Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

Πλωτίνου, Εννεάδες (Αποσπάσματα)

Πλωτίνος- Εννεάς Πρώτη (αποσπάσματα)

Αυτή την κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία ενεργεί νοητά και μένει απαθής στις σωματικές αισθήσεις, δεν θα έκανε λάθος αν την έλεγε κανείς ομοιότητα με τον Θεό.

Η αληθής, απόλυτη δικαιοσύνη είναι η σχέση του ενός προς τον εαυτό του χωρίς πολλαπλότητα. Έτσι η υψηλή δικαιοσύνη μέσα στην ψυχή είναι η ενέργεια που στρέφεται προς τον νου, η σωφροσύνη είναι η ένδον στροφή προς τον νου, το θάρρος είναι η απάθεια, καθ' ομοίωση αυτού προς το οποίο είναι στραμμένο, το οποίο έχει απαθή τη φύση.
(Περί Αρετών)

Ο μεν φιλόσοφος υψώνεται από τη φύση του, ο μουσικός όμως και ο εραστής πρέπει να οδηγηθούν.

Το ταξίδι έχει δύο στάδια για όλους, την ανάβαση και την ύψωση' η πρώτη οδηγεί από χαμηλά, η δεύτερη είναι για κείνον που βρίσκονται ήδη στο κόσμο των νοητών και που έχουν βάλει πόδι εκεί, αλλά πρέπει να βαδίσουν ακόμη μέχρι να φτάσουν στα όρια του τόπου εκείνου, "στο τέλος του ταξιδιού", όταν κανείς έχει φτάσει στην κορυφή του νοητού κόσμου.

Έπειτα με αντίστροφη πορεία, αυτήν της ανάλυσης, επιστρέφει στην Αρχή' τότε έρχεται σε ησυχία, γιατί είναι σε ησυχία όσο είναι Εκεί, και δεν πολυπραγμονεί, αλλά επιδίδεται στη θεωρία του ενός. Αφήνει τη λεγόμενη λογική, περί προτάσεων και συλλογισμών, όπως θα άφηνε την εκμάθηση της γραφής, σε μιαν άλλη τέχνη.
(Περί Διαλεκτικής)

Ο Ευδαίμων που βιώνει ενεργητικά την τέλεια ζωή και έχει περάσει σ'αυτήν ταυτιζόμενος μαζί της, δεν την έχει αλλά είναι ο ίδιος αυτή η ζωή' καθετί άλλο τού είναι σαν ρούχο -δεν μπορείς να το ονομάσεις μέρος του, επειδή το φορά χωρίς να το θέλει' θα ήταν δικό του αν ενωνόταν εκουσίως μαζί του.

Απόδειξη γι' αυτό είναι ότι όποιος το έχει δεν ζητεί τίποτε άλλο. Τι θα μπορούσε να ζητήσει; Όχι κάτι χειρότερο' το άριστο είναι εντός του. Αυτάρκης είναι ο βίος εκείνου που έχει ζωή έτσι. Αν είναι ενάρετος είναι αυτάρκης στην ευδαιμονία και στην απόκτηση του καλού' δεν υπάρχει καλό που να μην το έχει. Ό,τι ζητεί είναι αναγκαίο, όχι γι' αυτόν, αλλά για κάτι που του ανήκει, δηλαδή το σώμα που είναι ενωμένο μαζί του' κι όταν είναι ζωντανό το σώμα, η ζωή του σώματος έχει τα δικά της αγαθά που δεν είναι αυτά του ενάρετου ανθρώπου. Αυτός γνωρίζει τις ανάγκες του και δίνει όσα δίνει στο σώμα, χωρίς να υποβιβάζει διόλου τη δική του ζωή. Η ευδαιμονία του δεν μειώνεται ακόμη κι αν η τύχει τού πάει ενάντια' και στην περίπτωση αυτή η ζωή παραμένει η ίδια' όταν πεθαίνουν οι συγγενείς και οι γνωστοί του, γνωρίζει τι είναι ο θάνατος, όπως και οι θανόντες εφόσον είναι σώφρονες. Αν ο θάνατος συγγενών και γνωστών του προξενεί λύπη, δεν λυπάται ο ίδιος αλλά αυτό μέσα του που δεν έχει νόηση και δεν θα επιτρέψει οι λύπες να το ταράξουν.

(Ο Ευδαίμων) δεν θεωρεί καμιά καλή τύχη ως σπουδαία, όσο σημαντική κι αν είναι, τη βασιλεία για παράδειγμα και την ηγεμονία σε πόλεις και σε έθνη, ούτε τις αποικίες και την ίδρυση πόλεων, ακόμη κι αν τις ίδρυσε ο ίδιος' γιατί λοιπόν να πιστεύει ότι η έκπτωσή του από την εξουσία και η καταστροφή της πόλεώς του είναι κάτι σπουδαίο; Αν πίστευε ότι είναι μεγάλα κακά, ή και απλώς κακά, θα φαινόταν γελοίος για την άποψή του αυτή και δεν θα ήταν ενάρετος αν πίστευε ότι τα ξύλα, οι πέτρες και, μα τον Δία, ο θάνατος των θνητών είναι σημαντικά πράγματα, ο άνθρωπος που, όπως λέμε, θα έπρεπε να πιστεύει ότι ο θάνατος είναι καλύτερος από τη μετά του σώματος ζωή. Αν ο ίδιος γίνει θυσία, θα θεωρήσει τον θάνατό του κακό επειδή πεθαίνει στον βωμό; Κι αν δεν τον θάψουνε, το σώμα του οπωσδήποτε θα σαπίσει είτε πάνω από τη γη είτε από κάτω. Αν ταραχτεί επειδή δεν θα έχει ακριβή κηδεία, αλλά θα τον θάψουνε ανώνυμα, χωρίς να αξιωθεί μεγαλειώδες μνήμα, τι μικρότητα εκ μέρους του. Αν αιχμαλωτιστεί στον πόλεμο, "ο δρόμος είναι ανοιχτός" να φύγει, αν δεν μπορεί πλέον να ζει ευτυχισμένος. Αν οι συγγενείς του αιχμαλωτιστούν στον πόλεμο, "οι κόρες του και οι νύφες του απαχθούν" -λοιπόν, ας υποθέσουμε ότι πέθανε χωρίς να έχει δει κάτι παρόμοιο' θα αφήσει τον κόσμο με την πίστη όταν θα ήταν κάτι αδύνατο να συμβεί; Αν ναι, είναι ανόητος. Δεν πιστεύει λοιπόν ότι θα ήταν δυνατόν οι συγγενείς του να πέσουν σε τέτοια κακοτυχία; Άραγε, η ιδέα ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί εμποδίζει την ευδαιμονία του; Και όταν το πιστεύει ακόμη, είναι ευτυχισμένος' το ίδιο και αν συμβεί τελικά. Γιατί πιστεύει ότι η φύση του κόσμου είναι τέτοια που φέρνει παρόμοιες ατυχίες και πρέπει να τον ακολουθούμε υπάκουα.

Όσο για τα δικά του βάσανα (του ευδαίμονα), αν είναι πολύ μεγάλα, θα τα υπομείνει όσο μπορεί' όταν τον ξεπεράσουν, είναι αυτά που δεν θα τον υπομένουν πλέον. Δεν πρέπει να τον οικτίρει κανείς, ακόμη και στον πόνο του' το φως εντός του είναι σαν το φως μέσα σε μια λάμπα, όταν φυσάει δυνατά έξω, και γύρω είναι άγριος άνεμος και χειμώνας.

Ο πόνος δεν του αφερεί οπωσδήποτε το αυτεξούσιο. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα πράγματα δεν φαίνονται στον σοφό όπως στους άλλους, και καμιά εμπειρία δεν μπαίνει βαθιά μέσα του, ούτε οι λύπες ούτε οτιδήποτε άλλο. Και όταν τα βάσανα χτυπούν τους άλλους; Θα ήταν αδυναμία της ψυχής να τους συμπονέσουμε.

Δεν πρέπει να κάνει κάποιος σαν άμαθος, αλλά να αντιμετωπίζει τα χτυπήματα της τύχης σαν πολυγυμνασμένος παλαιστής, γνωρίζοντας ότι, αν και σε μερικές φύσεις αυτά δεν είναι αρεστά, η δική του μπορεί να τα αντέξει, όχι σαν δεινά αλλά σαν φόβητρα για παιδιά. Τότε μήπως τα επιθυμεί τα δεινά; Όχι, αλλά όταν παρουσιάζονται όσα δεν επιθυμεί, βάζει μπροστά την αρετή, η οποία κάνει ώστε η ψυχή του δύσκολα να πληγώνεται ή να ταράζεται.

Δεν υπάρχει ουσιαστική ευδαιμονία, όταν κάποιος λέει ότι τα εξωτερικά αντικείμενα είναι επιθυμητά και ότι ο σοφός τα επιθυμεί. Ο σοφός θα ήθελε όλοι οι άνθρωποι να ήταν ευτυχισμένοι και να μην τους συνέβαινε κανένα κακό, αλλά, κι αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί, αυτός είναι οπωσδήποτε ευδαίμων. Αλλά αν κάποιος ισχυριστεί ότι είναι παράλογος να θέλει κάτι τέτοιο, αφού είναι αδύνατον να μην υπάρχουν τα κακά, είναι φανερό ότι θα συμφωνήσει μαζί μας ότι οι επιθυμίες του σοφού στρέφονται εντός του.

Ούτε οι ενέργειες του σοφού εμποδίζονται από την τύχη, αλλά ποικίλλουν ανάλογα με τις αλλαγές της τύχης' όλες τους όμως θα είναι ωραίες, ωραιότερες καθόσον θα προσαρμόζονται στις περιστάσεις. Όσο για τις θεωρητικές ενέργειές του, κάποιες που ασχολούνται με ιδιαίτερα ζητήματα ίσως να εμποδίζονται, αυτές, για παράδειγμα, που απαιτούν έρευνα και ανάλυση. Αλλά το "μέγιστο μάθημα" είναι πάντοτε προσιτό σ'αυτόν και δίπλα του.

Φροντίζοντας την υγεία του σώματος, δεν θα θελήσει να αποφύγει καμιά εμπειρία από ασθένειες και πόνους' και να μην του παρουσιαστούν, θα θελήσει να τα δοκιμάσει όταν είναι νέος, αλλά όταν γεράσει δεν θα επιθυμεί να τον ενοχλούν ούτε πόνοι ούτε ηδονές, ούτε κάτι από τα πράγματα του κόσμου, ευχάριστο ή το αντίθετό του, προκειμένου να μην ασχολείται με το σώμα του.

Αλλά φανταζόμαστε τον ευδαίμονα μέσα από τη δική μας αδυναμία, νομίζοντας φριχτά και δεινά όσα δεν πιστεύει ο ευδαίμων για τέτοια' δεν θα είναι σοφός ούτε ευδαίμων αν δεν έχει απαλλαγεί από όλες τις φαντασιώσεις σχετικά με αυτά και δεν έχει γίνει διαφορετικός άνθρωπος, με την πεποίθηση ότι τίποτε κακό δεν μπορεί να τον αγγίξει, και έτσι θα είναι χωρίς φόβο για όλα. Αν νιώσει μια δειλία χωρίς να το θελήσει και πριν να το σκεφτεί, ενώ είναι απασχολημένος με άλλα πράγματα, θα αναφανεί ο σοφός μέσα του και θα τη διώξει' θα ησυχάσει το παιδί μέσα του που κινήθηκε προς ένα είδος λύπης, είτε με τη λογική είτε με απειλή' η απειλή θα είναι χωρίς πάθος, όπως ένα παιδί ησυχάζει κάτω από ένα αυστηρό βλέμμα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα είναι μη φιλικός ή μη συμπαθητικός' έτσι θα είναι και με τον εαυτό του και στις υποθέσεις του. Αλλά θα δίνει στους φίλους του ό,τι δίνει και στον εαυτό του, και με αυτόν τον τρόπο θα είναι ο καλύτερος φίλος, ενώ θα παραμένει διαυγής στον νου.

Δεν ανήκει λοιπόν στην κοινή ζωή η ζωή μετά ευδαιμονίας. Σωστά ο Πλάτων λέει ότι αυτός που θέλει να γίνει σοφός και ευδαίμων πρέπει να λαμβάνει το καλό από κει πάνω, να το θεωρεί, να του μοιάζει και να ζει μαζί του. Αυτό μόνο του χρειάζεται για τον σκοπό του, τις άλλες περιστάσεις πρέπει να τις αλλάζει σαν κατοικίες.

Θα δίνει στο σώμα του όσα αυτό χρειάζεται και ο ίδιος μπορεί, αλλά θα είναι διαφορετικός από αυτό και ελεύθερος να το εγκαταλείψει.
(Περί Ευδαιμονίας)

Είναι πιθανόν αυτός που δεν πράττει να είναι ευδαίμων, και όχι λιγότερο αλλά περισσότερο από τον δραστήριο' ύστερα, οι πράξεις δεν προσδίδουν το καλό από μόνες τους, αλλά οι διαθέσεις κάνουν τις καλές πράξεις, και ο σοφός καρπούται το καλό των πράξεών του όχι από το γεγονός ότι πράττει ούτε από τις περιστάσεις των πράξεων του, αλλά από αυτό που έχει εντός του.

Το να θέσουμε την ευδαιμονία στις πράξεις σημαίνει να τη θέσουμε εκτός της αρετής και της ψυχής' η ενέργεια της ψυχής συνίσταται στη σοφία, μια ενέργεια που στρέφεται στον εαυτό της. Και αυτό είναι η ευδαιμονία.
(Για το αν η Ευδαιμονία αυξάνεται με τον χρόνο)

Άσχημο είναι αυτό που δεν υποτάσσεται στη μορφή ούτε στον λόγο, αφού η ύλη του δεν σχηματίστηκε με βάση μια ιδέα. Η ιδέα λοιπόν συγκεντρώνει και συνθέτει σε Ένα όλα τα πολλά μέρη του Είναι, το ολοκληρώνει στην ενότητα και κάνει το Ένα από τη συμφωνία όλων των μερών.

Η ωραιότητα του σώματος προκύπτει από την κοινωνία με τον εκ Θεού λόγο.

Πώς ο αρχιτέκτονας που συνταιριάζει το έξω σπίτι με την ιδέα του σπιτιού εντός του, ισχυρίζεται ότι είναι ωραίο; Η αιτία είναι ότι το εξωτερικό σπίτι, πέρα από τις πέτρες, είναι η εσωτερική ιδέα μοιρασμένη στον εξωτερικό όγκο της πέτρας, ένα αδιαίρετο Είναι που αναπαριστάται στα πολλαπλά σώματα.

Όσο για τις κρυφές αρμονίες των μελωδιών, αυτές είναι που κάνουν τις αρμονίες αισθητές. Ξυπνούν με αυτό τον τρόπο στην ψυχή τη συνείδηση του ωραίου, αποκαλύπτοντάς της, μέσα από τις διαφορές, μια ταυτότητα.

Αυτά είναι τα συναισθήματα που πρέπει να γεννά το ωραίο, οποιουδήποτε είδους: θαυμασμός, γλυκιά έκπληξη, επιθυμία, έρωτας, τρόμος ακόμη μαζί με ηδονή. Αυτά μπορούμε να νιώσουμε και η ψυχή τα νιώθει και μπροστά στα αόρατα' και ακόμη, η οποιαδήποτε ψυχή, αλλά ιδίως εκείνη που είναι ικανότερη στον έρωτα των ασωμάτων μορφών του ωραίου. Παρόμοια, για την ωραιότητα των σωμάτων, όλοι την αντιλαμβάνονται, αλλά δεν νιώθουν όλοι το ίδιο ζωηρά το τσίμπημα της ομορφιάς της- μόνο όσοι τσιμπιούνται βαθύτερα ονομάζονται εραστές.

Το σωματικό έχει παραγεμίσει την ψυχή, μια πληθώρα ύλης την έχει φουσκώσει, σε σημείο που έλαβε άλλη μορφή από τη δική της και σε μια κακή μείξη αντικατέστησε την πραγματική της φύση. Αν για παράδειγμα ένας άνθρωπος χωθεί στη λάσπη ή τη βρώμα και δεν άφηνε να φανεί η ωραιότητά του, δεν θα βλέπαμε άλλο από τη λάσπη και τη βρώμα που τον έχει καλύψει. Η ασχήμια του προήλθε από την πρόσθεση ενός ξένου στοιχείου, και το έργο του, αν θελήσει να ξαναβρεί την ωραιότητά του, είναι να πλυθεί και να καθαριστεί για να ξαναγίνει όπως ήταν.

Ανδρεία είναι να μη φοβάσαι το θάνατο, γιατί ο θάνατος είναι ο χωρισμός ψυχής και σώματος, και αυτό δεν το φοβάται όποιος επιθυμεί να μείνει μόνος.

Ως πρώτη αρχή πρέπει να θέσουμε το ωραίο, που είναι και το καλό, απ' όπου ο νους έλκει κατευθείαν την ωραιότητά του' και η ψυχή είναι ωραία λόγω του νου, ενώ τα άλλα πράγματα είναι ωραία όταν η ψυχή τα μορφοποιεί, δηλαδή οι ωραίες πράξεις και τα ωραία επαγγέλματα. Και για τα σώματα, όσα λέγονται ωραία, πάλι η ψυχή είναι ο δημιουργός της ομορφιάς τους' γιατί, αφού είναι θεϊκή και αποτελεί μέρος του ωραίου, όσα αγγίζει και κυριεύει τα κάνει ωραία, στο μέτρο που αυτά μπορούν δυνάμει να μετάσχουν στην ωραιότητα.

Η προσέγγισή του είναι για όσους ανεβαίνουν προς τα πάνω, επιστρέφουν και εκδύονται όσα είχαν φορέσει στην κατάβαση στον αισθητό κόσμο' σαν εκείνους που, μέσα στους ναούς, για να ανέβουν στον βωμό, εξαγνίζονται πρώτα, απεκδύονται τα ιμάτια που φορούσαν και ανεβαίνουν γυμνοί' ώσπου ένας από αυτούς, έχοντας αποβάλει κατά την ανάβαση καθετί ξένο προς τον Θεό, βλέπει μόνος και καθαυτός τον Θεό, μόνο του και καθαυτόν, "ευδιάκριτο", απλό και "καθαρό", από τον οποίο όλα εξαρτώνται και προς τον οποίον ο καθένας προσβλέπει, εφόσον υπάρχει, ζει και σκέφτεται' γιατί είναι το αίτιο της ζωής, του νου και του Είναι. Αν τον αντικρίσει κανείς, τι χαρά, τι πάθος, και στην επιθυμία να ενωθεί μαζί του τι έκσταση μαζί με ηδονή! Εκείνος που έχει αντικρίσει το θεό δοξάζει την ομορφιά του, γεμίζει από τρόμο μαζί με ηδονή, θαυμάζει γενναιόψυχα και ερωτεύεται με αληθινό έρωτα, γελώντας με τα βίαια πάθη και τους άλλους έρωτες, καταφρονώντας όσα νόμιζε πριν για ωραία.

Αυτό ακριβώς είναι το υπέρτατο ωραίο, αυτό που είναι ωραίο καθαυτό και πρωταρχικό και που κάνει ωραίους τους εραστές με το κάλλος του και άξιους να αγαπηθούν.

Αν δεν κατόρθωσε κάποιος να γνωρίσει την ωραιότητα των χρωμάτων και των σωμάτων, αν δεν έτυχε καμιά εξουσίας, τίτλου ή βασιλείας, δεν είναι αυτός άτυχος, αλλά εκείνος που έχασε αυτό και μόνο αυτό, για την απόκτηση του οποίου θα έπρεπε να αφήσει στην άκρη και βασιλείες και την ηγεμονία όλης της γης και της θάλασσας και του ουρανού' αν εγκαταλείψουμε όλα αυτά με περιφρόνηση και στραφούμε σε εκείνο, ίσως κατορθώσουμε να το δούμε.

Πώς να θεαθούμε το "ασύλληπτο κάλλος", που μοιάζει να μένει σε άγια ιερά και δεν βγαίνει έξω για να μην το δει κανένας βέβηλος; Ας πάει λοιπόν όποιος έχει τη δύναμη, να το αναζητήσει εντός του και να αφήσει έξω την όραση και να μην επιστρέψει σε ό,τι νόμιζε πριν για σωματική ωραιότητα. Όταν βλέπει την ωραιότητα στα σώματα, δεν πρέπει να την κυνηγά, αλλά να γνωρίζουμε ότι είναι εικόνα, ίχνος και σκιά, ώστε να αποζητούμε το απεικονιζόμενο. Αν τρέξει προς την εικόνα θέλοντας να την αγγίξει σαν να ήταν αληθινή, θα συμβεί σαν εκείνο το παραμύθι, όπου κάποιος, μου φαίνεται, θέλησε να πιάσει ένα ωραίο είδωλο που αντανακλάτο πάνω στο νερό και βυθίστηκε μέσα στο ρεύμα και χάθηκε' με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έλκεται από την ωραιότητα των σωμάτων και δεν την αφήνει, θα βυθιστεί όχι ως σώμα αλλά ως ψυχή στα σκοτεινά και μαύρα για τον νου βάθη, καταδικασμένος να ζει σαν τον τυφλό στον Άδη και να συνδιαλέγεται με τις σκιές, κι εκεί κι εδώ. "Ας φύγουμε για την πολυαγαπημένη μας πατρίδα" -δεν θα μπορούσε κανείς να δώσει καλύτερη συμβουλή. Αλλά ποια φυγή και με ποιο τρόπο; Πατρίδα μας είναι αυτή από την οποία προερχόμαστε, εκεί που είναι ο Πατέρας μας.

Κλείσε τα μάτια σου και ξύπνα σε άλλο τρόπο θέασης, που τον έχει ο καθένας αλλά λίγοι τον χρησιμοποιούν.

Αν έχεις γίνει αυτό, και φαίνεται, και είσαι με τον εαυτό σου καθαρός, χωρίς κανένα εμπόδιο σε αυτή την ενότητα, χωρίς τίποτε να έρχεται να αναμειχτεί μέσα σου, αλλά όλος ο εαυτός σου να έχει γίνει μόνο φως αληθινό, που δεν προσμετρείται σαν μέγεθος ούτε περιορίζεται σαν σχήμα, ούτε πάλι εξαπλώνεται στην τύχη, αλλά από παντού είναι αμέτρητο, γιατί ξεπερνά κάθε μέτρο και υπερέχει κάθε ποσότητας' αν λοιπόν δεις τον εαυτό σου να έχει γίνει αυτό, τότε έγινες προς θέαση -εμπιστεύσου τον εαυτό σου, έχεις ανέλθει και δεν χρειάζεσαι οδηγό' συγκέντρωσε το βλέμμα σου και δες' αυτός είναι ο μόνος οφθαλμός που μπορεί να δει το υπέρτατο κάλλος.

Γιατί αυτό που βλέπει πρέπει, για να θεάται, να είναι συγγενές προς το ορώμενο και όμοιό του. Ποτέ η ψυχή δεν θα αντικρίσει το ωραίο αν δεν γίνει πρώτα ωραία η ίδια. Γίνε λοιπόν πρώτα όλος θεϊκός και όλος ωραίος, αν θέλεις να φτάσεις στη θέαση του Θεού και του ωραίου.
(Περί του Καλού)

Είναι επέκεινα της ουσίας, επέκεινα της ενέργειας και επέκεινα του νου και της νόησης. Γιατί, για να πούμε αλλιώς, το καλό τίθεται ως αυτό από το οποίο εξαρτώνται τα πάντα, ενώ αυτό από τίποτε' έτσι θα είναι αληθινό το γεγονός ότι είναι αυτό στο οποίο "όλα αποσκοπούν" (Krisna- δηλ αυτός που όλα τα έλκει, τα τραβά). Πρέπει λοιπόν να μένει ακίνητο και όλα να επιστρέφουν σε αυτό, όπως ο κύκλος προς το κέντρο απ' όπου ξεκινούν όλες οι ακτίνες.

Η ζωή είναι καλή για όσους έχουν καλή ζωή, όχι ως σύνθεση ψυχής και σώματος, αλλά επειδή με την αρετή η ζωή αμύνεται στο κακό' και ο θάνατος είναι μεγαλύτερο καλό. Οφείλουμε να πούμε ότι η ζωή μετά σώματος είναι κακό από μόνη της, αλλά η ψυχή έρχεται στο καλό με την αρετή, όχι βιώνοντας τη σύνθετη ζωή, αλλά διαχωρίζοντας από τώρα τον εαυτό της.
(Το πρώτο καλό και τα άλλα καλά)

Ο νους καθαυτός έχει τα πάντα και είναι τα πάντα και είναι μαζί τους όταν είναι μόνος του και τα έχει όλα χωρίς να τα κατέχει.

Αυτό στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι το κακό, αν υπάρχει, βρίσκεται μεταξύ των μη υπαρχόντων, ως μια μορφή μη όντος, και τριγυρίζει όσα αναμειγνύονται με το μη Είναι ή κοινωνούν κατά κάποιο τρόπο με το μη Είναι. Το μη Είναι δε σημαίνει εδώ το απόλυτο μη Είναι, αλλά κάτι διαφορετικό του Είναι (..) ως μια εικόνα του Είναι ή και κάτι περισσότερο ανύπαρκτο. Όλος ο κόσμος των αισθήσεων είναι ένα παρόμοιο μη ον, όπως και όλα τα πάθη και τα ακόλουθά τους και οι τυχαίες εκφάνσεις τους και η αρχή τους και καθετί που τα συμπληρώνει.Ίσως να έφτασε κανείς σε μιαν αντίληψη του κακού ως ασυμμετρίας, σε σχέση με το μέτρο, ως απείρου σε σχέση με το πεπερασμένο, ως άμορφου σε σχέση με το μορφοποιό και κατ' απόλυτη ανάγκη σε σχέση με το αύταρκες, πάντοτε αόριστο, ουδόλως σταθερό, απολύτως παθητικό, ακόρεστο και σε πλήρη φτώχεια. Όλα αυτά δεν είναι τυχαίες εκφάνσεις του αλλά κατά κάποιο τρόπο η ουσία του' όποιο από τα μέρη του αντικρίσεις, είναι όλα αυτά, και ό,τι μετέχει σ' αυτό και του μοιάζει γίνεται κακό, αν και όχι στην ουσία του.

Η ψυχή καθεαυτήν δεν είναι κακή ούτε πάλι στο σύνολό της κακή. Αλλά τότε ποια είναι η κακή ψυχή; Όπως λέει ο Πλάτων είναι εκείνες "στις οποίες το τμήμα της ψυχής όπου συνήθως φωλιάζει το κακό έχει υποδουλωθεί", δηλαδή το άλογο τμήμα της ψυχής που δέχεται το κακό, δηλαδή την ασυμμετρία., την υπερβολή και την έλλειψη, από την οποία πηγάζουν η ακολασία, η δειλία και η εν γένει κακία της ψυχής, καθώς και τα ακούσια πάθη που γεννούν ψευδείς γνώμες, οι οποίες κάνουν ώστε να περνάει κανείς για κακά αυτά που αποφεύγει και για καλά αυτά που επιδιώκει.

Αφού είναι παντελώς άμοιρη του καλού και στερημένη από αυτό και της λείπει απολύτως, η ύλη κάνει οτιδήποτε αγγίζει με οποιονδήποτε τρόπο όμοιό της. Η τέλεια ψυχή λοιπόν, η οποία στρέφεται προς τον νου, είναι πάντοτε καθαρή και αποστρέφεται την ύλη και ούτε βλέπει ούτε πλησιάζει οτιδήποτε το αόριστο και το ασύμμετρο και το κακό' παραμένει λοιπόν καθαρή και απολύτως οριοθετημένη από τον νου.

Το κακό δεν είναι κάποιας μορφής έλλειψη, αλλά η απόλυτη έλλειψη. (..) Όταν κάτι έχει παντελή έλλειψη, και αυτό είναι η ύλη, είναι το αληθινά κακό και δεν έχει κανένα τμήμα του καλού. Γιατί η ύλη δεν έχει καν Είναι, ώστε να μετέχει στο καλό' επειδή χρησιμοποιούμε γι'αυτήν το Είναι ως ομωνυμία, ενώ αν μιλούσαμε σωστά θα λέγαμε μη Είναι.

Η ασχήμια είναι ύλη που δεν δαμάστηκε από τη μορφή.

Το κακό προέρχεται από την αρχαία φύση, όπως ονομάζει ο Πλάτων την ύλη που δεν έχει ακόμη μπει σε τάξη.

Ο Πλάτων εξηγεί τι σημαίνει να είναι και να μην είναι κανείς χωρισμένος από το σώμα: να είσαι μαζί με τους θεούς σημαίνει να είσαι μαζί με τα νοητά, γιατί αυτά είναι αθάνατα.

Είναι αναγκαίο αυτό που έρχεται μετά το πρώτο να υπάρχει' επομένως υπάρχει και το τελευταίο -αυτό είναι η ύλη που δεν έχει τίποτε από το καλό. Αυτή είναι η αναγκαιότητα του κακού.

Η ύλη κυριαρχώντας σε αυτό που απεικονίζεται εντός της, το φθείρει και το καταστρέφει, επιθέτοντας τη δική της φύση που είναι αντίθετη στη μορφή, όχι με το να αντιτάσσει το ψυχρό στο θερμό, αλλά προτάσσοντας στη μορφή του θερμού την αμορφία της' στο σχήμα την έλλειψη σχήματος, την υπερβολή και την έλλειψη στο σύμμετρο, ώσπου να ανήκει σε αυτήν κι όχι πια στον εαυτό του.

Δεν βλέπουμε την απόλυτη κακία γιατί είναι άπειρη' τη γνωρίζουμε με αφαίρεση, ως αυτό που δεν είναι διόλου αρετή' αλλά τη μη παντελή κακία, τη γνωρίζουμε από την έλλειψη αρετής.

Έτσι, αν δούμε, για παράδειγμα, ένα άσχημο πρόσωπο πάνω στην ύλη, επειδή δεν επικράτησε πάνω της ο λόγος, ώστε να αποκρύψει την ασχήμια της ύλης, αντιλαμβανόμαστε την έλλειψη της μορφής ως ασχήμια.

Σωστά λέγεται η ύλη άνευ ιδιοτήτων και κακή' δεν ονομάζεται κακή επειδή έχει, αλλά επειδή δεν έχει ιδιότητες' ίσως να μη λεγόταν κακή αν ήταν μια μορφή αντί για μια φύση αντίθετη της μορφής.

Η ύλη είναι παρούσα, εκλιπαρεί την ψυχή και σαν να την ενοχλεί, θέλοντας να εισχωρήσει μέσα της' "όλος ο χώρος είναι ιερός" και δεν υπάρχει κάτι άμοιρο ψυχής.
(Η ουσία και η καταγωγή του κακού)

Μη βγάλεις με βία την ψυχή σου για να μη φύγει έτσι (Ουκ εξάξεις, ίνα μη εξίη -αποτελεί λόγιο στα Χαλδαϊκά Λόγια).

Αν νιώθει ο σοφός ότι αρχίζει να τρελαίνεται; Αυτό δεν είναι πιθανόν να συμβεί σε σοφό άνθρωπο' αν όμως συμβεί, θα το θεωρήσει κάτι το αναγκαίο, αποδεκτό λόγω των περιστάσεων, αν και όχι γενικώς αποδεκτό.

Αν κάθε άνθρωπος έχει ένα χρόνο δοσμένο από τη μοίρα, δεν είναι σωστό να φύγει πριν αυτός τελειώσει, εκτός και αν, λέμε, είναι αναγκαίο. Και αν η θέση του καθενός στον άλλο κόσμο εξαρτάται από την κατάσταση που ήταν όταν έφυγε, δεν πρέπει να βγάζει την ψυχή του όσο υπάρχει πιθανότητα προόδου.

ΕΝΝΕΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Το ότι ουδέποτε άρχισε -είπαμε ήδη ότι αυτό θα ήταν άτοπο- μας βεβαιώνει και για το μέλλον. Για ποιο λόγο, δηλαδή, να έρθει χρόνο οπότε δεν θα υπάρχει πια; Τα στοιχεία άλλωστε δεν καταστρέφονται, όπως τα ξύλα και τα παρόμοια' κι αφού λοιπόν αυτά διατηρούνται, διατηρείται και το σύμπαν. Κι αν όμως μεταβάλλονται συνεχώς, το σύμπαν παραμένει, διότι παραμένει και η αιτία της μεταβολής.
(Περί Ουρανού)

Γιατί "κινείται κυκλικά"; Διότι μιμείται τον νου.

Είναι κίνηση που συναισθάνεται τον εαυτό της, τον εννοεί και τον ζει, που δεν κατευθύνεται προς κανένα εξωτερικό ή άλλο σημείο.

Όπως το σώμα βρίσκεται γύρω από το μέσον του, το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Ειδικά για το μέσον της ψυχής: αυτή τρέχει γύρω από τον Θεό, τον εγκολπώνεται με αγάπη και μένει γύρω του όσο της είναι δυνατόν. Τα πάντα άλλωστε εξαρτώνται από αυτόν.

Αν ο Θεός υπάρχει στα πάντα, η ψυχή που επιθυμεί να συνευρίσκεται μ' αυτόν, πρέπει να βρίσκεται γύρω του, γιατί αυτός δεν βρίσκεται σε κάποιο τόπο.

Στ' αλήθεια, το καθένα (άστρο), όπου κι αν είναι περιβάλλοντας τον Θεό αισθάνεται αγαλλίαση όχι με βάση τη λογική αλλά κατά φυσική αναγκαιότητα.
(Σχετικά με την κίνηση του Ουρανού)

Πράγματι, δεν θα δίνονταν σημεία,αν τα πάντα δε συνέβαιναν με ορισμένη τάξη. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι πρόκειται για κάτι που μοιάζει με γράμματα τα οποία γράφονται πάντοτε στον ουρανό ή που είναι ήδη γραμμένα και κινούνται, κάνοντας πότε το ένα έργο και πότε το άλλο' και ότι έρχεται μετά από αυτό η ένδειξη για τα γεγονότα, όπως χάρη στην ενιαία αρχή ενός ζωντανού πλάσματος θα μπορούσαμε από το ένα μέρος να συμπεράνουμε για το άλλο. Άλλωστε βλέποντας τα μάτια ενός ανθρώπου ή κάποιο άλλο μέρος του σώματός του, μπορεί κανείς να συμπεράνει για τον χαρακτήρα του, για τους κινδύνους που τον απειλούν και για την αντιμετώπισή τους. Μέρη εκείνα, μέρη κι εμείς' άρα από το ένα μπορούμε να μάθουμε για το άλλο. Τα πάντα είναι γεμάτα από σημεία, και σοφός αυτός που από το ένα πράγμα μαθαίνει για το άλλο.

Τα πάντα λοιπόν πρέπει να βρίσκονται σε αμοιβαία συνάρτηση, και δεν πρέπει να υπάρχει σε ένα μόνο από τα επί μέρους αυτό που σωστά λέγεται "μια σύμπνοια", αλλά πολύ περισσότερο και πρωτίστως στο σύμπαν' μια αρχή πρέπει να κάνει το σύμπαν ένα ενιαίο σύνθετο ζωντανό πλάσμα, ένα και μοναδικό, αποτελούμενο από τα πάντα, και όπως στο κάθε πλάσμα τα μέρη του έχουν αναλάβει το καθένα και ένα ξεχωριστό έργο, έτσι και τα μέρη του παντός, το καθένα ξεχωριστά από τα άλλα, έχουν να επιτελέσουν το ξεχωριστό τους έργο, και μάλιστα αυτό έχει για το όλον ακόμα περισσότερη εφαρμογή απ' ό,τι για τα μέρη, στον βαθμό που τα μέρη του δεν είναι απλώς μέρη αλλά σύνολα και σπουδαιότερα από τα μέρη του επί μέρους πράγματος.

Η αρετή οφείλεται στην αρχέγονη κατάσταση της ψυχής, ενώ η κακία στην σύμπραξη της ψυχής με τα εξωτερικά πράγματα.

Δεδομένου ότι η ψυχή κυβερνάει το σύμπαν σύμφωνα με τον λόγο, υπάρχει ολόκληρη μέσα στο όλον, στα μέρη όμως υπάρχει τόσο όσο είναι το καθένα από αυτά.

Σε κάθε περίπτωση, όλα τα γεγονότα αποτελούν αλληλουχία, γι' αυτό και πάντοτε δίνονται σημεία.

Όλα τα γεγονότα συναποτελούν ενότητα και έχουν κλωστεί μαζί.

Οι λογικές αρχές δημιουργούν τα πράγματα μέσα στην ύλη, ενώ η κατά φύση δημιουργία δεν είναι νόηση ούτε όραση, αλλά δύναμη μετατρεπτική της ύλης, που δεν γνωρίζει αλλά μόνο δρα.

Ο νους λοιπόν δίνει στην ψυχή του σύμπαντος, και η ψυχή, αυτή που έρχεται μετά τον νου, δίνει από τον εαυτό της στην επόμενή της ψυχή, φωτίζοντάς την και αποτυπώνοντας πάνω της μορφή, και η τελευταία, σα να έλαβε διαταγή, αμέσως δημιουργεί.

Αν δεν υπήρχαν τα κακά, το σύμπαν θα ήταν ατελές. Τα πιο πολλά από αυτά, ίσως και όλα, έχουν κάποια χρησιμότητα για το όλον, όπως, ας πούμε, τα ιοβόλα φίδια, για τα περισσότερα όμως παραμένει άγνωστος ο λόγος. Και η κακία, ακόμα κι αυτή, είναι σε πολλές περιπτώσεις χρήσιμη και δημιουργεί επίσης πολλά ωραία πράγματα, για παράδειγμα, όλη την ωραιότητα της τέχνης, και με το να μη μας επιτρέπει τον εφησυχασμό μάς κινεί προς την σωστή κατεύθυνση.

Αυτός ο κόσμος είναι μια εικόνα που τελεί σε διαρκή διαδικασία δημιουργικής απεικόνισης, με σταθερές την πρώτη και τη δεύτερη αρχή του, και με την τρίτη άλλοτε σταθερή κι αυτή, άλλοτε όμως κινούμενη κατά συμβεβηκός μέσα στην ύλη. Πραγματικά, όσο υπάρχει νους και ψυχή, οι λογικές αρχές θα βρίσκονται σε απορροή προς αυτήν την κατώτερη ψυχή, με τον ίδιο τρόπο που, όσο υπάρχει ήλιος, όλες οι ακτίνες του θα απορρέουν λαμπρές από αυτόν.
(Είναι τα άστρα αίτια;)

Η ύλη είναι ένα είδος "υπο-κειμένου" και "υποδοχής" των μορφών.

Η ετερότητα υπάρχει πάντοτε εκεί (στον κόσμο των νοητών), κι αυτή δημιουργεί την ύλη. Αυτή είναι η αρχή της ύλης και η πρώτη κίνηση' γι' αυτό τον λόγο και η κίνηση ονομαζόταν ετερότητα, διότι κίνηση και ετερότητα ανεφύησαν μαζί.

Η μορφή όταν έρχεται προς την ύλη, φέρνει πάνω σε κείνην τα πάντα' η μορφή έχει τα πάντα, και μέγεθος και όλα όσα συνδέονται ή προκαλούνται από τη λογική αρχή.
(Περί Ύλης)

Όλα όσα είναι συμβεβηκότα και όχι ενέργειες και μορφές ουσιών, που δίνουν ορισμένα σχήματα, είναι ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Αυτό που ουδέποτε είναι μορφή κάποιου άλλου, αλλά πάντοτε συμβεβηκός, αυτό και μόνον αυτό είναι καθαρώς ποιότητα.
(Περί Ουσίας ή περί ποιότητας)

Ο νους είναι όπως είναι, πάντοτε ο ίδιος, ευρισκόμενος σε σταθερή ενέργεια' όσο για την κίνηση προς αυτόν και γύρω από αυτόν, τούτη πια είναι έργο της ψυχής, και από τον νου με κατεύθυνση την ψυχή έρχεται μια λογική αρχή που δημιουργεί τη νοητική ψυχή και όχι κάποια άλλη φύση ενδιάμεση νου και ψυχής.

Είναι αναγκαίο το καθετί να δίνει από τα δικά του και σε κάτι άλλο, ειδάλλως το Αγαθό δεν θα είναι Αγαθό, ο νους δεν θα είναι νους, η ψυχή δεν θα είναι ψυχή, αν μαζί με την πρωταρχική ζωή δεν ζει και κάποια δεύτερη, όσο υπάρχει το πρωταρχικό. Είναι ανάγκη λοιπόν όλα να είναι πάντοτε συνεχόμενα το ένα με το άλλο, και αυτά που είναι διαφορετικά από το πρώτο να υπόκεινται σε γένεση υπό την έννοια ότι προέρχονται από άλλη αρχή.

Επειδή δεν τιμούν τη δημιουργία αυτή ούτε τη γη αυτή, λένε ότι για τους ίδιους έγινε μια καινούρια γη στην οποία θα πάνε από δω, και ότι αυτή είναι η λογική του κόσμου. Ωστόσο, ποιος ο λόγος να πάνε εκεί, στο υπόδειγμα ενός κόσμου που μισούν;

Οι ίδιοι οι θεοί εποπτεύουν από ψηλά, κατευθύνοντας τα πάντα σε τάξη από αρχής μέχρι τέλους, δίνοντας στο καθετί το μερίδιο που του πρέπει στη μοιρασιά των βίων, μερίδιο σύμφωνο με ό,τι είχε κάνει στην προηγούμενη ζωή του.

Το να πεις σε κάποιον "βλέπε προς τον Θεό" δεν ωφελεί καθόλου, αν δεν τον διδάξεις και το πώς θα τον δει. Η αρετή κατευθυνόμενη προς τον σκοπό, εισέρχεται στην ψυχή μαζί με την φρόνηση και δείχνει τον Θεό, ο Θεός όμως, αν αναφερόμαστε σ' αυτόν χωρίς να διαθέτουμε αληθινή αρετή, είναι απλώς μια λέξη.

Η ωραιότητα εδώ οφείλεται στην ωραιότητα των πρωταρχικών πραγμάτων.

Πρέπει κανείς να ονομάζει "ασύλληπτη ωραιότητα" την ωραιότητα του νοητού κόσμου, χωρίς να είναι προσκολλημένος στα ωραία του κόσμου αυτού, αλλά από τούτα να προχωράει προς τα ωραία του νοητού κόσμου, δίχως πάλι να λοιδωρεί όσα είναι στον εδώ κόσμο.
(Προς τους Γνωστικούς)

ΕΝΝΕΑΣ ΤΡΙΤΗ

Καθώς υποστηρίζουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι αιώνιος και δεν υπήρχε χρονική στιγμή κατά την οποία αυτός δεν υφίστατο, θα ήταν σωστό και συνεπές να πούμε ότι πρόνοια για το σύμπαν είναι να υπάρχει αυτό σύμφωνα με τον νου, ότι ο νους είναι πρότερος του σύμπαντος, όχι υπό την έννοια της χρονικής προτεραιότητας, αλλά επειδή το σύμπαν προέρχεται από το νου και ο νους είναι πρότερος στη φύση και αιτία του σύμπαντος σαν ένα είδος αρχετύπου και υποδείγματος, καθώς το σύμπαν είναι εικόνα εκείνου, υπάρχει λόγω εκείνου και υφίσταται αιώνια, κατ' αυτό τον τρόπο' η φύση του νου και του όντος είναι ο αληθινός και πρωταρχικός κόσμος, που δεν είναι χωρισμένος από τον εαυτό του, που δεν εξασθένησε με τη διαίρεση, που δεν είναι ελλιπής ακόμα και στα μέρη του, καθόσον κάθε μέρος δεν έχει αποκοπεί από το όλον.

Για τα πράγματα που έχουν πλήρη μακαριότητα αρκεί και μόνο το να μένουν σταθερά στον εαυτό τους και να είναι ό,τι είναι, ενώ η πολυπραγμοσύνη δεν είναι ασφαλής για κείνους που κινούνται έξω από τον εαυτό τους.

Η γένεση του σύμπαντος δεν είναι αποτέλεσμα λογισμού για το ότι πρέπει να γίνει, αλλά προήλθε από την ανάγκη να υπάρξει κάποια δεύτερη φύση' διότι εκείνο το σύμπαν δεν ήταν τέτοιο ώστε να είναι το έσχατο των όντων. Ήταν, πράγματι, το πρώτο και είχε πολλή δύναμη, όλη τη δύναμη' κι αυτή ήταν η δύναμη του να δημιουργεί κάτι άλλο, χωρίς να επιζητεί να το δημιουργήσει.

Ο νους δίνοντας κάποιο στοιχείο του στην ύλη, δημιουργεί τα πάντα σε σταθερότητα και ησυχία' και το στοιχείο αυτό είναι η λογική αρχή που απορρέει από τον νου.

Το εδώ σύμπαν δεν είναι νους ή λογική αρχή, όπως είναι το σύμπαν εκεί, αλλά μετέχει στον νου και στη λογική αρχή.

Αυτός λοιπόν που κατηγορεί το όλον βάσει των μερών του θα ήταν παράλογος στην κατηγορία του' πρέπει να εξετάζουμε τα μέρη σε συσχετισμό προς το όλον, αν είναι σύμφωνα και ταιριαστά μ' εκείνο, όταν όμως εξετάζουμε το όλον, δεν πρέπει να στρεφόμαστε προς τα μέρη, τα οποία είναι μικρά. Με τούτο δεν κατηγορεί κανείς το σύμπαν, αλλά απομονώνει κάποια μέρη του, σαν κάποιος να έπαιρνε από ένα συνολικό ζωντανό πλάσμα μια τρίχα ή ένα δάχτυλο του ποδιού και να αγνοούσε τον άνθρωπο ως σύνολο, που είναι κάτι θεϊκό να τον βλέπεις, ή, μα τον Δία, σαν να αφήνει όλα τα άλλα ζωντανά πλάσματα και να παίρνει το πιο ευτελές ή να προσπερνά ολόκληρο το γένος, φερ'ειπείν το ανθρώπινο, και να φέρνει στο κέντρο τον Θερσίτη.

Στον ασώματο ουρανό κάθε ξεχωριστό μέρος παραμένει, αλλά σ'αυτόν εδώ τον ουρανό το όλον ζει αιώνια και όλα τα ευγενή και κύρια μέρη του' οι ψυχές όμως αλλάζοντας σώμα, εμφανίζονται πότε με μία μορφή και άλλοτε με άλλη και, όταν το μπορεί, η ψυχή σταματά έξω από τον κόσμο της γένεσης και βρίσκεται μαζί με τη σύνολη ψυχή.

Οι επιθέσεις των ζώων του ενός εναντίον του άλλου και οι καταστροφές τους είναι αναγκαίες, διότι δεν έγιναν για να παραμείνουν αιώνια. Οι αδικίες μεταξύ των ανθρώπων θα οφείλονται στην έφεσή τους προς το αγαθό, αλλά επειδή, εξαιτίας της αδυναμίας τους, αποτυγχάνουν να το συναντήσουν, στρέφονται εναντίον των άλλων ανθρώπων. Οι άδικοι όμως τιμωρούνται με το να γίνονται οι ψυχές τους κακές λόγω των κακών πράξεών τους και τοποθετούνται σε χειρότερη περιοχή' διότι τίποτα δεν μπορεί ποτέ να αποφύγει αυτό που τάχθηκε στον νόμο του σύμπαντος.

Δεν μπορεί να απαιτηθεί η ευδαιμονία από εκείνους που δεν έκαναν ό,τι αξίζει στην ευδαιμονία.

Η φτώχεια και οι αρρώστιες για τους ενάρετους ανθρώπους δεν σημαίνουν τίποτα, για τους κακούς όμως είναι συμφέρουσες' και κείνοι που έχουν σώματα κατ' ανάγκην αρρωσταίνουν. Τούτα όμως δεν είναι εντελώς χωρίς χρησιμότητα όσον αφορά τη διάταξη και την ολοκλήρωση του σύμπαντος. Όπως δηλαδή όταν κάποια πράγματα καταστρέφονται, η λογική αρχή του σύμπαντος τα χρησιμοποιεί για τη γένεση άλλων- τίποτα και πουθενά δεν μπορεί να ξεφύγει και να μην πιαστεί από αυτήν- έτσι και όταν το σώμα περιπέσει στην κακία και η ψυχή, υφιστάμενη τέτοιου είδους πράγματα, γίνει μαλθακή, αυτά που καταλαμβάνονται από τις αρρώστιες και την κακία υπόκεινται σε άλλη αλληλουχία και σε άλλη διάταξη. Κάποια από τα πράγματα αυτά, ας πούμε η φτώχεια και οι αρρώστιες, είναι ωφέλιμα για τους ίδιους εκείνους που τα παθαίνουν, και η κακία πετυχαίνει κάτι χρήσιμο για το σύνολο, αποβαίνοντας υπόδειγμα τιμωρίας και προσφέροντας καθαυτήν πολλά χρήσιμα στοιχεία. Πράγματι, οδηγεί τους ανθρώπους σε εγρήγορση και ξυπνάει τον νου και τη σύνεση όσων αντιτάσσονται στις οδούς της πονηριάς, και μας κάνει να μαθαίνουμε πόσο σπουδαίο αγαθό είναι η αρετή τοποθετώντας πλάι της τις κακίες των πονηρών. Τα κακά δεν δημιουργήθηκαν γι' αυτούς τους λόγους, αλλά αφότου δημιουργηθούν, η λογική αρχή τα χρησιμοποιεί κι αυτά για να πετύχει ό,τι πρέπει. Τούτο είναι ίδιον της μέγιστης δύναμης, το να μπορεί να χρησιμοποιήσει ωραία ακόμα και τα κακά, και να είναι ικανή να χρησιμοποιεί πράγματα χωρίς σχήμα για να παραγάγει άλλα σχήματα.

Στην περίπτωση των καλών που παίρνουν το κακό ή των κακών που παίρνουν το αντίθετο, είναι σωστό να πούμε ότι τίποτα δεν είναι κακό για τον καλό άνθρωπο και αντίστοιχα τίποτα δεν είναι καλό για τον κακό.

Η αδικία ανάμεσα στους ανθρώπους προκαλεί έκπληξη, διότι όλοι αξιώνουν από τον άνθρωπο να είναι το εξαίρετο μέρος του σύμπαντος, διότι δεν υπάρχει τίποτα σοφότερο από αυτόν. Ο άνθρωπος όμως βρίσκεται στο ενδιάμεσο σημείο μεταξύ των θεών και των θηρίων ρέποντας και προς τα δυο, και άλλοι άνθρωποι γίνονται θεοί και άλλοι θηρία, άλλοι όμως βρίσκονται στο μέσον, κι αυτοί είναι οι περισσότεροι.

Ο θεός δεν πρέπει να μάχεται υπέρ των απειροπόλεμων, διότι ο νόμος λέει ότι στον πόλεμο πρέπει να σώζεται όποιος μάχεται με ανδρεία και όχι όποιος κάνει την προσευχή του.

Κανείς νουνεχής δεν κατηγορεί και όλα τα υπόλοιπα ζωντανά πλάσματα που στολίζουν τη γη. Θα ήταν άλλωστε γελοίο να τα κατηγορήσει ότι δαγκώνουν τους ανθρώπους, λες και ο άνθρωπος θα έπρεπε να περάσει τη ζωή του κοιμώμενος. Είναι ανάγκη λοιπόν να υπάρχουν κι αυτά' μερικές από τις ωφέλειες που προκύπτουν από αυτά είναι ολοφάνερες, ενώ πολλές από αυτές που δεν είναι προφανείς τις ανακάλυψε ο χρόνος.

Εμείς όμως είμαστε σαν τους αδαείς περί τη ζωγραφική που κατηγορούν τον ζωγράφο ότι τα χρώματα δεν είναι παντού ωραία, ενώ εκείνος έχει χρησιμοποιήσει για κάθε σημείο το κατάλληλο χρώμα.

Ή είμαστε σαν κι εκείνον που θα κατηγορούσε ένα δραματικό έργο διότι δεν είναι ηρωικά όλα τα πρόσωπά του αλλά έχει και κάποιον υπηρέτη ή κάποιον αγροίκο που μιλάει χυδαία' το έργο ωστόσο δεν θα ήταν καλό αν κανείς αφαιρούσε από αυτό τους κατώτερους χαρακτήρες, αφού και τούτοι συμβάλλουν στην ολοκλήρωσή του.

Για τους ενάρετους η φτώχεια δεν είναι μειονέκτημα' προκαλεί επίσης τον άδικο φόνο όσων είχαν διαπράξει άδικους φόνους -φόνο άδικο αν θεωρηθεί από τη σκοπιά των αυτουργών, δίκαιο όμως αν θεωρηθεί από τη σκοπιά των θυμάτων τους, και εξισώνει αυτό που πρέπει να τους επιβληθεί με αυτό που είναι το σωστό να γίνει, αυτό που έπρεπε να υποστεί ο άδικος εκείνος δράστης. Δεν υπάρχει βέβαια τίποτα το συμπτωματικό στο να γίνει κάποιος άνθρωπος δούλος ούτε αιχμαλωτίζεται κανείς από τυχαίους λόγους ούτε κάποιος δέχεται σωματική προσβολή χωρίς αιτία, αλλά αυτά που παθαίνει τώρα τα είχε κάνει κάποτε κι ο ίδιος' αυτός που είχε σκοτώσει μια μητέρα θα σκοτωθεί κι ο ίδιος από κάποιο γιο, όταν ο πρώτος θα γίνει γυναίκα, κι αυτός που βίασε μια γυναίκα θα γίνει κάποτε γυναίκα για να βιαστεί με τη σειρά του. Εξ ου και το θεϊκής υποδείξεως όνομα "Αδράστεια"' διότι αυτή η κοσμική τάξη είναι πραγματικά αναπόδραστη, πραγματικά δικαιοσύνη και σοφία θαυμαστή.

Η αλληλοφαγία των ζώων είναι αναγκαία και πρόκειται για αμοιβαία αλλαγή μορφής των ζώων που δεν μπορούν να παραμείνουν πάντοτε στην ίδια κατάσταση, ακόμα κι αν δεν τα σκοτώσει κάποιος. Μοιάζει με αυτό που συμβαίνει στη θεατρική σκηνή, όταν ο ηθοποιός που φονεύεται αλλάζει ρόλο και ενδυμασία και εισέρχεται εκ νέου ως άλλο πρόσωπο. Ο άνθρωπος όμως πεθαίνει σταλήθεια. Αν λοιπόν και ο θάνατος είναι αλλαγή σώματος, όπως στη σκηνή είναι αλλαγή ενδυμασίας, ή αν για μερικούς ανθρώπους είναι απόθεση του σώματος, όπως είναι στο θέατρο η τελική έξοδος από τη σκηνή, στην περίπτωση του ηθοποιού που θα ξαναβγεί αργότερα να παίξει πάλι, τι το φοβερό θα είχε μια τέτοιου είδους αλλαγή, όπου τα ζωντανά πλάσματα μεταβάλλονται το ένα στο άλλο, η οποία άλλωστε είναι πολύ καλύτερη από το να μην είχαν ποτέ λάβει γένεση εξαρχής;

Οι μάχες δείχνουν ότι όλες οι ανθρώπινες ασχολίες είναι παιχνίδια και ότι οι θάνατοι δεν είναι τίποτα το φοβερό, και ότι αυτοί που σκοτώνονται στους πολέμους και τις μάχες απλώς προλαμβάνουν λίγο τον θάνατο που θα έρθει στα γηρατειά, δηλαδή φεύγουν και ξανάρχονται αργότερα. Αλλά αν όσο ζουν τους κλέψουν τα χρήματα, θα μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι αυτά δεν ήταν ούτε και προηγουμένως δικά τους, και ότι η κατοχής τους είναι και για τους κλέφτες μια κοροϊδία, όταν κάποιοι άλλοι θα τα κλέψουν κι από αυτούς' άλλωστε και για κείνους που δεν τους κλέβουν, το να τα έχουν αποβαίνει κάτι χειρότερο από το να τους τα πάρουν.

Εδώ στα γεγονότα της ζωής, δεν είναι η εσωτερική ψυχή αλλά η εξωτερική σκιά του ανθρώπου που θρηνεί και οδύρεται και κάνει τα πάντα πάνω στη σκηνή που είναι όλη η γη, καθώς οι άνθρωποι στήνουν σε πολλά σημεία τις σκηνές τους. Τέτοιου είδους έργα δηλαδή αφορούν ανθρώπους που ξέρουν να ζουν μόνο την κατώτερη και εξωτερική ζωή και που αγνοούν ότι τα δάκρυά τους, ακόμα και τα σοβαρά, είναι παιχνίδι.

Η λογική αρχή είναι όχι καθαρός νους, ούτε απόλυτος νους, δεν ανήκει ούτε στο γένος της καθαρής ψυχής αλλά είναι εξαρτημένη από εκείνη, κάτι σαν λάμψη που εκπέμπεται και από τα δύο, ενώ ο νους και η ψυχή -με την ψυχή διακείμενη σύμφωνα με τις επιταγές του νου- γέννησαν τούτη τη λογική αρχή ως ζωή που εν ηρεμία εμπεριέχει τη λογική.

Το πρέπον και το ωραίο υπάρχει στο όλο όταν ο καθένας τάσσεται στη θέση που πρέπει, κι αυτή η θέση προκειμένου για κείνον που εκπέμπει κακούς ήχους είναι το σκοτάδι και τα τάρταρα, διότι μόνο για το μέρος αυτό είναι ωραίοι εκείνοι οι ήχοι' και το όλον τούτο είναι ωραίο όχι όταν ο καθένας είναι Λίνος, αλλά, αν, συνεισφέροντας τη δική του φωνή, συμβάλλει στην ολοκλήρωση μιας αρμονίας, εκπέμποντας κι αυτός τη φωνή της ζωής.

Ο κακός ήχος τους συνεπώς θα είναι καλός υπό το πρίσμα του σύμπαντος και ο παρά φύση ήχος θα είναι κατά φύση όσο αφορά το όλον, ενώ ο ίδιος ο ήχος ούτως ή άλλως θα είναι κατώτερος. Εκπέμποντας όμως ήχους με τον τρόπο αυτό, δεν κάνει χειρότερο το σύμπαν, όπως ακριβώς, αν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και μιαν άλλη εικόνα, ο δήμιος, όντας κακός, δεν κάνει κακή μιαν ευνομούμενη πόλη.
(Περί Προνοίας Α')

Η λογική αρχή εμπεριέχει μέσα της και τη λογική αρχή της ύλης, την οποία ύλη θα διαμορφώσει κατάλληλα για την ίδια, είτε προσδίδοντάς της ποιοτικά χαρακτηριστικά που συμφωνούν με την ίδια είτε βρίσκοντάς την ήδη σύμφωνη. Διότι η λογική αρχή του βοδιού δεν έχει εφαρμογή σε άλλη ύλη εκτός από αυτήν του βοδιού.

Η ειμαρμένη αρχίζει από το κατώτερο, ενώ το υπεράνω είναι πρόνοια και μόνο.

Αν λοιπόν υπάρχει αναλογία στο σύμπαν, η πρόβλεψη είναι δυνατή.

Όσοι διατυπώνουν την αξίωση να αναιρεθεί το χειρότερο στο σύμπαν, αναιρούν την ίδια την πρόνοια.
(Περί Προνοίας Β')

Όταν εξέρχεται από το σώμα, η ψυχή γίνεται εκείνο ακριβώς το οποίο πλεόναζε μέσα του. Γι' αυτό πρέπει "να φύγουμε" προς τα πάνω, για να μην ακολουθήσουμε τα αισθητά είδωλα στην αισθητή περιοχή ούτε να ακολουθήσουμε στη φυτική περιοχή την έφεση προς τη γέννηση και τη "λαίμαργη επιθυμία της τροφής", αλλά να ανέβουμε στη νοητή περιοχή, στον νου και στον Θεό. Όσοι διαφύλαξαν τον άνθρωπο μέσα τους γίνονται πάλι άνθρωποι. Όσοι έζησαν μόνο μέσω των αισθήσεών τους γίνονται ζώα' αν μάλιστα οι αισθήσεις τους συνοδεύονται από θυμό, γίνονται άγρια ζώα. Οι φιλόμουσοι, αν γενικώς είναι καθαροί, γίνονται ωδικά πτηνά.

Η επιλογή στον άλλον κόσμο, για την οποία μιλάει ο Πλάτων, υπαινίσσεται πλήρως και ως προς όλα τα σημεία την προαίρεση και τη διάθεση της ψυχής.

Πρέπει άλλωστε να πιστεύουμε ότι μέσα στην ψυχή μας υπάρχει ένας κόσμος όχι μόνο νοητός αλλά και διάθεση όμοια στην μορφή με αυτήν της ψυχής του κόσμου.
(Περί του ειληχότος ημάς δαίμονος)

Αν κάποιος υπέθετε ότι η καταγωγή του έρωτα ήταν η προϋπάρχουσα στις ανθρώπινες ψυχές επιθυμία για το ωραίο καθαυτό, η επίγνωσή του, η συγγένεια προς αυτό και η εξωλογική συνειδητοποίηση του ότι πρόκειται για κάτι δικό τους, θα έβρισκε, νομίζω, την αληθινή αιτία. Πράγματι, το άσχημο είναι αντίθετο και προς τη φύση και προς τον Θεό.

Αν από το εδώ ωραίο φτάσουν στην ανάμνηση του αρχετύπου, αγαπούν το ωραίο του κόσμου τούτου ως εικόνα, ενώ, αν, αγνοώντας τι τους συμβαίνει, δεν φτάσουν στην ανάμνηση του αρχετύπου, φαντάζονται πως το ωραίο του κόσμου αυτού είναι το αληθινό.

Αυτό που δεν θέλει να γεννά έχει μεγαλύτερη αυτάρκεια όσο αφορά το ωραίο, αυτό όμως που έχει έφεση προς τη δημιουργία θέλει να δημιουργεί λόγω της ένδειάς του και δεν είναι αύταρκες.

Λέμε λοιπόν ότι η Αφροδίτη είναι διττή' η μία, η ουράνια, λέμε πως είναι κόρη του Ουρανού, και η άλλη, η γεννημένη από τον Δία και τη Διώνη, εποπτεύει και προστατεύει τους γάμους που γίνονται εδώ στη γη' την πρώτη την θεωρούμε "χωρίς μητέρα" και εκτός γάμου, διότι στους ουρανούς δεν γίνονται γάμοι. Η ουράνια Αφροδίτη, καθώς λέγεται ότι είναι κόρη του Κρόνου, ο οποίος είναι νους, αναγκαστικά είναι η κατ' εξοχήν θεϊκή ψυχή, προερχόμενη κατευθείαν από εκείνον, αγνή από αγνόν, παραμένει επάνω, αφού ούτε θέλει ούτε μπορεί να κατέβει στον εδώ κόσμο, διότι δεν είναι σύμφωνο προς τη φύση της να κατέλθει, αφού πρόκειται για κάποιου είδους χωριστή υπόσταση και ουσία αμέτοχη στην ύλη -εξ ου και μίλησαν υπαινικτικά για ατή κατ' αυτό τον τρόπο, ότι είναι "χωρίς μητέρα".

Ας δεχτούμε ότι η ψυχή του όλου έχει έναν καθολικό έρωτα και οι επί μέρους ψυχές η καθεμία τον δικό της. Στον βαθμό όμως που κάθε επί μέρους ψυχή δεν είναι αποκομμένη σε σχέση προς την ψυχή του όλου, αλλά εμπεριέχεται από αυτήν, ώστε όλες οι ψυχές να είναι μία, έτσι σχετίζεται και ο επί μέρους έρωτας με τον καθολικό.

Η ψυχή είναι μητέρα του έρωτα, η Αφροδίτη ψυχή και ο έρωτας ενέργεια της ψυχής που επιθυμεί το καλό.

Ο Πλάτων λέει ότι το σύμπαν είναι ένας "ευδαίμων θεός" και αυτάρκης, ενώ για τον Έρωτα παραδέχεται ότι δεν είναι θεός ούτε αυτάρκης, αλλά τελεί πάντοτε σε ένδεια.

Ο Έρως δεν είναι μια καθαρή λογική αρχή, αφού εμπεριέχει μια επιθυμία αόριστη, άλογη και άπειρη' ποτέ άλλωστε δεν θα ολοκληρωθεί, όσο εμπεριέχει τη φύση του αόριστου.

Η Αφροδίτη είναι για μας η ψυχή, και ο Πόρος είναι η λογική αρχή όλων των πραγμάτων.

Ο Ζευς τότε θα βρίσκεται στο επίπεδο του νου, και η Αφροδίτη, η κόρη του που προέρχεται από αυτόν και είναι μαζί του, θα έχει τοποθετηθεί στο επίπεδο της ψυχής, καθώς την ονομασία Αφροδίτη την οφείλει στην ομορφιά της, στη λάμψη της και στην άκακη και αβρή ψυχή της.

Ο Έρως δημιουργείται πάντοτε κατ' ανάγκην, από την έφεση της ψυχής προς το ανώτερο και το καλό, και ήταν πάντοτε εκεί από τότε που υπήρχε και η ψυχή. Είναι μάλιστα αυτός μεικτό πράγμα, μετέχοντας μεν στην έλλειψη κατά το μέρος εκείνο του οποίου θέλει να φέρει την πλήρωση, όχι όμως αμέτοχο και στην ευπορία, κατά το μέρος του εκείνο όπου αναζητεί το ελλείπον σε ό,τι έχει' διότι αυτό που δεν μετέχει καθόλου στο καλό δεν θα μπορούσε να αναζητήσει ποτέ το καλό. Λέγεται λοιπόν ότι γεννήθηκε από τον Πόρο και την Πενία στον βαθμό που η έλλειψη, η επιθυμία και η ανάμνηση των λογικών αρχών, συνερχόμενα στην ψυχή, γέννησαν την ενέργεια που κατευθύνεται στο αγαθό' τούτος είναι ο Έρως. Η μητέρα του είναι η Πενία, διότι πάντοτε η επιθυμία συνδέεται με την έλλειψη. Και η Πενία είναι ύλη, διότι και η ύλη βρίσκεται σε πλήρη ένδεια και επειδή η αοριστία της επιθυμίας για το καλό κάνει το αντικείμενο της επιθυμίας, στον βαθμό που το επιθυμεί, περισσότερο υλικό.

Έτσι ο Έρως είναι κάτι υλικό, είναι πνεύμα που δημιουργείται από την ψυχή, στον βαθμό που αυτή υπολείπεται μεν ως προς το αγαθό, πλην το επιθυμεί.
(Περί Έρωτος)

Αυτό όμως που είναι "μόνο και εγκαταλειμμένο" από τα άλλα πράγματα και απολύτως απλό, δενθα υφίσταται παθήματα από κανένα άλλο και θα μένει αφημένο ανάμεσα σε όλα τα πράγματα που αλληλεπιδρούν, φερ' ειπείν, όταν στο ίδιο σπίτι οι άνθρωποι χτυπιούνται ο ένας με τον άλλον, το σπίτι μένει ανεπηρέαστο, και ομοίως ο αέρας μέσα σ'αυτό.

Η ψυχή που έχει τις μορφές των όντων και που είναι και η ίδια μορφή, τις έχει όλες μαζί, και κάθε επιμέρους μορφή υπάρχει στο σύνολό της σ' αυτήν. Η ύλη όμως που δεν έχει κανένα αντίβαρο, καθώς δεν έχει ενέργεια, αλλά είναι σκιά, περιμένει να υποστεί όποιο πάθημα θέλει αυτό που ενεργεί σ'αυτήν.

Μόνο η μορφή είναι γόνιμη και η υπόλοιπη φύση είναι άγονη.

Η ύλη είναι άγονη και όχι απολύτως θηλυκή, αλλά τόσο θηλυκή όσο να είναι υποδοχή, όχι όμως και όσο να γεννά.
(Περί της απάθειας των ασωμάτων)

Εικόνα της αιωνιότητας είναι ο χρόνος.

Ούτε ήταν, ούτε θα είναι. Απομένει λοιπόν γι' αυτό μόνο το να είναι, μέσα στο Είναι του, ό,τι είναι. Αυτό λοιπόν που ούτε ήταν ούτε θα είναι αλλά μόνο είναι, του οποίου η ύπαρξη είναι στατική λόγω του ότι δεν μεταβάλλεται στο θα είναι και που ουδέποτε έχει μεταβληθεί, είναι αιωνιότητα.

Το αληθινό Είναι δεν είναι ποτέ μη Είναι ούτε κατ' άλλο τρόπο Είναι' κι αυτό είναι το να βρίσκεται πάντοτε στην ίδια κατάσταση' κι αυτό είναι να μην έχει καμιά διαφορά.

Δεν είναι αλήθεια ότι άλλο είναι το ον και άλλο το αεί ον, όπως δεν είναι αλήθεια ότι άλλο είναι ο φιλόσοφος και άλλο ο αληθινός φιλόσοφος.

Δεν υπάρχει άλλος τόπος του σύμπαντος αυτού εκτός από την ψυχή.

Η γέννηση του χρόνου είναι ταυτόχρονη με το σύμπαν τούτο, διότι η ψυχή τον γέννησε μαζί με το σύμπαν τούτο.

Η καθολική ψυχή δεν απουσιάζει από κανένα μέρος του κόσμου,όπως και η εντός μας ψυχή δεν απουσιάζει από κανένα μέρος μας.

Άραγε και ο χρόνος είναι μέσα μας; Είναι μέσα σε κάθε ψυχή τέτοιου είδους, με τον ίδιο τρόπο σε καθεμιά, και όλες είναι μία. Γι' αυτό ο χρόνος δεν πρόκειται να διασπαστεί, όπως άλλωστε και η αιωνιότητα, η οποία, με διαφορετικό τρόπο, βρίσκεται σε όλα τα ομοειδή πράγματα.
(Περί αιώνος και χρόνου)

Χρόνος δεν υπήρχε ακόμα, τουλάχιστον για τα πράγματα του κόσμου τούτου, αλλά θα δημιουργήσουμε το χρόνο βάσει της λογικής αρχής και της φύσης του υστέρου. Αν λοιπόν τούτα έμεναν ήρεμα στον εαυτό τους, ίσως δεν θα μπορούσε να καλέσει κάποιος τις Μούσες, που δεν υπήρχαν ακόμη τότε, να του πουν “πώς εξέπεσε για πρώτη φορά ο χρόνος”.

Ίσως όμως, ακόμα κι αν οι Μούσες υπήρχαν τότε, να ρωτούσε κάποιος τον χρόνο, όταν δημιουργούνταν, με ποιο τρόπο φανερώθηκε και έγινε. Θα μιλούσε τότε για τον εαυτό του κάπως έτσι:

“ότι πρωτύτερα, προτού δημιουργήσει ακόμα αυτό το πρότερον και προτού χρειαστεί το ύστερον, αναπαυόταν μαζί με την αιωνιότητα μέσα στο ον, χωρίς ακόμα να είναι χρόνος, αλλά κι ο ίδιος έμενε ήσυχος μέσα σ’ εκείνο. Καθώς όμως υπήρχε μια πολυπράγμων φύση που ήθελε να διοικεί τον εαυτό της και ν’ ανήκει στον εαυτό της, επιλέγοντας ν’ αναζητάει περισσότερα από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αυτή κινήθηκε και μαζί κινήθηκε και ο χρόνος, συνεχώς προς το έπειτα, το ύστερα και το όχι ίδιο, αλλά στο ένα πράγμα μετά το άλλο, δώσαμε κάποιο μήκος στην πορεία μας και δημιουργήσαμε τον χρόνο ως εικόνα της αιωνιότητας.

Επειδή η ψυχή είχε μιαν ανησύχαστη δύναμη, που ήθελε ολοένα να μεταφέρει σε κάτι άλλο ό,τι έβλεπε εκεί, δεν ήθελε το όλον που υπάρχει σ’ αυτή να είναι εκεί αθρόο. Σαν μέσα από κάποιο ήσυχο σπέρμα, λοιπόν, η λογική αρχή [="λόγος"] ξεδίπλωσε τον εαυτό της και εξήλθε, όπως νομίζει, στο πολύ, αφανίζοντας όμως το πολύ με τον μερισμό και, αντί για την ενότητα μέσα στον εαυτό της, τη δαπανά έξω από τον εαυτό της κι έτσι προχωρεί προς ένα ασθενέστερο μήκος.

Κατά τον ίδιο τρόπο, δημιουργώντας τον αισθητό κόσμο κατά μίμηση του νοητού κόσμου, κινούμενη με κίνηση που δεν υπάρχει στον κόσμο εκείνο, αλλά είναι όμοια με αυτή που υπάρχει εκεί, με την επιθυμία να είναι εικόνα επίσης, πρώτα έθεσε τον εαυτό της σε χρόνο, τον οποίο δημιούργησε αντί της αιωνιότητας.

Έπειτα έδωσε αυτό που δημιουργήθηκε δούλο στον χρόνο, κάνοντάς τον να είναι στο σύνολό του σε χρόνο και περικλείοντας μέσα σ’ αυτόν όλες τις διεξόδους του. Κινούμενος δηλαδή ο αισθητός κόσμος μέσα στην ψυχή –δεν υπάρχει άλλος τόπος του σύμπαντος αυτού εκτός από την ψυχή- κινούνταν επίσης στον χρόνο της ψυχής. Διότι, καθώς η ψυχή παρείχε τη μια ενέργειά της μετά την άλλη και μετά πάλι άλλη και ούτω καθ’ εξής, γεννούσε μαζί με την ενέργεια τη συνέχεια και ακολουθούσε την πορεία της με τη μια σκέψη να έρχεται μετά από εκείνη που είχε προηγουμένως προς αυτό που δεν υπήρχε πριν, διότι ούτε η σκέψη της ενεργοποιήθηκε ούτε η τωρινή ζωή της ψυχής είναι ίδια με την προ αυτής.

Την ίδια στιγμή, λοιπόν, η ψυχή είναι διαφορετική και το “διαφορετική” εμπεριέχει έναν διαφορετικό χρόνο. Η διάσταση της ζωής λοιπόν εμπεριέχει τον χρόνο και η συνεχής προχώρηση της ζωής εμπεριέχει τον συνεχή χρόνο, ενώ η παρελθούσα ζωή εμπεριέχει τον παρελθόντα χρόνο.

Αν λοιπόν έλεγε κάποιος ότι ο χρόνος είναι η ζωή της ψυχής σε μια μεταβατική κίνηση από τη μια ζωή στην άλλη, θα έδινε άραγε την εντύπωση ότι λέει κάτι; Ναι, διότι, αν η αιωνιότητα είναι ζωή σε ακινησία, στην ίδια κατάσταση, αμετάβλητη και άπειρη ήδη και ο χρόνος πρέπει να υπάρχει ως εικόνα της αιωνιότητας, κατά την αναλογία με την οποία τον σύμπαν τούτο σχετίζεται με το νοητό σύμπαν, τότε πρέπει να πούμε ότι, αντί για την εκεί ζωή, υπάρχει μια άλλη ζωή που είναι, θα λέγαμε, ομώνυμη με αυτή τη δύναμη της ψυχής και ότι, αντί της νοητής κίνησης, υπάρχει η κίνηση κάποιου μέρους της ψυχής και, πάλι, αντί της ταυτότητας και της ίδιας κατάστασης και της παραμονής, υπάρχει αυτό που δεν παραμένει στην ίδια κατάσταση, αλλά που ενεργεί το ένα μετά το άλλο και, αντί γι’ αυτό που είναι αδιάστατο και ενιαίο, ένα είδωλο του ενιαίου, που είναι ένα στη συνέχειά του και αντί για το άπειρο ήδη όλον, μια συνεχής άπειρη διαδοχή και, αντί για το αθρόο όλον, ένα όλον που θα γίνεται και πάντοτε θα γίνεται κατά μέρος.

Πράγματι, κατ’ αυτό τον τρόπο θα μιμηθεί αυτό που είναι ήδη όλον και αθρόο και άπειρο ήδη, με το να θέλει να προσθέτει πάντοτε ύπαρξη στην ύπαρξή του, διότι έτσι η ύπαρξή του θα μιμηθεί την ύπαρξη στον νοητό κόσμο. Δεν πρέπει όμως να λαμβάνουμε τον χρόνο εκτός ψυχής, όπως ούτε την εκεί αιωνιότητα εκτός όντος. Δεν υπάρχει παρακολούθημα της ψυχής ούτε ύστερον, όπως ούτε στον νοητό κόσμο, αλλά κάτι που μπορεί να το δει κανείς σ’ αυτήν, που υπάρχει μέσα της και είναι μαζί της, όπως συμβαίνει και εκεί με την αιωνιότητα.

Αν ρωτούσε κανείς τη φύση, εκείνη θα απαντούσε: "Δεν πρέπει να ρωτάς, αλλά να καταλαβαίνεις σιωπηρά, όπως σιωπώ εγώ που δεν είμαι συνηθισμένη να μιλάω. Ό,τι υπόκειται σε γένεση είναι αυτό που θεώμαι εγώ, μέσα στη σιωπή μου, γενόμενο αντικείμενο θέασης με φυσικό τρόπο,και εγώ, προερχόμενη από αυτού του είδους τη θέαση, έχω φύση φιλοθεάμονα. Και το ότι θεώμαι δημιουργεί το αντικείμενο της θέασης, όπως ακριβώς οι γεωμέτρες σχεδιάζουν θεώμενοι' εγώ ωστόσο δεν σχεδιάζω, αλλά καθώς θεώμαι οι γραμμές των σωμάτων δημιουργούνται σαν να εκπίπτουν από τη θέασή μου. Αυτό που μου συμβαίνει είναι το ίδιο που συνέβη στη μητέρα μου και στους γεννήτορές μου' πράγματι κι αυτοί προήλθαν από θέαση και η γένεσή μου συνέβη χωρίς αυτοί να κάνουν τίποτα, αλλά είναι ανώτερες λογικές αρχές και, καθώς εθεώντο τους εαυτούς τους, γεννήθηκα εγώ".

Παντού θα βρούμε τη δημιουργία και την πράξη να είναι η εξασθένηση της θέασης είτε το παρακολούθημά της: εξασθένηση όταν ο πράττων δεν θεάται τίποτα πέρα από το αποτέλεσμα της πράξης του, και παρακολούθημα όταν θεάται κάποιο άλλο πρότερο αντικείμενο, ανώτερο από το δημιούργημά του.

Η θέαση δημιουργεί τη θέαση. Η θέαση και το αντικείμενο της θέασης δεν έχουν τέλος.

Και όσο πιο εναργής η πίστη, τόσο πιο ήσυχη η θέαση, κατά τον τρόπο που οδηγεί σε ενότητα, ώστε αυτό που γνωρίζει, στο βαθμό που γνωρίζει- τώρα πια πρέπει να είμαστε σοβαροί- φτάνει σε ενότητα με το αντικείμενο της γνώσης.

Δημιουργία σημαίνει δημιουργία κάποιας μορφής, κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει πλήρωση των πάντων με θέαση.

Και οι εραστές πρέπει να αναζητηθούν ανάμεσα σ' εκείνους που βλέπουν μια μορφή και σπεύδουν προς αυτή.

Το γνωστικό υποκείμενο τείνει να ταυτιστεί με το γνωστικό αντικείμενο. Είναι προφανές ότι αμφότερα στον νου είναι ένα, επειδή "είναι το ίδιο πράγμα το Νοείν και το Είναι".

Αυτό το οποίο θεάται δεν είναι ένα' σε αντίθετη περίπτωση, δεν γίνεται νους. Παρ' ότι άρχισε ως ένα, δεν έμεινε όπως άρχισε αλλά χωρίς να το καταλάβει έγινε πολλά, σαν να είχε πέσει σε βαριά ζάλη, και ξεδίπλωσε τον εαυτό του από την επιθυμία του να κατέχει τα πάντα- πόσο καλύτερο θα ήταν γι' αυτό να μην είχε τέτοια επιθυμία, διότι έγινε δεύτερο-, αφού, όπως ο κύκλος που ξεδιπλώνεται, έγινε σχήμα και επίπεδο και περιφέρεια και κέντρο και ακτίνες, κάποια μέρη επάνω, άλλα μέρη κάτω' καλύτερη λοιπόν η προέλευση και χειρότερη η κατάληξη.

Ο Νους δεν είναι νους κάποιου πράγματος, αλλά είναι καθολικός' και ο καθολικός νους είναι νους των πάντων.

Η πολλαπλότητα είναι ύστερη της ενότητας' ο νους είναι αριθμός, αλλά η αρχή του αριθμού, και του τέτοιου είδους αριθμού, είναι το όντως ένα' είναι νους και νοητό ταυτόχρονα, ώστε είναι δύο πράγματα μαζί.

Αν το Αγαθό γέννησε τον νου, πρέπει να είναι απλούστερο από τον νου.

Τι είναι λοιπόν το Αγαθό; Η δύναμη όλων των πραγμάτων. Αν δεν υπήρχε αυτή, δεν θα υπήρχαν και όλα τα πράγματα και ούτε ο νους θα ήταν η πρώτη και καθολική ζωή. Η ενέργεια της ζωής, που είναι τα πάντα, δεν είναι πρώτη, αλλά μοιάζει, θα λέγαμε, να χύνεται σαν από πηγή. Σκέψου μια πηγή που δεν έχει άλλη αρχή, αλλά δίνεται ολόκληρη στους ποταμούς, και που δεν ξοδεύεται από τα ποτάμια αλλά μένει σε ησυχία, ενώ οι ποταμοί που πηγάζουν από αυτή, προτού αρχίσει ο καθένας τους να ρέει προς διαφορετική κατεύθυνση, μένουν για λίγο όλοι μαζί, μολονότι ο καθένας τους γνωρίζει προς τα πού θ' αφήσει το ρέμα του να κυλήσει' ή σκέψου τη ζωή ενός πολύ μεγάλου φυτού που το διαπερνά ολόκληρο, ενώ η αρχή του μένει σταθερή και δεν σκορπίζεται στο όλον, καθώς είναι προσδεμένη στη ρίζα. Αυτή η αρχή λοιπόν δίνει στο φυτό ολόκληρη τη ζωή του στην πολλαπλότητά της, η ίδια όμως παραμένει όχι πολλαπλή αλλά η αρχή μιας πολλαπλής ζωής.

Η αναγωγή παντού οδηγεί στο ένα. Από αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει αναγωγή σε κάτι άλλο.

Κανείς χαρακτηρισμός δεν μπορεί να του αποδοθεί, μη ον, μη ουσία, μη ζωή, ώστε να είναι πάνω από όλα αυτά. Αν όμως το λάβεις αφαιρώντας του το Είναι, θα θαυμάσεις. Ρίχνοντας τον εαυτό σου σ' αυτό και ερχόμενος να αναπαυτείς σ'αυτό, κατανόησέ το ολοένα περισσότερο, γνωρίζοντάς το ενορατικά και βλέποντας το μεγαλείο του μέσα από τα πράγματα που υπάρχουν μετά από αυτό και μέσω αυτού.

Τα άλλα πράγματα έχουν την ενέργειά τους περί το αγαθό και λόγω του αγαθού, το αγαθό όμως δεν χρειάζεται τίποτα.

Διότι ο νους χρειάζεται το αγαθό, το αγαθό όμως δεν χρειάζεται τον νου.

Το πρότερο όλων ούτε χρειάζεται ούτε έχει κάτι. Αλλιώς δεν θα ήταν το αγαθό.
(Περί Φύσεως και Θεωρίας και του Ενός)

Η διάνοια δεν είναι έργο του νου αλλά της ψυχής, που έχει μια διαιρετή ενέργεια μέσα σε μια διαιρετή φύση.

Η ψυχή του σύμπαντος δεν έγινε ούτε ήρθε για να είναι οπουδήποτε, διότι δεν υπάρχει τόπος.

Η μερική ψυχή φωτίζεται όταν οδηγείται προς το πρότερό της -διότι συναντά το ον- ενώ, όταν πηγαίνει προς το ύστερό της, πηγαίνει προς το μη ον.

Πώς από το ένα δημιουργείται πολλαπλότητα; Διότι είναι παντού' δεν υπάρχει δηλαδή πουθενά που να μην είναι. Πληροί συνεπώς τα πάντα' είναι πολλά ή μάλλον τα πάντα. Αν αυτό βρισκόταν μόνο παντού, θα ήταν όλα τα πράγματα' επειδή όμως είναι και πουθενά, τα πάντα υπόκεινται σε γένεση μέσω αυτού, διότι είναι παντού, αλλά είναι διαφορετικά του, διότι είναι πουθενά.

Το πρώτο είναι η δύναμη που προκαλεί την κίνηση και τη στάση, ώστε βρίσκεται επέκεινα τούτων' το δεύτερο όμως ακινητεί αλλά και κινείται γύρω από το πρώτο' ο νους ανήκει στην περιοχή του δευτέρου. Το ένα δεν έχει νόηση. Αυτό που νοεί είναι διπλό, ακόμα κι αν νοεί τον εαυτό του, και ελλιπές, διότι το καλό του έγκειται στη νόηση και όχι στην υπόστασή του.

Ούτε το πρωταρχικώς σεβαστό είναι η νόηση' και δεν είναι βέβαια τέτοια στο σύνολό της, αλλά μόνο η νόηση του αγαθού' συνεπώς το αγαθό βρίσκεται επέκεινα της νόησης. Το αγαθό όμως δεν θα έχει συνείδηση του εαυτού του. Αν πρόκειται για συνείδηση του εαυτού του ως αγαθού, το αγαθό υπάρχει πριν από την συνείδηση του εαυτού του' αν όμως η συνείδηση του εαυτού του το κάνει αγαθό, το αγαθό δεν θα υπάρχει πριν από αυτήν' συνεπώς ούτε αυτή θα υπάρχει, αφού δεν θα είναι συνείδηση του αγαθού. Τι λοιπόν; Ούτε ζει; Δεν πρέπει να μιλήσουμε για ζωή, ή, αν πρέπει να μιλήσουμε, θα είναι υπό την έννοια ότι αυτό δίνει ζωή. Αυτό που έχει συνείδηση του εαυτού του και νοεί τον εαυτό του έρχεται δεύτερο' διότι έχει συνείδηση του εαυτού του για να κατανοεί, μέσω της ενέργειας αυτής, τον εαυτό του. Πρέπει λοιπόν αν έχει γνώση του εαυτού του, να έχει άγνοια του εαυτού του και να είναι ελλιπές ως προς τη φύση του, αλλά να τελειοποιείται με τη νόηση. Έτσι η κατανόηση πρέπει να εξαιρεθεί από το αγαθό, διότι η προσθήκη δημιουργεί αφαίρεση και έλλειψη.

Πλωτίνος- Εννεάς Τετάρτη και Πέμπτη (αποσπάσματα)
 
ΕΝΝΕΑΣ ΤΕΤΑΡΤΗ

Ο νους είναι πάντοτε αδιαχώριστος και όχι διαιρετός, αλλά η ψυχή είναι αδιαχώριστη και αδιαίρετη εκεί' η φύση της όμως είναι να μερίζεται. Διότι η διαίρεσή της είναι η απομάκρυνσή της από τον νου και η έλευσή της στο σώμα.

Ακόμα κι εδώ, δεν είναι μόνο διαιρετή, αλλά και αδιαίρετη' αυτό, δηλαδή, το στοιχείο της, που διαιρείται, διαιρείται αδιαίρετα. Δίνει, πράγματι, τον εαυτό της στο όλον σώμα και δεν διαιρείται με το να δίνεται όλη στο όλον, ενώ διαιρείται με το να είναι παρούσα σε κάθε μέρος.
(Περί Ουσίας Ψυχής Πρώτον)

Η ψυχή είναι μεριστή όντας σε όλα τα μέρη αυτού στο οποίο βρίσκεται, και αμέριστη ως παρούσα σε όλα τα μέρη αυτού στο σύνολό της και σε καθένα μέρος αυτού στο σύνολό της.

Ώστε διαιρείται και δεν διαιρείται, ή μάλλον δεν διαιρείται η ίδια ούτε έχει διαιρεθεί' διότι μένει όλη μαζί με τον εαυτό της, αλλά διαιρείται στην περιοχή των σωμάτων, βάσει της ιδιαίτερης διαιρετότητας του καθενός, αφού αυτά δεν μπορούν να την δεχτούν χωρίς μερισμό. Συνεπώς ο μερισμός είναι πάθημα των σωμάτων, όχι δικό της.

Πρέπει η ψυχή να είναι και ένα και πολλά, και διαιρεμένο και αδιαίρετο, και δεν πρέπει να απιστούμε ότι τάχα είναι αδύνατον αυτό που είναι ένα και το ίδιο πράγμα να είναι σε πολλούς τόπους.

Είναι πλήθος, διότι τα όντα του σύμπαντος είναι πολλά, και μία για να είναι ένα αυτό που τους δίνει τη συνοχή τους.
(Περί Ουσίας Ψυχής Δεύτερον)

Όπως το φως, το οποίο, όταν πια φτάνει στη γη, χωρίζεται στα σπίτια αλλά δεν διαιρείται, παρά εξακολουθεί να είναι ένα. Η ψυχή του παντός διατηρεί πάντοτε την υπερβατική της θέση, διότι δεν σχετίζεται καθόλου με κάθοδο, ακόμα και με το κατώτερο μέρος της, ούτε σχετίζεται με στροφή προς τα πράγματα του εδώ κόσμου, αλλά οι δικές μας ψυχές έρχονται κάτω, επειδή το δικό τους μέρος τούς είναι προσδιορισμένο στην περιοχή αυτή, και με τη στροφή προς αυτές του στοιχείου που χρειάζεται τη φροντίδα τους' η ψυχή του παντός μοιάζει με την ψυχή που υπάρχει σε ένα μεγάλο φυτό, η οποία διοικεί χωρίς κόπο και αθόρυβα το φυτό, ενώ το κατώτερο μέρος μας μοιάζει όπως αν δημιουργούνταν σκουλήκια στο σαπρό μέρος του φυτού' έτσι, πράγματι, μοιάζει το έμψυχο σώμα μέσα στο σύμπαν.

Υπάρχει η διαφορά ότι η ψυχή του παντός αποβλέπει προς τον όλο νου, ενώ οι επί μέρους ψυχές μάλλον προς τους δικούς τους μερικούς νόες.

Έτσι λοιπόν η ψυχή είναι σε ένα μέρος ενός φυτού και επίσης σε ένα άλλο, ακόμα και αν έχει κοπεί, ώστε να είναι και στο αρχικό φυτό και σ' αυτό που είναι κομμένο από κείνο' διότι το σώμα του παντός είναι ένα, και η ψυχή βρίσκεται παντού σ' αυτό, σαν σε ένα πράγμα.

Η φύση της ψυχής είναι τόσο μεγάλη, επειδή δεν έχει μέγεθος, ώστε με μια και με την αυτή σύλληψη να καταλαμβάνει όλο το σώμα, και οπουδήποτε κι αν εκταθεί το σώμα εκεί είναι και η ψυχή.

Η ψυχή δημιουργεί όχι σύμφωνα με κάποια έξωθεν γνώμη ούτε αφού αναμείνει για κάποια θεωρία ή σκέψη' διότι κατ' αυτό τον τρόπο δεν θα δημιουργήσει σύμφωνα με τη φύση αλλά σύμφωνα με κάποια έξωθεν σκέψη. Η τέχνη είναι κατοπινότερη της ψυχής, και τη μιμείται, δημιουργώντας θαμπά και ασθενικά μιμήματα, κάτι παιχνίδια όχι και τόσο αξιόλογα, και μηχανεύεται πολλά για να βοηθήσει στη δημιουργία ενός ειδώλου της φύσης.

Ο αναπόδραστος κανόνας και η δικαιοσύνη έχουν τέτοια φυσική διάρθρωση, που υποχρεώνει το καθετί να κατευθύνεται με τη σωστή σειρά του προς εκείνο προς το οποίο τείνει το καθένα.

Οι ψυχές δεν προχωρούν ούτε με τη θέλησή τους ούτε επειδή κάποιος τις έστειλε' ούτε αυτό το εκούσιο είναι τέτοιο ώστε να σημαίνει προαίρεση αλλά σαν μια φυσική αναπήδηση ή σαν μια φυσική επιθυμία για γαμήλια ένωση ή όπως κάποιοι άνθρωποι κινούνται ανεπίγνωστα προς καλές πράξεις.

Είναι σωστό τις τιμωρίες που με δικαιοσύνη συμβαίνουν στους κακούς να τις αποδώσουμε στην τάξη κατά το ότι οδηγεί τον κόσμο, σύμφωνα με το πρέπον' όσα όμως συμβαίνουν στους καλούς χωρίς δικαιοσύνη, φερ' ειπείν τιμωρίες, φτώχειες, αρρώστιες, πρέπει άραγε να πούμε ότι αυτά συμβαίνουν εξαιτίας προγενέστερων αμαρτιών; Διότι τούτα είναι συνυφασμένα και σημαίνουν εκ των προτέρων, ώστε και αυτά να συμβαίνουν με βάση τη λογική αρχή.

Ίσως η αδικία δεν είναι κακή για όποιον την υφίσταται και συμβάλλει στη συνύφανση του σύμπαντος. Ή δεν είναι καθόλου άδικο, επειδή έχει τη δικαίωσή του από τα προηγούμενα. Διότι δεν πρέπει να νομίζουμε ότι κάποια πράγματα είναι συντεταγμένα, ενώ άλλα μένουν χαλαρά στην ελεύθερη βούληση.

Ακόμα και τα πιο μικρά πρέπει να τα θεωρούμε συντεταγμένα και συνυφασμένα. Και η αδικία, που ο ένας άνθρωπος προκαλεί στον άλλον, είναι βεβαίως αδικία από τη σκοπιά του αυτουργού, και αυτός που τη διαπράττει δεν απαλλάσσεται από την ενοχή, μέσα όμως στη διάταξη του σύμπαντος δεν είναι αδικία ως προς αυτό, ούτε και σε σχέση με τον παθόντα, αλλά έτσι έπρεπε. Αν αυτός που την υπέστη είναι καλός, όλα τούτα θα καταλήξουν στο καλό του. Διότι δεν πρέπει να νομίζουμε ότι αυτή η τάξη είναι "χωρίς θεό" ή άδικη, αλλά ακριβοδίκαιη στην απόδοση του σωστού, κρατάει όμως τις αιτίες της κρυφές και παραχωρεί αφορμές για κατηγορίες σ' εκείνους που δε γνωρίζουν.

Και στις τέχνες η λογική εμφανίζεται όταν οι τεχνίτες βρίσκονται σε αμηχανία, ενώ, όταν δεν υπάρχει καμία δυσκολία, επικρατεί και δημιουργεί η τέχνη.

Λέγεται ότι η ψυχή είναι στο σώμα με τον τρόπο με τον οποίο ο κυβερνήτης είναι μέσα στο πλοίο, που σωστά λέγεται, όσον αφορά τη δυνατότητα της ψυχής να είναι χωριστή από το σώμα, δεν δηλώνει όμως ικανοποιητικά τον τρόπο της παρουσίας της, όπως το ερευνούμε εμείς τώρα. Πράγματι, ο κυβερνήτης ως επιβαίνων του πλοίου μπορεί να είναι σ' αυτό κατά συμβεβηκός, ως κυβερνήτης όμως πώς; Ούτε είναι σε όλο το πλοίο, όπως η ψυχή στο σώμα.

Κατά την αναζήτησή σου για την ψυχή, μην αναζητάς με τα μάτια ούτε σαν να ψάχνεις να βρεις σώματα.

Εφόσον η μνήμη είναι κάτι σταθερό, η σωματική φύση, κινούμενη και ρέουσα, είναι αιτία της λήθης, όχι της μνήμης' γι' αυτό και ο "ποταμός της Λήθης" έτσι πρέπει να γίνει κατανοητός.

Και ο Ηρακλής (η ψυχή του) θα μιλήσει για τα ανδραγαθήματά του, εκείνος όμως που τα θεωρεί αυτά ασήμαντα και μεθίσταται σε κάποιον αγιότερο τόπο και βρίσκεται στην περιοχή του νοητού, γίνεται δυνατότερος από τον Ηρακλή στα αγωνίσματα στα οποία αγωνίζονται οι σοφοί.
(Περί Ψυχής Αποριών Πρώτον)

Η μνήμη της ψυχής των πραγμάτων του νοητού κόσμου εξακολουθεί να τη συγκρατεί για να μην πέσει, η μνήμη της όμως των πραγμάτων του δικού μας κόσμου τη φέρνει εδώ, ενώ η μνήμη της των πραγμάτων που βρίσκονται στον ουρανό την κρατάει εκεί: γενικώς, είναι και γίνεται αυτό του οποίου έχει μνήμη.

Θα μπορούσε να συμβεί, ακόμα και χωρίς την επίγνωση ότι κάποιος κατέχει κάτι, να το κατέχει ισχυρότερα απ' ό,τι γνωρίζει. Αν, δηλαδή, υπάρχει γνώση, ίσως κάποιος θα το έχει ως κάτι άλλο, όντας και ο ίδιος άλλος, με την άγνοια όμως περί του ότι το έχει, πιθανότατα κάποιος θα είναι αυτό που έχει.

Όσοι βλέπουν τον Θεό, δεν είναι σε θέση να λένε ότι τον είδαν' τούτο θα είναι βίωμα εκείνων που έπαψαν να τον βλέπουν.

Όση η ποικιλία των δημιουργημάτων, τόση είναι η σταθερότητα του δημιουργού.

Αυτός που κάνει υπολογισμούς μοιάζει με εκείνον που παίζει κιθάρα για να αποκτήσει την κιθαριστική τέχνη, με εκείνον που μελετά για να αποκτήσει δεξιότητα και γενικά με εκείνον που μαθαίνει για να κερδίσει τη γνώση. Διότι αυτός που είναι στη διαδικασία των υπολογισμών ζητά να μάθει αυτό το οποίο εκείνος που το έχει ήδη είναι σοφός' ώστε η φρόνηση ανήκει σε εκείνον που βρίσκεται σε ακινησία. Το μαρτυρεί άλλωστε και ο ίδιος ο άνθρωπος που κάνει υπολογισμούς' διότι, όταν βρει αυτό που πρέπει, σταματάει να υπολογίζει' και με την είσοδό του στη φρόνηση αναπαύεται.

Ο μεν νους κατέχει, η ψυχή του σύμπαντος όμως λαμβάνει από αυτόν για πάντα και συνεχώς λάμβανε, και τούτο είναι γι' αυτήν η ζωή, και το εκάστοτε φαινόμενο είναι η επίγνωση που εκδηλώνει ενόσω νοεί' η φαντασιακή εικόνα που προβάλλεται από αυτή πάνω στην ύλη είναι η φύση, επί της οποίας σταματούν τα όντα, ή ίσως πριν από τη φύση, κι αυτά είναι τα έσχατα όντα του νοητού κόσμου' ό,τι έρχεται από το σημείο αυτό και μετά είναι μίμηση.

Οι ψυχές δεν είναι σε χρόνο, αλλά τα πάθη τους και τα δημιουργήματά τους είναι.

Αν κάποιος ορίσει ως κέντρο το αγαθό, θα όριζε τον νου ως ακίνητο κύκλο και την ψυχή ως κινούμενο κύκλο, κινούμενο όμως μέσω της επιθυμίας. Διότι ο νους, μεμιάς, και έχει και περιέχει το αγαθό, η ψυχή όμως το επιθυμεί επέκεινα του όντος.

Όταν κάτι είναι ένα, αρκεί αυτό το ίδιο στον εαυτό του.

Όταν είμαστε στραμμένοι με ένταση προς τα νοητά, όσο είμαστε σε αυτή την κατάσταση, οι οπτικές εντυπώσεις και οι άλλες αισθήσεις φεύγουν χωρίς να τις καταλάβουμε' και αν γενικά είμαστε δοσμένοι απολύτως σε ένα, όλα τα άλλα περνούν απαρατήρητα.

Τα πάντα συνυφαίνονται σε ένα, και η αρμονία τους είναι θαυμαστή, και τα πράγματα προέρχονται το ένα από το άλλο, έστω και από τα αντίθετά τους' διότι τα πάντα ανήκουν σε ένα.

Η λογική αρχή που θεσπίζει την αρμονία και τον νόμο της πόλης, νόμο ο οποίος γνωρίζει εκ των προτέρων τι και γιατί θα κάνουν οι πολίτες, και νομοθετεί σε σχέση με όλα αυτά, συνυφαίνοντας με τους νόμους όλα τους τα πάθη, τα έργα και τις τιμές ή ατιμίες που συνοδεύουν τα έργα αυτά, ώστε τα πάντα κινούνται, σαν σε μιαν αυτόματη πορεία κατευθυνόμενα στην αρμονία.

Ο μόνος λοιπόν ελεύθερος από γητέματα είναι εκείνος που, όταν τα άλλα μέρη του τού ασκούν έλξη, λέει ότι τίποτα δεν είναι καλό απ' όσα λέγονται ως τέτοια, αλλά μόνο αυτό που γνωρίζει εκείνος, όχι εξαπατημένος ούτε επιδιώκοντάς το, αλλά κατέχοντάς το. Έτσι δεν θα έλκεται προς πουθενά.
(Περί Ψυχής Αποριών Δεύτερον)

Αν το σώμα αυτό είναι μέρος μας, δεν είναι αθάνατο το σύνολό μας, ενώ, αν είναι όργανο, έπρεπε, εφόσον μας δόθηκε για συγκεκριμένο χρόνο, να είναι από τη φύση του τέτοιο. Το άλλος μέρος είναι το σπουδαιότερο και ταυτίζεται με τον άνθρωπο -και αν είναι έτσι, η σχέση του με το σώμα είναι όπως της μορφής με την ύλη ή όπως του χρήστη με το όργανο' έτσι ή αλλιώς, η ψυχή είναι ο εαυτός μας.

Οι αρετές πρέπει να είναι αιώνιες και σταθερές, όπως και τα γεωμετρικά αντικείμενα. Αν όμως είναι αιώνιες και σταθερές, δεν είναι σώματα.

Τώρα όμως βλέποντας στους περισσότερους ανθρώπους την ψυχή ακρωτηριασμένη σε πολλά σημεία, δεν τη σκέπτονται ως ένα πράγμα θεϊκό και αθάνατο. Πρέπει όμως να εξετάζουμε τη φύση καθενός πράγματος αποβλέποντας στην καθαρή του μορφή, καθώς ό,τι προστίθεται είναι πάντοτε εμπόδιο στη γνώση αυτού στο οποίο προστέθηκε. Να την εξετάζεις αφαιρώντας ή μάλλον ο αφαιρών ας δει τον εαυτό του και ας πιστέψει ότι είναι αθάνατος, όταν θεαθεί τον εαυτό του ερχόμενο στον νοητό και καθαρό κόσμο.

Διότι τίποτα από το ον δεν καταστρέφεται. (Ουδέν γαρ εκ του όντος απολείται.)
(Περί Αθανασίας Ψυχής)

Πολλές φορές εγείρομαι από το σώμα μου και φθάνω εις εαυτόν, εξερχόμενος από όλα τα άλλα πράγματα και εισερχόμενος στον εαυτό μου, και βλέπω ένα τόσο θαυμαστό κάλλος, βεβαιωμένος ότι τότε πιο πολύ απ' οτιδήποτε άλλο ανήκω στο καλύτερο μέρος, διάγω την ανώτερη ζωή και έρχομαι σε ταύτιση με τη θεότητα, οπότε, εγκατεστημένος εκεί, φτάνω στην ενέργεια εκείνη, τοποθετώντας τον εαυτό μου πάνω από καθετί άλλο στον κόσμο των νοητών' μετά από τη στάση αυτή στον θείο τόπο, κατεβαίνοντας από τον νου στον λογισμό, βρίσκομαι σε αμηχανία για το πώς τέλος πάντων κατέβηκα, και πώς συνέβη να βρεθεί η ψυχή μου μέσα σε τούτο το σώμα, όντας αυτό που της φάνηκε να είναι καθαυτήν, μολονότι βρίσκεται μέσα σε σώμα.

Η ψυχή του καθενός μας στάλθηκε για να είναι το σύμπαν τέλειο' έπρεπε άλλωστε όποια γένη υπάρχουν στον νοητό κόσμο, τα ίδια αυτά γένη να υπάρχουν και στον αισθητό.

Η ψυχή ποτέ δεν παύει να διαθέτει ένα υπερβατικό στοιχείο. Τότε λοιπόν οι ψυχές γίνονται, θα 'λεγε κανείς, αμφίβιες, αναγκασμένες να ζουν εναλλάξ την εκεί και την εδώ ζωή -και περισσότερο με την εκεί οι ικανές να συνυπάρχουν περισσότερο με το νοητό, περισσότερο όμως την εδώ εκείνες που η φύση ή η τύχη τις έκαναν να τους συμβεί το αντίθετο.

Η εμπειρία του κακού είναι εναργέστερη γνώση του καλού για όσους έχουν δύναμη ασθενέστερη απ' όσο απαιτείται για να γνωρίσουν καθαρά το κακό προτού το δοκιμάσουν.
(Περί της εις τα σώματα καθόδου της ψυχής)

Μια λέξη ειπωμένη χαμηλόφωνα ενεργεί σε κάτι που βρίσκεται πολύ μακριά και κάνει αυτό που είναι τόσο πολύ απομακρυσμένο να ακούει' από αυτά μπορούμε να συλλάβουμε την ενότητα όλων, επειδή η ψυχή είναι μία.

Ο κάτοχος της επισταμένης γνώσης με το να γνωρίζει καλά ένα μέρος, φέρνει επαγωγικώς όλα τα άλλα μέσω μιας ακολουθίας' και ο γεωμέτρης στην ανάλυσή του δηλώνει ότι το ένα εμπεριέχει όλα τα πρότερά του, μέσω των οποίων γίνεται η ανάλυσή του, όπως και όλα τα επόμενα που γεννιούνται από αυτό. Είμαστε, όμως, δύσπιστοι απέναντι σε όλα τούτα λόγω της αδυναμίας μας και είναι το σώμα που τα σκεπάζει με σκοτάδι' αλλά εκεί τα πάντα και το καθετί είναι φωτεινά.
(Περί του ει πάσαι αι ψυχαί μία)

ΕΝΝΕΑΣ ΠΕΜΠΤΗ

Εκείνο που θαυμάζει και επιδιώκει κάτι άλλο, την ίδια στιγμή το ίδιο αυτό πράγμα παραδέχεται την κατωτερότητά του.

Ας φανταστεί την ψυχή σταθερή σ'αυτόν, σαν να εισρέει εντός του από παντού ερχόμενη απ' έξω και διαχεόμενη μέσα του, σαν από παντού να εισέρχεται και να λάμπει εντός του' όπως οι ακτίνες του ήλιου, φωτίζοντας ένα σκοτεινό σύννεφο, το κάνουν να λάμπει και το δείχνουν χρυσό, έτσι και η ψυχή μπαίνει στο σώμα του ουρανού και του δίνει ζωή, αθανασία και το ξυπνά από τον ύπνο του.

Όλα τα πράγματα ζουν μέσω της σύνολης ψυχής, η οποία υπάρχει ολόκληρη παντού, εξομοιούμενη με τον γεννήτορα πατέρα τόσο κατά την ενότητα όσο και κατά την καθολικότητα.

Αυτό που για τους θεούς είναι η αιτία τού να είναι θεοί πρέπει κατ' ανάγκη να είναι μια θεότητα πρεσβύτερη από εκείνους.

Θαυμάζοντας την ψυχή σε κάποιον άλλο, θαυμάζει τον εαυτό σου.

Δεδομένου ότι η ψυχή είναι ένα τόσο πολύτιμο και θεϊκό πράγμα, να πιστεύεις πια πως χάρη στο ότι είναι κάτι τέτοιου είδους μπορείς να συναντήσεις τον θεό, και με αυτό ως βάση σου να ανέβεις προς εκείνον' σε κάθε περίπτωση δεν θα στοχεύεις μακριά' ούτε τα ενδιάμεσα στάδια είναι πολλά.

Η ψυχή ως το επόμενο και το δεχόμενο και ο νους ως μορφή.

Η αιτία της νόησης είναι άλλη, που είναι αιτία και της ύπαρξης' αμφοτέρων λοιπόν το αίτιο είναι συγχρόνως κάτι άλλο.

Ο θεατής, συνεπώς,καθώς ο θεός υπάρχει αφ' εαυτού σαν μέσα σε ναό, παραμένοντας ήσυχος επέκεινα όλων των πραγμάτων, πρέπει να θέαται αυτά που είναι σαν αγάλματα τα οποία στέκονται πια έξω από τον ναό, και ιδίως το άγαλμα που εμφανίζεται πρώτο και το οποίο παρουσιάζεται κατά τον εξής τρόπο: για καθετί που κινείται πρέπει να υπάρχει κάποιος προορισμός προς τον οποίον κινείται' δεδομένου ότι για το ένα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, δεν πρέπει να κρίνουμε ότι αυτό κινείται, αλλά ότι, αν κάτι δημιουργείται μετά από αυτό, τούτο συμβαίνει κατ' ανάγκη ενόσω το ένα παραμένει στραμμένο προς τον εαυτό του.

Πρέπει το δεύτερο να είναι μια έκλαμψη που προέρχεται από το πρώτο, ενώ το πρώτο παραμένει αμετάβλητο, σαν το λαμπρό φως του ήλιου το οποίο τρέχει ολόγυρά του, γεννώμενο διαρκώς από αυτόν ο οποίος παραμένει αμετάβλητος.

Το μεγαλύτερο και δεύτερο μετά το αγαθό είναι ο νους' ο νους το βλέπει και χρειάζεται μόνο αυτό' εκείνο όμως δεν χρειάζεται καθόλου τον νου' και αυτό που γεννιέται από κάτι ανώτερο του νου είναι νους, και ο νους υπερέχει όλων των πραγμάτων, διότι όλα τα πράγματα έρχονται μετά από αυτόν' όπως' όπως η ψυχή είναι ο λόγος και κάποιας μορφής ενέργεια του νου, έτσι ακριβώς ο νους είναι ο λόγος του ενός.

Ο νους βλέπει προς το αγαθό όχι χωρισμένος από αυτό, αλλά διότι έρχεται μετά από αυτό και δεν υπάρχει τίποτα ενδιάμεσό τους, όπως επίσης δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα ψυχής και νου. Το καθετί επιθυμεί τον γεννήτορά του και τον αγαπάει, ιδίως όταν γεννήτορας και τέκνο είναι μόνοι τους' όταν όμως ο γεννήτορας είναι το άριστο ον, το τέκνο συνυπάρχει αναγκαστικά με αυτόν, δεδομένου ότι χωρίζεται από αυτόν μόνο κατά την ετερότητα.

Το Ένα δεν είναι νους. Πώς τότε γεννά τον νου; Επειδή βλέπει γυρνώντας προς τον εαυτό του- αυτή η όραση είναι ο νους.

Ο νους γεννά την ψυχή, όντας τέλειος νους. Αφού ήταν τέλειος έπρεπε να γεννά και μη μένει άγονη τόσο μεγάλη δύναμη.

Ο πλατωνικός Παρμενίδης μιλάει με περισσότερη ακρίβεια, διακρίνοντας μεταξύ τους το πρώτο ένα, που είναι πιο κυριολεκτικό να λέγεται ένα, και το δεύτερο, που το ονομάζει "ένα- πολλά", και το τρίτο, που το λέει "ένα και πολλά". Κατ' αυτό τον τρόπο είναι κι αυτός σύμφωνος με τη θεωρία των τριών φύσεων.

Το Ένα είναι επέκεινα της ουσίας.

Και όπως στη φύση υπάρχουν αυτά τα τρία, έτσι πρέπει να θεωρούμε ότι αυτά υπάρχουν και σ' εμάς.

Μέσω κάποιου ανάλογου μέσα μας βρισκόμαστε σε επαφή με τον θεό,συνυπάρχουμε και εξαρτιόμαστε από αυτόν' και όσοι κλίνουμε προς αυτόν είμαστε εγκατεστημένοι εντός του.

Όπως όταν κάποιος περιμένει να ακούσει τη φωνή που θέλει να ακούσει, απομακρύνεται από τους άλλους ήχους, εκτείνοντας την ακοή του προς εκείνο που, όταν πλησιάσει, είναι το ωραιότερο άκουσμα, έτσι κι εδώ πρέπει να αφήσουμε τα αισθητά ακούσματα, παρεκτός στον βαθμό που είναι αναγκαίο να τ' ακούμε,και να διατηρήσουμε την αντιληπτική δύναμη της ψυχής καθαρή και έτοιμη να ακούσει τους άνω φθόγγους.
(Περί των τριών αρχικών υποστάσεων)

Το Ένα τέλειο επειδή δεν ζητεί τίποτα, δεν έχει τίποτα και δεν χρειάζεται τίποτα, υπερχειλίζει, θα λέγαμε, και με την υπεραφθονία του δημιουργεί κάτι άλλο από το ίδιο' αυτό, μόλις συντελεστεί η γένεσή του, επιστρέφει προς το ένα και πληρούται, και με το να βλέπει προς εκείνο γίνεται νους.

Τίποτα δεν απεξαρτάται και δεν αποκόβεται από το πρότερό του.

Προχωρά από την αρχή μέχρι την έσχατη βαθμίδα, ενώ κάθε πρότερος γεννήτορας αφήνεται πίσω στην οικεία του περιοχή, ενώ αυτό που γεννιέται λαμβάνει άλλη σειρά, την κατώτερη.

Όταν κάποιος κόψει τα πλαϊνά ή τα επάνω κλαδιά ενός φυτού, η ψυχή στο μέρος αυτό πού πάει; Εκεί απ' όπου προήλθε' διότι η απομάκρυνσή της δεν είναι τοπική' άρα είναι στην αρχή της. Αν όμως κόψεις ή κάψεις τη ρίζα, πού είναι η ψυχή στη ρίζα; Στην ψυχή, χωρίς να μετακινηθεί σε άλλο τόπο.
(Περί Γενέσεως και Τάξεως των μετά το Πρώτον)

Στον νοητό κόσμο, η όραση δεν βλέπει μέσω κάποιου άλλου αλλά μέσω του εαυτού της, διότι δεν κατευθύνεται προς τα έξω. Βλέπει, έτσι, το φως με ένα άλλο φως, όχι δι' άλλου. Το φως, λοιπόν, βλέπει ένα άλλο φως' αυτό βλέπει τον εαυτό του.

Η ψυχή προέρχεται από τον νου, σαν κάποιο φως γύρω του, εξαρτάται από αυτόν και δεν βρίσκεται σε κάτι άλλο, αλλά περί αυτόν, και δεν διαθέτει κάποιον τόπο' διότι ούτε ο νους διαθέτει.

Αυτό από το οποίο προέρχεται κάθε επί μέρους πράγμα δεν είναι το ίδιο επί μέρους πράγμα, αλλά διαφορετικό απ' όλα. Δεν ε΄ναι ένα από όλα τα πράγματα, αλλά πριν από όλα, ώστε πριν και από τον νου, εξ άλλου, όλα τα πράγματα είναι μέσα στον νου' ώστε και κατ' αυτό τον τρόπο είναι πριν τον νου.

Αυτό που είναι απολύτως απλό και πρώτο από όλα τα πράγματα πρέπει να είναι επέκεινα του νου. Και βέβαια, αν πρόκειται να νοεί, δεν θα είναι επέκεινα του νου, αλλά θα είναι νους' αλλά αν είναι νους, η ίδια αυτή θα είναι πλήθος.

Πριν από την πολλαπλότητα χρειάζεται να υπάρχει το ένα, από το οποίο προέρχεται και η πολλαπλότητα' άλλωστε, προκειμένου για όλους τους αριθμούς πρώτο είναι το ένα.

Συνεπώς, για να μπορέσει να δημιουργηθεί οτιδήποτε άλλο, πρέπει το Ένα να μένει αφ' εαυτού απολύτως ήσυχο' ειδεμή, θα κινηθεί προτού υπάρξει κίνηση και θα σκεφτεί προτού υπάρξει νόηση -ή η πρώτη ενέργειά του θα είναι ατελής καθώς θα είναι απλώς και μόνο παρόρμηση.

Η ενέργεια εκπέμπεται κατά κάποιο τρόπο από το ένα σαν το φως που εκπέμπεται από τον ήλιο και είναι ο νους και όλη η νοητή φύση, αλλά αυτός, στην κορυφή του νοητού κόσμου, βασιλεύει επ' αυτού, και δεν ωθεί το φως που ακτινοβολεί έξω από τον εαυτό του -ή θα δεχτούμε ένα άλλο φως πριν από το φως- αλλά λάμπει αιώνια, παραμένοντας αμετάβλητος πάνω από τον νοητό κόσμο.

Το ένα είναι επέκεινα του είναι και είναι και επέκεινα της γνώσης και, όπως δεν έχει καμιά ανάγκη για τίποτα, έτσι δεν έχει ανάγκη για τη γνώση' η γνωστική διαδικασία βρίσκεται στη δεύτερη φύση. Διότι και η γνώση είναι κάτι ένα' αυτό όμως είναι ένα χωρίς το "κάτι". Πράγματι. αν ήταν κάτι ένα, δεν θα ήταν το ένα καθαυτό' διότι το "καθαυτό" προηγείται του "κάτι".

Είναι σταλήθεια άρρητο. Ό,τι κι αν πεις γι' αυτό, θα μιλήσεις για κάτι. Αλλά το "επέκεινα των πάντων και επέκεινα του σεβαστότατου νου" είναι το μόνο αληθινό ανάμεσα σε όλα, γι' αυτό και δεν είναι το όνομά του, αλλά δηλώνει ότι "δεν έχει όνομα", διότι δεν μπορεί να του αποδοθεί τίποτα' αλλά όσο είναι δυνατόν, προσπαθούμε να δώσουμε στους εαυτούς μας σημάδια σχετικά μ' αυτό.

Αυτό που είναι απολύτως απλό και αληθινά αύταρκες δεν έχει ανάγκη από τίποτα' αυτό που είναι αύταρκες στον δεύτερο βαθμό, αλλά έχει την ανάγκη του εαυτού του, αυτό έχει ανάγκη από το να νοεί τον εαυτό του.

Το Ένα ούτε νόηση είναι, ούτε υπάρχει κάποια νόησή του.

Το έχουμε κατά τρόπο ώστε να λέμε γι' αυτό, αλλά αυτό να μην το λέμε. Πράγματι, λέμε τι δεν είναι' δεν λέμε όμως τι είναι' με αποτέλεσμα να μιλάμε γι' αυτό από όσα έρχονται μετά από αυτό.

Το ένα είναι ανώτερο από τον λόγο, από τον νου και από την αίσθηση: μας τα δίνει, αλλά δεν είναι το ίδιο αυτά.

Εκείνο που δημιουργεί τον αισθητό κόσμο, δεν θα μπορούσε να είναι κι αυτό αισθητός κόσμος, αλλά νους και νοητός κόσμος' κι αυτό που είναι πρότερό του και γεννήτοράς του δεν μπορεί να είναι νους ούτε νοητός κόσμος, αλλά απλούστερο από τον νου και απλούστερο από τον νοητό κόσμο.

Αρκεί λοιπόν να πούμε αυτά κι να τελειώσουμε; Όχι, οι ωδίνες της ψυχής μου είναι ακόμα πιο ισχυρές. Ίσως τώρα να είναι η στιγμή που πρέπει να γεννήσει, στην επιθυμία της για το ένα και κυριευμένη από τις ωδίνες της. Πρέπει να της ψάλουμε πάλι ένα άσμα, αν βρούμε πουθενά κάποια ωδή για τις ωδίνες της. Ίσως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βρεθεί στα προηγούμενα λόγια μας, αν κάποιος τα ψάλει επανειλημμένως. Και ποια άλλη καινούρια, θα λέγαμε, ωδή μπορεί να βρεθεί; Η ψυχή τρέχει πάνω από όλα τα αληθινά, ξεφεύγει όμως από τα αληθινά στα οποία μετέχουμε, αν κάποιος ήθελε να μιλήσει ή να σκεφτεί γι' αυτά, αφού βέβαια η σκέψη, για να μπορέσει να πει κάτι, πρέπει να συλλάβει το ένα πράγμα μετά το άλλο' έτσι γίνεται η ανάλυση' αλλά πώς μπορεί να αναλύσει κανείς το απολύτως απλό; Αρκεί, ωστόσο, και η νοερή επαφή μαζί της' αλλά, όταν ο νους ήρθε σε επαφή, κατά τη διάρκεια της επαφής αυτής, είναι απολύτως αδύνατο, και δεν έχει καθόλου χρόνο, να μιλήσει, ύστερα όμως συλλογίζεται σχετικά. Τότε πρέπει να πιστεύουμε ότι έχουμε δει, όταν η ψυχή ξαφνικά πάρει φως' διότι εκείνο προέρχεται από αυτόν και αυτός είναι εκείνο' τότε πρέπει να νομίζουμε ότι είναι παρών, όταν, σαν ένας άλλος θεός, που τον κάλεσε κάποιος στο σπίτι του, έρθει και μας φωτίσει' αν δεν έρθει, δεν μας φωτίζει. Έτσι και η αφώτιστη ψυχή δεν έχει εκείνον για θεό της' όταν όμως φωτιστεί, έχει αυτό που ζητούσε, και τούτο είναι το αληθινό τέλος της ψυχής, ν' αγγίξει εκείνο το φως και να το θεαθεί μέσω του ιδίου αυτού, όχι μέσω κάποιου άλλου φωτός, αλλά μέσω αυτού διά του οποίου και βλέπει. Διότι πρέπει να δει εκείνο το φως από το οποίο φωτίστηκε' ούτε τον ήλιο, πράγματι, βλέπουμε με άλλο φως παρά μέσω του δικού του. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Αφαίρεσε τα πάντα/ Άφελε Πάντα.
(Περί των γνωριστικών υποστάσεων και του επέκεινα)

Ο νους δεν είναι απλός αλλά πολλά, φανερώνοντας κάποια σύνθεση, νοητή βέβαια, και ήδη βλέπει πολλά πράγματα. Είναι, λοιπόν, αυτός αντικείμενο και υποκείμενο της νόησης.
(Περί του πώς από του πρώτου τα μετά το πρώτον και περί του ενός)

Έχουμε μια φύση, τον νου, όλα τα όντα, την αλήθεια' αν είναι έτσι, πρόκειται για κάποιο μεγάλο θεό' ή μάλλον όχι για "κάποιο", αφού αξιώνει ό,τι είναι να είναι καθολικός θεός. Αυτή η φύση είναι θεός, και ο δεύτερος θεός που φανερώνει τον εαυτό του προτού δούμε εκείνον τον άλλο θεό' εκείνος είναι καθισμένος στα ύψη και εγκατεστημένος ψηλά, σαν πάνω σε μια ωραία κρηπίδα, που είναι εξαρτημένη από εκείνον. Διότι ο πρώτος, καθώς προχωρεί, δεν μπορεί να ανέβει σε κάτι άψυχο ούτε πάλι αμέσως στην ψυχή, αλλά πρέπει να υπάρχει ένα ασύλληπτο κάλλος προηγούμενο εκείνου, όπως στην πορεία μπροστά από έναν μεγάλο βασιλιά, όπου προηγούνται οι κατώτεροι, και μετά κατά σειρά οι ανώτεροι και οι ακόμα σεβαστότεροι, εν συνεχεία το περιβάλλον του βασιλιά, όπου πλέον υπάρχει εντονότερος βασιλικός χαρακτήρας, και κατόπιν εκείνοι που τιμώνται αμέσως μετά τον βασιλιά' και μετά από όλους τούτους προβάλλει ξαφνικά ο ίδιος ο μεγάλος βασιλιάς, ενώ ο λαός προσεύχεται και προσκυνάει, όσοι δηλαδή δεν είχαν ήδη φύγει, αρκούμενοι σε ό,τι είδαν πριν από την εμφάνιση του βασιλιά. Στα παραπάνω, άλλος είναι ο βασιλιάς και άλλοι οι προπορευόμενοί του' στον νοητό κόσμο, όμως, δεν κυβερνά αλλότριους ανθρώπους, αλλά ασκεί τη δικαιότατη και φύσει δεδομένη αρχή, την αληθινή βασιλεία, ως βασιλιάς της αλήθειας και κατά φύση κύριος της μεγάλης ομάδας των απογόνων του και της θεϊκής σύνταξης, βασιλιάς του βασιλέα και των βασιλέων, που δικαιότερα αυτός παρά ο Δίας θ' αποκαλούνταν πατέρας των θεών, τον οποίον και κατ' αυτό τον τρόπο ο Δίας μιμήθηκε μη ικανοποιούμενος με τη θέαση του δικού του πατέρα, αλλά τείνει, θα λέγαμε, προς την ενέργεια με την οποία ο παππούς του ουσιοποίησε την ύπαρξη.

Διότι είναι μέτρο κι όχι μετρούμενο, και δεν ισούται με τα άλλα, για να λογιστεί μαζί με αυτά.

Το ον είναι ίχνος του ενός. Και αν κάποιος πει ότι το "είναι" -η δηλωτική της ουσίας ονομασίας- προέρχεται από το "εν", θα έχει επιτύχει το αληθές.

Αυτό που έλαβε γένεση, η ουσία και το είναι, έχουν μια εικόνα του ενός, αφού απορρέουν από τη δύναμή του' όσο για την ψυχή, που είδε και παρακινήθηκε από το θέαμα, μιμούμενη ό,τι είδε, έβγαλε φωνή που έλεγε "ον", "είναι", "ουσία", "εστία".

Η ουσία που έλαβε γένεση είναι μορφή. Αναγκαστικά το Ένα δεν θα έχει μορφή. Αν, όμως, δεν έχει μορφή, δεν είναι ουσία.

Καθώς δεν είναι κανένα από αυτά, μπορεί μόνο να ειπωθεί ότι είναι επέκεινα αυτών. Αυτά, όμως, είναι τα όντα και το ον' άρα είναι "επέκεινα του όντος".

Εκείνος που θέλει να θεαθεί αυτό που είναι επέκεινα του νοητού, θα το θεαθεί αφού θα έχει αφήσει καθετί νοητό, θα μάθει ότι είναι μέσω τούτου, αλλά τι λογής είναι θα το μάθει αφήνοντάς το.

Εμείς μες στις ωδίνες μας, είμαστε σε αμηχανία για τι να πούμε και μιλάμε για κάτι για το οποίο δεν γίνεται να μιλήσεις και του δίνουμε όνομα, επειδή θέλουμε να του προσδώσουμε για εμάς σημασία, στον βαθμό που μας είναι δυνατό. Ίσως, όμως, το όνομα τούτο, το "ένα", να περιέχει μιαν άρνηση της πολλαπλότητας. Για τον λόγο αυτό και οι πυθαγόρειοι το δήλωναν μεταξύ τους συμβολικά με το όνομα του Απόλλωνα, επειδή αποφάσκει το πλήθος.

Έτσι συμβαίνει με την όραση του νου: βλέπει κι αυτή μέσω κάποιου άλλου φωτός τα αντικείμενα που φωτίζονται από εκείνη την πρώτη φύση, και βλέπει το φως εντός τους' όταν στρέφει την προσοχή της προς τη φύση των φωτισμένων πραγμάτων, βλέπει λιγότερο το φως' αν, όμως, εγκαταλείψει τα πράγματα που βλέπει και κοιτάξει προς το ενδιάμεσο μέσω του οποίου τα βλέπει, βλέπει το φως και την αρχή του φωτός. Τότε δηλαδή ενώ δε βλέπει, βλέπει- και ιδίως τότε βλέπει' διότι βλέπει φως' τα άλλα πράγματα είχαν με την μορφή του φωτός, δεν ήταν όμως φως. Έτσι λοιπόν και ο νους κρύβοντας τον εαυτό του από τα άλλα πράγματα και συγκεντρώνοντάς τον στα ένδον, όταν δεν κοιτάζει τίποτε άλλο θα δει ένα φως, όχι ένα φως άλλο σε κάτι διαφορετικό από το ίδιο, αλλά ένα φως καθαυτό, που μόνο του εμφανίστηκε ξαφνικά καθαρό.

Ήρθε σαν κάποιον που δεν ήρθε: έγινε, δηλαδή, ορατός όχι σαν να ήρθε, αλλά σαν να ήταν εκεί πριν από όλα τα πράγματα, πριν ακόμα κι από τον ερχομό του νου.

Θαύμα λοιπόν πώς είναι παρών χωρίς να έχει έρθει και πώς,μολονότι, δεν είναι πουθενά, δεν υπάρχει πουθενά όπου δεν είναι.

Καθετί που δεν είναι κάπου, δεν έχει κάπου όπου να μην είναι.

Δεν απουσιάζει από οτιδήποτε. Αν δεν απουσιάζει από οπουδήποτε και δεν είναι κάπου, είναι παντού καθαυτό.

Το σώμα δεν είναι ο τόπος της ψυχής, αλλά η ψυχή είναι στον νου, το σώμα είναι στην ψυχή και ο νους σε κάτι άλλο.

Μερικά πράγματα είναι καλύτερα από κάποια άλλα, διότι μερικά είναι πιο πραγματικά από μερικά άλλα.

Αλλά, σε παρακαλώ, μην το κοιτάς μέσω άλλων πραγμάτων' διαφορετικά, δεν θα δεις το ίδιο αλλά κάποιο ίχνος του.

Αν κάποιος συνελάμβανε όλη μαζί τη δύναμη του, γιατί να είναι διαφορετικός από αυτό;

Τα πάντα ορέγονται εκείνο και το επιθυμούν κατά φυσική αναγκαιότητα, λες και μαντεύουν ότι χωρίς αυτό είναι αδύνατο να υπάρχουν. Η σύλληψη του ωραίου και το θάμβος κι επίσης το ξύπνημα του έρωτα γι' αυτό έρχονται σε εκείνους που το γνωρίζουν ήδη και βρίσκονται σε εγρήγορση.

Η αρχαιότερη και απαλλαγμένη αισθήσεων επιθυμία του αγαθού, δείχνει ότι το αγαθό είναι αρχαιότερο και πρότερο του ωραίου.

Οι άνθρωποι αρκούνται στο να φαίνονται ωραίοι, ακόμα κι αν δεν είναι πραγματικά' το αγαθό, όμως, δεν θέλουν να το κατέχουν μόνο φαινομενικά.

Αν όμως κάποιος προσθέσει στο Αγαθό οτιδήποτε, ουσία ή νου ή ωραιότητα, με την προσθήκη αυτή θα του στερήσει το να είναι Αγαθό.

Το αγαθό, χωρίς να έχει τίποτα στον εαυτό του, άμεικτο από όλα τα πράγματα, πάνω από όλα τα πράγματα, αίτιο όλων των πραγμάτων.
(Ότι ουκ έξω του νου τα νοητά και περί ταγαθού)

Αυτό που κατέχει την τελειότητα θα υπάρχει πριν από την νόηση' θα έχει, επομένως, αυτάρκεια σε σχέση με τη νόηση' άρα δεν θα νοεί.

Ο νους είναι κάτι διαφορετικό από το αγαθό' έχει τη μορφή του αγαθού, με το να νοεί το αγαθό.

Αυτό που είναι "επέκεινα της ουσίας" πρέπει να είναι και επέκεινα της νόησης' δεν είναι παράλογο αν δεν γνωρίζει τον εαυτό του' διότι δεν έχει τίποτα για το οποίο μπορεί να μάθει, εφόσον είναι ένας.
(Περί του το επέκεινα του όντος μη νοείν και τι το πρώτως νοούν και τι το δευτέρως)

Αν κάποιος περιφρονεί τις τέχνες διότι στη δημιουργία τους μιμούνται τη φύση, το πρώτο που πρέπει να του πούμε είναι ότι και τα φυσικά πράγματα είναι μιμήσεις άλλων. Έπειτα πρέπει να γνωρίζει ότι οι τέχνες δεν μιμούνται απλώς ό,τι βλέπουν, αλλά ανατρέχουν στις λογικές αρχές από τις οποίες απορρέει η φύση. Ακόμα πρέπει να γνωρίζει ότι κάνουν πολλά από μόνες τους και, δεδομένου ότι κατέχουν την ωραιότητα, αν κάτι λείπει από κάπου, το προσθέτουν. Άλλωστε και ο Φειδίας δεν έφτιαξε το άγαλμα του Δία έχοντας κάποιο αισθητό υπόδειγμα, αλλά συνέλαβε πώς θα γινόταν ο Δίας, αν αποφάσιζε να φανερωθεί στα μάτια μας.

Οι θεοί που βρίσκονται σε εκείνον τον ουρανό, θεώνται με το να κατοικούν στο σύνολο εκείνου του ουρανού -διότι όλα εκεί είναι ουρανός: η γη είναι ουρανός, το ίδιο και η θάλασσα, τα ζώα, τα φυτά, οι άνθρωποι, καθετί που ανήκει σ' εκείνο τον ουρανό είναι ουράνιο.

Εκεί βλέπουν τους εαυτούς τους σε άλλα πράγματα' τα πάντα είναι διαφανή, τίποτα δεν είναι σκοτεινό ή αδιαπέραστο' οι πάντες και τα πάντα είναι φανερά στο εσωτερικό τους στον καθένα' διότι το φως διαπερνάται από το φως.

Καθετί που βλέπει κάποιος ως αντικείμενο θέασης το βλέπει εξωτερικά. Αλλά πρέπει κανείς να μεταφέρει μέσα του αυτό που βλέπει, να το βλέπει ως ένα και ως αυτός ο ίδιος, όπως κάποιος που κατέχεται από τον θεό, κυριευμένος από τον Απόλλωνα ή από κάποια Μούσα, μπορεί να εισαγάγει μέσα του τη θέα του θεού, αν διαθέτει την εσωτερική δύναμη να βλέπει τον θεό.

Αν το βλέπει ως κάτι διαφορετικό, δεν έχει βρεθεί ακόμη στο ωραίο, αλλά τότε κυρίως βρίσκεται στο ωραίο, όταν δηλαδή γίνει αυτό.

Όταν γνωρίζουμε τον εαυτό μας, είμαστε ωραίοι, όταν τον αγνοούμε, άσχημοι.
(Περί του Νοητού Κάλλους)

Αν πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη "νου" με την αληθινή της σημασία, πρέπει να λάβουμε τον νου όχι ως τον δυνάμει ούτε αυτόν που μετακινήθηκε από την αφροσύνη στην νόηση, αλλά ως τον ενεργεία και αιώνιο νου.

Είναι προφανές ότι ως νους που είναι, νοεί πραγματικά τα όντα και τους δίνει υπόσταση. Είναι, άρα, τα όντα.

Τα αντικείμενα της νόησης του νου πρέπει να υπάρχουν πριν από τον κόσμο, να μην είναι εντυπώσεις προερχόμενες από άλλα πράγματα, αλλά αρχέτυπα, πρωταρχικά, ουσία του νου.

Νους και νοητή ουσία, με καμιά Ιδέα όχι διαφορετική από τον νου, αλλά καθεμιά είναι νους. Και ο νους ως όλον είναι όλες οι μορφές και κάθε ξεχωριστή μορφή είναι ένας ξεχωριστός νους, όπως η γνώση ως όλον είναι το σύνολο των θεωρημάτων της, αλλά καθένα θεώρημα είναι μέρος του όλου όχι σαν να είναι διαχωρισμένο τοπικά,αλλά σαν να έχει την ιδιαίτερη δύναμή του μέσα στο όλον. Ο νους αυτός είναι στον εαυτό του και κατέχοντας τον εαυτό του εν ηρεμία είναι αιώνιος κόρος.

Πλωτίνος- Εννεάς Έκτη (αποσπάσματα)

Δες τον νου, καθαρό, και κοίταξέ τον ατενώς, μην τον κοιτάζεις με τα μάτια τούτα.

Το καθετί δεν θέλει απλώς να υπάρχει, αλλά να υπάρχει μαζί με το αγαθό. Γι' αυτό τα πράγματα που δεν είναι ένα πασχίζουν όσο μπορούν να γίνουν ένα, πράγματα φυσικά που ενώνονται με την ίδια τους τη φύση, θέλοντας να γίνουν ένα με τον εαυτό τους' γιατί το καθετί δεν πασχίζει ν' απομακρυνθεί το ένα από τ' άλλο αλλά να πάνε το ένα προς το άλλο και προς τον εαυτό τους' κι όλες οι ψυχές θα ήθελαν να ενωθούν σύμφωνα με την ουσία τους. Και το ένα είναι κι από τις δύο πλευρές τους' γιατί είναι εκείνο από το οποίο προέρχονται και στο οποίο πηγαίνουν' όλα, δηλαδή, τα πράγματα αρχίζουν απ' το ένα και πασχίζουν να πάνε στο ένα.

Το αγαθό είναι πριν την ουσία, όχι στην ουσία.

Ο νους τα κατέχει σαν σε σκέψη αλλά όχι διεξοδική σκέψη αλλά ο νους είναι σαν μια μεγάλη πλήρης λογική αρχή που τ' αγκαλιάζει όλα και τα διαπερνά, αρχίζοντας απ' τις δικές του πρώτες αρχές, ή μάλλον τα διαπερνούσε από πάντα κι έτσι ποτέ δεν αληθεύει ότι τα διαπερνά.

Δεδομένου ότι όλα τα πράγματα αιώνια γίνονται και αιώνια παραμένουν, και περιλαμβάνονται στο ον στην αιωνιότητα, καθένα από αυτά όντας αυτό που είναι και όλα πάλι όντας σε ένα, η πλοκή κι η σύνθεση, θα λέγαμε, των πάντων σε ένα, είναι ο νους.
(Περί των γενών του όντος Β')

Η μορφή είναι μάλλον η στάση της ύλης και κάτι σαν ηρεμία, διότι περιορίζει την ύλη που είναι απεριόριστη.
(Περί των γενών του όντος Γ')

Ολόκληρη η υλική μάζα του σύμπαντος έχει τοποθετηθεί μέσα σε μια υπάρχουσα ψυχή.

Αφού δεν υπάρχει μακριά και κοντά, πρέπει να υπάρχει ολική παρουσία, εάν υπάρχει παρουσία. Και παρουσία αναμφίβολα υπάρχει' αυτό το υψηλότερο είναι παρόν σε κάθε ον από εκείνα που, ελεύθερα από μακριά και κοντά, έχουν τη δύναμη να δεχτούν.

Η πολλαπλότητα δεν αναιρεί την ενότητα.

Αν υποθέσουμε ότι ο ήλιος ήταν απλώς μια δύναμη, δίχως σώμα, που δίνει φως, το φως δεν θα ήταν πλέον σταθεροποιημένο σε κανένα σημείο εκκίνησης, κανένα κέντρο προέλευσης, αλλά θα ήταν ένα και το αυτό, χωρίς αρχή και χωρίς σημείο από το οποίο να προέρχεται.

Όπως το μεριστό συμβαδίζει με το σώμα, έτσι και το αμέριστο με το ασώματο' ποια διαίρεση είναι δυνατή εκεί που δεν υπάρχει μέγεθος;

Εμείς τι είμαστε; Είμαστε εκείνο το υψηλότερο ή ο νεοαφιχθείς συμμετέχων, το πράγμα που γίγνεται εν χρόνω; Προτού γίνουμε αυτό που είμαστε εδώ υπήρχαμε εκεί, άνθρωποι διαφορετικοί από αυτό που είμαστε τώρα, κάποιοι από μας θεοί: ήμασταν καθαρές ψυχές, νους δεμένος με τη σύνολη ουσία, μέρη του νοητού, όχι αποκλεισμένοι ούτε αποκομμένοι, ακέραιοι σ' εκείνο το όλον. Ακόμα και τώρα, είναι η αλήθεια, δεν είμαστε ξέχωρα.
(Περί του το ον εν και ταυτόν ον άμα πανταχού είναι όλον Α')

Διότι το καλό σε κάθε φύση που κατέχει ενότητα είναι να ανήκει στον εαυτό της, να είναι ο εαυτός της, και αυτό σημαίνει να είναι ενότητα. Χάρη σ' εκείνη την ενότητα το καλό μπορεί να θεωρηθεί σαν πραγματικά οικείο. Εξ ου και δεν χρειάζεται να το αναζητούμε έξω.

Το να γνωρίζεις χωρίς είδωλο σημαίνει να είσαι' με τη συμμετοχή μας στην αληθινή γνώση είμαστε εκείνα τα όντα' δεν χρειάζεται να τα φέρουμε κάτω σ' εμάς, διότι είμαστε εκεί ανάμεσά τους. Αφού όχι μόνο εμείς οι ίδιοι αλλά όλα τα άλλα πράγματα είναι επίσης εκείνα τα όντα, εμείς όλοι είμαστε αυτά' είμαστε αυτά ενώ είμαστε επίσης ένα με όλα' συνεπώς εμείς και όλα τα πράγματα είμαστε ένα. Όταν κοιτάζουμε έξω από εκείνο από το οποίο εξαρτιόμαστε αγνοούμε την ενότητά μας' κοιτάζοντας προς τα έξω βλέπουμε πολλά πρόσωπα' κοιτάξτε προς τα μέσα και όλα είναι το ένα πρόσωπο. Εάν ένας άνθρωπος δεν μπορούσε παρά να περιστραφεί τριγύρω θα έβλεπε ταυτόχρονα τον θεό και τον εαυτό του και το παν.

Έχοντας εισέλθει στο όλον, μη όντας πλέον στο μερικό, παύεις να σκέπτεσαι ότι είσαι "τόσος" αλλά, παραμερίζοντας το "τόσος", γίνεσαι σύμπας, παρ' ότι και προηγουμέως σύμπας ήσουν.

Μειώνοντας το ξένο μέσα σου, αυξάνεσαι. Πέταξέ το παράμερα, και ιδού το όλον μέσα σου, δεσμευμένος με το ξένο, δεν θα βρεις το όλον.
(Περί του το ον εν και ταυτόν ον άμα πανταχού είναι όλον Β')

Στο νοητό όλα είναι σε ένα, έτσι ώστε το πράγμα είναι ταυτόσημο με την αιτία του.

Στην περιοχή του νοητού όλα τα επί μέρους υπάρχουν για το όλον και το καθένα για τον εαυτό του.

Πώς μπορεί να τίθεται ζήτημα α-νόητου ή άλογου, όταν καθετί υπάρχει μέσα στο θείο και προέρχεται απ' αυτό;

Εκεί δεν υπάρχει καθόλου πενία ή απορία, αλλά όλα βρίθουν, βράζουν, θα' λεγε κανείς, από ζωή.

Ο νους λοιπόν είναι το νοείν, η κίνησή του είναι πλήρης, πληρώνοντας την ουσία.

Η αληθινή φιλία συνίσταται στο να είναι όλα μια ενότητα και ποτέ να μην διακρίνονται. Η διάκριση είναι αυτό που επικρατεί στον δικό μας ουρανό.

Δεν πρέπει να τον βλέπει κάποιος όπως βλέπει κάποιον εξωτερικά, αλλά πρέπει να γίνει κανείς εκείνος και να κάνει τη θέαση τον εαυτό του.

Ο ήλιος, αίτιο της ύπαρξης των αισθητών πραγμάτων και του ότι είναι ορατά, είναι κατά κάποιο τρόπο αίτιο της όρασης, χωρίς να είναι ούτε η ικανότητα ούτε το αντικείμενο, ομοίως αυτή η αρχή, το καλό, αίτιο του είναι και του νου, είναι η πηγή τους και με το φως που ρίχνει και στα δύο τα κάνει νοητά.

Η ψυχή που επιθυμεί μόνο τον νου θα χρειαζόταν ένα παραπέρα δίδαγμα' πρέπει να διδαχθεί ότι ο νους δεν είναι το έσχατο, ότι δεν επιθυμούν εκείνον όλα τα πράγματα, ενώ όλα όντως επιθυμούν το καλό. Όλα όσα είναι έξω από τον νου δεν επιζητούν να τον φτάσουν, ό,τι τον φτάνει δεν σταματά εκεί, αλλά κοιτάζει ακόμη προς το καλό. Εκτός αυτού, ο νους αναζητείται με κίνητρα λογικής το καλό πριν από κάθε λογική.

Η ψυχή που δέχεται την από εκεί ερχόμενη "απορροή" ανακινείται, καταλαμβάνεται από βακχικό πάθος, οιστρηλατείται, γίνεται έρως.

Ο νους με όλη του τη χάρη δεν συγκινεί την ψυχή, διότι η ομορφιά είναι νεκρή μέχρι να δεχτεί το φως από το καλό.

Η ομορφιά είναι μάλλον εκείνο που ακτινοβολεί συμμετρία παρά η ίδια η συμμετρία, και είναι εκείνο που αληθινά ξυπνά την αγάπη μας. Για ποιον άλλο λόγο υπάρχει περισσότερη λάμψη της ομορφιάς πάνω στους ζωντανούς και μόνο ίχνος της στους νεκρούς, ακόμα και προτού οι σάρκες και η συμμετρία του προσώπου καταστραφούν; Γιατί τα ζωντανότερα αγάλματα είναι τα ωραιότερα, όσο και αν τα άλλα τυχαίνει να είναι πιο συμμετρικά; Γιατί ο άσχημος ζωντανός είναι πιο ελκυστικός από το ωραίο άγαλμα; Διότι το ένα είναι πιο κοντά σ' αυτό που ψάχνουμε, κι αυτό επειδή υπάρχει ψυχή εκεί μέσα, επειδή κατέχει περισσότερο τη μορφή του καλού, είναι, δηλαδή, σαν να χρωματίζεται κάπως από το χρώμα του καλού, κι έτσι χρωματισμένη εγείρεται, ελαφρύνεται κι ελαφρώνει ό,τι της ανήκει, και στο μέτρο των δυνάμεών της το κάνει κι αυτό καλό και το εγείρει.

Η μορφή είναι το προσήκον καλό για την ύλη και η αρετή είναι μορφή για την ψυχή.

Η προέλευση όλων αυτών πρέπει να είναι το άμορφο -άμορφο όχι επειδή του λείπει σχήμα αλλά σαν η ίδια η πηγή κάθε σχήματος νοητού.

Τι σχήμα μπορεί να έχει εκείνο που κανένας δεν το έχει σχηματίσει; Δεν μπορεί να είναι κανένα από τα υπάρχοντα πράγματα, ωστόσο είναι όλα' κανένα, ως προς το ότι τα όντα είναι μεταγενέστερα' όλα, σαν πηγή από την οποία πηγάζουν.

Το μεγαλείο της ουσίας δεν μπορεί να είναι μεγαλείο ποσότητας.

Τίποτα ορατό δεν πρέπει να εννοηθεί, διαφορετικά αυτομάτως κατεβαίνουμε από την ομορφιά σε ό,τι μόνο φέρει το όνομα χάρη σε κάποια αμυδρή συμμετοχή.

Το σχήμα και η ιδέα και το μέτρο θα είναι πάντοτε ωραία, αλλά η αληθινή ωραιότητα, ή μάλλον το υπέρ την ωραιότητα, δεν μπορεί να υπόκειται σε μέτρο και συνεπώς δεν μπορεί να δεχτεί σχήμα ή μορφή, η πρωταρχική ωραιότητα, το πρώτο, πρέπει να είναι χωρίς μορφή, η ομορφιά εκείνης της ανώτερης περιοχής πρέπει να είναι απλώς η φύση του νοητού καλού.

Το σχήμα είναι μια σφραγίδα από το ασχημάτιστο, το ασχημάτιστο είναι εκείνο που παράγει το σχήμα, όχι το αντίθετο.

Δεν υπάρχει κανένα όραμα, καμιά ένωση, για όσους χειρίζονται οποιοδήποτε άλλο πράγμα ή ενεργούν μ'αυτό, η ψυχή δεν πρέπει να δει μπροστά της ούτε κακό ούτε καλό ούτε οτιδήποτε άλλο, ώστε να μπορεί να δεχτεί μόνη το μόνο.

Η ψυχή έχει δει την παρουσία να φανερώνεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν παρεμβάλλεται τίποτα' εδώ δεν είναι πλέον μια δυαδικότητα αλλά δύο σε ένα' διότι, όσο διαρκεί η παρουσία, κάθε διάκριση σβήνει.

Εδώ δεν μπορεί να υπάρξει εξαπάτηση, τι άλλο θα μπορούσε να συναντήσει αληθινότερο από την αλήθεια; Και η αλήθεια που διαβεβαιώνει, εκείνη είναι η ίδια' αλλά όλη η διαβεβαίωση είναι μεταγενέστερη και σιωπηλή.

Τέτοια είναι η διάθεση της ψυχής σ' αυτήν την ένωση, ώστε ακόμα και το νοείν που κάποτε τόσο θερμά αγαπούσε τώρα το αποδιώχνει, η νόηση είναι κίνηση, και αυτή δεν έχει καμιά επιθυμία να κινηθεί, το ίδιο το αντικείμενο του οράματός της δεν έχει, όπως αυτή λέει, καμία νόηση, έστω και αν πετύχει το όραμα μέσω του νου, έχοντα η ίδια μεταφερθεί στον νου και γενόμενη εκείνη νους ώστε να είναι ικανή να αποκτήσει θέση "στον νοητό τόπο".

Στην κατάσταση τούτη της απερίσπαστης θέασης δεν τίθεται πλέον ζήτημα κατοχής ενός αντικειμένου' το όραμα είναι συνεχές, ώστε ο ορών και το ορώμενο είναι ένα πράγμα.

Η ψυχή τώρα δεν γνωρίζει καμιά κίνηση, αφού το υπέρτατο δεν γνωρίζει καμιά' τώρα δεν είναι ούτε καν ψυχή, αφού το υπέρτατο δεν είναι μέσα στη ζωή αλλά υπεράνω της ζωής, δεν είναι πλέον νους, διότι το υπέρτατο δεν έχει νόηση και η ομοιότητα πρέπει να είναι τέλεια, η ψυχή δεν νοεί ούτε καν τούτο, δηλαδή ότι δεν νοεί.

Έτσι γίνεται κάποιος ταυτόχρονα ορώμενος και ορών.

Το όραμα πλημμυρίζει τα μάτια με φως, αλλά δεν είναι φως που παρουσιάζει κάποιο άλλο αντικείμενο, το φως είναι το ίδιο το όραμα.

Ου δη εν τω αγαθώ η νόησις. Η νόηση λοιπόν δεν υπάρχει στο αγαθό.

Αφού νους, νόηση, νοητό είναι ταυτόσημα, όλα συχγωνεύονται σε μια ενότητα.

Οτιδήποτε προσθέτουμε είναι τόσο πολύ ελάττωση εκείνου που δεν του λείπει τίποτα.

Για τον εαυτό του, το αγαθό, δεν είναι τίποτα, μη δεχόμενο τίποτα, αύταρκες, δεν είναι ούτε καν καλό για τον εαυτό του' για τα άλλα είναι καλό, διότι δεν το έχουν ανάγκη' αλλά δεν θα μπορούσε να έχει ανάγκη τον εαυτό του' θα ήταν γελοίο' διότι έτσι το καλό έχει ανάγκη καλοσύνης. Ούτε βλέπει τον εαυτό του, διότι πρέπει να έχει και να παίρνει κάτι με την όραση.

Συνεπώς το Αγαθό δεν έχει ούτε νόηση, αφού η ουσία συμβαδίζει με τη νόηση, η πρώτη και αληθινή νόηση είναι ταυτόσημη με το είναι.
(Περί του πώς το πλήθος των ιδεών υπέστη και περί ταγαθού)

Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρώτο κινείται προς οτιδήποτε άλλο, κατέχει τον δικό του τρόπο του είναι, προτού υπάρξει οτιδήποτε άλλο, ακόμα και το "είναι" τού αποστερούμε, και συνεπώς κάθε σχέση με τα όντα.

Παρατηρώντας το ακαθόριστο, μπορείτε να κατονομάσετε οποιοδήποτε από τα επόμενά του, αλλά πρέπει να πείτε "αυτό δεν είναι κανένα από αυτά"

Δεν υπήρξε έλευση στο είναι σε κανένα βαθμό' Αυτό είναι εκείνο διά του οποίου το είναι έχει έρθει σε όλα τα υπόλοιπα, τα επακόλουθά του. Υπεράνω κάθε υπόστασης, Αυτό δεν μπορεί να οφείλει το είναι του ούτε σε κάτι εξωτερικό ούτε στον εαυτό του.

Αλλά αυτό το μη υποστατό τί είναι; Δεν μπορούμε παρά να αποσυρθούμε, σιωπηλοί, χωρίς ελπίδα, και να μην ψάξουμε παραπέρα. Τι μπορούμε να αναζητούμε, όταν έχουμε φτάσει στο απώτατο; Κάθε διερεύνηση στοχεύει σε ένα πρώτο, και όταν το φτάσει σταματά.

Δεν πρέπει να ρωτάμε τίποτα σχετικά με αυτό, αλλά μόνο να το δεχτούμε μέσα στον νου εάν μπορούμε, αποκομίζοντας τη γνώση ότι σε τίποτα δεν μπορεί να επιτραπεί να συνδεθεί μαζί του.

Πρέπει να είμαστε συγκαταβατικοί με τη γλώσσα, είμαστε αναγκασμένοι για λόγους παρουσίασης να εφαρμόζουμε στο υπέρτατο όρους που είναι αυστηρά διαγραμμένοι' παντού πρέπει να προσθέτουμε ένα "ως εάν".

Εάν η ενέργεια της βούλησης πηγάζει από τον ίδιο τον θεό και είναι η λειτουργία του, και η ίδια βούληση είναι ταυτόσημη με την υπόστασή του. Αυτός έτσι πρέπει να δίνει την ύπαρξη στον εαυτό του. Συνεπώς, δεν είναι αυτό που συνέβη να είναι αλλά ό,τι ακριβώς βουλήθηκε να είναι.

Ο θεός είναι αιτία του εαυτού του, για τον εαυτό του και αφ 'εαυτού του είναι ό,τι είναι: ο πρωταρχικός αυτός, επέκεινα του όντος αυτός.

Μόνο στο μέτρο της προσέγγισης προς τη λογική υπάρχει απελευθέρωση από το συμβαίνειν' το κατά λόγον είναι υπεράνω τύχης. Ανεβαίνοντας φτάνουμε στο υπέρτατο όχι σαν λογική αλλά σαν καλύτερο της λογικής.

Το υπέρτατο είναι ο σκοπός όλων, είναι σαν την αρχή και το έδαφος ενός γιγάντιου δέντρου που ζει κατά λόγον, παραμένοντας το ίδιο αμετάβλητο, δίνει στο δέντρο ύπαρξη σύμφωνα με τη λογική αρχή που έλαβε.

Ταυτοχρόνως εκείνο είναι το παντού και το παντοιοτρόπως' δεν είναι μέσα στο παντού αλλά είναι το παντού.

Η ενέργειά του είναι μια εγρήγορση χωρίς κάποιον που αφυπνίζει, μια αιώνια αφύπνιση και υπερνόηση.

Αναζητώντας τον, μην αναζητάς τίποτα δικό του έξω, ό,τι τον ακολουθεί πρέπει να αναζητηθεί μέσα, αυτόν άφησέ τον. Είναι, ο ίδιος, εκείνο το εξώτερο, που περιλαμβάνει και μετρά τα πάντα ή μάλλον είναι μέσα, στο εσώτατο βάθος.

Το υπέρτατο είναι αιτία της αιτίας.

Κάποιος που βλέπει εκείνο όπως πραγματικά είναι, θα εγκαταλείψει κάθε συλλογισμό γύρω από αυτό και απλώς θα το ανακηρύξει σαν αυθύπαρκτο.

Έτσι πρέπει να εννοήσουμε το "επέκεινα της ουσίας" που υπαινικτικά δηλώνεται από τους παλαιούς' δεν είναι μόνον ότι αυτός γέννησε την ουσία αλλά ότι αυτός δεν υπόκειται ούτε σε ουσία ούτε στον εαυτό του' η ουσία του δεν είναι αρχή του' αν και αυτός είναι αρχή για την ουσία, δεν τη δημιουργήσε για τον ίδιο' παράγοντάς την, την άφησε έξω από τον εαυτό του' δεν είχε καμιάν ανάγκη από το είναι, αυτός που το δημιούργησε. Δεν δημιούργησε λοιπόν το είναι σύμφωνα με το είναι του.

Ου γαρ δύο, αλλ' εν.

Η βούληση περιλαμβανόταν στην ουσία' ήταν ταυτόσημες' ή μήπως υπήρχε κάτι, αυτή η βούληση για παράδειγμα, που δεν υπήρχε μέσα του; Όλα ήταν βούληση, τίποτα αθέλητο μέσα του.

Άρα, όταν αναφέρεσαι σ'αυτόν ή προσπαθείς να τον κατανοήσεις, άφησε όλα τ' άλλα' αφαιρώντας τα όλα, κρατήσου μόνο σ'αυτόν' πρόσεξε μην προσθέσεις τίποτα' βεβαιώσου ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπόρεσες να αφαιρέσεις απ' αυτόν στη σκέψη σου.
(Περί του εκουσίου και θελήματος του ενός)

Βρήκαμε πως ό,τι χάνει ενότητα, χάνει το είναι του.

Ο νους πρέπει να είναι γύρω από το νοείν, τουλάχιστον στην υψηλότερη φάση του, εκείνη που δεν ασχολείται με το εξώτερο σύμπαν, πρέπει να είναι αφοσιωμένος στο πρότερό του' η στροφή του στα ένδον είναι επιστροφή στην αρχή. Θεωρούμενος ταυτόχρονα σαν υποκείμενο και αντικείμενο της σκέψης του, είναι δυαδικός, όχι απλός ούτε ένα.

Πρέπει να ανέβουμε προς την αρχή μέσα μας' από πολλοί, πρέπει να γίνουμε ένας.

Φροντίδα μας πρέπει να είναι να μην μεταφέρουμε τίποτε από τις αισθήσεις, να μην επιτρέψουμε τίποτε από κείνη την πηγή να μπει στον νου' με καθαρό νου, και με την κορυφή του νου, μπορούμε να δούμε το καθαρότατο (αυτό που λέγεται εδώ "κορυφή του νου" είναι "το άνθος του νου" στα χαλδαϊκά λόγια και στον Πρόκλο.)

Η ενότητα δεν είναι νους αλλά κάτι ακόμα υψηλότερο' ο νους είναι ακόμη ένα ον, εκείνο το πρώτο όμως δεν είναι ον, αλλά προηγείται από κάθε ον' δεν μπορεί να είναι ον, διότι ένα ον έχει αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε σχήμα της πραγματικότητάς του, αλλά η ενότητα είναι χωρίς σχήμα, χωρίς καν σχήμα νοητό.

Ο δρόμος μας, λοιπόν, μας φέρνει πέρα από τη γνώση' δεν μπορούμε να περιπλανηθούμε μακριά από την ενότητα' πρέπει να αφήσουμε παράμερα γνώση και γνωστικό αντικείμενο' κάθε αντικείμενο σκέψης, ακόμα και το υψηλότερο, πρέπει να το προσπεράσουμε, διότι όλα όσα είναι καλά είναι μεταγενέστερα από εκείνο και πηγάζουν από εκείνο' όπως από τον ήλιο πηγάζει όλο το φως της ημέρας. Γι' αυτό λέει "να μη λεχθεί, να μη γραφτε''' στα γραπτά μας και στα λόγια μας δεν ωθούμαστε παρά προς αυτό' από την ανάπτυξη επικαλούμαστε το όραμα' σε όσους επιθυμούν να δουν, δείχνουμε το μονοπάτι' η διδασκαλία μας αφορά τον δρόμο και το ταξίδι, η θέα πρέπει να είναι η ίδια η ενέργεια κάποιου που να κάνει αυτή την επιλογή.

Από κανέναν δεν είναι απούσα αυτή η αρχή κι ωστόσο από όλους' παρούσα, παραμένει απούσα απ' όλους εκτός από όσους είναι κατάλληλοι να δεχτούν.

Ο νους πρέπει να κατανοηθεί ως νους διαφορετικός από τη λειτουργία του συλλογισμού που ονομάζεται λογιζόμενη αρχή' με τον συλλογισμό είμαστε ήδη στην περιοχή του διαχωρισμού και της κίνησης.

Πρέπει συνεπώς να εκλάβουμε την ενότητα σαν άπειρη όχι σε μέγεθος ή σε αριθμό, αλλά κατά το ασύλληπτο της δύναμής της. Αν σκεφτείτε το ένα σαν νου ή σαν θεό, είναι παραπάνω' αν το κάνετε ένα μέσα στη σκέψη σας, εδώ επίσης ο βαθμός της ενότητάς του με τον οποίο υπερβαίνει τη σκέψη σας είναι παραπάνω απ' ό,τι φανταζόσαστε ότι είναι' διότι αυτό είναι εντελώς ένα αυθύπαρκτο, χωρίς κανένα συμβεβηκός.

Η αιτία του παντός δεν είναι ένα πράγμα μέσα σ'αυτό το παν.

Για όσους έχουν τη δύναμη να τη φτάσουν, είναι παρούσα' για τους ανήμπορους, απούσα.

Ο εαυτός πρέπει να τεθεί έξω από τον νου στη θέαση του υπέρτατου.

Λένε ότι "το ένα δεν είναι έξω από κανέναν", είναι παρόν μη αντιληπτό σε όλους.

Το να γνωρίσουμε τον εαυτό μας σημαίνει ότι θα γνωρίσουμε την προέλευσή μας.

Η ψυχή είναι πλησιέστερα στο υπέρτατο απ' ό,τι ο νους στο αντικείμενό του -τέτοια είναι η ομοιότητά της, η ταυτότητά της, και ο ασφαλός δεσμός της συγγένειας.

Είμαστε πάντοτε μπροστά του' αλλά δεν κοιτάζουμε πάντα.

Εμείς είμαστε πάντοτε μπροστά στο υπέρτατο -όταν δεν είμαστε, έρχεται η έσχατη διάλυση και δεν μπορούμε να υπάρχουμε πλέον- αλλά δεν προσέχουμε εκεί πάντα' όταν κοιτάζουμε, ο σκοπός μας έχει επιτευχθεί' αυτή είναι η ανάπαυση,αυτό είναι το τέλος του κακότεχνου τραγουδιού' μπροστά του πραγματικά χορεύουμε τον ένθεο χορό.

Το είναι μας είναι το πληρέστερο λόγω του ότι στρεφόμαστε προς τα εκεί' αυτός είναι ο πλούτος μας' το να κρατιόμαστε μακριά είναι μοναξιά και μείωση.

Η ζωή εδώ, με τα πράγματα της γης, είναι έκπτωση, φυγή, απώλεια των φτερών.

Το ότι το καλό μας είναι εκεί αποδεικνύεται από την ίδια την αγάπη που είναι εγγενής στην ψυχή' εξ ου και η σύζευξη του Έρωτα με τις ψυχές στις απεικονίσεις και στις ιστορίες' η ψυχή, διαφορετική από το θεό αλλά έχοντας πηγάσει απ' αυτόν, πρέπει να χρειάζεται την αγάπη. Εφόσον είναι εκεί, κατέχει την ουράνια αγάπη' εδώ μεταμορφώθηκε σε πάνδημη Αφροδίτη, μια εταίρα κατά κάποιο τρόπο' ωστόσο η ψυχή είναι πάντα μια Αφροδίτη.

Να γίνουμε Αυτός, μόνον Αυτός, έχοντας απομακρύνει κάθε γήινο περιβάλλον, σπεύδοντας να ελευθερωθούμε, ανυπόμονοι για κάθε δεσμό που μας κρατά στο ταπεινότερο, ώστε με ολόκληρο το είναι μας να μπορούμε να πιαστούμε απ' Αυτόν, χωρίς να παραμένει μέσα μας κανένα μέρος παρά μόνο αυτό μέσω του οποίου ήρθαμε σε επαφή με τον θεό. Έτσι έχουμε κάθε δυνατό όραμα αυτού και του εαυτού μας' αλλά ενός εαυτού που έχει σφυρηλατηθεί με το μεγαλείο, που είναι πλημμυρισμένος με το νοητό φως -ή μάλλον καθαρό φως ο ίδιος-, ελαφρός, χωρίς βάρος, γενόμενος θεός -ή μάλλον όντας θεός-, φλεγόμενος λοιπόν -αλλά που συντρίβεται για άλλη μια φορά εάν αναλάβει το φορτίο το οποίο είχε απορρίψει.

Σ'αυτή την όραση, ούτε κρατούμε ένα αντικείμενο ούτε εντοπίζουμε διάκριση' δεν υπάρχει δύο.

Ο άνθρωπος έχει αλλάξει, δεν είναι πλέον ο εαυτός του ούτε ανήκει στον εαυτό του' είναι αναμεμειγμένος με το υπέρτατο, βυθισμένος μέσα του, ένα με αυτό' το κέντρο συμπίπτει με το κέντρο, διότι τα κέντρα των κύκλων, ακόμη και εδώ κάτω, είναι ένα όταν ενώνονται, και δύο όταν είναι χωριστά' και με αυτήν ακριβώς την έννοια εμείς τώρα μιλούμε για το υπέρτατο ως ξεχωριστό. Αυτός είναι ο λόγος που το θέαμα ανατρέπει την ομιλία' δεν μπορούμε να αποσπάσουμε το υπέρτατο για να το διατυπώσουμε' εάν έχουμε δει κάτι έτσι αποσπασμένο, έχουμε αποτύχει από το να δούμε το υπέρτατο το οποίο μπορεί να γνωριστεί μόνο σαν ένα μ 'εμάς τους ίδιους.

Δεν υπήρχαν δύο, ο ορών ήταν ένα με το ορώμενο, δεν ήταν όραμα αλλά ένωση.

Αδρανεί η λογική και κάθε νόηση, ακόμα και, για να τολμήσουμε τη λέξη, ο ίδιος ο εαυτός' κρατημένος μακριά, πλήρης θεού, έχει επιτύχει στην τέλεια ακινησία την απομόνωση' με ήρεμο όλο του το είναι, δεν στρέφεται ούτε προς αυτή την πλευρά ούτε προς εκείνη, ούτε καν προς τα μέσα προς τον ίδιο του τον εαυτό' εντελώς ήρεμος, σε στάση, έχει γίνει η ίδια η στάση. Δεν ανήκει πλέον ούτε στην τάξη των ωραίων' έχει υψωθεί πέρα από την ωραιότητα' έχει ξεπεράσει ακόμα και τον χορό των αρετών' είναι όπως κάποιος που, έχοντας διεισδύσει στα άδυτα των αδύτων, αφήνει πίσω του τα είδωλα του ναού.

Ήταν μια έκσταση, μια απλοποίηση, μια απάρνηση, μια τάση προς επαφή και ταυτόχρονα μια ανάπαυση, ένας διαλογισμός προς τη ρύθμιση' τούτη είναι η μόνη θέαση αυτού που βρίσκεται μέσα στο άδυτο.

Αυτός ο σκοπός, που επιτυγχάνεται μόνο από όσους έχουν ξεπεράσει τα πάντα, είναι το πρότερο πάντων.

Αυτός είναι ο βίος των θεών και των θεϊκών και μακάριων ανθρώπων, απελευθέρωση από τα πράγματα του κόσμου τούτου, ζωή που δεν βρίσκει ηδονή στα επίγεια, φυγή του μοναχικού στο μοναχικό.

Εκεί, στ’αλήθεια, (η μυστικιστική πορεία πρός το ΕΝ) δεν θα το ανταλλάξει αυτό για τίποτα στον κόσμο, ακόμα και αν κάποιος της έδινε το όλο σύμπαν. Από αυτό δεν υπάρχει τίποτα υψηλότερο, τίποτα καλύτερο, πάνω από αυτό δεν υπάρχει πέρασμα. Όλα τα υπόλοιπα, όσο υψηλά και αν είναι, βρίσκονται στο μονοπάτι που κατεβαίνει. Αυτή έχει τέλεια κρίση και γνωρίζει ότι αυτό αναζητούσε, ότι τίποτα υψηλότερο δεν υπάρχει. Εδώ δεν μπορεί να υπάρξει εξαπάτηση. Τι άλλο θα μπορούσε να συναντήσει αληθινότερο από την αλήθεια; Και η αλήθεια που διαβεβαιώνει, εκείνη είναι και η ίδια, αλλά όλη η διαβεβαίωση είναι μεταγενέστερη και σιωπηλή. Μέσα σ’αυτή την ευτυχία, γνωρίζει πέρα από απάτη ότι είναι ευτυχής, διότι αυτό δεν είναι διαβεβαίωση ενός εξημμένου σώματος αλλά μιας ψυχής που έχει ξαναγίνει ό,τι ήταν τον καιρό της πρώτης της χαράς. Για όλα όσα είχε καλοδεχτεί από παλιά –αξίωμα, δύναμη, πλούτος, ομορφιά, γνώση- για όλα δείχνει την περιφρόνησή της, πράγμα που ποτέ δεν θα μπορούσε αν δεν είχε βρει το καλύτερό τους. Δεμένη μ’αυτό, δεν μπορεί να φοβηθεί καταστροφή, ούτε καν από τη στιγμή που κατέχει το όραμα. Ας καταστραφούν όλα γύρω της, έτσι θα ήθελε για να μπορεί να είναι ολοκληρωτικά με αυτό –σε τόσο μεγάλη ευτυχία έχει φτάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου