Καθ’ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Ἱστορίας καὶ μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος οἱ γυναῖκες γεννοῦσαν τὰ παιδιά τους στὶς οἰκίες τους καὶ ὄχι σὲ μαιευτήρια-νοσοκομεῖα, ὅπως γίνεται στὴν ἐποχή μας.
Ἡ σύλληψη, ἡ κατασκευὴ καὶ ἡ λειτουργικότητα τῶν ἀρχαίων οἰκιῶν ἦταν ἐμπνευσμένες ἀπ’τὸ οὐράνιο στερέωμα. Οἱ οἰκίες ἀποτελοῦσαν μία συμβολικὴ μικρογραφία τοῦ σύμπαντος ἢ τὸν ναὸ τῆς κάθε οἰκογενείας. Ὁ βωμὸς τοῦ πυρὸς ἦταν ἡ ἑστία, τὸ τζάκι καὶ βρισκόταν γιὰ συμβολικοὺς ἀλλὰ καὶ λειτουργικοὺς λόγους στὸ κέντρο τῆς οἰκίας (ὅπως ὁ ἥλιος στὸ κέντρο τοῦ ἡλιακοῦ συστήματος). Ἡ Ἑστία ἦταν κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοση ἡ θεὰ τῆς φωτιᾶς, ποὺ γύρω της συγκεντρώνονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι θεοὶ καὶ ὅλα τὰ οὐράνια σώματα τοῦ ἡλιακοῦ συστήματος. Τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν μαζεύονταν γύρω ἀπὸ τὴν ἑστία-πῦρ (ὅπως οἱ πλανῆτες γύρω ἀπ’τὸν ἥλιο), γιὰ νὰ μαγειρέψουν, νὰ ζεσταθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν μεταξύ τους. Γύρω ἀπ’τὴν ἑστία τῆς οἰκίας γίνονταν ὅλες οἱ οἰκογενειακὲς ἑορτὲς καὶ τὰ συμπόσια, ὅπως καὶ τὰ Ἀμφιδρόμια. Ἡ μητέρα-ἱέρεια ἄναβε καὶ διατηροῦσε τὸ πῦρ τῆς οἰκίας, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἑστιάδες ἱέρειες τῆς Ἀλεξανδρινῆς καὶ Ρωμαϊκῆς ἐποχῆς στοὺς ναοὺς τῆς θεᾶς Ἑστίας. Ἡ ἑορτὴ τῶν Ἀμφιδρομίων ἦταν χωρισμένη σὲ δύο μέρη. Πρῶτα γινόταν ἡ τελετὴ καθαρμοῦ τοῦ βρέφους, διότι θεωροῦσαν ὅτι ἡ γέννηση καὶ ὁ θάνατος συνδέονταν μὲ ἐνεργειακὲς μιασματικὲς καταστάσεις. Ἀκολουθοῦσε ἡ τελετὴ τῆς ὀνοματοδοσίας καὶ τέλος τὸ συμπόσιο. Οἱ γονεῖς κρεμοῦσαν στὶς ἐξώπορτες τῶν οἰκιῶν τους στεφάνι ἀπὸ κλαδιὰ ἐλιᾶς (σύμβολο ἀνδρείας), ἂν τὸ βρέφος ἦταν ἀρσενικὸ καὶ ἐσάρπα ἀπὸ μαλλὶ (σύμβολο προκοπῆς καὶ ὡριμότητος), ἂν ἦταν θηλυκό.
Μετὰ ἀπ’τὴν καθάρσια τελετὴ ἀκολουθοῦσε ἡ ἑορτὴ τῆς ὀνοματοδοσίας, ποὺ εἶχε σκοπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ βρέφους ἀπ’τὸν πατέρα ὡς γνήσιου τέκνου του καὶ τὸ καλωσόρισμά του στὴν οἰκογένεια. Ἡ ἑορτὴ γινόταν παρουσίᾳ τῶν ἀγαπημένων φίλων καὶ συγγενῶν τῆς οἰκογενείας καὶ ξεκινοῦσε μὲ θυσία ζῴου πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς τοῦ τοκετοῦ Εἰλειθυίας. Στὴν «Ἠλέκτρα» τοῦ Εὐριπίδη (στ. 1124-1125) ἡ Ἠλέκτρα λέει στὴν μητέρα της: «Ἀφοῦ ἔμαθες γιὰ τὴν γέννα μου, τότε κάνε τὴν θυσία γιὰ χάρη μου.» Κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ἑορτῆς ὁ πατέρας, ἡ μητέρα,ἢ κάποια φίλη ἔπαιρνε τὸ παιδὶ στὰ χέρια καὶ τὸ περιέφερε γύρω ἀπ’τὴν φωτιά, γιὰ νὰ τὸ ἐντάξῃ στὴν προγονικὴ ἑστία.Ἐκείνη τὴν στιγμὴ δινόταν καὶ τὸ ὄνομα, ἐνῷ οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς ἔδιδαν τὰ «γενέθλια δῶρα», ποὺ εἶχαν φέρει γιὰ τὸ βρέφος.
Ὁ πλοῦτος τῶν ἀρχαιοελληνικῶν ὀνομάτων
Κατὰ τὴν παράδοση τὰ ὀνόματα τῶν νεογέννητων δίνονταν ἀπ’τοὺς παπποῦδες καὶ τὶς γιαγιάδες σὲ ἀγόρια καὶ κορίτσια ἀντιστοίχως. «Ἔχει τὴν ἀξίωση σὰν μεγαλύτερος υἱὸς νὰ φέρῃ τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ του ἀπὸ πατέρα.» (Δημοσθένης, «Πρὸς Βοιωτόν,περὶ τοῦ ὀνόματος» στ.27.) Κάποιοι γονεῖς προτιμοῦσαν τὰ δικά τους ὀνόματα ἢ ὀνόματα συγγενῶν τους. Ἄλλοι γονεῖς ἔδιναν ὀνόματα στὰ παιδιά τους σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ νηπίου, τὴν ἐργασία ἢ τὴν σπουδὴ ποὺ τὰ προώριζαν. Ὁ πατέρας τοῦ τυράννου τῆς Κορίνθου Περιάνδρου ὠνομάστηκε Κύψελος, διότι ἡ μητέρα του τὸν ἔκρυψε σὲ μία κυψέλη, γιὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ βέβαιο θάνατο λόγῳ δυσοίωνου χρησμοῦ. Ὁ Ἀριστοφάνης στὶς «Νεφέλες» (60-65) μᾶς λέει γιὰ τὴν περίπτωση ἑνὸς παιδιοῦ, ποὺ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα καὶ τῶν δύο γονιῶν μαζί: «Ὅταν γεννήθηκε ἐτοῦτος, διαφωνούσαμε ἡ μητέρα σου κι ἐγώ, πῶς νὰ τὸν ὀνομάσουμε. Ἐκείνη ἤθελε κάποιο ὄνομα, ποὺ εἶχε μέσα τὸ “ἵππος”: Ὅπως Ξάνθιππο, Καλλιππίδη, Χάριππο· ἐγὼ ὅμως ἤθελα τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ μου Φειδωνίδη. Τελικὰ συμφωνήσαμε καὶ ἑνώσαμε τὰ δύο ὀνόματα κα βγάλαμε τὸν υἱό μας Φειδιππίδη.»
Ἡ ποικιλία τῶν ἑλληνικῶν ὀνομάτων ἦταν πραγματικὰ ἀτελείωτη. Ὀνόματα βγαλμένα μέσα ἀπ’τὴν Κλασικὴ Φιλοσοφία, ποὺ πρέσβευαν μεγάλες ἀξίες καὶ ἀρετές, ὅπως Ἀριστίων, Σωφρονίσκος, Ἐμπεδοκλῆς, Πανάρετος, ὀνόματα θεῶν, θεαινῶν, νυμφῶν, νηρηίδων, σατύρων καὶ ἄλλων μυθικῶν ὄντων, ὀνόματα ἐμπνευσμένα ἀπ’τὴν Φύση κ.ἄ.
Πολλοὶ εἶχαν ὀνόματα ζῴων, ὅπως ὁ Διογένης ὁ Κυνικός, διότι ζοῦσε ὡς κύνας, ὁ νομοθέτης Δράκων, ὁ μυθικὸς βασιλιᾶς τῶν Ἀρκάδων Λυκάων, ἐνῷ ἄλλοι εἶχαν ὀνόματα πουλιῶν, ὅπως ὁ φιλόσοφος Ἀέτιος καὶ οἱ Ἱέραξ, Πέρδιξ, Κόραξ, Χελιδώνιος, ποὺ ἀναφέρονται στίς «Ὄρνιθες» τοῦ Ἀριστοφάνη. Ἐπίσης ὑπῆρχαν κι ὀνόματα παράξενα, λόγῳ τοῦ φόβου ποὺ ἐμπνέουν, ὅπως Κονιορτός, Κυδοιμός, Καπνός, ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκιανὸς στὸ «Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι».
Κατὰ τὴν Ὁμηρικὴ περίοδο οἱ παπποῦδες ἀποφάσιζαν, ποιὸ ὄνομα θὰ ἔδιναν στὸ παιδί, ὅπως ὁ Αὐτόλυκος, ὁ πεθερὸς τοῦ Λαέρτη, ἔδωσε τὸ ὄνομα στὸν Ὀδυσσέα: «Ὁ Αὐτόλυκος ἐλθὼν στῆς Ἰθάκης τὸν εὔφορο δῆμο, βρῆκε τὸ παιδὶ τὸ νεογέννητο τῆς θυγατρός του. Ἡ Εὐρύκλεια τὸ ἔθεσε στὰ προσφιλῆ του γόνατα, σὰν ἔπαυσε νὰ τρώῃ καὶ τοῦ εἶπε ὀνομάζοντάς τον:“Αὐτόλυκε, ἐσὺ τώρα τ’ὄνομα νὰ τοῦ βρῇς, ὅποιο θέσῃς στοῦ παιδιοῦ σου τ’ἀγαπημένο παιδί, πολυπόθητό σου εἶναι.” Σ’αὐτὴν ὁ Αὐτόλυκος ἀπήντησε καὶ εἶπε: “Γαμβρέ μου καὶ θυγατέρα, θέσατε ὄνομα, ὅποιο σᾶς εἴπω. Διότι σὲ πολλοὺς ἐγώ, ἀφοῦ ἔγινα μισητός, ἔφθασα ἐδῶ, σὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες πάνω στὴν πολυτρόφαγῆ, γι’αὐτὸ Ὀδυσσεὺς ἂς εἶναι τ’ὄνομά του.» («Ὀδύσσεια», στ.399-409.)
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν εἶχαν ἐπώνυμα, δηλαδὴ οἰκογενειακὰ ὀνόματα, ἁπλῶς κρατοῦσαν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρατους ὡς δεύτερο π.χ. Σωκράτης Σωφρονίσκου, Ἀλέξανδρος Φιλίππου. Σὲ μεγαλύτερη ἡλικία ἀρκετοὶ ἔπαιρναν κι ἄλλο ὄνομα, ποὺ βασιζόταν στὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἔφερε ὁ κάθε ἄνθρωπος καὶ πολλὲς φορὲς ἐπικρατοῦσε τοῦ ἀρχικοῦ π.χ. ὁ Πλάτων, ἂν καὶ ὠνομαζόταν Ἀριστοκλῆς, πῆρε τὸ ὄνομα Πλάτων ἀπ’τὸν γυμναστή του Ἀρίστωνα, ποὺ τὸν ὠνόμασε ἔτσι, διότι εἶχε πλατὺ στέρνο καὶ ρωμαλέα ἐμφάνιση. Βεβαίως τὸ ὄνομα αὐτὸ ταίριαξε καὶ μὲ τὴν εὐρύτητα τῶν γνώσεών του.
Στὸν «Κρατύλο ἢ Περὶ ὀρθότητος ὀνομάτων» ὁ Πλάτων μέσῳ τοῦ διαλόγου τοῦ Σωκράτη μὲ τὸν Κρατύλο μᾶς ἐξηγεῖ, ὅτι τὰ ὀνόματα τῆς ἐποχῆς ἀκολουθοῦσαν δύο τάσεις: Τὴν Ἡρακλείτεια θεωρία περὶ κινήσεως καὶ μεταβολῆς, ποὺ δηλώνει τὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας ἀλλὰ καὶ τῶν ὀνομάτων ἀφ’ ἑνὸς καὶ τὴν ἀκινητότητα καὶ σταθερότητα τῆς γλώσσας καὶ τῶν ἀρχικῶν ὀνομάτων ἀφ’ἑτέρου μὲ βάση τὴν θεωρία τῶν Ἐλεατῶν. Κατὰ τὴν Κλασικὴ ἐποχὴ ἡ σπουδαιότητα τῶν ὀνομάτων καὶ ἡ σωστὴ ὀνοματοδοσία ἦταν πολὺ σημαντικὴ ὑπόθεση: «Κατὰ πᾶσα πιθανότητα, Ἑρμογένη, ὁ καθορισμὸς ἑνὸς ὀνόματος δὲν εἶναι ἀμελητέα ὑπόθεσις οὔτε ἔργο ἀσήμαντων ἀνθρώπων ἢ τῶν πρώτων τυχόντων.» («Κρατύλος»390e.) Ὁ Σωκράτης μᾶς λέει, ὅτι οἱ δημιουργοὶ τῶν πρώτων ὀνομάτων ἦταν νομοθέτες.
Ἡ σύλληψη, ἡ κατασκευὴ καὶ ἡ λειτουργικότητα τῶν ἀρχαίων οἰκιῶν ἦταν ἐμπνευσμένες ἀπ’τὸ οὐράνιο στερέωμα. Οἱ οἰκίες ἀποτελοῦσαν μία συμβολικὴ μικρογραφία τοῦ σύμπαντος ἢ τὸν ναὸ τῆς κάθε οἰκογενείας. Ὁ βωμὸς τοῦ πυρὸς ἦταν ἡ ἑστία, τὸ τζάκι καὶ βρισκόταν γιὰ συμβολικοὺς ἀλλὰ καὶ λειτουργικοὺς λόγους στὸ κέντρο τῆς οἰκίας (ὅπως ὁ ἥλιος στὸ κέντρο τοῦ ἡλιακοῦ συστήματος). Ἡ Ἑστία ἦταν κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοση ἡ θεὰ τῆς φωτιᾶς, ποὺ γύρω της συγκεντρώνονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι θεοὶ καὶ ὅλα τὰ οὐράνια σώματα τοῦ ἡλιακοῦ συστήματος. Τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν μαζεύονταν γύρω ἀπὸ τὴν ἑστία-πῦρ (ὅπως οἱ πλανῆτες γύρω ἀπ’τὸν ἥλιο), γιὰ νὰ μαγειρέψουν, νὰ ζεσταθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν μεταξύ τους. Γύρω ἀπ’τὴν ἑστία τῆς οἰκίας γίνονταν ὅλες οἱ οἰκογενειακὲς ἑορτὲς καὶ τὰ συμπόσια, ὅπως καὶ τὰ Ἀμφιδρόμια. Ἡ μητέρα-ἱέρεια ἄναβε καὶ διατηροῦσε τὸ πῦρ τῆς οἰκίας, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἑστιάδες ἱέρειες τῆς Ἀλεξανδρινῆς καὶ Ρωμαϊκῆς ἐποχῆς στοὺς ναοὺς τῆς θεᾶς Ἑστίας. Ἡ ἑορτὴ τῶν Ἀμφιδρομίων ἦταν χωρισμένη σὲ δύο μέρη. Πρῶτα γινόταν ἡ τελετὴ καθαρμοῦ τοῦ βρέφους, διότι θεωροῦσαν ὅτι ἡ γέννηση καὶ ὁ θάνατος συνδέονταν μὲ ἐνεργειακὲς μιασματικὲς καταστάσεις. Ἀκολουθοῦσε ἡ τελετὴ τῆς ὀνοματοδοσίας καὶ τέλος τὸ συμπόσιο. Οἱ γονεῖς κρεμοῦσαν στὶς ἐξώπορτες τῶν οἰκιῶν τους στεφάνι ἀπὸ κλαδιὰ ἐλιᾶς (σύμβολο ἀνδρείας), ἂν τὸ βρέφος ἦταν ἀρσενικὸ καὶ ἐσάρπα ἀπὸ μαλλὶ (σύμβολο προκοπῆς καὶ ὡριμότητος), ἂν ἦταν θηλυκό.
Μετὰ ἀπ’τὴν καθάρσια τελετὴ ἀκολουθοῦσε ἡ ἑορτὴ τῆς ὀνοματοδοσίας, ποὺ εἶχε σκοπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ βρέφους ἀπ’τὸν πατέρα ὡς γνήσιου τέκνου του καὶ τὸ καλωσόρισμά του στὴν οἰκογένεια. Ἡ ἑορτὴ γινόταν παρουσίᾳ τῶν ἀγαπημένων φίλων καὶ συγγενῶν τῆς οἰκογενείας καὶ ξεκινοῦσε μὲ θυσία ζῴου πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς τοῦ τοκετοῦ Εἰλειθυίας. Στὴν «Ἠλέκτρα» τοῦ Εὐριπίδη (στ. 1124-1125) ἡ Ἠλέκτρα λέει στὴν μητέρα της: «Ἀφοῦ ἔμαθες γιὰ τὴν γέννα μου, τότε κάνε τὴν θυσία γιὰ χάρη μου.» Κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ἑορτῆς ὁ πατέρας, ἡ μητέρα,ἢ κάποια φίλη ἔπαιρνε τὸ παιδὶ στὰ χέρια καὶ τὸ περιέφερε γύρω ἀπ’τὴν φωτιά, γιὰ νὰ τὸ ἐντάξῃ στὴν προγονικὴ ἑστία.Ἐκείνη τὴν στιγμὴ δινόταν καὶ τὸ ὄνομα, ἐνῷ οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς ἔδιδαν τὰ «γενέθλια δῶρα», ποὺ εἶχαν φέρει γιὰ τὸ βρέφος.
Ὁ πλοῦτος τῶν ἀρχαιοελληνικῶν ὀνομάτων
Κατὰ τὴν παράδοση τὰ ὀνόματα τῶν νεογέννητων δίνονταν ἀπ’τοὺς παπποῦδες καὶ τὶς γιαγιάδες σὲ ἀγόρια καὶ κορίτσια ἀντιστοίχως. «Ἔχει τὴν ἀξίωση σὰν μεγαλύτερος υἱὸς νὰ φέρῃ τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ του ἀπὸ πατέρα.» (Δημοσθένης, «Πρὸς Βοιωτόν,περὶ τοῦ ὀνόματος» στ.27.) Κάποιοι γονεῖς προτιμοῦσαν τὰ δικά τους ὀνόματα ἢ ὀνόματα συγγενῶν τους. Ἄλλοι γονεῖς ἔδιναν ὀνόματα στὰ παιδιά τους σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ νηπίου, τὴν ἐργασία ἢ τὴν σπουδὴ ποὺ τὰ προώριζαν. Ὁ πατέρας τοῦ τυράννου τῆς Κορίνθου Περιάνδρου ὠνομάστηκε Κύψελος, διότι ἡ μητέρα του τὸν ἔκρυψε σὲ μία κυψέλη, γιὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ βέβαιο θάνατο λόγῳ δυσοίωνου χρησμοῦ. Ὁ Ἀριστοφάνης στὶς «Νεφέλες» (60-65) μᾶς λέει γιὰ τὴν περίπτωση ἑνὸς παιδιοῦ, ποὺ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα καὶ τῶν δύο γονιῶν μαζί: «Ὅταν γεννήθηκε ἐτοῦτος, διαφωνούσαμε ἡ μητέρα σου κι ἐγώ, πῶς νὰ τὸν ὀνομάσουμε. Ἐκείνη ἤθελε κάποιο ὄνομα, ποὺ εἶχε μέσα τὸ “ἵππος”: Ὅπως Ξάνθιππο, Καλλιππίδη, Χάριππο· ἐγὼ ὅμως ἤθελα τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ μου Φειδωνίδη. Τελικὰ συμφωνήσαμε καὶ ἑνώσαμε τὰ δύο ὀνόματα κα βγάλαμε τὸν υἱό μας Φειδιππίδη.»
Ἡ ποικιλία τῶν ἑλληνικῶν ὀνομάτων ἦταν πραγματικὰ ἀτελείωτη. Ὀνόματα βγαλμένα μέσα ἀπ’τὴν Κλασικὴ Φιλοσοφία, ποὺ πρέσβευαν μεγάλες ἀξίες καὶ ἀρετές, ὅπως Ἀριστίων, Σωφρονίσκος, Ἐμπεδοκλῆς, Πανάρετος, ὀνόματα θεῶν, θεαινῶν, νυμφῶν, νηρηίδων, σατύρων καὶ ἄλλων μυθικῶν ὄντων, ὀνόματα ἐμπνευσμένα ἀπ’τὴν Φύση κ.ἄ.
Πολλοὶ εἶχαν ὀνόματα ζῴων, ὅπως ὁ Διογένης ὁ Κυνικός, διότι ζοῦσε ὡς κύνας, ὁ νομοθέτης Δράκων, ὁ μυθικὸς βασιλιᾶς τῶν Ἀρκάδων Λυκάων, ἐνῷ ἄλλοι εἶχαν ὀνόματα πουλιῶν, ὅπως ὁ φιλόσοφος Ἀέτιος καὶ οἱ Ἱέραξ, Πέρδιξ, Κόραξ, Χελιδώνιος, ποὺ ἀναφέρονται στίς «Ὄρνιθες» τοῦ Ἀριστοφάνη. Ἐπίσης ὑπῆρχαν κι ὀνόματα παράξενα, λόγῳ τοῦ φόβου ποὺ ἐμπνέουν, ὅπως Κονιορτός, Κυδοιμός, Καπνός, ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκιανὸς στὸ «Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι».
Κατὰ τὴν Ὁμηρικὴ περίοδο οἱ παπποῦδες ἀποφάσιζαν, ποιὸ ὄνομα θὰ ἔδιναν στὸ παιδί, ὅπως ὁ Αὐτόλυκος, ὁ πεθερὸς τοῦ Λαέρτη, ἔδωσε τὸ ὄνομα στὸν Ὀδυσσέα: «Ὁ Αὐτόλυκος ἐλθὼν στῆς Ἰθάκης τὸν εὔφορο δῆμο, βρῆκε τὸ παιδὶ τὸ νεογέννητο τῆς θυγατρός του. Ἡ Εὐρύκλεια τὸ ἔθεσε στὰ προσφιλῆ του γόνατα, σὰν ἔπαυσε νὰ τρώῃ καὶ τοῦ εἶπε ὀνομάζοντάς τον:“Αὐτόλυκε, ἐσὺ τώρα τ’ὄνομα νὰ τοῦ βρῇς, ὅποιο θέσῃς στοῦ παιδιοῦ σου τ’ἀγαπημένο παιδί, πολυπόθητό σου εἶναι.” Σ’αὐτὴν ὁ Αὐτόλυκος ἀπήντησε καὶ εἶπε: “Γαμβρέ μου καὶ θυγατέρα, θέσατε ὄνομα, ὅποιο σᾶς εἴπω. Διότι σὲ πολλοὺς ἐγώ, ἀφοῦ ἔγινα μισητός, ἔφθασα ἐδῶ, σὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες πάνω στὴν πολυτρόφαγῆ, γι’αὐτὸ Ὀδυσσεὺς ἂς εἶναι τ’ὄνομά του.» («Ὀδύσσεια», στ.399-409.)
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν εἶχαν ἐπώνυμα, δηλαδὴ οἰκογενειακὰ ὀνόματα, ἁπλῶς κρατοῦσαν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρατους ὡς δεύτερο π.χ. Σωκράτης Σωφρονίσκου, Ἀλέξανδρος Φιλίππου. Σὲ μεγαλύτερη ἡλικία ἀρκετοὶ ἔπαιρναν κι ἄλλο ὄνομα, ποὺ βασιζόταν στὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἔφερε ὁ κάθε ἄνθρωπος καὶ πολλὲς φορὲς ἐπικρατοῦσε τοῦ ἀρχικοῦ π.χ. ὁ Πλάτων, ἂν καὶ ὠνομαζόταν Ἀριστοκλῆς, πῆρε τὸ ὄνομα Πλάτων ἀπ’τὸν γυμναστή του Ἀρίστωνα, ποὺ τὸν ὠνόμασε ἔτσι, διότι εἶχε πλατὺ στέρνο καὶ ρωμαλέα ἐμφάνιση. Βεβαίως τὸ ὄνομα αὐτὸ ταίριαξε καὶ μὲ τὴν εὐρύτητα τῶν γνώσεών του.
Στὸν «Κρατύλο ἢ Περὶ ὀρθότητος ὀνομάτων» ὁ Πλάτων μέσῳ τοῦ διαλόγου τοῦ Σωκράτη μὲ τὸν Κρατύλο μᾶς ἐξηγεῖ, ὅτι τὰ ὀνόματα τῆς ἐποχῆς ἀκολουθοῦσαν δύο τάσεις: Τὴν Ἡρακλείτεια θεωρία περὶ κινήσεως καὶ μεταβολῆς, ποὺ δηλώνει τὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας ἀλλὰ καὶ τῶν ὀνομάτων ἀφ’ ἑνὸς καὶ τὴν ἀκινητότητα καὶ σταθερότητα τῆς γλώσσας καὶ τῶν ἀρχικῶν ὀνομάτων ἀφ’ἑτέρου μὲ βάση τὴν θεωρία τῶν Ἐλεατῶν. Κατὰ τὴν Κλασικὴ ἐποχὴ ἡ σπουδαιότητα τῶν ὀνομάτων καὶ ἡ σωστὴ ὀνοματοδοσία ἦταν πολὺ σημαντικὴ ὑπόθεση: «Κατὰ πᾶσα πιθανότητα, Ἑρμογένη, ὁ καθορισμὸς ἑνὸς ὀνόματος δὲν εἶναι ἀμελητέα ὑπόθεσις οὔτε ἔργο ἀσήμαντων ἀνθρώπων ἢ τῶν πρώτων τυχόντων.» («Κρατύλος»390e.) Ὁ Σωκράτης μᾶς λέει, ὅτι οἱ δημιουργοὶ τῶν πρώτων ὀνομάτων ἦταν νομοθέτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου