Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Μαρκήσιος ντε Σαντ – Θύμα ή θύτης της εποχής του;

Ο Σαντ γεννήθηκε στο Παρίσι, στην αριστοκρατική κατοικία Οτέλ ντε Κοντέ στις 2 Ιουνίου 1740 και ήταν γιος του Ζαν-Μπατίστ Φρανσουά Ζοζέφ, κόμη του Σαντ, μαρκησίου του Μαζάν, και της Μαρί-Ελεονόρ ντε Μαιγέ ντε Καρμάν. Η μητέρα του, θυγατέρα του Ντονασιάν ντε Μεγιέ, μαρκησίου του Καρμάν, διετέλεσε κυρία επί των τιμών της πριγκίπισσας του Κοντέ. Ο πατέρας του ως διπλωμάτης βρισκόταν στην υπηρεσία του πρίγκιπα–εκλέκτορα της Κολωνίας.

Από το 1745, έπειτα από ένα σύντομο διάστημα παραμονής μαζί με συγγενείς του στην Προβηγκία και την Αβινιόν, την επιμέλειά του ανέλαβε ο αββάς θείος του Ζακ-Φρανσουά ντε Σαντ, λόγιος και σχολιαστής του Πετράρχη, ο οποίος αργότερα προκάλεσε σκάνδαλο με τη σύλληψή του σε οίκο ανοχής. Αυτός ανέθεσε την ανατροφή του σε μια οικογενειακή φίλη, τη μαντάμ ντε Σεν Ζερμέν και την εκπαίδευσή του στον αββά Αμπλέ. Το 1750 εισήλθε στο ιησουητικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με το θέατρο και τη δραματική τέχνη, που τον γοήτευσαν και αποτέλεσαν έκτοτε αγαπημένες του ενασχολήσεις. Οι σωφρονιστικές τακτικές του παιδαγωγικού συστήματος των Ιησουιτών θεωρείται πιθανόν να αποτέλεσαν αίτιο της εκδήλωσης των ομοερωτικών και σαδιστικών τάσεων του ντε Σαντ.

Το 1754, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έγινε δεκτός στη στρατιωτική σχολή Εκό ντε Σεβό-Λεζέρ, όπου φοιτούσαν αποκλειστικά γόνοι ευγενών. Εκεί έλαβε την αρχική στρατιωτική του εκπαίδευση και την επόμενη χρονιά ονομάστηκε δεύτερος υπολοχαγός στο σύνταγμα του βασιλικού πεζικού. Από το 1757 συμμετείχε στον Επταετή πόλεμο με τον βαθμό του σημαιοφόρου με το σύνταγμα τυφεκιοφόρων της ταξιαρχίας του Αγίου Ανδρέα υπό τον Κόμη της Προβηγκίας, μετέπειτα Λουδοβίκου ΙΗ’, αδερφό του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και στις 21 Απριλίου 1759 προήχθη σε λοχαγό του ιππικού της Βουργουνδίας.

Γάμος και πρώτα σκάνδαλα

Αποστρατεύτηκε το 1763, ταυτόχρονα με το τέλος του πολέμου, και εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό κάστρο Σατό ντε Λακόστ. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε τη δεσποινίδα Λορ ντε Λορί-Καστελάν. Η άρνησή της όμως για γάμο μαζί του τον οδήγησε να παντρευτεί τη Ρενέ-Πελαζί ντε Μοντρόι, κόρη ενός πλούσιου κατώτερου δικαστικού με ισχυρές προσβάσεις στη βασιλική αυλή.

Τον Οκτώβριο του 1763, τέσσερις μήνες μετά το γάμο του, παύθηκε από την υπηρεσία του βασιλιά για πρώτη φορά στη ζωή του και κρατήθηκε για δεκαπέντε ημέρες στις φυλακές του βασιλικού κάστρου Βανσέν έπειτα από την καταγγελία μίας πόρνης για βλσφημία. Με τη μεσολάβηση του πατέρα του αποφυλακίστηκε το Νοέμβριο και του επιβλήθηκε υποχρεωτική παραμονή στο οικογενειακό κάστρο του Εσοφούρ υπό την επίβλεψη του επικεφαλής της αστυνομικής διεύθυνσης ηθών.

Τον Ιανουάριο του 1767 πέθανε ο πατέρας του κληροδοτώντας του τον τίτλο του κόμη καθώς και τους πύργους Λακόστ, Μαζάν και Σομάν, αλλά και μεγάλα ποσά χρεών για εξόφληση. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους γεννήθηκε το πρώτο παιδί του ζεύγους ντε Σαντ, ο Λουί-Μαρί.

Την Κυριακή του Πάσχα του 1768 συνέβη το πρώτο μεγάλο σεξουαλικό σκάνδαλο του ντε Σαντ, γνωστό ως Σκάνδαλο της Αρκέι, από το όνομα του προαστίου των Παρισίων, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι οίκοι ανοχής,, με μία πόρνη ονόματι Ροζ Κελέρ. Η Κελέρ τον κατήγγειλε στις αρχές για βίαιη σεξουαλική συμπεριφορά, και παρά την απόσυρση των καταγγελιών της έπειτα από μια γενναιόδωρη προσφορά χρημάτων, λόγω της έκτασης του σκανδάλου, ο βασιλιάς αναγκάστηκε να φυλακίσει το Μαρκήσιο με λετρ ντε κασέ (βασιλική διαταγή) αποσιωπώντας έτσι τη συνηθισμένη διαδικασία δίωξης. Παρέμεινε έγκλειστος έως τις 16 Νοεμβρίου οπότε και εγκαταστάθηκε στο κάστρο της Λακόστ. Το 1771 τον ακολούθησε εκεί και η οικογένειά του μαζί με την αδερφή της γυναίκας του Αν-Προσπέρ, που σύντομα έγινε ερωμένη του.

Μετά από ένα επεισόδιο στη Μασσαλία το 1772, που είχε να κάνει με δηλητηρίαση πορνών με το υποτιθέμενο αφροδισιακό ισπανική μύγα και σοδομισμό με τον υπηρέτη του, Λατούρ, καταδικάστηκαν και οι δύο σε θάνατο. Κατάφεραν να διαφύγουν στην Ιταλία παίρνοντας μαζί τους και την Αν-Προσπέρ, γεγονός που εξόργισε την πεθερά του, Μαντάμ ντε Μοντρόι, η οποία κατάφερε να εξασφαλίσει βασιλική εντολή για τη σύλληψη του γαμπρού της.

Πρώτη περίοδος εγκλεισμού

Στις 8 Δεκεμβρίου 1772 συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Σατό ντε Μιολάν από όπου δραπέτευσε πέντε μήνες αργότερα μαζί με το συγκρατούμενό του, βαρόνο του Αλέ, και τη βοήθεια δεκαπέντε αντρών. Παρέμεινε κρυμμένος στη Λακόστ και επανασυνδέθηκε με τη σύζυγό του διατηρώντας παράλληλα μια ομάδα νέων υπαλλήλων, οι περισσότεροι από τους οποίους παραπονούνταν για σεξουαλική κακομεταχείριση και εγκατέλειψαν το κάστρο του Μαρκησίου. Ο Σαντ αναγκάστηκε πάλι να φύγει στην Ιταλία και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε το βιβλίο Ταξίδι στην Ιταλία. Το 1776 επέστρεψε στη Λακόστ και προσέλαβε νέες υπηρέτριες, οι οποίες όμως έφυγαν γρήγορα από την υπηρεσία του. Το 1777 ο πατέρας μίας από αυτές ήρθε στη Λακόστ ζητώντας την κόρη του και επεχείρησε να δολοφονήσει τον Σαντ. Το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς ο Μαρκήσιος μετήχθη στις φυλακές του κάστρου της Βενσέν.

Στις 14 Ιουνίου 1778 πληροφορήθηκε την αθώωσή του για τις κατηγορίες της δηλητηρίασης και του σοδομισμού αλλά αναγκάστηκε να παραμείνει φυλακισμένος λόγω της βασιλικής εντολής, που είχε εκδοθεί με ενέργειες της πεθεράς του. Ένα μήνα αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει αλλά συνελήφθη σύντομα και οδηγήθηκε στη Βενσέν, όπου παρέμεινε μέχρι και την παύση λειτουργίας της ως φυλακής το 1784, οπότε και μεταφέρθηκε στη Βαστίλη.

Στις περιώνυμες φυλακές της Βαστίλης κρατήθηκε στον Πύργο της Ελευθερίας (Tour de la Liberté) έως τις 2 Ιουλίου 1789 όταν άρχισε να φωνάζει από το κελί του ότι σκοτώνουν τους φυλακισμένους καλώντας τον κόσμο να τους απελευθερώσει. Από εκεί, δέκα ημέρες πριν από την πυρπόληση της Βαστίλης από τους επαναστάτες, διαμετακομίστηκε με βασιλική εντολή στο άσυλο φρενοβλαβών του Σαραντόν, το οποίο διηύθυνε το τάγμα των Αδελφών του Ελέους. Σε αυτή την πρώτη μακρά περίοδο εγκλεισμού του ξεκίνησε τη συγγραφή των πλέον γνωστών έργων του όπως Ζυστίν, 120 μέρες στα Σόδομα, Διάλογος μεταξύ ιερέα και μελλοθανάτου κ.ά. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ απελευθερώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση στις 2 Απριλίου 1790 με την ακύρωση όλων των βασιλικών εντολών φυλάκισης υπό τη μορφή λετρ ντε κασέ. Η σύζυγός του αποσύρθηκε σε μοναστήρι, και αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή μαζί του. Τότε ξεκίνησε ο δεσμός του με την τριαντατριάχρονη πρώην ηθοποιό Μαρί-Κονστάνς Ρενέλ (μαντάμ Κενέ), την οποία είχε εγκαταλείψει ο άνδρας της Μπαλταζάρ Κενέ, αφήνοντάς της και την επιμέλεια του εξάχρονου γιου τους.

Στις 22 Οκτωβρίου 1790 ανέβηκε με επιτυχία στο Παρίσι το θεατρικό του έργο, Κόμης Οξτιέρν ή Οι δυστυχίες της ελευθεριότητας, μία κωμωδία τριών πράξεων στην οποία παρουσιάζονταν οι απολαύσεις του εγκλήματος, προκαλώντας όμως μεγάλες αντιδράσεις. Προηγουμένως ο Σαντ είχε κυκλοφορήσει ένα πολιτικό μανιφέστο και την επόμενη χρονιά δημοσιεύτηκε μία ανώνυμη έκδοση της Ζυστίν. Όπως και άλλοι Γάλλοι αριστοκράτες προσαρμόστηκε στη μετεπαναστατική κοινωνία και πολιτικοποιήθηκε εκλεγόμενος γραμματέας και αργότερα πρόεδρος και ειρηνοδίκης της περιφέρειας Πικ των Παρισίων (Section des Piques).

Εντούτοις, με την επανάσταση δημιουργήθηκαν καταστάσεις που ο μαρκήσιος δεν μπορούσε να συμμεριστεί. Προσποιήθηκε τον υποστηρικτή της εγκαθίδρυσης του ολοκληρωτικού σοσιαλισμού και της πλήρους κατάργησης της κυριότητας, όμως επέμεινε στη διατήρηση του οικογενειακού του κάστρου και της ιδιοκτησίας του. Η επιβολή του καθεστώτος της Τρομοκρατίας του Ροβεσπιέρου (1793—1794) και οι χιλιάδες εκτελέσεις που ακολούθησαν τον οδήγησαν να αποσυρθεί από την πολιτική κονίστρα αποτροπιασμένος. Αν και είχε χρησιμοποιήσει διάφορες μορφές βασανιστηρίων για να διεγείρει τα πάθη του, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τις μαζικές εκτελέσεις που πραγματοποιούνταν από τον νεοπαγή κρατικό μηχανισμό.

Στις 8 Δεκεμβρίου 1793 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης βάσει του Νόμου περί Υπόπτων για μία επιστολή που είχε γράψει προ διετίας στον δούκα Ντε Μπρισάκ, διοικητή της φρουράς του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, και φυλακίστηκε στις φυλακές Μαντελονέτ. Μεταφέρθηκε στη φυλακή Καρμηλιτισσών της οδού ντε Βοζιράρ και από εκεί στο Σεν-Λαζάρ. Καταδικάστηκε για δεύτερη φορά σε θάνατο, αλλά λόγω της γραφειοκρατίας διέφυγε τον αποκεφαλισμό στη γκιλοτίνα. Το 1795 δημοσίευσε το έργο του Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ, μία φιλοσοφική μελέτη συνδυασμένη με τη γνωστή ερωτική γραφή του ντε Σαντ, και μέσα στην επόμενη πενταετία κυκλοφόρησαν τα μυθιστορήματα Η Νέα Ζυστίν, Αλίν και Βαλκούρ και Η Ιστορία της Ζυλιέτ.

Στα 1799 αναγκάστηκε να εργαστεί σε ένα θέατρο των Βερσαλλιών κερδίζοντας ελάχιστα χρήματα και συντηρώντας παράλληλα το γιο της μαντάμ Κενέ, Κάρολο. Την ίδια χρονιά ανέβηκε, για δεύτερη φορά, στη Σοσιέτ Ντραματίκ των Βερσαλλιών το θεατρικό του Οξτιέρν. Ο ντε Σαντ αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα και για ένα διάστημα βρέθηκε να στεγάζεται σε πτωχοκομείο.

Αντιμέτωπος με το καθεστώς του Βοναπάρτη

Τον Ιούνιο του 1800 κυκλοφόρησε μία ανώνυμη μπροσούρα με τον τίτλο Ζολοέ, μέσω της οποίας ο συντάκτης της επιτίθονταν στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που είχε πρόσφατα αναλάβει την εξουσία, και στο περιβάλλον του. Οι υποψίες για τη συγγραφή της στράφηκαν στον μαρκήσιο παρότι σήμερα είναι πλέον επιβεβαιωμένο ότι δεν είχε καμία σχέση. Τον Οκτώβριο κυκλοφόρησε η τετράτομη συλλογή ιστοριών του Εγκλήματα από έρωτα, στην οποία επιτέθηκε με σφοδρότητα σε άρθρο του στη Ζουρνάλ ντε Παρί ο ακαδημαϊκός και κριτικός Αλεξάντρ-Λουί ντε Βιγιετέρκ, κατονομάζοντας συνάμα το Σαντ ως το συγγραφέα της Ζυστίν.

Η μακρά σειρά συλλήψεων του μαρκησίου ντε Σαντ ολοκληρώθηκε στις 6 Μαρτίου 1801 όταν, τυχαία ευρισκόμενος στο γραφείο του εκδότη του Νικολά Μασέ, συνελήφθη μαζί του έπειτα από έφοδο της αστυνομίας. Η έρευνα των αρχών αποκάλυψε χειρόγραφα και διορθώσεις του ντε Σαντ για τα έργα Νέα Ζυστίν και Ζυλιέτ. Κατά την ανάκριση ο Μασέ, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, παρέδωσε το χειρόγραφο της Ζυλιέτ. Ο Σαντ αναγνώρισε το χειρόγραφο αλλά υποστήριξε ότι αυτός δεν ήταν παρά ο αντιγραφέας του. Τον Απρίλιο αποφασίστηκε από το διευθυντή της παρισινής αστυνομίας Ντιμπουά και τον Υπουργό Ασφαλείας, τον περίφημο Ζοζέφ Φουσέ, η μη διεξαγωγή δίκης του μαρκησίου προκειμένου να αποφευχθεί μεγαλύτερο σκάνδαλο και ο εγκλεισμός του στη φυλακή πολιτικών κρατουμένων Σεντ-Πελαζί. Ως αιτιολογία προβλήθηκε η συγγραφή του «επαίσχυντου μυθιστορήματος Ζυστίν» και του «ακόμη φρικτότερου Ζυλιέτ».

Τα χρόνια στο Σαραντόν και το τέλος

Ο ντε Σαντ απηύθυνε από τη φυλακή επιστολή–έκκληση προς τον Υπουργό της Δικαιοσύνης, Αντρέ Ζοζέφ Αμπριάλ, στις 20 Μαΐου 1802, ζητώντας την απελευθέρωσή του ή την προσαγωγή του σε δίκη, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι ο συγγραφέας της Ζυστίν. Ακολούθησαν το 1803 οι δύο τελικές διαμετακομίσεις του, αρχικά στις φυλακές Μπισέτρ και κατόπιν αιτήματος της οικογένειάς του στο άσυλο Σαραντόν, όπου φρουρούνταν από έναν αστυνομικό και οι οικείοι του κατέβαλαν τρεις χιλιάδες φράγκα ετησίως ως τρόφιμη συνδρομή. Η Μαντάμ Κενέ τον ακολούθησε στο Σαραντόν λαμβάνοντας άδεια παραμονής σε κοντινό δωμάτιο. Ο φιλελεύθερος διευθυντής του ασύλου, αββάς Φρανσουά Σιμόν ντε Κουλμιέ, προμήθευε τον ντε Σαντ με γραφική ύλη και τον ενθάρρυνε στο ανέβασμα θεατρικών έργων ανοιχτών στο κοινό, με ηθοποιούς τους τροφίμους του ιδρύματος. Στο Σαραντόν εκτυλίχτηκε και η τελευταία ερωτική σχέση του Μαρκησίου με την εκεί ανήλικη εργαζόμενη Μαγκτελέν Λεκλέρκ, που εκτός από σεξουαλικό είχε και παιδαγωγικό χαρακτήρα, μιας και ο ηλικιωμένος πλέον πρώην ευγενής της δίδαξε γραφή και ανάγνωση.

Τον Ιούνιο του 1807 σε αστυνομικό έλεγχο στο κελί του ανακαλύφθηκε το δεκάτομο έργο Τα ταξίδια της Φλορμπέλ, που μόλις είχε ολοκληρώσει. Το έργο κατασχέθηκε και μετά το θάνατο του Μαρκησίου κάηκε από το γιο του, Ντονασιάν-Κλοντ-Αρμάν, όπως και πολλά άλλα ανέκδοτα χειρόγραφά του. Στις 9 Ιουνίου 1809 δολοφονήθηκε σε ενέδρα ο πρεσβύτερος γιος του Λουί-Μαρί, αξιωματικός του στρατού του Ναπολέοντα και στις 7 Ιουλίου του 1810 πέθανε η σύζυγός του Ρενέ-Πελαζί, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση από την πρώτη αποφυλάκισή του το 1790.

Υπό την προεδρία του Ναπολέοντα το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στα 1811 τη συνέχιση της κράτησης του ντε Σαντ στο Σαραντόν, απόφαση που ανανεώθηκε στα 1812, ενώ την επόμενη χρονιά απαγορεύτηκαν και οι θεατρικές παραστάσεις που ανέβαζε στο άσυλο. Το 1813 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα Κρυφή ιστορία της Ιζαμπέλ ντε Μπαβιέρ και δημοσίευσε ανώνυμα το βιβλίο Η μαρκησία της Γάγγης.

Ο ονοματοδότης του όρου σαδισμός πέθανε ενώ κοιμόταν στο άσυλο φρενοβλαβών Σαραντόν στις 2 Δεκεμβρίου 1814 σε ηλικία 74 ετών εγκαταλείποντας ένα έργο που θα επηρέαζε και θα μελετούνταν βαθιά από λογοτέχνες, ερευνητές και ψυχαναλυτές τους επόμενους δύο αιώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου