Η αμεσότητα της αφής τη διαφοροποιεί από τις άλλες αισθήσεις που είναι ξεκάθαρος ο διαχωρισμός ανάμεσα σε εκείνο που τις παράγει κι εκείνο που τις δέχεται. Τόσο η όσφρηση, όσο και η ακοή με την όραση διατηρούν αποστάσεις από το αντικείμενο που τις ενεργοποιεί καθιστώντας σαφή τη σημασία του ενδιάμεσου (αέρας ή νερό) για τη μετάδοσή τους.
Ο ακαριαίος τρόπος της απτικής λειτουργίας δυσκολεύει αυτή τη διαπίστωση δημιουργώντας μια νέα προβληματική: «γενικά, φαίνεται πως η σάρκα και η γλώσσα, όπως σχετίζεται ο αέρας και το νερό με την όραση και την ακοή και την όσφρηση, έχουν με το αισθητήριό τους τη σχέση που έχει καθένα από εκείνα» (423b 18-21).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Κι αν αγγίζαμε το ίδιο το αισθητήριο, δε θα παραγόταν αίσθηση ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση, όπως αν κάποιος τοποθετούσε κάποιο λευκό σώμα πάνω στην επιφάνεια του ματιού» (423b 21-23). Η παρατήρηση ότι οι υπόλοιπες αισθήσεις (όραση, ακοή, όσφρηση) είναι αδύνατο να ενεργοποιηθούν με το άγγιγμα του αισθητηρίου οργάνου (η όραση δεν υφίσταται με την εξ’ επαφής προς το μάτι παρουσίαση του ορατού αντικειμένου) αποσαφηνίζει τη διαφορετικότητα της απτικής λειτουργίας που βασίζεται ακριβώς στην επαφή. Η ουσιαστική αυτή διαφοροποίηση καταδεικνύει και την αλλαγή προσέγγισης που πρέπει να υπάρξει στην αναζήτηση του ενδιάμεσου.
Στην περίπτωση της αφής το ενδιάμεσο δεν πρέπει να είναι κάτι εξωτερικό, αλλά κάτι που πηγάζει από το ίδιο το σώμα: «Με αυτό, λοιπόν, γίνεται φανερό ότι η απτική ικανότητα βρίσκεται στο εσωτερικό» (423b 24). Για τον Αριστοτέλη το εσωτερικό σημείο της απτικής ικανότητας είναι η περιοχή της καρδιάς. Τοποθετώντας την καρδιά ως αισθητήριο όργανο της αφής γίνεται σαφές ότι το δέρμα που άπτεται των αντικειμένων αποτελεί το ενδιάμεσο που δίνει στην αφή τη δυνατότητα της ενεργοποίησης.
Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «Γιατί, έτσι μόνο μπορεί να συμβεί με την αίσθηση αυτή αυτό που συμβαίνει και στην περίπτωση των άλλων· αφού, όταν τοποθετούμε αντικείμενα πάνω στο αισθητήριο των άλλων αισθήσεων, δεν αισθανόμαστε τίποτε· ενώ αισθανόμαστε όταν τα τοποθετήσουμε πάνω στη σάρκα· η σάρκα, λοιπόν, είναι το ενδιάμεσο για την απτική ικανότητα» (423b 24-28).
Η διαπίστωση ότι η σάρκα αποτελεί το ενδιάμεσο για την απτική λειτουργία καταδεικνύει και τη συγγένεια της αφής με τη γεύση, αφού και σε εκείνο την αίσθηση τα πράγματα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο: «το φανερώνει η αφή με τη γλώσσα· γιατί, το ίδιο μέρος του σώματος, που αισθάνεται τη γεύση, αισθάνεται και όλα τα απτά. Αν, βέβαια, και το υπόλοιπο σώμα αισθανόταν τη γεύση, θα μας φαινόταν ότι η γεύση και η αφή είναι μία και η αυτή αίσθηση» (423a 19-22).
Το ότι και στις δύο αυτές αισθήσεις (γεύση-αφή) η σάρκα αποτελεί το ενδιάμεσο (στην περίπτωση της γεύσης η γλώσσα, ενώ της αφής η σάρκα στο σύνολό της) δεν τις καθιστά ίδιες. Η γεύση δεν είναι μορφή αφής. Είναι κάτι ξεχωριστό που γίνεται αντιληπτό με τη γλώσσα, η οποία, όμως, ως κομμάτι της σάρκας διατηρεί τη δυνατότητα και της απτικής αντίληψης. Από αυτή την άποψη, η γλώσσα από τη μια αποτελεί αισθητήριο όργανο της γεύσης και από την άλλη ενδιάμεσο της αφής, όπως και όλη η υπόλοιπη σάρκα.
Σε τελική ανάλυση, η αφή είναι η αίσθηση που καθιστά αντιληπτές όλες τις διαφορές των σωμάτων: «οι διαφορές του σώματος ως σώμα έχουν να κάνουν με την αφή· και εννοώ τις διαφορές που προσδιορίζουν τα στοιχεία: το θερμό και το ψυχρό, το ξηρό και το υγρό. Το αισθητήριο γι’ αυτά είναι εκείνο της αφής· και αυτό στο οποίο υπάρχει πρωταρχικά αυτό που ονομάζουμε αφή είναι το μέρος που δυνάμει έχει αυτές τις ποιότητες» (423b 29-34).
Με άλλα λόγια, η αφή δεν είναι τίποτε άλλο από τη συναίσθηση των ιδιοτήτων του αντικειμένου με το οποίο έρχεται κανείς σε επαφή. Η αντίληψη του θερμού ή του ψυχρού προϋποθέτει ότι είναι κανείς σε θέση να τα καταλάβει και να τα συναισθανθεί έχοντας εκ των προτέρων τη γνώση αυτής της διαφοροποίησης. Είναι δηλαδή σαφές ότι η καρδιά, ως αισθητήριο όργανο της αφής, έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει τη θερμότητα ή το ψύχος, τη τραχύτητα ή το λείο, τη σκληρότητα ή το μαλακό. Το δεδομένο ότι η σάρκα λειτουργεί ως ενδιάμεσο καθιστά σαφές ότι είναι σε θέση να μεταφέρει όλα αυτά τα μηνύματα στην καρδιά επιτρέποντας την αποκωδικοποίησή τους.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης παραλληλίζει το «αισθάνομαι» με το «πάσχω»: «γιατί “αισθάνομαι” σημαίνει κατά κάποιον τρόπο “πάσχω”. Επομένως, το πράγμα που ενεργεί, κάνει εκείνο το μέρος ίδιο με τον εαυτό του σε εντελέχεια, επειδή δυνάμει είναι τέτοιο. Γι’ αυτό δεν αισθανόμαστε ό,τι είναι τόσο θερμό ή ψυχρό ή σκληρό και μαλακό όσο και το αισθητήριο, αλλά μόνο τις υπερβολές· επειδή η αίσθηση είναι είδος μεσότητας ανάμεσα στις αντιθέσεις των αισθητών» (424a 1-5).
Στην ουσία, η σάρκα δε νιώθει αλλά παθαίνει τη θερμότητα ή την ψυχρότητα του σώματος που αγγίζεται, πράγμα που καθιστά σαφή τη δυνατότητά της να εισπράττει τέτοιου είδους «πάθη». Και βέβαια, ως πάθη δεν μπορούν παρά να κατατάσσονται στις υπερβολές. Με δεδομένο ότι ως μεσότητα εκλαμβάνεται η θερμοκρασία του σώματος η δυνατότητα της αφής αφορά μονάχα τα θερμότερα και τα ψυχρότερα του σώματος αντικείμενα που αναγκαστικά θεωρούνται ότι τείνουν προς την υπερβολή. Οτιδήποτε έχει την ίδια θερμοκρασία με το σώμα είναι απτικά ουδέτερο (ως προς αυτό το ζήτημα) χωρίς να αφήνει καμία αισθητηριακή εντύπωση.
Από κει πέρα, για οτιδήποτε φτάνει στην άκρατη υπερβολή χάνεται επίσης η αντιληπτική δυνατότητα, όπως στην περίπτωση του ήχου. Οι λεγόμενοι υπέρηχοι δεν αφορούν τους ανθρώπους, αφού η μεσότητα που ορίζεται από το δικό τους σώμα καθιστά αδύνατη την αντίληψή τους. Ενδεχομένως, να πρόκειται για αμυντικό μηχανισμό, αφού τέτοιοι ήχοι ίσως να διατάραζαν την ανθρώπινη ψυχή. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τους υπόηχους από την πλευρά της έλλειψης. Η αντίληψη των υπόηχων μπορεί να επέφερε, επίσης, δυσκολίες στην ανθρώπινη προσωπικότητα επιβαρύνοντας εξίσου την ψυχή.
Ο Αριστοτέλης θα γίνει περισσότερο επεξηγηματικός: «Γιατί αυτό που βρίσκεται στη μέση έχει την ικανότητα να διακρίνει· αφού σε σχέση με καθένα από τα δύο άκρα γίνεται το άλλο άκρο· και πρέπει, όπως εκείνο που πρόκειται να αισθανθεί το λευκό και το μαύρο, να μην είναι σε εντελέχεια με κανένα από αυτά· δυνάμει, όμως, να είναι και τα δύο (το ίδιο και για τα άλλα αισθητήρια), και στην περίπτωση της αφής ούτε θερμό ούτε ψυχρό. Και όπως η όραση κατά κάποιο τρόπο λέγαμε πως είναι για το ορατό και το αόρατο και με τον ίδιο, επίσης, τρόπο οι υπόλοιπες αισθήσεις είναι για τα δικά τους αντίθετα, έτσι και η αφή είναι για το απτό και το μη απτό» (424a 6-13).
Ως μη απτό ορίζεται εκείνο που η υπόστασή του είναι τόσο λεπτή που τείνει στο ανεπαίσθητο, όπως κι εκείνο που η υπερβολή το καθιστά, επίσης, αντιληπτικά αδύνατο: «Μη απτό είναι τόσο εκείνο που έχει πολύ μικρή απτική διαφορά, όπως συμβαίνει με τον αέρα, όσο και τα απτά που είναι υπερβολικά, όπως εκείνα που καταστρέφουν το αισθητήριο» (424a 13-16).
Αφού ολοκληρώθηκε η αναφορά κάθε αίσθησης ξεχωριστά, αυτό που μένει είναι μια γενική αποτίμηση: «Γενικά για όλες τις αισθήσεις πρέπει να θεωρήσουμε ότι η αίσθηση είναι εκείνο που δέχεται τις αισθητές μορφές χωρίς την ύλη· όπως το κερί δέχεται το αποτύπωμα του δαχτυλιδιού χωρίς το σίδερο και το χρυσό, και παίρνει τη σφραγίδα του χρυσού και του χαλκού αλλά όχι ως χρυσό ή χαλκό. Με τον ίδιο τρόπο και η αίσθηση κάθε αισθητού πάσχει από εκείνο που έχει χρώμα ή γεύση ή ήχο, όμως όχι από το συγκεκριμένο πράγμα, όπως κι αν λέγεται αυτό, αλλά από την ποιότητα και τη μορφή του» (424a 18-25).
Ως αίσθηση εκλαμβάνεται «τόσο το όργανο όσο και η ικανότητα» (της αίσθησης εννοείται) «αφού πρόκειται για την ίδια πραγματικότητα, που την αντιμετωπίζουμε από διαφορετικές απόψεις» (σελ. 231). Με τον τρόπο αυτό γίνεται σαφής και η φράση του Αριστοτέλη: «Και το πρωταρχικό αισθητήριο είναι εκείνο που έχει μια τέτοια ικανότητα» (424a 26).
Με δυο λόγια, το αισθητήριο που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις μορφές χωρίς να χρειάζεται την ύλη που τις παρέχει ονομάζεται πρωταρχικό αισθητήριο και προσφέρει την ικανότητα της αίσθησης ως εργαλείο που θα φέρει την κατανόηση του περιβάλλοντα κόσμου και τη θρέψη της ψυχής. Φυσικά, όταν μιλάμε για τις ανθρώπινες αισθήσεις αναφερόμαστε στη γεύση, την αφή, την όσφρηση, την όραση και την ακοή. Από αυτή την άποψη, η ακοή είναι η δυνατότητα αντίληψης του ήχου (μορφή), χωρίς να απαιτείται η γνώση του αντικειμένου που την παράγει (ύλη), η όσφρηση της μυρωδιάς και πάει λέγοντας.
Όμως, το αισθητήριο όργανο και η ικανότητα της αίσθησης, εν τέλει, δεν είναι παρά το ίδιο πράγμα, αφού αναγκαστικά θα λειτουργήσουν με τρόπο τόσο αναπόσπαστο, ώστε να χαθεί οποιαδήποτε υπόνοια ιδιαιτερότητας. Το ένα ακυρώνεται πλήρως χωρίς το άλλο, αφού το αυτί που δεν ακούει, δηλαδή το αισθητήριο που στερείται της ικανότητας, επί της ουσίας στερείται υπόστασης: «Ικανότητα, λοιπόν, και όργανο είναι το ίδιο πράγμα· η ουσία τους όμως είναι διαφορετική. Γιατί εκείνο που αισθάνεται πρέπει να είναι κάποιο μέγεθος· ούτε όμως η ουσία της αισθητικής ικανότητας ούτε η ίδια η αίσθηση είναι μέγεθος, αλλά κάποια μορφή και ικανότητα εκείνου που αισθάνεται» (424a 27-30).
Το αισθητήριο όργανο δεν έχει άλλη επιλογή από το να σχετιστεί με το χειροπιαστό μέγεθος που θα το καθορίσει. Η αίσθηση, όμως, ανήκει στα άυλα, στην ικανότητα της αντίληψης που ασφαλώς δεν είναι χειροπιαστή, όσο κι αν μπορεί να γεννήσει συγκεκριμένα συμπεράσματα ή συναισθήματα. Η διαφοροποίηση, όμως, αυτή της ουσίας τους δεν αφορά το καθημερινό πεδίο της πρακτικής εφαρμογής. Σε κάθε περίπτωση, όταν το αισθητήριο όργανο δε συνδυάζεται από την υποσχόμενη αίσθηση, στερείται νοήματος, όπως οτιδήποτε στερείται από θέση αρχής τη δυνατότητα της ολοκλήρωσης της αποστολής του.
Κι επειδή η εκπλήρωση κάθε αισθητηριακής λειτουργίας αφορά την ισορροπία ανάμεσα στις δυνατότητες του αισθητηριακού οργάνου (που καθορίζεται από τον τρόπο που το ανθρώπινο σώμα ορίζει τη δική του μεσότητα) και την ισχύ του παραγόμενου ερεθίσματος, γίνεται σαφές ότι εκείνα που λόγω υπερβολής δε γίνονται αντιληπτά, επί της ουσίας διαταράζουν την αρμονία που με τη μορφή της ανθρώπινης (σε σωματικό επίπεδο) μεσότητας καθορίζει το αντιληπτικό όριο των αισθήσεων. Οι ανθρώπινες αισθητηριακές δυνατότητες λειτουργούν σαν ένα κονσέρτο που ο μαέστρος προλαμβάνει και αποκλείει εκ των προτέρων κάθε υπερβολική παραφωνία. Κι όχι μόνο αυτό· η υπερβολική ένταση του ερεθίσματος είναι σε θέση να καταστρέψει το αισθητήριο όργανο (ή τουλάχιστον να προκαλέσει βλάβες) είτε προσωρινά είτε και σε μόνιμη βάση. Η απότομη διατάραξη της αισθητηριακής μεσότητας κρίνεται πολλές φορές επικίνδυνη.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Είναι φανερό από αυτά, γιατί κάποτε οι υπερβολές των αισθητών καταστρέφουν τα αισθητήρια· γιατί, αν η κίνηση είναι πολύ ισχυρή για το αισθητήριο, η μορφή (που είπαμε ότι είναι η αίσθηση) διαλύεται, όπως γίνεται και με την αρμονία και τον τόνο, όταν χτυπούμε πολύ δυνατά τις χορδές» (424a 30-34). Ξεκαθαρίζοντας ότι ως κίνηση εδώ νοείται η αλλαγή του σώματος σε σχέση με το ερέθισμα που το προκαλεί γίνεται σαφές ότι οι αισθήσεις δεν μπορούν να αφορούν τίποτε άλλο πέρα από το σώμα και τις δυνατότητες που αυτό παρέχει.
Αυτός είναι και ο λόγος που άλλες δυνατότητες έχει ο άνθρωπος και άλλες τα ζώα κι έτσι μπορεί να ερμηνευτεί ότι οι αισθητηριακές δυνατότητες μπορούν να διαφέρουν (έστω και με πολύ μικρές αποκλίσεις) από άνθρωπο σε άνθρωπο. Και βέβαια, η περίπτωση των φυτών δε θα μείνει έξω από τη διερεύνηση: «Είναι φανερό γιατί τα φυτά δεν αισθάνονται, παρόλο που έχουν κάποιο μέρος της ψυχής και πάσχουν κάτι από τα απτά, αφού και ψύχονται και θερμαίνονται. Ο λόγος είναι ότι δεν έχουν μεσότητα ούτε μια αρχή τέτοια που να δέχεται τις μορφές των αισθητών, αλλά πάσχουν από την ύλη» (424b 1-5).
Για τον Αριστοτέλη τα φυτά στερούμενα σωματικής μεσότητας, ως πρωτόλεια μορφή ζωής, είναι αδύνατο να αντιληφθούν αισθητηριακά οτιδήποτε, αφού η απώλεια προσωπικής μεσότητας ακυρώνει και οτιδήποτε θα μπορούσε να τη διαταράξει. Όσο κι αν σε επίπεδο αφής ανταποκρίνονται στα ερεθίσματα της ζέστης ή του κρύου θα ήταν μάλλον παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι ακούν ή βλέπουν. Η περίπτωση να αισθάνονται και να μην μπορούν να το εκφράσουν δεν τίθεται από τον Αριστοτέλη, πολύ περισσότερο η πιθανότητα να εκφράζονται κιόλας, αλλά αυτό να μη γίνεται αντιληπτό από τον άνθρωπο γιατί βρίσκεται έξω από τις δικές του αντιληπτικές δυνατότητες.
Ο Αριστοτέλης βασίζεται αποκλειστικά στα συμπεράσματα που του δίνει η παρατήρηση. Η παραδοχή, όμως, ότι και οι αισθήσεις υπόκεινται σε περιορισμούς ισοδυναμεί με αναγνώριση αντιληπτικών ορίων σε σχέση με τα ερεθίσματα της φύσης. Από αυτή την άποψη, ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση ούτε να γνωρίζει τα πάντα ούτε να τα ερμηνεύει. Ο άνθρωπος οφείλει να προσδώσει τη δική του οπτική για την ερμηνεία του κόσμου που είναι αναφαίρετα δεμένη με τις δικές του δυνατότητες. Κι εδώ ακριβώς φτάνουμε στον πυρήνα αυτού που ονομάζουμε ανθρωποκεντρική εκδοχή των πραγμάτων.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου