Πώς εξελιχθήκαμε από ενδεείς πίθηκοι χωρίς κανένα κτήμα σε ανθρώπους που
συγκεντρώνουν όλο και περισσότερα αποκτήματα; Η ανάγκη μας να «μαζεύουμε» έχει
πολύ βαθιές ρίζες.
Όταν πρόσφατα μετακόμισα είχα μείνει άναυδηος βλέποντας τον αριθμό των κιβωτίων που περιείχαν τα αποκτήματα της οικογένειάς μου. Μου έφερε σχεδόν ναυτία. Παρ’ όλα αυτά μου ήταν αδύνατον να πετάξω οτιδήποτε. Τα κτήματα μάς καθορίζουν ως είδος – μια ζωή χωρίς αυτά σχεδόν δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως ανθρώπινη. Χωρίς ρούχα, μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου, κάποια μέσα για το μαγείρεμα και μια παροχή καθαρού νερού, δεν θα μπορούσα καν να επιβιώσω. Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστώ το να ζω χωρίς κρεβάτι, μπάνιο, πετσέτες, λάμπες και σαπούνι – για να μη μιλήσουμε για όσα μου προσφέρουν ευχαρίστηση ή μια αίσθηση πολυτέλειας ή όλα εκείνα τα αντικείμενα που έχουν συναισθηματική αξία για εμένα.
Οι στενότεροι εν ζωή συγγενείς μας τα καταφέρνουν χωρίς τίποτε από όλα αυτά. Οι χιμπαντζήδες χρησιμοποιούν «πρωτόλεια» εργαλεία και φτιάχνουν φωλιές για να κοιμηθούν, όμως τις εγκαταλείπουν ύστερα από μια χρήση. Τα περισσότερα άλλα ζώα επίσης τα βγάζουν πέρα χωρίς κτήματα. Εμείς ωστόσο σχεδόν δεν μπορούμε να επιζήσουμε χωρίς τα υπάρχοντά μας και φαίνεται ότι έχουμε ένα ένστικτο που μας οδηγεί στο να συσσωρεύουμε περισσότερα από όσα χρειαζόμαστε. Πώς εξελιχθήκαμε από ενδεείς πίθηκοι σε «μαζώχτρες» ανθρώπους;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολη. Κατ’ αρχάς, η διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα στα «κτήματα» και στα «μη κτήματα» δεν είναι ξεκάθαρη: μου ανήκει
το χώμα του κήπου μου, για παράδειγμα, ή το νερό της βρύσης μου; Και όταν πετάω
κάτι, πότε αυτό παύει να είναι δικό μου; Επιπλέον, πολλά αντικείμενα που οι
πρόγονοί μας είχαν στην κατοχή τους – ζώα, προβιές ή ξύλινα μπαστούνια – δεν
έχουν επιζήσει στις αρχαιολογικές καταγραφές. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ενδείξεις
σχετικά με τα πρώτα κτήματα της ανθρωπότητας.
Εν αρχή ην τα εργαλεία. Τα αρχαιότερα λίθινα εργαλεία, τα οποία κατασκευάστηκαν πριν από περίπου 2,5 εκατομμύρια χρόνια, αποτελούν ένα προφανές σημείο εκκίνησης. Σχεδιάστηκαν για να κάνουν μια δουλειά, και θα πρέπει να τα κράτησε κάποιο άτομο για κάποιο χρονικό διάστημα. Παρ’ όλα αυτά ήταν απλά και αναλώσιμα, σαν τα εργαλεία των χιμπαντζήδων.
«Αμφιβάλλω ότι τότε υπήρχε ιδιαίτερα η έννοια της ιδιοκτησίας» λέει η αρχαιολόγος Σάλι Μακ Μπρίαρτι από το Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ στο Στορς. Καθώς όμως τα εργαλεία άρχισαν να γίνονται πιο εξελιγμένα θα πρέπει επίσης να άρχισε να εξελίσσεται μια αίσθηση ιδιοκτησίας. Τα εργαλεία έγιναν «κτήματα» – αντικείμενα που είχαν αξία για τον κάτοχό τους, τα κουβαλούσε μαζί του για μακρό χρονικό διάστημα και άξιζε να παλέψει για αυτά. Για την κυρία Μακ Μπρίαρτι η έννοια της ιδιοκτησίας απογειώθηκε με την έλευση των αιχμών για δόρατα και βέλη, οι οποίες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Αφρική πριν από 300.000 χρόνια.
«Είναι φτιαγμένες σε συγκεκριμένα σχέδια τα οποία διαφέρουν από ομάδα σε ομάδα» λέει. «Τα δόρατα και τα βέλη χρειάζονταν χρόνο και προσπάθεια για να φτιαχτούν και αποτελούσαν μάλλον ιδιοκτησία ενός μεμονωμένου κυνηγού». Οι κυνηγοί θα πρέπει να τα έβγαζαν από τα θύματά τους και να τα χρησιμοποιούσαν ξανά και ξανά. Ενα άλλο βασικό πρώτο κτήμα ήταν ενδεχομένως η φωτιά.
Ορισμένες ομάδες σύγχρονων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών κουβαλάνε τη χόβολη μαζί τους και επομένως μπορεί να θεωρηθεί ότι «κατέχουν» τη φωτιά. Οι πρόγονοί μας ίσως να έκαναν το ίδιο. Η αρχαιότερη πειστική ένδειξη για την ελεγχόμενη χρήση της φωτιάς ανάγεται σε περίπου 600.000 χρόνια πριν το σήμερα.
Τα ρούχα επίσης εμφανίστηκαν νωρίς. Γενετικές ενδείξεις από ψείρες του σώματος που έχουν εξελιχθεί για να ζουν σε ενδύματα υποδηλώνουν ότι αρχίσαμε να τυλιγόμαστε με αυτά πριν από 70.000 χρόνια. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι αρχίσαμε να κατέχουμε τη φωτιά, τα ρούχα και τα εξελιγμένα εργαλεία πιθανώς αρχίσαμε και να εξαρτώμεθα από αυτά για την επιβίωσή μας – ιδιαίτερα αφότου αποικίσαμε περιοχές με ψυχρότερα κλίματα.
Τα υπάρχοντά μας άρχισαν να γίνονται μέρος του «διευρυμένου φαινοτύπου» μας, εξίσου ζωτικά για την επιβίωσή μας όσο ένα φράγμα για έναν κάστορα. Με τον χρόνο σημειώθηκε ένα ακόμη άλμα. Τα αντικείμενα άρχισαν να έχουν αξία όχι μόνο για τη χρησιμότητά τους αλλά και ως αγαθά κύρους για να διαφημίσουν τη δεξιότητα ή την κοινωνική θέση του κατόχου τους. Τελικά ορισμένα αντικείμενα απέκτησαν αξία για αυτούς τους λόγους και μόνο – τα κοσμήματα, για παράδειγμα.
Η αρχαιότερη ένδειξη για κάτι τέτοιο είναι ένας μικρός αριθμός από χάντρες οι οποίες είχαν φτιαχτεί από όστρακα ηλικίας 100.000 ετών που έχουν βρεθεί στην Αλγερία. Είναι εμφανές λοιπόν ότι πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και στα αντικείμενα είχε ήδη εξελιχθεί πέρα από την αξία της χρησιμότητας και της επιβίωσης.
Ορισμένοι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι τα αντικείμενα έγιναν μέρος της αίσθησης που έχουμε για τον εαυτό μας. «Αναπτύξαμε σύνθετες σχέσεις με τα αντικείμενα τις οποίες δεν βλέπουμε σε άλλα ζώα» λέει ο Λάμπρος Μαλαφούρης από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Χρησιμοποιείτε χάντρες από όστρακα για να στολίσετε το σώμα σας – ταυτοχρόνως αυτές γίνονται ένα τμήμα της ταυτότητάς σας το οποίο οι άλλοι θα βλέπουν και θα αναγνωρίζουν».
Οταν πλέον οι σύγχρονοι άνθρωποι έφθασαν στην Ευρώπη πριν από περίπου 40.000 χρόνια υπάρχουν σαφή δείγματα ιδιοκτησίας. «Μπορείτε να δείτε εγκοπές και σημάδια επάνω σε διάφορα αντικείμενα – η έννοια της ιδιοκτησίας βρίσκεται εκεί» λέει ο Στίβεν Μάιθεν από το Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ στη Βρετανία.
Η ποσότητα ωστόσο των πραγμάτων που οι άνθρωποι μπορούσαν να συσσωρεύσουν περιοριζόταν από τον νομαδικό τρόπο ζωής τους, κάτι το οποίο οδηγεί τους αρχαιολόγους στην εικασία ότι οι σάκοι ή οι μπόγοι ίσως υπήρξαν και αυτοί ένα από τα πρώτα κτήματά μας. Αυτό όμως άλλαξε με τη μετάβαση σε έναν τρόπο ζωής σε μόνιμο τόπο. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι επέλεξαν να ζουν σε ένα μέρος τα κτήματά τους άρχισαν να συσσωρεύονται. Αυτός ο τρόπος ζωής εισήγαγε επίσης μια νέα μορφή κοινωνίας και οικονομίας.
Οι ομάδες άρχισαν να γίνονται μεγαλύτερες και οι ιεραρχίες να αναπτύσσονται, με τη θέση των σημαντικών ατόμων να ενισχύεται από αντικείμενα κύρους όπως τα ωραία ρούχα και κοσμήματα. Ορισμένοι αρχαιολόγοι μάλιστα, όπως ο Ιαν Χόντερ από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στην Καλιφόρνια, υποστηρίζουν ότι οι κοινωνίες δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει σύνθετες και ιεραρχικές αν δεν είχαν συνδεθεί με μια «υλική κουλτούρα». Αυτή η μετάβαση στη «μονιμότητα» ενδεχομένως ενίσχυσε επίσης τον υλισμό με έναν άλλον τρόπο.
Ο Γκάρι Φάινμαν από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόι στο Σικάγο υποστηρίζει ότι η τάση μας να συσσωρεύουμε πράγματα έχει τη βάση της σε μια επιθυμία να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο. «Όταν οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν σε έναν τόπο έγιναν πιο ευάλωτοι απέναντι στις περιβαλλοντικές καταστροφές» λέει.
Ενας τρόπος για να εξασφαλιστούν απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο ήταν να αποθηκεύουν ένα πλεόνασμα τροφίμων – μια διαδικασία η οποία δημιούργησε την ανάγκη για κτήματα τα οποία κάποιος μαζεύει και φυλάσσει, όπως και για την εξημέρωση των ζώων. Μια άλλη πολιτική ασφάλειας ήταν η ανάπτυξη σχέσεων με τις γειτονικές ομάδες. «Η ανταλλαγή μη απαραίτητων αγαθών μπορούσε να τροφοδοτήσει αυτές τις αμοιβαίες σχέσεις» επισημαίνει ο κ. Φάινμαν.
Τελικά, όταν οι κοινωνίες έγιναν ακόμη μεγαλύτερες και ακόμη πιο σύνθετες, τα υλικά αγαθά έγιναν ένα απόθεμα πλούτου. Το εμπόριο με αυτά τα αγαθά οδήγησε τελικά στην ανάπτυξη του χρήματος. Βεβαίως υπάρχουν αρκετές ομάδες σήμερα στον κόσμο οι οποίες δεν ζουν σε μεγάλες, σύνθετες κοινωνίες και έχουν πολύ λίγα κτήματα. Οι κυνηγοί τροφοσυλλέκτες Χάτζα στην Τανζανία, για παράδειγμα, έχουν ελάχιστα υλικά αγαθά και μια κουλτούρα υποχρεωτικού μοιράσματος. Στη συντριπτική πλειονότητά τους όμως οι άνθρωποι δεν ζουν έτσι και, ως συνέπεια, είναι περιτριγυρισμένοι από πράγματα.
Τι πιθανότητες έχουμε λοιπόν να κόψουμε την ανθρώπινη συνήθεια του να κατέχουμε πάρα πολλά; Αν σκεφθείτε πόσο βασιζόμαστε στα πράγματα για να επιβιώσουμε και να διαμηνύσουμε την κοινωνική μας θέση, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό.
Η Εμέ Πλουρντ, ερευνήτρια η οποία ειδικεύεται στα αγαθά κύρους και εργαζόταν μέχρι πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, λέει: «Σήμερα μιλάμε για την ψυχολογία του φανταχτερού (bling psychology), για την επιδεικτική κατανάλωση, όμως όλα αυτά έχουν τις ρίζες τους σε μια ψυχολογία που προηγείται ακόμη και της γέννησης της έννοιας του πλούτου. Πάει πολύ πιο πίσω».
Τα «υπάρχοντα» των ζώων. Πριν από μερικές εβδομάδες ένα μικρό, ταλαιπωρημένο παιχνιδάκι εμφανίστηκε στο σπίτι μου – φαινόταν σαν να το είχε φέρει μέσα η γάτα. Οταν άλλο ένα ταλαιπωρημένο παιχνιδάκι εμφανίστηκε μερικές ημέρες μετά, ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι το είχε φέρει η γάτα. Σήμερα έχει τέσσερα τέτοια παιχνιδάκια. Τα θεωρώ δικά της – θεωρεί όμως και αυτή το ίδιο;
Το 1776 ο φιλόσοφος Ανταμ Σμιθ παρατήρησε ένα παράξενο γεγονός σχετικά με τα ζώα: δεν φαίνεται να «κατέχουν» πράγματα. «Κανείς δεν έχει δει ποτέ έναν σκύλο να κάνει μια δίκαιη και εσκεμμένη ανταλλαγή ενός κόκαλου για ένα άλλο με κάποιον άλλον σκύλο» έγραψε στο «Ο πλούτος των εθνών». Από πολλές απόψεις ο Σμιθ είχε δίκιο. Μόνο οι άνθρωποι έχουν ένα σύνθετο σύστημα ιδιοκτησίας και ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Ορισμένα ζώα όμως έχουν μια στοιχειώδη αίσθηση του «δικό μου» και «δικό σου».
Τα πρωτεύοντα, π.χ., συχνά δείχνουν σεβασμό προς την κατοχή. Αν ένα άτομο κρατάει ένα αντικείμενο, τα άλλα, ακόμη και εκείνα που είναι πιο κυρίαρχα στην ομάδα, τις περισσότερες φορές το αφήνουν να το κρατήσει. Οι χιμπαντζήδες που ζουν σε αιχμαλωσία μπορούν επίσης να διδαχθούν μια πιο σύνθετη κατανόηση της ιδιοκτησίας. Είναι πρόθυμοι να εργαστούν για να κερδίσουν κουπόνια τα οποία μπορούν να συγκεντρώσουν και να ανταλλάξουν για να πάρουν τροφή, ενώ επίσης κατανοούν τη διαφορά ανάμεσα στο δικό τους «κομπόδεμα» και σε εκείνο των άλλων χιμπαντζήδων.
Συμπεριφορές αυτού του είδους όμως δεν έχουν παρατηρηθεί σε χιμπαντζήδες που ζουν σε άγρια κατάσταση. Ορισμένα άγρια ζώα φαίνεται ωστόσο να έχουν πράγματι αποκτήματα: οι φωλιές των πουλιών, τα φράγματα των καστόρων, οι ιστοί της αράχνης και ούτω καθ’ εξής.
Οι σκίουροι και οι αμερικανικές κίσσες κρύβουν τρόφιμα και συχνά μετακινούν αντικείμενα για να τα κρατήσουν σε ασφάλεια. Οι καρακάξες και κάποια είδη των πτιλονορυγχίδων (εξωτικά πουλιά που ζουν στην Αυστραλία και στη Νέα Γουινέα) μαζεύουν γυαλιστερά και χρωματιστά αντικείμενα για να προσελκύσουν υποψήφιο ταίρι για το ζευγάρωμα. Πολλά άλλα ζώα επίσης υπερασπίζονται το έδαφός τους. Καμία από αυτές τις συμπεριφορές ωστόσο δεν πλησιάζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ιδιοκτησίας.
Ο λόγος είναι απλός: η γλώσσα. Χωρίς λέξεις δεν μπορούν να υπάρξουν αμοιβαία κατανοητοί κανόνες και θεσμοί που να τους επιβάλλουν. Επομένως ό,τι και αν σκέφτομαι εγώ για τα παιχνίδια της γάτας μου είναι μάλλον απίθανο εκείνη να συμφωνεί μαζί μου.-Graham Lawton
Μια κουρελιασμένη κουβέρτα, ένα στραπατσαρισμένο αρκουδάκι: η ταλαιπωρημένη εμφάνιση πολλών κτημάτων της παιδικής μας ηλικίας μαρτυρεί με πόσο ζήλο τα κρατάμε. Πότε όμως και πώς ξεκίνησε αυτή η αίσθηση ιδιοκτησίας; Ακόμη και ένα νεογέννητο θεωρεί τη μητέρα του «ξεχωριστή» και αναζητεί και ξεχωρίζει το πρόσωπο και τη μυρωδιά της ανάμεσα στις άλλες γυναίκες. Ως την ηλικία των 2 μηνών τα μωρά αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι έχουν ιδιοκτησία του ίδιου του σώματός τους ενώ στους 8 μήνες αρχίζουν να συλλαμβάνουν την έννοια της απώλειας. Σε ηλικία 12 μηνών αρχίζουν να σχηματίζουν δεσμούς με παρηγορητικά αντικείμενα όπως οι κουβέρτες.
Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι τα αντικείμενα αυτά προσφέρουν ένα προσωρινό υποκατάστατο του ατόμου που τα φροντίζει.
Επίσης περίπου στην ηλικία του ενός έτους τα παιδιά αρχίζουν να λένε τις πρώτες λέξεις τους, συνήθως ουσιαστικά όπως «μπάνιο» ή «πάπια». Περίπου στους 21 μήνες εμφανίζεται μια λέξη η οποία θα αποτελέσει το «σάουντρακ» των επόμενων ετών: «δικό μου». Δεν αποκαλούνται αδίκως το «τρομερό δίδυμο»: οι μόνιμοι καβγάδες για τα αποκτήματα συνδυάζονται με μια ελλιπώς ανεπτυγμένη αίσθηση ενσυναίσθησης και μια τάση για εκρήξεις θυμού.
Τα δίχρονα παιδιά παλεύουν περισσότερο για πράγματα τα οποία τους ανήκουν πραγματικά, γεγονός το οποίο δείχνει ότι μπορούν να ξεχωρίσουν τα προσωρινά αποκτήματα από την πιο μακροπρόθεσμη ιδιοκτησία, λέει η Σούζαν Γκέλμαν, η οποία μελετά την εννοιολογική ανάπτυξη στα παιδιά στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Αν Αρμπορ. «Στα τρία μάλιστα διαμαρτύρονται αν κάποιος πάρει ή πετάξει το παιχνίδι κάποιου άλλου, γεγονός που δείχνει ότι κατανοούν την ιδιοκτησία ακόμη και όταν αυτή δεν αφορά το δικό τους συμφέρον» επισημαίνει.
Η αντίληψη της ιδιοκτησίας εξακολουθεί να αλλάζει στα παιδιά καθώς αυτά μεγαλώνουν. Η κυρία Γκέλμαν και η ομάδα της πρόσφατα έκαναν ένα πείραμα κατά το οποίο έδωσαν σε παιδιά ηλικίας 2 και 3 ετών τρία αντικείμενα. Ενα το οποίο τους είπαν ότι ήταν «δικό» τους, ένα το οποίο τους είπαν ότι ανήκει στους ερευνητές και ένα το οποίο απλώς έβαλαν δίπλα στα άλλα. Οταν τα αντικείμενα διέφεραν μεταξύ τους τα παιδιά ηλικίας 2 ετών δεν είχαν πρόβλημα να ξεχωρίσουν ποιο ήταν το δικό τους, όταν όμως ήταν ολόιδια ή όταν εκείνο που τους είχαν πει ότι είναι δικό τους ήταν λιγότερο ελκυστικό μπερδεύονταν.
Αντιθέτως τα παιδιά ηλικίας 3 ετών μπορούσαν να τα ξεχωρίσουν ακόμη και όταν το δικό τους αντικείμενο ήταν πολύ λιγότερο ελκυστικό από τα άλλα δύο. Αυτό βοηθάει ίσως στο να ερμηνεύσουμε γιατί η αντικατάσταση μιας χαμένης κουβέρτας ή ενός αρκουδιού με ένα πιο καινούργιο ίδιο μοντέλο δεν πετυχαίνει ποτέ: η ιδιοκτησία υπερτερεί της εμφάνισης.
Πράγματι, όταν ο Μπρους Χουντ από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ στη Βρετανία έδειξε σε παιδιά ηλικίας 3-6 ετών ένα «μαγικό μηχάνημα» που μπορούσε να αντιγράψει το αγαπημένο τους παιχνίδι τα περισσότερα παιδιά ζήτησαν να τους δώσουν πίσω το πρωτότυπο ενώ το ένα τέταρτο από αυτά αρνήθηκαν εντελώς να το δώσουν για αντιγραφή. Η ιδιοκτησία φαίνεται ότι προσδίδει μια μαγική ιδιότητα που είναι αδύνατον να αναπαραχθεί σε μια απομίμηση και να ξεγελάσει – ούτε καν τα παιδιά.
Όταν πρόσφατα μετακόμισα είχα μείνει άναυδηος βλέποντας τον αριθμό των κιβωτίων που περιείχαν τα αποκτήματα της οικογένειάς μου. Μου έφερε σχεδόν ναυτία. Παρ’ όλα αυτά μου ήταν αδύνατον να πετάξω οτιδήποτε. Τα κτήματα μάς καθορίζουν ως είδος – μια ζωή χωρίς αυτά σχεδόν δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως ανθρώπινη. Χωρίς ρούχα, μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου, κάποια μέσα για το μαγείρεμα και μια παροχή καθαρού νερού, δεν θα μπορούσα καν να επιβιώσω. Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστώ το να ζω χωρίς κρεβάτι, μπάνιο, πετσέτες, λάμπες και σαπούνι – για να μη μιλήσουμε για όσα μου προσφέρουν ευχαρίστηση ή μια αίσθηση πολυτέλειας ή όλα εκείνα τα αντικείμενα που έχουν συναισθηματική αξία για εμένα.
Οι στενότεροι εν ζωή συγγενείς μας τα καταφέρνουν χωρίς τίποτε από όλα αυτά. Οι χιμπαντζήδες χρησιμοποιούν «πρωτόλεια» εργαλεία και φτιάχνουν φωλιές για να κοιμηθούν, όμως τις εγκαταλείπουν ύστερα από μια χρήση. Τα περισσότερα άλλα ζώα επίσης τα βγάζουν πέρα χωρίς κτήματα. Εμείς ωστόσο σχεδόν δεν μπορούμε να επιζήσουμε χωρίς τα υπάρχοντά μας και φαίνεται ότι έχουμε ένα ένστικτο που μας οδηγεί στο να συσσωρεύουμε περισσότερα από όσα χρειαζόμαστε. Πώς εξελιχθήκαμε από ενδεείς πίθηκοι σε «μαζώχτρες» ανθρώπους;
Εν αρχή ην τα εργαλεία. Τα αρχαιότερα λίθινα εργαλεία, τα οποία κατασκευάστηκαν πριν από περίπου 2,5 εκατομμύρια χρόνια, αποτελούν ένα προφανές σημείο εκκίνησης. Σχεδιάστηκαν για να κάνουν μια δουλειά, και θα πρέπει να τα κράτησε κάποιο άτομο για κάποιο χρονικό διάστημα. Παρ’ όλα αυτά ήταν απλά και αναλώσιμα, σαν τα εργαλεία των χιμπαντζήδων.
«Αμφιβάλλω ότι τότε υπήρχε ιδιαίτερα η έννοια της ιδιοκτησίας» λέει η αρχαιολόγος Σάλι Μακ Μπρίαρτι από το Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ στο Στορς. Καθώς όμως τα εργαλεία άρχισαν να γίνονται πιο εξελιγμένα θα πρέπει επίσης να άρχισε να εξελίσσεται μια αίσθηση ιδιοκτησίας. Τα εργαλεία έγιναν «κτήματα» – αντικείμενα που είχαν αξία για τον κάτοχό τους, τα κουβαλούσε μαζί του για μακρό χρονικό διάστημα και άξιζε να παλέψει για αυτά. Για την κυρία Μακ Μπρίαρτι η έννοια της ιδιοκτησίας απογειώθηκε με την έλευση των αιχμών για δόρατα και βέλη, οι οποίες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Αφρική πριν από 300.000 χρόνια.
«Είναι φτιαγμένες σε συγκεκριμένα σχέδια τα οποία διαφέρουν από ομάδα σε ομάδα» λέει. «Τα δόρατα και τα βέλη χρειάζονταν χρόνο και προσπάθεια για να φτιαχτούν και αποτελούσαν μάλλον ιδιοκτησία ενός μεμονωμένου κυνηγού». Οι κυνηγοί θα πρέπει να τα έβγαζαν από τα θύματά τους και να τα χρησιμοποιούσαν ξανά και ξανά. Ενα άλλο βασικό πρώτο κτήμα ήταν ενδεχομένως η φωτιά.
Ορισμένες ομάδες σύγχρονων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών κουβαλάνε τη χόβολη μαζί τους και επομένως μπορεί να θεωρηθεί ότι «κατέχουν» τη φωτιά. Οι πρόγονοί μας ίσως να έκαναν το ίδιο. Η αρχαιότερη πειστική ένδειξη για την ελεγχόμενη χρήση της φωτιάς ανάγεται σε περίπου 600.000 χρόνια πριν το σήμερα.
Τα ρούχα επίσης εμφανίστηκαν νωρίς. Γενετικές ενδείξεις από ψείρες του σώματος που έχουν εξελιχθεί για να ζουν σε ενδύματα υποδηλώνουν ότι αρχίσαμε να τυλιγόμαστε με αυτά πριν από 70.000 χρόνια. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι αρχίσαμε να κατέχουμε τη φωτιά, τα ρούχα και τα εξελιγμένα εργαλεία πιθανώς αρχίσαμε και να εξαρτώμεθα από αυτά για την επιβίωσή μας – ιδιαίτερα αφότου αποικίσαμε περιοχές με ψυχρότερα κλίματα.
Τα υπάρχοντά μας άρχισαν να γίνονται μέρος του «διευρυμένου φαινοτύπου» μας, εξίσου ζωτικά για την επιβίωσή μας όσο ένα φράγμα για έναν κάστορα. Με τον χρόνο σημειώθηκε ένα ακόμη άλμα. Τα αντικείμενα άρχισαν να έχουν αξία όχι μόνο για τη χρησιμότητά τους αλλά και ως αγαθά κύρους για να διαφημίσουν τη δεξιότητα ή την κοινωνική θέση του κατόχου τους. Τελικά ορισμένα αντικείμενα απέκτησαν αξία για αυτούς τους λόγους και μόνο – τα κοσμήματα, για παράδειγμα.
Η αρχαιότερη ένδειξη για κάτι τέτοιο είναι ένας μικρός αριθμός από χάντρες οι οποίες είχαν φτιαχτεί από όστρακα ηλικίας 100.000 ετών που έχουν βρεθεί στην Αλγερία. Είναι εμφανές λοιπόν ότι πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και στα αντικείμενα είχε ήδη εξελιχθεί πέρα από την αξία της χρησιμότητας και της επιβίωσης.
Ορισμένοι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι τα αντικείμενα έγιναν μέρος της αίσθησης που έχουμε για τον εαυτό μας. «Αναπτύξαμε σύνθετες σχέσεις με τα αντικείμενα τις οποίες δεν βλέπουμε σε άλλα ζώα» λέει ο Λάμπρος Μαλαφούρης από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Χρησιμοποιείτε χάντρες από όστρακα για να στολίσετε το σώμα σας – ταυτοχρόνως αυτές γίνονται ένα τμήμα της ταυτότητάς σας το οποίο οι άλλοι θα βλέπουν και θα αναγνωρίζουν».
Οταν πλέον οι σύγχρονοι άνθρωποι έφθασαν στην Ευρώπη πριν από περίπου 40.000 χρόνια υπάρχουν σαφή δείγματα ιδιοκτησίας. «Μπορείτε να δείτε εγκοπές και σημάδια επάνω σε διάφορα αντικείμενα – η έννοια της ιδιοκτησίας βρίσκεται εκεί» λέει ο Στίβεν Μάιθεν από το Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ στη Βρετανία.
Η ποσότητα ωστόσο των πραγμάτων που οι άνθρωποι μπορούσαν να συσσωρεύσουν περιοριζόταν από τον νομαδικό τρόπο ζωής τους, κάτι το οποίο οδηγεί τους αρχαιολόγους στην εικασία ότι οι σάκοι ή οι μπόγοι ίσως υπήρξαν και αυτοί ένα από τα πρώτα κτήματά μας. Αυτό όμως άλλαξε με τη μετάβαση σε έναν τρόπο ζωής σε μόνιμο τόπο. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι επέλεξαν να ζουν σε ένα μέρος τα κτήματά τους άρχισαν να συσσωρεύονται. Αυτός ο τρόπος ζωής εισήγαγε επίσης μια νέα μορφή κοινωνίας και οικονομίας.
Οι ομάδες άρχισαν να γίνονται μεγαλύτερες και οι ιεραρχίες να αναπτύσσονται, με τη θέση των σημαντικών ατόμων να ενισχύεται από αντικείμενα κύρους όπως τα ωραία ρούχα και κοσμήματα. Ορισμένοι αρχαιολόγοι μάλιστα, όπως ο Ιαν Χόντερ από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στην Καλιφόρνια, υποστηρίζουν ότι οι κοινωνίες δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει σύνθετες και ιεραρχικές αν δεν είχαν συνδεθεί με μια «υλική κουλτούρα». Αυτή η μετάβαση στη «μονιμότητα» ενδεχομένως ενίσχυσε επίσης τον υλισμό με έναν άλλον τρόπο.
Ο Γκάρι Φάινμαν από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόι στο Σικάγο υποστηρίζει ότι η τάση μας να συσσωρεύουμε πράγματα έχει τη βάση της σε μια επιθυμία να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο. «Όταν οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν σε έναν τόπο έγιναν πιο ευάλωτοι απέναντι στις περιβαλλοντικές καταστροφές» λέει.
Ενας τρόπος για να εξασφαλιστούν απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο ήταν να αποθηκεύουν ένα πλεόνασμα τροφίμων – μια διαδικασία η οποία δημιούργησε την ανάγκη για κτήματα τα οποία κάποιος μαζεύει και φυλάσσει, όπως και για την εξημέρωση των ζώων. Μια άλλη πολιτική ασφάλειας ήταν η ανάπτυξη σχέσεων με τις γειτονικές ομάδες. «Η ανταλλαγή μη απαραίτητων αγαθών μπορούσε να τροφοδοτήσει αυτές τις αμοιβαίες σχέσεις» επισημαίνει ο κ. Φάινμαν.
Τελικά, όταν οι κοινωνίες έγιναν ακόμη μεγαλύτερες και ακόμη πιο σύνθετες, τα υλικά αγαθά έγιναν ένα απόθεμα πλούτου. Το εμπόριο με αυτά τα αγαθά οδήγησε τελικά στην ανάπτυξη του χρήματος. Βεβαίως υπάρχουν αρκετές ομάδες σήμερα στον κόσμο οι οποίες δεν ζουν σε μεγάλες, σύνθετες κοινωνίες και έχουν πολύ λίγα κτήματα. Οι κυνηγοί τροφοσυλλέκτες Χάτζα στην Τανζανία, για παράδειγμα, έχουν ελάχιστα υλικά αγαθά και μια κουλτούρα υποχρεωτικού μοιράσματος. Στη συντριπτική πλειονότητά τους όμως οι άνθρωποι δεν ζουν έτσι και, ως συνέπεια, είναι περιτριγυρισμένοι από πράγματα.
Τι πιθανότητες έχουμε λοιπόν να κόψουμε την ανθρώπινη συνήθεια του να κατέχουμε πάρα πολλά; Αν σκεφθείτε πόσο βασιζόμαστε στα πράγματα για να επιβιώσουμε και να διαμηνύσουμε την κοινωνική μας θέση, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό.
Η Εμέ Πλουρντ, ερευνήτρια η οποία ειδικεύεται στα αγαθά κύρους και εργαζόταν μέχρι πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, λέει: «Σήμερα μιλάμε για την ψυχολογία του φανταχτερού (bling psychology), για την επιδεικτική κατανάλωση, όμως όλα αυτά έχουν τις ρίζες τους σε μια ψυχολογία που προηγείται ακόμη και της γέννησης της έννοιας του πλούτου. Πάει πολύ πιο πίσω».
Τα «υπάρχοντα» των ζώων. Πριν από μερικές εβδομάδες ένα μικρό, ταλαιπωρημένο παιχνιδάκι εμφανίστηκε στο σπίτι μου – φαινόταν σαν να το είχε φέρει μέσα η γάτα. Οταν άλλο ένα ταλαιπωρημένο παιχνιδάκι εμφανίστηκε μερικές ημέρες μετά, ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι το είχε φέρει η γάτα. Σήμερα έχει τέσσερα τέτοια παιχνιδάκια. Τα θεωρώ δικά της – θεωρεί όμως και αυτή το ίδιο;
Το 1776 ο φιλόσοφος Ανταμ Σμιθ παρατήρησε ένα παράξενο γεγονός σχετικά με τα ζώα: δεν φαίνεται να «κατέχουν» πράγματα. «Κανείς δεν έχει δει ποτέ έναν σκύλο να κάνει μια δίκαιη και εσκεμμένη ανταλλαγή ενός κόκαλου για ένα άλλο με κάποιον άλλον σκύλο» έγραψε στο «Ο πλούτος των εθνών». Από πολλές απόψεις ο Σμιθ είχε δίκιο. Μόνο οι άνθρωποι έχουν ένα σύνθετο σύστημα ιδιοκτησίας και ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Ορισμένα ζώα όμως έχουν μια στοιχειώδη αίσθηση του «δικό μου» και «δικό σου».
Τα πρωτεύοντα, π.χ., συχνά δείχνουν σεβασμό προς την κατοχή. Αν ένα άτομο κρατάει ένα αντικείμενο, τα άλλα, ακόμη και εκείνα που είναι πιο κυρίαρχα στην ομάδα, τις περισσότερες φορές το αφήνουν να το κρατήσει. Οι χιμπαντζήδες που ζουν σε αιχμαλωσία μπορούν επίσης να διδαχθούν μια πιο σύνθετη κατανόηση της ιδιοκτησίας. Είναι πρόθυμοι να εργαστούν για να κερδίσουν κουπόνια τα οποία μπορούν να συγκεντρώσουν και να ανταλλάξουν για να πάρουν τροφή, ενώ επίσης κατανοούν τη διαφορά ανάμεσα στο δικό τους «κομπόδεμα» και σε εκείνο των άλλων χιμπαντζήδων.
Συμπεριφορές αυτού του είδους όμως δεν έχουν παρατηρηθεί σε χιμπαντζήδες που ζουν σε άγρια κατάσταση. Ορισμένα άγρια ζώα φαίνεται ωστόσο να έχουν πράγματι αποκτήματα: οι φωλιές των πουλιών, τα φράγματα των καστόρων, οι ιστοί της αράχνης και ούτω καθ’ εξής.
Οι σκίουροι και οι αμερικανικές κίσσες κρύβουν τρόφιμα και συχνά μετακινούν αντικείμενα για να τα κρατήσουν σε ασφάλεια. Οι καρακάξες και κάποια είδη των πτιλονορυγχίδων (εξωτικά πουλιά που ζουν στην Αυστραλία και στη Νέα Γουινέα) μαζεύουν γυαλιστερά και χρωματιστά αντικείμενα για να προσελκύσουν υποψήφιο ταίρι για το ζευγάρωμα. Πολλά άλλα ζώα επίσης υπερασπίζονται το έδαφός τους. Καμία από αυτές τις συμπεριφορές ωστόσο δεν πλησιάζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ιδιοκτησίας.
Ο λόγος είναι απλός: η γλώσσα. Χωρίς λέξεις δεν μπορούν να υπάρξουν αμοιβαία κατανοητοί κανόνες και θεσμοί που να τους επιβάλλουν. Επομένως ό,τι και αν σκέφτομαι εγώ για τα παιχνίδια της γάτας μου είναι μάλλον απίθανο εκείνη να συμφωνεί μαζί μου.-Graham Lawton
Μια κουρελιασμένη κουβέρτα, ένα στραπατσαρισμένο αρκουδάκι: η ταλαιπωρημένη εμφάνιση πολλών κτημάτων της παιδικής μας ηλικίας μαρτυρεί με πόσο ζήλο τα κρατάμε. Πότε όμως και πώς ξεκίνησε αυτή η αίσθηση ιδιοκτησίας; Ακόμη και ένα νεογέννητο θεωρεί τη μητέρα του «ξεχωριστή» και αναζητεί και ξεχωρίζει το πρόσωπο και τη μυρωδιά της ανάμεσα στις άλλες γυναίκες. Ως την ηλικία των 2 μηνών τα μωρά αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι έχουν ιδιοκτησία του ίδιου του σώματός τους ενώ στους 8 μήνες αρχίζουν να συλλαμβάνουν την έννοια της απώλειας. Σε ηλικία 12 μηνών αρχίζουν να σχηματίζουν δεσμούς με παρηγορητικά αντικείμενα όπως οι κουβέρτες.
Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι τα αντικείμενα αυτά προσφέρουν ένα προσωρινό υποκατάστατο του ατόμου που τα φροντίζει.
Επίσης περίπου στην ηλικία του ενός έτους τα παιδιά αρχίζουν να λένε τις πρώτες λέξεις τους, συνήθως ουσιαστικά όπως «μπάνιο» ή «πάπια». Περίπου στους 21 μήνες εμφανίζεται μια λέξη η οποία θα αποτελέσει το «σάουντρακ» των επόμενων ετών: «δικό μου». Δεν αποκαλούνται αδίκως το «τρομερό δίδυμο»: οι μόνιμοι καβγάδες για τα αποκτήματα συνδυάζονται με μια ελλιπώς ανεπτυγμένη αίσθηση ενσυναίσθησης και μια τάση για εκρήξεις θυμού.
Τα δίχρονα παιδιά παλεύουν περισσότερο για πράγματα τα οποία τους ανήκουν πραγματικά, γεγονός το οποίο δείχνει ότι μπορούν να ξεχωρίσουν τα προσωρινά αποκτήματα από την πιο μακροπρόθεσμη ιδιοκτησία, λέει η Σούζαν Γκέλμαν, η οποία μελετά την εννοιολογική ανάπτυξη στα παιδιά στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Αν Αρμπορ. «Στα τρία μάλιστα διαμαρτύρονται αν κάποιος πάρει ή πετάξει το παιχνίδι κάποιου άλλου, γεγονός που δείχνει ότι κατανοούν την ιδιοκτησία ακόμη και όταν αυτή δεν αφορά το δικό τους συμφέρον» επισημαίνει.
Η αντίληψη της ιδιοκτησίας εξακολουθεί να αλλάζει στα παιδιά καθώς αυτά μεγαλώνουν. Η κυρία Γκέλμαν και η ομάδα της πρόσφατα έκαναν ένα πείραμα κατά το οποίο έδωσαν σε παιδιά ηλικίας 2 και 3 ετών τρία αντικείμενα. Ενα το οποίο τους είπαν ότι ήταν «δικό» τους, ένα το οποίο τους είπαν ότι ανήκει στους ερευνητές και ένα το οποίο απλώς έβαλαν δίπλα στα άλλα. Οταν τα αντικείμενα διέφεραν μεταξύ τους τα παιδιά ηλικίας 2 ετών δεν είχαν πρόβλημα να ξεχωρίσουν ποιο ήταν το δικό τους, όταν όμως ήταν ολόιδια ή όταν εκείνο που τους είχαν πει ότι είναι δικό τους ήταν λιγότερο ελκυστικό μπερδεύονταν.
Αντιθέτως τα παιδιά ηλικίας 3 ετών μπορούσαν να τα ξεχωρίσουν ακόμη και όταν το δικό τους αντικείμενο ήταν πολύ λιγότερο ελκυστικό από τα άλλα δύο. Αυτό βοηθάει ίσως στο να ερμηνεύσουμε γιατί η αντικατάσταση μιας χαμένης κουβέρτας ή ενός αρκουδιού με ένα πιο καινούργιο ίδιο μοντέλο δεν πετυχαίνει ποτέ: η ιδιοκτησία υπερτερεί της εμφάνισης.
Πράγματι, όταν ο Μπρους Χουντ από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ στη Βρετανία έδειξε σε παιδιά ηλικίας 3-6 ετών ένα «μαγικό μηχάνημα» που μπορούσε να αντιγράψει το αγαπημένο τους παιχνίδι τα περισσότερα παιδιά ζήτησαν να τους δώσουν πίσω το πρωτότυπο ενώ το ένα τέταρτο από αυτά αρνήθηκαν εντελώς να το δώσουν για αντιγραφή. Η ιδιοκτησία φαίνεται ότι προσδίδει μια μαγική ιδιότητα που είναι αδύνατον να αναπαραχθεί σε μια απομίμηση και να ξεγελάσει – ούτε καν τα παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου