Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Η Ελληνική σύλληψη του κόσμου

Η θέσμιση της κοινωνίας είναι κάθε φορά θέσμιση ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, που μπορούμε και πρέπει να καλέσουμε κόσμο φαντασιακών σημασιών.

Είμαι υποχρεωμένος, δυστυχώς, εδώ, να περιοριστώ σε κάποιες κεντρικές ιδέες, βιαστικά διατυπωμένες:

α. Η ερμηνεία που είχε παλιότερα επικρατήσει και διαδοθεί για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και άνθρωπο, σαν κόσμο και άνθρωπο αρμονίας και μέτρου, είναι παιδαριωδώς αφελής, ειδυλλιακή προβολή δυτικών σχημάτων και νοσταλγιών του 18ου και 19ου αιώνα. Η αρμονία και το μέτρο για τούς αρχαίους Έλληνες δεν είναι δεδομένα, αλλά προβλήματα και σκοπός που η πραγματοποίηση τους είναι πάντα αβέβαιη και επισφαλής σε ότι άφορα την ανθρώπινη ζωή.

β. Κεντρική για την αρχαία ελληνική σύλληψη είναι η ιδέα του Χάους. Για τον Ησίοδο (Θεογονία, στίχος 116), το σύνολο των όντων (θεοί και άνθρωποι, «πράγματα», «φαινόμενα» και «δυνάμεις») γεννιέται από το χάος, δηλαδή από το τίποτα, το κενό, το μηδέν (χαίνω): ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ'.

Αυτό το Χάος δεν έχει σχέση με την πολύ μεταγενέστερη έννοια του χάους ως συμφυρμού, κυκεώνα, γενικευμένης αταξίας. Εντούτοις όμως, στην ίδια την Θεογονία υπάρχει ένα έσχατο μέρος ή βάθος, μια ανάποδη του κόσμου, που είναι Χάος με την μεταγενέστερη έννοια: ο ποιητής του δίνει, συμβατικά και συμβολικά, το όνομα Τάρταρος (στίχοι 717─720, 722─723, 724─730, 731─735). Οι «ρίζες» του κόσμου - «της γης και της στείρας θάλασσας» - βγαίνουν απ’ αυτό το τεράστιο κιούπι, που το στόμα του το ζώνει «τριπλή νύχτα». Οι «ρίζες» του κόσμου - κόσμος = τάξη -, η «άλλη του όψη» είναι αυτός ο τερατώδης χώρος. Σε τούτη μόνο την όψη (όπου ζούμε και εμείς) βασιλεύει - προς το παρόν - ο Ζευς, και την κάνει να είναι κατά κάποιο τρόπο κόσμος.

γ. Ο κόσμος δεν είναι καμωμένος για τους ανθρώπους ούτε ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Γενικότερα, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη για την ζωή, δεν υπάρχει καμία υπερβατική εξωκοσμική δύναμη που να ενδιαφέρεται για τούς ανθρώπους, ακόμα λιγότερο, να τούς «αγαπάει». Οι θεοί επεμβαίνουν μόνο αν κάποιος τούς ζημιώσει ή ασεβήσει εις βάρος τους κλπ. Έξαλλου, και οι ίδιοι οι θεοί δεν είναι παντοδύναμοι, υπόκεινται σε μια απρόσωπη Μοίρα, η οποία έφερε πρώτα τον Ουρανό, έπειτα τον Κρόνο κι έπειτα τον Δία. Ο Προμηθέας, στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, μηνύει στον Δία μέσω του αγγελιαφόρου του Ερμή ότι:

νέον νέοι κρατεῖτε καὶ δοκεῖτε δὴ
ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ᾽· οὐκ ἐκ τῶνδ᾽ ἐγὼ
δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην;
τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ᾽ ἐπόψομαι
αἴσχιστα καὶ τάχιστα.


[Νέοι, νέαν εξουσία κατέχετε και νομίζετε πως κατοικείτε απροσπέλαστα απ’ τον πόνο παλάτια· μήπως δεν είδα μέχρι τώρα την καθαίρεση δύο τυράννων; Έτσι και τον τρίτο, τον σημερινό αφέντη θα δω να πέφτει πολύ άσχημα και πολύ σύντομα]
Προμηθεύς Δεσμώτης, στίχ. 955─959

δ. Τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα - κι αυτή είναι η εποχή που με ενδιαφέρει: 8ος-5ος αιώνας - για την αρχαία ελληνική αντίληψη, η μετά θάνατον ζωή η δεν υπάρχει ή, αν υπάρχει, είναι πολύ χειρότερη απ’ την επίγεια ζωή. Αυτό λέγεται σαφώς στην Οδύσσεια, στη Νέκυια (λ, 488), όταν ο Οδυσσέας συναντά τη σκιά του νεκρού Αχιλλέα στον Άδη, η οποία και τού λέει:

μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ’ Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ’ ἐπάρουρος ἐών θητευέμεν ἄλλῳ,
ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη,
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν


[Το θάνατο μη μου παινεύεις λαμπρέ Οδυσσέα. Καλύτερα την γη να δουλεύω υποτακτικός κάποιου φτωχού χωριάτη με λίγο βιός, παρά να βασιλεύω σ' όλους αυτούς τούς σβησμένους νεκρούς]
Οδύσσεια λ 488─491

Αυτός είναι, λοιπόν, ο νόμος της υπάρξεως του είναι: νόμος γενέσεως και φθοράς, επιστροφής στο χάος, αν μπορώ να πω, και αναδημιουργίας του κόσμου από το χάος. Η ιδέα ενός ιστορικού νόμου, εγγυητή μιας ιδανικής κοινωνίας, είναι ιδέα άγνωστη στους Έλληνες, όπως άγνωστος είναι ο μεσσιανισμός ή η δυνατότητα εξωκοσμικής φυγής. Η θεώρηση αυτή εμπνέει μια στάση, σύμφωνα με την οποία ότι είναι να γίνει θα γίνει εδώ. Ό, τι δεν γίνεται εδώ, δεν γίνεται για μας, δεν μας άφορα, γίνεται άλλου, μεταξύ θεών, ή γίνεται στις ρίζες τού χάους. Το σημαντικό για μας γίνεται εδώ, εξαρτάται από μας κι εμείς θα το κάνουμε. Δεν θα το κάνει ούτε ο θεός, ούτε η ιστορική αναγκαιότητα, ούτε καμία πολιτική διεύθυνση, κάτοχος της επιστημονικής σοφίας επί των πολιτικών πραγμάτων, θα το κάνουμε εμείς οι άνθρωποι - αν γίνεται, κι αν μας αφήσει η Μοίρα - ή δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό εν γνώσει μας ότι υποκείμεθα στον ίδιο νόμο που διέπει και τον υπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως και φθοράς. Το χάος το έχουμε και μέσα μας με την μορφή της ύβρεως, δηλ. της άγνοιας ή αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας διότι, βεβαίως, αν τα όρια ήσαν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος.

Αυτό είναι έξαλλου κι ένα απ’ τα μαθήματα της τραγωδίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την φιλοσοφία και την γονιμοποιεί. Σαν πολιτικός θεσμός η τραγωδία είναι θεσμός αυτοπεριορισμού. Υπενθυμίζει διαρκώς στους Αθηναίους πολίτες ότι υπάρχουν όρια άγνωστα εκ των προτέρων στο δρών υποκείμενο, το όποιο ενεργεί υπεύθυνα αναλαμβάνοντας τους κινδύνους των πράξεων του. Κανείς δεν μπορεί να του τα υποδείξει εκ των προτέρων. Μόνο του πρέπει να τα καταλάβει η να τα διαισθανθεί.

Αυτές τις ιδέες τις ονομάζω κεντρικές φαντασιακές σημασίες. Αποτελούν τρόπο σημασιοδότησης της πραγματικότητας, της ανθρώπινης ζωής και του κόσμου. Τις συναντάμε από την καταβολή, από την αρχική σύσταση τού ελληνικού κόσμου, από τον Όμηρο ήδη και από την μυθολογία. Η σημασία της διαδοχής Ουρανού, Κρόνου, Διός, όπως περιγράφεται από τον μύθο, εκφράζει την ίδια αυτή φιλοσοφική αντίληψη που προσπάθησα να διατυπώσω περιληπτικά. Γι' αυτό και θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν πολλές και ωραίες μυθολογίες, μια όμως είναι αληθινή: η αρχαία ελληνική. Αληθινή με την έννοια ότι όλοι οι μύθοι της έχουν ένα σημασιακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο κατοπτρίζεται η ίδια μας η ζωή και κάθε ανθρώπινη ζωή.

Ο Ελληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στην επίγνωση ότι δεν υπάρχει φυγή από τον κόσμο κι από τον θάνατο, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Στο σημείο αυτό θα τολμήσω να διορθώσω ένα μεγάλο Έλληνα ποιητή, τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Στο ποίημα του «Εις την οδόν των Φιλελλήνων»*, ο Εμπειρίκος τελειώνει με την ευχή:

«να γίνη [...] πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

Εγώ θα έλεγα: έκαμαν οίστρο της ζωής την γνώση του θανάτου.

Ο φόβος του θανάτου διακατείχε παντού και πάντοτε όλους τούς θνητούς. Ίσως αυτός μάς εμποδίζει κι εμάς σήμερα, όπως εμπόδισε πολλές φορές στο παρελθόν τούς ανθρώπους, να έχουμε τον απαιτούμενο οίστρο για την ζωή μας, να έχουμε δηλαδή την επίγνωση ότι είμαστε πραγματικά θνητοί, και ότι έχουμε να κάνουμε, αν γίνεται, θα γίνει εδώ, από μάς, και εδώ θα το κάνουμε, εμείς.
-----------------------------
*ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙ­ΛΕΛ­ΛΗ­ΝΩΝ
Στον Conrad Russel Rooks

Μι­ά μέ­ρα πού κα­τέ­βαι­να στήν ὁ­δόν τῶν Φι­λελ­λή­νων, μα­λά­κω­νε ἡ ἄ­σφαλ­τος κά­τω ἀ­π' τά πό­δι­α καί ἀ­πό τά δέν­δρα τῆς πλα­τεί­ας ἠ­κού­ο­ντο τ­ζιτ­ζί­κι­α, μέ­σ' στήν καρ­δι­ά τῶν Ἀ­θη­νῶν, μέ­σ' στήν καρ­δι­ά τοῦ θέ­ρους.

Πα­ρά τήν ὑ­ψη­λήν θερ­μο­κρα­σί­αν, ἡ κί­νη­σις ἦ­το ζω­η­ρά.

Αἴ­φνης μί­α κη­δεί­α πέ­ρα­σε. Ὀ­πί­σω της ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν πέ­ντε -ἕ­ξη αὐ­το­κί­νη­τα μέ με­λα­νει­μο­νού­σας, καί ἐ­νῶ στά αὐ­τι­ά μου­ἔ­φθα­ναν ρι­παί πνι­γμέ­νων θρή­νων, γι­ά μι­ά στι­γμή ἡ κί­νη­σις δι­ε­κό­πη. Τό­τε, με­ρι­κοί ἀ­πό ἐ­μᾶς (ἄ­γνω­στοι με­τα­ξύ μας μέ­σ' στό πλῆ­θος) μέ ἄγ­χος κοι­τα­χθή­κα­με στά μά­τι­α, ὁ ἕ­νας τοῦ ἄλ­λου προ­σπα­θώ­ντας τήν σκέ­ψι νά μα­ντεύ­σῃ. Ἔ­πει­τα, δι­α­μι­ᾶς, ὡς μί­α ἐ­πέ­λα­σις πυ­κνῶν κυ­μά­των, ἡ κί­νη­σις ἐ­ξη­κο­λού­θη­σε.

Ἦ­το Ἰ­ού­λι­ος. Εἰς τήν ὁ­δόν δι­ήρ­χο­ντο τά λε­ω­φο­ρεῖ­α, κα­τά­με­στα ἀ­πό ἱ­δρω­μέ­νον κό­σμο - ἀ­πό ἄν­δρας λο­γῆς-λο­γῆς, κού­ρους λι­γνούς καί ἄρ­ρε­νας βα­ρεῖς, μυ­στα­κο­φό­ρους, ἀ­πό οἰ­κο­κυ­ράς χον­δράς, ἤ σκε­λε­τώ­δεις, καί ἀ­πό πολ­λάς νε­ά­νι­δας καί μα­θη­τρί­ας, εἰς τῶν ὁ­ποί­ων τούς σφι­κτούς γλου­τούς καί τά σφύ­ζο­ντα στή­θη, πολ­λοί ἐκ τῶν συ­νω­θου­μέ­νων, ὡς ἦ­το φυ­σι­κόν, ἐ­πά­σχι­ζαν (ὅ­λοι φλε­γό­με­νοι, ὅ­λοι στη­τοί ὡς Ἡ­ρα­κλεῖς ρο­πα­λο­φό­ροι) νά κά­μουν μέ στό­μα­τα ἀ­νοι­κτά καί μά­τι­α ὀ­νει­ρο­πό­λα, τάς συ­νή­θεις εἰς πα­ρο­μοί­ους χώ­ρους ἐ­πα­φάς, τάς τό­σον βα­ρυ­ση­μά­ντους καί τε­λε­τουρ­γι­κάς, ἅ­πα­ντες προ­σποι­ού­με­νοι ὅ­τι τυ­χαί­ως, ὡς ἐκ τοῦ συ­νω­στι­σμοῦ, ἐ­γί­νο­ντο ἐ­πί τῶν σφαι­ρι­κῶν θελ­γή­τρων τών δε­κτι­κῶν μα­θη­τρι­ῶν καί κο­ρα­σί­δων αὐ­ταί αἱ σκό­πι­μοι καί ἐκ­στα­τι­καί μέ­σα εἰς τά ὀ­χή­μα­τα ἐ­πα­φαί - ψαύ­σεις, συν­θλί­ψεις καί προ­στρί­ψεις.

Ναί, ἦ­το Ἰ­ού­λι­ος· καί ὄ­χι μό­νον ἡ ὁ­δός τῶν Φι­λελ­λή­νων, μά καί ἡ Ντά­πι­α τοῦ Με­σο­λογ­γι­οῦ καί ὁ Μα­ρα­θών καί οἱ Φαλ­λοί τῆς Δή­λου ἐ­πάλ­λο­ντο σφύ­ζο­ντες στό φῶς, ὅ­πως στοῦ Με­ξι­κοῦ τάς αἰ­χμη­ράς ἐ­κτά­σεις πάλ­λο­νται εὐ­θυ­τε­νεῖς οἱ κά­κτοι τῆς ἐ­ρή­μου, στήν μυ­στη­ρι­α­κή σι­γή πού πε­ρι­βάλ­λει τάς πυ­ρα­μί­δας τῶν Ἀζ­τέ­κων.

Τό θερ­μό­με­τρον ἀ­νήρ­χε­το συ­νε­χῶς. Δέν ἦ­το θάλ­πος, ἀλ­λά ζέ­στη - ἡ ζέ­στη πού τήν γεν­νᾷ τό κά­θε­το λι­ο­πύ­ρι. καί ὅ­μως, πα­ρά τόν καύ­σω­να καί τήν γορ­γήν ἀ­να­πνο­ήν τῶν πνευ­στι­ώ­ντων, πα­ρά τήν δι­έ­λευ­σιν τῆς νε­κρι­κῆς πο­μπῆς πρό ὀ­λί­γου, κα­νείς δι­α­βά­της δέν ἠ­σθά­νε­το βα­ρύς, οὔ­τε ἐ­γώ, πα­ρ' ὅ­λον ὅ­τι ἐ­φλέ­γε­το ὁ δρό­μος. Κά­τι σάν τέτ­τιξ ζω­η­ρός μέ­σ' στήν ψυ­χή μου, μέ ἠ­νά­γκα­ζε νά προ­χω­ρῶ, μέ βῆ­μα ἐ­λα­φρόν ὑ­ψί­συ­χνον. Τά πά­ντα ἦ­σαν τρι­γύ­ρω μου ἐ­ναρ­γῆ, ἁ­πτά καί δι­ά τῆς ὁ­ρά­σε­ως ἀ­κό­μη, καί ὅ­μως, συγ­χρό­νως, σχε­δόν ἐ­ξαυ­λοῦ­ντο μέ­σα στόν καύ­σω­να τά πά­ντα - οἱ ἄν­θρω­ποι καί τά κτί­σμα­τα - τό­σον πο­λύ, πού καί ἡ λύ­πη ἀ­κό­μη ἐ­νί­ων τε­θλιμ­μέ­νων, λές καί ἐ­ξη­τμί­ζε­το σχε­δόν ὁ­λο­σχε­ρῶς, ὑ­πό τό ἴ­σον φῶς.

Τό­τε ἐ­γώ, μέ ἰ­σχυ­ρόν παλ­μόν καρ­δί­ας, στα­μά­τη­σα γι­ά μι­ά στι­γμή, ἀ­κί­νη­τος μέ­σα στό πλῆ­θος, ὡς ἄν­θρω­πος πού δέ­χε­ται ἀ­πο­κά­λυ­ψιν ἀ­κα­ρι­αί­αν, ἤ ὡς κά­ποι­ος πού βλέ­πει νά γί­νε­ται μπρο­στά του ἕ­να θαῦ­μα καί ἀ­νέ­κρα­ξα κά­θι­δρως:

"Θε­έ! Ὁ καύ­σων αὐ­τός χρει­ά­ζε­ται γι­ά νά ὑ­πάρ­ξῃ τέ­τοι­ο φῶς! Τό φῶς αὐ­τό χρει­ά­ζε­ται, μι­ά μέ­ρα γι­ά νά γί­νῃ μι­ά δό­ξα κοι­νή, μι­ά δό­ξα πα­ναν­θρώ­πι­νη, ἡ δό­ξα τῶν Ἑλ­λή­νων, πού πρῶ­τοι, θαρ­ρῶ, αὐ­τοί, στόν κό­σμον ἐ­δῶ κά­τω, ἔ­κα­μαν οἶ­στρο τῆς ζω­ῆς τόν φό­βο τοῦ θα­νά­του".

1 σχόλιο :

  1. ΑΘΑΝΑΤΟ ,ΥΠΕΡΛΑΜΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ,ΠΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΙ ΤΟ ΝΟΙΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΨΕΙ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΑΛΛΑ ΜΕ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ

    ΑπάντησηΔιαγραφή