Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Η δίκη του Σωκράτη

Εισαγωγή

Μια από της μελανότερες σελίδες της ιστορίας της αθηναϊκής δημοκρατίας υπήρξε, χωρίς αμφιβολία η θανατική καταδίκη του Σωκράτη, το 399 π.Χ. Από τότε μέχρι σήμερα, πλήθος μελετητών ασχολήθηκε μ’ αυτήν την παράδοξη στιγμή ενός πολιτεύματος, που θεωρήθηκε ιδανικό πρότυπο ελεύθερης συμμετοχής των πολιτών στη διακυβέρνηση του κράτους.

Το βασικότερο ερώτημα που απασχολεί διαχρονικά τους ιστορικούς είναι: «Γιατί οι Αθηναίοι, εν πλήρει δημοκρατία, πήραν την απόφαση, να θανατώσουν έναν εβδομηντάχρονο φιλόσοφο, τη στιγμή, που ακόμη και οι κατήγοροί του δεν αμφέβαλαν ποτέ για την τιμιότητα, την ανιδιοτέλεια και τη νομοταγή συμπεριφορά του;» Η κρατούσα γνώμη αιτιολογεί τη στάση των Αθηναίων στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολιτικής δίωξης πνευματικών ανθρώπων που έλαβε χώρα το τελευταίο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται πως ο Πελοποννησιακός πόλεμος επηρέασε την ανθρώπινη κοινότητα σε τέτοιο βαθμό που της προκάλεσε το κοινό αίσθημα για απαρέγκλιτη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, μέσω της ομοιόμορφης συμπεριφοράς των μελών της. Εξαιρέσεις σπάνια γίνονταν ανεκτές.

Ωστόσο, εκτός από την πολιτική και κοινωνική διάσταση του θέματος, από τη δίκη του Σωκράτη δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το δικονομικό ενδιαφέρον. Με την παρούσα θα επιχειρηθεί μια συνοπτική παρουσίαση της δίκης με αναφορά στο δικονομικό πλαίσιο, εντός του οποίου αυτή διεξήχθη στα πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης στην αρχαία Αθήνα.

Χρονικό πλαίσιο

Η δίκη διεξάγεται το 399 π.Χ., μόλις πέντε χρόνια μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, και τέσσερα χρόνια μετά την κατάρρευση της τυραννίας των Τριάκοντα, που η Σπάρτη εγκατέστησε ως τοποτηρητές της ηγεμονίας της. Η δημοκρατία έχει αποκατασταθεί και διατηρεί ακόμη αρκετά στοιχεία από τη γενναιοδωρία της πρώτης της ορμής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ισχύει ακόμη το διάταγμα που φέρει τον τίτλο «Περί του μη μνησικακείν», το οποίο παρείχε αμνηστία σε όσους Αθηναίους είχαν συνεργαστεί με τους τυράννους, όσους, εννοείται, δεν ήταν φυσικοί αυτουργοί εγκλημάτων.

Οι κατήγοροι

Τρεις ήταν οι κατήγοροι του Σωκράτη:

Μέλητος: άσημος τραγικός ποιητής, που εμφανίστηκε ως ο κύριος κατήγορος που κατέθεσε την καταγγελία («επίδοση της γραφής»), προκειμένου σε περίπτωση ήττας να μην καταβληθεί μεγάλο χρηματικό ποσό από όλους τους κατήγορους.

Άνυτος: πλούσιος βυρσοδέψης με μεγάλη πολιτική επιρροή στην Αθήνα. Διετέλεσε υπαρχηγός της ομάδας των Αθηναίων που αποκατέστησαν τη δημοκρατία, ανατρέποντας τους Τριάκοντα. Φανατικός εχθρός των σοφιστών, με προσωπική αντιπάθεια προς τον Σωκράτη, εξαιτίας της κριτικής που του είχε ασκήσει ο τελευταίος για την απαγόρευση της ενασχόλησης του γιου του με τη φιλοσοφία. Κύριος δημιουργός της καταγγελίας.

Λύκων, δεινός ρήτορας και με αυτήν του την ιδιότητα κατηγόρησε τον Σωκράτη, κατόπιν προτροπής των προαναφερομένων ώστε να ενισχύσουν την κατηγορία για να επιτύχουν την καταδίκη του Σωκράτη. Ελάχιστα έχουν σωθεί για τη δράση του.

Το κατηγορητήριο

Όπως όριζε ο νόμος, ο Μέλητος έπρεπε να συναντήσει το Σωκράτη παρουσία μαρτύρων και, αφού του θέσει υπόψη την καταγγελία, να τον καλέσει να παραστεί στην επίδοσή της στον άρχοντα βασιλέα, που ήταν αρμόδιος για τις θρησκευτικές υποθέσεις.

Ως γνωστόν, δύο κατηγορίες του απαγγέλθηκαν. Η πρώτη ήταν ότι με τη διδασκαλία του διαφθείρει τη νεολαία. Η δεύτερη, ότι εισάγει καινά δαιμόνια στην πόλη, κοινώς ότι δεν πιστεύει στους θεούς της, ακόμη κι αν δεν είναι άθεος δεν είναι ευσεβής (ασέβεια), όπως οφείλει να είναι κάθε αθηναίος πολίτης.

Συγκεκριμένα, η κατηγορία είχε ως εξής:

«ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ δαιμόνια καινὰ εἰσηγούμενος· ἀδικεῖ δὲ καὶ τοὺς νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος.»

Ωστόσο, είναι προφανές ότι η το κατηγορητήριο δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα για την πολιτική δίωξη του Σωκράτη, αφού στην αρχαία ελληνική θρησκεία δεν υπήρχαν ιερά βιβλία, ούτε δόγματα κι αιρέσεις, ούτε ιερατείο με ειδική αποστολή τη μεσολάβηση μεταξύ θεών κι ανθρώπων. Ήταν, συνεπώς, σχεδόν αδύνατον να κατηγορηθεί κάποιος για αθεΐα, εφόσον μάλιστα συμμετείχε στις μεγάλες κοινές θρησκευτικές τελετές και δεν τις αμφισβητούσε. Η συνηθισμένη κατηγορία που επέρριπταν σε κάποιους διανοούμενους ήταν η ασέβεια. Φαίνεται όμως, ότι «ο Σωκράτης πλήρωσε τις αμαρτίες των μαθητών του», αφού πολλοί από τους νέους που ανήκαν στον κύκλο του πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική κι έπαιξαν αρνητικό ρόλο σε μια καταστροφική για την Αθήνα εποχή. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους κατηγόρους του να αφήσουν να εννοηθεί πως οι θεωρίες του δασκάλου ήταν υπεύθυνες για την κατάληξη των “μαθητών”.

«Δίκη» ή «γραφή»;

Στο αττικό δίκαιο η διάκριση μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων υποθέσεων οδηγεί στην κατανομή των υποθέσεων σε δύο βασικές κατηγορίες. Έτσι, αντικείμενο της «δίκης» αποτελούν υποθέσεις που αφορούν σε ιδιωτικά έννομα συμφέροντα, όπως οι εμπορικές διαφορές, η προίκα, η κλοπή κ.λπ, ενώ οι υποθέσεις που αφορούν στα συμφέροντα της πόλης αποτελούν αντικείμενο της «γραφής» (π.χ. γραφή παρανόμων, ύβρεως, συκοφαντίας, ασέβειας κ.ο.κ.).

Η δίωξη και στις δύο περιπτώσεις ασκείται από τους πολίτες, αφού η εισαγγελία δεν αποτελούσε την ειδική αρχή αυτεπάγγελτης δίωξης όπως σήμερα, αλλά θεσμό με άλλες αρμοδιότητες. Έτσι, δίωξη για ιδιωτικές υποθέσεις ασκούσε ο θιγόμενος πολίτης, ενώ στις δημόσιες υποθέσεις τη δίωξη ασκούσε οποιοσδήποτε πολίτης (βουλόμενος).

Συνεπέστερα λοιπόν, η δίκη του Σωκράτη με τους δικονομικούς όρους της εποχής λογίζεται ως «γραφή ασεβείας», ως αναφορά δηλαδή του ενδιαφερόμενου πολίτη, και όχι ως δίκη.

Το δικαστήριο

Στην Αθηναϊκή δημοκρατία, ο ενεργός πολίτης συμμετέχει στα κοινά της πόλης και με την άσκηση των δικαιωμάτων ελέγχου των αρχόντων. Ειδικά, σχετικά με τη δικαστική λειτουργία της πόλης, ο πολίτης μετέχει υπό προϋποθέσεις (νόμιμη ηλικία και πλήρη πολιτικά δικαιώματα) στο δικαστήριο της Ηλιαίας.

Η Ηλιαία ήταν το δικαστικό σώμα που επιμελείτο τις δημόσιες δίκες, αποτελούμενο από 6.000 πολίτες, 600 από κάθε μία εκ των δέκα φυλών των Αθηνών. Με άλλα λόγια, η απονομή της δικαιοσύνης στην αρχαία Αθήνα γινόταν μέσω λαϊκών δικαστηρίων, μέσα από μια περίπλοκη και αδιάβλητη, καθημερινή διαδικασία επιλογής των δικαστών προς αποφυγή δωροδοκιών.

Σ’ αυτήν, δικαίωμα συμμετοχής είχαν όλοι οι πολίτες άνω των 30 ετών, οι οποίοι δεν είχαν χρέη προς το δημόσιο, δεν είχαν καταδικαστεί για αξιόποινες πράξεις και δεν είχαν σωματικά ή διανοητικά ελαττώματα, ώστε να μπορούν να δικάσουν αμερόληπτα.

Οι Ηλιαστές κληρώνονταν κατ’ έτος κι αμείβονταν. Στις δίκες συνήθως συμμετείχαν 501 δικαστές, όμως αναλόγως της σπουδαιότητας μπορούσαν να συμμετέχουν από 201 δικαστές ή ακόμη και 1001 και 1501, πάντοτε καθ’ αναλογία από κάθε μία εκ των 10 φυλών. Η υπερέχουσα μονή ψήφος ήταν αναγκαία προκειμένου να μην υπάρξει ισοψηφία στην απόφαση. Στη δίκη του Σωκράτη συμμετείχαν 501 δικαστές.

Μετά την κλήρωση των Ηλιαστών, αυτοί έπρεπε να δώσουν τον λεγόμενο «Ηλιαστικόν όρκον» (ομωμοκότες) σύμφωνα με τον οποίο ορκίζονταν ότι: «Θα δώσω τη δικαιοδοτική μου ψήφο σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου των Αθηναίων και της Βουλής των πεντακοσίων και όπου δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, σύμφωνα με την πιο δίκαιη λύση (…) δίχως να κάνω χάρες και δίχως να επηρεάζομαι από έχθρες (…) Δεν θα δεχθώ δώρα εξαιτίας των δικαστικών μου καθηκόντων, ούτε άμεσα ο ίδιος ούτε δια μέσου άλλου προσώπου, ούτε θ’ ανεχθώ να λάβει άλλος δώρα με επίγνωσή μου, με οποιαδήποτε μεθόδευση ή τέχνασμα (…) Και θ’ ακούσω με προσοχή τόσο τους κατηγόρους όσο και τους απολογουμένους εξ ίσου, και θα ψηφίσω αποκλειστικά για το αντικείμενο της διεξαγόμενης δίκης.»

Εν συνεχεία, τους δινόταν ένα δικαστικό πινάκιο, πάνω στο οποίο αναγραφόταν το όνομα και ο δήμος του δικαστή, καθώς και το χρώμα και ο αριθμός του δικαστηρίου, όπου θα γινόταν δίκη, ελλείψει ειδικού χώρου δικαστηρίων. Το πινάκιο διδόταν στους δικαστές το πρωί πριν από την εκδικαζόμενη υπόθεση, ώστε να μην υπάρχει χρόνος δεκασμού τους.

Αττική δικονομία

Είναι γνωστό ότι στην Αθηναϊκή δημοκρατία δεν υπήρχε το δικηγορικό επάγγελμα κι έτσι, έπρεπε τόσο ο ενάγων, όσο και ο εναγόμενος να παρουσιαστούν και να μιλήσουν αυτοπροσώπως για την υπόθεσή τους. Οι εξ επαγγέλματος δικηγόροι θα μπορούσαν να παρασύρουν τους δικαστές σε άδικες αποφάσεις με την δικανική τους δεινότητα. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι τις απολογίες τις έγραφαν ρήτορες.

Ο ενάγων μαζί με δύο μάρτυρες (κλητήρες) πήγαινε στο σπίτι του εναγομένου και του επέδιδε τη «γραφή». Ο κατηγορούμενος έπρεπε την πέμπτη ημέρα να παρουσιαστεί στον άρχοντα βασιλέα για την προανάκριση στην οποία παρίσταντο οι δύο διάδικοι, με όλα τα αναγκαία συμβόλαια, νόμους και άλλα έγγραφα της δίκης. Μετά την προανάκριση όλα τα έγγραφα φυλάσσονταν στον εχίνο, μία κίστη η οποία σφραγιζόταν και δεν άνοιγε παρά την ημέρα της δίκης-γραφής.

Με την έναρξη της δίκης-γραφής τελείτο ιεροπραξία. Ο γραμματέας διάβαζε τα ονόματα των διαδίκων και τη γραφή. Ο ηγεμών ενημέρωνε τους δικαστές σχετικά με τα πορίσματα της προανάκρισης και εν συνεχεία ο ενάγων λάμβανε το λόγο. Ακολουθούσαν οι μάρτυρες και η απολογία ο εναγομένου.

Η διαδικασία ήταν δημόσια. Μετά το τέλος των αγορεύσεων ακολουθούσε ψηφοφορία. Στους Ηλιαστές δίδονταν δύο ψήφοι: η μία διάτρητη (καταδικαστική), η άλλη πλήρης (αθωωτική), οι οποίες αφού μετρούνταν, αναγγελλόταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Εάν ο ενάγων δεν συγκέντρωνε το 1/5 των ψήφων υπέρ αυτού, σε περίπτωση αθώωσης του εναγομένου, τότε υποχρεούταν στην καταβολή 1.000 δραχμών και μερική ατίμωση, δηλαδή δεν είχε το δικαίωμα να παρίσταται σε παρόμοιες δίκες σαν κατήγορος.

Αν η πρώτη απόφαση ήταν καταδικαστική άρχιζε η διαδικασία του ορισμού της ποινής. Αν ο ενάγων επέμενε στον ορισμό της ποινής, ο εναγόμενος μπορούσε να ζητήσει μείωση και εφ’ όσον το δικαστήριο συμφωνούσε η ποινή μειωνόταν. Ο εναγόμενος είχε επίσης το δικαίωμα να εκφράσει την γνώμη του ως προς το ποια ποινή έκρινε δίκαιη για την υπόθεσή του. Εάν ο εναγόμενος αθωωνόταν, ο ενάγων έπρεπε να του καταβάλει το 1/6 του ποσού, το οποίο ζητούσε από αυτόν.

Οι ποινές ήταν δύο ειδών: το «παθείν», που αναφερόταν στις σωματικές ποινές (θάνατος, αειφυγία, πρόσκαιρη φυγή), επιβαλλόμενες επί ποινικών υποθέσεων και το «αποτίσαι», που ήταν χρηματικές ποινές, επιβαλλόμενες επί ποινικών και πολιτικών υποθέσεων.

Μετά την καταδικαστική απόφαση ο καταδικασθείς παραδιδόταν στους «ένδεκα», οι οποίοι είχαν την φροντίδα των δεσμωτών, της φύλαξης, της συντήρησης και της σίτισης τους. Στις περιπτώσεις καταδίκης σε θάνατο, ο καταδικασθείς παραδιδόταν στο δήμιο ή δημόσιο.

Αυτό το δικονομικό σύστημα των Αθηνών παρουσιάζει πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα έναντι των σύγχρονων δικονομικών εγγυήσεων.

Η τυπική διαδικασία της δίκης του Σωκράτη και το νομοθετικό πλαίσιο

Προς το τέλος του 400 π.Χ., ο Μέλητος, κατέθεσε στον αρμόδιο άρχοντα βασιλέα τη λεγόμενη «γραφή ασεβείας» εναντίον του Σωκράτη. Ανάμεσα στην αρχή και τα μέσα Ιανουαρίου του 399 π.Χ. πρέπει να τοποθετηθεί η κλήση και η εμφάνιση του Σωκράτη ενώπιον του άρχοντα βασιλέα που έδρευε στην Αγορά, στη λεγόμενη Βασίλειο Στοά, για προανάκριση.

Ο άρχων βασιλεύς καθόριζε τη σειρά της προανάκρισης με κλήρωση και στη συνέχεια καλούσε τον κατηγορούμενο, τον ενημέρωνε και τον παρακινούσε, εφ’ όσον απέκρουε την κατηγορία, να ετοιμάσει έγγραφη συνοπτική ομολογία, την «αντιγραφή» μεν, αν ο κατηγορούμενος περιοριζόταν μόνο στο ν’ αποκρούσει τις κατηγορίες της «γραφής» σε ουσιαστικό επίπεδο, την «παραγραφή» δε, αν εναντιωνόταν στο παραδεκτό της κατηγορίας, κυρίως -στην περίπτωση του Σωκράτη- αν θα επικαλούνταν ότι η κατηγορία γι’ ασέβεια και διαφθορά των νέων ήταν εικονική και ότι πραγματικός λόγος της δίωξής του ήταν η μομφή της συνεργασίας με το καταρρεύσαν τυραννικό καθεστώς, κάτι που ενέπιπτε στις διατάξεις για την αμνηστία.

Για την ετοιμασία της «αντιγραφής» ή και της «παραγραφής» ο άρχων βασιλεύς παρείχε στον κατηγορούμενο επαρκή προθεσμία. Γνωρίζουμε ότι η προθεσμία για κατηγορίες φόνου ήταν αρχικώς ενός μηνός, με δυνατότητα δύο διαδοχικών ανανεώσεών της, δηλαδή συνολικώς έως τρεις μήνες. Στη συνέχεια ο άρχων βασιλεύς καλούσε σε προανάκριση τους συνηγόρους και τους μάρτυρες του κατηγορουμένου.

Ο Σωκράτης, όταν κλήθηκε από τον άρχοντα βασιλέα κι έλαβε προθεσμία για να ετοιμάσει κείμενο «αντιγραφής» ή και «παραγραφής», άφησε να περάσει άπρακτη όλη η προθεσμία της προανάκρισης.

Όταν λοιπόν ολοκληρώθηκε η ανάκριση ερήμην του Σωκράτη, ο άρχων βασιλεύς όρισε με κλήρωση τη δικάσιμο και εισήγαγε την υπόθεση στην Ηλιαία προς εκδίκαση.

Βεβαίως, ο νόμος δεν προσδιόριζε με σαφήνεια ποια συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα συνιστούσαν το αντικείμενο της ποινικής δίωξης. Έτσι, οι ένορκοι λαϊκοί δικαστές της αθηναϊκής πολιτείας είχαν ευρύτατη δικαιοπλαστική ελευθερία, με μόνο περιορισμό τον όρκο τους ότι, όπου δεν υπάρχει σαφής νόμος, θα δικάσουν κατά κρίση αγαθού ανδρός (γνώμη δικαιοτάτη). Η «γραφή ασεβείας» λοιπόν ήταν μια νομικώς βάσιμη κατηγορία. Απέμενε μόνο ν’ αποδειχθεί και η ουσιαστική βασιμότητά της κατά τη δίκη.

Για τη διαφθορά των νέων, ως εγκληματική πράξη, δεν έχουμε πληροφορίες αν υπήρχε ειδική νομοθετική πρόβλεψη. Το πιθανότερο είναι πως συνιστούσε ειδικότερη εκδήλωση του κεντρικού αδικήματος της ασέβειας, με την έννοια ότι ο Σωκράτης υπονόμευε την πίστη των νέων στις θρησκευτικές και δημοκρατικές αξίες, που συγκροτούσαν την ιδεολογική τάξη της πόλης.

Οι επιλογές του Σωκράτη

Όπως προέβλεπε η τυπική διαδικασία, ο Μέλητος έλαβε πρώτος το λόγο. Στη συνέχεια μίλησαν οι συνήγοροί του, Άνυτος και Λύκων, ενώ είναι βέβαιο πως εξετάστηκαν και μάρτυρες, τους οποίους ο Σωκράτης κατήγγειλε ως επίορκους ψευδομάρτυρες. Δεν έχουμε όμως στοιχεία ως προς το τι κατέθεσαν στο δικαστήριο οι συνήγοροι και οι μάρτυρες του Σωκράτη.

Ο Σωκράτης, αλλόκοτος και ιδιότροπος, αρνήθηκε τη σύνταξη της απολογίας του από το ρήτορα Λυσία, ο οποίος προσφέρθηκε και θα του εξασφάλιζε επιτυχημένους κανόνες της ρητορείας και της δικανικής αγόρευσης και προτίμησε να απολογηθεί μόνος του.

Για να ανασκευάσει τις βαρύτατες κατηγορίες είχει δύο επιλογές: ή να αποδεχθεί τους κανόνες του παιχνιδιού, τη δικανική ρητορεία και να κολακεύσει τους δικαστές του, ή να ακολουθήσει τον δρόμο που ακολουθούσε μια ζωή, ο οποίος τον οδήγησε τελικά την ημέρα εκείνη στο δικαστήριο να απαντήσει στις κατηγορίες, αποδεικνύοντας πως υπερασπίζεται μια αλήθεια, η οποίαδεν είναι της αρμοδιότητας του δικαστηρίου, υπερβαίνει τα όρια της πλειοψηφίας, άρα και την ισχύ των θεσμών της πόλης.

Η απολογία – Πρώτο μέρος

Η Απολογία του Σωκράτη χωρίζεται σε τρία μέρη. Στην πρώτη -και κύρια- απολογία, έτσι όπως μας την παρέδωσε ο Πλάτων, ο Σωκράτης στοχεύει στην απόκρουση τεσσάρων σημείων:

-τη διαβολή, που επί δεκαετίες σερνόταν εξωδίκως εναντίον του, από τότε που ο Αριστοφάνης τον είχε σατιρίσει με τις Νεφέλες ως άθεο και κερδοσκόπο σοφιστή, που διδάσκει τους νέους ν’ απολακτίζουν την πατρική εξουσία, υπό την οποία διατελούσαν,

-την κατηγορία ότι δήθεν δεν πιστεύει στους πατροπαράδοτους θεούς, αλλά σε καινούργιες θεότητες,

-την κατηγορία ότι διαφθείρει το ήθος των νέων, και

-την υποχθόνια κατηγορία ότι διαπνέεται από αντιδημοκρατικά φρονήματα, έτσι ώστε να είναι επικίνδυνος για το δημοκρατικό πολίτευμα.

Ο Πλάτωνας, στην Απολογία του Σωκράτη, έργο το οποίο θεωρείται ένα από τα τελειότερα που γράφτηκαν ποτέ, εμφανίζει αυτόν να μονολογεί και να απευθύνεται για πρώτη φορά στο πλήθος, κρίνοντας Κοινωνία, Σύστημα, Ποιητές. Με πολύ απλά επιχειρήματα, όπως απλή είναι η αλήθεια, παραδέχεται ότι δεν ξέρει να μιλά, αρθρώνει το άτοπο, ακυρώνει την έννοια της αγοράς, δε μιλά πολιτικά και καταρρίπτει τις εις βάρος του κατηγορίες.

Συγκεκριμένα, αρχίζει αρνούμενος ότι είναι δεινός ρήτορας όπως οι κατήγοροι τον χαρακτηρίζουν. Δηλώνει πως θα μιλήσει όπως ακριβώς αισθάνεται καλώντας όλους όσους είναι μέσα στο ακροατήριο να πουν εάν ισχύουν όσα αρνητικά λέγονται γι’ αυτόν. Αναλύει το πραγματικό νόημα της σοφίας και κατά πόσο είναι σοφός ή όχι σαν άνθρωπος, συνεχίζοντας με λεπτομέρεια για όσα λέγονται εις βάρος του. Ακολουθεί ένας διάλογος με τον Μέλητο όπου τον προκαλεί να αποδείξει με ποιον τρόπο διαφθείρει τους νέους. Ο Μέλητος, απαντώντας απλά και μονολεκτικά στις διαυγείς, έξυπνες και περίπλοκες, ουσιαστικά ρητορικές ερωτήσεις του Σωκράτη, στερείται ικανοποιητικών απαντήσεων και πνευματώδους επιχειρηματολογίας.

Στη συνέχεια, καταθέτει παραδείγματα του ήθους του κατά τη διάρκεια της ζωής του αναφέροντας ονομαστικά παρευρισκόμενους στο ακροατήριο που τον γνωρίζουν και που είναι εκεί για μάρτυρες υπεράσπισης ή κατηγορίας, καταλήγοντας πως δε φοβάται το θάνατο και δε θα παρακαλέσει, κάνοντας εν τέλει αυτό που νιώθει σωστό.

Επικαλείται τον χρησμό των Δελφών που τον είχαν κάποτε ανακηρύξει σε σοφότερο όλων κι εξηγεί τη στάση του λέγοντας πως ήταν υποχρεωμένος να ζήσει ελέγχοντας την αλήθεια του χρησμού για να ανακαλύψει πως η Αθήνα είναι γεμάτη από ανθρώπους που νομίζουν ότι γνωρίζουν ενώ στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν. Τουλάχιστον, ο ίδιος γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει. Επιμένει πως δεν δίδαξε ποτέ. Συνομιλούσε πάντα με τους νέους για να τους οδηγήσει εκεί όπου ο ίδιος είχε φτάσει, στη γνώση της άγνοιας, άρα στην αρχή της σοφίας. Τέλος, τους υπενθυμίζει τη φτώχεια του για να αποδείξει πως ποτέ δεν ασχολήθηκε με τις υποθέσεις του γιατί ήταν απορροφημένος από την έρευνα που χρωστούσε στο θεό.

Μετά το πρώτο μέρος της απολογίας του Σωκράτη, οι δικαστές αποσύρθηκαν σε ψηφοφορία, με το ερώτημα αν είναι ένοχος ή αθώος των αποδιδόμενων σ’ αυτόν δύο κατηγοριών, της ασέβειας και της διαφθοράς των νέων.

Από τους 501 δικαστές, καταδικαστικά ψήφισαν 280, ενώ αθωωτικά 221.

Η απολογία – Δευτερολογία

Η συνέχεια της διαδικασίας προέβλεπε τις προτάσεις επί της ποινής. Κατά το δικονομικό σύστημα της αθηναϊκής πολιτείας, αν ο κατηγορούμενος κρινόταν ένοχος, τότε το δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να του επιβάλει ως εναλλακτική ποινή την εξορία ή σημαντική χρηματική ποινή, που ο ίδιος ο κατηγορούμενος αντιπρότεινε.

Ο Μέλητος πρότεινε και πάλι την ποινή του θανάτου, ενώ ο Σωκράτης, αφού εξέφρασε αρχικά την έκπληξή του πως μόνο τριάντα ψήφοι του έλειψαν για να κηρυχθεί αθώος, στη συνέχεια με τη συνηθισμένη ειρωνική διάθεσή του, κι ενώ θα μπορούσε να ξεφύγει με ένα πρόστιμο το οποίο εγγυούνταν οι εύποροι φίλοι του, Κριτίας και Πλάτων, ειρωνεύεται ακόμα την ποινή του. Αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής, προτείνει στο δικαστήριο να ψηφίσει την ισόβια, τιμητική σίτισή του στο πρυτανείο, μαζί με τους πρυτάνεις, τους ολυμπιονίκες, τους διακεκριμένους φιλοξενούμενους της πόλης και την οικογένεια των τυραννοκτόνων. «Τι ταιριάζει σ’ έναν άνθρωπο φτωχό και ευεργέτη της πόλεως, που του χρειάζεται ελεύθερος χρόνος για να σας προτρέπει στο καλό; Τίποτα δεν του ταιριάζει τόσο όσο το να τον βάλετε στο πρυτανείο και να τον τρέφετε δωρεάν. Αν λοιπόν πρέπει να προτείνω κάτι αντάξιό μου, προτείνω να τιμηθώ με σίτιση στο πρυτανείο.» [Ἀπολογία, 36d-e].

Μετά τις αποδοκιμασίες που προκάλεσε αυτή η προκλητική πρόταση, εξήγησε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να εγκαταλείψει την πόλη, ούτε του ήταν δυνατό να υποσχεθεί ότι θα έπαυε στο μέλλον να γίνεται ενοχλητικός με το δημόσιο έλεγχό του, ενώ εξάλλου δεν είχε χρήματα για να καταβάλει χρηματική ποινή, παρά μόνο μία και μοναδική μνα. Τελικώς, όμως, κάτω από τις πιέσεις και την προθυμία των μαθητών του να πληρώσουν εκείνοι τη χρηματική ποινή, πρότεινε πρόστιμο τριάντα μνων.

Μάλιστα, κατά τον Ξενοφώντα, αρνήθηκε να προτείνει χρηματική ποινή, επειδή κάτι τέτοιο θα ενείχε αποδοχή της ενοχής του, κάτι που εκείνος εξακολουθούσε ν’ αποκρούει. Και ακριβώς επειδή δεν αποδέχθηκε τη δικαστική διάγνωση της ενοχής του, η τελική αντιπρότασή του για χρηματική ποινή δεν ήταν δεσμευτική για το δικαστήριο.

Το δικαστήριο αποσύρθηκε και πάλι σε ψηφοφορία, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η καταδίκη του σε θάνατο με ψήφους 360 έναντι 141, δηλαδή ογδόντα δικαστές που στην πρώτη ψηφοφορία είχαν ψηφίσει υπέρ της αθωότητάς του, τώρα υπερψήφιζαν την πρόταση για τη θανατική καταδίκη του!

Η απολογία – Το τελευταίο μέρος

Στο διάστημα που μεσολάβησε ώσπου ο άρχων βασιλεύς, ως πρόεδρος του δικαστηρίου, μαζί με το γραμματέα να καταγράψουν το διατακτικό της καταδικαστικής απόφασης, ο Σωκράτης απευθύνθηκε για τελευταία φορά, τόσο στους δικαστές που τον καταδίκασαν όσο και σε εκείνους που ψήφισαν την αθώωσή του. Όμως, μόνο τους τελευταίους προσφώνησε για πρώτη φορά ως “άνδρες Δικαστές”. Ως τότε, σταθερά απευθυνόταν στο δικαστήριο της Ηλιαίας με την προσφώνηση “άνδρες Αθηναίοι”, δίνοντας μέχρι τότε έμφαση στην αποκλειστικώς πολιτική διάσταση της κρίσης τους και πλέον εκδηλώνοντας την δυσανεξία του προς εκείνους που τον καταδίκασαν.

Τέλος, κι ενώ οι δικαστές ετοιμάζονται να φύγουν, οι τρεις μηνυτές δέχονται τα συγχαρητήρια των φίλων τους, όμως ο Σωκράτης δεν έχει πει την τελευταία λέξη του. Θυμωμένος που έκανε τόσον κόπο για να πείσει ανθρώπους που, εκ των προτέρων, ήξερε πως δεν επρόκειτο να τον καταλάβουν, τους απειλεί. Για να ακουστεί είναι αναγκασμένος να φωνάξει. Τους εξηγεί γιατί δεν φοβάται το θάνατο και τους αποχαιρετάει με τα συγκλονιστικά λόγια: «Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο μέρος, κανείς δεν ξέρει, παρά μόνο ο θεός».

Η εκτέλεση της ποινής

Κατά το έθιμο, δεν επιτρεπόταν καμία εκτέλεση ποινής όσο έλειπε η Πάραλος, το ιερό πλοίο της πόλης, που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη Δήλο για τις γιορτές του Απόλλωνα και καθυστερούσε να επιστρέψει λόγω θαλασσοταραχής.

Στη διάρκεια της κράτησής του, και ως την τελευταία στιγμή, ο Σωκράτης αντιστάθηκε στις προσπάθειες των φίλων του να τον πείσουν να αποδράσει. Όπως περιγράφει και ο Πλάτωνας στο «Κρίτων», ο Σωκράτης πίστευε πως το γεγονός ότι αδικήθηκε από τους συμπολίτες του δεν αποτελούσε δικαιολογία για να διαπράξει αδικία εναντίον των νόμων της πόλης του.

Στην έσχατη προσπάθεια του Κρίτωνα, που τον ικετεύει να δεχθεί να τον φυγαδεύσουν, ο Σωκράτης επιχειρηματολογεί και τονίζει, πως σημασία δεν έχει το ζείν αλλά το ευ ζείν: «ἀλλ’, ὦ θαυμάσιε, οὗτός τε ὁ λόγος ὃν διεληλύθαμεν ἔμοιγε δοκεῖ ἔτι ὅμοιος εἶναι καὶ πρότερον: καὶ τόνδε δὲ αὖ σκόπει εἰ ἔτι μένει ἡμῖν ἢ οὔ, ὅτι οὐ τὸ ζῆν περὶ πλείστου ποιητέον ἀλλὰ τὸ εὖ ζῆν», και απορρίπτει κάθε ενέργεια που θα τον έκανε ανάξιο των θεών, των νόμων, της πολιτείας, των φίλων, της οικογένειας, του εαυτού του και των αξιών που δίδασκε σ’ όλη του την ζωή. Έτσι, ήπιε ψύχραιμα το κώνειο, συζητώντας με τους φίλους του για την αθανασία της ψυχής και πέθανε μέσα στο κελί του δεσμωτηρίου.

Κριτική ως προς την αξιοποίηση των δικονομικών δυνατοτήτων

Αξιοποίησε ο Σωκράτης τις δικονομικές δυνατότητες αποτελεσματικής υπεράσπισης που του παρείχε το δικονομικό σύστημα της αθηναϊκής πολιτείας; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι απερίφραστα αρνητική. Ο Σωκράτης δεν ήταν το θύμα σε μία δολοφονική δίκη, αλλά σε μία δίκη ενσυνείδητης αυτοκτονίας, κάτω από την ακλόνητη πίστη του πως αυτό ήταν το θέλημα του θεού. Ασφαλώς δεν ταίριαζε στο ήθος του Σωκράτη να κολακέψει τους δικαστές του. Δεν ήταν όμως απαραίτητο ούτε και να τους συμπεριφερθεί με τόση προκλητικότητα, όπως αυτή αναδύεται ιδίως μέσα από το δεύτερο μέρος της πλατωνικής Απολογίας του.

Το πιθανότερο είναι πως ο Σωκράτης είχε επίγνωση του ότι παιζόταν κωμωδία, με στόχο τον εξαναγκασμό του σε προσωρινή απομάκρυνσή του από την Αθήνα, καθώς όλοι ανέμεναν πως οι φίλοι του θα τον φυγάδευαν.

Δίκαιη ή άδικη δίκη;

Η απάντηση είναι: και ναι και όχι.

Ήταν άδικη, στην έκταση που άλλη ήταν η φανερή και άλλη η υποκρυπτόμενη αληθινή κατηγορία, για την οποία καταδικάστηκε, μολονότι το αδίκημα των αντιδημοκρατικών φρονημάτων είχε αμνηστευθεί με το ψήφισμα του Αρχίνου.

Αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η δίκη ως άδικη, επειδή καταδικάστηκε για δημόσιο προσηλυτισμό σ’ άλλες θεότητες, ξένες προς τους πάτριους θεούς, καθώς και για το δημόσιο ξεσηκωμό των νέων εναντίον της πατρικής αυθεντίας, δίχως κάτι τέτοιο να έχει αποδειχθεί, ειδικώς κατά τη διαδικασία ενώπιον της Ηλιαίας. Η κρίση του δικαστηρίου, κατά πάγια τακτική, ήταν σεβαστή ως δίκαιη, όχι επειδή έπειθε με την αποδεικτική τεκμηρίωσή της, αλλ’ αποκλειστικώς και μόνον επειδή εξέφραζε την κυρίαρχη στην πόλη γνώμη, όπως αυτή αποτυπωνόταν με την ετυμηγορία της πλειοψηφίας ενός δικαστηρίου, που το συγκροτούσαν πεντακόσιοι κληρωμένοι ένορκοι δικαστές και ο εκλεγμένος άρχων βασιλεύς, ως πρόεδρος.

Λέει ο καθηγητής Πίτσιος: «Η ιδέα ότι δεν ήταν ένοχος, αλλά εκτελέσθηκε από την εξουσία του όχλου είναι λανθασμένη. Απομακρύνοντάς τον, η κοινωνία είχε καθαρθεί στα μάτια των Αθηναίων και η τάξη είχε αποκατασταθεί. Οι Αθηναίοι είχαν προφανώς δίκιο που ενοχλήθηκαν επειδή προέτρεπε τους νέους να σκέφτονται μόνοι τους».

Δεν ήταν άδικη η κρίση των δικαστών της Ηλιαίας ότι ο Σωκράτης δεν πίστευε στην πατροπαράδοτη Θεολογία του Δωδεκαθέου, έτσι όπως αυτή είχε διαπλαστεί από τους ποιητές, και ιδίως από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο θεός του Σωκράτη, το δαιμόνιό του, είχε πνευματική διάσταση. Μ’ αυτή την έννοια εισήγαγε όντως νέα θεολογία. Και δεν περιοριζόταν στο να πιστεύει σ’ αυτή την πνευματική διάσταση της θεότητας. Με τη δύναμη του στοχασμού του, έτσι όπως επιθετικά τον εξέφραζε στο Λύκειο, στην Αγορά, στα συμπόσια και τους δρόμους της Αθήνας, έκανε ανοιχτή «προπαγάνδα» εναντίον της πατροπαράδοτης λατρείας του Δωδεκαθέου. Γνώριζε καλώς ότι η βασιμότητα της κατηγορίας γι’ ασέβεια δεν σχετιζόταν με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, αλλά με τον επιθετικό προσηλυτισμό που έκανε για χάρη τους.

Ούτε ήταν αβάσιμη, και συνακόλουθα άδικη, η κατηγορία πως καθιστούσε τους νέους ικανούς να προβληματίζονται και ν’ αναζητούν λύσεις, έξω απ’ το συντηρητικό φρόνημα των πατέρων τους. Και με τις δύο αυτές καινοτομίες του, ο Σωκράτης ανήγαγε τη φιλοσοφία σε κέντρο αντίδρασης εναντίον του θρησκευτικού και του πολιτικού κατεστημένου της αθηναϊκής πολιτείας. Και φυσικό είναι πως αυτό το κατεστημένο αμύνθηκε αντεπιτιθέμενο.

Επίλογος

Μπορεί να πέρασαν αιώνες και αιώνες από το θάνατο του Σωκράτη αλλά τα κληροδοτήματα του και η συνεισφορά του στην ανθρώπινη εξέλιξη της σκέψης και των αξιών του πολιτισμού μας, εξακολουθούν και παραμένουν επίκαιρα μέχρι σήμερα. Η διδασκαλίες του επαληθεύονται συνεχώς, αφού ο καθένας από εμάς ψάχνει να βρει κάθε μέρα τον πραγματικό εαυτό του, να τον ανακαλύψει και να δημιουργήσει το ήθος, το χαρακτήρα και τις αρχές του.

Όσοι, παρ’ όλ’ αυτά, επιμένουν πως η δίκη και η καταδίκη ήταν άδικες, παραβλέπουν ότι, και στη δική μας εποχή, επιθετικά ενοχλητικός διανοητής δεν θα είχε καλύτερη μεταχείριση. Δεν ήταν ούτε τότε, ούτε είναι σήμερα εποχή για φιλοσόφους…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου