Εμβαθύνοντας στις δυνατότητες της νοητικής λειτουργίας ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε να μην οδηγηθεί στο ζήτημα της αφαιρετικής σκέψης είτε με την έννοια της καθαυτό μαθηματικής πράξης είτε με την έννοια της σκέψης που ξεπερνά τα όρια του υλικού κόσμου: «Όσο για τις λεγόμενες αφαιρέσεις, ο νους τις σκέφτεται όπως θα σκεφτόταν το σιμό· ως σιμό δε θα το σκεφτόταν χωριστά από τη σάρκα· ως κοίλο, όμως, αν κάποιος το σκεφτόταν στην εντελέχειά του, θα σκεφτόταν χωρίς τη σάρκα μέσα στην οποία βρίσκεται το κοίλο» (431b 12-15).
Ξεκαθαρίζοντας ότι με το σιμό ο Αριστοτέλης εννοεί την πεπλατυσμένη μύτη γίνεται σαφές ότι η λειτουργία της αφαίρεσης είναι η σκέψη που μπορεί να εμβαθύνει πέρα από τη συγκεκριμένη οπτική εικόνα που την προκαλεί. Η πεπλατυσμένη μύτη, ως κομμάτι της σάρκας, έχει καθαρά υλική υπόσταση, ενώ η έννοια του κοίλου αποτελεί σχήμα που υποκρύπτεται ακριβώς πέρα από την ύλη που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο.
Ο νους έχει τη δυνατότητα να φανταστεί σχήματα και εικόνες ξεπερνώντας τα οπτικά όρια που του δίνουν τα υλικά ερεθίσματα ή (ακόμη πιο σωστά) δημιουργώντας φαντασιακά έννοιες που σχηματοποιούν την ύλη, όταν δεν είναι πλήρως ορατή. Υπό αυτή την έννοια, ο νους είναι σε θέση να συμπληρώσει τα κομμάτια τη ύλης που δεν βλέπει γνωρίζοντας εκ των προτέρων τις έννοιες που τα αναπαριστούν: «Έτσι, όταν ο νους σκέφτεται τις αφαιρέσεις, σκέφτεται τις μαθηματικές έννοιες ως ξέχωρες από την ύλη, παρόλο που δεν είναι ξέχωρες από αυτή. Γενικά, ο νους, όταν ενεργεί, είναι τα ίδια τα αντικείμενά του» (431b 15-17).
Τα μαθηματικά αποτελούν κατεξοχήν παράδειγμα αφαιρετικής σκέψης, αφού ο νους ξεφεύγοντας πλήρως από τον υλικό κόσμο σχηματοποιεί έννοιες προκειμένου να επεξεργαστεί τις λογικές σχέσεις που μπορούν να προκύψουν. Έτσι, ο άνθρωπος κατορθώνει όχι μόνο να ερμηνεύει τα φαινόμενα της ύλης, αλλά και να επενεργεί επιφέροντας τα αποτελέσματα που ο ίδιος επιθυμεί καθοδηγώντας την (σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό) προς την κατεύθυνση που τον εξυπηρετεί. Η μαγεία της αποκωδικοποίησης του υλικού κόσμου που προϋποθέτει τον άυλο αποσχηματισμό του είναι η πεμπτουσία της λογικής, η οποία θα τεθεί ως μία από τις κύριες μορφές της ψυχικής λειτουργίας.
Η γνώση και η αίσθηση κατά τον Αριστοτέλη είναι οι δύο κεντρικοί πυλώνες της ψυχικής δράσης, που άλλοτε βρίσκονται σε κατάσταση δυνατότητας κι άλλοτε σε κατάσταση εντελέχειας-πραγμάτωσης: «Η γνώση, λοιπόν, και η αίσθηση διαιρούνται όπως τα αντικείμενά τους· η δυνάμει γνώση και η αίσθηση αντιστοιχεί στα πράγματα που βρίσκονται σε κατάσταση δυνατότητας, και η αίσθηση και η γνώση σε εντελέχεια στα πράγματα σε εντελέχεια. Η ικανότητα της ψυχής για αίσθηση και η ικανότητά της για γνώση, δυνάμει είναι τα αντικείμενά τους· από τα οποία το ένα είναι αντικείμενο της γνώσης και το άλλο αισθητό» (431b 24-28).
Και βέβαια, μέσα στην ψυχή και η γνώση και η αίσθηση δεν προέρχεται από τα ίδια τα πράγματα, αλλά από τις μορφές τους: «Δεν είναι τα ίδια τα πράγματα· γιατί μέσα στην ψυχή δε βρίσκεται η πέτρα, αλλά η μορφή της· ώστε η ψυχή είναι όπως το χέρι· γιατί το χέρι είναι το όργανο των οργάνων και ο νους η μορφή των μορφών και η αίσθηση η μορφή των αισθητών» (431b 29-30 και 432a 1-2).
Όπως το χέρι είναι το όργανο που θα κινήσει όλα τα εργαλεία («όργανο των οργάνων») που θα χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος, έτσι ο νους είναι η μορφή που θα γεννήσει και θα επεξεργαστεί όλες τις μορφές και η αίσθηση θα αποκωδικοποιήσει τις μορφές όλων των αισθητών. Η πνευματική υπόσταση κάθε πράγματος, ως ιδέα-μορφή του τίθεται αξεδιάλυτα με την ύλη του, χωρίς το ένα να αναιρεί ή να προηγείται ιεραρχικά του άλλου, σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η ύλη και το πνεύμα είναι τα δύο στοιχεία που αλληλοσυμπληρώνονται τρέφοντας τη νόηση κι αποκωδικοποιώντας τα φυσικά φαινόμενα: «Επειδή, όμως, όπως φαίνεται, κανένα πράγμα δεν υπάρχει ξέχωρα, πέρα από τα αισθητά μεγέθη, τα νοητά υπάρχουν μέσα στις αισθητές μορφές, τόσο οι λεγόμενες αφαιρέσεις, όσο και οι ποιότητες και τα πάθη των αισθητών. Και γι’ αυτό, κάποιος που δεν αισθάνεται τίποτα ούτε να μάθει μπορεί τίποτα ούτε να καταλάβει· κι όταν σκέφτεται κανείς, είναι ανάγκη να σκέφτεται μαζί κάποια εικόνα· γιατί οι εικόνες μοιάζουν με αισθήματα με τη διαφορά ότι δεν έχουν ύλη» (432a 2-10).
Το αξεδιάλυτο της ύλης και του πνεύματος γίνεται πλέον σαφές με όλους τους δυνατούς τρόπους. Η ανθρώπινη αντίληψη προϋποθέτει και τα δύο, αφού οι αισθήσεις θα αποκωδικοποιήσουν όλες τις υλικές προσλαμβάνουσες και ο νους θα τις ταξινομήσει και θα τις επεξεργαστεί αποκαλύπτοντας τον τρόπο που λειτουργούν. Ο άνθρωπος που δεν αισθάνεται αδυνατεί και να σκεφτεί, καθώς ο νους δεν τρέφεται με τα αναγκαία ερεθίσματα της ύλης, ώστε να τα μετουσιώσει πνευματικά.
Ακόμη και ο τρόπος της ανθρώπινης σκέψης καταδεικνύει το αδιάσπαστο της υλικής υπόστασής της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άνθρωπος σκέφτεται με εικόνες, αφού οι εικόνες είναι η αναπαράσταση της ύλης που θα γεννήσει τη σκέψη. Ο άυλος μηχανισμός της σκέψης γεννιέται και τρέφεται από την ύλη, η οποία καθορίζει ακόμη και τον τρόπο της λειτουργίας του.
Είναι ο ίδιος τρόπος σκέψης που καθιστά την ψυχή αναπόσπαστο κομμάτι του σώματος αποδίδοντας με τρόπο καθοριστικό την υλιστική εκδοχή της. Όπως η άυλη ψυχή είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς το υλικό σώμα, έτσι και η άυλη σκέψη είναι αδύνατο να εκδηλωθεί χωρίς την ύλη που θα την τροφοδοτήσει.
Από αυτή την άποψη, η ψυχή δεν είναι παρά η κίνηση του άυλου πάνω στον κόσμο της ύλης: «Πρέπει, όμως, να εξετάσουμε ποιο μέρος της ψυχής προκαλεί την κίνηση· αν, δηλαδή, πρόκειται για ένα μέρος της που υπάρχει ξέχωρα είτε ως μέγεθος είτε λογικά, ή αν είναι ολόκληρη η ψυχή. Κι αν πρόκειται για ένα της μέρος, αν είναι κάποιο ιδιαίτερο, πέρα από εκείνα που μιλούν συνήθως, και εκείνα που αναφέραμε εμείς ή είναι ένα από αυτά» (432a 19-22).
Η φράση «είτε ως μέγεθος είτε λογικά» επεξηγείται ως «είτε στην πραγματικότητα είτε μόνο στη σκέψη». Το κατά πόσο, δηλαδή, η ψυχή πρέπει να εκληφθεί ως φυσικό, απτό μέγεθος ή άυλη εκδοχή των σωματικών λειτουργιών που συλλαμβάνεται μονάχα με τη σκέψη αποτελεί για τον Αριστοτέλη πεδίο διερεύνησης.
Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν δυσκολίες στον τρόπο που θα έπρεπε να διαιρεθεί η ψυχή αναφορικά με την πολλαπλότητα των λειτουργιών της: «Αμέσως, όμως, ανακύπτει μια δυσκολία: με ποια έννοια πρέπει να μιλούμε για μέρη της ψυχής και πόσα είναι αυτά. Γιατί, κατά κάποιον τρόπο, φαίνονται άπειρα και δεν υπάρχουν μόνο όσα αναφέρουν κάποιοι διακρίνοντας ένα λογιστικό, ένα θυμικό και ένα επιθυμητικό μέρος, ενώ άλλοι εκείνο που έχει λόγο και άλογο» (432a 22-26).
Επί της ουσίας, ο Αριστοτέλης διαφωνεί ως προς το θέμα με όλο τον αρχαιοελληνικό φιλοσοφικό κόσμο, αφού ο διαχωρισμός της ψυχής μόνο σε λόγο και άλογο (που αφορά το σύνολο σχεδόν των φιλοσόφων, από τους προσωκρατικούς ως τους μεταγενέστερους) του φαίνεται εξαιρετικά ελλιπής, ενώ ο πιο σύνθετος διαχωρισμός που θέλει το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό μέρος (αυτός είναι ο διαχωρισμός του Πλάτωνα) επίσης φτωχός. Είναι προφανές ότι για τον Αριστοτέλη η ψυχή πρέπει να διαχωριστεί πιο επισταμένα λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους των λειτουργιών που καλείται να φέρει σε πέρας.
Σχετικά με τον πλατωνικό διαχωρισμό της ψυχής αναφέρει: «η ατομική ψυχή (στον Πλάτωνα ο όρος ψυχή δηλώνει και τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα, ακόμη και τον νου), είναι αρμονική. Το κατώτερο μέρος (κίνητρο, τάση) της, το αλόγιστον ή επιθυμητικόν, που επιδιώκει την εκπλήρωση των βασικών αναγκών (φαγητό, ποτό, έρωτας) και γι’ αυτόν τον λόγο είναι φιλοχρήματο και φιλοκερδές, τιθασεύεται από το θυμοειδές. Και τα δύο μαζί υπακούουν στο ανώτερο στοιχείο, το λογιστικόν, που ηγεμονεύει. Κάθε άνθρωπος, λοιπόν, είναι δίκαιος, εφόσον τα τρία στοιχεία (νους, καρδιά, επιθυμίες) που συναπαρτίζουν την προσωπικότητά του βρίσκονται σε αρμονική συμβίωση. Αν τα άλλα στοιχεία υφαρπάξουν την εξουσία του λογιστικού, τότε επέρχεται η σύγχυση και η καταστροφή».
Ο Αριστοτέλης δεν αρκείται σε αυτό το διαχωρισμό, καθώς δε συμπεριλαμβάνει ούτε το ρόλο των αισθήσεων ούτε την παράμετρο της φαντασίας και ταυτόχρονα δεν είναι πλήρως κατατοπιστικός σε σχέση με τις ιδιότητες που πρέπει να ενταχθούν στο λόγον έχον ή το άλογο μέρος της ψυχής. Η ανεπάρκεια όλων των γνωστών διαχωρισμών κρίνεται δεδομένη σε σχέση με την πληρότητα των λειτουργιών της ψυχής που ο ίδιος έχει αποδώσει: «σύμφωνα με τις διαφορές με βάση τις οποίες διακρίνουν αυτά τα μέρη θα εμφανιστούν κι άλλα μέρη, που θα έχουν μεταξύ τους μεγαλύτερη διαφορά από εκείνα» (432a 27-28).
Ο ίδιος θα αναφέρει ενδεικτικά: «και είναι το θρεπτικό, που υπάρχει και στα φυτά και σε όλα τα ζώα, και το αισθητικό, το οποίο δε θα το όριζε κανείς εύκολα ούτε ως άλογο ούτε ως λογικό. Και, ακόμη, το μέρος της φαντασίας, το οποίο από την άποψη της ουσίας είναι διαφορετικό από όλα τα άλλα, αλλά είναι πολύ δύσκολο να πούμε με ποιο από αυτά είναι ίδιο ή διαφορετικό, αν κανείς υποθέσει ότι τα μέρη της ψυχής είναι χωριστά μεταξύ τους» (432a 29-31 και 432b 1-3).
Και το πράγμα δε σταματάει εδώ: «Κοντά σε αυτά υπάρχει το επιθυμητικό μέρος, το οποίο και λογικά και ως δυνατότητα θα φαινόταν πως είναι διαφορετικό από τα άλλα. Και βεβαίως θα ήταν άτοπο να χωρίσει κανείς αυτό το μέρος της ψυχής από τα άλλα· γιατί και στο λογιστικό μέρος υπάρχει βούληση και στο άλογο έχουμε την επιθυμία και την παρόρμηση· κι αν χωρίσει κανείς την ψυχή σε τρία μέρη, η επιθυμία θα υπάρχει στο καθένα από αυτά» (432b 3-8).
Ο Αριστοτέλης πλησιάζει στην τελική διαίρεση της ψυχής που θα περιλαμβάνει όλες τις ιδιότητές της. Και βέβαια η επιθυμία, είτε με την έννοια της άλογης παρόρμησης για τροφή ή αναπαραγωγή είτε με την έννοια της έλλογης βούλησης (προαίρεσης) είναι αδύνατο να λείπει από οποιοδήποτε μέρος της.
Θα βρούμε την τελική αριστοτελική διαίρεση της ψυχής ως εξής: «Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο Αριστοτέλης, αποτελείται κατ’ αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον έχον μέρος και από το άλογον (με δική μας διατύπωση: ο άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους:
α) με βάση τη λογική του,
β) με τρόπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το λογικό του).
Η αρχική όμως αυτή διμερής “διαίρεση” κατέληξε σε μια τριμερή “διαίρεση”, αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά
α) ένα καθαρά άλογον μέρος της ψυχής,
β) ένα καθαρά λόγον έχον μέρος της και
γ) ένα μέρος που μετέχει και του αλόγου και του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής.
Το πρώτο, είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου οργανισμού και άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή· το τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε επιθυμητικόν) έχει σχέση με τις αρετές που περιγράφουν το χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά απόλυτα και καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας αρετές (με τη σοφία λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές».
Με άλλα λόγια, πέρα από το άλογον και το λόγον έχον μέρος της ψυχής υπάρχει ακόμη ένα, το επιθυμητικόν που είναι και λόγον έχον και άλογον. Σχετίζεται με τις ηθικές αρετές που, ενώ βασίζονται στη λογική, οφείλουν να διαμορφωθούν λαμβάνοντας υπόψη και τις άλογες παρορμήσεις της ψυχής που πρέπει να τιθασευτούν, αλλά όχι να ακυρωθούν, εκπληρώνοντας το δρόμο της μεσότητας.
Κι αυτή είναι ακόμη μια ιδιότητα της ψυχής που συνδυάζοντας τις άλογες βιολογικές ανάγκες με τις επιταγές της λογικής είναι σε θέση να βρει και να ακολουθήσει τη μεσότητα προκειμένου να εξασφαλιστεί η ευτυχία. Η πραγμάτωση της αρετής που θα ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες αποφεύγοντας κάθε υπερβολή αφορά, επίσης, την ψυχή που θα εξισορροπήσει τις καταστάσεις.
Το επιθυμητικόν μέρος είναι σε θέση να μεριμνήσει γι’ αυτό. Όμως, μια τέτοια ισορροπία δεν κρίνεται δεδομένη από θέση αρχής. Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνιστεί γι’ αυτό. Με το σωστό εθισμό, τη λογική και το μέτρο θα καταφέρει να κατακτήσει την ηθική αρετή, που τίθεται ως ψυχική ισορροπία, εξασφαλίζοντας την ευτυχία πρωτίστως στον εαυτό του.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι κακίες τίθενται ως ψυχικές ανισορροπίες που ακυρώνουν την εκδοχή της μεσότητας. Κι αυτή ακριβώς είναι η ύψιστη αποστολή του ανθρώπου για την εκπλήρωση της οποίας ο ίδιος είναι υπεύθυνος: η καλλιέργεια της ψυχής και η εξάλειψη των παθών που θα υπονομεύσουν την ευδαιμονία. Από την εκπλήρωση ή όχι αυτού εξαρτάται η ευτυχία τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου