Τα παιδιά δεν είναι ακόμα σε θέση ν’ αντιληφθούν από πόσες πολλές προϋποθέσεις εξαρτάται πραγματικά η επιβίωσή τους.
Γνωρίζουν μερικές και νομίζουν πως αυτές είναι όλες.
Φόβο νιώθουν μόνο αφού πέσει στην αντίληψή τους κάποια συγκεκριμένη απειλητική αλλαγή στο μικρό βιωματικό τους κόσμο και μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο την αντίδραση στρες που ακολουθεί μια εξίσου απλή όσο και θορυβώδη αντίδραση.
Κανένα ζώο δεν έχει την ικανότητα να απωθεί το φόβο του για τόσο διάστημα και τόσο πεισματικά όσο ο άνθρωπος.
Κι αν είχε υπάρξει ποτέ ένα τέτοιο ον, θα είχε εξαφανιστεί προ πολλού και αυτό αλλά και το αναποτελεσματικό του πρόγραμμα.
Στα μικρά παιδιά μπορεί να το δει κανείς πολύ ξεκάθαρα πώς χαλάνε τον κόσμο με τις φωνές τους στην αρχή, όταν μείνουν για λίγο μόνα.
Αυτή είναι η λύση τους, προκειμένου ν’ αποτρέψουν μια αντίδραση στρες που δεν ελέγχεται.
Κάθε μητέρα το ξέρει, γι’ αυτό και παίζει μέρες και βδομάδες ολόκληρες το ίδιο παιχνίδι: κρύβεται για λίγο και βγαίνει ξανά.
Βλέπει πώς ο φόβος του παιδιού της λιγοστεύει σε κάθε νέα εξαφάνισή της, πώς η σιγουριά του μεγαλώνει καθώς αποκτά την εμπειρία ότι ακόμα και κάτι τόσο συνταρακτικό, όσο η ξαφνική απώλεια της μητέρας, μπορεί τελικά με κάποιον τρόπο να τεθεί υπό έλεγχο.
Καθένας μας είχε στην πορεία της ζωής του τις προσωπικές του εμπειρίες.
Έμαθε τι μπορεί να κάνει για ν’ αντιμετωπίζει ορισμένα προβλήματα και δυσκολίες ή τουλάχιστον πώς να τα υπομένει. Καθένας μας γνωρίζει με αρκετή ακρίβεια ποιες απαιτήσεις κι επιβαρυντικές καταστάσεις δυσκολεύεται πολύ ν’ αντιμετωπίσει.
Μερικοί άνθρωποι έχουν αναπτύξει εκπληκτικά ευαίσθητες κεραίες για ν’ αναγνωρίζουν πολύ γρήγορα τέτοιες καταστάσεις κι εφαρμόζουν περίτεχνες στρατηγικές για ν’ αποτρέψουν τις δυσκολίες που βλέπουν να έρχονται καταπάνω τους ή για να το βάλουν στα πόδια όσο είναι καιρός.
Το πόσο μακριά μπόρεσε να φθάσει έτσι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος εξαρτάται –όπως και στο ποντίκι– από τα γενετικά του δεδομένα, από τις απειλητικές καταστάσεις τις οποίες αναγκάστηκε ν’ αντιμετωπίσει στη ζωή του και από τον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσε να τις ξεπεράσει.
Καθένας που μεγάλωσε περισσότερα από ένα παιδιά ξέρει ότι ήδη ως βρέφη αντιδρούν διαφορετικά απέναντι σε καθετί το ξένο, το ασυνήθιστο, το άγνωστο. Στη συνέχει μεγαλώνει κάθε άνθρωπος σ’ έναν κόσμο χαρακτηριστικό για το άτομό του και μόνο.
Ο κόσμος αυτός δεν είναι ποτέ ταυτόσημος με τον κόσμο των άλλων.
Ποτέ δε βιώνει τις ίδιες προκλήσεις, τις ίδιες απώλειες ή επικίνδυνες καταστάσεις στην ίδια ηλικία με τους άλλους και ποτέ δεν θα έχει ακριβώς τις ίδιες εμπειρίες με άλλους κατά την επίλυση αυτών των προβλημάτων.
Γι’ αυτό και κάθε άνθρωπος είναι σε κάθε φάση της εξέλιξής του μοναδικός.
Φέρει το δικό του ιστορικό εμπειριών και επιπλέον, με τη μορφή των προγραμμάτων που κληρονόμησε από τους γονείς του, το ιστορικό των προγόνων του.
Αυτός ο απόλυτα προσωπικός πλούτος εμπειριών ενός ανθρώπου θα καθορίζει τις αποφάσεις του για κάθε βήμα που πρόκειται να κάνει στη μελλοντική του πορεία.
Αυτά που έχουν καταξιωθεί μέσα από την πείρα καθορίζουν προς τα που θα πάει ο δρόμος μας, είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι και είτε συμβαδίζει είτε όχι με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ελευθερίας την ανθρώπινης σκέψης, αίσθησης και δράσης.
Τότε μόνο θα μπορέσουμε ελεύθερα να πάρουμε αποφάσεις, όταν δε θα είμαστε σε θέση πια να προχωρήσουμε όπως πρώτα, όταν όλες μας οι μέχρι τότε καταξιωμένες στρατηγικές ως προς τον τρόπο που σκεπτόμαστε, αισθανόμαστε και ενεργούμε αποδειχθούν ανεφάρμοστες κι ακατάλληλες για να αναστείλουν μια επικίνδυνη εξέλιξη, που πλησιάζει όλο και πιο απειλητικά και μοιάζει αναπόφευκτη.
Πως λέγεται αυτό το αίσθημα που είναι τόσο δυνατό ώστε να υπερνικά το φόβο, που μπορεί να γίνει τόσο δυνατό ώστε να πάρει από τους ανθρώπους το μεγαλύτερό τους φόβο, το φόβο μπροστά στο θάνατο, που τους έκανε να τον ξεχάσουν και να κάνουν τραγουδώντας τα τελευταία τους βήματα, προτού ριχτούν απ’ τους βασανιστές τους στην πυρά ή καρφωθούν στο σταυρό;
Είναι το ίδιο αίσθημα που κάνει έναν άνθρωπο να πηδήξει σ’ έναν ορμητικό ποταμό για να σώσει ένα παιδί, να ορμήσει σ’ ένα σπίτι που καίγεται για να τραβήξει από μέσα τη γυναίκα του, να πάει στον πόλεμο για να προφυλάξει την πατρίδα του από έναν υποτιθέμενο εχθρό.
Γιατί δεν έχουμε ένα όνομα γι’ αυτό το δυνατό αίσθημα;
Κάπου στο βάθος ξέρουμε πώς μπορεί να ονομάζεται το αίσθημα αυτό που υπερνικά το φόβο: είναι η αγάπη.
Ξέρουμε όμως επίσης ότι είναι λίγοι οι άνθρωποι σ’ αυτό τον κόσμο που η ικανότητά τους ν’ αγαπούν φθάνει για ν’ αγκαλιάσει όλα όσα τους περιβάλλουν. Αυτοί δε φοβούνται πια σχεδόν καθόλου.
Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως μπορούν ν’ αγαπούν μόνο ό,τι κατόρθωσε ν’ απωθήσει τους συγκεκριμένους φόβους που είχαν στη ζωή μέχρι τώρα: συχνά αγαπούν τον εαυτό τους, τις δικές τους ικανότητες και επιτυχίες, ίσως μάλιστα και το αυτοκίνητό τους, ίσως εξακολουθούν ν’ αγαπούν τους γονείς τους, καμιά φορά το σύντροφο, σχεδόν πάντοτε τα παιδιά, ίσως ακόμα το σκύλο ή το άλογό τους.
Όποτε όμως βρίσκει ένας άνθρωπος σ’ αυτό τον κόσμο κάτι πολύ συγκεκριμένο που τον βοηθά να κάνει το φόβο του πιο υποφερτό, έχει δημιουργήσει αμέσως στον εαυτό του έναν νέο φόβο. Είναι ο φόβος πως θα χάσει πάλι αυτό που αγαπά.
Μόλις νιώσει πως κάποιος απειλεί να του πάρει αυτό που τόσο χρειάζεται για ν’ αντέξει, να ελέγξει όλες τις άλλες απειλές στη ζωή του, τότε ο φόβος του αυτός αποκτά ένα πολύ συγκεκριμένο όνομα: μίσος.
Γι’ αυτό και κάθε ανολοκλήρωτη αγάπη προκαλεί μίσος, οργή, επιθετικότητα, εχθρότητα, πόλεμο και δημιουργεί και πάλι φόβο, αυτή τη φορά σ’ εκείνους που είναι αποδέκτες του μίσους.
Πολλές φορές το μίσος προς άλλους ανθρώπους εκφράζεται με τυφλή μανία καταστροφής ενάντια σε ό,τι έχει για κείνους κάποια ιδιαίτερη συναισθηματική αξία.
Ένας άνθρωπος μπορεί όμως και να νιώθει οργή και μίσος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό κι ίσως και ν’ αυτοτραυματίζεται, όταν νομίζει ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες τις δικές του ή άλλων, όταν διαπιστώσει ότι ο προστατευτικός μανδύας που εξασφάλισε για τον εαυτό του δεν επαρκεί για να του προσφέρει την ασφάλεια που χρειάζεται.
Γι’ αυτό και ο φόβος μπορεί τότε και μόνο να εκλείψει απ’ αυτόν τον κόσμο, όταν και εφόσον κάποτε όλοι οι άνθρωποι μεγαλώνουν και ζουν έτσι, ώστε να μπορούν ν’ αντιλαμβάνονται, να κατανοούν και ίσως τότε και ν’ αγαπούν όλα όσα τους περιβάλλουν...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου