Για τους Σπαρτιάτες, αφού η υπόθεση της Αθήνας είχε πλέον τελειώσει, δεν έμενε παρά να κατασβήσουν και την τελευταία πολεμική εστία που υπήρχε σε ολόκληρο τον αρχαιοελληνικό κόσμο: «Ο Λύσανδρος πολιόρκησε τους Σαμίους απ’ όλες τις μεριές. Εκείνοι δεν ήθελαν στην αρχή να συνθηκολογήσουν, όταν όμως ο Λύσανδρος ετοιμάστηκε να κάνει έφοδο, συμφώνησαν να φύγουν οι ελεύθεροι πολίτες, παίρνοντας από ένα πανωφόρι ο καθένας κι αφήνοντας όλο τ’ άλλο βιός τους· έτσι κι έγινε». (2,3,6)
Φυσικά, θα ήταν αδύνατο να συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Η Σάμος ήταν η αυλαία ενός πολέμου που είχε κρατήσει είκοσι οχτώ χρόνια κι έξι μήνες. Για το Λύσανδρο ήταν περισσότερο ένα τυπικό – διεκπεραιωτικό ζήτημα παρά μια σύγκρουση. Εξάλλου, επί της ουσίας δε συγκρούστηκε ποτέ. Ούτε όταν κατέστρεψε τον αθηναϊκό στόλο, αφού ο αιφνιδιασμός που επέφερε δεν άφησε σχεδόν κανένα περιθώριο άμυνας, ούτε όταν κυρίευσε την Αθήνα, αλλά ούτε και τη Σάμο, όπου κάθε αντίσταση θα ήταν μάταιη.
Κατάφερε να τελειώσει το μεγαλύτερο σε διάρκεια πόλεμο της ελληνικής αρχαιότητας με τις ελάχιστες (στα όρια του μηδαμινού) απώλειες. Κι αυτή είναι η αδιαπραγμάτευτη στρατηγική του ευφυΐα. Όσο για την περίπτωση της Σάμου: «παρέδωσε την πόλη, καθώς και ό,τι υπήρχε μέσα, στους αλλοτινούς της κατοίκους και διόρισε δέκα άρχοντες να την επιτηρούν. Κατόπιν απέλυσε τις ναυτικές δυνάμεις των συμμάχων και τις έστειλε πίσω στις πατρίδες τους, ενώ ο ίδιος έκανε πανιά προς τη Λακεδαίμονα με τα λακωνικά πλοία». (2,3,7-8).
Από την άλλη, όπως ήταν φυσικό, η παράδοση της Αθήνας με το γκρέμισμα των τειχών και την ολική αποδοχή των σπαρτιατικών όρων προκάλεσε και τις ανάλογες πολιτειακές αλλαγές. Βρισκόμαστε πια στο 404 π. Χ., όταν: «ο λαός αποφάσισε να εκλέξει τριάντα ανθρώπους για να συντάξουν ένα σύνταγμα σύμφωνο με την παράδοση, όπου θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο». (2,3,2).
Η απόφαση να ανατεθεί ένα σύνταγμα, που να ρυθμίζει τον πολιτικό βίο, σε τριάντα ανθρώπους, έστω κι εκλεγμένους, είναι το πέρασμα στην ολιγαρχία, αφού τη διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων δεν την έχει πλέον ο λαός με την άμεση ψηφοφορία των Συνελεύσεων, αλλά οι τριάντα, οι οποίοι αποκτούν τεράστια εξουσία κατευθύνοντας την πολιτική ζωή όπως θέλουν. Η φράση του Ξενοφώντα «και να πως έγινε ολιγαρχικό το καθεστώς» (2,3,2) δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων.
Κι εδώ δεν πρέπει να γίνει λόγος για την τότε αντίληψη της δημοκρατίας, που είχε νόημα μόνο με την έννοια της αμεσότητας, (οι άρχοντες που αποφασίζουν ό,τι θέλουν και δε λογοδοτούν κρίνονται ολιγάρχες, ασχέτως αν εκλέγονται), αλλά για την απελπισία των Αθηναίων, που ψήφισαν τριάντα κυβερνήτες με καθαρά ολιγαρχικές πεποιθήσεις – τα φρονήματα του Κριτία και του Θηραμένη που δέσποζαν μέσα στους τριάντα ήταν σε όλους γνωστά – και ταυτόχρονα έτρεφαν την ψευδαίσθηση του συντάγματος, που θα ρύθμιζε την πολιτική ζωή.
Η αποφυγή της ολοκληρωτικής εξόντωσης, που ήταν πολύ σοβαρό ενδεχόμενο, τους έδωσε ελπίδες ότι θα μπορούσαν να πέσουν στα μαλακά κι ότι οι πολιτειακές τους παραχωρήσεις δε θα συνδέονταν κατ’ ανάγκη με την καταστροφή ούτε για την πόλη ούτε για τις προσωπικές τους ελευθερίες. Υπήρχαν μάλιστα και αρκετοί, που αγανακτισμένοι από τις στρεβλώσεις της δημοκρατίας, την ασυδοσία και τον άκρατο λαϊκισμό έβλεπαν τις εξελίξεις με θετικό τρόπο, θεωρώντας ότι η ολιγαρχία θα βάλει τάξη αποδίδοντας στον καθένα αυτά που του αξίζουν.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι πρώτες εκτελέσεις των τυράννων δεν προξένησαν σχεδόν καμία ενόχληση: «άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς καταδότες, που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν κάνει τη συκοφαντία επάγγελμα και ταλαιπωρούσαν την αριστοκρατική τάξη» («καλοίς καγαθοίς» στο πρωτότυπο) «και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη. Η Βουλή τους καταδίκαζε μ’ ευχαρίστηση, και το πράγμα δε δυσαρεστούσε καθόλου όσους ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ’ αυτούς». (2,3,12).
Σε τέτοιες περιπτώσεις αβέβαιων πολιτειακών αλλαγών, όταν κάποιος νιώθει ότι δεν κινδυνεύει, δεν αισθάνεται και καμία ανάγκη να ανακατευτεί, πολύ περισσότερο να διεκδικήσει, ακόμη κι όταν καταπατούνται και οι στοιχειώδεις πολιτειακές δεσμεύσεις: «Ενώ όμως εντολή τους ήταν να συντάξουν ένα σύνταγμα που θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο, όλο και ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του· στο μεταξύ συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές όπως ήθελαν αυτοί». (2,3,11).
Κι αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος που κινούνται οι δικτατορίες· στελέχωση όλων των πολιτειακών οργάνων με πρόσωπα εμπιστοσύνης, κατάλυση κάθε συνταγματικής αρχής προς εξασφάλιση οποιασδήποτε αυθαιρεσίας και πολιτικές εξοντώσεις, οι οποίες ξεκινούν πάντα από τις ομάδες που δε θα έχουν κανένα υποστηρικτή. Η ανοχή του κόσμου και η γενική σιωπή συμβάλλουν καθοριστικά προς την κατεύθυνση της αποχαλίνωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η βία, η τρομοκρατία και η ωμότητα μετατρέπονται σε μοναδική πολιτειακή εκδοχή. Οι τριάντα κατάφεραν να εξασφαλίσουν όλες τις προϋποθέσεις. Το μόνο που έλειπε ήταν η στρατιωτική ισχύς, που θα καθιστούσε αδύνατη κάθε απόπειρα αντίστασης: «Το πρώτο βήμα ήταν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τον Αισχύνη και τον Αριστοτέλη, για να πείσουν το Λύσανδρο να ενεργήσει να τους δοθεί φρουρά – που υπόσχονταν να συντηρούν αυτοί – “ώσπου να βγάλουν από τη μέση τα κακά στοιχεία και να οργανώσουν το καθεστώς”. Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους δώσουν τη φρουρά με τον Καλλίβιο για αρμοστή». (2,3,13-14).
Τώρα πια οι τύραννοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Όποιος θέλει, ας αντιπαρατεθεί: «Μόλις οι Τριάντα πήραν τη φρουρά βάλθηκαν να καλοπιάνουν τον Καλλίβιο, για να εγκρίνει όλες τους τις πράξεις· αυτός πάλι τους έδινε στρατιώτες από τη φρουρά, που τους βοηθούσαν να συλλάβουν όποιους ήθελαν – όχι πια “κακά στοιχεία” κι ασήμαντα πρόσωπα, αλλ’ από δω και μπρος όποιον τους δημιουργούσε την υποψία ότι δε θ’ ανεχόταν τον παραγκωνισμό του κι ότι, αν δοκίμαζε ν’ αντιδράσει, θα ‘βρισκε πολλούς συμπαραστάτες». (2,3,14).
Δεν υπάρχει δικτατορία που να μην πολεμά τα «κακά στοιχεία». Δεν είναι μόνο τα προσχήματα που – αρχικά τουλάχιστον – όλοι οι δικτάτορες ενδιαφέρονται (μάταια) να κρατήσουν, αλλά και η καλλιέργεια του διχαστικού κλίματος που οπωσδήποτε θα τους ευνοήσει. Όταν ξεκαθαρίζεται ποιοι είναι οι εχθροί, όχι μόνο λουφάζουν όσοι θεωρούν ότι βρίσκονται εκτός κινδύνου, αλλά συσπειρώνονται κι εκείνοι που είναι επίσης αρνητικοί απέναντι σ’ αυτούς που στοχοποιούνται.
Σταδιακά ο κύκλος των εχθρών διευρύνεται. Τα πράγματα γίνονται εντελώς απροκάλυπτα. Κι αυτό είναι το σημείο, που οι ισορροπίες αποδεικνύονται εύθραυστες. Η δυσφορία του κόσμου μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη. Ενδέχεται οι δικτάτορες να διαφωνήσουν· να έρθουν σε ρήξη· να φαγωθούν και μεταξύ τους: «Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας και ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας όμως είχε διάθεση να σκοτώσει πολύν κόσμο, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να θανατώνουν ανθρώπους μόνο και μόνο για το λόγο ότι τους τιμούσε ο λαός, έστω κι αν δεν πείραζαν σε τίποτε την αριστοκρατική τάξη» («καλούς καγαθούς» στο πρωτότυπο). (2,3,15).
Το βέβαιο είναι ότι μετά από λίγο καιρό ο κόσμος έδειχνε σημάδια ανησυχίας: «Καθώς πλήθαιναν οι άδικες εκτελέσεις, έγινε φανερό ότι πολλοί άρχισαν να συνεννοούνται αναμεταξύ τους και ν’ αναρωτιούνται πού πηγαίνει το καθεστώς». (2,3,17). Ο Θηραμένης καταλάβαινε καλά ότι με αυτές τις πρακτικές οι μέρες των Τριάντα ήταν μετρημένες. Βρέθηκε ακριβώς στην ίδια θέση που είχε βρεθεί και στην προηγούμενη απόπειρα πραξικοπήματος το 411 π.Χ. Τα σκληρά μέτρα και οι εκτελέσεις τότε είχαν προκαλέσει τη λαϊκή οργή, η οποία στο τέλος ξέσπασε ανεξέλεγκτα.
Ο Θηραμένης είχε μάθει ότι το μέγεθος της σκληρότητας πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία με το μέγεθος της διαθέσιμης δύναμης. Αν οι αντίπαλες δυνάμεις είναι σε θέση να προκαλέσουν την ανατροπή δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη μετριοπάθεια. Τη λαϊκή οργή ή θα την καταστείλει κανείς ή θα την μετριάσει. Και είναι προφανές ότι, αν δεν μπορεί το πρώτο, υποχρεούται να καταφύγει στο δεύτερο.
Αυτός είναι ο λόγος που ζητούσε να βάλουν κι άλλα πρόσωπα στην εξουσία. Ένα δημοκρατικό άνοιγμα λειτουργεί πάντα καταπραϋντικά σ’ ένα λαό που υποφέρει. Το ζήτημα ήταν τόσο σαφές, που έγινε αντιληπτό και από τους άλλους του καθεστώτος: «Τότε ο Κριτίας κι άλλοι από τους Τριάντα, που είχαν αρχίσει να φοβούνται – κυρίως τον ίδιο το Θηραμένη, μην τυχόν συσπειρωθούν γύρω του οι πολίτες –, διάλεξαν τρεις χιλιάδες Αθηναίους, που θα μετείχαν, λέει, στην άσκηση της εξουσίας». (2,3,18).
Οι φόβοι των τυράννων για τη στάση του Θηραμένη κρίνονται δικαιολογημένοι, αφού και το 411 π. Χ., όταν διέκρινε το αδιέξοδο του τότε πραξικοπήματος, αποσχίστηκε, έκανε δριμύτατη κριτική και τελικά συσπείρωσε τον κόσμο για την ανατροπή του. Ακριβώς τα ίδια φαίνεται να κάνει και τώρα, καθώς διαβλέποντας και πάλι το αδιέξοδο προσπαθεί να αλλάξει στρατόπεδο. Γι’ αυτό και δεν έμεινε ικανοποιημένος ούτε με την πρόταση της συμμετοχής των τριών χιλιάδων Αθηναίων στη εξουσία: «Αλλά και σ’ αυτό αντιμίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι πρώτα πρώτα αυτός τουλάχιστον το βρίσκει παράλογο, αν θέλουν να μοιραστούν την εξουσία με τους καλύτερους πολίτες, να διαλέξουν ειδικά τρεις χιλιάδες, λες και ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει αναγκαστικά τους ανθρώπους με υπόληψη, και ν’ αποκλείεται να μείναν έξω αξιόλογα πρόσωπα ή να περιλήφθηκαν παλιάνθρωποι». (2,3,19).
Ο Θηραμένης επικαλείται και πάλι το δημοκρατικό του προσωπείο. Κόπτεται για αξιοκρατία και αγωνιά μην τυχόν και βρεθούν αναξιόπιστοι σε θέσεις εξουσίας. Σαν να μην ήταν αυτός που έμεινε για μήνες στο Λύσανδρο αφήνοντας τους συμπολίτες του να λιμοκτονήσουν την περίοδο της πολιορκίας. Σαν να μην πρωταγωνίστησε στη ντροπιαστική δίκη και την εκτέλεση των στρατηγών, τότε που εγκαταλείφθηκαν οι ναυαγοί με δική του ευθύνη. Σαν να μη γνώριζε το χαρακτήρα και τις πεποιθήσεις του Κριτία, ο οποίος είχε εξοριστεί στο παρελθόν από τους δημοκρατικούς. Το ενδιαφέρον του για το ήθος των κυβερνώντων δεν μπορεί να πείσει.
Τα πραγματικά αίτια της μεταστροφής του αποκαλύπτονται στις συστάσεις που κάνει στους άλλους τυράννους: «”Έπειτα” είπε “διαπιστώνω ότι κάνουμε δύο τελείως αντιφατικά πράγματα – οργανώνουμε μια εξουσία που στηρίζεται στη βία, και που συνάμα έχει λιγότερη δύναμη απ’ αυτούς που εξουσιάζει”». (2,3,19).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θηραμένης είχε το χάρισμα να κοιτάει μπροστά. Αυτή του η δυνατότητα τον γλύτωσε πολλές φορές στο παρελθόν και τον έκανε να επιβιώσει σε μια πολιτική σκηνή, όπου παλιοί του συνεργάτες είχαν πολύ άσχημα ξεμπερδέματα. Αυτό ακριβώς συνέβαινε και τώρα. Οι εξελίξεις θα τον δικαιώσουν. Όμως, όταν κάποιος παίζει συνεχώς με τη φωτιά, στο τέλος θα φτάσει σε αδιέξοδο.
Οι συνθήκες για να εγκαταλείψει τους άλλους τυράννους δεν είναι ακόμη καθόλου ώριμες, αφού – προς το παρόν – δεν υπάρχει καμία ασφαλής εναλλακτική. Όσο για να τους πείσει να αλλάξουν στάση, είναι αδύνατο. Η επιλογή του ήταν να διαφοροποιείται όσο το δυνατό περισσότερο παραμένοντας, όμως, στη διακυβέρνηση. Αφήνοντας τον καιρό να περάσει και ζυγίζοντας τις εξελίξεις θα έβρισκε την κατάλληλη στιγμή να αλλάξει στρατόπεδο.
Στο μεταξύ το καθεστώς των Τριάντα είχε φτάσει στην πλήρη ασυδοσία. Αφού διάλεξαν τους τρεις χιλιάδες, που είχαν αποφασίσει, και συνέγραψαν τον κατάλογο των ανθρώπων του καθεστώτος, «έστειλαν τη φρουρά και τους οπαδούς τους να πάρουν τα όπλα ολωνών εκτός από τους Τρεις Χιλιάδες, να τα μεταφέρουν στην Ακρόπολη και να τα συγκεντρώσουν στο Ναό. Ύστερα απ’ αυτό θεώρησαν ότι ήταν πια ελεύθεροι να κάνουν ό,τι ήθελαν και σκότωσαν πολύν κόσμο – άλλους από προσωπικό μίσος κι άλλους για τις περιουσίες τους. Για να ‘χουν μάλιστα τα μέσα να συντηρούν τη φρουρά, αποφάσισαν να συλλάβουν ο καθένας από έναν μέτοικο, να τον εκτελέσουν και να δημεύσουν την περιουσία του». (2,3,20-21).
Ο Ξενοφώντας περιγράφει την πιο ανεξέλεγκτη εγκληματική δράση, που πλέον δεν έχει ούτε την ελάχιστη επίφαση πολιτικής. Ένα δίχως όρια πλιάτσικο, που παρίστανε τη διαχείριση της εξουσίας.
Φυσικά, ο Θηραμένης δεν είχε καμία ανάμειξη σε όλα αυτά. Συνέχισε να απέχει ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να διασωθεί προστατεύοντας το όνομά του. Όχι μόνο αρνήθηκε να συλλάβει κανένα, αλλά επέκρινε έντονα τους ανθρώπους του καθεστώτος: «”Δεν το βρίσκω σωστό, τη στιγμή που λέμε ότι είμαστε οι εκλεκτοί, να φερόμαστε χειρότερα κι από τους παλιούς καταδότες. Εκείνοι έπαιρναν χρήματα από τα θύματά τους αλλά τ’ άφηναν τουλάχιστον να ζήσουν – κι εμείς θα σκοτώσουμε τόσους αθώους για να τους πάρουμε τα χρήματα; Δεν είναι τούτο πολύ πιο άδικο από το άλλο;”». (2,3,22-23).
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Φυσικά, θα ήταν αδύνατο να συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Η Σάμος ήταν η αυλαία ενός πολέμου που είχε κρατήσει είκοσι οχτώ χρόνια κι έξι μήνες. Για το Λύσανδρο ήταν περισσότερο ένα τυπικό – διεκπεραιωτικό ζήτημα παρά μια σύγκρουση. Εξάλλου, επί της ουσίας δε συγκρούστηκε ποτέ. Ούτε όταν κατέστρεψε τον αθηναϊκό στόλο, αφού ο αιφνιδιασμός που επέφερε δεν άφησε σχεδόν κανένα περιθώριο άμυνας, ούτε όταν κυρίευσε την Αθήνα, αλλά ούτε και τη Σάμο, όπου κάθε αντίσταση θα ήταν μάταιη.
Κατάφερε να τελειώσει το μεγαλύτερο σε διάρκεια πόλεμο της ελληνικής αρχαιότητας με τις ελάχιστες (στα όρια του μηδαμινού) απώλειες. Κι αυτή είναι η αδιαπραγμάτευτη στρατηγική του ευφυΐα. Όσο για την περίπτωση της Σάμου: «παρέδωσε την πόλη, καθώς και ό,τι υπήρχε μέσα, στους αλλοτινούς της κατοίκους και διόρισε δέκα άρχοντες να την επιτηρούν. Κατόπιν απέλυσε τις ναυτικές δυνάμεις των συμμάχων και τις έστειλε πίσω στις πατρίδες τους, ενώ ο ίδιος έκανε πανιά προς τη Λακεδαίμονα με τα λακωνικά πλοία». (2,3,7-8).
Από την άλλη, όπως ήταν φυσικό, η παράδοση της Αθήνας με το γκρέμισμα των τειχών και την ολική αποδοχή των σπαρτιατικών όρων προκάλεσε και τις ανάλογες πολιτειακές αλλαγές. Βρισκόμαστε πια στο 404 π. Χ., όταν: «ο λαός αποφάσισε να εκλέξει τριάντα ανθρώπους για να συντάξουν ένα σύνταγμα σύμφωνο με την παράδοση, όπου θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο». (2,3,2).
Η απόφαση να ανατεθεί ένα σύνταγμα, που να ρυθμίζει τον πολιτικό βίο, σε τριάντα ανθρώπους, έστω κι εκλεγμένους, είναι το πέρασμα στην ολιγαρχία, αφού τη διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων δεν την έχει πλέον ο λαός με την άμεση ψηφοφορία των Συνελεύσεων, αλλά οι τριάντα, οι οποίοι αποκτούν τεράστια εξουσία κατευθύνοντας την πολιτική ζωή όπως θέλουν. Η φράση του Ξενοφώντα «και να πως έγινε ολιγαρχικό το καθεστώς» (2,3,2) δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων.
Κι εδώ δεν πρέπει να γίνει λόγος για την τότε αντίληψη της δημοκρατίας, που είχε νόημα μόνο με την έννοια της αμεσότητας, (οι άρχοντες που αποφασίζουν ό,τι θέλουν και δε λογοδοτούν κρίνονται ολιγάρχες, ασχέτως αν εκλέγονται), αλλά για την απελπισία των Αθηναίων, που ψήφισαν τριάντα κυβερνήτες με καθαρά ολιγαρχικές πεποιθήσεις – τα φρονήματα του Κριτία και του Θηραμένη που δέσποζαν μέσα στους τριάντα ήταν σε όλους γνωστά – και ταυτόχρονα έτρεφαν την ψευδαίσθηση του συντάγματος, που θα ρύθμιζε την πολιτική ζωή.
Η αποφυγή της ολοκληρωτικής εξόντωσης, που ήταν πολύ σοβαρό ενδεχόμενο, τους έδωσε ελπίδες ότι θα μπορούσαν να πέσουν στα μαλακά κι ότι οι πολιτειακές τους παραχωρήσεις δε θα συνδέονταν κατ’ ανάγκη με την καταστροφή ούτε για την πόλη ούτε για τις προσωπικές τους ελευθερίες. Υπήρχαν μάλιστα και αρκετοί, που αγανακτισμένοι από τις στρεβλώσεις της δημοκρατίας, την ασυδοσία και τον άκρατο λαϊκισμό έβλεπαν τις εξελίξεις με θετικό τρόπο, θεωρώντας ότι η ολιγαρχία θα βάλει τάξη αποδίδοντας στον καθένα αυτά που του αξίζουν.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι πρώτες εκτελέσεις των τυράννων δεν προξένησαν σχεδόν καμία ενόχληση: «άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς καταδότες, που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν κάνει τη συκοφαντία επάγγελμα και ταλαιπωρούσαν την αριστοκρατική τάξη» («καλοίς καγαθοίς» στο πρωτότυπο) «και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη. Η Βουλή τους καταδίκαζε μ’ ευχαρίστηση, και το πράγμα δε δυσαρεστούσε καθόλου όσους ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ’ αυτούς». (2,3,12).
Σε τέτοιες περιπτώσεις αβέβαιων πολιτειακών αλλαγών, όταν κάποιος νιώθει ότι δεν κινδυνεύει, δεν αισθάνεται και καμία ανάγκη να ανακατευτεί, πολύ περισσότερο να διεκδικήσει, ακόμη κι όταν καταπατούνται και οι στοιχειώδεις πολιτειακές δεσμεύσεις: «Ενώ όμως εντολή τους ήταν να συντάξουν ένα σύνταγμα που θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο, όλο και ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του· στο μεταξύ συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές όπως ήθελαν αυτοί». (2,3,11).
Κι αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος που κινούνται οι δικτατορίες· στελέχωση όλων των πολιτειακών οργάνων με πρόσωπα εμπιστοσύνης, κατάλυση κάθε συνταγματικής αρχής προς εξασφάλιση οποιασδήποτε αυθαιρεσίας και πολιτικές εξοντώσεις, οι οποίες ξεκινούν πάντα από τις ομάδες που δε θα έχουν κανένα υποστηρικτή. Η ανοχή του κόσμου και η γενική σιωπή συμβάλλουν καθοριστικά προς την κατεύθυνση της αποχαλίνωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η βία, η τρομοκρατία και η ωμότητα μετατρέπονται σε μοναδική πολιτειακή εκδοχή. Οι τριάντα κατάφεραν να εξασφαλίσουν όλες τις προϋποθέσεις. Το μόνο που έλειπε ήταν η στρατιωτική ισχύς, που θα καθιστούσε αδύνατη κάθε απόπειρα αντίστασης: «Το πρώτο βήμα ήταν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τον Αισχύνη και τον Αριστοτέλη, για να πείσουν το Λύσανδρο να ενεργήσει να τους δοθεί φρουρά – που υπόσχονταν να συντηρούν αυτοί – “ώσπου να βγάλουν από τη μέση τα κακά στοιχεία και να οργανώσουν το καθεστώς”. Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους δώσουν τη φρουρά με τον Καλλίβιο για αρμοστή». (2,3,13-14).
Τώρα πια οι τύραννοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Όποιος θέλει, ας αντιπαρατεθεί: «Μόλις οι Τριάντα πήραν τη φρουρά βάλθηκαν να καλοπιάνουν τον Καλλίβιο, για να εγκρίνει όλες τους τις πράξεις· αυτός πάλι τους έδινε στρατιώτες από τη φρουρά, που τους βοηθούσαν να συλλάβουν όποιους ήθελαν – όχι πια “κακά στοιχεία” κι ασήμαντα πρόσωπα, αλλ’ από δω και μπρος όποιον τους δημιουργούσε την υποψία ότι δε θ’ ανεχόταν τον παραγκωνισμό του κι ότι, αν δοκίμαζε ν’ αντιδράσει, θα ‘βρισκε πολλούς συμπαραστάτες». (2,3,14).
Δεν υπάρχει δικτατορία που να μην πολεμά τα «κακά στοιχεία». Δεν είναι μόνο τα προσχήματα που – αρχικά τουλάχιστον – όλοι οι δικτάτορες ενδιαφέρονται (μάταια) να κρατήσουν, αλλά και η καλλιέργεια του διχαστικού κλίματος που οπωσδήποτε θα τους ευνοήσει. Όταν ξεκαθαρίζεται ποιοι είναι οι εχθροί, όχι μόνο λουφάζουν όσοι θεωρούν ότι βρίσκονται εκτός κινδύνου, αλλά συσπειρώνονται κι εκείνοι που είναι επίσης αρνητικοί απέναντι σ’ αυτούς που στοχοποιούνται.
Σταδιακά ο κύκλος των εχθρών διευρύνεται. Τα πράγματα γίνονται εντελώς απροκάλυπτα. Κι αυτό είναι το σημείο, που οι ισορροπίες αποδεικνύονται εύθραυστες. Η δυσφορία του κόσμου μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη. Ενδέχεται οι δικτάτορες να διαφωνήσουν· να έρθουν σε ρήξη· να φαγωθούν και μεταξύ τους: «Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας και ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας όμως είχε διάθεση να σκοτώσει πολύν κόσμο, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να θανατώνουν ανθρώπους μόνο και μόνο για το λόγο ότι τους τιμούσε ο λαός, έστω κι αν δεν πείραζαν σε τίποτε την αριστοκρατική τάξη» («καλούς καγαθούς» στο πρωτότυπο). (2,3,15).
Το βέβαιο είναι ότι μετά από λίγο καιρό ο κόσμος έδειχνε σημάδια ανησυχίας: «Καθώς πλήθαιναν οι άδικες εκτελέσεις, έγινε φανερό ότι πολλοί άρχισαν να συνεννοούνται αναμεταξύ τους και ν’ αναρωτιούνται πού πηγαίνει το καθεστώς». (2,3,17). Ο Θηραμένης καταλάβαινε καλά ότι με αυτές τις πρακτικές οι μέρες των Τριάντα ήταν μετρημένες. Βρέθηκε ακριβώς στην ίδια θέση που είχε βρεθεί και στην προηγούμενη απόπειρα πραξικοπήματος το 411 π.Χ. Τα σκληρά μέτρα και οι εκτελέσεις τότε είχαν προκαλέσει τη λαϊκή οργή, η οποία στο τέλος ξέσπασε ανεξέλεγκτα.
Ο Θηραμένης είχε μάθει ότι το μέγεθος της σκληρότητας πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία με το μέγεθος της διαθέσιμης δύναμης. Αν οι αντίπαλες δυνάμεις είναι σε θέση να προκαλέσουν την ανατροπή δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη μετριοπάθεια. Τη λαϊκή οργή ή θα την καταστείλει κανείς ή θα την μετριάσει. Και είναι προφανές ότι, αν δεν μπορεί το πρώτο, υποχρεούται να καταφύγει στο δεύτερο.
Αυτός είναι ο λόγος που ζητούσε να βάλουν κι άλλα πρόσωπα στην εξουσία. Ένα δημοκρατικό άνοιγμα λειτουργεί πάντα καταπραϋντικά σ’ ένα λαό που υποφέρει. Το ζήτημα ήταν τόσο σαφές, που έγινε αντιληπτό και από τους άλλους του καθεστώτος: «Τότε ο Κριτίας κι άλλοι από τους Τριάντα, που είχαν αρχίσει να φοβούνται – κυρίως τον ίδιο το Θηραμένη, μην τυχόν συσπειρωθούν γύρω του οι πολίτες –, διάλεξαν τρεις χιλιάδες Αθηναίους, που θα μετείχαν, λέει, στην άσκηση της εξουσίας». (2,3,18).
Οι φόβοι των τυράννων για τη στάση του Θηραμένη κρίνονται δικαιολογημένοι, αφού και το 411 π. Χ., όταν διέκρινε το αδιέξοδο του τότε πραξικοπήματος, αποσχίστηκε, έκανε δριμύτατη κριτική και τελικά συσπείρωσε τον κόσμο για την ανατροπή του. Ακριβώς τα ίδια φαίνεται να κάνει και τώρα, καθώς διαβλέποντας και πάλι το αδιέξοδο προσπαθεί να αλλάξει στρατόπεδο. Γι’ αυτό και δεν έμεινε ικανοποιημένος ούτε με την πρόταση της συμμετοχής των τριών χιλιάδων Αθηναίων στη εξουσία: «Αλλά και σ’ αυτό αντιμίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι πρώτα πρώτα αυτός τουλάχιστον το βρίσκει παράλογο, αν θέλουν να μοιραστούν την εξουσία με τους καλύτερους πολίτες, να διαλέξουν ειδικά τρεις χιλιάδες, λες και ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει αναγκαστικά τους ανθρώπους με υπόληψη, και ν’ αποκλείεται να μείναν έξω αξιόλογα πρόσωπα ή να περιλήφθηκαν παλιάνθρωποι». (2,3,19).
Ο Θηραμένης επικαλείται και πάλι το δημοκρατικό του προσωπείο. Κόπτεται για αξιοκρατία και αγωνιά μην τυχόν και βρεθούν αναξιόπιστοι σε θέσεις εξουσίας. Σαν να μην ήταν αυτός που έμεινε για μήνες στο Λύσανδρο αφήνοντας τους συμπολίτες του να λιμοκτονήσουν την περίοδο της πολιορκίας. Σαν να μην πρωταγωνίστησε στη ντροπιαστική δίκη και την εκτέλεση των στρατηγών, τότε που εγκαταλείφθηκαν οι ναυαγοί με δική του ευθύνη. Σαν να μη γνώριζε το χαρακτήρα και τις πεποιθήσεις του Κριτία, ο οποίος είχε εξοριστεί στο παρελθόν από τους δημοκρατικούς. Το ενδιαφέρον του για το ήθος των κυβερνώντων δεν μπορεί να πείσει.
Τα πραγματικά αίτια της μεταστροφής του αποκαλύπτονται στις συστάσεις που κάνει στους άλλους τυράννους: «”Έπειτα” είπε “διαπιστώνω ότι κάνουμε δύο τελείως αντιφατικά πράγματα – οργανώνουμε μια εξουσία που στηρίζεται στη βία, και που συνάμα έχει λιγότερη δύναμη απ’ αυτούς που εξουσιάζει”». (2,3,19).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θηραμένης είχε το χάρισμα να κοιτάει μπροστά. Αυτή του η δυνατότητα τον γλύτωσε πολλές φορές στο παρελθόν και τον έκανε να επιβιώσει σε μια πολιτική σκηνή, όπου παλιοί του συνεργάτες είχαν πολύ άσχημα ξεμπερδέματα. Αυτό ακριβώς συνέβαινε και τώρα. Οι εξελίξεις θα τον δικαιώσουν. Όμως, όταν κάποιος παίζει συνεχώς με τη φωτιά, στο τέλος θα φτάσει σε αδιέξοδο.
Οι συνθήκες για να εγκαταλείψει τους άλλους τυράννους δεν είναι ακόμη καθόλου ώριμες, αφού – προς το παρόν – δεν υπάρχει καμία ασφαλής εναλλακτική. Όσο για να τους πείσει να αλλάξουν στάση, είναι αδύνατο. Η επιλογή του ήταν να διαφοροποιείται όσο το δυνατό περισσότερο παραμένοντας, όμως, στη διακυβέρνηση. Αφήνοντας τον καιρό να περάσει και ζυγίζοντας τις εξελίξεις θα έβρισκε την κατάλληλη στιγμή να αλλάξει στρατόπεδο.
Στο μεταξύ το καθεστώς των Τριάντα είχε φτάσει στην πλήρη ασυδοσία. Αφού διάλεξαν τους τρεις χιλιάδες, που είχαν αποφασίσει, και συνέγραψαν τον κατάλογο των ανθρώπων του καθεστώτος, «έστειλαν τη φρουρά και τους οπαδούς τους να πάρουν τα όπλα ολωνών εκτός από τους Τρεις Χιλιάδες, να τα μεταφέρουν στην Ακρόπολη και να τα συγκεντρώσουν στο Ναό. Ύστερα απ’ αυτό θεώρησαν ότι ήταν πια ελεύθεροι να κάνουν ό,τι ήθελαν και σκότωσαν πολύν κόσμο – άλλους από προσωπικό μίσος κι άλλους για τις περιουσίες τους. Για να ‘χουν μάλιστα τα μέσα να συντηρούν τη φρουρά, αποφάσισαν να συλλάβουν ο καθένας από έναν μέτοικο, να τον εκτελέσουν και να δημεύσουν την περιουσία του». (2,3,20-21).
Ο Ξενοφώντας περιγράφει την πιο ανεξέλεγκτη εγκληματική δράση, που πλέον δεν έχει ούτε την ελάχιστη επίφαση πολιτικής. Ένα δίχως όρια πλιάτσικο, που παρίστανε τη διαχείριση της εξουσίας.
Φυσικά, ο Θηραμένης δεν είχε καμία ανάμειξη σε όλα αυτά. Συνέχισε να απέχει ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να διασωθεί προστατεύοντας το όνομά του. Όχι μόνο αρνήθηκε να συλλάβει κανένα, αλλά επέκρινε έντονα τους ανθρώπους του καθεστώτος: «”Δεν το βρίσκω σωστό, τη στιγμή που λέμε ότι είμαστε οι εκλεκτοί, να φερόμαστε χειρότερα κι από τους παλιούς καταδότες. Εκείνοι έπαιρναν χρήματα από τα θύματά τους αλλά τ’ άφηναν τουλάχιστον να ζήσουν – κι εμείς θα σκοτώσουμε τόσους αθώους για να τους πάρουμε τα χρήματα; Δεν είναι τούτο πολύ πιο άδικο από το άλλο;”». (2,3,22-23).
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου