Παρότι τα παιδιά μας περιτριγυρίζονται από ομιλίες, δεν περνούν πάντα αρκετό χρόνο σε ουσιαστική επικοινωνία. Δεν έχουν πάντα την κατάλληλη υποστήριξη ώστε να εκφράσουν βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματα ή να ακούσουν τις δικές μας σκέψεις. Παρά τις διαδικτυακές επαφές τους, είναι ολοένα και πιο απομονωμένα, ευαίσθητα, τελειομανή και συχνά αγχωμένα, φοβισμένα ή στεναχωρημένα.
Στην πραγματικότητα, το άγχος και οι ανησυχίες σχετικά με την επίδοση έχουν εξαπλωθεί σαν επιδημία, όπως έχω δει μέσα από το επάγγελμα και την έρευνά μου καθώς και μέσα από τις συζητήσεις μου με άλλους γονείς. Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, σχεδόν το ένα τρίτο των εφήβων θα βιώσει μια αγχώδη διαταραχή. Ως φοιτητές κολεγίου, πολλοί παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα τελειομανίας με τρόπους που μοιάζουν τοξικοί και βλάπτουν την ψυχική τους υγεία.
Αντιμέτωπα με συζητήσεις που εξυψώνουν τις επιτυχίες πάνω από οτιδήποτε άλλο, πολλά παιδιά καταλήγουν να ασκούν υπερβολική κριτική στον εαυτό τους. Όταν ακούν συχνά για το πόσο επιτυχημένα είναι άλλα άτομα –αλλά όχι για το πώς κατάφεραν να επιτύχουν– τείνουν να νιώθουν έρμαια των περιστάσεων. Όταν αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της μάθησης ως ένα παιχνίδι του τύπου «ποιος θα βρει τη σωστή απάντηση πιο γρήγορα» απομειώνεται η δημιουργικότητα, η ενσυναίσθηση και η ανοιχτή σκέψη που θα μπορούσαν να έχουν. Μπορεί να δείχνουν ότι αναπτύσσονται καλά όταν οι συνθήκες είναι καλές, όμως κολλάνε όταν εμφανίζονται δυσκολίες. Άλλα παιδιά, τα οποία έχουν εσωτερικεύσει την ιδέα ότι «τα μέγάλα λόγια δείχνουν ότι είσαι εξυπνότερος», διαθέτουν πλούσιο λεξιλόγιο αλλά περιορισμένες δεξιότητες στην έκφραση ή την κατανόηση των συναισθημάτων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνδεθούν με την οικογένεια και τους φίλους τους. Άλλα, πάλι, φοβούνται ότι θα απογοητεύσουν τους γονείς τους και νιώθουν ότι κανένας δεν τα καταλαβαίνει, ακόμα και όταν οι γονείς τους λένε πως θέλουν πολύ να έρθουν πιο κοντά τους. Πάρα πολλοί γονείς με τους οποίους έχω μιλήσει θέλουν να έρθουν πιο κοντά με τα παιδιά τους – αλλά αυτό φαντάζει αρκετά δύσκολο με όλη την πίεση που βιώνουν για να βοηθήσουν τα παιδιά με τα μαθήματά τους ή με τις ενοχές ότι δεν περνούν αρκετό «ποιοτικό χρόνο» μαζί τους.
Mεγάλη ανάγκη έχουν τα παιδιά να επεξεργαστούν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους μέσω του διαλόγου και να συνδεθούν με τους άλλους με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να εκφράσουν τον πραγματικό τους εαυτό. Και έχω δει πόσο υποφέρουν όταν δεν έχουν την ευκαιρία να το κάνουν. Όταν τα παιδιά μάς ακούν κυρίως να γκρινιάζουμε ή να πιέζουμε, να δίνουμε εντολές ή να κάνουμε το αφεντικό, τείνουν να μην επιδιώκουν τόσο πολύ την επαφή μαζί μας. Έτσι χάνουμε την ευκαιρία να αναλύσουμε βαθύτερα τις ερωτήσεις –να ανακαλύψουμε ποια πράγματα ενδιαφέρουν εμάς και τα παιδιά μας– και να χαρούμε τον χρόνο τον οποίο αφιερώνουμε στη συζήτηση.
Εάν δεν προσέχετε, μπορεί να μην αντιληφθείτε την έλλειψη βαθύτερων συζητήσεων. Μπορεί ωστόσο να έρθετε αντιμέτωποι με τις συνέπειες. Πολλά παιδιά, ακόμα και νεαρά σε ηλικία, φοβούνται το πνευματικό ρίσκο που οδηγεί στη δημιουργική σκέψη. Στο πέρασμα των ετών, έχω γνωρίσει παιδιά που δυσκολεύονται με τον καταιγισμό ιδεών (brainstorming) ή τη συνεργασία επειδή επικεντρώνονται υπερβολικά στο να φανούν καλύτεροι απ’ όλους. Έχω δει παιδιά που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα συναισθήματα των φίλων τους και δεν ρισκάρουν γιατί φοβούνται πάρα πολύ μήπως κάνουν λάθη. Έχω ακούσει παιδιά να απαντούν «Δεν μπορώ. Δεν θέλω να κάνω λάθος» όταν τους ζήτησα να μαντέψουν ή να υπολογίσουν κάτι. Πολλά από αυτά τα παιδιά δυσκολεύονται επίσης να διδαχθούν από άλλους. Όταν αντιλαμβάνονται τη μάθηση ως έναν αγώνα για την εξεύρεση απαντήσεων, οι συζητήσεις τους μετατρέπονται σε ερωτήσεις για το ποιος είναι καλύτερος. Τείνουν να εστιάζουν στο πόσο καλά αποδίδουν σε σύγκριση με αυτούς που βρίσκονται κοντά τους. Εάν δεν επιτύχουν με την πρώτη, συχνά διστάζουν να επιμείνουν, να σκεφτούν τι συνέβη ή να δοκιμάσουν ξανά.
Εν μέρει, για αυτό φταίει ο κόσμος μέσα στον οποίο μεγαλώνουν. Ζούμε σε μια κοινωνία που προτιμά τη φλυαρία έναντι της ουσίας, τις γρήγορες ενημερώσεις έναντι της λεπτομερούς ανάλυσης, σε μια κοινωνία που επικεντρώνεται σε όσα επιτεύγματα ορίζονται με έναν κοντόφθαλμο τρόπο. Για να βοηθήσουμε τα παιδιά να επιτύχουν, μας ενθαρρύνουν να εστιάσουμε σε ό,τι φαντάζει εντυπωσιακό, στην ενδυνάμωση των δεξιοτήτων τους μέσα από τις πιο σύγχρονες μεθόδους «καλλιέργειας εγκεφάλων», μέσα από σεμινάρια εκμάθησης προγραμματισμού και μέσα από εντατικά μαθήματα. Με αυτό τον τρόπο, δεν δίνουμε όση προσοχή θα έπρεπε στην καθημερινή συζήτηση, η οποία διαπερνά τις ζωές μας και αυτές των παιδιών μας. Τέτοιου είδους συζήτηση θα μπορούσε να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο και να συνδεθούμε, όμως δεν τη χρησιμοποιούμε πάντα για αυτόν τον σκοπό. Αντιθέτως, συχνότατα αγνοούμε τη συζήτηση εντελώς. Όμως αυτό μας αφήνει σε μια γλωσσική έρημο όπου διαθέτουμε περισσότερες λέξεις από ποτέ αλλά λιγότερα πράγματα που να μας φέρνουν πιο κοντά, να μας ευχαριστούν και να μας ικανοποιούν.
Στις έρευνές γύρω από τη συζήτηση, κυριαρχεί ένα μήνυμα δυνατά και καθαρά: εμείς και τα παιδιά μας χρειαζόμαστε απεγνωσμένα μια επανεκκίνηση από την ανιαρή ρουτίνα της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά δεν χρειάζονται ενθάρρυνση για να κάνουν περισσότερα πράγματα πιο γρήγορα. Αντιθέτως, πρέπει όλοι να ρίξουμε τους ρυθμούς μας και να προσέξουμε πώς μιλάμε. Πρέπει να εστιάσουμε συνειδητά σε αυτό που έχει πραγματικά σημασία για την ανάπτυξη και την ευημερία των παιδιών μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου