκε τον πατέρα του Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στον θρόνο και βασίλεψε από το 1118 μέχρι το θάνατό του 1143. Ήταν γνωστός στους υπηκόους του και ως ο Καλοϊωάννης. Ο Καλοϊωάννης, όπως αποκαλούνταν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ιστορικών ήταν ο καλύτερος Κομνηνός, αφού τον χαρακτήριζαν η σύνεση, η ενεργητικότητα, η γενναιότητα και η καλοσύνη. Δείγμα της τελευταίας ήταν η επιείκεια με την οποία αντιμετώπισε την αδελφή του Άννα Κομνηνή και την μητέρα του Ειρήνη , οι οποίες εξακολουθούσαν να συνωμοτούν εναντίον του και μετά την ανάρρησή του στο θρόνο προτιμώντας το σύζυγο της Άννας, Καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο.


Ακολουθώντας τις ύστατες συμβουλές του πατέρα του, ο Ιωάννης πήρε από το χέρι του ετοιμοθάνατου Αλέξιου Α΄ το Αυτοκρατορικό δαχτυλίδι "Σφραγιστήρα Δακτύλιον" πήγε με τους οπαδούς του στο Μέγα Παλάτιον, πέτυχε να το καταλάβει και με αυτό τον τρόπο εξασφάλισε το θρόνο φέρνοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους προ τετελεσμένων. Ο Ιωάννης Κομνηνός είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που εξυμνούνται από το σύνολο των συγχρόνων αλλά και μεταγενεστέρων ιστορικών, με μια μόνο εξαίρεση: την αδελφή του, Αννα Κομνηνή.

Η άνοδός του στον θρόνο της Αυτοκρατορίας έγινε με μυθιστορηματικό τρόπο. Ο Αλέξιος Κομνηνός, όταν παρέλαβε τα σκήπτρα, αναγκάσθηκε να συμβιβαστεί με τις σημαντικότερες οικογένειες της Βυζαντινής αριστοκρατίας προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του. Ακόμη και η επιλογή της συζύγου του, Ειρήνης Δούκαινας, προέκυψε από πολιτική σκοπιμότητα. Στο πλαίσιο του συμβιβασμού αυτού ήταν και η αναγνώριση, ως συμβασιλέα και νομίμου διαδόχου του, του Κωνσταντίνου, γιου του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ' Δούκα Παραπινάκη.

Τον αρραβώνιασε μάλιστα και με την κόρη του Άννα, το 1083. Τα πράγματα περιπλέχθηκαν όταν ήλθε στον κόσμο ο πολυπόθητος γιος, ο Ιωάννης, στις 13 Σεπτεμβρίου 1087. Το αδιέξοδο του Αλεξίου φαινόταν να παίρνει τέλος όταν ο Κωνσταντίνος πέθανε ξαφνικά σε νεαρή ηλικία, το 1095. Λίγα χρόνια αργότερα η φιλόδοξη Άννα έλαβε ως σύζυγο τον Νικηφόρο Βρυέννιο, γιο του ομώνυμου στασιαστή του 1077 επί βασιλείας Νικηφόρου Βοτανειάτη. Η Άννα, ως πρωτότοκη, υποστήριζε την άνοδο, στον θρόνο, του άνδρα της, έχοντας την αμέριστη υποστήριξη της μητέρας της Ειρήνης.

Η θέση του Αλεξίου ήταν πολύ λεπτή. Την απόφασή του όμως δεν την ανακοίνωσε σε κανέναν παρά τις πιέσεις. Στη νεκρική του κλίνη, στο ανάκτορο των Μαγγάνων, έμελλε να εκτυλιχθεί η τελευταία πράξη του δράματος. Παρά τη συνεχή πίεση της κόρης και της γυναίκας του, με απόλυτη ηρεμία, κάλεσε τον Ιωάννη. Οταν ο τελευταίος έσκυψε να τον ασπασθεί, πήρε το Αυτοκρατορικό δακτυλίδι από το τρεμάμενο χέρι του Αλεξίου, μαζί και την ευχή του. Αμέσως έφθασε έφιππος στον ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας όπου ο πατριάρχης τον έστεψε Αυτοκράτορα. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Ιερό Παλάτιο.

Εκεί οι Βαράγγοι φρουροί δεν του επέτρεψαν την είσοδο, ειδοποιημένοι ίσως από τη μητέρα του. Ο Ιωάννης συνοδευόμενος από τις επευφημίες του κόσμου που τον ακολουθούσε, τους έδειξε το δακτυλίδι και τους είπε ότι ο Αλέξιος είχε πεθάνει. Με τον τρόπο αυτό παρέλαβε τον Αυτοκρατορικό θώκο, σε ηλικία 30 ετών. Η ενέργειά του να αφήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του είναι μεμπτή αυτή καθεαυτή. Ίσως όμως η ιστορία να ήταν διαφορετική αν συνέχιζε να βρίσκεται στο ανάκτορο των Μαγγάνων, όπου η επιρροή της αδελφής και της μητέρας του ήταν ισχυρή.

Το μίσος της Άννας για τον αδελφό της και η αδυναμία να συμβιβαστεί με τη νέα κατάσταση, φάνηκε στην κηδεία του πατέρα της. Είχε οργανώσει δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ιωάννη τη στιγμή που θα περνούσε η σορός του Αλεξίου από τους δρόμους της Πόλης. Ο Ιωάννης πληροφορήθηκε τα σχέδια και φρόντισε να απουσιάσει από την τελετή. Η Άννα δεν πτοήθηκε. Λίγο καιρό αργότερα οργάνωσε και πάλι συνωμοσία στο ανάκτορο του Φιλοπατρίου, Αυτοκρατορικό εξοχικό κοντά στη Χρυσή Πύλη.

Δυστυχώς γι’ αυτήν ο σύζυγός της Βρυέννιος το σκέφθηκε πάλι και δεν ήταν εκεί στην ώρα του. Ίσως, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι ιστορικοί, να ήταν αυτός που πρόδωσε το σχέδιο στον Ιωάννη. Οι υπόλοιποι συνωμότες δεν ειδοποιήθηκαν και συνελήφθησαν να κυκλοφορούν χωρίς λόγο οπλισμένοι στο παλάτι. Ο Ιωάννης έδειξε εκπληκτική για τους καιρούς μεγαλοψυχία, κάτι που θα τον χαρακτήριζε στις πράξεις του σε όλη του τη ζωή. Οι συνένοχοι καταδικάστηκαν σε απλή δήμευση της περιουσίας τους.

Οι περισσότεροι από αυτούς θα την έπαιρναν πίσω αργότερα. Ο Βρυέννιος συνέχισε να υπηρετεί τον Ιωάννη πιστά μέχρι τον θάνατό του στο πεδίο της μάχης. Η αδελφή του τελευταίου, Άννα, υπέστη νευρικό κλονισμό μετά τη νέα της αποτυχία. Άρχισε να κατηγορεί τον σύζυγό της ότι άδικα είχε «ανδρικά χαρακτηριστικά» και ότι η ίδια θα έπρεπε να είχε γεννηθεί, αγόρι. Ο Ιωάννης την υποχρέωσε να κλειστεί για το υπόλοιπο της ζωής της στη Μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης. Εκεί η Άννα έγραψε την περίφημη «Αλεξιάδα» προς τιμή του πατέρα της.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Β'

Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από ατέρμονες στρατιωτικές επιχειρήσεις για την επανάκτηση του ελέγχου στις επαρχίες της Μ. Ασίας. Είχε καταφέρει με συνδυασμένη στρατιωτική δράση και εξαίρετη διπλωματία σχεδόν να αναιρέσει πλήρως τις επιπτώσεις της συντριβής του Μάντζικερτ το 1071. Οι λαοί που τον απασχόλησαν ήταν οι Σέρβοι και οι Ούγγροι, οι οποίοι συμμάχησαν κάποια στιγμή, παρότι είχαν υποστεί επανειλημμένες ήττες από τους Βυζαντινούς. Ξεκίνησε ήδη το 1119 για τη Λαοδίκεια, την οποία απελευθέρωσε το ίδιο έτος ενώ το 1120 προχώρησε στην Παμφυλία και κατέλαβε τη Σωζόπολη.

Οι εισβολές των Πετσενέγκων στα Βαλκάνια τον ανάγκασαν να εκστρατεύσει εναντίον τους το 1122 όπου σε φονικότατη μάχη στην περιοχή Βερόη, τους συνέτριψε με αποτέλεσμα ο νομαδικός αυτός λαός να μην ενοχλήσει ξανά την αυτοκρατορία με νέες επιδρομές. Ο Ιωάννης είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εχθρούς που είχαν περιζώσει την Αυτοκρατορία. Από τον Βορρά είχε τους Ούγγρους, τους Πατσινάκες και τους Σέρβους. Στην Ανατολή ήταν οι Σελτζούκοι, οι Δανισμεντίδες και οι νομάδες Τουρκομάνοι.


Στη Δύση οι εμπορικές πόλεις Βενετία, Πίζα και Γένοβα, με τους ισχυρούς τους στόλους, ήταν ένα "αγκάθι στα πλευρά" που απαιτούσε πλήθος οικονομικών και πολιτικών παραχωρήσεων. Επιπλέον το βασίλειο των Νορμανδών της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας αναζητούσε πάντα την ευκαιρία να επεκταθεί σε βάρος του Βυζαντίου. Στα νοτιοανατολικά, τέλος, βρίσκονταν οι Αρμένιοι της Κιλικίας και το Πριγκηπάτο της Αντιόχειας, δημιούργημα της Α' Σταυροφορίας. Βασική επιδίωξη του Ιωάννη, όπως και του πατέρα του, ήταν η εκδίωξη των Τούρκων από τη Μικρά Ασία.

Την προσοχή του λοιπόν την αφιέρωσε στις ανατολικές περιοχές του κράτους, διακόπτοντας τον αγώνα του όταν οι περιστάσεις απαιτούσαν την παρουσία του σε άλλο σημείο της Αυτοκρατορίας. Μόλις το 1119 πέρασε στη Μικρά Ασία και αντιμετώπισε τους Τούρκους της Φρυγίας και της Παμφυλίας. Με συνεχείς εκστρατείες ανέκτησε μεγάλες και σημαντικές πόλεις, με μεγαλύτερη τη Φιλαδέλφεια, καθώς και πολλά οχυρά, που του επέτρεπαν τον έλεγχο της δυτικής Μικράς Ασίας και του Αιγαίου.

Τον μεγάλο Δομέστικο, Ιωάννη Αξούχ, τον έστειλε με δυνάμεις να καταλάβει τη Λαοδίκεια επί του ποταμού Λύκου, κοντά στη σημερινή πόλη της Τουρκίας Ντενιζλί. Ο Αξούχ την κατέλαβε αφού ο Εμίρης της Αμού Σαρά τράπηκε σε φυγή. Ο Ιωάννης διέταξε να προστατευθεί με νέα, ισχυρότερα τείχη. Μετά από μια βιαστική επιστροφή στην Πόλη (ίσως για την εξάρθρωση μιας συνωμοσίας) επέστρεψε στη Μικρά Ασία και κατέλαβε τη Σωζόπολη. Επίσης διέσπασε τον κλοιό των Τούρκων που περιέσφιγγε το σημαντικό λιμάνι της Αττάλειας, επιτρέποντάς της πάλι την επικοινωνία με την ενδοχώρα.

Οι Βυζαντινοί ήλεγχαν πλέον τις βόρειες, τις δυτικές και τις νότιες ακτές της χερσονήσου και όλα τα εδάφη βορειοδυτικά της γραμμής από το στόμιο του Μαιάνδρου (κοντά στην Εφεσο), ως λίγο πιο πέρα από την Τραπεζούντα. Νοτιοανατολικά της γραμμής αυτής βρίσκονταν οι Σελτζούκοι του σουλτάνου του Ικονίου Μασούντ. Ανατολικότερα βρίσκονταν οι Δανισμεντίδες Τούρκοι.

ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ - ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΒΕΡΟΗΣ

Οι επιτυχίες του Ιωάννη δεν έμελλε να συνεχιστούν στη Μικρά Ασία. Το 1122 οι Πετσενέγοι (ή Πατσινάκες) άρχισαν επιδρομές στην περιοχή της Θράκης. Η συντριβή τους το 1091 στο Λεβούνιο από τον στρατό του Αλεξίου Α' ξεχάστηκε, καθώς την ηγεσία των νομάδων αυτών μετά από 30 χρόνια είχε αναλάβει η επόμενη γενιά. Ο Ιωάννης αρχικά προσπάθησε να προσεταιρισθεί τους αρχηγούς τους με πλούσια δώρα και χρηματικές παροχές. Ήθελε να εκμεταλλευθεί την ευνοϊκή κατάσταση που είχε δημιουργήσει στην Ανατολή. Η προσπάθειά του όμως απέτυχε. Οι Πετσενέγοι αρχηγοί συνέχισαν απτόητοι τις λεηλασίες τους.

Έτσι ο Ιωάννης αναγκάστηκε να οργανώσει εκστρατεία το ίδιο έτος, αποφασισμένος για μια οριστική λύση του προβλήματος. Οι δύο στρατοί ήλθαν αντιμέτωποι στη Βερόη της Θράκης (σημερινή Στάρα Ζαγκόρα της Βουλγαρίας). Η μάχη αυτή αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, καθώς η απειλή των βαρβάρων αυτών νομάδων εξαφανίστηκε για πάντα. Η ήττα των Πετσενέγων υπήρξε συντριπτική. Βλέποντας την ανωτερότητα του Βυζαντινού στρατού κατέφυγαν στις άμαξές τους, τις οποίες είχαν παρατάξει ημικυκλικά.

Ο τραυματισμένος Ιωάννης διέταξε την επίλεκτη φρουρά των Βαράγγων να εφορμήσει. Η ενέργεια αυτή έκρινε οριστικά τον αγώνα. Χιλιάδες νεκροί Πετσενέγοι κάλυψαν το πεδίο της μάχης και ακόμη περισσότεροι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Τα υπολείμματά τους σταδιακά αφομοιώθηκαν από άλλα φύλα. Ο Ιωάννης εγκατέστησε τους αιχμαλώτους στην περιοχή της Αλμωπίας στη Μακεδονία. Πολλούς τους ενέταξε ως μισθοφόρους στον στρατό του. Για να γιορτάσει τη νίκη του καθιέρωσε ετήσια γιορτή ως «τελετή μνήμης», η οποία γινόταν ως τα τέλη του 12ου αιώνα.

Αναφορές για την ιστορική αυτή μάχη έχουν σωθεί στους Νορβηγικούς θρύλους, που πλάσθηκαν προφανώς από Νορβηγούς Βαράγγους οι οποίοι υπηρέτησαν στον Αυτοκρατορικό στρατό. Πριν συνεχίσει το έργο του στη Μικρά Ασία ο Αυτοκράτορας έπρεπε να τακτοποιήσει και ένα άλλο ζήτημα. Οι Σέρβοι, πληροφορούμενοι την εισβολή των Πετσενέγων, αποφάσισαν με την ηθική υποστήριξη της Ουγγαρίας να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους. Αν και είχαν πάψει επί δεκαετίες να αποτελούν εστία αναταραχής με τις εξεγέρσεις τους, θεώρησαν τις περιστάσεις ευνοϊκές.

Ο Ιωάννης, λοιπόν, με την αυτοπεποίθηση και το ηθικό του στρατού του σε υψηλά επίπεδα μετά τη νίκη της Βερόης, εξεστράτευσε εναντίον των Σέρβων με απόλυτη επιτυχία. Νίκησε τον στρατό τους και μέσα στο 1123 εξασφάλισε τη Βυζαντινή κυριαρχία στη Σερβία επί αρκετά χρόνια ακόμη. Ενα από τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να εξουδετερώσει τη δύναμη των επαναστατών, ήταν και η μετακίνηση πληθυσμών στη Βιθυνία, στην περιοχή της Νικομήδειας.

ΟΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Β'

Είχε λιγότερη επιτυχία εναντίον των Βενετών. Στο δυτικό μέτωπο η ένωση από τον Ρογήρο Β΄(ανιψιό του Ροβέρτου Γυισκάρδου της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας και η στέψη του στο Παλέρμο (1130) θορύβησε όχι μόνο τον Βυζαντινό αλλά και τον Γερμανό Αυτοκράτορα. Δημιουργήθηκε έτσι μια συμμαχία μεταξύ του Βυζαντίου, της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Ιταλικής πόλης Πίζας με καθαρά αντινορμανδικό χαρακτήρα, η οποία έδωσε τη δυνατότητα στον Ιωάννη να προετοιμαστεί εναντίον των Φράγκων της Αντιόχειας.


Όμως ο θάνατός του κατά τη διάρκεια κυνηγιού το 1143 εμπόδισε την πραγματοποίηση αυτής της επιχείρησης. Στην εξωτερική πολιτική ο Ιωάννης Β' είχε να αντιμετωπίσει τους Πετσενέγκους, τους Σέρβους και τους Ούγγρους στα Βαλκάνια, τους Νορμανδούς στη Σικελία και την Αντιόχεια, και τους Τούρκους στην Μικρά Ασία. Κατάφερε να συντρίψει τους Πετσενέγκους το 1122 και να τους καταστήσει ανίκανους να ξαναενοχλήσουν το Βυζαντινό κράτος.

Στη συνέχεια, αφού επέβαλε την κυριαρχία του στους Σέρβους και τους Ούγγρους (1128) σταθεροποιώντας το βόρειο σύνορο της Αυτοκρατορίας, στράφηκε κατά των Τούρκων της Μικράς Ασίας. Η κατάλυση του Εμιράτου των Δανισμανιδών της Μελιτηνής, το 1135, και η υποταγή της ηγεμονίας της Μικρής Αρμενίας στην Κιλικία (1137), του άνοιξαν δρόμο για την κατάληψη του Λατινικού βασιλείου της Αντιόχειας, που παραδόθηκε στους Βυζαντινούς το 1137.

Έτσι ολοκλήρωσε την ανάκτηση της Μ. Ασίας, που ήταν και ο κύριος στόχος των ενεργειών του. Για την εσωτερική πολιτική του Ιωάννη Β' οι πληροφορίες των πηγών είναι ελάχιστες. Από το Νικήτα Χωνιάτη μαθαίνουμε ότι, χάρις στη χρηστή διακυβέρνησή του, συγκεντρώθηκαν πολλά χρήματα στο δημόσιο ταμείο και ότι φρόντιζε για τις ανάγκες του στρατού. Σε γενικές γραμμές, με την πολιτική του ο Ιωάννης Β' κατάφερε να ενισχύσει το κράτος, να επεκτείνει την κυριαρχία του τόσο στην Ανατολή όσο και στα Βαλκάνια.

Ο Ιωάννης Β΄ από την αρχή της βασιλείας του αρνήθηκε να επικυρώσει στους Βενετούς τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο πατέρας του Αλέξιος Α΄. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα δύο κράτη να οδηγηθούν σε πολεμική ρήξη από το 1122, με τους Βενετούς να λεηλατούν τα νησιά (Κέρκυρα, Ρόδο, Χίο, Σάμο, Λέσβο, Άνδρο, Κεφαλληνία) και τα παράλια της Αυτοκρατορίας. Χωρίς να διαθέτει ακόμα ισχυρές ναυτικές δυνάμεις ο Ιωάννης Β΄ αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τη Βενετία επικυρώνοντας και ενισχύοντας τα προνόμια της τον Αύγουστο του 1126.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ

Ο γιος και διάδοχος του Αλέξιου, Ιωάννης Β', υπήρξε ο τύπος του Αυτοκράτορα - στρατιώτη και διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η εξωτερική του πολιτική κυρίως αποτελεί συνέχεια της πολιτικής του πατέρα του, ο οποίος είχε ήδη επισημάνει τα σπουδαία Ευρωπαϊκά και Ασιατικά προβλήματα, τα οποία ενδιέφεραν την Αυτοκρατορία την εποχή αυτή. Ο Ιωάννης έθεσε ως σκοπό του την πρόοδο, ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε ο πατέρας του.

Ο πατέρας του εμπόδισε τους εχθρούς να εισβάλλουν στο Βυζάντιο και ο γιος αποφάσισε «να πάρει πίσω από τους γείτονές του τις χαμένες Βυζαντινές επαρχίες επειδή οραματιζόταν την αποκατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην παλιά της λαμπρότητα» (Chalandon). Αν και κατανοούσε καθαρά την κατάσταση της Ευρώπης, ο Ιωάννης ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τα ζητήματά της. Αναγκάστηκε μερικές φορές να πολεμήσει στην Ευρώπη, αλλά οι πόλεμοί του εκεί υπήρξαν αυστηρά αμυντικής μορφής.

Μόνο στα τέλη της βασιλείας του, λόγω της απειλητικής ανάπτυξης των Νορμανδών, που εκδηλωνόταν με την ένωση της Ν. Ιταλίας με τη Σικελία και το σχηματισμό του βασιλείου της Σικελίας, τα θέματα της Ευρώπης έγιναν σημαντικά για το Βυζάντιο. Το κύριο ενδιαφέρον του Ιωάννη στην εξωτερική του πολιτική επικεντρώθηκε στη Μικρά Ασία. Σχετικά με τις σχέσεις του Ιωάννη με τη Δύση, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δημιουργούνταν συνεχώς νέα δυτικά Ευρωπαϊκά κράτη, με τα οποία το Βυζάντιο έπρεπε να έρθει σε επαφή.

Ο κίνδυνος των Νορμανδών ανάγκασε τον Αλέξιο να πλησιάσει περισσότερο τη Βενετία, που ανέλαβε την υποχρέωση να υποστηρίξει το Βυζάντιο με το στόλο της, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τελείως έκτακτα εμπορικά προνόμια. Οι πολυάριθμοι Βενετοί που πήγαν στο Βυζάντιο και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, πλούτισαν και γρήγορα σχημάτισαν στην πρωτεύουσα μια Βενετική παροικία τόσο πλούσια και πυκνοκατοικημένη, που άρχισε να αποκτά σημαντική επιρροή.

Οι Βενετοί σιγά-σιγά ξεχνώντας ότι δεν ήταν ούτε στη χώρα τους ούτε σε μια κατακτημένη χώρα, άρχισαν να συμπεριφέρονται υπεροπτικά και με αυθάδεια όχι μόνο στις κατώτερες τάξεις, αλλά και στους ευγενείς του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να δημιουργούν στο Βυζάντιο μια έντονη δυσαρέσκεια. Τα μικρά εμπορικά προνόμια που έδωσε ο Αλέξιος στην Πίζα δεν ήταν τόσο σπουδαία που να ανησυχήσουν τους Βενετούς. Όσο ζούσε ο Αλέξιος οι σχέσεις μεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου δεν είχαν ακόμα οξυνθεί πολύ. Μετά το θάνατό του όμως τα πράγματα άλλαξαν.

Μαθαίνοντας ότι η Απουλία βρισκόταν αντιμέτωπη με εσωτερικές ταραχές και θεωρώντας συνεπώς ότι ο κίνδυνος των Νορμανδών είχε εκλείψει, ο Ιωάννης αποφάσισε να ακυρώσει την εμπορική συνθήκη που είχε κάνει με τη Βενετία. Αμέσως οι Βενετοί έστειλαν τον στόλο τους να λεηλατήσει τα Βυζαντινά νησιά της Αδριατικής και του Αιγαίου. Κρίνοντας ότι δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί αποτελεσματικά στο στόλο των Βενετών, ο Ιωάννης αναγκάστηκε, από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, να συνεννοηθεί με τη Βενετία και να επανέλθει στην εμπορική συνθήκη του 1082.


Την εποχή του Ιωάννη οι άλλες ναυτικές πόλεις της Ιταλίας, όπως η Πίζα και η Γένουα, απέκτησαν και αυτές μερικά εμπορικά προνόμια, τα οποία όμως φυσικά δεν μπορούσαν να συγκριθούν με αυτά της Βενετίας. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη το πρόβλημα των Πατσινάκων λύθηκε οριστικά. Οι Πατσινάκοι, που την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού είχαν διωχθεί από τους Κομάνους, δεν ενόχλησαν από τότε το Βυζάντιο για 30 χρόνια.

Αλλά στις αρχές της βασιλείας του Ιωάννη, οι Πατσινάκοι, που είχαν κάπως συνέρθει από την ήττα τους, διέσχισαν τον Δούναβη κι εισέβαλαν στην περιοχή του Βυζαντίου, όπου όμως νικήθηκαν, το 1122, από τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα στη Βερόη, τη σημερινή Στάρα-Ζαγορά. Σε ανάμνηση της νίκης του ο Ιωάννης καθιέρωσε μια ειδική τελετή «την των Πατσινάκων λεγομένη τελετή», η οποία, όπως λέει ο βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, «γιορταζόταν μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα».

Η σφαγή ήταν τόσο άγρια και εξοντωτική, που, μετά από αυτήν την ήττα, οι Πατσινάκοι δεν είχαν καμιά απολύτως σημασία για την εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου και δεν εμφανίζονται ξανά στην ιστορία. Οι Πατσινάκοι όμως που συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι κι εγκαταστάθηκαν στο Βυζάντιο, αποτέλεσαν ιδιαίτερο τμήμα του Βυζαντινού στρατού και πολέμησαν με το μέρος του Βυζαντίου. Η τάση της Ουγγαρίας να επεκτείνει τις κτήσεις της προς την Αδριατική, είχε φέρει ήδη σε δύσκολη θέση τον Αλέξιο Κομνηνό, οι σχέσεις του οποίου με τους Ούγγρους είχαν οξυνθεί.

Φαινόταν ότι ο γάμος του Ιωάννη με μια πριγκίπισσα της Ουγγαρίας θα διευκόλυνε τις σχέσεις. «Αλλά αυτή συγγένεια», όπως λέει ο Ρώσος ιστορικός Grot, «δεν μπορούσε να ανατρέψει το αίσθημα της αμοιβαίας δυσπιστίας και του ανταγωνισμού που, με την πάροδο του χρόνου, αναπτυσσόταν και στις δύο γειτονικές χώρες». Εκτός όμως από την εγκατάσταση των Ούγγρων στις ακτές της Δαλματίας, που ήταν επικίνδυνη για το Βυζάντιο, η προσέγγιση μεταξύ της Ουγγαρίας και της Σερβίας αποτελούσε πηγή δυσαρέσκειας για την Αυτοκρατορία.

Οι Σέρβοι, που μαζί με τους Βούλγαρους αναγκάστηκαν να έρθουν στο Βυζάντιο στις αρχές του 11ου αιώνα, επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, είχαν ήδη αρχίσει, στα μέσα του ίδιου αιώνα, να επαναστατούν. Τα τέλη του 11ου και οι αρχές του 12ου αιώνα, αποτέλεσαν την εποχή της πρώτης απελευθέρωσης της Σερβίας από την εξουσία του Βυζαντίου. Την εποχή του Ιωάννη μπορεί να σημειωθεί μια ιδιαίτερη προσέγγιση Σερβίας και Ουγγαρίας, η οποία ήταν έτοιμη να βοηθήσει τη Σερβία για την απόκτηση της ανεξαρτησίας της.

Μια πριγκίπισσα της Σερβίας παντρεύτηκε έναν πρίγκιπα της Ουγγαρίας και έτσι στα τέλη της βασιλείας του Ιωάννη παρουσιάστηκε στα Β.Δ, μια νέα αιτία ανησυχιών του Βυζαντίου με τη μορφή της στενής επαφής Ουγγαρίας και Σερβίας. Οι επιχειρήσεις εναντίον τους είχαν κάποια επιτυχία, αλλά δεν έδωσαν οριστικά αποτελέσματα. Ένας ανώνυμος «πανηγυριστής» του Ιωάννη υμνεί τις στρατιωτικές του ενέργειες στη Βαλκανική χερσόνησο με τα εξής πομπώδη λόγια:

«Πόσο ένδοξες είναι οι εκστρατείες μας εναντίον των λαών της Ευρώπης. Ο Ιωάννης νίκησε τους Δαλματούς, τρομοκράτησε τους Σκύθες και όλους τους λαούς που ζούσαν ανοργάνωτα και χρωμάτισε τα νερά του Δούναβη με άφθονο αίμα». Τα τελευταία δέκα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη, οι σχέσεις με τη Ν. Ιταλία άλλαξαν τελείως. Στη χώρα αυτή, την περίοδο των ανωμαλιών διαδέχθηκε μια νέα εποχή δύναμης και δόξας. Ο Ρογήρος Β' ένωσε τη Σικελία με τη Ν. Ιταλία και, τα Χριστούγεννα του 1130, στέφθηκε επίσημα, στο Παλέρμο, με το βασιλικό στέμμα.

Λόγω της ένωσης αυτών των δύο περιοχών ο Ρογήρος Β' έγινε αμέσως ένας από τους πιο δυναμικούς άρχοντες της Ευρώπης, πράγμα που αποτέλεσε ένα τρομερό χτύπημα για το Βυζάντιο. Έχοντας ακόμα θεωρητικά κάποια δικαιώματα στις νοτιο-Ιταλικές χώρες, ο Αυτοκράτορας θεώρησε πρόσκαιρη την κατάκτησή τους από τους Νορμανδούς. Η απόκτηση του βασιλικού τίτλου από τον Ρογήρο φαινόταν σαν μια επίθεση κατά της Αυτοκρατορικής αξιοπρέπειας, και η αναγνώρισή του θα σήμαινε την εγκατάλειψη όλων των δικαιωμάτων πάνω στις Ιταλικές επαρχίες.

Η ξαφνική εξύψωση του Ρογήρου ήταν ανεπιθύμητη όχι μόνο στο Βυζάντιο αλλά και στο Γερμανό ηγεμόνα, που είχε σπουδαία συμφέροντα στην Ιταλία. Μπροστά στον κοινό κίνδυνο, ο Ιωάννης Β' ήρθε σε συνεννόηση πρώτα με τον Λοθάριο της Γερμανίας και στη συνέχεια, μετά το θάνατο του τελευταίου, με τον Κόνραντ Γ' (Hohenstaufen). Η συνεννόηση αυτή κατέληξε αργότερα σε πραγματική συμμαχία των δύο Αυτοκρατοριών. Κύριος σκοπός της συνεννόησης αυτής και αργότερα της συμμαχίας, υπήρξε η καταστροφή της δύναμης των Νορμανδών στην Ιταλία.

Η συμμαχία αυτή έγινε αξιόλογη την εποχή του διαδόχου του Ιωάννη, Μανουήλ. Αν ο Ιωάννης απέτυχε να κτυπήσει τη δύναμη του Ρογήρου, πέτυχε, το λιγότερο, να τον εμποδίσει να εισβάλει στο Βυζάντιο. Οι μεταγενέστεροι πόλεμοι του Ρογήρου με τον Μανουήλ έδειξαν καθαρά ότι το σχέδιο της εισβολής τον είχε αρκετά απασχολήσει. Τα πιο αξιόλογα λοιπόν σημεία της εξωτερικής πολιτικής του Ιωάννη στη Δύση υπήρξαν η στάση του απέναντι στο σχηματισμό του βασιλείου της Σικελίας και η δημιουργία της συμμαχίας των δυο Αυτοκρατοριών.


ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

Στη Μικρά Ασία ο Ιωάννης επιχειρούσε με επιτυχία σχεδόν κάθε χρόνο εκστρατείες και την 4η δεκαετία του 12ου αιώνα πέτυχε να αποδώσει στην Αυτοκρατορία τις περιοχές που είχαν χαθεί από καιρό. Πιστεύοντας ότι η δύναμη των Τούρκων είχε αρκετά μειωθεί, ο Ιωάννης σκεφτόταν ότι, χωρίς να επηρεάσει τα συμφέροντα του κράτους, θα μπορούσε να διακόψει τις εχθρικές του ενέργειες κατά των Τούρκων και να αναλάβει μια νέα και πιο μακρινή εκστρατεία στα Ν.Α εναντίον της Αρμενικής Κιλικίας και του πριγκιπάτου της Αντιόχειας.

Η Αρμενική Κιλικία, ή Μικρή Αρμενία, είχε ιδρυθεί στα τέλη του 11ου αιώνα από τους πρόσφυγες της κυρίως Αρμενίας που είχαν φύγει από τη χώρα τους λόγω της προώθησης των Τούρκων. Ανάμεσα στις άλλες οικογένειες των Αρμενίων, η οικογένεια των Rupen (Ruben) άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στη διοίκηση της νέας χώρας. Η Μικρή Αρμενία, που είχε εκτείνει την περιοχή της σε βάρος του Βυζαντίου, ήρθε σε στενές σχέσεις με τους Λατίνους πρίγκιπες της Ανατολής, δείχνοντας έτσι τις εχθρικές της διαθέσεις προς την Αυτοκρατορία.

Τότε ο Ιωάννης Κομνηνός κατευθύνθηκε προς τη Μικρή Αρμενία για να την τιμωρήσει και στη συνέχεια να λύσει τις διαφορές του με το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, το οποίο την εποχή των πρώτων Σταυροφοριών δεν κράτησε τους όρκους του προς τον Αυτοκράτορα, ενώ αργότερα αρνήθηκε να υποταχθεί στον Ιωάννη παρά τη συμφωνία που είχε γίνει μεταξύ του Αλέξιου Κομνηνού και του Βοημούνδου. Η εκστρατεία του Ιωάννη υπήρξε επιτυχής. Η Κιλικία καταλήφθηκε και ο πρίγκιπας της Αρμενίας με τους γιους του στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Η περιοχή του Βυζαντίου αυξήθηκε με την προσάρτηση της Μικρής Αρμενίας και έφτασε μέχρι τα σύνορα του πριγκιπάτου της Αντιόχειας, εναντίον του οποίου ο Ιωάννης ανέλαβε έναν επίσης επιτυχή αγώνα. Η πολιορκημένη Αντιόχεια αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη, που ο Ιωάννης παραχώρησε με τον όρο ότι το πριγκιπάτο της Αντιόχειας θα αναγνώριζε την επικυριαρχία της Αυτοκρατορίας. Ο πρίγκιπας δέχτηκε να ορκιστεί πίστη στον Αυτοκράτορα και σαν δείγμα της υποταγής του να υψώσει την Αυτοκρατορική σημαία πάνω από την ακρόπολη της Αντιόχειας.

Ένα χρόνο αργότερα, επιστρέφοντας στην Αντιόχεια, ο Αυτοκράτορας ως επικυρίαρχος μπήκε στην πόλη θριαμβευτικά, περιστοιχιζόμενος από τα παιδιά του, τους αυλικούς, τους αξιωματούχους και τους στρατιώτες του. Η θριαμβευτική παράταξη βάδισε μέσα από τους διακοσμημένους δρόμους της πόλης, ενώ στο πλευρό του Αυτοκράτορα βρισκόταν ο πρίγκιπας της Αντιόχειας. Στις πύλες της πόλης ο Αυτοκράτορας έγινε δεκτός από τον Πατριάρχη και τον κλήρο και κατόπιν, ανάμεσα από ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων που έψελναν ύμνους και ψαλμούς με τον ήχο μουσικής, ο Ιωάννης πήγε πρώτος στη μητρόπολη και στη συνέχεια στο ανάκτορο.

Μετά από τον θρίαμβο αυτό τα σχέδια του Ιωάννη επεκτάθηκαν μέχρι το σημείο να οραματιστεί την επανίδρυση της δύναμης του Βυζαντίου στην κοιλάδα του Ευφράτη και την επέμβασή του στις υποθέσεις του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Πολύ πιθανόν, στη σκέψη του Ιωάννη το σχέδιο για μια τέτοια επέμβαση να στηρίχθηκε πάνω στη δυνατότητα να αναγνωρίσει ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ την Αυτοκρατορική επικυριαρχία. Αναφερόμενος στα σχέδια αυτά, ο υμνητής του Ιωάννη γράφει: «Έχετε θάρρος όσοι αγαπάτε τον Χριστό και όσοι είστε ''ξένοι και παρεπίδημοι (επί της γης)'' χάριν του Χριστού».

«Μη φοβάστε πια τα εγκληματικά χέρια. Ο Αυτοκράτορας που αγαπά τον Χριστό τα έχει αλυσοδέσει. Ενώ συγχρόνως έκανε κομμάτια το άδικό τους ξίφος. Άνοιξες μπροστά στου (ω Αυτοκράτορα) τον θείο και ευρύ δρόμο που οδηγεί στην ουράνια και ιερή Ιερουσαλήμ». Παρόλα αυτά, όμως, τα σχέδια αυτά απέτυχαν. Το 1143, βαδίζοντας εναντίον των Τούρκων και κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, στα βουνά της Κιλικίας, ο Ιωάννης τραυματίστηκε στο μπράτσο από ένα δηλητηριασμένο βέλος και πέθανε μακριά από την πρωτεύουσα.

Πεθαίνοντας όρισε διάδοχό του τον νεώτερο γιο του Μανουήλ, αφού πέρασε μια ζωή αφιερωμένη στους πολέμους κατά των εχθρών της Αυτοκρατορίας. Παρέδωσε στον διάδοχό του ένα κράτος πιο ισχυρό και πιο μεγάλο από εκείνο που παρέλαβε από τον δραστήριο και ικανό πατέρα του. Ο πανηγυριστής του Ιωάννη, τον θεωρεί ανώτερο από τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα και τον Αννίβα εξυμνώντας τον κατάλληλα.

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΜΕ ΒΕΝΕΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΥΓΓΡΟΥΣ

Ο Ιωάννης Β΄ από την αρχή της βασιλείας του αρνήθηκε να επικυρώσει στους Βενετούς τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο πατέρας του Αλέξιος Α΄. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα δύο κράτη να οδηγηθούν σε πολεμική ρήξη από το 1122, με τους Βενετούς να λεηλατούν τα νησιά (Κέρκυρα, Ρόδο, Χίο, Σάμο, Λέσβο, Άνδρο, Κεφαλληνία) και τα παράλια της Αυτοκρατορίας. Χωρίς να διαθέτει ακόμα ισχυρές ναυτικές δυνάμεις ο Ιωάννης Β΄ αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τη Βενετία επικυρώνοντας και ενισχύοντας τα προνόμια της τον Αύγουστο του 1126.

Δυο χρόνια αργότερα ο Αυτοκράτορας ενεπλάκη σε πόλεμο με τους Ούγγρους. Ο Ούγγρος βασιλιάς Στέφανος Β΄ επιτέθηκε και κατέλαβε τις πόλεις Βρανίτζοβα και Βελέγραδα, επειδή οι Βυζαντινοί είχαν προσφέρει άσυλο στον φυγάδα αδελφό του, Αλμόζη. Ο Ιωάννης Β΄ το 1128 σε μια σειρά μαχών νίκησε τους Ούγγρους και ανακατέλαβε όλα τα χαμένα εδάφη, έως ότου το 1129 οι δυο αντίπαλοι συνθηκολόγησαν. Οι νίκες του Ιωάννη Β΄ σταθεροποίησαν τα βόρεια σύνορα του κράτους και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις καλών σχέσεων με την Ουγγαρία την επόμενη δεκαετία 1131 - 1141.


ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΓΓΑΡΙΑ

Οι Ούγγροι εγκαταστάθηκαν στον χώρο της σημερινής Ουγγαρίας προερχόμενοι από τις Ρωσικές στέπες. Γύρω στον 10ο αιώνα προσχώρησαν στον Χριστιανισμό. Η θέση της χώρας τους ήταν σημαντική διότι αποτελούσε σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ανάπτυξη του χερσαίου και του ποτάμιου εμπορίου έφερε ως επακόλουθο και την πολιτική δύναμη. Οι πρώτες επαφές των Βυζαντινών με τους Ούγγρους χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, ως διορατικός πολιτικός που ήταν, θέλησε να αναπτύξει σχέσεις καλής γειτονίας με τους Ούγγρους.

Έτσι το 1104 τα δύο κράτη απέκτησαν στενότερες σχέσεις με το συνοικέσιο του Ιωάννη Β' και της κόρης του Ούγγρου βασιλιά Λαδισλάου Α', Πιρίσκας, η οποία κατά τη συνήθεια έλαβε το πιο Ελληνικό όνομα Ειρήνη. Όμως η διάθεση για ειρηνική συμβίωση μεταξύ των δύο κρατών γρήγορα εξέλιπε. Οι Ούγγροι εφάρμοσαν επεκτατική πολιτική σε περιοχές υπό Βυζαντινή κυριαρχία, όπως η Κροατία και η Δαλματία, ξεσηκώνοντας παράλληλα και τους Σέρβους, όπως είδαμε παραπάνω. Η κατάσταση πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις όταν αποκαλύφθηκε η παρέμβαση του Ιωάννη Β' στα εσωτερικά του Ουγγρικού οίκου.

Ο βασιλιάς Στέφανος Β' (1114 - 1131) ανερχόμενος στην εξουσία τύφλωσε τον ετεροθαλή αδελφό του Άλμο, ο οποίος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωάννης δεν άφησε ένα τέτοιο «δώρο» ανεκμετάλλευτο. Δώρισε στον Άλμο κτήματα στη Μακεδονία και τον έθεσε υπό την προστασία του. Γρήγορα τα κτήματα αυτά έγιναν πόλος έλξης των δυσαρεστημένων Ούγγρων, οι οποίοι έθεταν τον εαυτό τους στη διάθεση του Αυτοκράτορα. Όπως ήταν φυσικό, ο Στέφανος διαμαρτυρήθηκε και απαίτησε την εκδίωξη του Αλμου από την Αυτοκρατορία. Ο Ιωάννης αρνήθηκε και οι Ούγγροι, έχοντας αυτό ως αφορμή, διέβησαν τον Δούναβη το 1128.

Βαθύτερη αιτία της σύγκρουσης αυτής ήταν φυσικά ο ανταγωνισμός των δύο κρατών στην περιοχή των Βαλκανίων, που υπέβοσκε επί δεκαετίες. Αφού κατέλαβαν την πόλη Βρανίτζοβα και το Βελιγράδι οι Ούγγροι, προχώρησαν στη λεηλασία της περιοχής της Ναϊσσού (Νις) και της Σερδικής (Σόφιας). Επειτα κατευθύνθηκαν πάλι βόρεια. Η αντίδραση του Ιωάννη υπήρξε άμεση και επιτυχημένη. Με συνδυασμένες επιχειρήσεις στρατού και στόλου περιόρισε τους εισβολείς και τους εξανάγκασε να δώσουν την αποφασιστική μάχη σε περιοχή που επιθυμούσε.

Η σύγκρουση έγινε στο φρούριο Χράμο και ήταν για άλλη μια φορά νικηφόρα για τα Βυζαντινά όπλα. Οι Ούγγροι κατατροπώθηκαν και έχασαν όλες τις αρχικές τους κατακτήσεις. Ο βασιλιάς τους, Στέφανος Β', υποχρεώθηκε να συνάψει ειρήνη με την Αυτοκρατορία. Ο Ιωάννης μετά από αυτή την επιτυχία του, εξασφάλισε τα βόρεια σύνορά του και δημιούργησε, με την ηπιότητα των όρων που επέβαλε, τις προϋποθέσεις για ειρηνική συμβίωση με τους Ούγγρους. Οι τελευταίοι, ιδίως με τη διαδοχή του Στεφάνου Β' από τον Βέλα Β' (1131 - 1141), δεν ενόχλησαν πάλι τους Βυζαντινούς επί της βασιλείας του.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Το φαινόμενο της οικονομικής και εμπορικής διείσδυσης των Ιταλικών πόλεων στον χώρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η παραχώρηση ευνοϊκότατων προνομίων στους εμπόρους τους έλαβαν διαστάσεις κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα. Επί των πρώτων Κομνηνών το Βυζαντινό κράτος είχε ακόμη τη δυνατότητα να ελέγχει τη δραστηριότητά τους. Παρόλα αυτά επρόκειτο για την αρχή μιας πορείας που οδήγησε υπό τον ιταλικό έλεγχο όλες τις θαλάσσιες εμπορικές αρτηρίες της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Οι πρώτοι που απέκτησαν μεγάλα προνόμια ήταν οι Βενετοί.

Ο Αλέξιος Α' εμπρός στη Νορμανδική απειλή και στερούμενος πολεμικού στόλου κατέφυγε στη λύση της συμμαχίας με τη δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, ο στόλος της οποίας αποτελούσε εχέγγυο για επιτυχία. Το 1082 εξέδωσε χρυσόβουλο με το οποίο παραχωρούσε σημαντικά εμπορικά προνόμια στους Βενετούς. Τελικά όμως η συμβολή των τελευταίων δεν ήταν η αναμενόμενη στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών. Ο Ιωάννης Β', βλέποντας ότι δεν υπήρχε πλέον ο λόγος για την προνομιακή μεταχείριση των Βενετών εμπόρων, προσπάθησε να απαλλαγεί.

Το 1119 ανακοίνωσε στον νέο Δόγη της Βενετίας, Μικιέλι, ότι αρνείτο την επικύρωση του χρυσόβουλου του 1082. Από την άλλη πλευρά όμως μείωσε τις δαπάνες για τον πολεμικό στόλο, με αποτέλεσμα τις Βενετικές επιδρομές στα παράλια της Αυτοκρατορίας από το 1122 ως το 1126. Τότε λεηλατήθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα νησιά Ρόδος, Σάμος, Κως και Κέρκυρα. Μετά την τελευταία επιδρομή ο Ιωάννης αναγκάστηκε να επικυρώσει το πολύκροτο χρυσόβουλο, προσθέτοντας μια σημαντική φράση:

Στο εξής θα απαλλάσσονταν από τους δασμούς όχι μόνο οι Βενετοί, αλλά και οι Ελληνες έμποροι που συναλλάσσονταν με τους Βενετούς. Η προσθήκη αυτή φυσικά υπήρξε μεγάλη επιτυχία για τη Βενετία, η οποία οδήγησε την προνομιακή θέση των εμπόρων της στα όρια της Αυτοκρατορίας.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΩΝ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Β΄ ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΣΕΡΒΩΝ

Ὅτι ὁ ἄρχων Σερβλίας ἐξ ἀρχῆς, ἤγουν ἀπὸ τῆς βασιλείας Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως, δουλικῶς ἐστιν ὑποτεταγµένος τῷ Ῥωµαίων βασιλεῖ, καὶ οὐδέποτε τῷ ἄρχοντι Βουλγαρίας καθυπετάγη. Η παραπάνω φράση, γραµµένη από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, συνοψίζει µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις σχέσεις του Βυζαντίου µε τους Σέρβους από την εµφάνισή τους στη Βαλκανική Χερσόνησο, ύστερα από πρόσκληση του Αυτοκράτορα Ηρακλείου, έως τουλάχιστον την εξεταζόµενη σε αυτό το άρθρο περίοδο, δηλαδή τη βασιλεία του Ιωάννη Β΄ Κοµνηνού.


Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θεωρούσε στρατηγικής σηµασίας την περιοχή εγκατάστασης των Σέρβων και δεν ήταν πρόθυµη να παραιτηθεί των διεκδικήσεων της. Κάθε φορά που κάποιος τοπικός Σέρβος ηγεµόνας εξέφραζε αποσχιστικές τάσεις, ο εκάστοτε Αυτοκράτορας φρόντιζε για την αποκατάσταση της τάξης. Βασικός αντίπαλος του Βυζαντίου στην περιοχή µέχρι τον 11ο αιώνα ήταν οι Βούλγαροι, οι οποίοι επίσης προσπαθούσαν να ασκήσουν την εξουσία τους, αλλά συνήθως οι προσπάθειες τους ήταν ανεπιτυχείς.

Το Βυζάντιο κατόρθωσε µέχρι τον θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κοµνηνού (1180) να διατηρήσει τον έλεγχο επί των Σερβικών ηγεµονιών. Οι σχέσεις των Σέρβων µε το Βυζάντιο κατά τη βασιλεία του Ιωάννη Κοµνηνού εστιάζονται κυρίως στις αποσχιστικές τάσεις των πρώτων έναντι του Βυζαντίου. Είναι γεγονός ότι η Αυτοκρατορία δρούσε ως επικυρίαρχος της περιοχής.

Ήδη από την εποχή του Αλεξίου Α΄, οι προσπάθειες των Σέρβων για απόσχιση άρχισαν να εντείνονται, µε αποτέλεσµα ο Αυτοκράτορας να αναµειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις τους και να στηρίζει ενεργά υποψήφιους και ανταπαιτητές του Σερβικού θρόνου. Οι Σέρβοι από την πλευρά τους, µε το ιδιαίτερο σύστηµα της ζουπανίας, αναλώνονταν σε διαµάχες για την κατάληψη της αρχής και τον έλεγχο µεγαλύτερων περιοχών. Στο Βυζάντιο έβλεπαν τη δύναµη που θα µπορούσε να τους εξασφαλίσει την εξουσία, αλλά και την απειλή της αυτονοµίας τους.

Η εξέταση των εκστρατειών του Ιωάννη Β΄ εναντίον των Σέρβων έχει διττό νόηµα, καθώς αφενός καθίσταται σαφής η αποφασιστικότητα του αυτοκράτορα να διατηρήσει τον έλεγχο της περιοχής και αφετέρου η επιµονή των Σέρβων, την συγκεκριµένη περίοδο, να ανεξαρτητοποιηθούν από τον Βυζαντινό έλεγχο, παρόλο που απέτυχαν, προλείανε το έδαφος για την εµφάνιση ενός ισχυρού ηγεµόνα που θα δηµιουργήσει δυναστεία, του Στέφανου Νεµάνια, και την απώλεια της Βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή µετά την πτώση της Κοµνήνειας δυναστείας.

Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Ιωάννη Β΄ (1118 - 1143), δύο φορές προσπάθησαν οι Σέρβοι να αποµακρυνθούν από τη Βυζαντινή κηδεµονία, χωρίς όµως το Βυζάντιο να χάσει τελικά τον έλεγχο της περιοχής. Οι δύο κύριες Βυζαντινές πηγές της περιόδου αναφέρονται παρεµπιπτόντως και παρενθετικά στους Σέρβους. Το βασικό πρόβληµα, που ακόµη δεν έχει λυθεί, είναι αν ο Ιωάννης αναγκάσθηκε να αντιµετωπίσει τους επαναστατηµένους Σέρβους µία ή δύο φορές.

Αν µελετήσει κανείς µία τρίτη πηγή -τον Ιερέα της ∆ιόκλειας-, εύκολα µπορεί να συµπεράνει ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές επιχειρήσεις, µε διαφορά επτά ετών η µία από την άλλη. Έτσι, λύνεται τόσο το πρόβληµα της χρονολόγησής τους όσο και τα ερωτήµατα που προκύπτουν από τις δύο Βυζαντινές πηγές. Πιο συγκεκριµένα, ο Χωνιάτης αναφέρει ότι, λίγο µετά τη νίκη του Ιωάννη Β΄ επί των Πετσενέγων, το 1122, οι Σέρβοι επαναστάτησαν, αλλά ο Αυτοκράτορας τούς νίκησε κατά κράτος και επέβαλε αρχηγό της αρεσκείας του.

Επιπλέον, συνέλαβε αιχµαλώτους τους οποίους µετέφερε στη Νικοµήδεια και τους ενέταξε στο Βυζαντινό στράτευµα και το Βυζαντινό φορολογικό σύστηµα. Ο Ιερέας της ∆ιόκλειας είναι πιο λεπτοµερής στην περιγραφή των γεγονότων. Αναφέρει συγκεκριµένα ότι, µετά τον θάνατο του Βλαδίµηρου, ανέλαβε την εξουσία ο Γεώργιος, γιος της βασίλισσας Γιακβίντα. Στον δεύτερο χρόνο της βασιλείας του, θέλησε να συλλάβει τους γιους του Βρανισλάβου που είχαν εισβάλει στην περιοχή του. Οι τελευταίοι κατέφυγαν στο ∆υρράχιο, στον θείο τους Γκοϊσλάβο. Μόνο ο Γκρουµπέσσα συνελήφθη και µεταφέρθηκε στο Σκούταρι.

Τότε, ο δούκας Καλοϊωάννης Κουµάνος αποφάσισε να αναµειχθεί και, µαζί µε τον Γκοϊσλάβο και τους εγγονούς του, επιτέθηκαν εναντίον του Γεωργίου, ο οποίος ηττήθηκε και κατέφυγε στο Obliquum, ενώ ο Αυτοκράτορας κατέλαβε το Σκούταρι και απελευθέρωσε τον Γκρουµπέσσα. Ο Γκρουµπέσσα ανακηρύχθηκε rex από τον Ιωάννη Β΄ Κοµνηνό και ο τελευταίος κατευθύνθηκε στο ∆υρράχιο, όπου και παρέµεινε για λίγο. Ο Γεώργιος προσπάθησε να αντεπιτεθεί και κατέφυγε στη Rassam (Ῥᾶσον). Η µητέρα του συνελήφθη στο Κατάρον και µεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε.

Είναι φανερό από την αφήγηση ότι ο δούκας Καλοϊωάννης Κουµάνος είναι ο Ιωάννης Β΄ Κοµνηνός. «Καλοϊωάννης» εξάλλου ήταν το προσωνύµιο µε το οποίο ήταν γνωστός ο Ιωάννης Β΄, τόσο στους Βυζαντινούς όσο και στους υπόλοιπους λαούς. Ο όρος «Κουµάνος» έχει δύο πιθανές εξηγήσεις. Είτε πρόκειται για παραφθορά του «Κοµνηνός», είτε πρόκειται για προσωνύµιο που του δόθηκε µετά την νίκη του επί των Πετσενέγων, το 1122, τους οποίους οι συγγραφείς της εποχής συγχέουν µε τους Κουµάνους.

Αν υιοθετήσουµε τη δεύτερη άποψη -η οποία, είναι και η πλέον πιθανή- µπορούµε µε ασφάλεια να συµπεράνουµε ότι η ανάµειξη του Βυζαντίου στις υποθέσεις της Σερβίας έγινε αµέσως µετά τη νίκη του Ιωάννη επί των Πετσενέγων, εξ ου και ο χαρακτηρισµός «Κουµάνος». Η άποψη αυτή συµφωνεί και µε τον Χωνιάτη, ο οποίος σηµειώνει ότι η επέµβαση του Αυτοκράτορα στη Σερβία έγινε λίγο µετά την νίκη του επί των Πετσενέγων. Συνεπώς, τα παραπάνω γεγονότα έλαβαν χώρα το 1122 ή 1123.


Η πρώτη επέµβαση του Ιωάννη θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά περί το 1122, εφόσον έτσι υπάρχει συµφωνία µε τον Κίνναµο, ο οποίος περιγράφει τον πόλεµο µε τη Σερβία κατά τη διάρκεια του Βυζαντινο-Ουγγρικού πολέµου, και µε τον Ιερέα της ∆ιόκλειας, που αναφέρει ότι η επόµενη σύγκρουση έγινε αφού πέρασαν επτά έτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η δεύτερη επέµβαση του Βυζαντίου εναντίον της Σερβίας µπορεί να τοποθετηθεί χρονικά στο έτος 1129, ενώ συνεχιζόταν ο πόλεµος µε την Ουγγαρία.

Έτσι, το 1129 και ενώ ο Ιωάννης αντιµετώπιζε τον Στέφανο Β΄, νέα αναταραχή ξέσπασε στη Σερβία, η οποία ίσως υποκινήθηκε από τους Ούγγρους. Είναι εξάλλου περίεργη η χρονική σύµπτωση µεταξύ της Σερβικής εξέγερσης και των στρατιωτικών επιχειρήσεων των Βυζαντινών εναντίον των Ούγγρων, ενώ δεν µπορεί να αµφισβητηθεί και το ενδιαφέρον της Ουγγαρίας για την περιοχή. Ο Γεώργιος, που έχει αναφερθεί παραπάνω, έχοντας συγκεντρώσει γύρω του αρκετούς υποστηρικτές και µε τη συµµετοχή των κατοίκων της Ρασίας, επιτέθηκε εναντίον του Γκρουµπέσσα.

Κατά τη διάρκεια µάχης στην Αντίβαριν, ο τελευταίος έχασε τη ζωή του. Ο Γεώργιος συνέχισε τον πόλεµο εναντίον του ενός από τους τρεις αδελφούς του αποθανόντος, του Γκραντίτσνα. Ως συµπαραστάτες είχε τους άλλους δύο αδελφούς του, τον Ντραγκίτσνα και τον Ντραγκέλο, στους οποίους παραχώρησε Ζουπανίες στη ∆ιόκλεια. Ο Γεώργιος ήλπιζε ότι και ο Γκραντίτσνα θα συµµαχούσε τελικά µαζί του, όµως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Έτσι, ο Γεώργιος µετέφερε τον πόλεµο στο Ράσον, εκδιώκοντας από εκεί τον Γκραντίτσνα (ο οποίος βρήκε καταφύγιο στη Chelmania) και εγκαθιστώντας ως ζουπάνο της Ρασίας τον Ούρος.

Κατά την περίοδο ηγεµονίας του (1115 δεκαετία 1130 ή 1140), ο Ούρος προσπάθησε να ασκήσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και να απαλλαγεί από την επιρροή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αν κρίνουµε από την υποστήριξη που παρείχε κατά τη δεκαετία του 1120 στον Γεώργιο εναντίον του φιλοβυζαντινού ηγεµόνα της ∆ιόκλειας και από το γεγονός ότι περί το 1129 ή 1130 πάντρεψε την κόρη του Ελένη (Jelena) µε τον Βελά (Béla), µετέπειτα βασιλιά της Ουγγαρίας (1131 - 1141). Λίγο αργότερα ο Γεώργιος αποφάσισε να συλλάβει τους δύο αδελφούς, και µέχρι τότε συµµάχους του, καθώς και τον Μιχαήλ.

Ωστόσο, κατόρθωσε να συλλάβει µόνο τον Ντραγκέλο και τον Μιχαήλ, ενώ ο Ντραγκίτσνα κατάφερε να διαφύγει στο ∆υρράχιο. Εκείνη τη χρονική στιγµή αποφάσισε να επέµβει και το Βυζάντιο. Με τη συνδροµή του δούκα του ∆υρραχίου, τον οποίο ο Ιερέας της ∆ιόκλειας αποκαλεί Πυρογκόρντι, οι Γκραντίτσνα και Ντραγκίτσνα κατόρθωσαν να καταλάβουν τη Vuranea και την Αντίβαριν. Ο Αυτοκράτορας ανακάλεσε τον δούκα ∆υρραχίου στην Κωνσταντινούπολη, για λόγους τους οποίους µπορούµε µόνο να υποθέσουµε, αποστέλλοντας στη θέση του τον Αλέξιο Κοντοστέφανο, ο οποίος νίκησε τον Γεώργιο· ο τελευταίος κατέφυγε στην Cermeniza.

Ο Γκραντίτσνα, σύµµαχος του Βυζαντίου, κατεδίωξε τον αποστάτη και τότε ο Γεώργιος κλείστηκε σε έναν πύργο στο Obolon. Ο Βυζαντινός αξιωµατούχος κατόρθωσε τελικά να συλλάβει τον Γεώργιο και τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε. Έτσι, ο Γκραντίτσνα, ο οποίος επέδειξε φιλοβυζαντινή στάση µε τη συµµετοχή του στην ανατροπή του Γεωργίου, έγινε κύριος της περιοχής -µε τις ευλογίες του Βυζαντίου, η στήριξη του οποίου ήλθε ως ανταµοιβή για τη φιλοβυζαντινή πολιτική του- εξουσία την οποία διατήρησε για τα επόµενα 11 χρόνια.

Ο Chalandon, ο οποίος υπήρξε από τους ελάχιστους νεότερους µελετητές που υποστήριξαν ότι οι επεµβάσεις του Βυζαντίου στη Σερβία την περίοδο διακυβέρνησης του Ιωάννη Κοµνηνού ήταν δύο, σφάλλει, στη χρονολόγηση: τοποθετεί στο ίδιο χρονικό πλαίσιο τις αφηγήσεις του Χωνιάτη και του Κιννάµου και υποθέτει ότι ο ένας από τους δύο (ο Χωνιάτης) λανθάνει στη χρονική τοποθέτηση. Έτσι, υιοθετεί τη χρονολόγηση του Κιννάµου και τοποθετεί το πρώτο επεισόδιο στην περίοδο 1129 µε 1130. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι η βασιλεία του Γκρουµπέσσα διήρκησε επτά έτη, εποµένως η δεύτερη επέµβαση του Βυζαντίου έγινε το 1137.

Αν υιοθετήσει κανείς την άποψη του Chalandon επί του θέµατος, θα πρέπει να θεωρήσει ότι αµφότεροι ο Χωνιάτης και ο Ιερέας της ∆ιόκλειας κάνουν λάθος στη χρονολόγησή τους (και µάλιστα ο τελευταίος δύο φορές) και ότι οι Χωνιάτης και Κίνναµος µιλούν για το ίδιο επεισόδιο όταν αναφέρονται στους Σέρβους. Αν όµως υποθέσουµε ότι και οι τρεις ιστορικοί µας είναι ακριβείς -συνεπώς ο Κίνναµος και ο Χωνιάτης αναφέρονται σε διαφορετικά γεγονότα- λύνεται ένα πρόβληµα που ταλάνιζε για δεκαετίες τους σύγχρονους ερευνητές.

Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι ο Ιωάννης επενέβη δύο φορές στη Σερβία και ότι σε αµφότερες τις περιπτώσεις βρισκόταν ήδη στην ευρύτερη περιοχή: την πρώτη µετά τη νίκη του εναντίον των Πετσενέγων και τη δεύτερη κατά τη διάρκεια του πολέµου µε τους Ούγγρους. Εξάλλου, ούτε από τη µεριά των Σέρβων η χρονική σύµπτωση µπορεί να θεωρηθεί τυχαία. Στην πρώτη περίπτωση, ίσως θέλησαν να εκµεταλλευτούν το γεγονός ότι ο Αυτοκράτορας µόλις είχε ολοκληρώσει την εκστρατεία του εναντίον των Πετσενέγων.

Εποµένως ο στρατός του θα ήταν καταπονηµένος και άρα πιο εύκολα ο ανταπαιτητής του Σερβικού θρόνου Γεώργιος θα πραγµατοποιούσε τα σχέδιά του για ανεξάρτητη από το Βυζάντιο κυριαρχία στην περιοχή. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Ιωάννης Β΄ βρισκόταν ήδη σε πόλεµο µε την Ουγγαρία και είτε η τελευταία παρακίνησε τον Γεώργιο είτε αυτός έδρασε αυτοβούλως, υποθέτοντας ότι θα ήταν δύσκολο για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα να πολεµήσει ταυτοχρόνως σε δύο µέτωπα.


Η επισκόπηση των γεγονότων που αφορούν στις σχέσεις του Βυζαντίου µε τους Σέρβους µας επιτρέπει να συµπεράνουµε ότι, παρόλο που η Αυτοκρατορία δεν είχε τον άµεσο έλεγχο της περιοχής, ο Ιωάννης τους θεωρούσε υπηκόους του και ως τέτοιους τους συµπεριφερόταν. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας ήταν φυσικό να θεωρεί τους Σέρβους υπηκόους του. Από τη µία πλευρά, οι ίδιοι οι Σέρβοι ενθάρρυναν αυτή την αντιµετώπιση µε τις συνεχείς κρούσεις τους στο Βυζάντιο για παρέµβαση στις εσωτερικές τους υποθέσεις.

Έξαλλου, ήδη από την εποχή του Ηρακλείου, όταν οι Σέρβοι έφτασαν στον χώρο ύστερα από πρόσκληση του Αυτοκράτορα (τουλάχιστον αυτό υποστήριζαν µεταγενέστεροι Βυζαντινοί συγγραφείς όπως ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος), το Βυζάντιο τους θεωρούσε υποτελείς του. Η υποτέλεια αυτή δεν ήταν απλώς θεωρητική, όπως συχνά συνέβαινε µε τους Βουλγάρους, αλλά πραγµατική, καθώς το Βυζάντιο µπορούσε εύκολα, όπως δείχνουν και τα γεγονότα που εξιστορήθηκαν, να επιβάλλει µε τα όπλα τη θέληση του.

Ο Αλέξιος Α΄ κατόρθωσε µεταξύ των ετών 1085 - 1090 να αποκαταστήσει τη Βυζαντινή επικυριαρχία στην περιοχή, ύστερα από µια σύντοµη προσπάθεια των Σέρβων για ανεξαρτησία. Έτσι, ο Ιωάννης Β΄ το 1122 και 1129 δεν είχε κανέναν λόγο να µη θεωρεί τους Σέρβους υποτελείς του, κάτι για το οποίο εκείνοι δεν µπορούσαν να αντιδράσουν αποτελεσµατικά, καθώς αν τιµετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήµατα. ∆εν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, µετά τη νίκη του 1122, ο Ιωάννης µετέφερε αιχµαλώτους στη Νικοµήδεια και τους ενέταξε όχι µόνο στον στρατό, αλλά και στο Βυζαντινό φορολογικό σύστηµα.

Μόνον οι υπήκοοι του Βυζαντίου -όπως είναι φυσικό- υπέκειντο σε φορολόγηση και άρα οι Σέρβοι που µεταφέρθηκαν στην Ανατολή θεωρούνταν υπήκοοί του. Επιπλέον, ο Γεώργιος και η µητέρα του µεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και φυλακίστηκαν, καθώς αυτή ήταν η τυπική Βυζαντινή συµπεριφορά απέναντι στους αποστάτες. Εποµένως, αν και η επικυριαρχία της Αυτοκρατορίας στην περιοχή ήταν χαλαρή -γεγονός που φαίνεται και από τις συνεχείς αλλαγές των ηγεµόνων και τις αναταραχές στον ίδιο χώρο- ο Ιωάννης δεν ήταν διατεθειµένος να την αφήσει να ξεφύγει από τον έλεγχό του, για τον λόγο αυτόν και επενέβαινε όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη.

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΑΝΙΣΜΕΝΤΙΔΩΝ 1130-1135

Κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ μεγάλος αντίπαλος των Βυζαντινών στη Μικρά Ασία δεν ήταν οι Σελτζούκοι του Ικονίου αλλά οι Δανισμεντίδες ηγεμόνες οι οποίοι είχαν κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Μικράς Ασίας.

Οι φιλοδοξίες του Δανισμεντίδη Αμίρ Γαζή Γκιουμουστεγκίν (ο Τανισμάνος των Βυζαντινών πηγών), ο οποίος είχε καταλάβει τη Μελιτηνή (1124) την Άγκυρα, την Καισάρεια και την Κασταμονή (1126 - 1127), εδάφη της Μικράς Αρμενίας και είχε νικήσει τους Φράγκους του πριγκιπάτου της Αντιόχειας το 1130, σε μάχη κατά την οποία σκοτώθηκε ο Νορμανδός πρίγκιπας Βοημούνδος Β΄ ανησύχησαν τον Αυτοκράτορα, ο οποίος την ίδια χρονιά έστρεψε όλη την προσοχή του στο ανατολικό σύνορο.

Το 1130 ο Ιωάννης Β΄ προέλασε με ισχυρές δυνάμεις στη Μικρά Ασία και κατέλαβε την Κασταμονή ενώ στη συνέχεια διεξήγαγε μεγάλες επιχειρήσεις σε περιοχές πέραν του Άλυ ποταμού, όπου κατέλαβε πολλά φρούρια και συνέλαβε μεγάλο αριθμό Εμίρηδων. Η επιστροφή του όμως στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε την ευκαιρία στον Αμίρ Γαζή ν΄ανακαταλάβει το 1133 την Κασταμονή. Το επόμενο έτος (1134) ο Αυτοκράτορας ξεκίνησε νέα εκστρατεία εναντίον των Δανισμεντιδών ενώ παράλληλα σύναψε και συμμαχία με το σουλτάνο του Ικονίου Μασούτ Α΄.

Το αποτελέσματα ήταν να καταλάβει εκ νέου την Κασταμονή (1135) ενώ η Γάγγρα έπεσε στα χέρια του ύστερα από σφοδρό πολιορκητικό αγώνα (1135) . Το 1136 εξουδετέρωσε τους Αρμένιους στον Ταύρο. Στη συνέχεια στράφηκε κατά των Δανισμενδιτών (1130 - 1135) όσο και κατά των Σελτζούκων (1137). Καθ’ οδόν απελευθέρωσε πλήθος Μικρασιατικών πόλεων από τα νότια παράλια μέχρι τον Πόντο. Το 1139 συνέχισε προς τα νότια για τις πόλεις Χάμα, Χαλέπι, Σεϋζάρ.

Η ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ - ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ

Η Μικρά Ασία από το τέλος του 11ου και κατά το μεγαλύτερο μέρος του 12ου αιώνα αποτέλεσε πεδίο πρωτοφανών συγκρούσεων και πολεμικών ανταγωνισμών. Η εισβολή και η εγκατάσταση των Τούρκων στις δυτικές περιοχές της, από το τελευταίο τέταρτο του 11ου αιώνα κι έπειτα, προξένησαν μεγάλες πληγές στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έλληνες και Τουρκικά φύλα είχαν επιδοθεί σε ανελέητο και αδιάκοπο αγώνα, με ασαφή όρια δράσης. Οι Έλληνες έφθαναν με τις επιδρομές τους ως την έδρα του Σουλτανάτου των Σελτζούκων, το Ικόνιο, ενώ οι Τούρκοι και οι Τουρκομάνοι ως τις δυτικές ακτές τις Μικράς Ασίας.

Οι πόλεις άλλαζαν κυρίαρχο πολλές φορές μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Μέχρι την ανάρρηση του Αλεξίου Α' Κομνηνού στον θρόνο οι Τούρκοι είχαν εγκατασταθεί σε αρκετές περιοχές στα παράλια του Αιγαίου. Οι επιτυχίες, όμως, του τελευταίου, ειδικά μετά τη νίκη του εναντίον των Σελτζούκων στο Φιλομήλιο το 1116, περιόρισαν τους Τούρκους στο μεγαλύτερο τμήμα του κεντρικού Μικρασιατικού υψιπέδου και στις ανατολικότερες περιοχές, προς το σημερινό Αζερμπαϊτζάν και τον Ευφράτη ποταμό. Οι Βυζαντινοί πέτυχαν να ανακτήσουν όλες τις παράκτιες περιοχές και το δυτικό τμήμα του υψιπέδου.


Οι συνεχείς επιδρομές των άτακτων Τουρκικών νομαδικών στιφών, γνωστών ως Τουρκομάνων, ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Αυτοί κατέστρεφαν και λεηλατούσαν πόλεις και περιουσίες, έσπευδαν να αποσυρθούν με την εμφάνιση του Βυζαντινού στρατού και επέστρεφαν στο έργο τους όταν αυτός απουσίαζε. Οι Σελτζούκοι του Ικονίου μόνο θεωρητικά ασκούσαν κάποια κυριαρχία στους βάρβαρους νομάδες. Αυτές ακριβώς οι επιδρομές είχαν φέρει το τέλος κάθε σταθερού πολιτικού ελέγχου στις περισσότερες περιοχές.

Στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία Έλληνες, Αρμένιοι, Τουρκομάνοι, Λατίνοι, Κούρδοι και Άραβες είχαν επίσης επιδοθεί σε αδιάκοπη πολεμική αναμέτρηση. Το σχέδιο που ακολούθησε ο Ιωάννης Κομνηνός ήταν ίδιο με εκείνο του πατέρα του, Αλεξίου: εκμετάλλευση των διαμαχών που αποδυνάμωναν τους αντιπάλους του, ώστε να ανακαταλάβει τα Μικρασιατικά εδάφη είτε με διπλωματικά μέσα, είτε με πολεμικές αναμετρήσεις. Αυτή ήταν η κατάσταση την οποία είχε να αντιμετωπίσει ο Ιωάννης μετά τη διευθέτηση των ζητημάτων στη χερσόνησο του Αίμου.

Όμως κατά τη δεκαετή απουσία του στην Ευρώπη είχε συντελεσθεί μια αλλαγή στη δυναμική των αντιπάλων του στη Μικρά Ασία. Οι Δανισμεντίδες Τούρκοι, που κατείχαν το βορειοανατολικό μέρος της Μικρασιατικής χερσονήσου, εξαπλώθηκαν σε βάρος του Σουλτανάτου του Ικονίου και ο Εμίρης τους, Γκαζί Β', κατέλαβε τις σημαντικές πόλεις Άγκυρα, Κασταμονή, Καισάρεια, Μελιτηνή και (την οχυρή) Γάγγρα. Τον Φεβρουάριο του 1130 στις όχθες του ποταμού Πυράμου της Κιλικίας ο Εμίρης των Δανισμεντιδών συνέτριψε τον στρατό του Πριγκηπάτου της Αντιόχειας.

Ο βασιλιάς Βοημούνδος Β' έπεσε στο πεδίο της μάχης και το κεφάλι του εστάλη από τον Γκαζί ως δώρο στον χαλίφη της Βαγδάτης. Φυσικό ήταν, λοιπόν, ο Ιωάννης να εστιάσει την προσοχή του στον τομέα αυτό. Με μια σειρά από εκστρατείες από το 1130 ως το 1135 έδιωξε τους Τούρκους που είχαν εισδύσει κατά την απουσία του στις βόρειες περιοχές της χερσονήσου (Παφλαγονία, Γαλατία) και στα παράλια του Πόντου. Τότε κατέλαβε και απελευθέρωσε μεγάλες και σημαντικές πόλεις όπως η Άγκυρα και η Κασταμονή, από όπου κατάγονταν οι Κομνηνοί, και υπέταξε τοπικούς Εμίρηδες, μεταξύ αυτών εκείνους της Γάγγρας και της Αμάσειας.

Το 1133 επέστρεψε για να οργανώσει θρίαμβο στην Πόλη. Επρόκειτο για τον πρώτο μετά τον θρίαμβο του Τσιμισκή εναντίον των Ρώσων το 972. Όπως ο Τσιμισκής, έτσι και ο Ιωάννης, τοποθέτησε την εικόνα της Θεοτόκου στο τέθριππο άρμα και ο ίδιος ακολούθησε από πίσω. Την επόμενη χρονιά άρχισε νέα εκστρατεία, την οποία αναγκάστηκε να διακόψει λόγω του αιφνίδιου θανάτου της αγαπημένης του γυναίκας. Μετά την ταφή της τέθηκε εκ νέου επικεφαλής των στρατευμάτων του.

Το ίδιο έτος (στα τέλη του καλοκαιριού του 1134) πέθανε και ο Εμίρης Γκαζί Β', ενώ ο Ιωάννης συνέχιζε να αποσπά εδάφη της επικρατείας του. Στις αρχές του 1135 ο τελευταίος επέστρεψε στην Πόλη. Ηταν έτοιμος να ασχοληθεί με τους Αρμένιους της Κιλικίας και το Πριγκηπάτο της Αντιόχειας. Οι Τούρκοι ήταν πλέον αποκομμένοι από τα παράλια της Μικράς Ασίας και του Ευξείνου Πόντου. Οι αγώνες κατά των Δανισμεντιδών κορυφώθηκαν με την εκστρατεία των ετών 1139 - 1140 εναντίον της Νεοκαισάρειας και του νέου εμίρη Μαλίκ Μαχμούτ, γιου του Γκαζί Β'. Σύμμαχός τους ήταν και ο δούκας της Τραπεζούντας, Κωνσταντίνος Γαβράς.

Η θέα και μόνο του ισχυρότατου Βυζαντινού στρατού αρκούσε για να σπείρει τον πανικό. Ενδεικτική είναι η περιγραφή του ιστορικού Μιχαήλ του Σύρου. Όταν ο Ιωάννης ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον της Νεοκαισάρειας οι Τούρκοι σκότωναν όποιον άκουγαν να προφέρει το όνομα του Αυτοκράτορα, εξανδραπόδιζαν την οικογένειά του και δήμευαν την περιουσία του. Ο Αυτοκράτορας προήλαυνε ασταμάτητος. Ο Γαβράς υπέκυψε και ο Μαχμούτ κλείστηκε στο φρούριο της Νεοκαισάρειας.

Η άγρια και ορεινή φύση, σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα των υπερασπιστών, δεν επέτρεψαν στον Ιωάννη να καταλάβει την πόλη και έτσι αυτός αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία. Στην εκστρατεία αυτή διακρίθηκε ο διάδοχός του, Μανουήλ Α'. Αυτό υπήρξε το αποκορύφωμα της Βυζαντινής ισχύος στη Μικρά Ασία στη μετά Ματζικέρτ εποχή. Αν και δεν πέτυχε τον αντικειμενικό σκοπό του, που ήταν η κατάληψη της πόλης, ο Ιωάννης έσπειρε τέτοιον πανικό στους Δανισμεντίδες ώστε αυτοί δεν επιχείρησαν έκτοτε εναντίον του το παραμικρό. Σε αυτό συνέβαλε και ο θάνατος του Δανισμεντίδη ηγεμόνα Μαχμούτ το 1142.

Το κράτος διανεμήθηκε στους τρεις γιους του, οι οποίοι αμέσως ξεκίνησαν τις πατροπαράδοτες έριδες. Ετσι αντί ενός ισχυρού κράτους δημιουργήθηκαν τρεις αντιμαχόμενες δυναστείες. Αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος, ίσως ο Ιωάννης να είχε καταφέρει να συντρίψει τους Δανισμεντίδες. Γεγονός είναι πάντως ότι η ευκαιρία αυτή πέρασε ανεκμετάλλευτη. Ο διάδοχος του Ιωάννη, Μανουήλ Α', έδωσε βαρύτητα στις δυτικές υποθέσεις (εκστρατεία στη Σικελία, Β' σταυροφορία). Ετσι την κατάσταση εκμεταλλεύθηκαν οι Σελτζούκοι, που άρχισαν να περιορίζουν τους ομοφύλους τους εδαφικά και πολιτικά.

Συγχρόνως άρχισαν να εμφανίζονται αλλαγές στην ιδεολογία των Χριστιανών της Μικράς Ασίας, όπως αποδεικνύει περίτρανα ένα περιστατικό κατά την τελευταία εκστρατεία του Ιωάννη, το 1142 - 1143. Οι Έλληνες κάτοικοι των νήσων της λίμνης Πουσγούσης, διατηρώντας εμπορικές σχέσεις με τον Σουλτάνο του Ικονίου, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του Αυτοκράτορα και υποτάχθηκαν σε αυτόν ύστερα από πολιορκία. Η αντίστροφη μέτρηση για τον εξισλαμισμό της Μικράς Ασίας είχε αρχίσει.


ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΙΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ

Το 1135 ο Ιωάννης διέκοψε προσωρινά τους αγώνες του εναντίον των Δανισμεντιδών για να ασχοληθεί με τα νοτιοανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Νωρίτερα φρόντισε να εξασφαλίσει τα νώτα του στη Δύση. Ο Ρογήρος, ο Νορμανδός βασιλιάς της Σικελίας, έδειχνε επικίνδυνα ενδυναμωμένος. Ο Ιωάννης έστειλε πρέσβεις στον βασιλιά της Γερμανίας Λοθάριο για να κλείσει μαζί του συμφωνία. Αυτή προέβλεπε ότι έναντι μεγάλης χρηματικής αμοιβής οι Γερμανοί θα επιτίθεντο στους Νορμανδούς την άνοιξη του 1137 με σκοπό τη συντριβή τους.

Στον αντινορμανδικό συνασπισμό προσχώρησε το 1136 και η Πίζα, έναντι εμπορικών προνομίων στα λιμάνια της Αυτοκρατορίας. Η παρουσία των Αρμενίων στην Κιλικία άρχισε στα τέλη της ένδοξης βασιλείας του Βασιλείου Β'. Μετά την ειρηνική ενσωμάτωση της Αρμενίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ο Βουλγαροκτόνος και οι διάδοχοί του πρότειναν στους Αρμένιους αριστοκράτες ανταλλαγή των κτημάτων τους στην Αρμενία με πιο εύφορα στην περιοχή της Κιλικίας. Υπήρξε συμφωνία και έτσι ξεκίνησε μια σταθερή ροή Αρμενίων προς την Κιλικία.

Η ροή αυτή έγινε χείμαρρος μετά τη μάχη του Ματζικέρτ και την εγκατάσταση των Τούρκων στην Αρμενία. Οι νέοι κάτοικοι της Κιλικίας δημιούργησαν σιγά-σιγά ημιαυτόνομα κράτη και ονόμασαν την περιοχή «Μικρά Αρμενία». Μετά την εγκατάστασή τους στη Συρία και στην Παλαιστίνη οι σταυροφόροι θέλησαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή της Κιλικίας, η οποία αποτελούσε σύνδεσμο γι’ αυτούς με τη Δύση. Τα κατάφεραν σχετικά εύκολα. Υπέταξαν όλους τους Αρμένιους ηγεμόνες της περιοχής, με μια εξαίρεση: την επικράτεια του Λέοντα Ρούπεν.

Ο τελευταίος διατεινόταν πως ήταν απόγονος του τελευταίου Βαγρατίδη βασιλιά της Αρμενίας. Στις σχέσεις του ήταν διπρόσωπος και τυχοδιώκτης. Δεν ήταν ευρείας αποδοχής από τον λαό του. Παρόλα αυτά κατείχε τις σημαντικότερες πόλεις της Κιλικίας, την Ταρσό, τα Άδανα και τη Μομψουεστία. Ο νέος πρίγκηπας της Αντιόχειας, Ραϋμούνδος του Πουατιέ, συγκρούστηκε μαζί του το 1136 και τον νίκησε. Ο Λέοντας Ρούπεν (ο Λεβούνιος των Βυζαντινών ιστορικών), φυλακίστηκε και χρειάστηκε να δώσει πολύ χρυσό και τις πόλεις Άδανα και Μομψουεστία για να αποκτήσει την ελευθερία του.

Ο Ραϋμούνδος φαινόταν ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος της περιοχής. Την άνοιξη του 1137 όμως πληροφορήθηκε έντρομος ότι ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β' Κομνηνός προήλαυνε εναντίον του επικεφαλής μιας μεγάλης και εμπειροπόλεμης στρατιάς, που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά της. Οι τρεις μεγάλες πόλεις της Κιλικίας τις οποίες προαναφέραμε άλλαξαν αμέσως χέρια, το ίδιο και η Σελεύκεια και το απόρθητο φρούριο της Αναζάρβου. Ο Λέων διέφυγε στον Ταύρο αρνούμενος να παραδοθεί.

Ο Ιωάννης επιθυμώντας να κερδίσει χρόνο τον άφησε και συνέχισε την προέλασή του. Στις 29 Αυγούστου στρατοπέδευσε εμπρός από τα τείχη της Αντιόχειας. Η Αντιόχεια έπειτα από τον θάνατο του Βοημούνδου Β' από τον Γκαζί Β' στον ποταμό Πύραμο, περιέπεσε σε δυναστικές περιπέτειες. Τελικά νέος κύριός της ορίστηκε ο Ραϋμούνδος του Πουατιέ. Οι Βυζαντινοί άρχισαν την πολιορκία της με συνεχές σφυροκόπημα των τειχών. Σωτηρία δεν φαινόταν για το πριγκηπάτο. Ο Ραϋμούνδος έστειλε μυστικά αγγελιαφόρο στον Ιωάννη προτείνοντάς του να παραμείνει αντιβασιλιάς στην πόλη, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του Αυτοκράτορα.

Ο Ιωάννης απέρριψε τις προτάσεις. Ήθελε παράδοση άνευ όρων. Ο Ραϋμούνδος απάντησε ότι δεν είχε τέτοια εξουσία και έπρεπε να συμβουλευτεί τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Φούλκων. Ο τελευταίος γνώριζε ότι τα κράτη των σταυροφόρων θα υπέκυπταν στη Μουσουλμανική πίεση αργά ή γρήγορα, αν δεν λάμβαναν βοήθεια από τη μοναδική Χριστιανική δύναμη της Ανατολής, τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Ετσι απάντησε στον Ραϋμούνδο ότι η Αντιόχεια ανήκε, βάσει της συμφωνίας Αλεξίου Α' και σταυροφόρων, στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα.

Πριν την καταλάβουν οι Τούρκοι ήταν πόλη της Αυτοκρατορίας, συνεπώς το σωστό ήταν να επιστραφεί από τους σταυροφόρους στους Έλληνες. Ετσι οι πύλες της πόλης άνοιξαν και ο Ιωάννης είδε με συγκίνηση να κυματίζει περήφανα το λάβαρο της Αυτοκρατορίας στα τείχη και στην ακρόπολή της. Ο Ραϋμούνδος είχε υποχρεωθεί προηγουμένως να μεταβεί πεζός στο στρατόπεδο του Αυτοκράτορα και να ορκιστεί υποταγή. Ο Ιωάννης έδειξε για άλλη μια φορά τη μεγαλοψυχία του. Εδωσε στον Ραϋμούνδο πλούσια δώρα και τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να επιστρέψει μαζί του στην πόλη.

Παράλληλα έκανε και τον εξής διακανονισμό μαζί του: θα εκστράτευαν μαζί εναντίον των Μουσουλμάνων και αν κατελάμβαναν το Χαλέπι και τις γύρω πόλεις θα του το παραχωρούσε σε αντάλλαγμα της ολοκληρωτικής υποταγής της Αντιόχειας στους Βυζαντινούς. Η Αυτοκρατορική πολιτική ήταν σχεδόν πάντα ρεαλιστική. Ηταν ασύνετο να επιχειρήσει ο Ιωάννης να διώξει τους Νορμανδούς και τους Φράγκους από την Αντιόχεια χωρίς αντάλλαγμα. Επιπλέον με βάση τη συμφωνία περιστοίχιζε την πόλη με υποτελή κράτη που θα απορροφούσαν τις Μουσουλμανικές επιθέσεις.

Ο Ραϋμούνδος δεν είχε βέβαια πολλά περιθώρια επιλογής. Επειδή πλησίαζε ο χειμώνας, ο Ιωάννης προτίμησε να ασχοληθεί με τον Λέοντα Ρούπεν. Τον κατεδίωξε στις χιονισμένες κορυφές του Ταύρου, τον συνέλαβε με την οικογένειά του και τούς έκλεισε όλους στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης. Την άνοιξη του 1138 ήταν έτοιμος να ξεκινήσει από την Αντιόχεια την εκστρατεία του εναντίον των Μουσουλμάνων της Συρίας. Λίγες εβδομάδες πριν συνελήφθησαν όλοι οι έμποροι και οι ταξιδιώτες από το Χαλέπι και τις γύρω περιοχές για να μην προδοθούν τα σχέδια και οι ετοιμασίες.


Στον στρατό του Κομνηνού προστέθηκαν οι δυνάμεις του Ραϋμούνδου, Ναϊτες ιππότες και δυνάμεις του κόμη της Έδεσσας, Ζοσλέν Β'. Ο Ιωάννης, αφού κατέλαβε κάποια οχυρά, άρχισε να πολιορκεί το Χαλέπι. Διαβλέποντας ότι η πολιορκία θα διαρκούσε αρκετά κατευθύνθηκε νοτιότερα, στην πόλη - κλειδί Σεζέρ, τη Λάρισα της Συρίας των αρχαίων χρόνων. Οι πολιορκητικές μηχανές που είχε μαζί του ο Αυτοκρατορικός στρατός ήταν θαύματα μηχανικής. Η πόλη θα έπεφτε αν βοηθούσαν και οι Φράγκοι ηγεμόνες.

Αυτοί όμως προτίμησαν όχι μόνο να απέχουν επιδεικτικά παίζοντας ζάρια στη σκηνή τους, αλλά και να δημιουργούν προβλήματα υποσκάπτοντας την ενότητα του Χριστιανικού στρατού. Ενώ Μουσουλμανικά στρατεύματα από τον χαλίφη της Βαγδάτης έσπευδαν προς βοήθεια της πόλης, ο Ιωάννης κατάφερε να κυριεύσει ένα μέρος της. Ο Εμίρης της Σεζέρ προσέφερε στον Ιωάννη την επικυριαρχία της πόλης, μεγάλη πολεμική αποζημίωση, ετήσιο φόρο υποτέλειας και κάποια προσωπικά αντικείμενα του Ρωμανού Διογένη από τη μάχη του Ματζικέρτ.

Ο Ιωάννης δέχθηκε την προσφορά του Εμίρη και επέστρεψε στην Αντιόχεια καταλαμβάνοντας κι άλλα Μουσουλμανικά οχυρά. Βλέποντας από την τελευταία εκστρατεία του ότι δεν μπορούσε να υπολογίζει στους δύο συμμάχους του, πραγματοποίησε χρήση του δικαιώματος της επικυριαρχίας. Ζήτησε από τον Ραϋμούνδο να του παραχωρήσει την ακρόπολη της Αντιόχειας για να φυλάξει τους θησαυρούς του και να διαχειμάσουν ο ίδιος και η ακολουθία του ετοιμάζοντας τη νέα του εκστρατεία. Ο Ραϋμούνδος δεν μπορούσε να αρνηθεί.

Ο Ζοσλέν της Έδεσσας όμως διέδωσε στην πόλη ότι ο Αυτοκράτορας είχε σκοπό να διώξει τους Φράγκους από την Αντιόχεια. Όπως ήταν αναμενόμενο, επικράτησε αναταραχή στους δρόμους της πόλης, για την οποία ο Ιωάννης ειδοποιήθηκε. Ο Αυτοκράτορας γνωρίζοντας τη διπροσωπία των συμμάχων του, αντιλήφθηκε την παγίδα που του είχαν στήσει. Δεν θέλησε όμως να χρησιμοποιήσει τον στρατό του για την καταστολή της ανταρσίας. Αρκέσθηκε μόνο στην ανανέωση των όρκων των υποτελών και των «συμμάχων» του και μετά από λίγες μέρες αναχώρησε για την πρωτεύουσα. Εκεί πληροφορήθηκε ευχάριστα νέα.

Ο αδελφός του Ισαάκιος και ο γιος του Ισαακίου, Ιωάννης, οι οποίοι επί χρόνια συνεργάζονταν με τους Τούρκους για την ανατροπή του Αυτοκράτορα, βλέποντας το μάταιο των κόπων τους εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους. Ζήτησαν συγχώρεση από τον Ιωάννη, ο οποίος δεν την αρνήθηκε. Η δημοτικότητα του Ιωάννη είχε φθάσει πλέον στα ύψη και ήταν ο αγαπημένος του λαού και του στρατού. Ακόμα και οι εχθροί του δεν αρνούντο τις αρετές και τις ικανότητές του.

Το 1139 - 1140 στράφηκε πάλι, όπως είδαμε, εναντίον των Δανισμεντιδών. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής ο ανηψιός του Ιωάννης προσχώρησε οριστικά στους Τούρκους. Ασπάσθηκε τον Ισλαμισμό και νυμφεύθηκε την κόρη του Σελτζούκου Σουλτάνου Μασούντ. Ο ίδιος είχε ζητήσει συγχώρεση από τον Αυτοκράτορα λίγο καιρό πριν για τη συνεργασία του με τους Μουσουλμάνους.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

Το 1142 ο Ιωάννης ήταν έτοιμος για μια νέα εκστρατεία στη Συρία, που έμελλε να είναι και η τελευταία του. Είχε φροντίσει προηγουμένως να ανανεώσει τη συμμαχία του με τον νέο Γερμανό αυτοκράτορα, Κορράδο Γ', διάδοχο του Λοθαρίου. Η συμμαχία επισφραγίστηκε με τον αρραβώνα της κουνιάδας του Κορράδου, Βέρθας του Σούλτσμπαχ, με τον νεώτερο γιο του Ιωάννη, Μανουήλ. Επιπλέον εξασφαλίστηκε και η ουδέτερη στάση των Ιταλικών ναυτικών πόλεων κατά τη διάρκεια της απουσίας του.

Μαζί του πήρε και τους τέσσερις γιους του. Πρώτος στόχος του ήταν η Αττάλεια, που κινδύνευε πάλι να αποκλειστεί από την ενδοχώρα. Απώθησε τους Τουρκομάνους από τα εδάφη της Αυτοκρατορίας και ενίσχυσε τα οχυρά και τις φρουρές τους. Στην Κιλικία τον κτύπησε μια νέα τραγωδία. Ο πρωτότοκος, πολυαγαπημένος γιος του Αλέξιος, ο οποίος προοριζόταν για διάδοχος, αρρώστησε βαριά και πέθανε σε λίγες ημέρες. Ο Ιωάννης συντετριμμένος ζήτησε από τους δυο μεγαλύτερους γιους του, Ανδρόνικο και Ισαάκιο, να συνοδεύσουν τη σορό διά θαλάσσης στην Κωνσταντινούπολη.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Ανδρόνικος προσβλήθηκε από την ίδια ασθένεια και πέθανε. Ο Ιωάννης παρά τα κτυπήματα της μοίρας συνέχισε την προέλασή του. Μήνυσε στον Ραϋμούνδο της Αντιόχειας ότι αξίωνε την άμεση παράδοση της πόλης. Ο Ραϋμούνδος γνώριζε ότι δεν είχε δυνατότητα να αντισταθεί, ούτε να τον εξαπατήσει. Οι Βασάλοι του όμως τού είπαν ότι δεν είχε δικαίωμα να παραδώσει την πόλη, διότι βασίλευε σε αυτήν ως σύζυγος της νόμιμης κληρονόμου. Ο Ιωάννης αντιλήφθηκε ότι μοναδική του επιλογή ήταν ο πόλεμος.

Επειδή ήταν χειμώνας, προτίμησε να καταλάβει τα τελευταία φρούρια των Δανισμεντιδών στην περιοχή και να οργανώσει καλύτερα την εκστρατεία του για την επόμενη άνοιξη. Τότε ήλθε το μοιραίο. Τον Μάρτιο του 1143, σε ένα κυνήγι αγριόχοιρων στον Ταύρο, πληγώθηκε στο χέρι από βέλος. Αρχικά δεν έδωσε σημασία, αλλά η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Το τέλος δεν φαινόταν μακριά. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, φρόντισε για τις τελευταίες λεπτομέρειες και κυρίως για τη διαδοχή του. Μοίρασε απλόχερα δώρα σε όσους τον είχαν υπηρετήσει πιστά επί τόσα χρόνια και σε τόσες εκστρατείες.


Από τους δύο γιους που του απέμεναν, τον Ισαάκιο και τον Μανουήλ, επέλεξε ως διάδοχό του τον Μανουήλ, ως ικανότερο. Έστειλε μάλιστα τον μέγα Δομέστικο Ιωάννη Αξούχ στην Κωνσταντινούπολη για να προετοιμάσει τη διαδοχή ομαλά, πριν φθάσει εκεί η είδηση του θανάτου του. Ήταν Κυριακή του Πάσχα, 4 Απριλίου του 1143, όταν ο Ιωάννης με τα αδύναμα χέρια του έστεψε με δυσκολία τον Μανουήλ. Στις 8 Απριλίου εξομολογήθηκε για τελευταία φορά σε έναν μοναχό από την Παμφυλία και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Το βράδυ της ίδιας ημέρας άφησε την τελευταία του πνοή, έχοντας τη συνείδησή του ήσυχη ότι είχε αγωνιστεί όσο λίγοι για το καλό της Αυτοκρατορίας και των υπηκόων του.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΜΑΝΟΥΗΛ

Αν ο Ιωάννης στην εξωτερική του πολιτική έστρεψε όλη του την προσοχή στην Ανατολή, ο διάδοχός του Μανουήλ, λόγω των σχέσεών του με τους Νορμανδούς και των προσωπικών του συμπαθειών με τη Δύση, ασχολήθηκε κυρίως με αυτήν, πράγμα που είχε θλιβερές συνέπειες για την Αυτοκρατορία. Ο κίνδυνος των Σελτζούκων, που δε συνάντησαν αρκετή αντίσταση, έγινε πάλι πολύ απειλητικός στα ανατολικά σύνορα. Η συνοριακή περιοχή της Μικράς Ασίας ήταν σχεδόν συνεχώς εκτεθειμένη στις καταστροφικές επιθέσεις των Μουσουλμάνων, που εξολόθρευαν τον Χριστιανικό πληθυσμό.

Ο Μανουήλ θέλοντας να εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια στις συνοριακές περιοχές, ανήγειρε και κατασκεύασε αρκετά οχυρά, κυρίως στα μέρη εκείνα που ενοχλούνταν περισσότερο από τους εχθρούς. Δεν μπορεί όμως να λεχθεί ότι ήταν επιτυχείς οι εχθρικές ενέργειες του Μανουήλ εναντίον των Τούρκων. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του συμμάχησε με τους Μουσουλμάνους Εμίρηδες της Καππαδοκίας και άρχισε να πολεμά τον Σουλτάνο του Ικονίου.

Τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα με επιτυχία έφτασαν στην κύρια πόλη του Σουλτανάτου, το Ικόνιο, αλλά πιθανόν επειδή έμαθαν ότι ο Σουλτάνος έλαβε ενισχύσεις, λεηλάτησαν μόνο τα περίχωρα κι αποσύρθηκαν για να υποστούν, όταν γύριζαν, μια φοβερή ήττα από τους Σελτζούκους, που τέλειωσε με μια πραγματική καταστροφή. Τα νέα όμως της Σταυροφορίας, τα οποία ήταν απειλητικά για τον αυτοκράτορα όσο και για το Σουλτανάτο, ανάγκασαν και τους δύο να επιδιώξουν ειρήνη, την οποία τελικά πέτυχαν.

ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΩΝ

Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ, η πολιτική του προς τη Δύση, όπως και αυτή των προκατόχων του, ρυθμιζόταν από την ιδέα μιας συμμαχίας με τη Γερμανία που έγινε πραγματικότητα, κάτω από την πίεση του κοινού κινδύνου που δημιουργούσε η αυξανόμενη δύναμη των Νορμανδών της Ιταλίας. Ανανεώθηκαν οι συνεννοήσεις που έγιναν με τον Κόνραντ Γ' της Γερμανίας και είχαν διακοπεί με το θάνατο του Ιωάννη. Το ζήτημα του γάμου του Μανουήλ με τη Βέρθα Sulzbach, αδελφή της γυναίκας του Κόνραντ, που είχε συζητηθεί επί Ιωάννη, τέθηκε και πάλι επί τάπητος.

Σ’ ένα του γράμμα προς τον Μανουήλ ο Κόνραντ γράφει ότι ο γάμος αυτός θα αποτελούσε εγγύηση μιας μόνιμης συμμαχίας και σταθερής φιλίας, καθώς και του ότι ο Γερμανός άρχοντας θα ήταν «φίλος των φίλων της Αυτοκρατορίας και εχθρός των εχθρών της». Το γεγονός αυτό θα ήταν μια εγγύηση του ότι σε περίπτωση κινδύνου της Αυτοκρατορίας, η Γερμανία δε θα έστελνε απλά ενισχύσεις, αλλά θα έσπευδε σε βοήθεια με όλο της το στρατό με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα.

Ο γάμος του Μανουήλ με τη Βέρθα, η οποία στο Βυζάντιο πήρε το όνομα Ειρήνη, επισφράγισε τη συμμαχία των δύο Αυτοκρατοριών. Η συμμαχία αυτή έδωσε στον Μανουήλ την ελπίδα να απαλλαγεί από τον κίνδυνο του Ρογήρου Β'. Φυσικά ο Ρογήρος αντιμετωπίζοντας δυο τέτοιους εχθρούς συγχρόνως, όπως το Βυζάντιο και τη Γερμανία, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει την έναρξη ενός πολέμου με το Βυζάντιο, ελπίζοντας, όπως παλιά, να πετύχει.

Ένα όμως απροσδόκητο γεγονός κατέστρεψε τα όνειρα του Μανουήλ και τις πολιτικές του προσδοκίες. Η Β' Σταυροφορία άλλαξε ριζικά την κατάσταση, για ένα διάστημα τουλάχιστον, στερώντας το Βυζάντιο από την υποστήριξη της Γερμανίας και εκθέτοντας την Αυτοκρατορία στο διπλό κίνδυνο των Σταυροφόρων και των Νορμανδών.

Η Β' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1147 - 1149)

Μετά την Α' Σταυροφορία, οι Χριστιανοί άρχοντες της Ανατολής, δηλαδή ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου και οι Λατίνοι άρχοντες της Αντιόχειας, της Έδεσσας και της Τρίπολης, καθώς και ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, αντί να επιχειρήσουν να χτυπήσουν ενωμένοι τη δύναμη των Μουσουλμάνων, ήταν απασχολημένοι με τις εσωτερικές τους διαμάχες, βλέποντας με καχυποψία την πολιτική ενίσχυση των γειτόνων τους. Οι εχθρικές σχέσεις κυρίως μεταξύ του Βυζαντίου, της Αντιόχειας και της Έδεσσας υπήρξαν καταστροφικές για το κοινό καλό.

Οι συνθήκες αυτές έδωσαν τη δυνατότητα στους Μουσουλμάνους, οι οποίοι είχαν εξασθενήσει και υποχωρήσει μετά την Α' Σταυροφορία, να αναλάβουν και να απειλήσουν και πάλι, από τη Μεσοποταμία, τις κτήσεις των Χριστιανών. Το 1144 ο Zangi, ένας από τους Μουσουλμάνους άρχοντες, πολιόρκησε την Έδεσσα. Ένα ανώνυμο χρονικό της Συρίας περιγράφει με λεπτομέρεια την πολιορκία και την κατάκτησης της Έδεσσας. Ο Zangi, όπως λέει ο χρονογράφος, «εγκατέλειψε την Έδεσσα 4 μέρες μετά την κατάληψη της πόλης.


Οι κάτοικοι της Έδεσσας έσπευσαν να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους τους και ο πληθυσμός επανήλθε στην πόλη. Ο κυβερνήτης Zain-ed-Din, που ήταν ένας καλός άνθρωπος, φέρθηκε στους κατοίκους της πόλης πολύ καλά» (Chabot). Μετά το θάνατο όμως του Zangi, το 1146, ο πρώην κόμης της Έδεσσας Joscelin, επανέκτησε την πόλη, αλλά ο γιος του Zangi, Nur-ad-Din, την κατέκτησε και πάλι εύκολα και την κατέστρεψε σχεδόν τελείως, αφού έσφαξε τους Χριστιανούς και πούλησε τις γυναίκες και τα παιδιά τους σαν σκλάβους.

Το κτύπημα ήταν βαρύ για τον Χριστιανισμό της Ανατολής. Ούτε η Ιερουσαλήμ, ούτε η Αντιόχεια, ούτε η Τρίπολη μπορούσαν να βοηθήσουν τον πρίγκιπα της Έδεσσας. Λίγο μετά την πτώση της Έδεσσας, οι Λατινικές κτήσεις, κυρίως η Αντιόχεια, άρχισαν να απειλούνται σοβαρά. Η πτώση της Έδεσσας έκανε μεγάλη εντύπωση στη Δύση και ανανέωσε το ενδιαφέρον για τους Αγίους Τόπους.

Ο Πάπας όμως της περιόδου αυτής, Ευγένιος Γ', δεν μπορούσε να αναλάβει ή να διαδώσει την ιδέα μιας νέας Σταυροφορίας, λόγω της δημοκρατικής κίνησης που ξέσπασε την 5η δεκαετία στη Ρώμη και που έκανε επισφαλή τη θέση του Πάπα στην Αιώνια Πόλη, αναγκάζοντάς τον ακόμα να εγκαταλείψει τη Ρώμη για ένα χρονικό διάστημα. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ' φαίνεται να υπήρξε ο πραγματικός εμπνευστής της Σταυροφορίας και κήρυκας της ιδέας του έγινε ο μοναχός Βερνάρδος του Κλαιρβώ, που με τις θερμές του εκκλήσεις πήρε πρώτα απ’ όλα με το μέρος του τη Γαλλία.

Στη συνέχεια πέρασε στη Γερμανία και έπεισε τον Κόνραντ Γ' να πάρει τον Σταυρό, ενώ συγχρόνως ενέπνευσε τους Γερμανούς να συμμετάσχουν στην εκστρατεία. Οι λαοί όμως της Δύσης, έχοντας αποκτήσει πικρή πείρα από την Α' Σταυροφορία, που τους είχε απογοητεύσει με τα αποτελέσματά της, δεν έδειξαν τον παλιό τους ενθουσιασμό και στη συνάντηση που έγινε στη Βουργουνδία οι Γάλλοι φεουδάρχες τάχθηκαν κατά της Σταυροφορίας. Τελικά όμως, αν και με κάποια δυσκολία, ο Βερνάρδος τους πήρε με το μέρος του, πείθοντάς τους με το πάθος και την ευγλωττία του.

Στην αντίληψη του Βερνάρδου, το αρχικό σχέδιο του Λουδοβίκου Ζ' ευρυνόταν. Χάρη στο Βερνάρδο συγχρόνως με τη Σταυροφορία οργανώθηκαν άλλες δύο εκστρατείες, μια κατά των Μουσουλμάνων, που την εποχή εκείνη κατείχαν τη Λισσαβώνα στη χερσόνησο των Πυρηναίων και μια άλλη κατά των ειδωλολατρών Σλάβων, στο Βορρά, στον ποταμό Έλβα. Οι ιστορικοί αποδοκιμάζουν έντονα την ιδέα του Βερνάρδου να συμπεριλάβει τη Γερμανία στη Σταυροφορία.

Ο Γερμανός Kugler, που ενδιαφερόταν ειδικά για τη Β' Σταυροφορία, τη θεωρεί σαν μια άτυχη ιδέα, ενώ ο Ρώσος Uspensky την ονομάζει «μοιραίο διάβημα και μεγάλο λάθος του Βερνάρδου» και αποδίδει τα θλιβερά αποτελέσματά της στη συμμετοχή των Γερμανών. Στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός μεταξύ Γάλλων και Γερμανών στη διάρκεια της Σταυροφορίας, υπήρξε ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, που δεν μπορούσε να συμβάλλει στην επιτυχία της.

Τα νέα της Σταυροφορίας ανησύχησαν τον Μανουήλ, ο οποίος είδε σ’ αυτήν ένα κίνδυνο για το κράτος του και την επιρροή του στην Ανατολή, επειδή οι πρίγκιπες της Ανατολής και κυρίως της Αντιόχειας, μπορούσαν με την υποστήριξη της Δύσης να αγνοούν τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Επίσης η συμμετοχή της Γερμανίας στη Σταυροφορία στέρησε από το Βυζάντιο την εγγύηση στην οποία στηρίχθηκε η συμμαχία των δύο Αυτοκρατοριών.

Αν ο Αυτοκράτορας της Γερμανίας άφηνε τη χώρα του για την Ανατολή, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν θα μπορούσε να φροντίσει για τα δυτικά συμφέροντα του Βυζαντίου, το οποίο έμενε ανοικτό στη διάθεση των φιλόδοξων σχεδίων του Ρογήρου. Γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνοι ήταν για την πρωτεύουσα οι πρώτοι Σταυροφόροι, ο Μανουήλ διέταξε να επισκευαστούν τα τείχη κι οι πύργοι της, μη έχοντας εμπιστοσύνη στους φιλικούς και συγγενικούς δεσμούς που τον συνέδεαν με τον Κόνραντ.

Κατά τον Vasilievsky, «αναμφίβολα ο Μανουήλ έλπιζε να γίνει αρχηγός όλου του Χριστιανικού στρατού εναντίον των κοινών εχθρών του Χριστιανισμού». Εκτός από το γεγονός ότι το Βυζάντιο ενδιαφερόταν πολύ για το μέλλον του Ισλάμ στην Ανατολή, ο Μανουήλ, την εποχή της Β' Σταυροφορίας είχε επίσης ειδικούς λόγους να ελπίζει να γίνει Γενικός Αρχηγός, γιατί την περίοδο αυτή ο Χριστιανικός κόσμος είχε ένα μόνο αυτοκράτορα, τον Μανουήλ, επειδή ο Κόνραντ δεν είχε στεφθεί από τον Πάπα στη Ρώμη και συνεπώς δεν είχε τον τίτλο του Αυτοκράτορα.


Το 1147 οι ηγέτες της Σταυροφορίας αποφάσισαν να πάνε στη Κωνσταντινούπολη μέσω ξηράς, ακολουθώντας το δρόμο που είχαν πάρει οι πρώτοι Σταυροφόροι. Πρώτος ξεκίνησε, μέσω Ουγγαρίας, ο Κόνραντ κι ένα μήνα αργότερα ο Λουδοβίκος ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Την πορεία των Σταυροφόρων προς το Βυζάντιο την ακολουθούσε η ίδια τακτική βίας και λεηλασίας, την οποία είδαμε και κατά την Α' Σταυροφορία.

Όταν τα Γερμανικά στρατεύματα έφτασαν κάτω από τα τείχη της πρωτεύουσας, ο Μανουήλ κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τα μεταφέρει στην Ασία πριν φτάσει ο γαλλικός στρατός και τελικά, ύστερα από μερικές φιλονικίες με τον συγγενή και σύμμαχό του Κόνραντ, πέτυχε το σκοπό του. Στη Μικρά Ασία οι Γερμανοί άρχισαν αμέσως να υποφέρουν από έλλειψη τροφίμων και στη συνέχεια ηττήθηκαν από τους Τούρκους και καταστράφηκαν. Μόνον ένα μικρό υπόλειμμα του Γερμανικού στρατού επέστρεψε στη Νίκαια.

Μερικοί ιστορικοί αποδίδουν την αποτυχία της Γερμανικής εκστρατείας στις σκευωρίες του Μανουήλ και ισχυρίζονται ότι ήρθε σε συνεννόηση με τους Μουσουλμάνους, καθοδηγώντας τους να κτυπήσουν τους Σταυροφόρους. Μερικοί ιστορικοί, όπως ο Sybel και ο Uspensky, μιλούν ακόμα και για συμμαχία του Μανουήλ με τους Σελτζούκους. Όμως, οι πιο σύγχρονοι ιστορικοί τείνουν να πιστέψουν ότι τέτοιες κατηγορίες Εμαμτίον του Μανουήλ δεν έχουν σοβαρές βάσεις και ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος για την αποτυχία των Γερμανών (Chalandon).

Οι Γάλλοι που έφτασαν στην πρωτεύουσα αμέσως μετά την αποβίβαση των Γερμανών στη Μικρά Ασία ανησύχησαν τον Μανουήλ ακόμα περισσότερο. Ο Μανουήλ αμφέβαλε πολύ για τον Λουδοβίκο, με τον οποίον, λίγο πριν από τη Σταυροφορία, ο Ρογήρος είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις, προτρέποντάς τον να πάει στην Ανατολή μέσω των κτήσεών του στην Ιταλία. Στο πρόσωπο του Λουδοβίκου ο Μανουήλ έβλεπε ένα μυστικό σύμμαχο του Ρογήρου ή «τον ανεπίσημο σύμμαχο της Σικελίας», πράγμα που είχε σοβαρούς λόγου να το πιστεύει.

Γνωρίζοντας ότι την εποχή αυτή ο Μανουήλ ήταν τελείως απασχολημένος με τη Σταυροφορία και τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους, ο Ρογήρος εγκατέλειψε τα γενικά συμφέροντα του Χριστιανισμού, ακολουθώντας μόνο τους πολιτικούς σκοπούς κατέλαβε ξαφνικά την Κέρκυρα και λεηλάτησε μερικά άλλα νησιά του Βυζαντίου. Στη συνέχεια οι Νορμανδοί αποβιβάστηκαν στην Ελλάδα και κατέλαβαν τη Θήβα και την Κόρινθο, που την εποχή εκείνη ήταν ξακουστή για τα εργοστάσια του μεταξιού και τα μεταξωτά της προϊόντα.

Μη ικανοποιημένοι με τη λεηλασία μεγάλης ποσότητας μεταξωτών ειδών, «οι Νορμανδοί, ανάμεσα στους πολλούς άλλους αιχμαλώτους, πήραν μαζί τους στη Σικελία τους πιο ικανούς υφαντές μεταξιού, άνδρες και γυναίκες». Δεν είναι όμως αλήθεια ότι, όπως αναφέρεται μερικές φορές στα ιστορικά έργα, οι υφαντές που μεταφέρθηκαν στο Παλέρμο, υπήρξαν οι δημιουργοί της παραγωγής μεταξιού και της σχετικής με αυτό βιομηχανίας της Σικελίας. Η παραγωγή μεταξιού ήταν γνωστή εκεί από πριν. Η άφιξη όμως των Ελλήνων αιχμαλώτων έδωσε νέα ώθηση στη βιομηχανία. Οι Νορμανδοί δεν λυπήθηκαν ούτε την Αθήνα.

Όταν τα νέα της επιτυχημένης εισβολής των Νορμανδών στην Ελλάδα έφτασαν στους Γάλλους που βρίσκονταν κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αυτοί, ερεθισμένοι ήδη από τις διαδόσεις σχετικά με τις συνεννοήσεις του Μανουήλ με τους Τούρκους, ταράχθηκαν και μερικοί από τους αρχηγούς του Λουδοβίκου πρότειναν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο αυτόν ο Αυτοκράτορας έστρεψε την προσοχή του στη μεταφορά των Γάλλων στη Μικρά Ασία.

Κυκλοφορούσε μια φήμη, ότι οι Γερμανοί είχαν επιτυχίες στη Μικρά Ασία κι ο Λουδοβίκος δέχθηκε να διασχίσει τον Βόσπορο και να ορκιστεί πίστη στον Μανουήλ. Μόνον όταν έφτασε στη Μικρά Ασία, ο Λουδοβίκος έμαθε την καταστροφή του Γερμανικού στρατού. Οι ηγεμόνες συναντήθηκαν και προχώρησαν μαζί. Τα Γαλλο-Γερμανικά στρατεύματα όμως απέτυχαν τελείως στη Δαμασκό. Ο απογοητευμένος Κόνραντ άφησε την Παλαιστίνη και με ένα Ελληνικό πλοίο έφτασε στη Θεσσαλονίκη, όπου έμενε την εποχή αυτή ο Μανουήλ, προετοιμάζοντας την επίθεσή του κατά των Νορμανδών.

Ο Μανουήλ και ο Κόνραντ συναντήθηκαν εκεί, εξέτασαν τη γενική κατάσταση και συνήψαν μια οριστική συμμαχία κατά του Ρογήρου. Μετά από αυτό ο Κόνραντ γύρισε στη Γερμανία. Στο μεταξύ η Σταυροφορία απέτυχε. Ο Λουδοβίκος, που παρέμεινε στην Ανατολή, αντιλήφθηκε την αδυναμία του να πετύχει κάτι μόνος του και, λίγους μήνες αργότερα, γύρισε στη Γαλλία, μέσω της Ν. Ιταλίας, όπου συναντήθηκε με τον Ρογήρο. Έτσι η Β' Σταυροφορία, που άρχισε με τόση λαμπρότητα, τέλειωσε με τον πιο ελεεινό τρόπο.


Οι Μουσουλμάνοι της Ανατολής, όχι μόνο δεν εξασθένησαν, αλλά και απέκτησαν θάρρος αρχίζοντας να ελπίζουν ακόμα και την καταστροφή των χριστιανικών κτήσεων της Ανατολής. Εκτός από αυτό, ο αγώνας μεταξύ Γάλλων και Γερμανών, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ των Χριστιανών της Παλαιστίνης και των Χριστιανών της Ευρώπης δεν έκανε καλό στους Σταυροφόρους. Ο Μανουήλ όμως ήταν ευχαριστημένος βλέποντας το τέλος της Σταυροφορίας, γιατί τώρα πια, ενισχυμένος από τη συμμαχία του με τη Γερμανία, μπορούσε ελεύθερα να προχωρήσει κατά του Ρογήρου.

Παρόλα αυτά δεν είναι δίκαιο να ρίχνουμε όλες τις ευθύνες της αποτυχίας των Σταυροφόρων στον Μανουήλ, που πρέπει μάλλον να αποδοθούν στην έλλειψη γενικής πειθαρχίας κι οργάνωσης των Σταυροφόρων. Ο Ρογήρος επίσης με τις επιθέσεις του στα νησιά της Αδριατικής και στην Ελλάδα επηρέασε μοιραία την υπόθεση των Σταυροφόρων. Γενικά η θρησκευτική βάση των Σταυροφοριών υποχωρούσε και προβάλλονταν όλο και πιο πολύ τα «κοσμικά» πολιτικά ελατήρια.

ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Β' ΚΟΜΝΗΝΟΥ

Στην εποχή του Ιωάννου Β' κόπηκαν χρυσά υπέρπυρα, εξ ηλέκτρου άσπρα τραχέα, εκ κράματος άσπρα τραχέα και χαλκά τεταρτηρά. Μερικά φτιάχθηκαν και στο νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης, όπου κόπηκαν και χάλκινα ημίσεα τεταρτηρών. Στο υπέρπυρον εικονίζεται στη μέση πατριαρχικός σταυρός που τον κρατούν στα δεξιά η Θεοτόκος και στα αριστερά ο Ιωάννης Β'. Η πρώτη φορεί πάλλιον και μαφόριον, ο Αυτοκράτωρ φέρει στέμμα, φορεί λώρον και κρατεί ακακία ενώ επάνω από το κεφάλι του τον ευλογεί η χείρα του Θεού. Οι μορφές είναι από τη μέση και επάνω. Επιγραφή ΜΡ ΘV και

ΙΩΑΝΝΗ ΔΕCΠΟΤΗ ΤΩ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΩ.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σύμφωνα με τη γνώμη των συγχρόνων αλλά και των μεταγενέστερων ιστορικών, Ελλήνων και μη, ο Ιωάννης υπήρξε ένας μεγάλος Αυτοκράτορας. Συνδύαζε φρόνηση με εύστοχη δράση, ενώ με τη σταθερότητα του χαρακτήρα και τη μεγαλοψυχία του υπερτερούσε κατά πολύ έναντι των συγχρόνων του. Ήταν προσιτός, ήπιος και δίκαιος και έγινε αγαπητός στον λαό όσο λίγοι Αυτοκράτορες. Χαρακτηριστικό της αγάπης του λαού ήταν το προσωνύμιο που του έδωσε: «Καλοϊωάννης». Ο ίδιος απείχε από κάθε καλοπέραση, ζώντας το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του σαν απλός στρατιώτης.

Έλεγε για τον εαυτό του, κατά τον Βυζαντινό ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη: «Ολίγα τοις ανακτόροις προσέμεινα. Ο βίος σχεδόν μοι άπας επί σκηνής και το αιθριάζειν αεί μοι περιεσπούδαστο». Ο ίδιος ιστορικός επιβεβαιώνει τα φιλάνθρωπα αισθήματά του διαβεβαιώνοντας ότι ουδέποτε καταδίκασε κάποιον σε θάνατο ή ακρωτηριασμό, ακόμα και αυτούς που συνέλαβε να επιβουλεύονται τη ζωή του. Κρατούσε τα μέλη της οικογενείας του μακριά από τις κρατικές υποθέσεις. Επέλεγε μάλιστα τους συμβούλους και τους υπουργούς του από άτομα ταπεινής καταγωγής.

Μεγαλύτερη εμπιστοσύνη έδειξε στον Ιωάννη Αξούχ, άνθρωπο Τουρκικής καταγωγής. Το 1097 οι σταυροφόροι, κατά την πολιορκία της Νίκαιας, αιχμαλώτισαν σε παιδική ηλικία τον Αξούχ και τον έστειλαν ως δώρο στον Αλέξιο Κομνηνό. Εκείνος τον μεγάλωσε δίπλα στον Ιωάννη και τον βάπτισε Χριστιανό, δίνοντάς του το όνομα του γιου του. Τα παιδιά συνδέθηκαν με στενή φιλία και μόλις ο Ιωάννης ανέλαβε τα σκήπτρα απένειμε στον Αξούχ τον τίτλο του μεγάλου Δομέστικου, του αρχιστρατήγου των ενόπλων δυνάμεων.

Ο Αξούχ συνήθως έμενε στην Πόλη για τις κρατικές υποθέσεις όταν ο Αυτοκράτορας βρισκόταν σε εκστρατεία. Ο Ιωάννης δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφος εξωτερικά, αλλά η ψυχή του ξεχείλιζε από ευπροσηγορία και ευσέβεια. Ήταν αυστηρός στα ήθη, δεν ανεχόταν την αισχρολογία και την πολυτέλεια. Τα μέλη της Αυλής του ήταν υποχρεωμένα να συζητούν μόνο σοβαρά θέματα, τουλάχιστον μπροστά του. Απεχθανόταν την υποκρισία, ήταν έντιμος και ειλικρινής. Η περίοδος της βασιλείας του υπήρξε γόνιμη για το Βυζάντιο.

Ο ίδιος μόχθησε για να απαλλάξει τον ζωτικό χώρο του Βυζαντίου, τη Μικρά Ασία, από τους Τούρκους, τους οποίους έδιωξε από πολλές περιοχές. Εξουδετέρωσε για πάντα τους Πετσενέγους, κατέστειλε την εξέγερση των Σέρβων, συνέτριψε τους Ούγγρους καθιστώντας σεβαστή την εξουσία του σε μια από τις ανερχόμενες δυνάμεις της εποχής. Επέβαλε τη θέλησή του στους Αρμένιους της Κιλικίας και έκανε υποτελή του τον πρίγκηπα της Αντιόχειας. Υπήρξε τυχερός σε σχέση με τον προκάτοχό του, Αλέξιο Α', και τον διάδοχό του, Μανουήλ Α', στο ότι δεν αντιμετώπισε μια σταυροφορία.

Ωστόσο δεν επαναπαύθηκε στα όσα κληρονόμησε από τον πατέρα του. Συνέχισε με τόλμη και συνέπεια το πρόγραμμά του και κατέστησε πάλι τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπερδύναμη της εποχής και ρυθμιστή των ζητημάτων της Ανατολής. Κανένας δεν μπορούσε πλέον να αγνοήσει τη θέληση του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Ο Ιωάννης Β' Κομνηνός παρέδωσε στον γιο του την Αυτοκρατορία πιο μεγάλη και πιο δυνατή απ’ ότι την παρέλαβε. Δεν κατάφερε όμως να ολοκληρώσει το έργο του. Το κυνήγι στα βουνά της Κιλικίας το 1143 υπήρξε μοιραίο γι’ αυτόν και κατά συνέπεια για την πορεία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού.


Η ΨΗΦΙΔΩΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ

Αυτοκρατορική αναθηματική παράσταση με κεντρική μορφή την Παναγία που εικονίζεται όρθια με το μικρό Χριστό στην αγκαλιά της. Στο πλάι της στέκουν μετωπικοί ο Ιωάννης Κομνηνός και η Αυτοκράτειρα Ειρήνη, κρατώντας τα σύμβολα των δωρεών τους. Η ραδινή μορφή της Παναγίας, ντυμένη με γαλάζιο μαφόριο, έχει νεανικό πρόσωπο με καλογραμμένα αρμονικά χαρακτηριστικά. Με ακρίβεια σχεδιάζονται τα πρόσωπα των Αυτοκρατόρων, ενώ η σάρκα, σε πολύ χαμηλούς τόνους, είναι σχεδόν επίπεδη.

Καλλιγραφική διάθεση και έμφαση δίδεται στα διακοσμητικά στοιχεία της βαρύτιμης Αυτοκρατορικής ενδυμασίας καθώς και στα χαρακτηριστικά του προσώπου της Αυτοκράτειρας Ειρήνης με την ξενική καταγωγή. (Ειρήνη της Ουγγαρίας) που προδίδουν τα καστανόξανθα μακριά μαλλιά της και οι καλογραμμένες ψιμμυθιές στις πλατιές παρειές. Το Αυτοκρατορικό αυτό αφιέρωμα χρονολογείται γύρω στο 1118, έτος ανόδου στο θρόνο του Ιωάννη Κομνηνού.
 
ΧΑΡΤΕΣ

 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 

 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου