Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

dionysosΟρισμένα κοινά σημεία ανάμεσα στη χριστιανική θρησκεία στα πρώτα της βήματα και στον Βάκχο με αφορμή τα «Διονύσια κατ' αγρούς», αγροτική γιορτή των αρχαίων αφιερωμένη στον μεγάλο θεό του κρασιού.

Χωρίς αμφιβολία τις χρονιάρες αυτές ημέρες (Ιανουάριος) το κρασί έχει την τιμητική του. Δεν γνωρίζω συγκεκριμένους αριθμούς, αλλά είμαι βέβαιος ότι στη διάρκεια των εορταστικών αυτών ημερών καταναλώνονται μεγάλες ποσότητες κρασιού που ευφραίνουν τις... ψυχές των συνδαιτυμόνων. Ετσι με αφορμή το ένθεο αυτό ποτό, που κεραυνοβολεί το μυαλό και τις καρδιές των ανθρώπων και σαν φάρμακο απαλύνει τους πόνους τους, θα ασχοληθώ με τον Διόνυσο, τον θεό, που σύμφωνα με τους αρχαίους χάρισε στους θνητούς το εξαίσιο αυτό δώρο. Και επειδή πριν από λίγες ημέρες γιορτάσαμε τη γέννηση του δικού τους θεού, βρίσκω την ευκαιρία να επισημάνω και ορισμένα κοινά σημεία ανάμεσα στον Διόνυσο και στη χριστιανική θρησκεία στα πρώτα της βήματα.

Κατ' αρχάς υπενθυμίζω ότι και στην αρχαία Αθήνα τις ημέρες αυτές, στα τέλη του μηνός Ποσειδεώνος ­ αντιστοιχεί περίπου με το χρονικό διάστημα από τα μέσα Δεκεμβρίου ως τα μέσα Ιανουαρίου ­, είχαν μια γιορτή που σχετίζεται με το κρασί. Πιο συγκεκριμένα γιόρταζαν τα «Διονύσια κατ' αγρούς», μια καθαρά αγροτική γιορτή αφιερωμένη στον μεγάλο θεό του κρασιού, με κύριο δρώμενο μια πομπή κατά την οποία περιφέρονταν μια στάμνα με κρασί, ένας τράγος που προοριζόταν για θυσία, ένα καλάθι με σύκα και «επί πάσιν» ο φαλλός, το σύμβολο της γονιμότητας.

Όλο και πληθαίνουν οι ενδείξεις που ενισχύουν την άποψη όσων πιστεύουν ότι ο Διόνυσος δεν ήταν μια ξενόφερτη θεότητα στον ελληνικό χώρο. Η ανάγνωση του ονόματός του σε δύο μυκηναϊκές πινακίδες από την Πύλο του 13ου αι. π.Χ. ­ στη μία μάλιστα φαίνεται να συνδέεται και με κρασί ­, όπως και σε μία άλλη από τα Χανιά που χρονολογείται στον 14ο αι. π.Χ., σε συνδυασμό και με ορισμένα άλλα στοιχεία, δυναμώνει τη θέση αυτών που πρεσβεύουν ότι η διονυσιακή λατρεία είναι αυτόχθονη. Σε αυτό συνηγορούν και άλλοι λόγοι. Ανασκαφικά ευρήματα βεβαιώνουν ότι ήδη την τέταρτη χιλιετία π.Χ. σταφύλια από αυτοφυή αμπέλια χρησίμευαν στον ελληνικό χώρο ως τροφή, ενώ από την τρίτη χιλιετία πρέπει να έχουμε τα πρώτα καλλιεργημένα αμπέλια, όπως και την παραγωγή για πρώτη φορά κρασιού*.

Ο Διόνυσος μαζί με τη Δήμητρα ήταν σύμφωνα με τους αρχαίους οι μεγαλύτεροι ευεργέτες του ανθρώπινου γένους. Ηταν αυτοί που έκαναν τους πληθυσμούς να σταματήσουν τις διαρκείς μετακινήσεις και να ζήσουν σε μόνιμες εγκαταστάσεις, οδηγώντας τους έτσι στη δημιουργία ενός πολιτισμένου τρόπου ζωής.

Πολύ χαρακτηριστικά είναι τα όσα μας λέει ο Ευριπίδης στις «Βάκχες» του (274-285): «στον κόσμο την πρώτη πρώτη θέση δυο την έχουν· μια η Δήμητρα η θεά, που αν θέλεις πες την και γη, γιατί είναι η γη· τη στέρεη δίνει αυτή τροφή· και ο άλλος, της Σεμέλης ο γιος, που αργότερα ήρθε, στους ανθρώπους έδωσε το πιοτό του σταφυλιού, αντίστοιχο του πρώτου· αυτό σκορπάει τη λύπη των ταλαίπωρων θνητών, σα γεμιστούν χυμό αμπελιού, και δίνει τον ύπνο, λησμοσύνη των βασάνων της κάθε μέρας, κι άλλο για τις πίκρες γιατρικό δεν υπάρχει· αυτός στους άλλους θεούς σπονδή προσφέρνεται, κι ας είναι κι ο ίδιος θεός· με τη βοήθειά του έτσι οι άνθρωποι όλα τ' αγαθά αποχτούνε».

Όλοι γνωρίζουν ότι το κρασί μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται ελεύθερος και απαλλαγμένος από φόβο, να μη φοβάται την αλήθεια, ότι του προκαλεί τέρψη και ευφορία, του διαγείρει νου και σώμα, του φέρνει γλυκό ύπνο και παρηγοριά, αλλά συγχρόνως ότι μπορεί και να τον κρατά σε υπερδιέγερση, να τον οδηγεί σε κατάσταση αλλοφροσύνης ή να του προκαλεί κλάμα, να τον κάνει να οδύρεται, να τον ωθεί στην ακολασία και σε βίαιες πράξεις. Ετσι το κρασί καθρεπτίζει, καλύτερα από καθετί, την ουσία της ίδιας μας της ζωής, που είναι συγχρόνως ελκυστική αλλά και απάνθρωπη. Οπως στο κρασί έτσι και σ' αυτήν συνυπάρχουν ηδονή και πόνος, χαρά και θλίψη, όνειρο και πραγματικότητα, δημιουργία και καταστροφή, έλλογο και παράλογο.

Εχοντας όλα αυτά υπόψη και συγχρόνως το δέος που αισθάνονταν τότε οι πιστοί, καθώς έβλεπαν τον μυστηριώδη και ανεξήγητο τρόπο με τον οποίο ο μούστος μετατρεπόταν σε κρασί, κατανοούμε καλύτερα και το γιατί η νέα θρησκεία του Ναζωραίου θέλησε να οικειοποιηθεί τόσο το θείο αυτό δώρο του Διονύσου όσο και ένα από τα βασικά σύμβολά του, την κληματαριά. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τις αντιδράσεις των οπαδών της παλαιάς θρησκείας, που κατηγορούσαν τους χριστιανούς ότι τους υφαρπάζουν τα ιερά και τα όσιά τους. «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» διακηρύσσει ο ιδρυτής του χριστιανισμού, ενώ το πρώτο θαύμα που κάνει είναι η μετατροπή του νερού σε κρασί στον «εν Κανά» γάμο.

Όπως σημειώνει ο Π. Λεκατσάς, «μέσα από τη μυστηριοποίηση της Μεταληπτικής Κοινωνίας που ταυτίζει το αίμα του Ιησού ("τούτο εστί το αίμα μου") με το αίμα της σταφυλής, τα σύμβολα του Κλημάτου και του Κρασιού κυριεύουν τη νέα θρησκεία». Ετσι η κληματαριά, ως σύμβολο της ζωής και της αθανασίας, βρίσκει σημαντικότατη απήχηση και ανάμεσα στους χριστιανούς, όπως πολύ καλά μπορούμε να δούμε στα ψηφιδωτά δάπεδα των εκκλησιών, στη διακόσμηση των κατακομβών, σε χριστιανικές μαρμάρινες σαρκοφάγους. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφερόμενος στον Ιησού λέει πολύ χαρακτηριστικά ότι είναι «ο μέγας βότρυς, ο Λόγος, ο υπέρ ημών θλιβείς». Αλλά το γεγονός ότι ο χριστιανισμός υιοθέτησε τα σύμβολα αυτά της παλαιάς θρησκείας είχε αποτέλεσμα να μην μπορέσει να απαλλαγεί εύκολα από τον Διόνυσο, παρ' όλο που από πολύ νωρίς τον ενέταξε στους μεγαλύτερους πολέμιους του Ιησού. Πατέρες της Εκκλησίας και άλλοι χριστιανοί συγγραφείς αγανακτούν καθώς βλέπουν χριστιανούς μέσα στις εκκλησίες «ξεφρενιάζοντας και βακχεύοντας ωσάν τους εθνικούς πιστούς του Διονύσου» και άλλους να ιερουργούν την «αποκάλυψη του Φαλλού», ένα σύνηθες δρώμενο των διονυσιακών μυστηρίων. Αλλωστε ο Βάκχος επιζεί ακόμη και στις ημέρες μας μέσω των αποκριάτικων εθίμων και των καρναβαλικών παρελάσεων, παρά τις αντιδράσεις της επίσημης Εκκλησίας.

Οτι ο Διόνυσος είχε απήχηση ανάμεσα στους πιστούς του Ναζωραίου ακόμη και στα τέλη του 7ου αι. φαίνεται πολύ καλά και από τις αποφάσεις που πάρθηκαν στη διάρκεια των εργασιών της Εκτης Οικουμενικής Συνόδου. Σύμφωνα με αυτές απαγορευόταν στους πιστούς να χρησιμοποιούν διονυσιακά προσωπεία («αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά ή τραγικά υποδύεσθαι»), να επικαλούνται το όνομα του Διονύσου όταν πατούσαν στα πατητήρια τα σταφύλια («μηδέ το του βδελυκτού Διονύσου όνομα την σταφυλήν αποθλίβοντας επιβοάν»), να κρατούν στοιχεία του βακχικού ιεροτυπικού όταν γεμίζουν με το νέο κρασί τα πιθάρια («μηδέ τον οίνον εν τοις πίθοις επιχέοντας τα της δαιμονιώδους πλάνης ενεργούντας γέλωτα επικινείν»). Αν δεν υπήρχε πρόβλημα, η ηγεσία της Εκκλησίας ασφαλώς δεν θα προχωρούσε σε τέτοιες αποφάσεις.

Ο Διόνυσος ήταν η τελευταία μεγάλη παγανιστική θεότητα στην Υστερη Αρχαιότητα, μια θεότητα με παγκόσμια εμβέλεια. Η κυρίαρχη παρουσία του ­ «νου» του κόσμου τον αποκαλεί ένας αρχαίος συγγραφέας ­ μας κάνει να μιλάμε για έναν ειδωλολατρικό μονοθεϊσμό, που πιθανότατα διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση και του χριστιανικού μονοθεϊσμού. Είναι γνωστό ότι σε εκείνους τους χρόνους δεν έχουμε μόνο δανεισμό παγανιστικών στοιχείων από τους χριστιανούς αλλά και το αντίστροφο. Οπωσδήποτε την εποχή αυτή θα υπήρχαν άτομα, τόσο από την πλευρά των εθνικών όσο και από την πλευρά των χριστιανών, που δεν θα έβλεπαν μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον Χριστό και στον Διόνυσο.

Εχοντας όλα αυτά υπόψη κατανοούμε καλύτερα πώς συμβαίνει ο Νόννος από την Πανόπολη της Αιγύπτου να συγγράφει τον 5ο αι. τα «Διονυσιακά» του, ένα ογκώδες έπος περίπου 25.000 δακτυλικών εξαμέτρων, αφιερωμένο στον Διόνυσο και ο ίδιος να παραφράζει, πάλι σε δακτυλικούς εξαμέτρους, το «Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον». Και επιπλέον είναι γνωστό ότι ακόμη και κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανικού Βυζαντίου υπήρξαν χριστιανοί που έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση στις παγανιστικές παραδόσεις, παρ' όλο που καθημερινά τα είδωλα της παλαιάς θρησκείας γκρεμίζονταν από τα βάθρα τους, η αιώνια δύναμη αίγλης των αρχαίων θεών επιβεβαίωνε την επικυριαρχία τους πάνω στους Ναζωραίους.
------------------------------
*ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΜΠΕΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδος ευνοούσε ιδιαίτερα την ύπαρξη και την καλλιέργεια της αμπέλου. Το Παγγαίον 'Ορος μπορεί να ήταν διάσημο στην αρχαιότητα για τα ορυχεία χρυσού και αργύρου, πολύτιμος όμως ήταν και ο οίνος του, αφού παράλληλα ήταν μεγάλο κέντρο της διονυσιακής λατρείας.

Γιατί εδώ ανατράφηκε, σύμφωνα με τον μύθο, ο θεός Διόνυσος και με κρασί τού τόπου μέθυσε τα σαρκοβόρα άλογα τού βασιλιά Λυκούργου. Αλλά και ο Οδυσσέας με το μαύρο γλυκό κρασί της Μαρώνειας στη Ροδόπη, τον περίφημο ισμαρικό οίνο, ξεγέλασε τον κύκλωπα Πολύφημο για να γλιτώσουν αυτός και οι σύντροφοί του από τη μανία του.

Και πιο παλιά ακόμη: καμένοι σπόροι και φλοίδες σταφυλιών ηλικίας 6.500 ετών που βρέθηκαν στον προϊστορικό οικισμό του Ντίκιλι Τας, κοντά στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, αποτελούν τα αρχαιότερα πατημένα σταφύλια που έχουν έρθει ως σήμερα στο φως. Το κρασί λατρεύτηκε στην αρχαιότητα όσο και ο θεός του. Ενας θεός ο οποίος συνδέεται με την αναγέννηση της φύσης, με τη διαρκή κίνηση και την παράβαση, αυτός που μοιράζει το κρασί στους θνητούς χαρίζοντας ευθυμία, έκσταση, αλλά και παραφροσύνη.

«Η σημασία του κρασιού για τον άνθρωπο υπήρξε τεράστια λόγω της κοινωνικότητας που παράγεται μέσα από την οινοποσία, κάτι που για τους αρχαίους είχε θρησκευτικές και πολιτικές προεκτάσεις. 'Αλλωστε μέσω του οίνου διαδόθηκε σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και το συμπόσιο, ένας κατ΄ εξοχήν ελληνικός θεσμός με μεγάλα πολιτισμικά οφέλη».

Η καλλιέργεια
 
Η έναρξη της καλλιέργειας της αμπέλου στην Ελλάδα τοποθετείται χρονικά στην Εποχή του Χαλκού, όταν δημιουργούνται ιεραρχημένες κοινωνίες, οι οποίες ήταν σε θέση να κάνουν μακροχρόνια «επένδυση» σε ένα φυτό που απαιτεί χρόνια για να παραγάγει καρπό και ύστερα να προχωρήσουν στην παραγωγή του κρασιού. Για ένα τόσο πολύτιμο προϊόν δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι ο τρύγος, το πάτημα των σταφυλιών και η δοκιμή του νέου κρασιού αποτελούσαν εξαιρετικής σημασίας εργασίες, οι οποίες καταγράφονταν στο ημερολόγιο των αρχαίων και αναπαριστάνονταν σε αγγεία και ανάγλυφα.
Ο Διόνυσος και οι ακόλουθοί του ήταν οι πρωταγωνιστές αυτών των αγροτικών σκηνών.

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΜΠΕΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η έρευνα σήμερα έχει δείξει ότι το φυσικό περιβάλλον της Βόρειας Ελλάδας ευνοούσε ιδιαίτερα την ύπαρξη και την καλλιέργεια της αμπέλου. Από τους αμπελώνες της Χαλκιδικής έβγαινε ο ονομαστός λευκός οίνος της Μένδης, ο οποίος για πολλούς αιώνες βρισκόταν στην πρώτη σειρά προτίμησης, αλλά και εξαγωγών, όπως επίσης και τα κρασιά της Τορώνης και της Ακάνθου. Στη Μαρώνεια της Θράκης παραγόταν ο περίφημος Ισμαρικός οίνος (ή Μαρωνίτης). Και στο Παγγαίο (Βίβλινα όρη) έβγαινε ο βίβλινος οίνος από κλήματα της βιβλίας αμπέλου.

Η μακεδονική πόλη των Φιλίππων είχε και αυτή μεγάλη οινική παράδοση.

Η παλαίωση
 
Οι αρχαίοι γνώριζαν τα ευεργετικά αποτελέσματα του χρόνου πάνω στο κρασί. Αυτό αποδεικνύεται και από τον Ομηρο, ο οποίος αναφέρει ότι το κρασί αποσφραγίζεται και ανοίγεται στα έντεκα χρόνια («Οδύσσεια»), ενώ ο Αρχέστρατος τονίζει ότι το κρασί της Θάσου έφθανε στην απογείωσή του έπειτα από πολλών χρόνων παλαίωση. Στο «Ἔδικτον τῶν τιμῶν τοῦ Διοκλητιανοῦ» αναφέρεται μάλιστα ότι τα παλιά κρασιά εξαιρετικής γεύσης μπορεί να έχουν τριπλάσια τιμή από τα κοινά. «Εὐώδης» χαρακτηριζόταν ως εκ τούτου ο θάσιος οίνος, «ἀπαλὸς καὶ λευκὸς» ο μενδαίος, «ἄριστος» ο χίος, «εὔπνους» ο λέσβιος.

Αλλοι χαρακτηρισμοί, οι οποίοι είχαν να κάνουν με το χρώμα του οίνου, ήταν: λευκός, μέλας, κιρρός (ξανθός), ερυθρός, ενώ αναλόγως της γεύσης μπορούσε να είναι γλυκύς ή αυστηρός, λεπτός ή παχύς, ευώδης και ουχί ευώδης, αδύνατος, μέτριος και δυνατός. «Ἐλαφρὰν τινὰ ἀτμίδα» είχε εντοπίσει στο μεταξύ ο Αριστοτέλης στον οίνο, παρατηρώντας ότι υπήρχε μια εύφλεκτη ουσία. Και παρ΄ ότι δεν μπορούσε να προσδιορίσει το οινόπνευμα, τις συνέπειές του τις γνώριζε. Για αυτό και ο Πλάτωνας απαγόρευε στους νέους ως τα 18 να δοκιμάζουν κρασί, ενώ ως τα 30 έπρεπε να το καταναλώνουν μετρίως.

Η προσθήκη μυρωδικών, μπαχαρικών ή αρωματικών βοτάνων, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο ή σμύρνα, για να αναδυθεί η γεύση του ήταν συχνά υπεύθυνη για τη διαφοροποίηση του κρασιού από τόπο σε τόπο. Σε κάποια μέρη, όπως στην Κω, πρόσθεταν θαλασσινό νερό στο μούστο πριν από τη ζύμωση (τεθαλασσωμένος οἶνος), ενώ δεν ήταν άγνωστη η χρήση ρητίνης, αλλά και η προσθήκη αψίνθου (δηλαδή η παρασκευή βερμούτ), μέθοδος που αποδίδεται στον Ιπποκράτη, εξ ου και «Ἱπποκράτειος Οἶνος».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου