7.1. Η ωμότητα των δούλων είναι ανταπόδοση αδικημάτωνΟ Άτταλος Γ' (139-133), γιος του Ευμένη, έγινε βασιλιάς του Περγάμου το 139, αλλά ασχολήθηκε περισσότερο με τα γράμματα παρά με τη διακυβέρνηση του βασιλείου - τον ενδιέφεραν η ιατρική και η βοτανική. Για αυτόν κυκλοφόρησε η φήμη ότι, φοβούμενος για την εξουσία του, ξεπέρασε τους άλλους βασιλείς σε σκληρότητα και ωμότητα. Ορισμένοι εκτίμησαν ότι οι υπήκοοί του και οι γειτονικοί λαοί ήταν έτοιμοι για εξέγερση (καινοτομίαν). Το σημαντικότερο γεγονός της βασιλείας του ήταν πάντως η διαθήκη του. Πεθαίνοντας το 133, κληροδότησε το Πέργαμο στη Ρώμη. Η απόφασή του αυτή μπορεί να ήταν εκκεντρικότητα ενός μονάρχη που έμεινε χωρίς διάδοχο και δεν αισθανόταν ευτυχής με το περιβάλλον του, αλλά μπορεί να ήταν απλώς πολιτικός ρεαλισμός. Έτσι κι αλλιώς όλες οι σημαντικές αποφάσεις στο βασίλειό του λαμβάνονταν ή επικυρώνονταν από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Υπήρχε άλλωστε προηγούμενο, εφόσον και το κυρηναϊκό βασίλειο είχε κληροδοτηθεί στους Ρωμαίους από τον ηγεμόνα τους, που έμελλε να κερδίσει την Αίγυπτο ως Πτολεμαίος Η' Ευεργέτης Β'. Είναι πάντως πιθανό ότι ο Άτταλος προσπαθούσε να εξασφαλίσει την κοινωνική ευταξία σε μια ιδιαιτέρως ταραγμένη εποχή.
Καθώς η Ρώμη έσπευδε να αποδεχθεί την κληρονομιά, ο Αριστόνικος (που ισχυριζόταν ότι καταγόταν και αυτός από τον Ευμένη) εξεγέρθηκε. Υποσχέθηκε ελευθερία στις ελληνικές πόλεις της περιοχής και, συναθροίζοντας απόρους και δούλους, προσπάθησε να ιδρύσει μια πολιτεία απελευθερωμένη τόσο από τους Ρωμαίους όσο και από κοινωνικούς δυνάστες. Την ονόμασε Ηλιόπολη και τους κατοίκους της Ηλιοπολίτες, πρεσβεύοντας ισότητα και ελευθερία. Στην πρώτη επέμβαση της Ρώμης αντιστάθηκε με επιτυχία, αλλά το 129 ηττήθηκε και κατέληξε αιχμάλωτος στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα.
Για την εξέγερση δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες - ούτε προκύπτει με σαφήνεια το πρόγραμμα του ηγέτη της. Όσα συνέβησαν πάντως δεν ήταν ένα μοναχικό σύμπτωμα. Η δουλεία είχε προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις και απρόβλεπτες τροπές. Οι κάτοικοι της Ελλάδας και των βασιλείων υποδουλώνονταν συχνά κατά χιλιάδες και μυριάδες, χωρίς προοπτικές απελευθέρωσης με λύτρα, όπως γινόταν συχνά σε παλαιότερες εποχές. Οι περισσότεροι κατέληγαν στην Ιταλία για να εργαστούν σε σκληρές συνθήκες. Στις αποσπασματικές πηγές της περιόδου γίνεται λόγος για μαζικές αυτοκτονίες, αλλά και για ακόμη μαζικότερες εξεγέρσεις. Ανάμεσα στο 140 και το 70, για πρώτη και μοναδική φορά στην αρχαιότητα (αν εξαιρέσουμε την περίπτωση των ειλώτων), η αντίσταση πολλών δούλων στις σκληρές συνθήκες διαβίωσης και εκμετάλλευσης προσέλαβε τον χαρακτήρα ανοιχτού πολέμου.
Από τις πληρέστερες αναφορές είναι όσες συγκέντρωσε (και όσες από αυτές σώζονται) ο Διόδωρος για τη γενέτειρά του Σικελία. Οι δούλοι, όπως εξηγεί, στιγματίζονταν και περιφέρονταν σχεδόν γυμνοί. Εργάζονταν συχνά αλυσοδεμένοι με ελάχιστη τροφή. Για να επιβιώσουν κατέφευγαν σε ληστείες και αρπαγές. Την οργάνωση και τον συντονισμό τους ανέλαβε ένας Σύρος, που χαρακτηριζόταν μάγος και τερατουργός. Μια από τις βασικές διαπιστώσεις του αυτόκλητου ηγέτη ήταν ότι οι θεοί δεν είχαν εγκαταλείψει τελείως τους εξαθλιωμένους δούλους. Μια Σύρια θεά συνομιλούσε μαζί του και του επέτρεπε να προβλέπει τα μελλούμενα, συνήθως μέσα από όνειρα. Φαντάστηκε έτσι ένα βασίλειο σε όλες του τις λεπτομέρειες. Οι δούλοι θα έπαιρναν τη θέση των δεσποτών και οι δεσπότες τη θέση των δούλων - μόνο που τη συμπεριφορά των νέων αρχόντων θα χαρακτήριζε η μετριοπάθεια. Αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς και φόρεσε διάδημα.
Ο στρατός που συγκέντρωσε μεγάλωσε με ταχύτατους ρυθμούς. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, έφτασε τις 200.000, χωρίς να έχει επεκταθεί η εξέγερση σε όλη τη Σικελία. (Πιο μετρημένα ο Λίβιος κάνει λόγο για 70.000. Αλλά ποιος μπορούσε να μετρήσει με ακρίβεια σε εκείνες τις συνθήκες;) Όπως αποδείχθηκε, μέσα στην ορμή τους οι δούλοι δεν φέρθηκαν με μετριοπάθεια, αλλά εκτρέπονταν σε πράξεις ακραίες και μοχθηρές, όσο τουλάχιστον διαρκούσε ο ξεσηκωμός. Ο Διόδωρος διέθετε στοιχεία που τον βεβαίωναν ότι η ωμότητα δεν οφειλόταν στη φύση των δούλων αλλά στο μέγεθος της αδικίας που είχαν υποστεί. Η είδηση για τις ήττες των Ρωμαίων στρατηγών διαδόθηκε γρήγορα. Μέσα στην ίδια τη Ρώμη ξεσηκώθηκαν 150 δούλοι. Στην Αττική κινήθηκαν περισσότεροι από 1.000, και άγνωστος αριθμός στη Δήλο, που ήταν το μεγάλο κέντρο δουλεμπορίου. Παρόμοιες ταραχές σημειώθηκαν και σε άλλους τόπους. Παντού χρειάστηκαν μεγάλες δυνάμεις για να τεθεί σε έλεγχο η κατάσταση.
Μία γενεά αργότερα ξέσπασαν νέοι μεγάλοι πόλεμοι δούλων στη Σικελία. Οι αρχηγοί τους είχαν επίσης ιδιαίτερη σχέση με τους θεούς: ένας θεωρούνταν έμπειρος στις ιεροσκοπίες, ο άλλος στην αστρομαντική. Φόρεσαν διαδήματα και έθεσαν την κοινωνική και πολιτική τάξη σε μεγάλη δοκιμασία. Εκτός από δούλους, στον στρατό τους συνέρρεαν και ελεύθεροι άποροι. Την επόμενη πάλι γενεά πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία η μεγαλύτερη εξέγερση δούλων με αρχηγό τον μονομάχο Σπάρτακο. Συγκροτώντας έναν αυτοσχέδιο στρατό 120.000 ανδρών, έφτασε το 72 να απειλήσει την ίδια τη Ρώμη. Είχε λάβει και αυτός θεϊκούς οιωνούς, αλλά βασιζόταν κυρίως στην προσωπική του ανδρεία και το στρατηγικό του ταλέντο. Αρχική του επιδίωξη ήταν να οδηγήσει τους ξεσηκωμένους δούλους πίσω στις πατρίδες τους, τη Γαλατία και τη Θράκη. Αλλά οι μεγάλες του επιτυχίες κράτησαν τους περισσότερους άνδρες κοντά του και έτσι οι αναμετρήσεις παρατάθηκαν. Οι Ρωμαίοι χρειάστηκε να κινητοποιήσουν τεράστιες δυνάμεις, να απολέσουν πλήθος άνδρες και να ταπεινωθούν πολλές φορές, έως ότου καταφέρουν να καταστείλουν την εξέγερση, κινητοποιώντας 10 λεγεώνες. Κατά μήκος μιας οδού έξω από τη Ρώμη σταυρώθηκαν 6.000 εξεγερμένοι.
Οι πόλεμοι των δούλων δεν ήταν η μοναδική απειλή για την κοινωνική τάξη. Σε ολόκληρη την Ελλάδα εκδηλώνονταν διαμαρτυρίες για τη συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων και για τα χρέη που συσσωρεύονταν για τους πολλούς. Τα παλαιά πολιτικά συστήματα, οι δημοκρατίες, ακόμη και οι ολιγαρχίες, που εξασφάλιζαν σε διάφορους βαθμούς τις τάξεις των πολιτών, είχαν καταρρεύσει. Με την επικράτηση της Ρώμης δεν υπήρχε ανάγκη ισχυρού και πολυάριθμου σώματος πολιτών, ικανού να στρατεύεται και να μάχεται για το καλό της πόλεως ή του ἔθνους. Η ίδια η έννοια του πολίτη έχανε το νόημα και την αξία της. Εγγυητής της τάξης ήταν πλέον ο ρωμαϊκός στρατός και προς αυτόν στρέφονταν όσοι ήθελαν να εξασφαλίσουν τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση.
Οι διαθήκες συνεχίζονταν. Ο Απίων, γιος του Πτολεμαίου Η', παρέδωσε το 96 τις βασιλικές του κτήσεις στους Ρωμαίους. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα ολόκληρη η Κυρηναϊκή με τις πόλεις της οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία. Το 74 ο Νικομήδης κληροδότησε στη Ρώμη τη Βιθυνία.
Οι Αθηναίοι, έπειτα από πολλά χρόνια συμμαχίας με τους Ρωμαίους, δηλαδή απόλυτης υποταγής στη βούληση και τα συμφέροντά τους, πραγματοποίησαν το 88 μια εντυπωσιακή στροφή. Αποφάσισαν να ταχθούν με το μέρος του Μιθριδάτη ΣΤ' Ευπάτορος (121-63), που βρισκόταν ήδη σε ανοιχτή σύγκρουση με τη Ρώμη.
Ο Μιθριδάτης ήταν γόνος μιας δυναστικής οικογένειας που βασίλευε στον Πόντο για δυο περίπου αιώνες. Η καταγωγή του ήταν περσική (σύμφωνα με τον ιστορικό Αππιανό, ήταν δέκατος έκτος απόγονος του Δαρείου) αλλά, όπως οι πρόγονοί του, είχε ελληνική παιδεία. Με τους Έλληνες συνομιλούσε ως Έλληνας και με τους Ασιάτες ως Ασιάτης. Σύμφωνα με μια παράδοση, γνώριζε και τις 22 γλώσσες των εθνών στα οποία βασίλευε. Με τις ικανότητές του επέκτεινε πολύ τα όρια του βασιλείου και της επιρροής του. Κάποια στιγμή έφτασε να διεκδικεί περιοχές που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής των Ρωμαίων. Του έδιναν θάρρος οι εμφύλιες διαμάχες στην Ιταλία. Ορισμένοι μάλιστα τον προσκαλούσαν να οδηγήσει τις δυνάμεις του εναντίον της ίδιας της Ρώμης, καθώς οι Ιταλοί σύμμαχοι είχαν ξεσηκωθεί διεκδικώντας δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη. Επιπλέον, ανέμενε ενίσχυση από πολλές ελληνικές πόλεις. Έχοντας πια κυριαρχήσει στη Μικρά Ασία, δεχόταν συνεχώς πρεσβευτές που επικαλούνταν την προστασία του, αποκαλώντας τον «θεό και σωτήρα». Η εντολή του να εξοντωθούν ταυτοχρόνως όλοι οι Ρωμαίοι που κατοικούσαν στην περιοχή του -λέγεται ότι σφαγιάστηκαν 80.000 άνδρες και γυναικόπαιδα- όχι μόνο δεν αποθάρρυνε τους περισσότερους Έλληνες, αλλά τους γέμιζε προσδοκίες. Ένας βασιλιάς περσικής καταγωγής γινόταν η τελευταία μεγάλη ελπίδα πολλών Ελλήνων για να ανακτήσουν την ελευθερία τους από τους Ρωμαίους.
Με τη φιλορωμαϊκή τους πολιτική οι Αθηναίοι είχαν εξασφαλίσει την ειρήνη για πολλά χρόνια. Διαπίστωναν ωστόσο ότι η ειρήνη είχε μεγάλο κόστος. Οι παρεμβάσεις των Ρωμαίων στις εσωτερικές τους υποθέσεις ήταν διαρκείς, προκαλώντας σοβαρές δυσλειτουργίες στο πολίτευμά τους. Επιπλέον, τα οικονομικά της πόλης αλλά και πολλών ιδιωτών ήταν σε άθλια κατάσταση. Όπως το διατύπωσε ένας ρήτορας της εποχής, τα ιερά παρέμεναν κλειστά, τα γυμνάσια άδεια, το θέατρο χωρίς κοινό, τα δικαστήρια και οι φιλοσοφικές σχολές χωρίς φωνή, ενώ η Πνύκα δεν εξουσιαζόταν πλέον από τον δήμο. Δύο ήταν τα αιτήματα που κυριαρχούσαν στη σκέψη πολλών: να απαλλαγούν από τα βαριά τους χρέη (τα περισσότερα προφανώς προς τους Ρωμαίους) και να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία τους. Η ραγδαία πορεία του Μιθριδάτη τούς έδινε την εντύπωση ότι η ηγεμονία των Ρωμαίων μπορούσε να καταλυθεί. Ο Αθηνίων, ένας περιπατητικός φιλόσοφος, στάλθηκε στον Πόντο ως πρεσβευτής και επιστρέφοντας εκλέχθηκε στρατηγός. Η παλαιά συνήθεια που ήθελε τους φιλοσόφους ικανούς όχι μόνο στη θεωρία αλλά και σε πρακτικά θέματα ίσχυε ακόμη. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο τον υποδέχθηκαν οι Αθηναίοι έδειχνε καθαρά σε ποιο βαθμό είχε φτάσει το μίσος τους εναντίον των Ρωμαίων. Ακόμη και οι διονυσιακοὶ τεχνῖται, οι άνθρωποι του θεάτρου, ξεσηκώνονταν με προθυμία. Ο Μιθριδάτης ήταν, άλλωστε, γνωστός και ως Νέος Διόνυσος.
Ένας ισχυρός στρατός του Μιθριδάτη κινήθηκε προς την Ελλάδα, υποτάσσοντας πολλά νησιά του Αιγαίου. Περνώντας από τη Δήλο, έσφαξε το πλήθος των Ρωμαίων που βρίσκονταν στο νησί και έστειλε τον θησαυρό του ναού στην Αθήνα. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, μεγάλος μέρος της Ελλάδας πέρασε στον έλεγχο του βασιλιά. Για μια στιγμή η ιστορία της Αθηναϊκής Συμμαχίας έδειχνε να επαναλαμβάνεται.
Μέσα σε συνθήκες εμφύλιου πολέμου τα ρωμαϊκά συμφέροντα στην Ανατολή ανέλαβε να τα υπερασπιστεί ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας. Στο πρόσφατο παρελθόν είχε καταλάβει με τον στρατό του την ίδια τη Ρώμη για να θέσει υπό τον έλεγχό του την πολιτική κατάσταση. Χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, ξεκίνησε τον πόλεμο στην Ελλάδα βασιζόμενος στους θησαυρούς της Ολυμπίας και των Δελφών. Οι Αθηναίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας σφοδρής αναμέτρησης. Το άστυ και ο Πειραιάς πολιορκήθηκαν χωριστά, αφού τα Μακρά Τείχη είχαν από καιρό καταρρεύσει. Για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών αποψιλώθηκαν από τους Ρωμαίους τα ιερά άλση, η Ακαδημία, όπου είχε διδάξει ο Πλάτων, και το Λύκειο, όπου είχε διδάξει ο Αριστοτέλης. Η ήττα της Αθήνας ήρθε το 86 μετά τον λιμό που προκάλεσε η πολιορκία ενός περίπου χρόνου. Ακολούθησε ανελέητη σφαγή και μια καταστροφή που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει η πόλη από την εποχή του Ξέρξη. Πάρα πολλά δημόσια κτίρια πυρπολήθηκαν και οι θησαυροί της Ακρόπολης λεηλατήθηκαν. Ο αριθμός των νεκρών δεν έγινε γνωστός και ίσως να μην υπολογίστηκε ποτέ. Ο Σύλλας έγινε ο μοναδικός στρατηγός, όπως ειπώθηκε, που κατέκτησε με στρατό τόσο τη Ρώμη όσο και την Αθήνα. Τις λεπτομέρειες διέσωσε ο Πλούταρχος, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να συμβουλευτεί υπομνήματα του ίδιου του Σύλλα, αλλά και να ακούσει προφορικές παραδόσεις που οι γεροντότεροι αφηγούνταν ακόμη στην εποχή του.
Όταν πια ήταν πολύ αργά για τους Αθηναίους, έφτασε και άλλος στρατός του Μιθριδάτη με 100.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 90 δρεπανηφόρα άρματα. Στον στρατό πολεμούσαν και 15.000 δούλοι, που είχαν απελευθερωθεί με απόφαση του βασιλιά. Αλλά οι ρωμαϊκές λεγεώνες έδειξαν για μία ακόμη φορά την υπεροχή τους απέναντι σε φάλαγγες που παρέμεναν εξοπλισμένες με σάρισες. Στη Χαιρώνεια και τον Ορχομενό, όπου δόθηκαν οι καθοριστικές μάχες, ο στρατός του Μιθριδάτη υπέστη συντριπτική ήττα και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τους Έλληνες στο έλεος των Ρωμαίων. Όπως αφηγείται ο Πλούταρχος, διακόσια χρόνια αργότερα μπορούσε ακόμη να δει κανείς πολλά τόξα, κράνη, κομμάτια από σιδερένιους θώρακες και μαχαίρια βυθισμένα στα έλη.
Ο Σύλλας έκρινε χρήσιμο, πριν επιστρέψει θριαμβευτής στη Ρώμη, να μυηθεί στα Ελευσίνια μυστήρια που υπόσχονταν μετά θάνατον ευτυχία. Από το πλήθος των λαφύρων, διάλεξε επίσης για τον εαυτό του τη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, που βρισκόταν σε χέρια ιδιωτών και δεν ήταν ευρύτερα γνωστή ούτε καν στους μαθητές της σχολής. (Στη Ρώμη, πάντως, η αξία της βιβλιοθήκης εκτιμήθηκε και, μετά την ταξινόμησή της, έγινε ευρύτερα προσιτή - όπως ισχυριζόταν μια μεταγενέστερη παράδοση.) Ο Σύλλας αποχώρησε χωρίς να ολοκληρώσει την αναμέτρηση της Ρώμης με τον Μιθριδάτη. Οι συνεχιζόμενοι εμφύλιοι πόλεμοι τον υποχρέωσαν να συνάψει μια ευνοϊκή ειρήνη για να ασχοληθεί με επείγουσες υποθέσεις της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας.
Η κατάκτηση του Πόντου έγινε το 70 και ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον Γναίο Πομπήιο, έναν από τους μεγαλύτερους Ρωμαίους στρατηγούς. Ο Πομπήιος είχε ήδη θριαμβεύσει στην Αφρική και την Ισπανία, είχε συμβάλει στην καταστολή της εξέγερσης του Σπάρτακου και εκείνη την εποχή εκκαθάριζε αποφασιστικά τη Μεσόγειο από τους πειρατές που τη λυμαίνονταν. Αυτό ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα που ωφέλησε Ρωμαίους και Έλληνες. Όπως σημειώνει ο Πλούταρχος, οι πειρατές δεν λεηλατούσαν μόνο νησιά και παραθαλάσσιες πόλεις, αλλά συλούσαν επίσης πλήθος ιερά που παρέμεναν έως τότε απάτητα. Ανάμεσά τους το Κλάριο στην Ιωνία, το Διδυμαίο στη Μίλητο, το Σαμοθράκιο στο ομώνυμο νησί, το Ασκληπιείο στην Επίδαυρο, του Ποσειδώνα στον Ισθμό και το Ταίναρο, του Απόλλωνα στο Άκτιο και τη Λευκάδα, και της Ήρας στη Σάμο και το Άργος. Με τις πράξεις τους αυτές ήθελαν να δείξουν την περιφρόνησή τους προς τον πολιτισμό των Ρωμαίων (και των Ελλήνων υπηκόων τους). Άλλωστε, πολλοί από αυτούς λάτρευαν τον ιρανικό θεό Μίθρα, καθιστώντας τον ίσως γνωστό για πρώτη φορά στον ελληνικό κόσμο.
Ο Πομπήιος οδήγησε τον Μιθριδάτη στην αυτοκτονία και κατέστησε τη Βιθυνία και τον Πόντο ρωμαϊκές επαρχίες. Μετά τη νίκη του προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τους Αθηναίους: επισκέφθηκε την Αθήνα, συνομίλησε με φιλοσόφους και έδωσε χρήματα για την επισκευή της πόλης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 64, κατέλυσε το αδύναμο πια βασίλειο των Σελευκιδών και επέκτεινε τη ρωμαϊκή εξουσία έως τη Μεσοποταμία. Εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές αντιθέσεις του μικρού ιουδαϊκού βασιλείου, εισέβαλε στην Ιερουσαλήμ και εισήλθε στον Ναό. Η Ιουδαία έγινε και αυτή μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Έχοντας σύνορο τον Ευφράτη ποταμό, η αυτοκρατορία γειτόνευε πλέον με το βασίλειο των Πάρθων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου