Εξετάζοντας το θέμα μας καθαρά από φιλολογική άποψη και όχι από ιδεολογική, χωρίς συμβολισμούς και συγκρίσεις, θα πρέπει καταρχάς να διευκρινίσουμε πως χρησιμοποιούμε τον οικείο σε εμάς όρο θρησκεία για να μπορούμε να συνεννοούμαστε. Αυτό που ονομάζουμε αρχαία ελληνική θρησκεία είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο με πολλές ιδιαιτερότητες. Και τούτο διότι καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας δεν υπήρχε ένα ενιαίο δόγμα στο οποίο πίστευαν οι Έλληνες. Υπήρχαν διαφορετικές δοξασίες και εμπειρίες. Υπήρχαν οι Ολύμπιες και οι Χθόνιες λατρείες δηλ. οι λατρείες του καθαρού αέρα στις κορυφές του ιερού βουνού, του Ολύμπου, με τα χαρακτηριστικά της νηφαλιότητας, της ξεγνοιασιάς και της αμεσότητας, αλλά και οι λατρείες της γης με το χαρακτηριστικό της έκστασης. Υπήρχαν ακόμη οι λατρείες των περιοχών που βρίσκονται κάτω από αυτήν, που συχνά χαρακτηρίζονται από το σκοτάδι, την υποβλητικότητα και τη μυστικιστική λαχτάρα για ένωση του ανθρώπου με το θεό.
Επίσης πρέπει να προσέξουμε και το εξής: σήμερα όταν μιλούμε για θρησκείες εννοούμε πως οι πιστοί της καθεμιάς έχουν συνείδηση ότι ανήκουν σε διαφορετικούς θρησκευτικούς κόσμους, ότι η μια θρησκεία αποκλείει την άλλη, πχ ένας χριστιανός δεν είναι δυνατόν να αυτοαποκαλείται μωαμεθανός ή και το αντίστροφο. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με τις θρησκείες της αρχαίας Ελλάδας και του ελληνορωμαϊκού παγανισμού. Ένας αρχαίος Έλληνας μπορούσε κάλλιστα να συμμετέχει με ευλάβεια και στη λατρεία του ολύμπιου Δία και στα μυστήρια της Δήμητρας και της κόρης της, της Περσεφόνης, προς τιμή των οποίων τελούνταν αυτά τα μυστήρια. Άλλωστε είχε πατέρα τον Δία ο οποίος μπορούσε να προσφωνείται και χθόνιος και ολύμπιος, όπως και άλλοι θεοί. Επίσης, για τον Έλληνα οι θεοί ήταν κάτι τόσο φυσικό και αυτονόητο ώστε ποτέ του δεν αναρωτήθηκε αν άλλοι λαοί θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική πίστη ή διαφορετικούς θεούς. Ήταν οι ίδιοι θεοί με διαφορετικά ονόματα, και μπορούσαν, οι περισσότεροι, να αντιστοιχούν σε ελληνικές αντιλήψεις. Δεν ήταν θέμα ανεξιθρησκίας αλλά η έλλειψη συνείδησης στο νου του πιστού ότι υπήρχαν διαφορές.
Προτού αναφερθούμε στο θρησκευτικό αίσθημα των Ελλήνων και στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που το διαμόρφωσαν έτσι όπως το συναντούμε στην ομηρική ποίηση, στην αρχαϊκή, στην κλασική και στην ελληνιστική εποχή, ας κάνουμε μια γενική περιγραφή των εξωτερικών χαρακτηριστικών της αρχαίας ελληνικής θρησκείας στην πιο καθολική τους μορφή.
ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Οι θεοί του Ομήρου αποτελούν έναν καλά ταξινομημένο και έλλογο κόσμο, είναι «οι ρεία ζώοντες», ζουν άνετα με μια κινητικότητα, ζωντάνια, απαλλαγμένοι από τη ζοφερότητα του θανάτου αλλά σύμφωνα με μία τάξη την οποία δεν μπορούν να αλλάξουν, όπως πχ το θάνατο των ανθρώπων.
Η πολιτεία τους είχε επικεφαλής το Δία, τον πρώτο θεό, κατά το πρότυπο του μυκηναϊκού δεσπότη. Είναι βασιλιάς, οι άλλοι θεοί και ένα πλήθος θεοτήτων, όλοι με καθορισμένες σφαίρες επιρροής, είναι υποτελείς του, τους οποίους μαζεύει στο παλάτι του, στον Όλυμπο, για να τους συμβουλευτεί ή για να συνεορτάσουν, ενώ συχνά καταφεύγει σε σκληρά λόγια ή πράξεις για να τους συμμορφώσει, όταν προβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα, σε αντίθεση με τη θέληση του. Το κύρος του Ομήρου ενστάλαξε τόσο σταθερά στην αντίληψη των Ελλήνων την ιδέα της πολιτείας των θεών κάτω από το σκήπτρο του Δία, ώστε εκμηδένισε την πολιτική επανάσταση που αρκετά νωρίς, όπως θα δούμε παρακάτω, κατήργησε τη βασιλεία και την αντικατέστησε με αριστοκρατία και αργότερα με δημοκρατία. Στη γη μπορεί να ήταν δημοκρατία αλλά στους ουρανούς υπήρχε μοναρχία. Ο Ησίοδος προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την αντίληψη, κάνοντας τους θεούς να εκλέγουν το Δία για βασιλιά, ύστερα από τη νίκη του στους Τιτάνες, αλλά αυτό δεν κίνησε την προσοχή. Στον Όμηρο ο Δίας κληρονόμησε τη θέση ως πρωτότοκος. Ο Ησίοδος τακτοποίησε τους πολυάριθμους θεούς σε ένα οικογενειακό δένδρο, αρχίζοντας από την κοσμογονία, την προέλευση του κόσμου, η οποία είναι η αρχή μιας κοσμογονικής θεωρίας που αναπτύχθηκε αργότερα σε φυσική φιλοσοφία, γιαυτό και κράτησε μυθολογικά ονόματα για τα στοιχεία της.
Οι ομηρικοί θεοί, γνωστοί πολύ πριν από τον Όμηρο, όπως φαίνεται και από τις ισχνές αναφορές των ονομάτων τους στις επιγραφές της Πύλου (1200πΧ) και της Κνωσσού, αλλά και εκείνοι για τους οποίους λέει ελάχιστα, όπως η Δήμητρα, η θεά της γεωργίας, και ο Διόνυσος, ο θεός αρχικά της εκστατικής θρησκείας, ήταν κοινό κτήμα όλων, λατρεύονταν και έξω από τον Όμηρο παντού, και μάλιστα ήταν συνδεδεμένοι με ορισμένους τόπους, που θεωρούνταν ιεροί. Και εδώ πια φθάνουμε στο ζήτημα της λαϊκής πίστης, το άλογο στοιχείο της οποίας ποτέ δε σταμάτησε να συνοδεύει τους Έλληνες σε όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής τους ζωής: στην αγορά, στις γιορτές της πόλης, στη γέννηση, στην ενηλικίωση, στο θάνατο.
Η Ελλάδα δεν είχε επαγγελματίες ιερείς. Στα παλιά χρόνια τα ιερά καθήκοντα μαζί με τις κοσμικές υποθέσεις τα είχε ο βασιλιάς, και όταν καταργήθηκε η βασιλεία τα ανέλαβε ένας δημόσιος λειτουργός που στην Αθήνα διατήρησε τον τίτλο του βασιλιά ως έκφραση θρησκευτικού συντηρητισμού. Οι ιερείς λοιπόν, ήταν ευυπόληπτοι πολίτες που παράλληλα με τις καθημερινές τους δραστηριότητες, είχαν καθήκον να επιβλέπουν τη λατρεία ενός θεού, και να φροντίζουν το ναό του. Σε αντίθεση με την Ανατολή, όπου η λόγια δραστηριότητα, παράδοση, θεωρητική μελέτη, αρχές επιστήμης βρίσκονταν στα χέρια του ιερατείου, όλα αυτά στην Ελλάδα ήταν δουλειά των λαϊκών, των ποιητών και των διανοουμένων από την αρχή. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, αφού αποτέλεσε, την προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Αυτό το καθεστώς ίσως έχει την προέλευσή του σε παλιούς χρόνους, όταν ο πατέρας της οικογένειας, ως αρχηγός του σπιτιού, φρόντιζε και για τη λατρεία, τις σχέσεις ανάμεσα στην οικογένεια και την ανώτερη δύναμη. Άλλωστε οι θρησκευτικές δραστηριότητες ήταν από την αρχή συνδεδεμένες με την κοινότητα στις διάφορες μορφές της, και αποτελούσαν μέρος της καθημερινής ζωής με έναν τρόπο πολύ πιο εντατικό και σε πολύ περισσότερες περιπτώσεις, που δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε σήμερα.
Η λατρεία των νεκρών, των προγόνων, ένωνε τους ζωντανούς με τα μέλη της οικογένειας και της φυλής που είχαν φύγει από τη ζωή. Ήταν υποχρεωτικό το ιερό καθήκον να φέρνουν προσφορές στους τάφους, σπονδές και δώρα, αφού υπήρχε και ο φόβος ότι ο νεκρός εκδικούνταν, όταν αυτές παραμελούνταν. Και φυσικά ήταν υποχρεωτικό το ιερό καθήκον για την ταφή, ρίχνοντας έστω τρεις χούφτες χώμα πάνω στο νεκρό σώμα. Η ταφή, οι ιεροτελεστίες, τα γεύματα, πολλές φορές με σπάταλη επίδειξη, έπρεπε να τηρηθούν στο σπίτι που πενθούσε, και ως δείγμα υπερηφάνειας της φυλής και της ατομικής υπόληψης.
Η οικιακή λατρεία με τις δικές της ιδιόμορφες εκφάνσεις, αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την κοινότητα και τα μέρη που την αποτελούσαν, την οικογένεια και τη φυλή, ήταν πολύ σημαντική με κεντρικό της σημείο την Εστία, τον οικιακό βωμό, πάνω στον οποίο γίνονταν τελετές προς τιμή των οικογενειακών θεών, σε κάθε ευκαιρία. Τα μέλη της κοινότητας έπρεπε να δείχνουν σεβασμό προς τους θεούς που τους προστάτευαν, και αυτή η πίστη, η συλλογική ευσέβεια, έδενε τα μέλη σε μια συνειδητή ένωση σε σχέση με την υπέρτερη δύναμη. Έξω από την κοινότητα το άτομο δεν είχε ούτε σπίτι ούτε ανάπαυση και μάλιστα τιμωρούνταν αυστηρά, όταν έβγαινε από αυτήν, ενώ η προσβολή των θεών μπορούσε να επιφέρει τιμωρία εκ μέρους τους όχι μόνο για το φταίχτη αλλά και για τη φυλή και την πόλη του. Έπρεπε λοιπόν να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της λατρείας, για να εξασφαλίζει την ευλογία των θεών και για την οικογένεια και για την κοινότητα. Το πόσο ισχυρός ήταν αυτός ο θεσμός της οικιακής λατρείας με κεντρικό της σημείο την Εστία, φαίνεται και από το γεγονός ότι ο Κλεισθένης, όταν έκανε τις δημοκρατικές του μεταρρυθμίσεις όχι μόνο στο πολιτικό πεδίο αλλά και στο θρησκευτικό, διαμόρφωσε τη θρησκεία της πολιτείας πάνω σε αυτή της οικογένειας και κατ’επέκταση της φυλής. Το θρησκευτικό κέντρο της Πολιτείας ήταν η Εστία, και από αυτήν έπαιρναν οι άποικοι τη φλόγα και τη μετέφεραν στις νέες πόλεις που θεμελίωναν μακριά, για την καρδιά της δικής τους νέας Πολιτείας.
Ο βωμός δεν έλειπε ποτέ, γιατί η θυσία ενός ζώου ήταν η κεντρική τελετή της ελληνικής θρησκείας. Από τα μέρη που ψήνονταν άλλα προορίζονταν για τους θεούς και άλλα για τους προσκυνητές. Η τελετή αυτή ήταν κατά ένα τρόπο μια κοινωνία, ένα από κοινού γεύμα, που ένωνε θεούς και ανθρώπους σε ένα δεσμό του οποίου η αδιάρρηκτη ιερότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό κάθε παλαιού πολιτισμού. Βεβαίως, όλη αυτή η ιεροτελεστία συχνά έχανε κάθε εσωτερικό νόημα και κατέληγε σε μια πανήγυρη, σε μια γιορτή. Πάντως είναι γεγονός ότι οι πανηγύρεις ήταν οι πιο εμφανείς εκδηλώσεις συλλογικής θρησκείας, αλλά και ο καθένας ήταν ελεύθερος να πλησιάσει στους θεούς του μαζί με την οικογένειά του, για να τους ευχαριστήσει ή να ζητήσει κάτι.
Φυσικά, αυτός που πλησιάζει τους θεούς για να τους προσφέρει θυσία, να επισκεφτεί τον ιερό τόπο τους ή να τους ζητήσει κάτι, έπρεπε να είναι απαλλαγμένος από κάθε μίασμα, να είναι τελετουργικά αγνός. Πολλές οι αφορμές για μίανση στην καθημερινή ζωή: Μπορούσαν να μολυνθούν όχι μόνον από μεγάλα παραπτώματα, όπως ένας φόνος, αλλά και από την απλή συμμετοχή στην κοινωνική ζωή, ακόμη και από την προθυμία να επωμίζονται τα βάρη της, πχ το νεκροστόλισμα, η βοήθεια σε γέννα ή σε λεχώνα κλπ. Υπήρχαν και πολλοί τρόποι εξαγνισμού. Προσευχές, πολυειδείς προσφορές και τελετουργικοί καθαρμοί, κυρίως με νερό, ήταν τα μέσα με τα οποία εξασφάλιζαν την εύνοια των θεών και μπορούσαν να ξαναρχίσουν την καθημερινή, θεάρεστη ζωή τους.
Εκτός από τους μεγάλους θεούς υπήρχαν οι μικρότεροι θεοί, οι τοπικοί θεοί, οι ποτάμιοι θεοί, οι νύμφες, ακόμη και ήρωες που λατρεύονταν σε πολυάριθμους ιερούς τόπους. Ο Ελληνικός ναός δεν ήταν ένα κτίριο όπου μαζεύονταν οι πιστοί μέσα για να προσευχηθούν αλλά η κατοικία του θεού, όπου βρισκόταν το ομοίωμά του και φυλασσόταν η περιουσία του. Βεβαίως οι μεγαλοπρεπείς ναοί, όπως ο Παρθενών, είχαν τη θρησκευτική τους αξία αλλά σίγουρα ήταν και τρόπος να δείξουν οι ισχυροί τη δύναμη και τη δόξα τους. Πιθανότατα τα φτωχά και ταπεινά ιερά, περιστοιχισμένα από δένδρα, που δεν επιτρεπόταν να κοπούν, και κοντά σε μια πηγή, ήταν πιο αγαπητά από το λαό, και χάριζαν ένα αίσθημα ειρήνης και ανάπαυσης και μπορεί ακόμη και την αίσθηση ότι ήταν πιο κοντά στο θεό.
Η τέχνη της μαντείας και τα μαντεία αποτελούσαν σημαντικό μέρος της θρησκείας και ασκούσανε βαθιά επίδραση στην ατομική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Η θέληση του θεού να φωτίσει τα μελλοντικά γεγονότα με διάφορα σημάδια ήταν απόλυτα πιστευτή και οι αρχαίοι ποτέ δεν αμφέβαλλαν για τη δυνατότητα να προβλέψουν το μέλλον μέσα από σημάδια ή όνειρα που στέλνονταν και αυτά από τους θεούς. Αυτή ήταν και η δουλειά των μάντεων: να ερμηνεύουν αλλά και να επιβάλλουν τις θελήσεις των θεών που τους προστάτευαν. Η συμβουλή του μαντείου ζητιόταν για όλα τα ζητήματα της καθημερινής ζωής αλλά και η πολιτεία στις δημοκρατικές λαϊκές συνάξεις της, αποφάσιζε μεν για όλα τα θρησκευτικά θέματα, και όχι μόνον, αλλά αναγνώριζε και τη δύναμη των θεών ζητώντας επικύρωση από τα μαντεία λ.χ για ζητήματα αλλαγής σε παλιές λατρείες και την εισαγωγή νέων, εφόσον βεβαίως δεν κινδύνευε το συμφέρον της. Πιο σημαντικό το μαντείο των Δελφών, το οποίο εξελίχθηκε σε μεγάλο θρησκευτικό αλλά και πολιτικό και οικονομικό κέντρο, έως ότου αποσύρθηκαν οι θεοί.
Αυτά ήταν σε γενικές γραμμές οι εξωτερικές μορφές αυτού που αποκαλούμε αρχαία ελληνική θρησκεία.
Στο εξής θα προσπαθήσουμε να διαγράψουμε το πνεύμα που έκανε αυτές τις μορφές να ζουν.
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ
Ας ξεκινήσουμε από τον Όμηρο:
Τα ομηρικά έπη, χωρίς να θεωρούνται ιερά κείμενα, άσκησαν πολύ μεγάλη επίδραση στη σκέψη των Ελλήνων. Η ανθρωπομορφία των θεών, εντυπώθηκε από την αρχή στην ελληνική σκέψη, και έτσι ζούσαν στη συνείδηση του ελληνικού λαού, αλλά και στην τέχνη και τη φιλολογία του. Αυτή όμως η ανθρωπομορφία έγινε αφορμή να τεθεί το θέμα της θρησκευτικότητας των επών ήδη από την αρχαιότητα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Σπουδαίοι μελετητές θεωρούν πως η λεγόμενη ομηρική θρησκεία «στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου θρησκεία» (Murray), ή ότι «αυτό το ολοκληρωτικά ανθρωπομορφικό σύστημα δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή θρησκεία ή ηθική και οι θεοί αυτοί αποτελούν μια τερπνή, χαρούμενη εφεύρεση των ποιητών» (Bowra). Παρόμοια θέση είχαν και αρχαίοι επικριτές του Ομήρου, ενώ ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστορίας, αναφέρει ότι ο Όμηρος μαζί με τον Ησίοδο, δημιούργησε τους θεούς, τη γενεαλογία τους, τις προσωνυμίες τους, τις διαβαθμίσεις τους, τις απασχολήσεις τους και την εξωτερική τους μορφή, που ως ένα βαθμό είναι αλήθεια, όμως στην πραγματικότητα οι θεοί είναι πολύ παλαιότεροι από αυτόν και ανεικονικοί, αφού δεν υπάρχει καμία παράσταση της Μυκηναϊκής εποχής και μεταγενέστερα που να τους απεικονίζει. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, κυρίως στην Οδύσσεια, οι διάφοροι ήρωες, οι κανονικοί ή συνηθισμένοι άνθρωποι, που διηγούνται τις εμπειρίες τους, πιο κοντά στην πραγματικότητα, μιλούν αόριστα για ένα θεό ή θεούς ή ακόμη για ένα δαίμονα, ως αόριστες θεϊκές δυνάμεις που είναι υπεύθυνες για το τι συνέβη. Ο ποιητής όμως, όταν περιγράφει ένα γεγονός γνωρίζει ποιος θεός παρενέβη, και δίνει το όνομά του, δηλ. ο Όμηρος προσωποποιεί τους θεούς, όχι φυσικά γιατί είναι όμοιοι με τους ανθρώπους, άλλωστε το να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο αποτελούσε ύβρη, αλλά γιατί μόνον έτσι θα μπορούσε να παρουσιάσει την ποικιλότροπη επέμβασή τους ζωντανή στη φαντασία των ακροατών και ως αοιδός να τους τέρψει, γιαυτό άλλωστε και δε διστάζει και να αστειευτεί μαζί τους. Αυτός είναι πιθανότατα και ο λόγος, που οι Έλληνες δεν διολίσθησαν στον μαγικό τύπο της θρησκείας, όπως οι ανατολικοί λαοί.
Αφού λοιπόν κύριο μέλημα του Ομήρου ήταν η ποίηση, επόμενο είναι να μη βρούμε μέσα στο έργο του ένα θεολογικό σύστημα απόλυτα οργανωμένο και ολοκληρωμένο. Η αντίληψη όμως για το θείο, με την αίσθηση της καθημερινής εξάρτησης από αυτό, έτσι όπως αποτυπώνεται στον Όμηρο, καθρεφτίζει μια πραγματική θρησκευτική πίστη. Μόνο που δεν γνωρίζουμε ποια στοιχεία της ανήκουν σε προγενέστερες εποχές και ποια στην εποχή του Ομήρου. Έτσι πώς μπορούμε να πούμε πως είναι άθρησκα τα έπη;
Ας προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε μια εικόνα αυτής της θρησκευτικής αντίληψης.
Ιδιαιτέρως στην Ιλιάδα υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της απόλυτης εξάρτησης του ανθρώπου από το θείο. «έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας» ακούμε ήδη στο προοίμιό της. Κοντά στους θεούς ή και πάνω από αυτούς υπάρχει και η πίστη σε μια απρόσωπη μοίρα, το μερτικό στις χαρές και στις λύπες που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο, και που έχει ένα τέλος: το θάνατο. Οι δύο ανώτατες αυτές δυνάμεις, θεοί και μοίρα, συνεργάζονται, συνυπάρχουν για να γίνει το θέλημά τους, ενώ ο άνθρωπος είναι αδύναμος, αξιολύπητος απέναντί τους.
Στην μεταγενέστερη Οδύσσεια ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει την αδυναμία του αλλά συγχρόνως αγωνίζεται αποφασιστικά με ευστροφία και καρτερικότητα να διατηρήσει την ύπαρξή του μέσα σε όλη την «αμηχανίην»(ι295), όπως έκανε στη σπηλιά του Κύκλωπα και όχι μόνον.
Στον ομηρικό κόσμο συναντούμε ποικίλες θεϊκές επεμβάσεις, οι οποίες από ένα ανώτερο επίπεδο ελέγχουν και δίνουν νόημα στην επίγεια δράση. Με τις επεμβάσεις αυτές θα λέγαμε πως ο ποιητής προσπαθεί να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά, γιαυτό και έχουν μια φυσικότητα, ένα λογικό ρυθμό. Ακολουθούν ή πρέπει να ακολουθούν κανόνες, μια αριστοκρατική εθιμοτυπία (Αχιλλέας – Αθηνά: «ει κε πίθηαι»= αν θέλεις να με υπακούσεις) (ιλ.Α188-218)( η φυσικότητα έγκειται στο ότι θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Αχιλλέας αυτοσυγκρατήθηκε: «ακόμη και αν ο άνθρωπος είναι υπερβολικά οργισμένος είναι προτιμότερο να ακολουθήσει τη συμβουλή των θεών»). Στον Όμηρο ο ελληνικός θεός, μπορεί να χτυπά, να εξαπατά ή να καταδικάζει τον άνθρωπο αλλά ποτέ δεν τον κονιορτοποιεί με αφύσικες καταστροφές και ολέθρους, αντιθέτως, κάθε φορά που συμμαχεί μαζί του τον ανυψώνει, τον κάνει ελεύθερο, δυνατό, θαρραλέο και προχωρεί στη δράση με πεποίθηση. Ούτε ο άνθρωπος φοβάται στο αντίκρισμα του θεού. Έκπληξη, απορία και θαυμασμό είναι τα αισθήματα που του προκαλεί η εμφάνιση ενός θεού. Ο ομηρικός άνθρωπος στέκεται ελεύθερος μπροστά στο θεό του υπερήφανος και μετριόφρων, όταν δέχεται θεϊκό δώρο, ενώ, όταν πρέπει να υποφέρει εξαιτίας του θεού, δεν ταπεινώνεται ούτε υποκύπτει αλλά θαρραλέα υπομένει αυτήν την εχθρότητα, όπως ο Οδυσσέας την οργή του Ποσειδώνα, ( η φυσικότητα έγκειται στο ότι η θάλασσα συχνά είναι τρικυμιώδης) σε μια επισφαλή ισορροπία ανάμεσα στην ταπεινοφροσύνη και την αλαζονεία. Εξού και η ύβρις, όταν κλονίζεται αυτή η ισορροπία που θα την συναντήσουμε κυρίως στην αρχαϊκή εποχή.
Εμείς όμως θα εστιάσουμε σε δύο συγκεκριμένους τύπους θεϊκής παρέμβασης, μεστούς από θρησκευτικό περιεχόμενο, που επηρεάζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά, και ερμηνεύουν τις προσωρινές, εξωλογικές καταστάσεις του νου, τα παράλογα στοιχεία στη συμπεριφορά των ανθρώπων ή ανεξήγητες προσωπικές συμφορές: την άτη και το μένος.
Ο ομηρικός άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κατάσταση άτης δηλ. πλάνης, μωρίας, ή σε κατάσταση μένους, αυτήν τη δύναμη, τη ζωτικότητα, που τον γεμίζει εμπιστοσύνη και επιθυμία να κάνει πράγματα πάνω από τις φυσικές δυνάμεις του, όταν έχει μια απότομη απώλεια ορθής κρίσης ή μια βίαιη αλλαγή της διάθεσης, και επανέρχεται στη φυσιολογική του κατάσταση, απορεί ή αποστρέφεται αυτό που έχει πει ή έχει κάνει. Ξέρει ότι δεν ήταν η παρατήρηση ή ο συλλογισμός που τον οδήγησε σε αυτές τις καταστάσεις, ούτε ότι απέκτησε τις δυνάμεις του από κάποια μαγική διαδικασία και, επειδή δεν μπορεί να το εξηγήσει λογικά, και δεν το γνωρίζει ως μέρος του χαρακτήρα του, (είναι χαρακτηριστική η συνηθισμένη χρήση του ρήματος οιδα που δηλώνει όχι μόνο την κατοχή κάποιας επιδεξιότητας αλλά και την κατοχή ηθικού χαρακτήρα ή προσωπικού αισθήματος τρώες ιλ16.35,οδ9.189,3.277) πιστεύει ακράδαντα πως αυτό οφείλεται ή στο θέλημα κάποιου θεού ή στη μοίρα του, στην οποία πολλές φορές δεν μπορεί να επέμβει ούτε ο ίδιος ο θεός. Με τον ίδιο τρόπο εξηγεί και τη συμπεριφορά των άλλων, όταν δεν την κατανοεί Οδύσσεια 2.122 ο Αντίνοος.
Πώς εξηγείται αυτή η πίστη του ομηρικού ανθρώπου σε αυτού του τύπου τη θεϊκή επέμβαση;
Εδώ ανακύπτει το θέμα της ψυχής και της προσωπικής ευθύνης, δηλ. του κατά πόσο είναι ελεύθερος και επομένως υπεύθυνος για τις πράξεις και τα λόγια του. Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι η λέξη ψυχή στον Όμηρο δεν έχει την ίδια σημασία που έχει μεταγενέστερα, και σε μας. Η μόνη διαπιστωμένη λειτουργία της ψυχής σε σχέση με τον ζωντανό άνθρωπο είναι πως τον εγκαταλείπει. Για τον ομηρικό άνθρωπο υπάρχει ο «θυμός», η «φρην», ο «νους», που θα μπορούσαμε ίσως να το ορίσουμε ως ένα όργανο αίσθησης, έδρα του θάρρους, του πάθους, του οίκτου, της ζωικής όρεξης, ακόμη μια εσωτερική φωνή με την οποία μάλιστα ο ομηρικός άνθρωπος συνομιλεί (οδ 9.299), και έχει την έδρα του στο στήθος ή στο διάφραγμά του. Το πώς εξελίχθηκε η λέξη ψυχή στη μεταγενέστερη σημασία της, από τον Όμηρο μέχρι τον 5 αι, είναι δύσκολο να το παρακολουθήσουμε. Πάντως σίγουρα πριν τον Σωκράτη – Πλάτωνα είχε σχέση κυρίως με το συναισθηματικό και όχι με το λογικό κομμάτι του ανθρώπου. Το πιθανότερο είναι οι αντιλήψεις περί αθανασίας της ψυχής να άσκησαν επιρροή στη σημασιολογική της εξέλιξη, στο να σημαίνει δηλ. το σύνολο των κινήσεων, των συναισθημάτων και των σκέψεων του ζωντανού πλέον ανθρώπου. Από τον Ηράκλειτο δε ακούμε για πρώτη φορά ότι η ψυχή σε αντίθεση με το σώμα δεν έχει όρια. («ψυχής πείρατα, ιών, ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτω βαθύν λόγον έχει») (= τα σύνορα της ψυχής δεν μπορείς να τα βρεις όποιον δρόμο και αν ακολουθήσεις. Τόσο βαθύς είναι ο λόγος της.) Μόνον που δεν πιστεύει στην αθανασία της.
Στο θέμα της προσωπικής ευθύνης, υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις, που εκφράζονται από σπουδαίους μελετητές με ενδιαφέρουσες επιχειρηματολογίες: Η μία άποψη (Lesky, Ε.Κακριδή, De Romilly) υποστηρίζει πως παρόλο που για τον ζωντανό άνθρωπο ο Όμηρος χρησιμοποιούσε επιμέρους όψεις όπως το δέρμα, τα μέλη ή το κεφάλι, αυτές αφορούν την προσωπικότητα του ανθρώπου ως αδιαίρετου συνόλου και μάλιστα με υψηλό επίπεδο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι οι θεοί που ρυθμίζουν τα ανθρώπινα. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής σκέψης, παρούσα και στον Όμηρο, και κυρίως στις τραγωδίες, είναι η δυνατότητα να εξηγεί όλα τα γεγονότα σε δύο πεδία ταυτοχρόνως, τη θεϊκή εξουσία και την ανθρώπινη ενέργεια, και με δύο αιτιότητες, τη θεϊκή και την ανθρώπινη βούληση, που συνδυάζονται αξεδιάλυτα, αλληλοσυμπληρώνονται ή εφάπτονται αντιθετικά. Για έναν αρχαίο Έλληνα οι δύο αυτές αιτιότητες συνυπάρχουν χωρίς αντίφαση. Γι’ αυτό ακούμε τον ίδιο τον Αγαμέμνονα, ιλιαδ 19.86και19.137 πρβλ9.119) να πιστεύει μεν ακράδαντα ότι ο Δίας του έδωσε την πλάνη, τη μωρία όμως δε δικαιολογείται, ούτε εφευρίσκει ένα ηθικό άλλοθι, αλλά, αναγνωρίζοντας τις ενέργειες που ξεκινούν από το εγώ του και τις συνέπειες αυτής της πλάνης, προσφέρει αποζημίωση, πληρώνει για τις πράξεις του. «Μ᾿ αφού τυφλώθηκα και με 'κανε το νου μου ο Δίας να χάσω, να τα βολέψω θέλω, δίνοντας και ξαγορά μεγάλη.»
Πάρα πολλά είναι τα παραδείγματα κυρίως στην Οδύσσεια αλλά και στην Ιλιάδα (Ιλ. Λ403..)που δείχνουν τον άνθρωπο να βρίσκεται σε δίλλημα, να μελετάει τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις και να παίρνει αποφάσεις, ενώ οι θεοί στέκονται απέναντί του ως προειδοποιητές του και φύλακες του δικαίου. Θα αναφέρω το πιο χαρακτηριστικό κατά τη γνώμη μου παράδειγμα διλλήματος και επιλογής κόντρα μάλιστα στο θεό. Πχ όταν ο Οδυσσέας κινδύνευε εν μέσω φοβερής τρικυμίας επάνω στην κατεστραμμένη του σχεδία, εμφανίστηκε η πελαγίσια θεά Λευκοθέα-Ινώ και τον συμβούλευσε να αφήσει τη σχεδία και να κολυμπήσει προς τη στεριά που έβλεπε μακριά. Εκείνος όμως σκέφτηκε: ε355. «κανείς απ᾿ τους αθάνατους καινούργιο δόλο τρέμω μπας και μου πλέκει εδώ, ζητώντας μου ν᾿ άφήσω την πλωτή μου. Μα δε θ᾿ ακούσω ευτύς»( η φυσικότητα της θεϊκής εμφάνισης έγκειται στο φόβο του Οδυσσέα ότι η στεριά που έβλεπε μπορεί να ήταν οφθαλμαπάτη, γιαυτό δεν άκουσε αρχικά τη συμβουλή της) Αυτό δεν είναι μία έκφραση της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Οδυσσέα;
Η άλλη άποψη (Snell, Dodds) υποστηρίζει ότι ο ομηρικός άνθρωπος απέδιδε τις διάφορες άλογες συναισθηματικές του ορμές σε κάτι έξω από τον εαυτό του και συγκεκριμένα σε θεϊκή επέμβαση ακριβώς επειδή δεν είχε ενοποιημένη εικόνα για το σώμα και την ψυχή του. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ακόμη και τη λέξη σώμα τη χρησιμοποιούσε για το λείψανο και ούτε είχε άλλη λέξη για τη ζωντανή προσωπικότητα, ενώ και ο «θυμός» έχει μια ανεξαρτησία ως προς τον άνθρωπο, αφού μπορεί και συνομιλεί μαζί του. Έτσι, με δεδομένο ότι στον Όμηρο δεν υπάρχει λέξη για την πράξη της εκλογής ή απόφασης, και ότι ο ομηρικός άνθρωπος δεν κατέχει την έννοια της θέλησης, αδυνατούσε να καταλάβει και την έννοια της ελεύθερης βούλησης.
Γιατί άραγε ο ομηρικός άνθρωπος συνηθίζει να θεοποιεί τις διάφορες συναισθηματικές του ορμές, όπως την άτη και το μένος; Ας δώσουμε κάποιες πιθανές εξηγήσεις: Η συνήθειά του οφείλεται ίσως σε μια εσωτερική ανάγκη γενικά του ανθρώπου να ερμηνεύει με τρόπο μεταφυσικό την παρουσία κάποιας ανώτερης δύναμης. Άλλωστε και εμείς σήμερα, όταν λέμε ή κάνουμε κάτι κακό, δεν απορούμε μετά με τον εαυτό μας και αναρωτιόμαστε ποιος δαίμονας μας έσπρωξε και το κάναμε ή το είπαμε, αφού εμείς δεν είμαστε τέτοιοι;
Ο Dodds, δίνει μια άλλη ενδιαφέρουσα εξήγηση: για τον ομηρικό άνθρωπο το υψηλότερο αγαθό δεν είναι η απόλαυση μιας ήσυχης συνείδησης αλλά η απόλαυση της τιμής, της δημόσιας εκτίμησης (ιλ9.315). Η ισχυρότερη ηθική δύναμή του δεν είναι ο φόβος του θεού αλλά η αιδώς, ο σεβασμός προς την δημόσια γνώμη, (Έκτωρ ιλ 22.300) αφού σε μια τέτοια κοινωνία καθετί που εκθέτει έναν άνδρα στην περιφρόνηση ή στον περίγελο των συνανθρώπων του, θεωρείται ανυπόφορο. Γι’ αυτό με την Άτη προβάλλει καλόπιστα πάνω σε μια εξωτερική δύναμη τα αβάσταχτα συναισθήματα της εντροπής του.
Πάντως κατά την άποψη της Ζακλίν Ντε Ρομιλί το να θέτουμε, εξ αφορμής παρόμοιων γεγονότων που αναφέραμε ως παραδείγματα, το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου είναι μια εντελώς σύγχρονη στάση… το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Ας μείνουμε εδώ.
Στο θέμα του δικαίου στην Ιλιάδα οι ανθρωπόμορφοι θεοί ενεργούν κινημένοι πιο πολύ (εξαίρεση Π386, όταν λέγεται ότι ο Δίας στέλνει λαίλαπα στους ανθρώπους όταν δεν κρίνουν δίκαια και δε φοβούνται τους θεούς) από τα προσωπικά τους αισθήματα και λιγότερο με βάση το δίκαιο, ίσως φεουδαλικό χαρακτηριστικό των αριστοκρατικών δεσποτών στον κόσμο των οποίων κινούνταν ο ποιητής της. Στην μεταγενέστερη Οδύσσεια οι θεοί ενεργούν πλέον με κίνητρο το δίκαιο και για πρώτη φορά διατυπώνεται ρητά στα λόγια του Δία η αρχή πως ο άνθρωπος είναι από ένα σημείο και πέρα υπεύθυνος για τις πράξεις του. (α32-34)
Η ιδέα της μέλλουσας ζωής που θα δούμε στην αρχαϊκή εποχή, στα έπη υπάρχει μόνο με τη μορφή της ψυχής σαν μια χλωμή αδύναμη εικόνα. Οι νεκροί υπάρχουν αλλά είναι αδύναμα, ανεγκέφαλα πλάσματα, που φτεροκοπούν εδώ και κει στο σκοτεινό Άδη, φτωχές υπάρξεις για το ρωμαλέο και φιλοπόλεμο νου του αρχαίου πολεμιστή. Στην Οδύσσεια για μία μόνο φορά εμφανίζεται η ιδέα των Ηλυσίων πεδίων, στα πέρατα της γης σε ένα ειδυλλιακό τόπο και όχι στον κάτω κόσμο, (δ.561) που όμως δεν αφορούσαν τους συνηθισμένους ανθρώπους, αλλά προορίζονταν για μια προνομιούχα τάξη που συγγένευε με τους θεούς, ειδικότερα με το ανθρώπινο στοιχείο των θεών. Σε μεταγενέστερες εποχές αυτές οι διεκδικήσεις βασίζονταν στο θεϊκό στοιχείο των ανθρώπων.
Ας μην ξεχνούμε ότι αυτοί για τους οποίους τραγουδούσε ο Όμηρος ανήκαν σε μια ανώτερη άρχουσα τάξη, που απολάμβανε την ευζωία και είχαν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται γι’ αυτή τη ζωή και να αδιαφορούν για οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί μετά από αυτήν, αφού η στέρηση των ωραίων πραγμάτων που απολαμβάνουν στο παρόν, δεν μπορεί παρά να είναι μια φοβερή συμφορά. Φυσικά μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε πως δεν είχαν τις ίδιες αντιλήψεις οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες πιθανότατα ήταν πιο κοντά στις χθόνιες, μυστικιστικές και εκστατικές θεότητες από ότι στις ολύμπιες.
Παρόλο που από την προομηρική θρησκεία, επιβίωσαν αρκετά στοιχεία, η ομηρική πίστη είναι νέα, φωτεινή, απροβλημάτιστη, απαλλαγμένη συνειδητά από τα χθόνια στοιχεία. Ιδιαιτέρως παραμερίστηκε η λατρεία της μητέρας Γης, της Γης και της Δήμητρας, δε γίνεται λόγος για ενοχή και μίασμα (που φέρνει κυρίως το αίμα) αλλά για αποζημίωση και εξορία, ενώ απουσιάζουν το μυστήριο, ο αποκρυφισμός, η πίστη στα φαντάσματα και τις μαγικές διαδικασίες, που ποτέ όμως δεν έπαψαν να υπάρχουν κυρίως στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Η καθαρότητα και η διαύγεια της ομηρικής πίστης, κατά τον Snell, πιθανόν οφείλεται στους αριστοκράτες των πόλεων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, φεύγοντας από τη μητροπολιτική Ελλάδα άφησαν πίσω τους τις σκοτεινές δυνάμεις του τόπου τους και δημιούργησαν με το επικό τραγούδι τούς θαυμαστούς Ολύμπιους θεούς και τους Αχαιούς ήρωες, και ως ανάμνηση που δεν έσβησε κατά τους σκοτεινούς χρόνους, της ηρωικής μυκηναϊκής εποχής, και από νοσταλγία για την εγκαταλειμμένη πατρίδα.
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ
Αφήνοντας τον κόσμο του Ομήρου και πριν περάσουμε στην αρχαϊκή εποχή, ας περιγράψουμε τις συνθήκες που προηγήθηκαν και οδήγησαν προς αυτήν:
Τα έπη, κυρίως η Ιλιάδα , εξυμνούν, όπως είπαμε, την αριστοκρατία των μυκηναϊκών ανακτόρων αλλά η διαμόρφωσή τους έγινε κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων, όπου έχουμε την κατάρρευση του μυκηναικού πολιτισμού. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ολοκληρωτική ρήξη με το παρελθόν και ασυνέχεια με τις μορφές οργάνωσης και εξουσίας που ακολούθησαν. Εύλογα υποθέτουμε πως μετά τους πρώτους κλυδωνισμούς τα μέλη των κοινωνιών οργανώθηκαν εκ νέου σε σχηματισμούς που εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους. Μετά την εξαφάνιση του μυκηναϊκού άνακτος, γύρω από τον οποίον ήταν οργανωμένη η ζωή του λαού, και την κατάρρευση του πολύπλοκου γραφειοκρατικού μηχανισμού και της οικονομίας, που βασίζονταν στην εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων, αναδύθηκαν τα αριστοκρατικά γένη, τα ταξικά χαρακτηριστικά των οποίων μονοπωλούν με τη δράση τους την αφήγηση των επών. Η οικονομία μεταβάλλεται σε οικιακή με αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο θεσμός της οικογένειας και κατ’επέκταση της φυλής και της κοινότητας ως προστατευτικός παράγοντας των μελών της με επικεφαλής τον πατέρα. Η πορεία που ακολούθησε η θρησκεία κατά τη διάρκεια αυτών των σκοτεινών αιώνων μέχρι την εμφάνιση των ομηρικών επών τον 8 αιω παραμένει ασαφής.
Επίσης θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, όταν περνούμε από τη μία εποχή στην άλλη, δεν πρέπει να βάζουμε αυστηρές χρονολογικές γραμμές, γιατί αυτό θα σημαίνει ρήξη με το παρελθόν και μπορεί να μας οδηγήσει στην αίσθηση της ιστορικής ασυνέχειας, πράγμα που είναι λάθος, αφού η μετάβαση γίνεται πάντοτε βαθμιαία με μια συγχώνευση, προσαρμογή ή εξέλιξη των υπαρχόντων ιδεών, κοντά στις καινούριες που αναφύονται. Το ίδιο συμβαίνει και στο θρησκευτικό τομέα: συχνά μια ιδέα δρα μυστικά μέσα στη θρησκευτική συμπεριφορά πολύ πριν φτάσει στο σημείο να σχηματοποιηθεί με σαφήνεια. Για παράδειγμα, οι ιδέες για τη μεταθανάτια ζωή, ή τη μεταθανάτια τιμωρία, που είναι βασικές στην αρχαϊκή εποχή, είναι πολύ παλαιότερες, αφού η οικοσυσκευή των τάφων δείχνει ότι ήδη από τη νεολιθική εποχή ο άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη για τροφή, ποτό, ρουχισμό, διασκέδαση και μετά το θάνατο, αλλά και η μεταθανάτια τιμωρία υπάρχει στην Ιλιάδα (3.278), για συγκεκριμένα παραπτώματα προς τους θεούς, (πχ καταπάτηση του όρκου)και στην Οδύσσεια πιο εκτεταμένα,. Επίσης, στα έπη υπάρχουν θρησκευτικές ιδέες που τις συναντούμε με αξιοθαύμαστη πιστότητα και στην αρχαϊκή εποχή, και επέζησαν ακόμη και μέχρι την κλασική εποχή στους συγγραφείς εκείνους που εξακολουθούν να διατηρούν την αρχαϊκή άποψη (Πίνδαρος, Σοφοκλής, κυρίως Ηρόδοτος). Υπάρχουν όμως και βασικές διαφορές ως προς την θρησκευτική στάση ανάμεσα στην αρχαϊκή εποχή και σε αυτήν που συναντούμε στον κόσμο του Ομήρου, όπως η σχέση σώματος και ψυχής, που θα τις αναφέρουμε στη συνέχεια. Βεβαίως, όπως προείπαμε, οι ιδέες που εκφράζουν οι επικοί ποιητές εκπροσωπούν τις ανώτερες τάξεις και πιθανότατα αγνόησαν ή περιόρισαν στο ελάχιστο πολλές δοξασίες και τελετές της παραδοσιακής πίστης, που δεν ήταν αρεστές ή φαίνονταν βάρβαρες στο αριστοκρατικό ακροατήριό τους. Άλλωστε και ο Ησίοδος έκανε τις επιλογές που ταίριαζαν σε έναν αγροτικό πολιτισμό.
Περνώντας τώρα στην αρχαϊκή εποχή, ας δώσουμε μια περιγραφή αυτής της φοβερά ενδιαφέρουσας περιόδου, που χρονικά τοποθετείται από τον 8 περίπου αι μέχρι τους περσικούς πολέμους, αρχές του 5 αι, και η οποία θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τις θρησκευτικές ιδέες που αναδύθηκαν. Στην ηπειρωτική κυρίως Ελλάδα η αρχαϊκή εποχή ήταν καιρός υπερβολικής προσωπικής ανασφάλειας. Οι μικρές πυκνοκατοικημένες, μετά την δωρική εισβολή, πολιτείες περιήλθαν σε φτώχεια, ολόκληρες τάξεις καταστράφηκαν από την οικονομική κρίση του 7αι με επακόλουθες πολιτικές συγκρούσεις, που τον 6αι εξελίχτηκαν σε φονικούς ταξικούς πολέμους. Η συνακόλουθη αναστάτωση των κοινωνικών στρωμάτων έφερε στην επιφάνεια παλαιά πολιτιστικά πρότυπα που ο κοινός άνθρωπος δεν είχε ξεχάσει ποτέ εντελώς, Συγχρόνως, όμως, με το άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας στο εμπόριο και τον αποικισμό τον 7αι οι Έλληνες ήλθαν σε επαφή με ανατολικούς και βορειοανατολικούς πολιτισμούς (Σαμανισμός), οι οποίοι επηρέασαν τις παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις, καλύπτοντας τις ανάγκες της εποχής που πια δεν ικανοποιούνταν από τη συλλογική Διονυσιακή θρησκεία.
Το πρόβλημα της δικαιοσύνης ήταν η κύρια γραμμή των αγώνων της αρχαϊκής εποχής, αλλά η μάχη για δικαιοσύνη δόθηκε στο κοινωνικό πεδίο. Στο θρησκευτικό πεδίο η παρατεταμένη εμπειρία της ανθρώπινης αδικίας οδήγησε στην αντισταθμιστική πίστη πως υπάρχει δικαιοσύνη στους ουρανούς. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο που ο πρώτος Έλληνας που διακήρυξε τη θεία δικαιοσύνη και την ανάγκη σύμπνοιας ανάμεσα στους ανθρώπους ήταν ο Ησίοδος, που ταλαιπωρήθηκε από άδικες δικαστικές αποφάσεις. Ούτε είναι τυχαίο πως την εποχή εκείνη η θλιβερή μοίρα που επικρέμεται πάνω και από τους πλούσιους και ισχυρούς, η ανατροπή των οποίων είναι συχνή, γίνεται κοινό θέμα των ποιητών σε αντίθεση με τον Όμηρο, όπου οι πλούσιοι έχουν την τάση να είναι ιδιαίτερα ενάρετοι. Μια τελευταία παράμετρο που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι ο θεσμός της οικογένειας. Όπως προείπαμε, μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων ενισχύθηκε η οικογένεια ως μία οργανωμένη ενότητα. Η οργάνωσή της καθαρά πατριαρχική. Ο πατέρας είναι ο «οίκοιο άναξ», ο βασιλιάς του οίκου. Στα πρώιμα χρόνια η εξουσία πάνω στα παιδιά απεριόριστη. Ο γιος σε σχέση με τον πατέρα είχε καθήκοντα, όχι δικαιώματα, και η ζωή του ήταν επιμήκυνση της ζωής του πατέρα του οποίου κληρονομούσε τα ηθικά χρέη, όπως κληρονομούσε και τα εμπορικά του. Ήδη όμως από τον 6αι παρατηρείται η τάση χαλάρωσης των οικογενειακών δεσμών και αύξησης του αιτήματος για ατομική έκφραση και προσωπική ευθύνη. Αυτό μαρτυρείται και από τη νομοθετική παρέμβαση του Σόλωνα, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, αλλά και έμμεσα από τον ιδιότυπο τρόμο με τον οποίον αντιμετώπιζαν οι Έλληνες τις επιθέσεις κατά του πατέρα, που ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζονται, αλλά και από τις ιδιαίτερες θρησκευτικές κυρώσεις στις οποίες πίστευαν πως εκτίθεται ο δράστης.
Όλες αυτές οι συνθήκες που περιγράψαμε θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τη μεγάλη θρησκευτική κινητικότητα που παρατηρείται την εποχή αυτή.
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Ενδεχομένως η θρησκεία του προελληνικού πληθυσμού, περιλάμβανε κάποια τάση έκστασης, που φάνηκε στη λατρεία της φύσης και των θεοτήτων της βλάστησης, οι οποίες είχαν σχέση με τη ζωή και το θάνατο. Κατά την αρχαϊκή εποχή αναβίωσε αυτή η θρησκευτική έκσταση, όπως φαίνεται και από τους μύθους που αφορούν τη γέννηση τής Διονυσιακής εκστατικής, συλλογικής λατρείας, και τους οποίους οι ποιητές αναμόρφωσαν στις γνωστές περιγραφές της ακατανίκητης και ακατάλυτης δύναμης του θεού (πχ Βάκχες). Μια λατρεία που κέρδιζε και άνδρες και γυναίκες, ίσως περισσότερο τις γυναίκες, οι οποίες, όχι βεβαίως όλες, ευκολότερα από τους άνδρες συναρπάζονται από μια συγκινησιακή θρησκεία. Η βασική ιεροτελεστία που γινόταν από τις μαινάδες, γυναίκες που με συνοδεία μουσικής και χορού-όρχησης, έπεφταν σε διανοητική αναταραχή κατά το αποκορύφωμα της έκστασης, ήταν ο τεμαχισμός ενός ζώου και η ωμοφαγία, ως μια ένωση με το θεό Διόνυσο. Σίγουρα πρόκειται για ένα πρωτόγονο, βαρβαρικό έθιμο ως αποτέλεσμα της τάσης για έκσταση και βίαιη έκφρασή της, που υπήρχε και υπάρχει στο βάθος της ψυχής πολλών ανθρώπων για άγνωστους λόγους. Από την άλλη όμως είχε και μια κοινωνική λειτουργία – καθαρτική. Έδινε διέξοδο στις άλογες ορμές και αγωνίες που χαρακτήριζαν την εποχή: όπως η ανασφάλεια, ο φόβος του θείου, ο φόβος του μιάσματος, το βάρος της ατομικότητας, που όπως είπαμε είχε αρχίσει ήδη να αναδύεται, που θα δούμε στη συνέχεια. Ο Διόνυσος προσέφερε ελευθερία, χαρά, προσιτά σε όλους, δούλους και ελεύθερους, που αποκλείονταν από τις παλιές αριστοκρατικές τελετές. Η Διονυσιακή λατρεία, τα Διονυσιακά όργια, εξαπλώθηκαν από τη Θράκη ή τη Φρυγία σε όλη την Ελλάδα, αλλά σύντομα συνάντησαν την ήρεμη, νηφάλια θρησκεία των Ελλήνων, τη λατρεία του θεού Απόλλωνα, του θεού που υποσχόταν ασφάλεια. Έτσι προσαρμόστηκαν, συνδέθηκαν και λατρεύονταν μαζί στους Δελφούς, Απόλλωνας και Διόνυσος, ο οποίος, αφού περικόπηκαν τα επικίνδυνα στοιχεία της λατρείας του, πήρε θέση στην επίσημη λατρεία της πολιτείας. Αυτό σηματοδότησε άφθονες και μοναδικές κινητήριες δυνάμεις. Αρκεί να θυμηθούμε πως οι δραματικές παραστάσεις ήταν μέρος της λατρείας του Διονύσου.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που συναντούμε στην πρώιμη αρχαϊκή λογοτεχνία είναι η βαθιά συνείδηση της ανθρώπινης ανασφάλειας και η αίσθηση της απόλυτης εξάρτησης του ανθρώπου από την αυθαίρετη Δύναμη. Αυτό ευνόησε την ανάπτυξη της πίστης στους δαίμονες, και αυτό με τη σειρά του ευνόησε την καταφυγή σε μαγικές διαδικασίες για να ανακουφιστούν έγκλειστα και διαψευσμένα αισθήματα που δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο. Η ιδιότροπη αυτή Δύναμη μάλιστα φθονεί την υπερβολική επιτυχία. Τις αρχέγονες αυτές αντιλήψεις βεβαίως τις συναντούμε και στον Όμηρο (Αχιλλέας, Καλυψώ) όμως στην αρχαϊκή εποχή γίνονται πολύ πιο έντονες και παίρνουν άλλη διάσταση, όπως θα δούμε. Τον ομηρικό άνθρωπο αυτή η αίσθηση της αδυναμίας και του θείου φθόνου δεν τον εμποδίζουν από το να δρα θαρραλέα γνωρίζοντας τον επικείμενο κίνδυνο (Αχιλλέας) ούτε φοβάται το θεό περισσότερο από τον βασιλιά του .
Στην αρχαϊκή όμως εποχή, όπου η απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη είναι πολύ πιο έντονη, ο φθόνος των θεών γίνεται απειλή και φόβος και ερμηνεύεται ως τιμωρία, ως νέμεσις που επέρχεται από τους θεούς λόγω της ύβρεως, της αλαζονικής δηλ. συμπεριφοράς, που αποκτά ο κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά επιτυχημένος, ο ευτυχισμένος άνθρωπος. Και τούτο γιατί, όταν ο άνθρωπος έχει περισσότερα από όσα του αναλογούν στο μερίδιό του, γίνεται υπερόπτης, πράγμα που προκαλεί την αγανάκτηση και πρέπει να τιμωρείται. Και καθώς ο θεϊκός νόμος δεν λαμβάνει υπόψη το κίνητρο και την ανθρώπινη αδυναμία, οι ολύμπιοι θεοί τείνουν να γίνουν θρησκεία φόβου. Ήδη το να είναι κανείς θεουδής - θεοφοβούμενος- στην Οδύσσεια (ι.176) ήταν αρετή μέχρι τα χρόνια του Αριστοτέλη, στον οποίο συναντούμε για πρώτη φορά τη λέξη φιλόθεος, αφού στο αρχαιότερο ελληνικό λεξιλόγιο λείπει η αγάπη προς το θεό.
Η ύβρις, που για τον Ηράκλειτο θεωρείται ιερά νόσος και είναι αναγκαίο να σβήνεται περισσότερο από την πυρκαγιά, και η συνακόλουθη νέμεσις συνδέονται με την αντίληψη που είχαν οι Έλληνες για την ανταποδοτική δικαιοσύνη (δίκην δίδωμι ή τίνω τινι=τιμωρούμαι) δηλ. ότι ο κάθε ένοχος έπρεπε να πληρώνει για τις αδικίες που έκανε, και, επειδή αυτό δεν συνέβαινε συχνά στην καθημερινή ζωή, προέκυψε η θρησκευτική σκέψη της απόδοσης της δικαιοσύνης από την υπερφυσική δύναμη, και ειδικότερα από τον Δία, ο οποίος ήδη στην Οδύσσεια προστατεύει τους ικέτες, τους ξένους και τους ζητιάνους(οδ.6.207), σαν μια πρόγευση του ησιόδειου εκδικητή των φτωχών και καταπιεσμένων. Σε μια εποχή ανασφάλειας, φτώχειας, πλουτισμού, ανατροπών, μεταβολών, που η δύναμη της πολιτείας ήταν ακόμη ασθενής, η υπόσχεση τιμωρίας για τους ενόχους, και η ιδέα ότι ο θεός φρόντιζε για την δίκαιη ανταπόδοση, έδινε θάρρος και ασφάλεια στον άνθρωπο.
Επιπλέον, η ύβρις του ανθρώπου και η νέμεσις των θεών αιτιολογεί και την εναλλαγή ανάμεσα στην καλή και την κακή τύχη, αυτόν τον τροχό για τον οποίο ο Ηρόδοτος λέει ότι γυρίζει συνεχώς και δεν αφήνει τον ίδιο άνθρωπο να έχει την ίδια τύχη με το μέρος του πάντα. Αφετηρία αυτών των αλλαγών της τύχης είναι βεβαίως οι θεοί. Και εδώ πλέον εμφανίζονται και οι πρώτες κριτικές για το κατά πόσο είναι δίκαιη η θεϊκή διακυβέρνηση του σύμπαντος, αφού ο Δίας, ενώ είναι παντοδύναμος και παντογνώστης, πολλές φορές επιτρέπει η κακή τύχη να πέφτει πάνω στον δίκαιο και η καλή πάνω στον άδικο, όπως το ακούμε και σε μια ελεγεία του ποιητή Θέογνη. (6 αιω. ~548)
Επειδή λοιπόν σε μια τέτοια εποχή, όπου οι φαύλοι θάλλουν (το ρήμα στον Ησίοδο) η θεία δικαιοσύνη δε φαίνεται, παρά μόνο στους πιστούς, να ενεργεί γρήγορα και φανερά στη διάρκεια της ζωής, και επειδή ήταν ανάγκη να διατηρηθεί η πίστη σε αυτή, ο άνθρωπος απαλλάχτηκε από το φυσικό όριο του θανάτου. Έτσι πια ο ένοχος μπορεί να τιμωρηθεί ο ίδιος μετά το θάνατό του ή να τιμωρηθεί μέσω των απογόνων του.
Στο πρώτο θα αναφερθούμε αργότερα. Το δεύτερο, η τιμωρία του ενόχου μέσω των απογόνων του, χαρακτηριστικά αρχαϊκό δόγμα, αποτελεί διδασκαλία του Ησιόδου, το συναντούμε και στο Σόλωνα και στο Θέογνι, οι οποίοι μάλιστα παρατηρούν την αδικία που υπάρχει σε αυτό. Ο Ησίοδος παρουσιάζει πλέον την άτη ως τιμωρία της ύβρεως, αφού πλέον έχει την έδρα της στο «θυμό», σε αντίθεση με τον Όμηρο, και παρατηρεί με ικανοποίηση πως «ούτε ένας ευγενής δεν μπορεί να την αποφύγει (εργα214) αφού, όπως λέει και ο Θέογνις214 αν το «κακό χρέος» δεν πληρωθεί, ενόσω ζει, η άτη – η τιμωρία –ο όλεθρος θα πέσει πάνω στους απογόνους του παραβάτη. Αρχίζει πλέον να διαφαίνεται η συνειδητοποίηση, έξω από τη λογική, πως υπάρχει ένας μυστηριώδης δεσμός, ανάμεσα στο έγκλημα και στην τιμωρία.
Επιπλέον, από καθαρά θρησκευτική άποψη για τον αρχαϊκό άνθρωπο αυτό που προκαλούσε περισσότερο φόβο ήταν η αντίληψη πως η άτη – η πλάνη δεν ήταν απλώς τιμωρία που οδηγεί σε συμφορές αλλά και σκόπιμη απάτη από κάποιο πονηρό δαίμονα που παρασύρει το θύμα σε νέο σφάλμα, ηθικό ή νοητικό, και οδηγείται έτσι στην αυτοκαταστροφή του. Είναι το γνωστό δόγμα «μωραίνει κύριος ον βούλεται απολέσαι» αλλά και «το κακό φαίνεται για καλό σ’αυτόν του οποίου το μυαλό ο «θεός άγει προς άταν» οδηγεί προς την πλάνη, που ακούμε στην Αντιγόνη. Και αυτό βεβαίως για να τον τιμωρήσει προς το συμφέρον της κοσμικής τάξης. Σε διάκριση από το θείο, οι δαίμονες, που είναι πιο επίβουλοι, πιο ολέθριοι, πιο επίμονοι, είτε ως μια ακαθόριστη υπερφυσική δύναμη που βάζει σε δοκιμασία τον άνθρωπο, είτε ως πηγή κακής τύχης, είτε ως μοίρα, πεπρωμένο με το οποίο γεννιέται, ήταν μια πίστη που οδήγησε σταδιακά στον υποβιβασμό της λέξης στη σημερινή σημασία της που εξακολουθούσε και εξακολουθεί να ζει στη λαϊκή ψυχή και πίστη. Τη δεισιδαιμονία αυτή ο Πλάτων προσπάθησε να τη μεταβάλει εντελώς: ο δαίμονας γίνεται ένα έξοχο πνεύμα – οδηγός, που μάλιστα («Φαίδων» 1071, Πολιτεία617DE, 620DE) το διαλέγει η ίδια η ψυχή ως οδηγό της, ενώ στον Τίμαιο ταυτίζεται με τον καθαρό λόγο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη δαίμων μεταγενέστερα χρησιμοποιούνταν κυρίως για τους μικρότερους θεούς ενώ οι Αθηναίοι ρήτορες προσέγραφαν την κακή τύχη σε ένα δαίμονα, διστάζοντας να θεωρήσουν τους θεούς υπεύθυνους γιαυτό. Αυτή είναι η αρχή του υποβιβασμού της λέξης που οδήγησε στη σημερινή σημασία τη. Σπανίως η λέξη δαίμων σήμαινε «ένας θεός», και αυτό μόνον στους ποιητές.
Η ιδέα της κληρονομικής ενοχής και της μετατιθέμενης τιμωρίας, και όχι βεβαίως η επιβράβευση της αρετής, γινόταν αποδεκτή από τους ανθρώπους λόγω και της πίστης τους στην οικογενειακή αλληλεγγύη που, όπως επισημάναμε, ήταν έντονη στην αρχαϊκή εποχή, όπως άλλωστε και σε άλλες πρώιμες κοινωνίες. Η απελευθέρωση του ατόμου από τα δεσμά της φυλής και της οικογένειας και η ανάδυση του ως προσωπικότητα με προσωπικά δικαιώματα και προσωπικές ευθύνες, που τη συναντούμε ήδη στη λυρική ποίηση, επιτεύχθηκε την κλασική εποχή, την εποχή του ορθολογισμού. Όμως, ακόμη και αιώνες μετά, που η απελευθέρωση οριστικοποιήθηκε με νόμο, η κληρονομική ενοχή στο επίπεδο της θρησκείας παρέμενε ολοζώντανη. Γνωστή η έκφραση «αμαρτίες γονέων παιδεύουσιν τέκνα».
Όλα αυτά μας οδηγούν σε ένα άλλο χαρακτηριστικό της αρχαϊκής εποχής. Ο καθολικός φόβος για το μίασμα και τον συνακόλουθο πόθο για τελετουργική κάθαρση. Πίστευαν πως το μίασμα από πολλές αφορμές, όπως είπαμε, ήταν και κολλητικό ή και κληρονομικό από κάποια ξεχασμένη αμαρτία ενός προγόνου και έπρεπε να καθαρθούν, ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες και όλα αυτά για να μην δυσαρεστήσουν τους θεούς. Παρόλο που το θέμα των καθαρμών έφθανε σε ακρότητες με επαγγελματίες καθαρτές να τριγυρνούν κάνοντας πολύπλοκες και ρυπαρές ιεροτελεστίες, οι Έλληνες κράτησαν τις εντολές που αφορούσαν στον εξαγνισμό σε λογικά πλαίσια και δεν τις ανέπτυξαν σε τελετουργικό νόμο που καθόριζε όλη τους τη ζωή, όπως ίσχυε στα μυστικιστικά κινήματα, που θα αναφέρουμε αργότερα. Αυτή η έννοια της καθαρότητας, αργά και αβέβαια, μεταφέρθηκε από τη μαγική στην ηθική σφαίρα και έγινε αφετηρία ηθικών εντολών. Από τα τέλη του 5 αιω αρχίζουμε να ακούμε συγκεχυμένα στην αρχή (Ευριπίδης Ιππόλυτος) και πιο εμφανώς αργότερα πως τα καθαρά χέρια μόνο δε φθάνουν, πρέπει να είναι καθαρή και η καρδιά
Κατά τον 6αι, που έβραζε από θρησκευτική ανησυχία, και όχι μόνον, με νέες παρορμήσεις και νέες ιδέες, έκαναν την εμφάνισή τους θρησκευτικά μυστικιστικά κινήματα που συνδέονταν άμεσα με την αφύπνιση της ατομικότητας. Το άτομο ως αντίδραση κατά της παλαιότερης στενής συλλογικής πίστης στους προγόνους, αναζητούσε μια θρησκεία που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις βαθύτερες πνευματικές του ανάγκες. Τέτοια κινήματα ήταν ο Ορφισμός, ο Πυθαγορισμός, που γεννήθηκαν στη Μεγάλη Ελλάδα, αλλά και τα Ελευσίνια και Καβείρια μυστήρια για τα οποία γνωρίζουμε ελάχιστα και πιθανότατα προϋπήρχαν.
Ο ορφισμός ήταν μια μυστικιστική κίνηση πολύ σημαντική από θρησκευτική άποψη αλλά και αμφισβητήσιμη από πολλούς μελετητές, ενώ άλλοι την ταυτίζουν με τον Πυθαγορισμό. Είναι αξιοπερίεργο ότι τις περισσότερες πληροφορίες για αυτές τις κινήσεις τις αντλούμε από πηγές της ελληνιστικής εποχής, ενώ οι παλαιότερες πηγές είναι σπάνιες και ασαφείς, μας δίνουν όμως μια εικόνα των νέων ιδεών τις οποίες έφεραν στη θρησκευτική ζωή της αρχαίας Ελλάδας. Είναι γεγονός πως είτε με τη μυθική ορφική κοσμογονία είτε με τη μαθηματική σύλληψη και ερμηνεία της πραγματικότητας από τους πυθαγόρειους, διατυπώθηκαν ιδέες, ασυνήθιστες και πρωτότυπες, που μπορεί να ήταν κατανοητές από λίγους και εκλεκτούς, όμως επηρέασαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τη θρησκευτική και φιλοσοφική σκέψη όχι μόνον εκείνης της εποχής αλλά και μεταγενέστερα.
Μέσα από τη συνειδητοποίηση της αρμονίας και τάξης του Σύμπαντος, την προσπάθεια ερμηνείας της προέλευσής του, αλλά και από τις ανατολικές και βορειοανατολικές επιδράσεις, όπως ο Σαμανισμός, αναδύθηκε η ιδέα της ανάμιξης στην ανθρώπινη φύση του θεϊκού και του ανθρώπινου στοιχείου, το καλό και το κακό. Αυτό οδήγησε στο δυισμό του σώματος και της ψυχής: η ψυχή αποτελεί το θεϊκό και επομένως το αθάνατο στοιχείο του ανθρώπου. Αυτή βρίσκεται κλεισμένη σαν σε φυλακή μέσα στο σώμα, στο φθαρτό στοιχείο του ανθρώπου, έως ότου δώσει ικανοποίηση για τα αμαρτήματά της και ενωθεί με το θείο. Και έτσι φθάνουμε στην τιμωρία του ενόχου μετά το θάνατό του.
Με αυτή την εντελώς διαφορετική από την ομηρική αντίληψη (το ζωντανό σώμα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και η ψυχή μια ωχρή σκιά χωρίς ζωή) μεταστροφή της σχέσης σώματος – ψυχή συνδέεται η ανάγκη για ενότητα με τους θεούς, που οδηγεί στο μυστικισμό της λατρείας και του δόγματος, καθώς επίσης και ο ασκητικός τρόπος ζωής, οι κανόνες στις τελετουργίες και στη ζωή για τον εξαγνισμό όχι μόνον από την κληρονομημένη ενοχή αλλά και από όλο το μίασμα που έδινε η σάρκα, γιατί τώρα πλέον έδιναν έμφαση στην αγνότητα ως μέσο σωτηρίας παρά στη δικαιοσύνη. Επίσης με αυτή τη μεταστροφή της σχέσης σώματος– ψυχής συνδέεται η ανάπτυξη της ιδέας της μετενσάρκωσης, η επανάληψη των γεννήσεων και των θανάτων. Όταν πλέον οι ανάγκες για δικαιοσύνη δεν καλύπτονταν μόνο από την κληρονομική ενοχή, που ήταν άδικη, ούτε από τη μεταθανάτια τιμωρία των φαύλων, που δεν εξηγούσε, γιατί οι θεοί ανέχονταν τόσο πολύ τα αδικαιολόγητα βάσανα των αθώων, έτειναν να πιστεύουν ότι καμία ψυχή δεν ήταν αθώα και πλήρωνε για σφάλματα προηγούμενων ζωών και ότι με τη μετενσάρκωση, με αυτό το ταξίδι, εκπαιδεύεται η ψυχή, μέχρι να απελευθερωθεί από τον κύκλο των γεννήσεων και να επιστρέψει στη θεϊκή της αρχή και στην αθανασία. Ίσως έτσι εξηγούνται και τα ανεξήγητα συναισθήματα ενοχής της αρχαϊκής εποχής. Τέλος, με τη μεταστροφή της σχέσης σώματος - ψυχής συνδέεται και ο μετασχηματισμός του κάτω κόσμου, όπου πλέον μετακομίζουν εκεί και τα Ηλύσια πεδία, και οι καλοί δηλ. οι μυημένοι, οι πιστοί, ζουν σε μακαριότητα ενώ οι κακοί δηλ. οι μη μυημένοι τιμωρούνται.
Υπήρξαν και οι εξαιρετικοί άνθρωποι, όπως ο Ερμότιμος ο Κλαζομένιος, ο Επιμενίδης, ο κρητικός μάντης, ο Πυθαγόρας και ο Εμπεδοκλής, των οποίων η ψυχή εγκατέλειπε το νεκρό ή σε καταστολή σώμα και περιπλανιόταν μόνη της, ελεύθερη, σε μέρη μακρινά, όπου έβλεπε τι γίνεται εκεί και, μετά την επιστροφή της στο σώμα, τα μετέφερε ως θρησκευτικά ποιήματα, και ως επιδεξιότητα στη μαντεία, ή στη μαγική ιατρική.
Όλες αυτές οι ιδέες, δοσμένες με μια φανταστική και παράξενη μυθολογική μεταμφίεση (πχ η τιτανική ενοχή) με την οποία δε θα ασχοληθώ για να μην απομακρυνθώ από την ουσία, μέσα από τους λεγόμενους ιερούς λόγους, κυρίως ποιήματα, μπορεί να μην ήταν κατανοητές στο ευρύ κοινό όμως, όταν υπερίσχυσε η ανάγκη του Ελληνικού πνεύματος για σαφήνεια και πλαστική ομορφιά, χωρίς ομίχλες και νεφελώδεις μορφές, παραδόξως βυθίστηκαν στο επίπεδο του όχλου, όπου παρέμειναν, έως ότου ο ελληνικός ορθολογισμός υποχώρησε, και ξαναβγήκαν στην επιφάνεια και έγιναν ένας ισχυρός παράγοντας στη νέα θρησκευτική κρίση του αρχαίου κόσμου κατά την ελληνιστική εποχή, ενώ την επίδρασή τους τη συναντούμε έως τους πρώτους αιώνες μΧ, αφού χριστιανοί απολογητές αισθάνονταν την ανάγκη να τις πολεμήσουν.
Στον 6 όμως αι. ήταν που στην άλλη πλευρά της Ελλάδας, στην Ιωνία, αρχίζει με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους (Θαλής ο Μιλήσιος7ος-6αι.(πρώτη αρχή:νερό), Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος 7ος-6αι.(άπειρο), Αναξιμένης ο Μιλήσιος 6αι.(αέρας)) η πρώτη μετάβαση από το μύθο, στο Λόγο, και για πρώτη φορά επιλέγουν μια φυσική και όχι θεϊκή αρχή του σύμπαντος. Έτσι αρχίζει και η πρώτη αμφισβήτηση των θεών, της μαντείας, των τελετουργικών καθάρσεων, την εξέλιξη της οποίας θα δούμε στον επόμενο αιώνα, τον αιώνα του λεγόμενου Ελληνικού Διαφωτισμού. Τη βλέπουμε έντονα στον Εκαταίο, τον Ξενοφάνη, τον Ηράκλειτο. Ο Εκαταίος, ο Μιλήσιος, ιστοριογράφος και γεωγράφος (έζησε ~ το 500πΧ) πρώτος προσπάθησε να εξορθολογήσει τους μύθους με τη μείωση των υπερβολών και των ασυνεπειών τους, ο Ξενοφάνης, ο Κολοφώνιος(540- 470πΧ) (ιδρυτής της Ελεατικής σχολής στην Κάτω Ιταλία) τους χτύπησε από ηθικής πλευράς και μίλησε για πρώτη φορά για ένα θεό αποκηρύσσοντας τον ανθρωπομορφικό χαρακτήρα του με λογικά επιχειρήματα, ενώ διατύπωσε τη σχετικότητα των θρησκευτικών ιδεών και επισήμανε τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Ο Ηράκλειτος, ο φυσικός φιλόσοφος, ο φιλόσοφος της μεταβολής, θεωρούσε ύψιστη αρετή τη γνώση του Λόγου, του θείου νόμου που τον ταυτίζει με τη Φύση, όπου τα πάντα είναι καλά και δίκαια. Επικρίνει ποιητές και φιλοσόφους που με φανταστικά όντα και αναπόδεικτες ιδέες, που τις παρουσιάζουν σαν πραγματικές, παρασύρουν τους ανθρώπους σε επιβλαβείς απόψεις για μετά θάνατον ζωή, σε προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες με ιεροτελεστίες και καθαρμούς, αλλά επικρίνει και τους πολλούς ανθρώπους, που ενώ έχουν τη λογική ικανότητα να έχουν καλή γνώση των πραγμάτων, αφήνουν με ευπιστία και νωθρότητα να παρασύρονται από αυτές και, καθώς απομακρύνονται από τη φύση, χάνουν το νόημα της ζωής, που μόνο αυτή, η φύση, άμεσα ή έμμεσα μπορεί να τους διδάξει.
Τέλος, με την καταπληκτική, κατά τη γνώμη μου, έκφραση «ήθος ανθρώπω δαίμων» ότι το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του, απορρίπτει όλο το σύστημα των αρχαϊκών δοξασιών για την έμφυτη τύχη και τη θεία δοκιμασία, ενώ, στοχεύοντας στην ανύψωση των ανθρώπων, τους προτρέπει να γνωρίσουν τον εαυτό τους, όπως έκανε ο ίδιος ως το πρώτο βήμα προς την ορθή σκέψη και κρίση. «εδιζησάμην εμεωυτόν»=ερεύνησα τον εαυτό μου, μας λέει,… προσέξτε τον 6 αι πΧ ….!!
Η αντίληψη, βγαλμένη από την πείρα της ζωής, ότι οι θεοί μοιράζουν τη μοίρα των ανθρώπων με τις εναλλαγές της, και το τέλος της, το θάνατο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια απαισιοδοξία, σε μια μοιρολατρία, σε ένα λαό κουρασμένο και παρατημένο από τη ζωή. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η θρησκευτική αντίληψη καθόλου δε μείωσε τη δραστηριότητα των Ελλήνων. Την εποχή εκείνη οι Έλληνες, μέσα από την ευσέβεια και τη διάθεσή τους να είναι αρεστοί στους θεούς ήταν και μοιρολάτρες και δεισιδαίμονες, όμως δεν ήταν ούτε κουρασμένοι ούτε παρατημένοι από τη ζωή, αλλά ήξεραν να την ευχαριστιούνται στο έπακρο. Αυτό φαίνεται και από τους διάφορους παιάνες που σώθηκαν, και όχι μόνον βεβαίως, αλλά κυρίως από τον πολιτισμό που δημιούργησαν και επηρέασαν όλο το δυτικό τρόπο σκέψης και ζωής.
Επάνω στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, υπήρχε γραμμένο το ρητό «γνώθι σεαυτόν». Σημαίνει και την ανάγκη για αυτογνωσία, την οποία εφάρμοσε και πρότεινε, όπως ακούσαμε, και ο Ηράκλειτος, όμως το ρητό αυτό ήταν και ο πυρήνας της αντίληψης που αφορούσε τη σχέση του ανθρώπου προς τους θεούς. Ο άνθρωπος έπρεπε να έχει συναίσθηση της αδυναμίας του και της δύναμης των θεών, του χάσματος που υπάρχει ανάμεσά τους, και να υποτάσσεται σε αυτούς. Μαζί με το ρητό «μηδέν άγαν» και τη συμβουλή «σωφρόνει» προς τον επισκέπτη του ναού, που αναφέρει ο Πλάτωνας, αποδίδουν την ελληνική αντίληψη, που κατά βάση είναι και πολιτική, ότι ο άνθρωπος πρέπει να δείχνει συνετή μετριοπάθεια έχοντας συναίσθηση της θέσης του και όχι δείχνοντας υπεροψία προς τους θεούς και προς τους ανθρώπους. Έτσι διαφυλάσσεται η ειρήνη και με τους θεούς και μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Αυτές ήταν οι βασικές αντιλήψεις που ικανοποιούσαν την ανάγκη για νομιμότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και ειρήνη σε μια ταραγμένη εποχή, όπως η αρχαϊκή.
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Και αφού οι θεοί συνέβαλαν στην καταστολή της κοινωνικής αναταραχής μέσα στις κοινότητες, έδωσαν και τη νίκη απέναντι στους Πέρσες. Μετά από το τέλος των πολέμων ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, με κάποια υπερβολή βεβαίως, δήλωνε «δεν είμαστε εμείς που το κάναμε αλλά οι θεοί και οι ήρωες». Έτσι, στις αρχές τουλάχιστον του 5αι βρίσκουμε τη θρησκεία συνδεδεμένη με την πολιτεία, και μάλιστα τη δημοκρατική πολιτεία, όσο ποτέ, αφού πλέον ο πατριωτισμός βρήκε την έκφρασή του με τη μορφή της θρησκείας, και η εθνική έξαρση απομάκρυνε την τάση για μυστικισμό και έκσταση της αρχαϊκής περιόδου χωρίς βεβαίως να την εξαλείψει. Εθνικό μνημείο νίκης στους Δελφούς, μεγαλόπρεποι ναοί (στην Ολυμπία (για Δία ) και την Αθήνα (Παρθενώνας)), εορτασμοί με σπάταλη μεγαλοπρέπεια εξέφραζαν την ευσέβεια και ευγνωμοσύνη των Ελλήνων στους θεούς, ώσπου η Αθηναϊκή πολιτεία, στην οποία κυρίως αναφερόμαστε, μετέτρεψε τη λατρεία σε επιχείρηση, ενώ βαθμιαία εκμεταλλεύτηκε τη θρησκεία για να αποκτήσει μια πολιτική επιβεβαίωση της ηγεμονικής της πλέον θέσης. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσαν να γεφυρωθούν οι πολιτικές διαφορές. Η ελληνική θρησκεία, αρχίζει πλέον να χάνει την ενοποιητική της δύναμη, τη στιγμή μάλιστα που ελαττωνόταν και η θρησκευτική πίστη με την αναθέρμανση του ατομικισμού.
Όπως καταλάβατε περάσαμε ήδη στην κλασική εποχή, 5 και 4 αι, την εποχή του ελληνικού Διαφωτισμού. Την εποχή που αποκρυσταλλώνεται η αυτογνωσία, η αυτοσυνειδησία, ο ορθολογισμός, οι επιστήμες και η φιλοσοφία. Σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά και οι σοφιστές. Όλα τα θέματα εξετάζονταν πλέον με βάση τον ορθό λόγο, και κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά ερμηνεύονταν σύμφωνα με την ορθολογιστική ιδιοτέλεια και σύμφωνα με την πίστη ότι αρετή είναι, ουσιαστικά, το να ζει κανείς με τρόπο ορθολογιστικό. Αυτό οδήγησε στην πρώτη θρησκευτική κρίση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αφού η θρησκεία υπέστη σκληρή κριτική, η οποία έφθασε μέχρι την πλήρη άρνηση των θεών. Συγχρόνως, όμως ήταν και η εποχή που, ενώ από τη μια μεριά απέρριπτε τους μύθους ως ασυμβίβαστους με τη λογική, από την άλλη πλευρά, μέσα στους κύκλους των ανθρώπων που έμεναν πιστοί στις θρησκευτικές παραδόσεις, τους είδε να απαλλάσσονται από μεγάλο μέρος της παλιάς τους τραχύτητας, και τους ακούμε και σήμερα με υψηλό ηθικό τόνο και αυξημένη ομορφιά στην ποίηση ενός Πινδάρου ή ενός Σοφοκλή, αλλά και τους «βλέπουμε» στις ιδεαλιστικές απεικονίσεις των θεών, που βασίζονται πλέον και στο ρεαλισμό.
Όπως είπαμε, η εξέλιξη προς το Διαφωτισμό ή τον ορθολογισμό και κατ’επέκταση προς την αμφισβήτηση των θεών δεν ξεκίνησε από τους σοφιστές. Την επισημάναμε στους Ίωνες φιλοσόφους. Εδώ παρενθετικά επιτρέψτε μου μια τολμηρή άποψη που σπανίως την λαμβάνουμε υπόψη. Τα πρώτα σπέρματα του ορθολογισμού τα συναντούμε στον Όμηρο. Η χρήση του ειδικού για την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων και η σχέση αιτίου αιτιατού, μεταξύ των άλλων που συναντούμε στα έπη, είναι χαρακτηριστικά του φιλοσοφικού στοχασμού, ο οποίος μάλιστα προαναγγέλλει άμεσα τον επιστημονικό. Άλλωστε ο μύθος και το θρησκευτικό σύστημα του οποίου ήταν μέρος ποτέ δεν έπαψαν να έχουν παράλληλη πορεία σε όλα τα πνευματικά και επιστημονικά κινήματα που αναδύθηκαν στην αρχαιότητα.
Οι σοφιστές όμως ήταν αυτοί που έβαλαν τα θεμέλια της επιστημονικής σκέψης. Τοποθετώντας τον άνθρωπο στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους, συνέβαλαν στη δίχως προηγούμενο άνθηση του πνεύματος, που κορυφώθηκε στα μοναδικά επιτεύγματα της Αθήνας του Περικλή, και έθεσαν τις βάσεις για τα θεμελιώδη ηθικά προβλήματα με βάση την αντίθεση Νόμος – Φύσις. Η φύση ή αυτό που ονομάζουμε φυσικό νόμο, είναι το φυσικά αναγκαίο, που αντέχει στον έλεγχο, την εξέταση και αναγνωρίζεται ως αναπόφευκτο. Ο νόμος είναι ανθρώπινης προέλευσης, είναι αυτό που θεσπίζεται από τον άνθρωπο, τις συνήθειες, τη δικαιοσύνη, τη θρησκεία.
Και επειδή στους δύο αυτούς όρους, φύση – νόμος, απέδωσαν πολλές ερμηνείες, διατυπώθηκαν και πολλά επιχειρήματα διαφορετικών επιδιώξεων. Έτσι έφθασαν, τουλάχιστον στον κύκλο των μαθητών των σοφιστών, να διατυπωθούν οι πιο ακραίες θέσεις που ή αποδέχονταν το νόμο ως το μόνο καθοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης της ζωής, αφού αυτός έφερε τη αιδώ και τη δίκη, ή τον απέρριπταν ως εμπόδιο και αποδέχονταν μόνο τη φύση, θεωρώντας ότι τα πάθη είναι φυσικά και συνεπώς σωστά, άρα ο άνθρωπος έπρεπε να ζει σύμφωνα με αυτήν, ενώ η ηθική είναι μια συνθήκη, δεσμά που έπρεπε να συντριβούν. Έτσι και οι θεοί ως δημιουργήματα των ανθρώπων από φόβο είτε προς τα φυσικά φαινόμενα είτε προς την αδικία, και μάλιστα κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους, επιδέχονταν τουλάχιστον και ηθική κριτική
Οι αμφιβολίες για την ύπαρξη των θεών και η αίσθηση απελευθέρωσης από ασήμαντους κανόνες και αισθήματα ενοχής οδήγησαν στο να ξεθωριάσει μέχρι και να εκλείψει η πίστη στους θεούς κυρίως ανάμεσα στους μορφωμένους, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί πάρα πολύ και το χάσμα ανάμεσα στις δοξασίες των διανοουμένων και του λαού, που ήδη υπονοείται στον Όμηρο, αφού ορισμένες κοινωνικές τάξεις αποκλείονταν από τις νεότερες πνευματικές εξελίξεις, οι οποίες δεν επέφεραν καμιά ουσιαστική αλλαγή στη καθημερινότητά τους.
Ποια ήταν λοιπόν η στάση του μέσου ανθρώπου σε αυτού του είδους τον ορθολογισμό; Η αντίδραση, η αντίσταση, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν επηρεάστηκε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τέτοιου είδους σκέψη.
Ο κοινός άνθρωπος δεν σταμάτησε, από την εποχή του Ομήρου, όπως είδαμε, να αισθάνεται την εμπειρία του πάθους ως κάτι μυστηριώδες και τρομερό, ότι βρίσκεται μέσα του μια δύναμη που δεν μπορεί πάντοτε να την ελέγξει, ούτε σταμάτησε να νιώθει δέος μπροστά στις εναλλαγές της μοίρας. Γι’ αυτό και πάντοτε είχε ανάγκη από θεούς πάνω στους οποίους μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες του, να ζητήσει χάρες, βοήθεια και ανάπαυση. Έτσι, όλες οι θρησκευτικές ιδέες που συναντήσαμε στην αρχαϊκή εποχή διατηρούνται πίσω από το προσκήνιο της σκέψης του 5 αι. Άλλες αυτούσιες, άλλες μεταμορφωμένες, άλλες συγχωνευμένες με τις καινούριες. Βρίσκουμε ιδέες, που πέρα από τη λογική, διατηρούνταν πλάι πλάι και γίνονταν αποδεκτές ταυτοχρόνως από διαφορετικά άτομα ή και από το ίδιο άτομο. Κάποιος μπορούσε να πιστεύει σε μία ή σε όλες από αυτές, αφού δεν υπήρχε κατεστημένη εκκλησία για να πει ότι το ένα είναι αληθινό και το άλλο ψεύτικο. Όλη αυτή η σύγχυση που προκαλείται από όλες αυτές τις απόψεις σχετικά με τις σχέσεις θεών και ανθρώπων είναι ιστορικά κατανοητή, αφού είναι αποτελέσματα της αλλαγής των ανθρώπινων αναγκών στη διάρκεια των αιώνων, αλλά και του γεγονότος ότι δεν υπολογίστηκε, όσο έπρεπε, η επίδραση του συναισθήματος στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές, ευαίσθητοι δέκτες, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό, δίνουν ένα ηθικό νόημα σε όλη αυτή τη σύγχυση, και τη μετουσιώνουν σε υψηλή τέχνη που συγκινεί μέχρι σήμερα.
Ο Αισχύλος (Ελευσίνα 525-456πΧ)βαθιά θρησκευόμενος, πιο κοντά στην αρχαϊκή εποχή, στο μυστήριο και το φόβο, ανυψώνει το Δία σε μια παντοδύναμη και ηθική δύναμη, που διευθύνει τον κόσμο και στέλνει τις τύχες, καλές ή κακές. Επιζητώντας την τάξη, προβάλλει με φλογερή πίστη τη θεϊκή δικαιοσύνη που εκδηλώνεται ως τιμωρία απέναντι στην ανθρώπινη ενοχή, ενοχή από αλαζονεία ή από κληρονομική κατάρα. Θα λέγαμε πως χρησιμοποιεί τις τύχες των ανθρώπων για να προβάλλει τις πράξεις των θεών.
Ο Σοφοκλής, (Κολωνός 496-406 πΧ) ευσεβής, με βαθιά αίσθηση της θεϊκής μεγαλοπρέπειας θεωρούσε τη θρησκεία αυταπόδεικτη ομολογία. Οι θεοί δεν απουσιάζουν από τις τραγωδίες του, όμως είναι απόλυτοι και απόμακροι με ασαφή στο άνθρωπο βούληση, και δε συσχετίζονται πια τόσο με τη δικαιοσύνη. Ζώντας την πολιτική και πνευματική άνθηση στράφηκε στον άνθρωπο. Εκείνο που τον ενδιέφερε ως δραματουργό ήταν τα συναισθήματα, οι πράξεις, τα κίνητρα και τα ελατήρια τους, το ευμετάβλητο της τύχης, σε συνάρτηση με το ανθρώπινο ιδεώδες στο οποίο υπακούν οι ήρωές του, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό στερείται θεϊκού βάθους.
Με τον Ευριπίδη (Σαλαμίνα 485-406 πΧ) η κριτική και οι συζητήσεις της εποχής του Διαφωτισμού έκαναν πιο έντονα την εμφάνισή τους στη σκηνή. Επιτίθεται στους παλαιούς μύθους και επισημαίνει τις παραλείψεις των θεών στη δικαιοσύνη, στην ηθική, στις άσπλαχνες πράξεις τους(Ίων) και αμφισβητεί τους χρησμούς και τις μαντείες. Ο Ευριπίδης δεν αρνείται τους θεούς, αλλά και δεν επιτρέπει παρανοήσεις για αυτούς, στους οποίους οι άνθρωποι πιστεύουν και τους θέλουν δίκαιους, ενάρετους και φιλικούς. «Εάν οι θεοί κάνουν κάποια απάτη δεν είναι θεοί» διακηρύσσει. Για τον Ευριπίδη κανένας θεός δεν είναι αφέντης άλλου. Ο αληθινός θεός δεν έχει ανάγκη από τίποτα· είναι τέλειος και αυτάρκης σε όλα (Ηρακλής 1340 -1346). Από την άλλη, δε διστάζει να καταφερθεί και κατά της ορθολογιστικής ψυχολογίας μερικών υποστηρικτών του ορθολογισμού και στην επιδέξια ανηθικότητα άλλων. (Μήδεια)
Ακόμη και ο Αριστοφάνης (445-386πΧ) μέσα από τις κωμωδίες του αποτυπώνει αυτή τη σύγκρουση του παλαιού με το καινούριο.
Το ότι μέσα στο λαό υπήρχε έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα, φαίνεται και από το γεγονός ότι την εποχή αυτή του Διαφωτισμού, των νέων ιδεών, όπου η θρησκεία έπεσε θύμα της κριτικής, και ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι «η Αθήνα επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία λόγου από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδος» (Γοργίας461e), υπήρξαν και διώξεις των διανοουμένων, παρωπίδες στη σκέψη, κάψιμο βιβλίων. Πολλές ήταν οι θρησκευτικές καταμηνύσεις για ασέβεια, για καινά δαιμόνια, για αθεΐα, παρακινημένες ίσως από τους μάντεις, με ισχυρή επιρροή στη λαϊκή γνώμη ακόμη και σε μορφωμένους της εποχής.(πχ Ξενοφών).
Βεβαίως οι αιτίες μπορούσαν να είναι κατά βάση πολιτικές, αλλά εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι ότι τους κατηγορούσαν για αθεΐα ως το πιο αποτελεσματικό μέσο προκειμένου να καταπνίξουν μια ανεπιθύμητη φωνή ή να πλήξουν έναν πολιτικό αντίπαλο. Άρα, υπήρχε αυτό το θρησκευτικό συναίσθημα, η δεισιδαιμονία, ο φόβος του θείου, το οποίο εκμεταλλεύονταν οι πολιτικοί για δικούς τους σκοπούς. Ο Αναξαγόρας, ο φυσικός φιλόσοφος και φίλος του Περικλή, που καθόρισε με καταπληκτικό τρόπο τις αιτίες φυσικών φαινομένων, ο Πρωταγόρας, ο μετριοπαθής σοφιστής, που έκανε τον άνθρωπο μέτρο όλων των πραγμάτων, ενώ η ασάφεια του θέματος και η βραχύτητα της ανθρώπινης ζωής τον εμπόδιζαν να καταλάβει αν υπάρχουν θεοί ή όχι, ο Αλκιβιάδης, ο αλαζών πολιτικός, ως ύποπτος για τον ακρωτηριασμό των Ερμών, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους δεισιδαίμονες Αθηναίους, ο Σωκράτης που τον συνέχεαν με τους σοφιστές, και που ανήγαγε τη γνώση στη μέγιστη αρετή, ο Αριστοτέλης, που τον κατηγόρησαν για ασέβεια είναι από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα διωγμών ως αντίδραση κατά της κριτικής της θρησκείας, και ανάμιξης της πολιτικής με αυτήν.
Παράδοξο πράγματι χαρακτηριστικό η θρησκευτική έξαρση, ακριβώς στην καρδιά της εποχής του ορθού λόγου.
Πέρα όμως από τη μεταφυσική ανάγκη του κοινού ανθρώπου, βασική αιτία της στροφής του προς το θείο, ίσως η πιο σημαντική, ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο μεγαλύτερος και καταστροφικότερος πόλεμος της ελληνικής ιστορίας
Καταρχάς, γιατί όταν κινδυνεύει μια κοινότητα υπάρχει έντονη τάση για συσπείρωση στα παραδομένα και δεν ανέχεται την εκκεντρική γνώμη. Έτσι και τότε. Το να προσβάλλει κανείς τους θεούς αμφιβάλλοντας για την ύπαρξή τους ή αποκαλώντας τον Ήλιο «διάπυρο λίθο» (Αναξαγόρας) ήταν επικίνδυνο, ουσιαστικά προδοσία. Συντελούσε στο να βοηθά τον εχθρό. Και επειδή η θρησκεία ήταν μια συλλογική ευθύνη, οι θεοί δεν ικανοποιούνταν αρκετά με το να τιμωρούν μόνο το μεμονωμένο υβριστή. Ο Ησίοδος άλλωστε το είχε πει πως πόλεις ολόκληρες συχνά υπέφεραν εξαιτίας ενός φαύλου.
Επίσης, προσοχή όχι ο ίδιος ο ορθολογισμός αλλά ο άκρατος ορθολογισμός, κυρίως μαθητών των σοφιστών, όταν ανέλαβαν εξουσία, απορρίπτοντας τις παραδοσιακές αξίες μαζί και τις θρησκευτικές, με την πίστη ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του νόμου, αφού η φύση είναι ο υπέρτατος νόμος, σήμαινε απεριόριστη ελευθερία, δικαιώματα χωρίς καθήκοντα, αυταρχικότητα, πρόσφερε τη δυνατότητα να δικαιολογούνται οι βαρβαρότητες και μάλιστα σε μια εποχή, εποχή πολέμου, που έδινε αφορμές για βίαιη συμπεριφορά.
Για όλους αυτούς τους λόγους, από το τέλος του 5αι και κυρίως τον 4αι η διαφώτιση με τις νέες αντιλήψεις και η έλλειψη καθολικής εκπαίδευσης δημιούργησαν ρωγμές στο πνευματικό οικοδόμημα, και, καθώς οι διανοούμενοι κυρίως μετά τον Πλάτωνα σιγά σιγά αποσύρονταν στον κόσμο τους, οι ρωγμές έγιναν μεγαλύτερες με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί απόλυτη διάσταση ανάμεσα στις δοξασίες των λίγων και στις δοξασίες των πολλών, ζημιώνοντας βέβαια και τους δύο. Η λαϊκή σκέψη χωρίς καθοδήγηση ήταν δύσκολο να παρακολουθήσει τις δύσκολες επιτεύξεις της εποχής του Περικλή και αφέθηκε ανυπεράσπιστη. Η χαλάρωση της αστικής θρησκείας, άρχισε να δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να διαλέγουν τους δικούς τους θεούς αντί να ασχολούνται με τη λατρεία, όπως έκαναν οι πατέρες τους, αλλά και να καταφεύγουν στις χαρές και ευκολίες της λαϊκής θρησκείας.
Έχουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα αναβίωσης παλαιότερων αντιλήψεων, μερικές από τις οποίες άρχισαν ήδη με τον Πελοποννησιακό πόλεμο και εξηγήσαμε γιατί.
1) Όπως η αυξημένη ζήτηση της μαγικής ίασης, που έκανε τον Ασκληπιό μαζί με το ιερό φίδι του από ελάσσονα ήρωα σε μείζονα θεό και το ναό του στην Επίδαυρο φημισμένο τόπο προσκυνήματος με τις αγρυπνίες (εγκοίμηση=αγρυπνία), τα τάματα και όλες τις λαϊκές συνήθειες. Δείγμα της πνευματικής πόλωσης είναι το γεγονός ότι η γενιά που τίμησε τόσο πολύ το θεραπευτικό ερπετό – σύμβολο του Ασκληπιού, είδε να εκδίδονται μερικές από τις πιο σοβαρές επιστημονικές διατριβές του Ιπποκράτη.
2) Επίσης, η εισαγωγή ξενικών λατρειών πολλές από τις οποίες ήταν οργιαστικές. Η λατρεία της Φρύγιας ορεινής μητέρας, της Κυβέλης, μυστήρια και τελετές των ασιατικών θεών Άττη και Άδωνη κ.α.
3) Και πιο έντονη, κυρίως τον 4 αι, ήταν η ανάπτυξη της μαγείας, όπου πια έχουμε ορθολογισμό για τους λίγους, μαγεία για τους πολλούς. Γνωστοί οι κατάδεσμοι, τα δεσίματα, κυρίως στην Αττική, λίγα τον 5 αι. και ξαφνικά πάρα πολλά τον 4 αι. Πίστευαν πως μπορούσε κάποιος να «δέσει» τη θέληση ενός άλλου ανθρώπου ή να του προκαλέσει θάνατο εξεγείροντας εναντίον του την κατάρα των δυνάμεων του κάτω κόσμου. Έγραφαν την κατάρα σε κάτι ανθεκτικό, μια μολύβδινη πλάκα ή κεραμίδι και το τοποθετούσαν κατά προτίμηση στον τάφο ενός νεκρού. Έχουμε ενδείξεις ότι έγιναν προσπάθειες με δραστική νομοθεσία να περιοριστεί η μαγεία χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Όλη αυτή η οπισθοδρόμηση, κυρίως στη δεύτερη γενιά, ίσως οφείλεται, ως αντίδραση, ακριβώς στον κίνδυνο κατάρρευσης των παραδεδομένων αξιών από τον Διαφωτισμό. (φαινόμενο του εκκρεμούς;)
Μπορεί η αναζωογόνηση της λαϊκής λατρείας, η κλίση προς την οργιαστική θρησκεία, η μαγεία να ήταν μια επιστροφή στο παρελθόν, όμως συγχρόνως προδίκασαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ελληνιστικής εποχής και του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Πριν περάσουμε όμως στην ελληνιστική εποχή, θεωρώ απαραίτητο να αναφερθούμε στον Πλάτωνα, (428-348πΧ) στον τελευταίο σχεδόν διανοούμενο, ο οποίος κατάλαβε καθαρότερα από κάθε άλλον τον κίνδυνο που ενυπάρχει στη φθορά των παραδεδομένων αντιλήψεων και, για να σταθεροποιήσει τουλάχιστον την κατάσταση, προσπάθησε μέσα στα πλαίσια της πολιτείας να οργανώσει την αστική θρησκεία. Τις θέσεις του και τις προτάσεις του τις βρίσκουμε διατυπωμένες κυρίως στους «Νόμους», το έργο της ωριμότητάς του.
Ο Πλάτων μεγαλωμένος σε ένα ορθολογιστικό περιβάλλον απογοητευμένος από γεγονότα, όπως η πτώση της Αθηναϊκής ηγεμονίας, το τέλος του Κριτία, και του Χαρμίδη, που ήταν συγγενείς του, αλλά και των υπόλοιπων τυράννων, η δίκη του Σωκράτη, του σοφότερου των ανθρώπων, ο οποίος στην πράξη απέρριψε την ορθολογιστική ιδιοτέλεια, τουλάχιστον όπως την εννοούσαν οι πολλοί, αναγκάστηκε όχι να απορρίψει αλλά να αλλάξει τη σημασία του ορθολογισμού, δίνοντάς του μια επέκταση μεταφυσική. Συγχρόνως όμως επηρεασμένος πιθανόν από τους πυθαγορείους, («Φαίδων») με μια πρωτοποριακή σκέψη μετέφερε τις ιδέες τους από το επίπεδο της θείας αποκάλυψης στο επίπεδο του λογικού επιχειρήματος. Έτσι, ενώ οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι απέδιδαν μια ορισμένη φυσική σχέση του κόσμου που ζούμε με το Θείο, με τον Πλάτωνα και αργότερα με τον Αριστοτέλη οι δύο αυτοί κόσμοι βρέθηκαν σε μια τελείως διαφορετική σχέση.
Επιγραμματικά μπορούμε να δώσουμε τις βασικές του θρησκευτικές θέσεις - αρχές:
Καταρχάς υπάρχει ο ανώτατος άρχων, που τον ταυτίζει με τον Ήλιο και κατ’επέκταση με την ψυχή ή το νού, ο οποίος είναι ο δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος με πρότυπο τις αιώνιες ιδέες. Περιγράφει τα άστρα σαν «ουράνιους θεούς», τον ήλιο και τη σελήνη σαν «μεγάλους θεούς», στους οποίους οι άνθρωποι πρέπει να προσεύχονται. Αποδέχεται και τους παραδεδομένους θεούς, που πρέπει να λατρεύονται σύμφωνα με το τελετουργικό τυπικό. Οι θεοί ενδιαφέρονται για το πεπρωμένο των ανθρώπων και δεν τον φθονούν, ενώ η Θεία Δίκη αφορά προσωπικά τον ίδιο τον άνθρωπο και όχι τους απογόνους του, αφού η ψυχή του καθενός έχει την ευθύνη του καλού ή του κακού και αναλόγως επιβραβεύεται ή τιμωρείται όσο ζει ή όταν πεθαίνει (Πολιτεία 10ο βιβλίο ο μύθος του Ηρώς ως απόδειξη των βραβείων και των τιμωριών). Επίσης οι θεοί δεν μπορούν να δωροδοκηθούν και καταφέρεται με δριμύτητα εναντίων των τσαρλατάνων που εμφανίζονται ως εκπρόσωποι των θεών και με ψευτομαντείες και μαγείες εκμεταλλεύονται και παραπλανούν τους ανθρώπους.
Σε αυτές τις θέσεις ο Πλάτων θέλησε να δώσει μια λογική υποδομή χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που τις αποδεικνύουν, μια νομική υποδομή, θεωρώντας πως έπρεπε να θεσπιστούν νόμοι και να επιβάλλονται κυρώσεις μέχρι και θάνατος σε όποιον αμφισβητούσε αυτές τις αρχές, μια εκπαιδευτική υποδομή, αφού με αυτές θα πρέπει να καθοδηγούνται οι νέοι, και τέλος μια κοινωνική υποδομή τονίζοντας την ανάγκη σύνδεσης της θρησκευτικής και της λαϊκής ζωής σε όλα τα επίπεδα – μια ένωση εκκλησίας και κράτους θα λέγαμε.
Εκείνο που επιδίωκε ήταν να φύγει από τα χέρια των ιδιωτών, η τελετουργική λατρεία και να αξιοποιηθούν οι Δελφοί, ως επίσημος φορέας με απόλυτη θρησκευτική δικαιοδοσία, όπου θα λατρεύονταν και ο Ήλιος ως μια σχετικώς λογική μορφή λατρείας για τους λίγους, και ο παραδοσιακός Απόλλωνας για τους πολλούς, ώστε να αντιμετωπιστεί με κανόνες ο κίνδυνος για τη δημόσια ηθική από τη διάδοση του υλισμού και την χωρίς όρια δεισιδαιμονία. (Πολιτεια427BC, Νομοι738BC, 759C).
Άραγε όμως ποιος είναι ο προσωπικός θεός του Πλάτωνα, αφού, όπως λέει στον Τίμαιο (28C)
‘τον δημιουργό και πατέρα των πάντων είναι δύσκολο να τον βρει κανείς, και ακόμα κι αν τον βρει, είναι αδύνατον να τον αποκαλύψει,( περιγράψει ) σε όλους’. «τὸν μὲν οὖν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς εὑρεῖν τε ἔργον καὶ εὑρόντα εἰς πάντας ἀδύνατον λέγειν·»
Οι προτάσεις αυτές του Πλάτωνα δεν εφαρμόστηκαν, όπως άλλωστε και η ιδανική του πολιτεία, όμως οι ιδέες του επηρέασαν φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα σε μεταγενέστερες εποχές.
Εδώ είναι απαραίτητο να συμπληρώσουμε την εικόνα του 4αι(399-300 πΧ) και να προχωρήσουμε καταρχάς στην πρώιμη φάση της ελληνιστικής περιόδου, δηλ. μέχρι το τέλος του 3 αι(299-200 πΧ).
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Πρώτη φάση της ελληνιστικής εποχής
Από τη μία πλευρά, παρατηρούμε πως την εποχή αυτή με πρωτοπόρο στην οργανωμένη εμπειρική έρευνα τον Αριστοτέλη και κυρίως μετά την ίδρυση του Λυκείου~335 πΧ, η ελληνική επιστήμη (μαθηματικά, αστρονομία, ιατρική, βοτανολογία, ζωολογία, γεωγραφία, γλώσσα, λογοτεχνία) αρχίζει να συστηματοποιείται και να φθάνει σε ένα επίπεδο που δεν θα μπορέσει να επιτύχει ξανά τουλάχιστον στα μαθηματικά και την αστρονομία πριν από τον 16αι μΧ.
Αυτή η άνθηση των επιστημών συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 3 αι, αφού η δύναμη των Ελληνιστικών βασιλείων σε αυτήν την πρώτη φάση της Ελληνιστικής εποχής έδινε ώθηση στις επιστήμες, που μέσω και των Αλεξανδρινών ερευνητών τα αποτελέσματά τους είχαν εξαπλωθεί σε ευρύτερους κύκλους. Είναι η εποχή που κυριαρχεί η εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη λογική και επόμενο ήταν οι δογματικοί ορθολογιστές φιλόσοφοι κυρίως μετά την πρώτη γενιά των μαθητών του Αριστοτέλη να λογικοποιήσουν και τη θρησκεία, αφού θεωρούσαν πως τα πάντα στον άνθρωπο, με κορύφωση την ηθική τελειότητα, εξαρτώνται από την άσκηση του λογικού.
Δεν λάμβαναν όμως υπόψη ότι στην καθημερινή τους ζωή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ζουν με καθαρή λογική.
Ωστόσο κανένας φιλόσοφος δεν αποποιείται την έννοια του θείου με διάφορες σημασίες (ο Αριστοτέλης στη λέξη θείον αποδίδει: την έκσταση, την ουσία ουράνιων σωμάτων, την ανθρώπινη διανόηση, τη ζωή την αφιερωμένη στην αναζήτηση της αλήθειας, την υπέρταση αρετή της διάνοιας, το ένστικτο των μελισσών), ενώ όλες οι ελληνιστικές σχολές απέφευγαν, όπως και ο Πλάτων, να έλθουν σε ρήξη με τις παραδοσιακές μορφές λατρείας και κράτησαν τους ανθρωπολογικούς θεούς, θεωρώντας τους αλληγορικές μορφές ή σύμβολα.
Ο Αριστοτέλης (384-322πΧ) στο χαμένο βιβλίο του «Περί φιλοσοφίας», όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες, αλλά και στο έργο του «Μετά τα φυσικά» εξέθετε τη δική του κοσμολογία και θεολογία, μια τολμηρή αντίληψη, που επηρέασε μεταγενέστερους συγγραφείς και έργα. Για τον Αριστοτέλη ο θεός είναι άϋλος, τέλειος, αμετάβλητος, αιώνιος και ο πρώτος «κινητής» του σύμπαντος, το Ακίνητο Κινούν, η αιτία κάθε κίνησης του κόσμου και το τελικό αίτιο – σκοπός προς τον οποίο τείνουν τα πάντα. Από κει και πέρα παραμένει απομονωμένος και αδιάφορος στις μεταβολές και τις επικλήσεις του κόσμου στον οποίο προκαλεί μια τόσο μεγάλη κίνηση. Ο Αριστοτέλης δε θεώρησε απαραίτητο να εξηγήσει την ύπαρξη, τη δημιουργία του σύμπαντος. Πίστευε πως είναι αιώνιο, χωρίς αρχή και τέλος. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αυτής της αιωνιότητας ήταν οι διαρκείς κινήσεις των άστρων και των πλανητών που τα φανταζόταν έμψυχα και θεϊκά, ενώ η ελάχιστη γνώση που θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε γι’ αυτά μας δίνει μια μοναδική και πολύτιμη χαρά, ασυγκρίτως μεγαλύτερη από αυτήν που μας δίνει η γνώση όλων των πραγμάτων που βρίσκονται γύρω μας («Περί ζώων μορίων»644b30).
Από κει και πέρα θεωρούσε πως ο θεός δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο λατρείας αλλά σεβασμού, χωρίς βεβαίως να απορρίπτει και το επίσημο τελετουργικό. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αναζητούσε τις βάσεις της υποκειμενικής συνείδησης για το θεό. Προτρέπει τον άνθρωπο να μην σκέφτεται μόνον με ανθρώπινα μέτρα, αλλά, επειδή έχει μέσα του κάτι θείο, το πνεύμα, πρέπει να ζει, όσο είναι δυνατόν, σαν να μην ήταν θνητός.(ηθικά νικομ1177b 24-1178a2 απόσπ 61: θεόν είναι τον άνθρωπον).
Από την άλλη, επειδή αναζήτησε την αλήθεια στον πραγματικό κόσμο, και όχι στον υπερφυσικό όπως ο Πλάτων, προσπάθησε να εξηγήσει λογικά, επιστημονικά, και όχι θρησκευτικά, ακόμη και τους άλογους παράγοντες της ανθρώπινης συμπεριφοράς(πχ την πίστη στα όνειρα και στη μαντική) για να επιτύχει μια ρεαλιστική κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, η οποία όμως δυστυχώς δεν είχε συνέχεια πέρα από τους μαθητές του. (είναι καταπληκτική η ψυχολογική ερμηνεία που δίνει στα όνειρα: μιλάει για διείσδυση στο υποσυνείδητο συμπτωμάτων υγείας που αγνοούμε όταν είμαστε ξυπνητοί, μιλάει για συμπτώσεις, ερεθίσματα κ.α ) («περί ενυπνίων»458b25, 460b20, «περί της καθ’ ύπνον μαντικής»463b 15, 464a20)
Οι Στωικοί στην πρώτη τουλάχιστον φάση του στωικισμού θεωρούσαν ότι ο ορατός φυσικός κόσμος και ο άνθρωπος αποτελούν μια ενότητα που καθοδηγείται και κυβερνάται από τον Λόγο, τον Νου, ο οποίος ταυτίζεται με το Θεό. Δηλ. ο Θεός της Νόησης ταυτίζεται με το Θεό του Σύμπαντος και αυτός καθορίζει και επιβλέπει την τάξη του, συνεπώς και την ανθρώπινη ζωή, γιαυτό τον ταυτίζουν και με την Ειμαρμένη, τη Μοίρα. Και όταν ο άνθρωπος ενεργεί κατά φύσιν και επομένως κατά Λόγον, ωθείται στην αρετή. Και ενώ ακούμε από τον Ζήνωνα, (ο Κιτιεύς από Κύπρο334-262πΧ) τον ιδρυτή της Στοάς ότι οι ναοί είναι περιττοί, αφού ο αληθινός ναός του θεού είναι το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και τον Χρύσιππο,(από Ταρσό της Κιλικίας 280-206πΧ) τον δεύτερο σημαντικότερο στωικό φιλόσοφο, ότι η παράσταση των θεών με ανθρώπινη μορφή είναι κάτι το παιδαριώδες, παρόλα αυτά, όπως είπαμε, κράτησαν τους ανθρωπολογικούς θεούς, ως αλληγορικές μορφές ή σύμβολα.
Ο παρεξηγημένος Επίκουρος, (Σάμος341-270 πΧ) πίστευε στους θεούς: «θεοί μέν γάρ εισιν. εναργής γάρ αυτών εστιν η γνώσις» (επιστολή προς Μενοικέα): οι θεοί βεβαίως υπάρχουν, διότι η γνώση που έχουμε γ’ αυτούς είναι εναργής – ολοφάνερη. Αυτοί οι θεοί όμως δεν έχουν καμιά σχέση με το φόβο, τη δεισιδαιμονία, τη δυστυχία και τη θλίψη. Είναι αντίθετα με την αιθέρια φύση τους. Είναι μακάριοι και αθάνατοι, είναι ανθρωπόμορφοι και μάλιστα ωραίοι. Για τον Επίκουρο άθεος και ασεβής είναι όποιος αποδίδει εγκληματικές προθέσεις στους θεούς, οι οποίοι υπάρχουν άφθαρτοι και αδιάφοροι για τις ατέλειες του κόσμου και τις περιπέτειες του πολιτισμού. Εκείνο στο οποίο είναι εντελώς αντίθετος είναι η ιδέα του κοσμικού πεπρωμένου, εντελώς διαφορετικού από την ομηρική μοίρα. Διέβλεψε και προειδοποίησε για τους κινδύνους του, και δυστυχώς οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν, όπως θα δούμε. Γι’ αυτό πίστευε πως οι άνθρωποι, απαλλαγμένοι από κάθε φόβο θείας οργής ή ελπίδα υλικού κέρδους, είναι προτιμότερο να ακολουθούν τη λαϊκή θρησκεία, να πιστεύουν το μύθο παρά να υποδουλώνονται στο πεπρωμένο, γιατί ο μύθος αφήνει τουλάχιστον την ελπίδα να μαλακώσουν τη θέληση και την οργή των θεών με τιμές. (επιστ3.134) Εκείνο που προσπάθησε ήταν να αποκαθάρει το περιεχόμενο του.
Αυτές όμως οι προσπάθειες να καθαρθεί η παράδοση δεν είχαν πολύ μεγάλη επίδραση στη λαϊκή πίστη. Όπως είπε και ο Επίκουρος «όσα πράγματα γνωρίζω, το πλήθος τα αποδοκιμάζει, και όσα το πλήθος επιδοκιμάζει, εγώ δεν τα γνωρίζω καθόλου». (Επίκουρος στον Σενέκα Epist. 29.10).
Το τι επιδοκίμαζε ο λαός είναι δύσκολο να το ξέρουμε.
Πάντως εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι και για τις δύο σχολές η θεότητα έχει πάψει να είναι συνώνυμη με την αυθαίρετη Δύναμη και έχει γίνει, αντίθετα, η ενσάρκωση ενός λογικού ιδανικού. Επιπλέον για τους φιλοσόφους το ουσιαστικό μέρος της θρησκείας δεν βρισκόταν πια στις λατρευτικές πράξεις αλλά σε ένα σιωπηλό στοχασμό του θείου και στην προσπάθεια να κατανοήσουν σε βάθος τη συγγένεια του ανθρώπου με αυτό.
Ας περιγράψουμε όμως τις συνθήκες που επικρατούσαν αυτόν τον αιώνα μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, δηλ. τον 3αι(299-100) στην πρώτη φάση της Ελληνιστικής εποχής. Οι συνθήκες αλλάζουν και μάλιστα ραγδαία. Οι πόλεις – κράτη αρχίζουν να παρακμάζουν και να ενσωματώνονται στα ελληνιστικά βασίλεια, οι ορίζοντες, κοινωνικοί, οικονομικοί και πνευματικοί, διευρύνονται σε όλη τη γνωστή Ανατολή και ένα πνεύμα κοσμοπολιτισμού αρχίζει να επηρεάζει τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής και αντιλήψεις. Νέες ιδέες δρομολογούνται σιγά σιγά, αλλά και παλιές αναζωογονούνται. Ο τόπος γέννησης ή η καταγωγή τώρα πια δεν έχει τόση σημασία. Οι σπουδαιότεροι άνδρες που κυριάρχησαν στην πνευματική ζωή της Αθήνας έρχονται από τις παρυφές του Ελληνισμού ή και πιο πέρα ακόμη. Ήταν επήλυδες, μέτοικοι, με πολύ χαλαρό δεσμό προς την πόλη. Αριστοτέλης, Θεόφραστος, Ζήνων, Χρύσιππος. Μόνον ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος αλλά και αυτός γεννημένος σε αποικία. Βεβαίως, ακόμη και αν δεν ήταν όλοι τέκνα της Ελλάδας, μετείχαν, κατά τον λόγο του Ισοκράτη, της ελληνικής Παιδείας και του ελληνικού ήθους. Όμως εκείνο που χαρακτηρίζει κυρίως την εποχή είναι ότι ο άνθρωπος ως πολιτικό ζώο, ένα κλάσμα της «πόλεως», της αυτοδιοικούμενης πόλης – κράτους, τελείωσε. Αρχίζει πλέον ο άνθρωπος ως άτομο, η συνειδητοποίηση της ατομικότητάς του. Τώρα πια ο κάθε ένας είναι υπεύθυνος για την τύχη του και τη σωτηρία του.
Στο θέμα της θρησκείας από τη μια πλευρά την παρακμή της πόλης–κράτους ακολούθησε και η παρακμή της δημόσιας– αστικής λατρείας. Και αυτό γιατί στην πόλη η θρησκεία και ο δημόσιος βίος, η πόλη και οι θεοί της, ήταν στενά δεμένα μεταξύ τους. Από την άλλη, αποτέλεσμα της νέας παγκοσμιοποιημένης πολιτικής υπήρξε η αλληλεπίδραση της ελληνικής θρησκείας με τις ανατολικές που έγινε μεγαλύτερη (διαφορετικές απόψεις ως προς τον βαθμό της αλληλεπίδρασης). Εισέρρευσαν και άλλοι νέοι θεοί (όπως είδαμε να συμβαίνει και παλαιότερα)πχ οι Αιγύπτιοι θεοί Σάραπης και η Ίσις, και πήρε μεγάλη έκταση ένα φαινόμενο γνωστό και από παλιά: η ταύτιση ελληνικών θεών με ένα ξένο αντίστοιχό τους, που υπηρετούν περίπου τις ίδιες ανάγκες, πχ Διόνυσος – Όσιρις, Δίας – Ήλιος (Βάαλ), Κυβέλη - Ρέα κ.α.
Σε μια τέτοια όμως εποχή με τις μεγάλες και ξαφνικές αλλαγές, με εξασθενημένους έτσι ή αλλιώς τους δεσμούς με την παράδοση και τους παραδοσιακούς θεούς, ο άνθρωπος με όλα του τα πνευματικά και ηθικά ερείσματα κλονισμένα, μόνος και ανώνυμος μέσα στις καινούριες μεγαλουπόλεις αισθανόταν αδύναμος, κενός. Όλα όσα πριν ήταν δεδομένα, όλες οι λύσεις, που τις θεωρούσε κανείς ασφαλείς ως εκείνη την ώρα, είχαν γίνει προβλήματα. Και γι’ αυτό ο άνθρωπος της εποχής εκείνης είχε ανάγκη να βρει νέες απαντήσεις στα ερωτήματά του, νέα ερείσματα, νέες τοποθετήσεις. Ένα έργο που ανέλαβαν οι φιλόσοφοι, αφού ήδη από τις αρχές αυτού του αιώνα άρχισαν να διαχωρίζονται οι φυσικές επιστήμες από την κυρίως φιλοσοφία, και το θέμα της θρησκείας να παραμένει στα χέρια τους (των φιλοσόφων). Όμως από τη μία η προσπάθειά τους να εξηγήσουν την προέλευση των θεών και από την άλλη η τάση τους για εμβάθυνση της θρησκευτικής ηθικής δεν είχε μεγάλη επίδραση στο ευρύ κοινό και στην καθημερινότητά του. Γι’ αυτό και παρατηρούμε ποικιλία προσπαθειών να γεμίσει το κενό.
Έτσι, συναντούμε την προσωπολατρία, τη μαγική κολακεία, (πχ ο ύμνος του Ερμοκλή προς το Δημήτριο τον Πολιορκητή) προς τους βασιλιάδες, τους ήρωες, ακόμη και τους αθλητές, που γεμίζουν το κενό που αφήνουν οι παλιοί θεοί, αλλά συναντούμε και τη λατρεία της τύχης, αφού τελικά ο άνθρωπος δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ιδέα ότι, αν όχι οι παραδοσιακοί θεοί που έχασαν την ισχύ τους, οπωσδήποτε όμως μια δύναμη βρίσκεται πίσω από τα γεγονότα που τον ανυψώνουν ή τον ρίχνουν κάτω. Την προσωποποίησε μάλιστα και την έκανε θεά, τη θεά Τύχη. Κατά το Nilsson μια τέτοια λατρεία είναι «το τελευταίο στάδιο της εκλαΐκευσης της θρησκείας στην αντίληψη των δυνάμεων που διευθύνουν το σύμπαν και την τύχη του ανθρώπου».
Από την άλλη, ο αυξανόμενος μαρασμός της παράδοσης έκανε τον άνθρωπο ελεύθερο να επιλέξει τους προσωπικούς του θεούς, ενώ η αδυναμία και η μοναξιά ίσως να γέννησε σε πολλούς την ανάγκη για κάποιο προσωπικό θεό, φίλο και βοηθό. Γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να δημιουργούνται ιδιωτικές λέσχες αφοσιωμένες στη λατρεία μεμονωμένων θεών, παλαιών και νέων. Από επιγραφές μαθαίνουμε για κάποιους «Απολλωνιαστές». «Ερμαϊστές» κ.α.. Σίγουρα οι εταιρείες αυτές εξυπηρετούσαν κοινωνικούς και θρησκευτικούς σκοπούς, αλλά σε μια κοινωνία όπου οι παραδοσιακοί δεσμοί είχαν σπάσει, έδιναν στα μέλη τους και μια αληθινή αίσθηση κοινότητας με το θείο, πάτρωνα και προστάτη, της δικής τους επιλογής, αντικαθιστώντας την τοπική κοινότητα της παλαιάς κλειστής κοινωνίας.
Έτσι, μπορεί οι θεοί να αποσύρονται, αλλά η λατρεία τους εξακολουθεί να ζει, γίνονται θυσίες, προσφορές στη Αθηνά, τήρηση των αρχαίων απαγορεύσεων που σχετίζονται με τελετουργική αγνότητα. Άλλωστε αυτό εξυπηρετούσε και από πολιτική άποψη, για να κρατούνται σε τάξη οι ανήσυχες μάζες. Κανένας, εκτός από ελάχιστους διανοούμενους, δεν αντιλαμβάνεται πως η λατρεία αυτή δεν έχει κανένα νόημα, είναι μια αξιαγάπητη συνήθεια, ένα κέλυφος, μια πρόσοψη. Αυτήν την πρόσοψη έριξαν αργότερα οι χριστιανοί και αποκαλύφθηκε το κενό, αν και αυτό έγινε όχι με λίγη αντίσταση.
Δεύτερη φάση της ελληνιστικής εποχής
Και περνάμε τώρα στον 2αι(199-100πΧ). Το πιο οδυνηρό είναι ότι πια ο Ελληνικός πολιτισμός έμπαινε σε μια περίοδο βαθμιαίας πνευματικής παρακμής, με ορισμένες είναι αλήθεια ομαδικές ή ατομικές εξαιρέσεις. Μια παρακμή που συμπίπτει και με την παρακμή των Ελληνιστικών βασιλείων, τα οποία παρείχαν γενναία υποστήριξη στις επιστήμες. Έτσι πια δεν θα ξαναδούμε για πολλούς αιώνες έναν επιστήμονα ισάξιο με τον Ερατοσθένη (ο Κυρηναίος (Λιβύη) 276πΧ(3αι)–194πΧ (2αι)), έναν μαθηματικό σαν τον Αρχιμήδη (Συρακούσιος 287-212πΧ), ή έναν αστρονόμο σαν τον Αρίσταρχο (Σάμιος 310-230πΧ 4αι-3αι), ενώ το μοναδικό μεγάλο όνομα που θα παρέμενε στη φιλοσοφία ήταν ο υπερβατικός Πλάτων. Και όπως ήταν επόμενο, οι τεράστιες κοινωνικές και πνευματικές αλλαγές που συντελέστηκαν, επηρέασαν και τις θρησκευτικές αντιλήψεις.
Καθώς είχε αναπτυχθεί η αστρονομία, ήταν πλέον γνωστό ότι τα ουράνια σώματα ήταν τακτοποιημένα με μια επιστημονική τάξη, αυτήν της περιοδικής περιστροφής τους. Και ενώ η γνώση αυτή ως μηχανική αιτία της συγκρότησης και τακτοποίησης του κόσμου ανήκε στη φυσική επιστήμη και απέκλειε το θεό, στο θρησκευτικό πεδίο τη θέση του πήρε η πίστη στις δυνάμεις των άστρων, που οδήγησε στην εδραίωση της ηλιακής θρησκείας, για την οποία το έδαφος βεβαίως είχαν προετοιμάσει οι Πλατωνικοί, οι Αριστοτελικοί και οι Στωικοί, αλλά και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του νέου διευρυμένου κόσμου για ένα θεό που κυβερνούσε όλα και όλους.
Πλέον ο ήλιος, είτε κατά το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου (αρχή 3αι) είτε κατά το γεωκεντρικό, που υπερίσχυσε, πήρε κυρίαρχη θεϊκή θέση, πιθανότατα ως η αιτία κάθε ζωής πάνω στη γη. Αφού πλέον οι παλιοί θεοί δεν ικανοποιούσαν την απαίτηση για δικαιοσύνη και ήθος με αποτέλεσμα να κλονιστεί η πίστη σε αυτούς, βρέθηκαν οι θεοί στα ουράνια σώματα, που υπακούν σε αιώνιους και αμετάβλητους νόμους, γεγονός, που επιβεβαιώνει και τη θεϊκότητά τους, και από εκεί οδηγούν την τύχη του κόσμου και φυσικά του ανθρώπου δια μέσου των δυνάμεων που πηγάζουν από αυτά. Σε αντίθεση με τη γη, όπου υπάρχει μια συνεχής αλλαγή, ένας θάνατος και μια γέννηση, ενώ οι ατέλειες κυριαρχούν. Τώρα πλέον, αφού η γη αιωρείται ελεύθερη στο διάστημα, δεν υπήρχε πια θέση για τον κάτω κόσμο, το βασίλειο των νεκρών κάτω από την επιφάνεια της γης. Έτσι, μετά το θάνατο η ψυχή ανεβαίνει στον αέρα και καμιά φορά γίνεται αστέρι, στον αέρα, όπου κατοικούν και οι δαίμονες, τα ενδιάμεσα και μεσολαβητικά όντα ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, που δρούν σε αυτήν την περιοχή. Εκεί στον αέρα η ψυχή τιμωρείται και εξαγνίζεται, όπως γινόταν παλιά στον κάτω κόσμο, και, όταν έχει καθαρθεί, με ενδιάμεσο στάδιο τη σελήνη, (ανεβαίνει στη σελήνη και από εκεί με ένα νέο θάνατο χωρίζεται το λογικό από την ψυχή) εξαγνισμένη πλέον περνάει, στον Ήλιο, στην πρωταρχική φωτιά, που είναι συγχρόνως νοημοσύνη, και ενώνεται μαζί του.(οι Στωικοί σε μεταγενέστερη φάση)
Μπορεί ως θρησκεία να μην είχε πολύ μεγάλη απήχηση στο λαό, όμως οι επιπτώσεις της στις θρησκευτικές αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν στην ύστερη ελληνιστική εποχή, ήταν βαθιές και εκτεταμένες, με αποτέλεσμα να επέλθει η δεύτερη μεγάλη θρησκευτική κρίση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που έφερε την ευπιστία σε θέματα θρησκείας.
Και αυτό οφείλεται σε ένα περίεργο φαινόμενο. Όπως επισημάναμε προηγουμένως υπήρχε χάσμα ανάμεσα στις δοξασίες των λίγων και στις δοξασίες του λαού ήδη από το τέλος του 5αι. (Αυτό ακριβώς το χάσμα εξισορροπούνταν με τις εκδηλώσεις της λαϊκής πίστης, που ανέστελλαν τον αυξανόμενο ορθολογισμό των διανοουμένων.)
Από τον 3αι με το άνοιγμα των κοινωνιών, την αλλαγή των κοινωνικών στρωμάτων, τις ανατολικές επιρροές και την εξάπλωση της εκπαίδευσης σε ευρύτερα στρώματα άρχισε να παρατηρείται μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο αυτά μέρη, το λαό και τους διανοούμενους, ώσπου τον 2αι αυτή η αλληλεπίδραση πήρε μια παράξενη μορφή. Αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε μια λογοτεχνία, (αρχής γενομένης από τον Βόλο, έναν Αιγύπτιο, που θεωρήθηκε ο θεμελιωτής της αλχημείας) η οποία, βασιζόμενη στα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών, κάλυπτε τις δεισιδαιμονίες και προλήψεις με έναν ψευδοεπιστημονικό μανδύα, κερδίζοντας έτσι και τους απλούς αλλά και τους μορφωμένους.
Μοιραίο αποτέλεσμα αυτής της φιλολογίας ήταν ότι, χρησιμοποιώντας «φυσικές» εξηγήσεις για να δικαιολογήσει τα θαυμαστά πράγματα και τις δεισιδαιμονίες, υποδαύλισε την τάση της εποχής για το θαυματουργό και το απόκρυφο. Οι σοβαρές έρευνες στις φυσικές επιστήμες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου αντικαταστάθηκαν από μια δίψα για αναζήτηση και προβολή των μυστηριωδών και θαυμαστών δυνάμεων, των απόκρυφων ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων, μέσα από τις οποίες εκδηλώνονταν οι θαυμαστές θεϊκές δυνάμεις. Το γιατί συνέβη αυτό μπορούμε ίσως να το κατανοήσουμε, αν σκεφτούμε ότι οι αρχαίοι δεν μπορούσαν ακόμη να καταλάβουν τη διαφορά ανάμεσα στις φυσικές και τις μαγικές δυνάμεις. Έτσι προέκυψε η πίστη ότι ενυπάρχουν απόκρυφες ιδιότητες και δυνάμεις σε ορισμένα ζώα, φυτά, πολύτιμους λίθους, μέταλλα και απεικονίσεις θεών, οι οποίες μπορούσαν να ανακληθούν και να φέρουν καλά αποτελέσματα στη ζωή των ανθρώπων με τη μαγεία, τις κατάλληλες τελετές και τα φυλαχτά με τις υπερφυσικές δυνάμεις. Και βεβαίως η πίστη αυτή συνδυάστηκε με τη μαγική ιατρική και την αστρολογία.
Η αστρολογία, είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίδρασης της θεολογίας των άστρων. Ανακαλύφθηκε βεβαίως στη Βαβυλώνα, διαδόθηκε στην Αίγυπτο από όπου φαίνεται πως τη γνώρισε και ο Ηρόδοτος. Αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από τους Έλληνες και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αρχικά ασκήθηκε στην Ελλάδα. Η μόδα της φαίνεται να αρχίζει κυρίως το 2αι, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως λαϊκά εγχειρίδια με λεπτομέρειες, και επαγγελματίες αστρολόγοι.
Βασίζεται στην πίστη ότι τα άστρα με τη σοφή, θεϊκή κανονικότητά τους, επιδρούν στη ζωή πάνω στη γη και στη μοίρα του ανθρώπου, ενώ επιδρά χωριστά το κάθε άστρο ανάλογα με το χαρακτήρα του θεού του οποίου φέρει το όνομα. Και, αφού η κίνηση των άστρων μπορούσε να υπολογιστεί - αυτήν τη δυνατότητα την έδωσε η φυσική επιστήμη - μπορούσαν να προβλεφθούν από αυτά και τα γεγονότα της ζωής και η μοίρα του ανθρώπου. Και, αφού οι δυνάμεις των πλανητών ήταν θεοί, υπήρχαν οι ικανότεροι από τους άλλους, οι επαγγελματίες αστρολόγοι, οι οποίοι μπορούσαν να τις εξηγήσουν, να τις καθησυχάσουν με θυσίες και προσευχές, να τις δαμάσουν με μαγικά μέσα, να προβλέψουν ή να ερμηνεύσουν οιωνούς.
Αυτή η ιδέα της προκαθορισμένης ζωής, που δέσμευε τον άνθρωπο και τον απογύμνωνε από την ελεύθερη βούλησή του, ενώ του στερούσε και τις ελπίδες για τη χάρη των θεών, τον τρόμαξε και τον έστρεψε στη θρησκεία ως μια διαμαρτυρία κατά των άνευ νοήματος γεγονότων, το οποίο περιλαμβάνεται στη μηχανική αιτία.
Αλλά θα μπορούσαμε επίσης να κατανοήσουμε την εξάπλωσή της αστρολογίας, αν εξετάσουμε πάλι τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής. Οι καιροί ήταν πάλι ταραγμένοι. Η ρωμαϊκή κατάκτηση προ των πυλών. Επόμενο ήταν να δημιουργηθούν πολιτικές αναταραχές, φοβίες και ανασφάλειες. Οπότε το να ξέρει κανείς τι επρόκειτο να συμβεί ήταν πολύ σημαντικό.
Μια άλλη αιτία, ψυχολογική θα λέγαμε, που επισημαίνει ο Dodds, είναι ο φόβος της καθημερινής ευθύνης: ο άνθρωπος για περισσότερο από έναν αιώνα βίωσε την πνευματική του ελευθερία. Για να καλλιεργηθεί όμως, απαιτείται αναζήτηση, καθημερινός μόχθος. Πιο εύκολη δεν είναι η πίστη ότι το πεπρωμένο καθορίζεται από τα άστρα και δεν χρειάζεται η δική μας προσπάθεια; Μάταια οι ορθολογιστές, όπως ο Κικέρων, προσπάθησαν να εμποδίσουν αυτήν την οπισθοδρόμηση με λογικά επιχειρήματα.
Πολλές φορές όμως το άλογο στοιχείο του ανθρώπου κυριαρχεί μπροστά στο λογικό.
Έτσι περνάμε στον 1αι, πΧ όπου πλέον ο ορθολογισμός, που ήδη είχε αρχίσει να υποχωρεί, όπως είδαμε, τώρα πλέον έχει εξασθενήσει τελειωτικά. Η επιστήμη, δεν έφερνε πλέον νέα αποτελέσματα, ενώ οι φιλοσοφικές σχολές, φυσικά και η Ακαδημία, εκτός από τους Επικούρειους, έπαψαν πια να αναζητούν την αλήθεια αυτή καθαυτή και ασχολούνταν πλέον με καθαρά θεωρητικά, σχολαστικά θέματα, για να καταλήξουν, σε μεταγενέστερες εποχές, να ασχολούνται μόνο με τη θεοσοφία, με το θεό και τους θεούς ως δυνάμεις φιλοσοφικών θεωριών, και οι φιλόσοφοι μετατρέπονται όχι μόνον σε γιατρούς των ψυχών αλλά και σε υπηρέτες των θεών, ενώ η κοσμική γνώση πλέον είχε αξία μόνον όσο συνέβαλλε στην κατανόηση του θείου. Από κει και πέρα, όπως λέει ο Σενέκας «δεν πρέπει να μπαίνουμε σε κόπο να διερευνούμε πράγματα που δεν είναι δυνατόν ούτε ωφέλιμο να γνωρίζουμε».
Ακαθοδήγητη, η θρησκευτική θέληση για πίστη, έχοντας πλέον ως δεκανίκι, την επιστήμη, στράφηκε πλήρως προς τον αποκρυφισμό, το μυστικισμό. Ο παλαιός δυισμός πνεύματος και ύλης, θεού και φύσης, ψυχής και ορέξεων, που η ορθολογική σκέψη είχε προσπαθήσει να χτυπήσει, αναζωογονήθηκε παίρνοντας άλλες μορφές. Η λατρεία του ορατού κόσμου και η αντίληψη που εξέφραζε ο πρώιμος στωικισμός ότι αποτελούμε μια ενότητα με αυτόν τον κόσμο, άρχισε να αντικαθίσταται από την πίστη πως ο φυσικός κόσμος κατέχεται από πονηρές δυνάμεις, άρα η ψυχή χρειάζεται όχι να ενωθεί μαζί του αλλά να ξεφύγει από αυτόν. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης ήταν και η αναβίωση των μυστικιστικών κινημάτων, που τα είδαμε να εμφανίζονται τον 6αι, του Πυθαγορισμού και του Ορφισμού. Και βεβαίως όχι ως σχολές διδασκαλίας αλλά ως λατρεία και τρόπος ζωής. Βασίζονταν στην αυθεντία, στην αποκάλυψη και όχι στη λογική. Ο Πυθαγόρας εμφανιζόταν ως ένας εμπνευσμένος σοφός και πολλά απόκρυφα γραπτά αποδίδονταν σε αυτόν ή στους μαθητές του, ενώ εμφανίστηκαν και πολλά ποιήματα ως ιεροί λόγοι που αποδίδονταν στον Ορφέα. Δίδασκαν την παλαιά πίστη ότι το εγώ μπορεί να αποσπαστεί, ότι ο κόσμος μας είναι τόπος σκότους και μετανοίας και υπάρχει ανάγκη κάθαρσης, όλα αυτά συνδυασμένα και με άλλες μορφές της μαγικής παράδοσης.
Έτσι, καθώς οι άνθρωποι έπρεπε μόνοι τους να νοιαστούν για την ατομική τους σωτηρία κατέφευγαν σε γνωστές παραδοσιακές ή νέες μεθόδους ατομικής σωτηρίας. Έτσι άλλοι βασίζονταν σε ιερά βιβλία, που δήθεν ανακαλύφθηκαν σε ναούς της Ανατολής ή υπαγορεύτηκαν από θεό σε κάποιον εμπνευσμένο προφήτη, άλλοι αναζητούσαν μια προσωπική αποκάλυψη μέσα από χρησμό, όνειρο ή όραμα, άλλοι αναζητούσαν την ασφάλεια στην τελετουργική λατρεία είτε μυούμενοι σε ένα ή περισσότερα «μυστήρια» που υπήρχαν, ή καταφεύγοντας σε ιδιωτικούς μάγους.
Μια προσπάθεια να κυριευθεί το βασίλειο των ουρανών με υλικά μέσα. Έτσι βλέπουμε την πλήρη χρεοκοπία του ελληνικού ορθολογισμού. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι γιατί οπισθοχώρησε. Η φύση και οι αιτίες αυτής της οπισθοχώρησης δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Υπάρχουν πολλές μεμονωμένες απόψεις, οι οποίες επιδέχονται και αντιρρήσεις.
Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό της Ελληνιστικής εποχής είναι η δρομολόγηση προς το μονοθεϊσμό. Η ιδέα ότι υπήρχαν πολλοί θεοί σύμφωνα με την ανθρώπινη πίστη, αλλά σύμφωνα με τη φύση ένας μόνον, (Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη) ήταν γνωστή από παλιά στους Έλληνες. Ήδη ο Ξενοφάνης το δεύτερο μισό του 6αι διακήρυξε ότι: «υπάρχει ένας θεός μέγιστος από θεούς και ανθρώπους, διάφορος στη μορφή και στη διάνοια από τους θνητούς», ενώ πολλοί άλλοι σπουδαίοι φιλόσοφοι μίλησαν για το «έν» ως πρωταρχική αρχή, ανεξαρτήτως της σημασίας που έδινε ο καθένας από αυτούς σε αυτό το εν. Βεβαίως αυτό δε σημαίνει ότι απέβαλαν τον πολυθεϊσμό. Κατά την Ελληνιστική όμως εποχή κάτω από τη μοναρχική και καλά οργανωμένη διακυβέρνηση του κράτους και κάτω από την επίδραση της νέας κοσμολογίας και της ηλιακής θρησκείας η φιλοσοφία συμπέρανε ότι ο κόσμος πρέπει να τακτοποιείται από έναν υπέρτατο άρχοντα ενθρονισμένο στους ουρανούς, τον Ήλιο. Και φυσικά αυτήν την ιδέα την ενθάρρυναν οι μονάρχες- αυτοκράτορες: όπως ο θεός- ήλιος κυβερνούσε το σύμπαν έτσι και το αντίγραφό του στη γη, ο αυτοκράτορας, κυβερνούσε σοφά τον κόσμο. Αλλά, όπως προείπαμε, η λατρεία του ήλιου ήταν περισσότερο θρησκεία του κράτους και όχι του λαού. Ήταν πολύ επιστημονική για να δώσει στον απλό πιστό ένα θεό που να εμπιστεύεται και να του δίνει παρηγοριά και βοήθεια. Πάντως ο Ήλιος ως σύμβολο είχε μεγάλη επιρροή και τον συναντούμε και σε χριστιανικά κείμενα (ο Χριστός, ήλιος της δικαιοσύνης). Η αδυναμία αυτού του ειδωλολατρικού, θα λέγαμε, μονοθεϊσμού ήταν ότι δεν απέβαλε ποτέ τον παλιό πολυθεϊσμό ούτε διαμόρφωσε ένα ενιαίο δόγμα. Οι παλιοί θεοί επέζησαν ως υποτελείς ή ως εκδηλώσεις του Υπέρτατου θεού σε διάφορα μέρη. Πάντως η συσσώρευση πολλών επιθέτων και λειτουργιών στον παντοδύναμο Δία και η πίστη ότι οι πολλοί θεοί της παλαιότερης πίστης δεν είναι παρά ένας θεός με πολλά ονόματα, μπορούν να θεωρηθούν προκαταρκτικά για το μονοθεϊσμό.
Τελειώνοντας και συνοψίζοντας την τελευταία περίοδο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, την Ελληνιστική, θα λέγαμε καταρχάς ότι η γνώση μας για τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά της εποχής αυτής (όπως και όλης της αρχαιότητας) σχηματίζει μια εικόνα περίπλοκη και μεταβαλλόμενη, η οποία συνεχώς διευρύνεται ή τροποποιείται με την ανακάλυψη νέου υλικού και από τον συνεχώς αυξανόμενο όγκο των σύγχρονων μελετών. Η ποικιλία εκδηλώσεων και η μεγάλη εσωτερική ταραχή είναι τα χαρακτηριστικά της εποχής. Επιπλέον, ενώ στο πρώτο κυρίως τμήμα της ήταν μια εποχή μεγάλων αυτόνομων επιτευγμάτων σε πολλούς τομείς, στην οψιμότερη αρχαιότητα δε βρήκε μια ισότιμη συνέχιση που θα συμπλήρωνε τα επιτεύγματα της, αφού τη θέση της έρευνας και της αναζήτησης πήραν η πίστη και η αποκάλυψη. Πολλά από αυτά που πέτυχε αποναρκώθηκαν ή ξεχάστηκαν, και από αυτήν την άποψη εμφανίζεται σαν μια εποχή μεταβατική που οδήγησε στο τέλος τους σημαντικές εξελίξεις και προετοίμασε συγχρόνως το έδαφος για το νέο και διαφορετικό που είδε το σκοτάδι με τον αισχρό και εθνοδιαλυτικό Εβραιοχριστιανισμό.
Σπουδαίοι μελετητές θεωρούν πως η λεγόμενη ομηρική θρησκεία «στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου θρησκεία» (Murray), ή ότι «αυτό το ολοκληρωτικά ανθρωπομορφικό σύστημα δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή θρησκεία ή ηθική και οι θεοί αυτοί αποτελούν μια τερπνή, χαρούμενη εφεύρεση των ποιητών» (Bowra). Παρόμοια θέση είχαν και αρχαίοι επικριτές του Ομήρου, ενώ ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστορίας, αναφέρει ότι ο Όμηρος μαζί με τον Ησίοδο, δημιούργησε τους θεούς, τη γενεαλογία τους, τις προσωνυμίες τους, τις διαβαθμίσεις τους, τις απασχολήσεις τους και την εξωτερική τους μορφή, που ως ένα βαθμό είναι αλήθεια, όμως στην πραγματικότητα οι θεοί είναι πολύ παλαιότεροι από αυτόν και ανεικονικοί, αφού δεν υπάρχει καμία παράσταση της Μυκηναϊκής εποχής και μεταγενέστερα που να τους απεικονίζει. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, κυρίως στην Οδύσσεια, οι διάφοροι ήρωες, οι κανονικοί ή συνηθισμένοι άνθρωποι, που διηγούνται τις εμπειρίες τους, πιο κοντά στην πραγματικότητα, μιλούν αόριστα για ένα θεό ή θεούς ή ακόμη για ένα δαίμονα, ως αόριστες θεϊκές δυνάμεις που είναι υπεύθυνες για το τι συνέβη. Ο ποιητής όμως, όταν περιγράφει ένα γεγονός γνωρίζει ποιος θεός παρενέβη, και δίνει το όνομά του, δηλ. ο Όμηρος προσωποποιεί τους θεούς, όχι φυσικά γιατί είναι όμοιοι με τους ανθρώπους, άλλωστε το να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο αποτελούσε ύβρη, αλλά γιατί μόνον έτσι θα μπορούσε να παρουσιάσει την ποικιλότροπη επέμβασή τους ζωντανή στη φαντασία των ακροατών και ως αοιδός να τους τέρψει, γιαυτό άλλωστε και δε διστάζει και να αστειευτεί μαζί τους. Αυτός είναι πιθανότατα και ο λόγος, που οι Έλληνες δεν διολίσθησαν στον μαγικό τύπο της θρησκείας, όπως οι ανατολικοί λαοί.
Αφού λοιπόν κύριο μέλημα του Ομήρου ήταν η ποίηση, επόμενο είναι να μη βρούμε μέσα στο έργο του ένα θεολογικό σύστημα απόλυτα οργανωμένο και ολοκληρωμένο. Η αντίληψη όμως για το θείο, με την αίσθηση της καθημερινής εξάρτησης από αυτό, έτσι όπως αποτυπώνεται στον Όμηρο, καθρεφτίζει μια πραγματική θρησκευτική πίστη. Μόνο που δεν γνωρίζουμε ποια στοιχεία της ανήκουν σε προγενέστερες εποχές και ποια στην εποχή του Ομήρου. Έτσι πώς μπορούμε να πούμε πως είναι άθρησκα τα έπη;
Ας προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε μια εικόνα αυτής της θρησκευτικής αντίληψης.
Ιδιαιτέρως στην Ιλιάδα υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της απόλυτης εξάρτησης του ανθρώπου από το θείο. «έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας» ακούμε ήδη στο προοίμιό της. Κοντά στους θεούς ή και πάνω από αυτούς υπάρχει και η πίστη σε μια απρόσωπη μοίρα, το μερτικό στις χαρές και στις λύπες που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο, και που έχει ένα τέλος: το θάνατο. Οι δύο ανώτατες αυτές δυνάμεις, θεοί και μοίρα, συνεργάζονται, συνυπάρχουν για να γίνει το θέλημά τους, ενώ ο άνθρωπος είναι αδύναμος, αξιολύπητος απέναντί τους.
Στην μεταγενέστερη Οδύσσεια ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει την αδυναμία του αλλά συγχρόνως αγωνίζεται αποφασιστικά με ευστροφία και καρτερικότητα να διατηρήσει την ύπαρξή του μέσα σε όλη την «αμηχανίην»(ι295), όπως έκανε στη σπηλιά του Κύκλωπα και όχι μόνον.
Στον ομηρικό κόσμο συναντούμε ποικίλες θεϊκές επεμβάσεις, οι οποίες από ένα ανώτερο επίπεδο ελέγχουν και δίνουν νόημα στην επίγεια δράση. Με τις επεμβάσεις αυτές θα λέγαμε πως ο ποιητής προσπαθεί να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά, γιαυτό και έχουν μια φυσικότητα, ένα λογικό ρυθμό. Ακολουθούν ή πρέπει να ακολουθούν κανόνες, μια αριστοκρατική εθιμοτυπία (Αχιλλέας – Αθηνά: «ει κε πίθηαι»= αν θέλεις να με υπακούσεις) (ιλ.Α188-218)( η φυσικότητα έγκειται στο ότι θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Αχιλλέας αυτοσυγκρατήθηκε: «ακόμη και αν ο άνθρωπος είναι υπερβολικά οργισμένος είναι προτιμότερο να ακολουθήσει τη συμβουλή των θεών»). Στον Όμηρο ο ελληνικός θεός, μπορεί να χτυπά, να εξαπατά ή να καταδικάζει τον άνθρωπο αλλά ποτέ δεν τον κονιορτοποιεί με αφύσικες καταστροφές και ολέθρους, αντιθέτως, κάθε φορά που συμμαχεί μαζί του τον ανυψώνει, τον κάνει ελεύθερο, δυνατό, θαρραλέο και προχωρεί στη δράση με πεποίθηση. Ούτε ο άνθρωπος φοβάται στο αντίκρισμα του θεού. Έκπληξη, απορία και θαυμασμό είναι τα αισθήματα που του προκαλεί η εμφάνιση ενός θεού. Ο ομηρικός άνθρωπος στέκεται ελεύθερος μπροστά στο θεό του υπερήφανος και μετριόφρων, όταν δέχεται θεϊκό δώρο, ενώ, όταν πρέπει να υποφέρει εξαιτίας του θεού, δεν ταπεινώνεται ούτε υποκύπτει αλλά θαρραλέα υπομένει αυτήν την εχθρότητα, όπως ο Οδυσσέας την οργή του Ποσειδώνα, ( η φυσικότητα έγκειται στο ότι η θάλασσα συχνά είναι τρικυμιώδης) σε μια επισφαλή ισορροπία ανάμεσα στην ταπεινοφροσύνη και την αλαζονεία. Εξού και η ύβρις, όταν κλονίζεται αυτή η ισορροπία που θα την συναντήσουμε κυρίως στην αρχαϊκή εποχή.
Εμείς όμως θα εστιάσουμε σε δύο συγκεκριμένους τύπους θεϊκής παρέμβασης, μεστούς από θρησκευτικό περιεχόμενο, που επηρεάζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά, και ερμηνεύουν τις προσωρινές, εξωλογικές καταστάσεις του νου, τα παράλογα στοιχεία στη συμπεριφορά των ανθρώπων ή ανεξήγητες προσωπικές συμφορές: την άτη και το μένος.
Ο ομηρικός άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κατάσταση άτης δηλ. πλάνης, μωρίας, ή σε κατάσταση μένους, αυτήν τη δύναμη, τη ζωτικότητα, που τον γεμίζει εμπιστοσύνη και επιθυμία να κάνει πράγματα πάνω από τις φυσικές δυνάμεις του, όταν έχει μια απότομη απώλεια ορθής κρίσης ή μια βίαιη αλλαγή της διάθεσης, και επανέρχεται στη φυσιολογική του κατάσταση, απορεί ή αποστρέφεται αυτό που έχει πει ή έχει κάνει. Ξέρει ότι δεν ήταν η παρατήρηση ή ο συλλογισμός που τον οδήγησε σε αυτές τις καταστάσεις, ούτε ότι απέκτησε τις δυνάμεις του από κάποια μαγική διαδικασία και, επειδή δεν μπορεί να το εξηγήσει λογικά, και δεν το γνωρίζει ως μέρος του χαρακτήρα του, (είναι χαρακτηριστική η συνηθισμένη χρήση του ρήματος οιδα που δηλώνει όχι μόνο την κατοχή κάποιας επιδεξιότητας αλλά και την κατοχή ηθικού χαρακτήρα ή προσωπικού αισθήματος τρώες ιλ16.35,οδ9.189,3.277) πιστεύει ακράδαντα πως αυτό οφείλεται ή στο θέλημα κάποιου θεού ή στη μοίρα του, στην οποία πολλές φορές δεν μπορεί να επέμβει ούτε ο ίδιος ο θεός. Με τον ίδιο τρόπο εξηγεί και τη συμπεριφορά των άλλων, όταν δεν την κατανοεί Οδύσσεια 2.122 ο Αντίνοος.
Πώς εξηγείται αυτή η πίστη του ομηρικού ανθρώπου σε αυτού του τύπου τη θεϊκή επέμβαση;
Εδώ ανακύπτει το θέμα της ψυχής και της προσωπικής ευθύνης, δηλ. του κατά πόσο είναι ελεύθερος και επομένως υπεύθυνος για τις πράξεις και τα λόγια του. Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι η λέξη ψυχή στον Όμηρο δεν έχει την ίδια σημασία που έχει μεταγενέστερα, και σε μας. Η μόνη διαπιστωμένη λειτουργία της ψυχής σε σχέση με τον ζωντανό άνθρωπο είναι πως τον εγκαταλείπει. Για τον ομηρικό άνθρωπο υπάρχει ο «θυμός», η «φρην», ο «νους», που θα μπορούσαμε ίσως να το ορίσουμε ως ένα όργανο αίσθησης, έδρα του θάρρους, του πάθους, του οίκτου, της ζωικής όρεξης, ακόμη μια εσωτερική φωνή με την οποία μάλιστα ο ομηρικός άνθρωπος συνομιλεί (οδ 9.299), και έχει την έδρα του στο στήθος ή στο διάφραγμά του. Το πώς εξελίχθηκε η λέξη ψυχή στη μεταγενέστερη σημασία της, από τον Όμηρο μέχρι τον 5 αι, είναι δύσκολο να το παρακολουθήσουμε. Πάντως σίγουρα πριν τον Σωκράτη – Πλάτωνα είχε σχέση κυρίως με το συναισθηματικό και όχι με το λογικό κομμάτι του ανθρώπου. Το πιθανότερο είναι οι αντιλήψεις περί αθανασίας της ψυχής να άσκησαν επιρροή στη σημασιολογική της εξέλιξη, στο να σημαίνει δηλ. το σύνολο των κινήσεων, των συναισθημάτων και των σκέψεων του ζωντανού πλέον ανθρώπου. Από τον Ηράκλειτο δε ακούμε για πρώτη φορά ότι η ψυχή σε αντίθεση με το σώμα δεν έχει όρια. («ψυχής πείρατα, ιών, ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτω βαθύν λόγον έχει») (= τα σύνορα της ψυχής δεν μπορείς να τα βρεις όποιον δρόμο και αν ακολουθήσεις. Τόσο βαθύς είναι ο λόγος της.) Μόνον που δεν πιστεύει στην αθανασία της.
Στο θέμα της προσωπικής ευθύνης, υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις, που εκφράζονται από σπουδαίους μελετητές με ενδιαφέρουσες επιχειρηματολογίες: Η μία άποψη (Lesky, Ε.Κακριδή, De Romilly) υποστηρίζει πως παρόλο που για τον ζωντανό άνθρωπο ο Όμηρος χρησιμοποιούσε επιμέρους όψεις όπως το δέρμα, τα μέλη ή το κεφάλι, αυτές αφορούν την προσωπικότητα του ανθρώπου ως αδιαίρετου συνόλου και μάλιστα με υψηλό επίπεδο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι οι θεοί που ρυθμίζουν τα ανθρώπινα. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής σκέψης, παρούσα και στον Όμηρο, και κυρίως στις τραγωδίες, είναι η δυνατότητα να εξηγεί όλα τα γεγονότα σε δύο πεδία ταυτοχρόνως, τη θεϊκή εξουσία και την ανθρώπινη ενέργεια, και με δύο αιτιότητες, τη θεϊκή και την ανθρώπινη βούληση, που συνδυάζονται αξεδιάλυτα, αλληλοσυμπληρώνονται ή εφάπτονται αντιθετικά. Για έναν αρχαίο Έλληνα οι δύο αυτές αιτιότητες συνυπάρχουν χωρίς αντίφαση. Γι’ αυτό ακούμε τον ίδιο τον Αγαμέμνονα, ιλιαδ 19.86και19.137 πρβλ9.119) να πιστεύει μεν ακράδαντα ότι ο Δίας του έδωσε την πλάνη, τη μωρία όμως δε δικαιολογείται, ούτε εφευρίσκει ένα ηθικό άλλοθι, αλλά, αναγνωρίζοντας τις ενέργειες που ξεκινούν από το εγώ του και τις συνέπειες αυτής της πλάνης, προσφέρει αποζημίωση, πληρώνει για τις πράξεις του. «Μ᾿ αφού τυφλώθηκα και με 'κανε το νου μου ο Δίας να χάσω, να τα βολέψω θέλω, δίνοντας και ξαγορά μεγάλη.»
Πάρα πολλά είναι τα παραδείγματα κυρίως στην Οδύσσεια αλλά και στην Ιλιάδα (Ιλ. Λ403..)που δείχνουν τον άνθρωπο να βρίσκεται σε δίλλημα, να μελετάει τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις και να παίρνει αποφάσεις, ενώ οι θεοί στέκονται απέναντί του ως προειδοποιητές του και φύλακες του δικαίου. Θα αναφέρω το πιο χαρακτηριστικό κατά τη γνώμη μου παράδειγμα διλλήματος και επιλογής κόντρα μάλιστα στο θεό. Πχ όταν ο Οδυσσέας κινδύνευε εν μέσω φοβερής τρικυμίας επάνω στην κατεστραμμένη του σχεδία, εμφανίστηκε η πελαγίσια θεά Λευκοθέα-Ινώ και τον συμβούλευσε να αφήσει τη σχεδία και να κολυμπήσει προς τη στεριά που έβλεπε μακριά. Εκείνος όμως σκέφτηκε: ε355. «κανείς απ᾿ τους αθάνατους καινούργιο δόλο τρέμω μπας και μου πλέκει εδώ, ζητώντας μου ν᾿ άφήσω την πλωτή μου. Μα δε θ᾿ ακούσω ευτύς»( η φυσικότητα της θεϊκής εμφάνισης έγκειται στο φόβο του Οδυσσέα ότι η στεριά που έβλεπε μπορεί να ήταν οφθαλμαπάτη, γιαυτό δεν άκουσε αρχικά τη συμβουλή της) Αυτό δεν είναι μία έκφραση της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Οδυσσέα;
Η άλλη άποψη (Snell, Dodds) υποστηρίζει ότι ο ομηρικός άνθρωπος απέδιδε τις διάφορες άλογες συναισθηματικές του ορμές σε κάτι έξω από τον εαυτό του και συγκεκριμένα σε θεϊκή επέμβαση ακριβώς επειδή δεν είχε ενοποιημένη εικόνα για το σώμα και την ψυχή του. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ακόμη και τη λέξη σώμα τη χρησιμοποιούσε για το λείψανο και ούτε είχε άλλη λέξη για τη ζωντανή προσωπικότητα, ενώ και ο «θυμός» έχει μια ανεξαρτησία ως προς τον άνθρωπο, αφού μπορεί και συνομιλεί μαζί του. Έτσι, με δεδομένο ότι στον Όμηρο δεν υπάρχει λέξη για την πράξη της εκλογής ή απόφασης, και ότι ο ομηρικός άνθρωπος δεν κατέχει την έννοια της θέλησης, αδυνατούσε να καταλάβει και την έννοια της ελεύθερης βούλησης.
Γιατί άραγε ο ομηρικός άνθρωπος συνηθίζει να θεοποιεί τις διάφορες συναισθηματικές του ορμές, όπως την άτη και το μένος; Ας δώσουμε κάποιες πιθανές εξηγήσεις: Η συνήθειά του οφείλεται ίσως σε μια εσωτερική ανάγκη γενικά του ανθρώπου να ερμηνεύει με τρόπο μεταφυσικό την παρουσία κάποιας ανώτερης δύναμης. Άλλωστε και εμείς σήμερα, όταν λέμε ή κάνουμε κάτι κακό, δεν απορούμε μετά με τον εαυτό μας και αναρωτιόμαστε ποιος δαίμονας μας έσπρωξε και το κάναμε ή το είπαμε, αφού εμείς δεν είμαστε τέτοιοι;
Ο Dodds, δίνει μια άλλη ενδιαφέρουσα εξήγηση: για τον ομηρικό άνθρωπο το υψηλότερο αγαθό δεν είναι η απόλαυση μιας ήσυχης συνείδησης αλλά η απόλαυση της τιμής, της δημόσιας εκτίμησης (ιλ9.315). Η ισχυρότερη ηθική δύναμή του δεν είναι ο φόβος του θεού αλλά η αιδώς, ο σεβασμός προς την δημόσια γνώμη, (Έκτωρ ιλ 22.300) αφού σε μια τέτοια κοινωνία καθετί που εκθέτει έναν άνδρα στην περιφρόνηση ή στον περίγελο των συνανθρώπων του, θεωρείται ανυπόφορο. Γι’ αυτό με την Άτη προβάλλει καλόπιστα πάνω σε μια εξωτερική δύναμη τα αβάσταχτα συναισθήματα της εντροπής του.
Πάντως κατά την άποψη της Ζακλίν Ντε Ρομιλί το να θέτουμε, εξ αφορμής παρόμοιων γεγονότων που αναφέραμε ως παραδείγματα, το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου είναι μια εντελώς σύγχρονη στάση… το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Ας μείνουμε εδώ.
Στο θέμα του δικαίου στην Ιλιάδα οι ανθρωπόμορφοι θεοί ενεργούν κινημένοι πιο πολύ (εξαίρεση Π386, όταν λέγεται ότι ο Δίας στέλνει λαίλαπα στους ανθρώπους όταν δεν κρίνουν δίκαια και δε φοβούνται τους θεούς) από τα προσωπικά τους αισθήματα και λιγότερο με βάση το δίκαιο, ίσως φεουδαλικό χαρακτηριστικό των αριστοκρατικών δεσποτών στον κόσμο των οποίων κινούνταν ο ποιητής της. Στην μεταγενέστερη Οδύσσεια οι θεοί ενεργούν πλέον με κίνητρο το δίκαιο και για πρώτη φορά διατυπώνεται ρητά στα λόγια του Δία η αρχή πως ο άνθρωπος είναι από ένα σημείο και πέρα υπεύθυνος για τις πράξεις του. (α32-34)
Η ιδέα της μέλλουσας ζωής που θα δούμε στην αρχαϊκή εποχή, στα έπη υπάρχει μόνο με τη μορφή της ψυχής σαν μια χλωμή αδύναμη εικόνα. Οι νεκροί υπάρχουν αλλά είναι αδύναμα, ανεγκέφαλα πλάσματα, που φτεροκοπούν εδώ και κει στο σκοτεινό Άδη, φτωχές υπάρξεις για το ρωμαλέο και φιλοπόλεμο νου του αρχαίου πολεμιστή. Στην Οδύσσεια για μία μόνο φορά εμφανίζεται η ιδέα των Ηλυσίων πεδίων, στα πέρατα της γης σε ένα ειδυλλιακό τόπο και όχι στον κάτω κόσμο, (δ.561) που όμως δεν αφορούσαν τους συνηθισμένους ανθρώπους, αλλά προορίζονταν για μια προνομιούχα τάξη που συγγένευε με τους θεούς, ειδικότερα με το ανθρώπινο στοιχείο των θεών. Σε μεταγενέστερες εποχές αυτές οι διεκδικήσεις βασίζονταν στο θεϊκό στοιχείο των ανθρώπων.
Ας μην ξεχνούμε ότι αυτοί για τους οποίους τραγουδούσε ο Όμηρος ανήκαν σε μια ανώτερη άρχουσα τάξη, που απολάμβανε την ευζωία και είχαν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται γι’ αυτή τη ζωή και να αδιαφορούν για οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί μετά από αυτήν, αφού η στέρηση των ωραίων πραγμάτων που απολαμβάνουν στο παρόν, δεν μπορεί παρά να είναι μια φοβερή συμφορά. Φυσικά μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε πως δεν είχαν τις ίδιες αντιλήψεις οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες πιθανότατα ήταν πιο κοντά στις χθόνιες, μυστικιστικές και εκστατικές θεότητες από ότι στις ολύμπιες.
Παρόλο που από την προομηρική θρησκεία, επιβίωσαν αρκετά στοιχεία, η ομηρική πίστη είναι νέα, φωτεινή, απροβλημάτιστη, απαλλαγμένη συνειδητά από τα χθόνια στοιχεία. Ιδιαιτέρως παραμερίστηκε η λατρεία της μητέρας Γης, της Γης και της Δήμητρας, δε γίνεται λόγος για ενοχή και μίασμα (που φέρνει κυρίως το αίμα) αλλά για αποζημίωση και εξορία, ενώ απουσιάζουν το μυστήριο, ο αποκρυφισμός, η πίστη στα φαντάσματα και τις μαγικές διαδικασίες, που ποτέ όμως δεν έπαψαν να υπάρχουν κυρίως στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Η καθαρότητα και η διαύγεια της ομηρικής πίστης, κατά τον Snell, πιθανόν οφείλεται στους αριστοκράτες των πόλεων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, φεύγοντας από τη μητροπολιτική Ελλάδα άφησαν πίσω τους τις σκοτεινές δυνάμεις του τόπου τους και δημιούργησαν με το επικό τραγούδι τούς θαυμαστούς Ολύμπιους θεούς και τους Αχαιούς ήρωες, και ως ανάμνηση που δεν έσβησε κατά τους σκοτεινούς χρόνους, της ηρωικής μυκηναϊκής εποχής, και από νοσταλγία για την εγκαταλειμμένη πατρίδα.
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ
Αφήνοντας τον κόσμο του Ομήρου και πριν περάσουμε στην αρχαϊκή εποχή, ας περιγράψουμε τις συνθήκες που προηγήθηκαν και οδήγησαν προς αυτήν:
Τα έπη, κυρίως η Ιλιάδα , εξυμνούν, όπως είπαμε, την αριστοκρατία των μυκηναϊκών ανακτόρων αλλά η διαμόρφωσή τους έγινε κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων, όπου έχουμε την κατάρρευση του μυκηναικού πολιτισμού. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ολοκληρωτική ρήξη με το παρελθόν και ασυνέχεια με τις μορφές οργάνωσης και εξουσίας που ακολούθησαν. Εύλογα υποθέτουμε πως μετά τους πρώτους κλυδωνισμούς τα μέλη των κοινωνιών οργανώθηκαν εκ νέου σε σχηματισμούς που εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους. Μετά την εξαφάνιση του μυκηναϊκού άνακτος, γύρω από τον οποίον ήταν οργανωμένη η ζωή του λαού, και την κατάρρευση του πολύπλοκου γραφειοκρατικού μηχανισμού και της οικονομίας, που βασίζονταν στην εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων, αναδύθηκαν τα αριστοκρατικά γένη, τα ταξικά χαρακτηριστικά των οποίων μονοπωλούν με τη δράση τους την αφήγηση των επών. Η οικονομία μεταβάλλεται σε οικιακή με αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο θεσμός της οικογένειας και κατ’επέκταση της φυλής και της κοινότητας ως προστατευτικός παράγοντας των μελών της με επικεφαλής τον πατέρα. Η πορεία που ακολούθησε η θρησκεία κατά τη διάρκεια αυτών των σκοτεινών αιώνων μέχρι την εμφάνιση των ομηρικών επών τον 8 αιω παραμένει ασαφής.
Επίσης θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, όταν περνούμε από τη μία εποχή στην άλλη, δεν πρέπει να βάζουμε αυστηρές χρονολογικές γραμμές, γιατί αυτό θα σημαίνει ρήξη με το παρελθόν και μπορεί να μας οδηγήσει στην αίσθηση της ιστορικής ασυνέχειας, πράγμα που είναι λάθος, αφού η μετάβαση γίνεται πάντοτε βαθμιαία με μια συγχώνευση, προσαρμογή ή εξέλιξη των υπαρχόντων ιδεών, κοντά στις καινούριες που αναφύονται. Το ίδιο συμβαίνει και στο θρησκευτικό τομέα: συχνά μια ιδέα δρα μυστικά μέσα στη θρησκευτική συμπεριφορά πολύ πριν φτάσει στο σημείο να σχηματοποιηθεί με σαφήνεια. Για παράδειγμα, οι ιδέες για τη μεταθανάτια ζωή, ή τη μεταθανάτια τιμωρία, που είναι βασικές στην αρχαϊκή εποχή, είναι πολύ παλαιότερες, αφού η οικοσυσκευή των τάφων δείχνει ότι ήδη από τη νεολιθική εποχή ο άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη για τροφή, ποτό, ρουχισμό, διασκέδαση και μετά το θάνατο, αλλά και η μεταθανάτια τιμωρία υπάρχει στην Ιλιάδα (3.278), για συγκεκριμένα παραπτώματα προς τους θεούς, (πχ καταπάτηση του όρκου)και στην Οδύσσεια πιο εκτεταμένα,. Επίσης, στα έπη υπάρχουν θρησκευτικές ιδέες που τις συναντούμε με αξιοθαύμαστη πιστότητα και στην αρχαϊκή εποχή, και επέζησαν ακόμη και μέχρι την κλασική εποχή στους συγγραφείς εκείνους που εξακολουθούν να διατηρούν την αρχαϊκή άποψη (Πίνδαρος, Σοφοκλής, κυρίως Ηρόδοτος). Υπάρχουν όμως και βασικές διαφορές ως προς την θρησκευτική στάση ανάμεσα στην αρχαϊκή εποχή και σε αυτήν που συναντούμε στον κόσμο του Ομήρου, όπως η σχέση σώματος και ψυχής, που θα τις αναφέρουμε στη συνέχεια. Βεβαίως, όπως προείπαμε, οι ιδέες που εκφράζουν οι επικοί ποιητές εκπροσωπούν τις ανώτερες τάξεις και πιθανότατα αγνόησαν ή περιόρισαν στο ελάχιστο πολλές δοξασίες και τελετές της παραδοσιακής πίστης, που δεν ήταν αρεστές ή φαίνονταν βάρβαρες στο αριστοκρατικό ακροατήριό τους. Άλλωστε και ο Ησίοδος έκανε τις επιλογές που ταίριαζαν σε έναν αγροτικό πολιτισμό.
Περνώντας τώρα στην αρχαϊκή εποχή, ας δώσουμε μια περιγραφή αυτής της φοβερά ενδιαφέρουσας περιόδου, που χρονικά τοποθετείται από τον 8 περίπου αι μέχρι τους περσικούς πολέμους, αρχές του 5 αι, και η οποία θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τις θρησκευτικές ιδέες που αναδύθηκαν. Στην ηπειρωτική κυρίως Ελλάδα η αρχαϊκή εποχή ήταν καιρός υπερβολικής προσωπικής ανασφάλειας. Οι μικρές πυκνοκατοικημένες, μετά την δωρική εισβολή, πολιτείες περιήλθαν σε φτώχεια, ολόκληρες τάξεις καταστράφηκαν από την οικονομική κρίση του 7αι με επακόλουθες πολιτικές συγκρούσεις, που τον 6αι εξελίχτηκαν σε φονικούς ταξικούς πολέμους. Η συνακόλουθη αναστάτωση των κοινωνικών στρωμάτων έφερε στην επιφάνεια παλαιά πολιτιστικά πρότυπα που ο κοινός άνθρωπος δεν είχε ξεχάσει ποτέ εντελώς, Συγχρόνως, όμως, με το άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας στο εμπόριο και τον αποικισμό τον 7αι οι Έλληνες ήλθαν σε επαφή με ανατολικούς και βορειοανατολικούς πολιτισμούς (Σαμανισμός), οι οποίοι επηρέασαν τις παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις, καλύπτοντας τις ανάγκες της εποχής που πια δεν ικανοποιούνταν από τη συλλογική Διονυσιακή θρησκεία.
Το πρόβλημα της δικαιοσύνης ήταν η κύρια γραμμή των αγώνων της αρχαϊκής εποχής, αλλά η μάχη για δικαιοσύνη δόθηκε στο κοινωνικό πεδίο. Στο θρησκευτικό πεδίο η παρατεταμένη εμπειρία της ανθρώπινης αδικίας οδήγησε στην αντισταθμιστική πίστη πως υπάρχει δικαιοσύνη στους ουρανούς. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο που ο πρώτος Έλληνας που διακήρυξε τη θεία δικαιοσύνη και την ανάγκη σύμπνοιας ανάμεσα στους ανθρώπους ήταν ο Ησίοδος, που ταλαιπωρήθηκε από άδικες δικαστικές αποφάσεις. Ούτε είναι τυχαίο πως την εποχή εκείνη η θλιβερή μοίρα που επικρέμεται πάνω και από τους πλούσιους και ισχυρούς, η ανατροπή των οποίων είναι συχνή, γίνεται κοινό θέμα των ποιητών σε αντίθεση με τον Όμηρο, όπου οι πλούσιοι έχουν την τάση να είναι ιδιαίτερα ενάρετοι. Μια τελευταία παράμετρο που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι ο θεσμός της οικογένειας. Όπως προείπαμε, μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων ενισχύθηκε η οικογένεια ως μία οργανωμένη ενότητα. Η οργάνωσή της καθαρά πατριαρχική. Ο πατέρας είναι ο «οίκοιο άναξ», ο βασιλιάς του οίκου. Στα πρώιμα χρόνια η εξουσία πάνω στα παιδιά απεριόριστη. Ο γιος σε σχέση με τον πατέρα είχε καθήκοντα, όχι δικαιώματα, και η ζωή του ήταν επιμήκυνση της ζωής του πατέρα του οποίου κληρονομούσε τα ηθικά χρέη, όπως κληρονομούσε και τα εμπορικά του. Ήδη όμως από τον 6αι παρατηρείται η τάση χαλάρωσης των οικογενειακών δεσμών και αύξησης του αιτήματος για ατομική έκφραση και προσωπική ευθύνη. Αυτό μαρτυρείται και από τη νομοθετική παρέμβαση του Σόλωνα, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, αλλά και έμμεσα από τον ιδιότυπο τρόμο με τον οποίον αντιμετώπιζαν οι Έλληνες τις επιθέσεις κατά του πατέρα, που ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζονται, αλλά και από τις ιδιαίτερες θρησκευτικές κυρώσεις στις οποίες πίστευαν πως εκτίθεται ο δράστης.
Όλες αυτές οι συνθήκες που περιγράψαμε θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τη μεγάλη θρησκευτική κινητικότητα που παρατηρείται την εποχή αυτή.
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Ενδεχομένως η θρησκεία του προελληνικού πληθυσμού, περιλάμβανε κάποια τάση έκστασης, που φάνηκε στη λατρεία της φύσης και των θεοτήτων της βλάστησης, οι οποίες είχαν σχέση με τη ζωή και το θάνατο. Κατά την αρχαϊκή εποχή αναβίωσε αυτή η θρησκευτική έκσταση, όπως φαίνεται και από τους μύθους που αφορούν τη γέννηση τής Διονυσιακής εκστατικής, συλλογικής λατρείας, και τους οποίους οι ποιητές αναμόρφωσαν στις γνωστές περιγραφές της ακατανίκητης και ακατάλυτης δύναμης του θεού (πχ Βάκχες). Μια λατρεία που κέρδιζε και άνδρες και γυναίκες, ίσως περισσότερο τις γυναίκες, οι οποίες, όχι βεβαίως όλες, ευκολότερα από τους άνδρες συναρπάζονται από μια συγκινησιακή θρησκεία. Η βασική ιεροτελεστία που γινόταν από τις μαινάδες, γυναίκες που με συνοδεία μουσικής και χορού-όρχησης, έπεφταν σε διανοητική αναταραχή κατά το αποκορύφωμα της έκστασης, ήταν ο τεμαχισμός ενός ζώου και η ωμοφαγία, ως μια ένωση με το θεό Διόνυσο. Σίγουρα πρόκειται για ένα πρωτόγονο, βαρβαρικό έθιμο ως αποτέλεσμα της τάσης για έκσταση και βίαιη έκφρασή της, που υπήρχε και υπάρχει στο βάθος της ψυχής πολλών ανθρώπων για άγνωστους λόγους. Από την άλλη όμως είχε και μια κοινωνική λειτουργία – καθαρτική. Έδινε διέξοδο στις άλογες ορμές και αγωνίες που χαρακτήριζαν την εποχή: όπως η ανασφάλεια, ο φόβος του θείου, ο φόβος του μιάσματος, το βάρος της ατομικότητας, που όπως είπαμε είχε αρχίσει ήδη να αναδύεται, που θα δούμε στη συνέχεια. Ο Διόνυσος προσέφερε ελευθερία, χαρά, προσιτά σε όλους, δούλους και ελεύθερους, που αποκλείονταν από τις παλιές αριστοκρατικές τελετές. Η Διονυσιακή λατρεία, τα Διονυσιακά όργια, εξαπλώθηκαν από τη Θράκη ή τη Φρυγία σε όλη την Ελλάδα, αλλά σύντομα συνάντησαν την ήρεμη, νηφάλια θρησκεία των Ελλήνων, τη λατρεία του θεού Απόλλωνα, του θεού που υποσχόταν ασφάλεια. Έτσι προσαρμόστηκαν, συνδέθηκαν και λατρεύονταν μαζί στους Δελφούς, Απόλλωνας και Διόνυσος, ο οποίος, αφού περικόπηκαν τα επικίνδυνα στοιχεία της λατρείας του, πήρε θέση στην επίσημη λατρεία της πολιτείας. Αυτό σηματοδότησε άφθονες και μοναδικές κινητήριες δυνάμεις. Αρκεί να θυμηθούμε πως οι δραματικές παραστάσεις ήταν μέρος της λατρείας του Διονύσου.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που συναντούμε στην πρώιμη αρχαϊκή λογοτεχνία είναι η βαθιά συνείδηση της ανθρώπινης ανασφάλειας και η αίσθηση της απόλυτης εξάρτησης του ανθρώπου από την αυθαίρετη Δύναμη. Αυτό ευνόησε την ανάπτυξη της πίστης στους δαίμονες, και αυτό με τη σειρά του ευνόησε την καταφυγή σε μαγικές διαδικασίες για να ανακουφιστούν έγκλειστα και διαψευσμένα αισθήματα που δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο. Η ιδιότροπη αυτή Δύναμη μάλιστα φθονεί την υπερβολική επιτυχία. Τις αρχέγονες αυτές αντιλήψεις βεβαίως τις συναντούμε και στον Όμηρο (Αχιλλέας, Καλυψώ) όμως στην αρχαϊκή εποχή γίνονται πολύ πιο έντονες και παίρνουν άλλη διάσταση, όπως θα δούμε. Τον ομηρικό άνθρωπο αυτή η αίσθηση της αδυναμίας και του θείου φθόνου δεν τον εμποδίζουν από το να δρα θαρραλέα γνωρίζοντας τον επικείμενο κίνδυνο (Αχιλλέας) ούτε φοβάται το θεό περισσότερο από τον βασιλιά του .
Στην αρχαϊκή όμως εποχή, όπου η απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη είναι πολύ πιο έντονη, ο φθόνος των θεών γίνεται απειλή και φόβος και ερμηνεύεται ως τιμωρία, ως νέμεσις που επέρχεται από τους θεούς λόγω της ύβρεως, της αλαζονικής δηλ. συμπεριφοράς, που αποκτά ο κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά επιτυχημένος, ο ευτυχισμένος άνθρωπος. Και τούτο γιατί, όταν ο άνθρωπος έχει περισσότερα από όσα του αναλογούν στο μερίδιό του, γίνεται υπερόπτης, πράγμα που προκαλεί την αγανάκτηση και πρέπει να τιμωρείται. Και καθώς ο θεϊκός νόμος δεν λαμβάνει υπόψη το κίνητρο και την ανθρώπινη αδυναμία, οι ολύμπιοι θεοί τείνουν να γίνουν θρησκεία φόβου. Ήδη το να είναι κανείς θεουδής - θεοφοβούμενος- στην Οδύσσεια (ι.176) ήταν αρετή μέχρι τα χρόνια του Αριστοτέλη, στον οποίο συναντούμε για πρώτη φορά τη λέξη φιλόθεος, αφού στο αρχαιότερο ελληνικό λεξιλόγιο λείπει η αγάπη προς το θεό.
Η ύβρις, που για τον Ηράκλειτο θεωρείται ιερά νόσος και είναι αναγκαίο να σβήνεται περισσότερο από την πυρκαγιά, και η συνακόλουθη νέμεσις συνδέονται με την αντίληψη που είχαν οι Έλληνες για την ανταποδοτική δικαιοσύνη (δίκην δίδωμι ή τίνω τινι=τιμωρούμαι) δηλ. ότι ο κάθε ένοχος έπρεπε να πληρώνει για τις αδικίες που έκανε, και, επειδή αυτό δεν συνέβαινε συχνά στην καθημερινή ζωή, προέκυψε η θρησκευτική σκέψη της απόδοσης της δικαιοσύνης από την υπερφυσική δύναμη, και ειδικότερα από τον Δία, ο οποίος ήδη στην Οδύσσεια προστατεύει τους ικέτες, τους ξένους και τους ζητιάνους(οδ.6.207), σαν μια πρόγευση του ησιόδειου εκδικητή των φτωχών και καταπιεσμένων. Σε μια εποχή ανασφάλειας, φτώχειας, πλουτισμού, ανατροπών, μεταβολών, που η δύναμη της πολιτείας ήταν ακόμη ασθενής, η υπόσχεση τιμωρίας για τους ενόχους, και η ιδέα ότι ο θεός φρόντιζε για την δίκαιη ανταπόδοση, έδινε θάρρος και ασφάλεια στον άνθρωπο.
Επιπλέον, η ύβρις του ανθρώπου και η νέμεσις των θεών αιτιολογεί και την εναλλαγή ανάμεσα στην καλή και την κακή τύχη, αυτόν τον τροχό για τον οποίο ο Ηρόδοτος λέει ότι γυρίζει συνεχώς και δεν αφήνει τον ίδιο άνθρωπο να έχει την ίδια τύχη με το μέρος του πάντα. Αφετηρία αυτών των αλλαγών της τύχης είναι βεβαίως οι θεοί. Και εδώ πλέον εμφανίζονται και οι πρώτες κριτικές για το κατά πόσο είναι δίκαιη η θεϊκή διακυβέρνηση του σύμπαντος, αφού ο Δίας, ενώ είναι παντοδύναμος και παντογνώστης, πολλές φορές επιτρέπει η κακή τύχη να πέφτει πάνω στον δίκαιο και η καλή πάνω στον άδικο, όπως το ακούμε και σε μια ελεγεία του ποιητή Θέογνη. (6 αιω. ~548)
Επειδή λοιπόν σε μια τέτοια εποχή, όπου οι φαύλοι θάλλουν (το ρήμα στον Ησίοδο) η θεία δικαιοσύνη δε φαίνεται, παρά μόνο στους πιστούς, να ενεργεί γρήγορα και φανερά στη διάρκεια της ζωής, και επειδή ήταν ανάγκη να διατηρηθεί η πίστη σε αυτή, ο άνθρωπος απαλλάχτηκε από το φυσικό όριο του θανάτου. Έτσι πια ο ένοχος μπορεί να τιμωρηθεί ο ίδιος μετά το θάνατό του ή να τιμωρηθεί μέσω των απογόνων του.
Στο πρώτο θα αναφερθούμε αργότερα. Το δεύτερο, η τιμωρία του ενόχου μέσω των απογόνων του, χαρακτηριστικά αρχαϊκό δόγμα, αποτελεί διδασκαλία του Ησιόδου, το συναντούμε και στο Σόλωνα και στο Θέογνι, οι οποίοι μάλιστα παρατηρούν την αδικία που υπάρχει σε αυτό. Ο Ησίοδος παρουσιάζει πλέον την άτη ως τιμωρία της ύβρεως, αφού πλέον έχει την έδρα της στο «θυμό», σε αντίθεση με τον Όμηρο, και παρατηρεί με ικανοποίηση πως «ούτε ένας ευγενής δεν μπορεί να την αποφύγει (εργα214) αφού, όπως λέει και ο Θέογνις214 αν το «κακό χρέος» δεν πληρωθεί, ενόσω ζει, η άτη – η τιμωρία –ο όλεθρος θα πέσει πάνω στους απογόνους του παραβάτη. Αρχίζει πλέον να διαφαίνεται η συνειδητοποίηση, έξω από τη λογική, πως υπάρχει ένας μυστηριώδης δεσμός, ανάμεσα στο έγκλημα και στην τιμωρία.
Επιπλέον, από καθαρά θρησκευτική άποψη για τον αρχαϊκό άνθρωπο αυτό που προκαλούσε περισσότερο φόβο ήταν η αντίληψη πως η άτη – η πλάνη δεν ήταν απλώς τιμωρία που οδηγεί σε συμφορές αλλά και σκόπιμη απάτη από κάποιο πονηρό δαίμονα που παρασύρει το θύμα σε νέο σφάλμα, ηθικό ή νοητικό, και οδηγείται έτσι στην αυτοκαταστροφή του. Είναι το γνωστό δόγμα «μωραίνει κύριος ον βούλεται απολέσαι» αλλά και «το κακό φαίνεται για καλό σ’αυτόν του οποίου το μυαλό ο «θεός άγει προς άταν» οδηγεί προς την πλάνη, που ακούμε στην Αντιγόνη. Και αυτό βεβαίως για να τον τιμωρήσει προς το συμφέρον της κοσμικής τάξης. Σε διάκριση από το θείο, οι δαίμονες, που είναι πιο επίβουλοι, πιο ολέθριοι, πιο επίμονοι, είτε ως μια ακαθόριστη υπερφυσική δύναμη που βάζει σε δοκιμασία τον άνθρωπο, είτε ως πηγή κακής τύχης, είτε ως μοίρα, πεπρωμένο με το οποίο γεννιέται, ήταν μια πίστη που οδήγησε σταδιακά στον υποβιβασμό της λέξης στη σημερινή σημασία της που εξακολουθούσε και εξακολουθεί να ζει στη λαϊκή ψυχή και πίστη. Τη δεισιδαιμονία αυτή ο Πλάτων προσπάθησε να τη μεταβάλει εντελώς: ο δαίμονας γίνεται ένα έξοχο πνεύμα – οδηγός, που μάλιστα («Φαίδων» 1071, Πολιτεία617DE, 620DE) το διαλέγει η ίδια η ψυχή ως οδηγό της, ενώ στον Τίμαιο ταυτίζεται με τον καθαρό λόγο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη δαίμων μεταγενέστερα χρησιμοποιούνταν κυρίως για τους μικρότερους θεούς ενώ οι Αθηναίοι ρήτορες προσέγραφαν την κακή τύχη σε ένα δαίμονα, διστάζοντας να θεωρήσουν τους θεούς υπεύθυνους γιαυτό. Αυτή είναι η αρχή του υποβιβασμού της λέξης που οδήγησε στη σημερινή σημασία τη. Σπανίως η λέξη δαίμων σήμαινε «ένας θεός», και αυτό μόνον στους ποιητές.
Η ιδέα της κληρονομικής ενοχής και της μετατιθέμενης τιμωρίας, και όχι βεβαίως η επιβράβευση της αρετής, γινόταν αποδεκτή από τους ανθρώπους λόγω και της πίστης τους στην οικογενειακή αλληλεγγύη που, όπως επισημάναμε, ήταν έντονη στην αρχαϊκή εποχή, όπως άλλωστε και σε άλλες πρώιμες κοινωνίες. Η απελευθέρωση του ατόμου από τα δεσμά της φυλής και της οικογένειας και η ανάδυση του ως προσωπικότητα με προσωπικά δικαιώματα και προσωπικές ευθύνες, που τη συναντούμε ήδη στη λυρική ποίηση, επιτεύχθηκε την κλασική εποχή, την εποχή του ορθολογισμού. Όμως, ακόμη και αιώνες μετά, που η απελευθέρωση οριστικοποιήθηκε με νόμο, η κληρονομική ενοχή στο επίπεδο της θρησκείας παρέμενε ολοζώντανη. Γνωστή η έκφραση «αμαρτίες γονέων παιδεύουσιν τέκνα».
Όλα αυτά μας οδηγούν σε ένα άλλο χαρακτηριστικό της αρχαϊκής εποχής. Ο καθολικός φόβος για το μίασμα και τον συνακόλουθο πόθο για τελετουργική κάθαρση. Πίστευαν πως το μίασμα από πολλές αφορμές, όπως είπαμε, ήταν και κολλητικό ή και κληρονομικό από κάποια ξεχασμένη αμαρτία ενός προγόνου και έπρεπε να καθαρθούν, ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες και όλα αυτά για να μην δυσαρεστήσουν τους θεούς. Παρόλο που το θέμα των καθαρμών έφθανε σε ακρότητες με επαγγελματίες καθαρτές να τριγυρνούν κάνοντας πολύπλοκες και ρυπαρές ιεροτελεστίες, οι Έλληνες κράτησαν τις εντολές που αφορούσαν στον εξαγνισμό σε λογικά πλαίσια και δεν τις ανέπτυξαν σε τελετουργικό νόμο που καθόριζε όλη τους τη ζωή, όπως ίσχυε στα μυστικιστικά κινήματα, που θα αναφέρουμε αργότερα. Αυτή η έννοια της καθαρότητας, αργά και αβέβαια, μεταφέρθηκε από τη μαγική στην ηθική σφαίρα και έγινε αφετηρία ηθικών εντολών. Από τα τέλη του 5 αιω αρχίζουμε να ακούμε συγκεχυμένα στην αρχή (Ευριπίδης Ιππόλυτος) και πιο εμφανώς αργότερα πως τα καθαρά χέρια μόνο δε φθάνουν, πρέπει να είναι καθαρή και η καρδιά
Κατά τον 6αι, που έβραζε από θρησκευτική ανησυχία, και όχι μόνον, με νέες παρορμήσεις και νέες ιδέες, έκαναν την εμφάνισή τους θρησκευτικά μυστικιστικά κινήματα που συνδέονταν άμεσα με την αφύπνιση της ατομικότητας. Το άτομο ως αντίδραση κατά της παλαιότερης στενής συλλογικής πίστης στους προγόνους, αναζητούσε μια θρησκεία που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις βαθύτερες πνευματικές του ανάγκες. Τέτοια κινήματα ήταν ο Ορφισμός, ο Πυθαγορισμός, που γεννήθηκαν στη Μεγάλη Ελλάδα, αλλά και τα Ελευσίνια και Καβείρια μυστήρια για τα οποία γνωρίζουμε ελάχιστα και πιθανότατα προϋπήρχαν.
Ο ορφισμός ήταν μια μυστικιστική κίνηση πολύ σημαντική από θρησκευτική άποψη αλλά και αμφισβητήσιμη από πολλούς μελετητές, ενώ άλλοι την ταυτίζουν με τον Πυθαγορισμό. Είναι αξιοπερίεργο ότι τις περισσότερες πληροφορίες για αυτές τις κινήσεις τις αντλούμε από πηγές της ελληνιστικής εποχής, ενώ οι παλαιότερες πηγές είναι σπάνιες και ασαφείς, μας δίνουν όμως μια εικόνα των νέων ιδεών τις οποίες έφεραν στη θρησκευτική ζωή της αρχαίας Ελλάδας. Είναι γεγονός πως είτε με τη μυθική ορφική κοσμογονία είτε με τη μαθηματική σύλληψη και ερμηνεία της πραγματικότητας από τους πυθαγόρειους, διατυπώθηκαν ιδέες, ασυνήθιστες και πρωτότυπες, που μπορεί να ήταν κατανοητές από λίγους και εκλεκτούς, όμως επηρέασαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τη θρησκευτική και φιλοσοφική σκέψη όχι μόνον εκείνης της εποχής αλλά και μεταγενέστερα.
Μέσα από τη συνειδητοποίηση της αρμονίας και τάξης του Σύμπαντος, την προσπάθεια ερμηνείας της προέλευσής του, αλλά και από τις ανατολικές και βορειοανατολικές επιδράσεις, όπως ο Σαμανισμός, αναδύθηκε η ιδέα της ανάμιξης στην ανθρώπινη φύση του θεϊκού και του ανθρώπινου στοιχείου, το καλό και το κακό. Αυτό οδήγησε στο δυισμό του σώματος και της ψυχής: η ψυχή αποτελεί το θεϊκό και επομένως το αθάνατο στοιχείο του ανθρώπου. Αυτή βρίσκεται κλεισμένη σαν σε φυλακή μέσα στο σώμα, στο φθαρτό στοιχείο του ανθρώπου, έως ότου δώσει ικανοποίηση για τα αμαρτήματά της και ενωθεί με το θείο. Και έτσι φθάνουμε στην τιμωρία του ενόχου μετά το θάνατό του.
Με αυτή την εντελώς διαφορετική από την ομηρική αντίληψη (το ζωντανό σώμα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και η ψυχή μια ωχρή σκιά χωρίς ζωή) μεταστροφή της σχέσης σώματος – ψυχή συνδέεται η ανάγκη για ενότητα με τους θεούς, που οδηγεί στο μυστικισμό της λατρείας και του δόγματος, καθώς επίσης και ο ασκητικός τρόπος ζωής, οι κανόνες στις τελετουργίες και στη ζωή για τον εξαγνισμό όχι μόνον από την κληρονομημένη ενοχή αλλά και από όλο το μίασμα που έδινε η σάρκα, γιατί τώρα πλέον έδιναν έμφαση στην αγνότητα ως μέσο σωτηρίας παρά στη δικαιοσύνη. Επίσης με αυτή τη μεταστροφή της σχέσης σώματος– ψυχής συνδέεται η ανάπτυξη της ιδέας της μετενσάρκωσης, η επανάληψη των γεννήσεων και των θανάτων. Όταν πλέον οι ανάγκες για δικαιοσύνη δεν καλύπτονταν μόνο από την κληρονομική ενοχή, που ήταν άδικη, ούτε από τη μεταθανάτια τιμωρία των φαύλων, που δεν εξηγούσε, γιατί οι θεοί ανέχονταν τόσο πολύ τα αδικαιολόγητα βάσανα των αθώων, έτειναν να πιστεύουν ότι καμία ψυχή δεν ήταν αθώα και πλήρωνε για σφάλματα προηγούμενων ζωών και ότι με τη μετενσάρκωση, με αυτό το ταξίδι, εκπαιδεύεται η ψυχή, μέχρι να απελευθερωθεί από τον κύκλο των γεννήσεων και να επιστρέψει στη θεϊκή της αρχή και στην αθανασία. Ίσως έτσι εξηγούνται και τα ανεξήγητα συναισθήματα ενοχής της αρχαϊκής εποχής. Τέλος, με τη μεταστροφή της σχέσης σώματος - ψυχής συνδέεται και ο μετασχηματισμός του κάτω κόσμου, όπου πλέον μετακομίζουν εκεί και τα Ηλύσια πεδία, και οι καλοί δηλ. οι μυημένοι, οι πιστοί, ζουν σε μακαριότητα ενώ οι κακοί δηλ. οι μη μυημένοι τιμωρούνται.
Υπήρξαν και οι εξαιρετικοί άνθρωποι, όπως ο Ερμότιμος ο Κλαζομένιος, ο Επιμενίδης, ο κρητικός μάντης, ο Πυθαγόρας και ο Εμπεδοκλής, των οποίων η ψυχή εγκατέλειπε το νεκρό ή σε καταστολή σώμα και περιπλανιόταν μόνη της, ελεύθερη, σε μέρη μακρινά, όπου έβλεπε τι γίνεται εκεί και, μετά την επιστροφή της στο σώμα, τα μετέφερε ως θρησκευτικά ποιήματα, και ως επιδεξιότητα στη μαντεία, ή στη μαγική ιατρική.
Όλες αυτές οι ιδέες, δοσμένες με μια φανταστική και παράξενη μυθολογική μεταμφίεση (πχ η τιτανική ενοχή) με την οποία δε θα ασχοληθώ για να μην απομακρυνθώ από την ουσία, μέσα από τους λεγόμενους ιερούς λόγους, κυρίως ποιήματα, μπορεί να μην ήταν κατανοητές στο ευρύ κοινό όμως, όταν υπερίσχυσε η ανάγκη του Ελληνικού πνεύματος για σαφήνεια και πλαστική ομορφιά, χωρίς ομίχλες και νεφελώδεις μορφές, παραδόξως βυθίστηκαν στο επίπεδο του όχλου, όπου παρέμειναν, έως ότου ο ελληνικός ορθολογισμός υποχώρησε, και ξαναβγήκαν στην επιφάνεια και έγιναν ένας ισχυρός παράγοντας στη νέα θρησκευτική κρίση του αρχαίου κόσμου κατά την ελληνιστική εποχή, ενώ την επίδρασή τους τη συναντούμε έως τους πρώτους αιώνες μΧ, αφού χριστιανοί απολογητές αισθάνονταν την ανάγκη να τις πολεμήσουν.
Στον 6 όμως αι. ήταν που στην άλλη πλευρά της Ελλάδας, στην Ιωνία, αρχίζει με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους (Θαλής ο Μιλήσιος7ος-6αι.(πρώτη αρχή:νερό), Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος 7ος-6αι.(άπειρο), Αναξιμένης ο Μιλήσιος 6αι.(αέρας)) η πρώτη μετάβαση από το μύθο, στο Λόγο, και για πρώτη φορά επιλέγουν μια φυσική και όχι θεϊκή αρχή του σύμπαντος. Έτσι αρχίζει και η πρώτη αμφισβήτηση των θεών, της μαντείας, των τελετουργικών καθάρσεων, την εξέλιξη της οποίας θα δούμε στον επόμενο αιώνα, τον αιώνα του λεγόμενου Ελληνικού Διαφωτισμού. Τη βλέπουμε έντονα στον Εκαταίο, τον Ξενοφάνη, τον Ηράκλειτο. Ο Εκαταίος, ο Μιλήσιος, ιστοριογράφος και γεωγράφος (έζησε ~ το 500πΧ) πρώτος προσπάθησε να εξορθολογήσει τους μύθους με τη μείωση των υπερβολών και των ασυνεπειών τους, ο Ξενοφάνης, ο Κολοφώνιος(540- 470πΧ) (ιδρυτής της Ελεατικής σχολής στην Κάτω Ιταλία) τους χτύπησε από ηθικής πλευράς και μίλησε για πρώτη φορά για ένα θεό αποκηρύσσοντας τον ανθρωπομορφικό χαρακτήρα του με λογικά επιχειρήματα, ενώ διατύπωσε τη σχετικότητα των θρησκευτικών ιδεών και επισήμανε τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Ο Ηράκλειτος, ο φυσικός φιλόσοφος, ο φιλόσοφος της μεταβολής, θεωρούσε ύψιστη αρετή τη γνώση του Λόγου, του θείου νόμου που τον ταυτίζει με τη Φύση, όπου τα πάντα είναι καλά και δίκαια. Επικρίνει ποιητές και φιλοσόφους που με φανταστικά όντα και αναπόδεικτες ιδέες, που τις παρουσιάζουν σαν πραγματικές, παρασύρουν τους ανθρώπους σε επιβλαβείς απόψεις για μετά θάνατον ζωή, σε προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες με ιεροτελεστίες και καθαρμούς, αλλά επικρίνει και τους πολλούς ανθρώπους, που ενώ έχουν τη λογική ικανότητα να έχουν καλή γνώση των πραγμάτων, αφήνουν με ευπιστία και νωθρότητα να παρασύρονται από αυτές και, καθώς απομακρύνονται από τη φύση, χάνουν το νόημα της ζωής, που μόνο αυτή, η φύση, άμεσα ή έμμεσα μπορεί να τους διδάξει.
Τέλος, με την καταπληκτική, κατά τη γνώμη μου, έκφραση «ήθος ανθρώπω δαίμων» ότι το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του, απορρίπτει όλο το σύστημα των αρχαϊκών δοξασιών για την έμφυτη τύχη και τη θεία δοκιμασία, ενώ, στοχεύοντας στην ανύψωση των ανθρώπων, τους προτρέπει να γνωρίσουν τον εαυτό τους, όπως έκανε ο ίδιος ως το πρώτο βήμα προς την ορθή σκέψη και κρίση. «εδιζησάμην εμεωυτόν»=ερεύνησα τον εαυτό μου, μας λέει,… προσέξτε τον 6 αι πΧ ….!!
Η αντίληψη, βγαλμένη από την πείρα της ζωής, ότι οι θεοί μοιράζουν τη μοίρα των ανθρώπων με τις εναλλαγές της, και το τέλος της, το θάνατο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια απαισιοδοξία, σε μια μοιρολατρία, σε ένα λαό κουρασμένο και παρατημένο από τη ζωή. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η θρησκευτική αντίληψη καθόλου δε μείωσε τη δραστηριότητα των Ελλήνων. Την εποχή εκείνη οι Έλληνες, μέσα από την ευσέβεια και τη διάθεσή τους να είναι αρεστοί στους θεούς ήταν και μοιρολάτρες και δεισιδαίμονες, όμως δεν ήταν ούτε κουρασμένοι ούτε παρατημένοι από τη ζωή, αλλά ήξεραν να την ευχαριστιούνται στο έπακρο. Αυτό φαίνεται και από τους διάφορους παιάνες που σώθηκαν, και όχι μόνον βεβαίως, αλλά κυρίως από τον πολιτισμό που δημιούργησαν και επηρέασαν όλο το δυτικό τρόπο σκέψης και ζωής.
Επάνω στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, υπήρχε γραμμένο το ρητό «γνώθι σεαυτόν». Σημαίνει και την ανάγκη για αυτογνωσία, την οποία εφάρμοσε και πρότεινε, όπως ακούσαμε, και ο Ηράκλειτος, όμως το ρητό αυτό ήταν και ο πυρήνας της αντίληψης που αφορούσε τη σχέση του ανθρώπου προς τους θεούς. Ο άνθρωπος έπρεπε να έχει συναίσθηση της αδυναμίας του και της δύναμης των θεών, του χάσματος που υπάρχει ανάμεσά τους, και να υποτάσσεται σε αυτούς. Μαζί με το ρητό «μηδέν άγαν» και τη συμβουλή «σωφρόνει» προς τον επισκέπτη του ναού, που αναφέρει ο Πλάτωνας, αποδίδουν την ελληνική αντίληψη, που κατά βάση είναι και πολιτική, ότι ο άνθρωπος πρέπει να δείχνει συνετή μετριοπάθεια έχοντας συναίσθηση της θέσης του και όχι δείχνοντας υπεροψία προς τους θεούς και προς τους ανθρώπους. Έτσι διαφυλάσσεται η ειρήνη και με τους θεούς και μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Αυτές ήταν οι βασικές αντιλήψεις που ικανοποιούσαν την ανάγκη για νομιμότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και ειρήνη σε μια ταραγμένη εποχή, όπως η αρχαϊκή.
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Και αφού οι θεοί συνέβαλαν στην καταστολή της κοινωνικής αναταραχής μέσα στις κοινότητες, έδωσαν και τη νίκη απέναντι στους Πέρσες. Μετά από το τέλος των πολέμων ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, με κάποια υπερβολή βεβαίως, δήλωνε «δεν είμαστε εμείς που το κάναμε αλλά οι θεοί και οι ήρωες». Έτσι, στις αρχές τουλάχιστον του 5αι βρίσκουμε τη θρησκεία συνδεδεμένη με την πολιτεία, και μάλιστα τη δημοκρατική πολιτεία, όσο ποτέ, αφού πλέον ο πατριωτισμός βρήκε την έκφρασή του με τη μορφή της θρησκείας, και η εθνική έξαρση απομάκρυνε την τάση για μυστικισμό και έκσταση της αρχαϊκής περιόδου χωρίς βεβαίως να την εξαλείψει. Εθνικό μνημείο νίκης στους Δελφούς, μεγαλόπρεποι ναοί (στην Ολυμπία (για Δία ) και την Αθήνα (Παρθενώνας)), εορτασμοί με σπάταλη μεγαλοπρέπεια εξέφραζαν την ευσέβεια και ευγνωμοσύνη των Ελλήνων στους θεούς, ώσπου η Αθηναϊκή πολιτεία, στην οποία κυρίως αναφερόμαστε, μετέτρεψε τη λατρεία σε επιχείρηση, ενώ βαθμιαία εκμεταλλεύτηκε τη θρησκεία για να αποκτήσει μια πολιτική επιβεβαίωση της ηγεμονικής της πλέον θέσης. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσαν να γεφυρωθούν οι πολιτικές διαφορές. Η ελληνική θρησκεία, αρχίζει πλέον να χάνει την ενοποιητική της δύναμη, τη στιγμή μάλιστα που ελαττωνόταν και η θρησκευτική πίστη με την αναθέρμανση του ατομικισμού.
Όπως καταλάβατε περάσαμε ήδη στην κλασική εποχή, 5 και 4 αι, την εποχή του ελληνικού Διαφωτισμού. Την εποχή που αποκρυσταλλώνεται η αυτογνωσία, η αυτοσυνειδησία, ο ορθολογισμός, οι επιστήμες και η φιλοσοφία. Σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά και οι σοφιστές. Όλα τα θέματα εξετάζονταν πλέον με βάση τον ορθό λόγο, και κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά ερμηνεύονταν σύμφωνα με την ορθολογιστική ιδιοτέλεια και σύμφωνα με την πίστη ότι αρετή είναι, ουσιαστικά, το να ζει κανείς με τρόπο ορθολογιστικό. Αυτό οδήγησε στην πρώτη θρησκευτική κρίση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αφού η θρησκεία υπέστη σκληρή κριτική, η οποία έφθασε μέχρι την πλήρη άρνηση των θεών. Συγχρόνως, όμως ήταν και η εποχή που, ενώ από τη μια μεριά απέρριπτε τους μύθους ως ασυμβίβαστους με τη λογική, από την άλλη πλευρά, μέσα στους κύκλους των ανθρώπων που έμεναν πιστοί στις θρησκευτικές παραδόσεις, τους είδε να απαλλάσσονται από μεγάλο μέρος της παλιάς τους τραχύτητας, και τους ακούμε και σήμερα με υψηλό ηθικό τόνο και αυξημένη ομορφιά στην ποίηση ενός Πινδάρου ή ενός Σοφοκλή, αλλά και τους «βλέπουμε» στις ιδεαλιστικές απεικονίσεις των θεών, που βασίζονται πλέον και στο ρεαλισμό.
Όπως είπαμε, η εξέλιξη προς το Διαφωτισμό ή τον ορθολογισμό και κατ’επέκταση προς την αμφισβήτηση των θεών δεν ξεκίνησε από τους σοφιστές. Την επισημάναμε στους Ίωνες φιλοσόφους. Εδώ παρενθετικά επιτρέψτε μου μια τολμηρή άποψη που σπανίως την λαμβάνουμε υπόψη. Τα πρώτα σπέρματα του ορθολογισμού τα συναντούμε στον Όμηρο. Η χρήση του ειδικού για την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων και η σχέση αιτίου αιτιατού, μεταξύ των άλλων που συναντούμε στα έπη, είναι χαρακτηριστικά του φιλοσοφικού στοχασμού, ο οποίος μάλιστα προαναγγέλλει άμεσα τον επιστημονικό. Άλλωστε ο μύθος και το θρησκευτικό σύστημα του οποίου ήταν μέρος ποτέ δεν έπαψαν να έχουν παράλληλη πορεία σε όλα τα πνευματικά και επιστημονικά κινήματα που αναδύθηκαν στην αρχαιότητα.
Οι σοφιστές όμως ήταν αυτοί που έβαλαν τα θεμέλια της επιστημονικής σκέψης. Τοποθετώντας τον άνθρωπο στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους, συνέβαλαν στη δίχως προηγούμενο άνθηση του πνεύματος, που κορυφώθηκε στα μοναδικά επιτεύγματα της Αθήνας του Περικλή, και έθεσαν τις βάσεις για τα θεμελιώδη ηθικά προβλήματα με βάση την αντίθεση Νόμος – Φύσις. Η φύση ή αυτό που ονομάζουμε φυσικό νόμο, είναι το φυσικά αναγκαίο, που αντέχει στον έλεγχο, την εξέταση και αναγνωρίζεται ως αναπόφευκτο. Ο νόμος είναι ανθρώπινης προέλευσης, είναι αυτό που θεσπίζεται από τον άνθρωπο, τις συνήθειες, τη δικαιοσύνη, τη θρησκεία.
Και επειδή στους δύο αυτούς όρους, φύση – νόμος, απέδωσαν πολλές ερμηνείες, διατυπώθηκαν και πολλά επιχειρήματα διαφορετικών επιδιώξεων. Έτσι έφθασαν, τουλάχιστον στον κύκλο των μαθητών των σοφιστών, να διατυπωθούν οι πιο ακραίες θέσεις που ή αποδέχονταν το νόμο ως το μόνο καθοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης της ζωής, αφού αυτός έφερε τη αιδώ και τη δίκη, ή τον απέρριπταν ως εμπόδιο και αποδέχονταν μόνο τη φύση, θεωρώντας ότι τα πάθη είναι φυσικά και συνεπώς σωστά, άρα ο άνθρωπος έπρεπε να ζει σύμφωνα με αυτήν, ενώ η ηθική είναι μια συνθήκη, δεσμά που έπρεπε να συντριβούν. Έτσι και οι θεοί ως δημιουργήματα των ανθρώπων από φόβο είτε προς τα φυσικά φαινόμενα είτε προς την αδικία, και μάλιστα κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους, επιδέχονταν τουλάχιστον και ηθική κριτική
Οι αμφιβολίες για την ύπαρξη των θεών και η αίσθηση απελευθέρωσης από ασήμαντους κανόνες και αισθήματα ενοχής οδήγησαν στο να ξεθωριάσει μέχρι και να εκλείψει η πίστη στους θεούς κυρίως ανάμεσα στους μορφωμένους, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί πάρα πολύ και το χάσμα ανάμεσα στις δοξασίες των διανοουμένων και του λαού, που ήδη υπονοείται στον Όμηρο, αφού ορισμένες κοινωνικές τάξεις αποκλείονταν από τις νεότερες πνευματικές εξελίξεις, οι οποίες δεν επέφεραν καμιά ουσιαστική αλλαγή στη καθημερινότητά τους.
Ποια ήταν λοιπόν η στάση του μέσου ανθρώπου σε αυτού του είδους τον ορθολογισμό; Η αντίδραση, η αντίσταση, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν επηρεάστηκε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τέτοιου είδους σκέψη.
Ο κοινός άνθρωπος δεν σταμάτησε, από την εποχή του Ομήρου, όπως είδαμε, να αισθάνεται την εμπειρία του πάθους ως κάτι μυστηριώδες και τρομερό, ότι βρίσκεται μέσα του μια δύναμη που δεν μπορεί πάντοτε να την ελέγξει, ούτε σταμάτησε να νιώθει δέος μπροστά στις εναλλαγές της μοίρας. Γι’ αυτό και πάντοτε είχε ανάγκη από θεούς πάνω στους οποίους μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες του, να ζητήσει χάρες, βοήθεια και ανάπαυση. Έτσι, όλες οι θρησκευτικές ιδέες που συναντήσαμε στην αρχαϊκή εποχή διατηρούνται πίσω από το προσκήνιο της σκέψης του 5 αι. Άλλες αυτούσιες, άλλες μεταμορφωμένες, άλλες συγχωνευμένες με τις καινούριες. Βρίσκουμε ιδέες, που πέρα από τη λογική, διατηρούνταν πλάι πλάι και γίνονταν αποδεκτές ταυτοχρόνως από διαφορετικά άτομα ή και από το ίδιο άτομο. Κάποιος μπορούσε να πιστεύει σε μία ή σε όλες από αυτές, αφού δεν υπήρχε κατεστημένη εκκλησία για να πει ότι το ένα είναι αληθινό και το άλλο ψεύτικο. Όλη αυτή η σύγχυση που προκαλείται από όλες αυτές τις απόψεις σχετικά με τις σχέσεις θεών και ανθρώπων είναι ιστορικά κατανοητή, αφού είναι αποτελέσματα της αλλαγής των ανθρώπινων αναγκών στη διάρκεια των αιώνων, αλλά και του γεγονότος ότι δεν υπολογίστηκε, όσο έπρεπε, η επίδραση του συναισθήματος στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές, ευαίσθητοι δέκτες, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό, δίνουν ένα ηθικό νόημα σε όλη αυτή τη σύγχυση, και τη μετουσιώνουν σε υψηλή τέχνη που συγκινεί μέχρι σήμερα.
Ο Αισχύλος (Ελευσίνα 525-456πΧ)βαθιά θρησκευόμενος, πιο κοντά στην αρχαϊκή εποχή, στο μυστήριο και το φόβο, ανυψώνει το Δία σε μια παντοδύναμη και ηθική δύναμη, που διευθύνει τον κόσμο και στέλνει τις τύχες, καλές ή κακές. Επιζητώντας την τάξη, προβάλλει με φλογερή πίστη τη θεϊκή δικαιοσύνη που εκδηλώνεται ως τιμωρία απέναντι στην ανθρώπινη ενοχή, ενοχή από αλαζονεία ή από κληρονομική κατάρα. Θα λέγαμε πως χρησιμοποιεί τις τύχες των ανθρώπων για να προβάλλει τις πράξεις των θεών.
Ο Σοφοκλής, (Κολωνός 496-406 πΧ) ευσεβής, με βαθιά αίσθηση της θεϊκής μεγαλοπρέπειας θεωρούσε τη θρησκεία αυταπόδεικτη ομολογία. Οι θεοί δεν απουσιάζουν από τις τραγωδίες του, όμως είναι απόλυτοι και απόμακροι με ασαφή στο άνθρωπο βούληση, και δε συσχετίζονται πια τόσο με τη δικαιοσύνη. Ζώντας την πολιτική και πνευματική άνθηση στράφηκε στον άνθρωπο. Εκείνο που τον ενδιέφερε ως δραματουργό ήταν τα συναισθήματα, οι πράξεις, τα κίνητρα και τα ελατήρια τους, το ευμετάβλητο της τύχης, σε συνάρτηση με το ανθρώπινο ιδεώδες στο οποίο υπακούν οι ήρωές του, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό στερείται θεϊκού βάθους.
Με τον Ευριπίδη (Σαλαμίνα 485-406 πΧ) η κριτική και οι συζητήσεις της εποχής του Διαφωτισμού έκαναν πιο έντονα την εμφάνισή τους στη σκηνή. Επιτίθεται στους παλαιούς μύθους και επισημαίνει τις παραλείψεις των θεών στη δικαιοσύνη, στην ηθική, στις άσπλαχνες πράξεις τους(Ίων) και αμφισβητεί τους χρησμούς και τις μαντείες. Ο Ευριπίδης δεν αρνείται τους θεούς, αλλά και δεν επιτρέπει παρανοήσεις για αυτούς, στους οποίους οι άνθρωποι πιστεύουν και τους θέλουν δίκαιους, ενάρετους και φιλικούς. «Εάν οι θεοί κάνουν κάποια απάτη δεν είναι θεοί» διακηρύσσει. Για τον Ευριπίδη κανένας θεός δεν είναι αφέντης άλλου. Ο αληθινός θεός δεν έχει ανάγκη από τίποτα· είναι τέλειος και αυτάρκης σε όλα (Ηρακλής 1340 -1346). Από την άλλη, δε διστάζει να καταφερθεί και κατά της ορθολογιστικής ψυχολογίας μερικών υποστηρικτών του ορθολογισμού και στην επιδέξια ανηθικότητα άλλων. (Μήδεια)
Ακόμη και ο Αριστοφάνης (445-386πΧ) μέσα από τις κωμωδίες του αποτυπώνει αυτή τη σύγκρουση του παλαιού με το καινούριο.
Το ότι μέσα στο λαό υπήρχε έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα, φαίνεται και από το γεγονός ότι την εποχή αυτή του Διαφωτισμού, των νέων ιδεών, όπου η θρησκεία έπεσε θύμα της κριτικής, και ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι «η Αθήνα επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία λόγου από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδος» (Γοργίας461e), υπήρξαν και διώξεις των διανοουμένων, παρωπίδες στη σκέψη, κάψιμο βιβλίων. Πολλές ήταν οι θρησκευτικές καταμηνύσεις για ασέβεια, για καινά δαιμόνια, για αθεΐα, παρακινημένες ίσως από τους μάντεις, με ισχυρή επιρροή στη λαϊκή γνώμη ακόμη και σε μορφωμένους της εποχής.(πχ Ξενοφών).
Βεβαίως οι αιτίες μπορούσαν να είναι κατά βάση πολιτικές, αλλά εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι ότι τους κατηγορούσαν για αθεΐα ως το πιο αποτελεσματικό μέσο προκειμένου να καταπνίξουν μια ανεπιθύμητη φωνή ή να πλήξουν έναν πολιτικό αντίπαλο. Άρα, υπήρχε αυτό το θρησκευτικό συναίσθημα, η δεισιδαιμονία, ο φόβος του θείου, το οποίο εκμεταλλεύονταν οι πολιτικοί για δικούς τους σκοπούς. Ο Αναξαγόρας, ο φυσικός φιλόσοφος και φίλος του Περικλή, που καθόρισε με καταπληκτικό τρόπο τις αιτίες φυσικών φαινομένων, ο Πρωταγόρας, ο μετριοπαθής σοφιστής, που έκανε τον άνθρωπο μέτρο όλων των πραγμάτων, ενώ η ασάφεια του θέματος και η βραχύτητα της ανθρώπινης ζωής τον εμπόδιζαν να καταλάβει αν υπάρχουν θεοί ή όχι, ο Αλκιβιάδης, ο αλαζών πολιτικός, ως ύποπτος για τον ακρωτηριασμό των Ερμών, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους δεισιδαίμονες Αθηναίους, ο Σωκράτης που τον συνέχεαν με τους σοφιστές, και που ανήγαγε τη γνώση στη μέγιστη αρετή, ο Αριστοτέλης, που τον κατηγόρησαν για ασέβεια είναι από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα διωγμών ως αντίδραση κατά της κριτικής της θρησκείας, και ανάμιξης της πολιτικής με αυτήν.
Παράδοξο πράγματι χαρακτηριστικό η θρησκευτική έξαρση, ακριβώς στην καρδιά της εποχής του ορθού λόγου.
Πέρα όμως από τη μεταφυσική ανάγκη του κοινού ανθρώπου, βασική αιτία της στροφής του προς το θείο, ίσως η πιο σημαντική, ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο μεγαλύτερος και καταστροφικότερος πόλεμος της ελληνικής ιστορίας
Καταρχάς, γιατί όταν κινδυνεύει μια κοινότητα υπάρχει έντονη τάση για συσπείρωση στα παραδομένα και δεν ανέχεται την εκκεντρική γνώμη. Έτσι και τότε. Το να προσβάλλει κανείς τους θεούς αμφιβάλλοντας για την ύπαρξή τους ή αποκαλώντας τον Ήλιο «διάπυρο λίθο» (Αναξαγόρας) ήταν επικίνδυνο, ουσιαστικά προδοσία. Συντελούσε στο να βοηθά τον εχθρό. Και επειδή η θρησκεία ήταν μια συλλογική ευθύνη, οι θεοί δεν ικανοποιούνταν αρκετά με το να τιμωρούν μόνο το μεμονωμένο υβριστή. Ο Ησίοδος άλλωστε το είχε πει πως πόλεις ολόκληρες συχνά υπέφεραν εξαιτίας ενός φαύλου.
Επίσης, προσοχή όχι ο ίδιος ο ορθολογισμός αλλά ο άκρατος ορθολογισμός, κυρίως μαθητών των σοφιστών, όταν ανέλαβαν εξουσία, απορρίπτοντας τις παραδοσιακές αξίες μαζί και τις θρησκευτικές, με την πίστη ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του νόμου, αφού η φύση είναι ο υπέρτατος νόμος, σήμαινε απεριόριστη ελευθερία, δικαιώματα χωρίς καθήκοντα, αυταρχικότητα, πρόσφερε τη δυνατότητα να δικαιολογούνται οι βαρβαρότητες και μάλιστα σε μια εποχή, εποχή πολέμου, που έδινε αφορμές για βίαιη συμπεριφορά.
Για όλους αυτούς τους λόγους, από το τέλος του 5αι και κυρίως τον 4αι η διαφώτιση με τις νέες αντιλήψεις και η έλλειψη καθολικής εκπαίδευσης δημιούργησαν ρωγμές στο πνευματικό οικοδόμημα, και, καθώς οι διανοούμενοι κυρίως μετά τον Πλάτωνα σιγά σιγά αποσύρονταν στον κόσμο τους, οι ρωγμές έγιναν μεγαλύτερες με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί απόλυτη διάσταση ανάμεσα στις δοξασίες των λίγων και στις δοξασίες των πολλών, ζημιώνοντας βέβαια και τους δύο. Η λαϊκή σκέψη χωρίς καθοδήγηση ήταν δύσκολο να παρακολουθήσει τις δύσκολες επιτεύξεις της εποχής του Περικλή και αφέθηκε ανυπεράσπιστη. Η χαλάρωση της αστικής θρησκείας, άρχισε να δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να διαλέγουν τους δικούς τους θεούς αντί να ασχολούνται με τη λατρεία, όπως έκαναν οι πατέρες τους, αλλά και να καταφεύγουν στις χαρές και ευκολίες της λαϊκής θρησκείας.
Έχουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα αναβίωσης παλαιότερων αντιλήψεων, μερικές από τις οποίες άρχισαν ήδη με τον Πελοποννησιακό πόλεμο και εξηγήσαμε γιατί.
1) Όπως η αυξημένη ζήτηση της μαγικής ίασης, που έκανε τον Ασκληπιό μαζί με το ιερό φίδι του από ελάσσονα ήρωα σε μείζονα θεό και το ναό του στην Επίδαυρο φημισμένο τόπο προσκυνήματος με τις αγρυπνίες (εγκοίμηση=αγρυπνία), τα τάματα και όλες τις λαϊκές συνήθειες. Δείγμα της πνευματικής πόλωσης είναι το γεγονός ότι η γενιά που τίμησε τόσο πολύ το θεραπευτικό ερπετό – σύμβολο του Ασκληπιού, είδε να εκδίδονται μερικές από τις πιο σοβαρές επιστημονικές διατριβές του Ιπποκράτη.
2) Επίσης, η εισαγωγή ξενικών λατρειών πολλές από τις οποίες ήταν οργιαστικές. Η λατρεία της Φρύγιας ορεινής μητέρας, της Κυβέλης, μυστήρια και τελετές των ασιατικών θεών Άττη και Άδωνη κ.α.
3) Και πιο έντονη, κυρίως τον 4 αι, ήταν η ανάπτυξη της μαγείας, όπου πια έχουμε ορθολογισμό για τους λίγους, μαγεία για τους πολλούς. Γνωστοί οι κατάδεσμοι, τα δεσίματα, κυρίως στην Αττική, λίγα τον 5 αι. και ξαφνικά πάρα πολλά τον 4 αι. Πίστευαν πως μπορούσε κάποιος να «δέσει» τη θέληση ενός άλλου ανθρώπου ή να του προκαλέσει θάνατο εξεγείροντας εναντίον του την κατάρα των δυνάμεων του κάτω κόσμου. Έγραφαν την κατάρα σε κάτι ανθεκτικό, μια μολύβδινη πλάκα ή κεραμίδι και το τοποθετούσαν κατά προτίμηση στον τάφο ενός νεκρού. Έχουμε ενδείξεις ότι έγιναν προσπάθειες με δραστική νομοθεσία να περιοριστεί η μαγεία χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Όλη αυτή η οπισθοδρόμηση, κυρίως στη δεύτερη γενιά, ίσως οφείλεται, ως αντίδραση, ακριβώς στον κίνδυνο κατάρρευσης των παραδεδομένων αξιών από τον Διαφωτισμό. (φαινόμενο του εκκρεμούς;)
Μπορεί η αναζωογόνηση της λαϊκής λατρείας, η κλίση προς την οργιαστική θρησκεία, η μαγεία να ήταν μια επιστροφή στο παρελθόν, όμως συγχρόνως προδίκασαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ελληνιστικής εποχής και του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Πριν περάσουμε όμως στην ελληνιστική εποχή, θεωρώ απαραίτητο να αναφερθούμε στον Πλάτωνα, (428-348πΧ) στον τελευταίο σχεδόν διανοούμενο, ο οποίος κατάλαβε καθαρότερα από κάθε άλλον τον κίνδυνο που ενυπάρχει στη φθορά των παραδεδομένων αντιλήψεων και, για να σταθεροποιήσει τουλάχιστον την κατάσταση, προσπάθησε μέσα στα πλαίσια της πολιτείας να οργανώσει την αστική θρησκεία. Τις θέσεις του και τις προτάσεις του τις βρίσκουμε διατυπωμένες κυρίως στους «Νόμους», το έργο της ωριμότητάς του.
Ο Πλάτων μεγαλωμένος σε ένα ορθολογιστικό περιβάλλον απογοητευμένος από γεγονότα, όπως η πτώση της Αθηναϊκής ηγεμονίας, το τέλος του Κριτία, και του Χαρμίδη, που ήταν συγγενείς του, αλλά και των υπόλοιπων τυράννων, η δίκη του Σωκράτη, του σοφότερου των ανθρώπων, ο οποίος στην πράξη απέρριψε την ορθολογιστική ιδιοτέλεια, τουλάχιστον όπως την εννοούσαν οι πολλοί, αναγκάστηκε όχι να απορρίψει αλλά να αλλάξει τη σημασία του ορθολογισμού, δίνοντάς του μια επέκταση μεταφυσική. Συγχρόνως όμως επηρεασμένος πιθανόν από τους πυθαγορείους, («Φαίδων») με μια πρωτοποριακή σκέψη μετέφερε τις ιδέες τους από το επίπεδο της θείας αποκάλυψης στο επίπεδο του λογικού επιχειρήματος. Έτσι, ενώ οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι απέδιδαν μια ορισμένη φυσική σχέση του κόσμου που ζούμε με το Θείο, με τον Πλάτωνα και αργότερα με τον Αριστοτέλη οι δύο αυτοί κόσμοι βρέθηκαν σε μια τελείως διαφορετική σχέση.
Επιγραμματικά μπορούμε να δώσουμε τις βασικές του θρησκευτικές θέσεις - αρχές:
Καταρχάς υπάρχει ο ανώτατος άρχων, που τον ταυτίζει με τον Ήλιο και κατ’επέκταση με την ψυχή ή το νού, ο οποίος είναι ο δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος με πρότυπο τις αιώνιες ιδέες. Περιγράφει τα άστρα σαν «ουράνιους θεούς», τον ήλιο και τη σελήνη σαν «μεγάλους θεούς», στους οποίους οι άνθρωποι πρέπει να προσεύχονται. Αποδέχεται και τους παραδεδομένους θεούς, που πρέπει να λατρεύονται σύμφωνα με το τελετουργικό τυπικό. Οι θεοί ενδιαφέρονται για το πεπρωμένο των ανθρώπων και δεν τον φθονούν, ενώ η Θεία Δίκη αφορά προσωπικά τον ίδιο τον άνθρωπο και όχι τους απογόνους του, αφού η ψυχή του καθενός έχει την ευθύνη του καλού ή του κακού και αναλόγως επιβραβεύεται ή τιμωρείται όσο ζει ή όταν πεθαίνει (Πολιτεία 10ο βιβλίο ο μύθος του Ηρώς ως απόδειξη των βραβείων και των τιμωριών). Επίσης οι θεοί δεν μπορούν να δωροδοκηθούν και καταφέρεται με δριμύτητα εναντίων των τσαρλατάνων που εμφανίζονται ως εκπρόσωποι των θεών και με ψευτομαντείες και μαγείες εκμεταλλεύονται και παραπλανούν τους ανθρώπους.
Σε αυτές τις θέσεις ο Πλάτων θέλησε να δώσει μια λογική υποδομή χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που τις αποδεικνύουν, μια νομική υποδομή, θεωρώντας πως έπρεπε να θεσπιστούν νόμοι και να επιβάλλονται κυρώσεις μέχρι και θάνατος σε όποιον αμφισβητούσε αυτές τις αρχές, μια εκπαιδευτική υποδομή, αφού με αυτές θα πρέπει να καθοδηγούνται οι νέοι, και τέλος μια κοινωνική υποδομή τονίζοντας την ανάγκη σύνδεσης της θρησκευτικής και της λαϊκής ζωής σε όλα τα επίπεδα – μια ένωση εκκλησίας και κράτους θα λέγαμε.
Εκείνο που επιδίωκε ήταν να φύγει από τα χέρια των ιδιωτών, η τελετουργική λατρεία και να αξιοποιηθούν οι Δελφοί, ως επίσημος φορέας με απόλυτη θρησκευτική δικαιοδοσία, όπου θα λατρεύονταν και ο Ήλιος ως μια σχετικώς λογική μορφή λατρείας για τους λίγους, και ο παραδοσιακός Απόλλωνας για τους πολλούς, ώστε να αντιμετωπιστεί με κανόνες ο κίνδυνος για τη δημόσια ηθική από τη διάδοση του υλισμού και την χωρίς όρια δεισιδαιμονία. (Πολιτεια427BC, Νομοι738BC, 759C).
Άραγε όμως ποιος είναι ο προσωπικός θεός του Πλάτωνα, αφού, όπως λέει στον Τίμαιο (28C)
‘τον δημιουργό και πατέρα των πάντων είναι δύσκολο να τον βρει κανείς, και ακόμα κι αν τον βρει, είναι αδύνατον να τον αποκαλύψει,( περιγράψει ) σε όλους’. «τὸν μὲν οὖν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς εὑρεῖν τε ἔργον καὶ εὑρόντα εἰς πάντας ἀδύνατον λέγειν·»
Οι προτάσεις αυτές του Πλάτωνα δεν εφαρμόστηκαν, όπως άλλωστε και η ιδανική του πολιτεία, όμως οι ιδέες του επηρέασαν φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα σε μεταγενέστερες εποχές.
Εδώ είναι απαραίτητο να συμπληρώσουμε την εικόνα του 4αι(399-300 πΧ) και να προχωρήσουμε καταρχάς στην πρώιμη φάση της ελληνιστικής περιόδου, δηλ. μέχρι το τέλος του 3 αι(299-200 πΧ).
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Πρώτη φάση της ελληνιστικής εποχής
Από τη μία πλευρά, παρατηρούμε πως την εποχή αυτή με πρωτοπόρο στην οργανωμένη εμπειρική έρευνα τον Αριστοτέλη και κυρίως μετά την ίδρυση του Λυκείου~335 πΧ, η ελληνική επιστήμη (μαθηματικά, αστρονομία, ιατρική, βοτανολογία, ζωολογία, γεωγραφία, γλώσσα, λογοτεχνία) αρχίζει να συστηματοποιείται και να φθάνει σε ένα επίπεδο που δεν θα μπορέσει να επιτύχει ξανά τουλάχιστον στα μαθηματικά και την αστρονομία πριν από τον 16αι μΧ.
Αυτή η άνθηση των επιστημών συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 3 αι, αφού η δύναμη των Ελληνιστικών βασιλείων σε αυτήν την πρώτη φάση της Ελληνιστικής εποχής έδινε ώθηση στις επιστήμες, που μέσω και των Αλεξανδρινών ερευνητών τα αποτελέσματά τους είχαν εξαπλωθεί σε ευρύτερους κύκλους. Είναι η εποχή που κυριαρχεί η εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη λογική και επόμενο ήταν οι δογματικοί ορθολογιστές φιλόσοφοι κυρίως μετά την πρώτη γενιά των μαθητών του Αριστοτέλη να λογικοποιήσουν και τη θρησκεία, αφού θεωρούσαν πως τα πάντα στον άνθρωπο, με κορύφωση την ηθική τελειότητα, εξαρτώνται από την άσκηση του λογικού.
Δεν λάμβαναν όμως υπόψη ότι στην καθημερινή τους ζωή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ζουν με καθαρή λογική.
Ωστόσο κανένας φιλόσοφος δεν αποποιείται την έννοια του θείου με διάφορες σημασίες (ο Αριστοτέλης στη λέξη θείον αποδίδει: την έκσταση, την ουσία ουράνιων σωμάτων, την ανθρώπινη διανόηση, τη ζωή την αφιερωμένη στην αναζήτηση της αλήθειας, την υπέρταση αρετή της διάνοιας, το ένστικτο των μελισσών), ενώ όλες οι ελληνιστικές σχολές απέφευγαν, όπως και ο Πλάτων, να έλθουν σε ρήξη με τις παραδοσιακές μορφές λατρείας και κράτησαν τους ανθρωπολογικούς θεούς, θεωρώντας τους αλληγορικές μορφές ή σύμβολα.
Ο Αριστοτέλης (384-322πΧ) στο χαμένο βιβλίο του «Περί φιλοσοφίας», όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες, αλλά και στο έργο του «Μετά τα φυσικά» εξέθετε τη δική του κοσμολογία και θεολογία, μια τολμηρή αντίληψη, που επηρέασε μεταγενέστερους συγγραφείς και έργα. Για τον Αριστοτέλη ο θεός είναι άϋλος, τέλειος, αμετάβλητος, αιώνιος και ο πρώτος «κινητής» του σύμπαντος, το Ακίνητο Κινούν, η αιτία κάθε κίνησης του κόσμου και το τελικό αίτιο – σκοπός προς τον οποίο τείνουν τα πάντα. Από κει και πέρα παραμένει απομονωμένος και αδιάφορος στις μεταβολές και τις επικλήσεις του κόσμου στον οποίο προκαλεί μια τόσο μεγάλη κίνηση. Ο Αριστοτέλης δε θεώρησε απαραίτητο να εξηγήσει την ύπαρξη, τη δημιουργία του σύμπαντος. Πίστευε πως είναι αιώνιο, χωρίς αρχή και τέλος. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αυτής της αιωνιότητας ήταν οι διαρκείς κινήσεις των άστρων και των πλανητών που τα φανταζόταν έμψυχα και θεϊκά, ενώ η ελάχιστη γνώση που θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε γι’ αυτά μας δίνει μια μοναδική και πολύτιμη χαρά, ασυγκρίτως μεγαλύτερη από αυτήν που μας δίνει η γνώση όλων των πραγμάτων που βρίσκονται γύρω μας («Περί ζώων μορίων»644b30).
Από κει και πέρα θεωρούσε πως ο θεός δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο λατρείας αλλά σεβασμού, χωρίς βεβαίως να απορρίπτει και το επίσημο τελετουργικό. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αναζητούσε τις βάσεις της υποκειμενικής συνείδησης για το θεό. Προτρέπει τον άνθρωπο να μην σκέφτεται μόνον με ανθρώπινα μέτρα, αλλά, επειδή έχει μέσα του κάτι θείο, το πνεύμα, πρέπει να ζει, όσο είναι δυνατόν, σαν να μην ήταν θνητός.(ηθικά νικομ1177b 24-1178a2 απόσπ 61: θεόν είναι τον άνθρωπον).
Από την άλλη, επειδή αναζήτησε την αλήθεια στον πραγματικό κόσμο, και όχι στον υπερφυσικό όπως ο Πλάτων, προσπάθησε να εξηγήσει λογικά, επιστημονικά, και όχι θρησκευτικά, ακόμη και τους άλογους παράγοντες της ανθρώπινης συμπεριφοράς(πχ την πίστη στα όνειρα και στη μαντική) για να επιτύχει μια ρεαλιστική κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, η οποία όμως δυστυχώς δεν είχε συνέχεια πέρα από τους μαθητές του. (είναι καταπληκτική η ψυχολογική ερμηνεία που δίνει στα όνειρα: μιλάει για διείσδυση στο υποσυνείδητο συμπτωμάτων υγείας που αγνοούμε όταν είμαστε ξυπνητοί, μιλάει για συμπτώσεις, ερεθίσματα κ.α ) («περί ενυπνίων»458b25, 460b20, «περί της καθ’ ύπνον μαντικής»463b 15, 464a20)
Οι Στωικοί στην πρώτη τουλάχιστον φάση του στωικισμού θεωρούσαν ότι ο ορατός φυσικός κόσμος και ο άνθρωπος αποτελούν μια ενότητα που καθοδηγείται και κυβερνάται από τον Λόγο, τον Νου, ο οποίος ταυτίζεται με το Θεό. Δηλ. ο Θεός της Νόησης ταυτίζεται με το Θεό του Σύμπαντος και αυτός καθορίζει και επιβλέπει την τάξη του, συνεπώς και την ανθρώπινη ζωή, γιαυτό τον ταυτίζουν και με την Ειμαρμένη, τη Μοίρα. Και όταν ο άνθρωπος ενεργεί κατά φύσιν και επομένως κατά Λόγον, ωθείται στην αρετή. Και ενώ ακούμε από τον Ζήνωνα, (ο Κιτιεύς από Κύπρο334-262πΧ) τον ιδρυτή της Στοάς ότι οι ναοί είναι περιττοί, αφού ο αληθινός ναός του θεού είναι το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και τον Χρύσιππο,(από Ταρσό της Κιλικίας 280-206πΧ) τον δεύτερο σημαντικότερο στωικό φιλόσοφο, ότι η παράσταση των θεών με ανθρώπινη μορφή είναι κάτι το παιδαριώδες, παρόλα αυτά, όπως είπαμε, κράτησαν τους ανθρωπολογικούς θεούς, ως αλληγορικές μορφές ή σύμβολα.
Ο παρεξηγημένος Επίκουρος, (Σάμος341-270 πΧ) πίστευε στους θεούς: «θεοί μέν γάρ εισιν. εναργής γάρ αυτών εστιν η γνώσις» (επιστολή προς Μενοικέα): οι θεοί βεβαίως υπάρχουν, διότι η γνώση που έχουμε γ’ αυτούς είναι εναργής – ολοφάνερη. Αυτοί οι θεοί όμως δεν έχουν καμιά σχέση με το φόβο, τη δεισιδαιμονία, τη δυστυχία και τη θλίψη. Είναι αντίθετα με την αιθέρια φύση τους. Είναι μακάριοι και αθάνατοι, είναι ανθρωπόμορφοι και μάλιστα ωραίοι. Για τον Επίκουρο άθεος και ασεβής είναι όποιος αποδίδει εγκληματικές προθέσεις στους θεούς, οι οποίοι υπάρχουν άφθαρτοι και αδιάφοροι για τις ατέλειες του κόσμου και τις περιπέτειες του πολιτισμού. Εκείνο στο οποίο είναι εντελώς αντίθετος είναι η ιδέα του κοσμικού πεπρωμένου, εντελώς διαφορετικού από την ομηρική μοίρα. Διέβλεψε και προειδοποίησε για τους κινδύνους του, και δυστυχώς οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν, όπως θα δούμε. Γι’ αυτό πίστευε πως οι άνθρωποι, απαλλαγμένοι από κάθε φόβο θείας οργής ή ελπίδα υλικού κέρδους, είναι προτιμότερο να ακολουθούν τη λαϊκή θρησκεία, να πιστεύουν το μύθο παρά να υποδουλώνονται στο πεπρωμένο, γιατί ο μύθος αφήνει τουλάχιστον την ελπίδα να μαλακώσουν τη θέληση και την οργή των θεών με τιμές. (επιστ3.134) Εκείνο που προσπάθησε ήταν να αποκαθάρει το περιεχόμενο του.
Αυτές όμως οι προσπάθειες να καθαρθεί η παράδοση δεν είχαν πολύ μεγάλη επίδραση στη λαϊκή πίστη. Όπως είπε και ο Επίκουρος «όσα πράγματα γνωρίζω, το πλήθος τα αποδοκιμάζει, και όσα το πλήθος επιδοκιμάζει, εγώ δεν τα γνωρίζω καθόλου». (Επίκουρος στον Σενέκα Epist. 29.10).
Το τι επιδοκίμαζε ο λαός είναι δύσκολο να το ξέρουμε.
Πάντως εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι και για τις δύο σχολές η θεότητα έχει πάψει να είναι συνώνυμη με την αυθαίρετη Δύναμη και έχει γίνει, αντίθετα, η ενσάρκωση ενός λογικού ιδανικού. Επιπλέον για τους φιλοσόφους το ουσιαστικό μέρος της θρησκείας δεν βρισκόταν πια στις λατρευτικές πράξεις αλλά σε ένα σιωπηλό στοχασμό του θείου και στην προσπάθεια να κατανοήσουν σε βάθος τη συγγένεια του ανθρώπου με αυτό.
Ας περιγράψουμε όμως τις συνθήκες που επικρατούσαν αυτόν τον αιώνα μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, δηλ. τον 3αι(299-100) στην πρώτη φάση της Ελληνιστικής εποχής. Οι συνθήκες αλλάζουν και μάλιστα ραγδαία. Οι πόλεις – κράτη αρχίζουν να παρακμάζουν και να ενσωματώνονται στα ελληνιστικά βασίλεια, οι ορίζοντες, κοινωνικοί, οικονομικοί και πνευματικοί, διευρύνονται σε όλη τη γνωστή Ανατολή και ένα πνεύμα κοσμοπολιτισμού αρχίζει να επηρεάζει τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής και αντιλήψεις. Νέες ιδέες δρομολογούνται σιγά σιγά, αλλά και παλιές αναζωογονούνται. Ο τόπος γέννησης ή η καταγωγή τώρα πια δεν έχει τόση σημασία. Οι σπουδαιότεροι άνδρες που κυριάρχησαν στην πνευματική ζωή της Αθήνας έρχονται από τις παρυφές του Ελληνισμού ή και πιο πέρα ακόμη. Ήταν επήλυδες, μέτοικοι, με πολύ χαλαρό δεσμό προς την πόλη. Αριστοτέλης, Θεόφραστος, Ζήνων, Χρύσιππος. Μόνον ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος αλλά και αυτός γεννημένος σε αποικία. Βεβαίως, ακόμη και αν δεν ήταν όλοι τέκνα της Ελλάδας, μετείχαν, κατά τον λόγο του Ισοκράτη, της ελληνικής Παιδείας και του ελληνικού ήθους. Όμως εκείνο που χαρακτηρίζει κυρίως την εποχή είναι ότι ο άνθρωπος ως πολιτικό ζώο, ένα κλάσμα της «πόλεως», της αυτοδιοικούμενης πόλης – κράτους, τελείωσε. Αρχίζει πλέον ο άνθρωπος ως άτομο, η συνειδητοποίηση της ατομικότητάς του. Τώρα πια ο κάθε ένας είναι υπεύθυνος για την τύχη του και τη σωτηρία του.
Στο θέμα της θρησκείας από τη μια πλευρά την παρακμή της πόλης–κράτους ακολούθησε και η παρακμή της δημόσιας– αστικής λατρείας. Και αυτό γιατί στην πόλη η θρησκεία και ο δημόσιος βίος, η πόλη και οι θεοί της, ήταν στενά δεμένα μεταξύ τους. Από την άλλη, αποτέλεσμα της νέας παγκοσμιοποιημένης πολιτικής υπήρξε η αλληλεπίδραση της ελληνικής θρησκείας με τις ανατολικές που έγινε μεγαλύτερη (διαφορετικές απόψεις ως προς τον βαθμό της αλληλεπίδρασης). Εισέρρευσαν και άλλοι νέοι θεοί (όπως είδαμε να συμβαίνει και παλαιότερα)πχ οι Αιγύπτιοι θεοί Σάραπης και η Ίσις, και πήρε μεγάλη έκταση ένα φαινόμενο γνωστό και από παλιά: η ταύτιση ελληνικών θεών με ένα ξένο αντίστοιχό τους, που υπηρετούν περίπου τις ίδιες ανάγκες, πχ Διόνυσος – Όσιρις, Δίας – Ήλιος (Βάαλ), Κυβέλη - Ρέα κ.α.
Σε μια τέτοια όμως εποχή με τις μεγάλες και ξαφνικές αλλαγές, με εξασθενημένους έτσι ή αλλιώς τους δεσμούς με την παράδοση και τους παραδοσιακούς θεούς, ο άνθρωπος με όλα του τα πνευματικά και ηθικά ερείσματα κλονισμένα, μόνος και ανώνυμος μέσα στις καινούριες μεγαλουπόλεις αισθανόταν αδύναμος, κενός. Όλα όσα πριν ήταν δεδομένα, όλες οι λύσεις, που τις θεωρούσε κανείς ασφαλείς ως εκείνη την ώρα, είχαν γίνει προβλήματα. Και γι’ αυτό ο άνθρωπος της εποχής εκείνης είχε ανάγκη να βρει νέες απαντήσεις στα ερωτήματά του, νέα ερείσματα, νέες τοποθετήσεις. Ένα έργο που ανέλαβαν οι φιλόσοφοι, αφού ήδη από τις αρχές αυτού του αιώνα άρχισαν να διαχωρίζονται οι φυσικές επιστήμες από την κυρίως φιλοσοφία, και το θέμα της θρησκείας να παραμένει στα χέρια τους (των φιλοσόφων). Όμως από τη μία η προσπάθειά τους να εξηγήσουν την προέλευση των θεών και από την άλλη η τάση τους για εμβάθυνση της θρησκευτικής ηθικής δεν είχε μεγάλη επίδραση στο ευρύ κοινό και στην καθημερινότητά του. Γι’ αυτό και παρατηρούμε ποικιλία προσπαθειών να γεμίσει το κενό.
Έτσι, συναντούμε την προσωπολατρία, τη μαγική κολακεία, (πχ ο ύμνος του Ερμοκλή προς το Δημήτριο τον Πολιορκητή) προς τους βασιλιάδες, τους ήρωες, ακόμη και τους αθλητές, που γεμίζουν το κενό που αφήνουν οι παλιοί θεοί, αλλά συναντούμε και τη λατρεία της τύχης, αφού τελικά ο άνθρωπος δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ιδέα ότι, αν όχι οι παραδοσιακοί θεοί που έχασαν την ισχύ τους, οπωσδήποτε όμως μια δύναμη βρίσκεται πίσω από τα γεγονότα που τον ανυψώνουν ή τον ρίχνουν κάτω. Την προσωποποίησε μάλιστα και την έκανε θεά, τη θεά Τύχη. Κατά το Nilsson μια τέτοια λατρεία είναι «το τελευταίο στάδιο της εκλαΐκευσης της θρησκείας στην αντίληψη των δυνάμεων που διευθύνουν το σύμπαν και την τύχη του ανθρώπου».
Από την άλλη, ο αυξανόμενος μαρασμός της παράδοσης έκανε τον άνθρωπο ελεύθερο να επιλέξει τους προσωπικούς του θεούς, ενώ η αδυναμία και η μοναξιά ίσως να γέννησε σε πολλούς την ανάγκη για κάποιο προσωπικό θεό, φίλο και βοηθό. Γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να δημιουργούνται ιδιωτικές λέσχες αφοσιωμένες στη λατρεία μεμονωμένων θεών, παλαιών και νέων. Από επιγραφές μαθαίνουμε για κάποιους «Απολλωνιαστές». «Ερμαϊστές» κ.α.. Σίγουρα οι εταιρείες αυτές εξυπηρετούσαν κοινωνικούς και θρησκευτικούς σκοπούς, αλλά σε μια κοινωνία όπου οι παραδοσιακοί δεσμοί είχαν σπάσει, έδιναν στα μέλη τους και μια αληθινή αίσθηση κοινότητας με το θείο, πάτρωνα και προστάτη, της δικής τους επιλογής, αντικαθιστώντας την τοπική κοινότητα της παλαιάς κλειστής κοινωνίας.
Έτσι, μπορεί οι θεοί να αποσύρονται, αλλά η λατρεία τους εξακολουθεί να ζει, γίνονται θυσίες, προσφορές στη Αθηνά, τήρηση των αρχαίων απαγορεύσεων που σχετίζονται με τελετουργική αγνότητα. Άλλωστε αυτό εξυπηρετούσε και από πολιτική άποψη, για να κρατούνται σε τάξη οι ανήσυχες μάζες. Κανένας, εκτός από ελάχιστους διανοούμενους, δεν αντιλαμβάνεται πως η λατρεία αυτή δεν έχει κανένα νόημα, είναι μια αξιαγάπητη συνήθεια, ένα κέλυφος, μια πρόσοψη. Αυτήν την πρόσοψη έριξαν αργότερα οι χριστιανοί και αποκαλύφθηκε το κενό, αν και αυτό έγινε όχι με λίγη αντίσταση.
Δεύτερη φάση της ελληνιστικής εποχής
Και περνάμε τώρα στον 2αι(199-100πΧ). Το πιο οδυνηρό είναι ότι πια ο Ελληνικός πολιτισμός έμπαινε σε μια περίοδο βαθμιαίας πνευματικής παρακμής, με ορισμένες είναι αλήθεια ομαδικές ή ατομικές εξαιρέσεις. Μια παρακμή που συμπίπτει και με την παρακμή των Ελληνιστικών βασιλείων, τα οποία παρείχαν γενναία υποστήριξη στις επιστήμες. Έτσι πια δεν θα ξαναδούμε για πολλούς αιώνες έναν επιστήμονα ισάξιο με τον Ερατοσθένη (ο Κυρηναίος (Λιβύη) 276πΧ(3αι)–194πΧ (2αι)), έναν μαθηματικό σαν τον Αρχιμήδη (Συρακούσιος 287-212πΧ), ή έναν αστρονόμο σαν τον Αρίσταρχο (Σάμιος 310-230πΧ 4αι-3αι), ενώ το μοναδικό μεγάλο όνομα που θα παρέμενε στη φιλοσοφία ήταν ο υπερβατικός Πλάτων. Και όπως ήταν επόμενο, οι τεράστιες κοινωνικές και πνευματικές αλλαγές που συντελέστηκαν, επηρέασαν και τις θρησκευτικές αντιλήψεις.
Καθώς είχε αναπτυχθεί η αστρονομία, ήταν πλέον γνωστό ότι τα ουράνια σώματα ήταν τακτοποιημένα με μια επιστημονική τάξη, αυτήν της περιοδικής περιστροφής τους. Και ενώ η γνώση αυτή ως μηχανική αιτία της συγκρότησης και τακτοποίησης του κόσμου ανήκε στη φυσική επιστήμη και απέκλειε το θεό, στο θρησκευτικό πεδίο τη θέση του πήρε η πίστη στις δυνάμεις των άστρων, που οδήγησε στην εδραίωση της ηλιακής θρησκείας, για την οποία το έδαφος βεβαίως είχαν προετοιμάσει οι Πλατωνικοί, οι Αριστοτελικοί και οι Στωικοί, αλλά και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του νέου διευρυμένου κόσμου για ένα θεό που κυβερνούσε όλα και όλους.
Πλέον ο ήλιος, είτε κατά το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου (αρχή 3αι) είτε κατά το γεωκεντρικό, που υπερίσχυσε, πήρε κυρίαρχη θεϊκή θέση, πιθανότατα ως η αιτία κάθε ζωής πάνω στη γη. Αφού πλέον οι παλιοί θεοί δεν ικανοποιούσαν την απαίτηση για δικαιοσύνη και ήθος με αποτέλεσμα να κλονιστεί η πίστη σε αυτούς, βρέθηκαν οι θεοί στα ουράνια σώματα, που υπακούν σε αιώνιους και αμετάβλητους νόμους, γεγονός, που επιβεβαιώνει και τη θεϊκότητά τους, και από εκεί οδηγούν την τύχη του κόσμου και φυσικά του ανθρώπου δια μέσου των δυνάμεων που πηγάζουν από αυτά. Σε αντίθεση με τη γη, όπου υπάρχει μια συνεχής αλλαγή, ένας θάνατος και μια γέννηση, ενώ οι ατέλειες κυριαρχούν. Τώρα πλέον, αφού η γη αιωρείται ελεύθερη στο διάστημα, δεν υπήρχε πια θέση για τον κάτω κόσμο, το βασίλειο των νεκρών κάτω από την επιφάνεια της γης. Έτσι, μετά το θάνατο η ψυχή ανεβαίνει στον αέρα και καμιά φορά γίνεται αστέρι, στον αέρα, όπου κατοικούν και οι δαίμονες, τα ενδιάμεσα και μεσολαβητικά όντα ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, που δρούν σε αυτήν την περιοχή. Εκεί στον αέρα η ψυχή τιμωρείται και εξαγνίζεται, όπως γινόταν παλιά στον κάτω κόσμο, και, όταν έχει καθαρθεί, με ενδιάμεσο στάδιο τη σελήνη, (ανεβαίνει στη σελήνη και από εκεί με ένα νέο θάνατο χωρίζεται το λογικό από την ψυχή) εξαγνισμένη πλέον περνάει, στον Ήλιο, στην πρωταρχική φωτιά, που είναι συγχρόνως νοημοσύνη, και ενώνεται μαζί του.(οι Στωικοί σε μεταγενέστερη φάση)
Μπορεί ως θρησκεία να μην είχε πολύ μεγάλη απήχηση στο λαό, όμως οι επιπτώσεις της στις θρησκευτικές αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν στην ύστερη ελληνιστική εποχή, ήταν βαθιές και εκτεταμένες, με αποτέλεσμα να επέλθει η δεύτερη μεγάλη θρησκευτική κρίση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που έφερε την ευπιστία σε θέματα θρησκείας.
Και αυτό οφείλεται σε ένα περίεργο φαινόμενο. Όπως επισημάναμε προηγουμένως υπήρχε χάσμα ανάμεσα στις δοξασίες των λίγων και στις δοξασίες του λαού ήδη από το τέλος του 5αι. (Αυτό ακριβώς το χάσμα εξισορροπούνταν με τις εκδηλώσεις της λαϊκής πίστης, που ανέστελλαν τον αυξανόμενο ορθολογισμό των διανοουμένων.)
Από τον 3αι με το άνοιγμα των κοινωνιών, την αλλαγή των κοινωνικών στρωμάτων, τις ανατολικές επιρροές και την εξάπλωση της εκπαίδευσης σε ευρύτερα στρώματα άρχισε να παρατηρείται μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο αυτά μέρη, το λαό και τους διανοούμενους, ώσπου τον 2αι αυτή η αλληλεπίδραση πήρε μια παράξενη μορφή. Αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε μια λογοτεχνία, (αρχής γενομένης από τον Βόλο, έναν Αιγύπτιο, που θεωρήθηκε ο θεμελιωτής της αλχημείας) η οποία, βασιζόμενη στα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών, κάλυπτε τις δεισιδαιμονίες και προλήψεις με έναν ψευδοεπιστημονικό μανδύα, κερδίζοντας έτσι και τους απλούς αλλά και τους μορφωμένους.
Μοιραίο αποτέλεσμα αυτής της φιλολογίας ήταν ότι, χρησιμοποιώντας «φυσικές» εξηγήσεις για να δικαιολογήσει τα θαυμαστά πράγματα και τις δεισιδαιμονίες, υποδαύλισε την τάση της εποχής για το θαυματουργό και το απόκρυφο. Οι σοβαρές έρευνες στις φυσικές επιστήμες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου αντικαταστάθηκαν από μια δίψα για αναζήτηση και προβολή των μυστηριωδών και θαυμαστών δυνάμεων, των απόκρυφων ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων, μέσα από τις οποίες εκδηλώνονταν οι θαυμαστές θεϊκές δυνάμεις. Το γιατί συνέβη αυτό μπορούμε ίσως να το κατανοήσουμε, αν σκεφτούμε ότι οι αρχαίοι δεν μπορούσαν ακόμη να καταλάβουν τη διαφορά ανάμεσα στις φυσικές και τις μαγικές δυνάμεις. Έτσι προέκυψε η πίστη ότι ενυπάρχουν απόκρυφες ιδιότητες και δυνάμεις σε ορισμένα ζώα, φυτά, πολύτιμους λίθους, μέταλλα και απεικονίσεις θεών, οι οποίες μπορούσαν να ανακληθούν και να φέρουν καλά αποτελέσματα στη ζωή των ανθρώπων με τη μαγεία, τις κατάλληλες τελετές και τα φυλαχτά με τις υπερφυσικές δυνάμεις. Και βεβαίως η πίστη αυτή συνδυάστηκε με τη μαγική ιατρική και την αστρολογία.
Η αστρολογία, είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίδρασης της θεολογίας των άστρων. Ανακαλύφθηκε βεβαίως στη Βαβυλώνα, διαδόθηκε στην Αίγυπτο από όπου φαίνεται πως τη γνώρισε και ο Ηρόδοτος. Αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από τους Έλληνες και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αρχικά ασκήθηκε στην Ελλάδα. Η μόδα της φαίνεται να αρχίζει κυρίως το 2αι, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως λαϊκά εγχειρίδια με λεπτομέρειες, και επαγγελματίες αστρολόγοι.
Βασίζεται στην πίστη ότι τα άστρα με τη σοφή, θεϊκή κανονικότητά τους, επιδρούν στη ζωή πάνω στη γη και στη μοίρα του ανθρώπου, ενώ επιδρά χωριστά το κάθε άστρο ανάλογα με το χαρακτήρα του θεού του οποίου φέρει το όνομα. Και, αφού η κίνηση των άστρων μπορούσε να υπολογιστεί - αυτήν τη δυνατότητα την έδωσε η φυσική επιστήμη - μπορούσαν να προβλεφθούν από αυτά και τα γεγονότα της ζωής και η μοίρα του ανθρώπου. Και, αφού οι δυνάμεις των πλανητών ήταν θεοί, υπήρχαν οι ικανότεροι από τους άλλους, οι επαγγελματίες αστρολόγοι, οι οποίοι μπορούσαν να τις εξηγήσουν, να τις καθησυχάσουν με θυσίες και προσευχές, να τις δαμάσουν με μαγικά μέσα, να προβλέψουν ή να ερμηνεύσουν οιωνούς.
Αυτή η ιδέα της προκαθορισμένης ζωής, που δέσμευε τον άνθρωπο και τον απογύμνωνε από την ελεύθερη βούλησή του, ενώ του στερούσε και τις ελπίδες για τη χάρη των θεών, τον τρόμαξε και τον έστρεψε στη θρησκεία ως μια διαμαρτυρία κατά των άνευ νοήματος γεγονότων, το οποίο περιλαμβάνεται στη μηχανική αιτία.
Αλλά θα μπορούσαμε επίσης να κατανοήσουμε την εξάπλωσή της αστρολογίας, αν εξετάσουμε πάλι τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής. Οι καιροί ήταν πάλι ταραγμένοι. Η ρωμαϊκή κατάκτηση προ των πυλών. Επόμενο ήταν να δημιουργηθούν πολιτικές αναταραχές, φοβίες και ανασφάλειες. Οπότε το να ξέρει κανείς τι επρόκειτο να συμβεί ήταν πολύ σημαντικό.
Μια άλλη αιτία, ψυχολογική θα λέγαμε, που επισημαίνει ο Dodds, είναι ο φόβος της καθημερινής ευθύνης: ο άνθρωπος για περισσότερο από έναν αιώνα βίωσε την πνευματική του ελευθερία. Για να καλλιεργηθεί όμως, απαιτείται αναζήτηση, καθημερινός μόχθος. Πιο εύκολη δεν είναι η πίστη ότι το πεπρωμένο καθορίζεται από τα άστρα και δεν χρειάζεται η δική μας προσπάθεια; Μάταια οι ορθολογιστές, όπως ο Κικέρων, προσπάθησαν να εμποδίσουν αυτήν την οπισθοδρόμηση με λογικά επιχειρήματα.
Πολλές φορές όμως το άλογο στοιχείο του ανθρώπου κυριαρχεί μπροστά στο λογικό.
Έτσι περνάμε στον 1αι, πΧ όπου πλέον ο ορθολογισμός, που ήδη είχε αρχίσει να υποχωρεί, όπως είδαμε, τώρα πλέον έχει εξασθενήσει τελειωτικά. Η επιστήμη, δεν έφερνε πλέον νέα αποτελέσματα, ενώ οι φιλοσοφικές σχολές, φυσικά και η Ακαδημία, εκτός από τους Επικούρειους, έπαψαν πια να αναζητούν την αλήθεια αυτή καθαυτή και ασχολούνταν πλέον με καθαρά θεωρητικά, σχολαστικά θέματα, για να καταλήξουν, σε μεταγενέστερες εποχές, να ασχολούνται μόνο με τη θεοσοφία, με το θεό και τους θεούς ως δυνάμεις φιλοσοφικών θεωριών, και οι φιλόσοφοι μετατρέπονται όχι μόνον σε γιατρούς των ψυχών αλλά και σε υπηρέτες των θεών, ενώ η κοσμική γνώση πλέον είχε αξία μόνον όσο συνέβαλλε στην κατανόηση του θείου. Από κει και πέρα, όπως λέει ο Σενέκας «δεν πρέπει να μπαίνουμε σε κόπο να διερευνούμε πράγματα που δεν είναι δυνατόν ούτε ωφέλιμο να γνωρίζουμε».
Ακαθοδήγητη, η θρησκευτική θέληση για πίστη, έχοντας πλέον ως δεκανίκι, την επιστήμη, στράφηκε πλήρως προς τον αποκρυφισμό, το μυστικισμό. Ο παλαιός δυισμός πνεύματος και ύλης, θεού και φύσης, ψυχής και ορέξεων, που η ορθολογική σκέψη είχε προσπαθήσει να χτυπήσει, αναζωογονήθηκε παίρνοντας άλλες μορφές. Η λατρεία του ορατού κόσμου και η αντίληψη που εξέφραζε ο πρώιμος στωικισμός ότι αποτελούμε μια ενότητα με αυτόν τον κόσμο, άρχισε να αντικαθίσταται από την πίστη πως ο φυσικός κόσμος κατέχεται από πονηρές δυνάμεις, άρα η ψυχή χρειάζεται όχι να ενωθεί μαζί του αλλά να ξεφύγει από αυτόν. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης ήταν και η αναβίωση των μυστικιστικών κινημάτων, που τα είδαμε να εμφανίζονται τον 6αι, του Πυθαγορισμού και του Ορφισμού. Και βεβαίως όχι ως σχολές διδασκαλίας αλλά ως λατρεία και τρόπος ζωής. Βασίζονταν στην αυθεντία, στην αποκάλυψη και όχι στη λογική. Ο Πυθαγόρας εμφανιζόταν ως ένας εμπνευσμένος σοφός και πολλά απόκρυφα γραπτά αποδίδονταν σε αυτόν ή στους μαθητές του, ενώ εμφανίστηκαν και πολλά ποιήματα ως ιεροί λόγοι που αποδίδονταν στον Ορφέα. Δίδασκαν την παλαιά πίστη ότι το εγώ μπορεί να αποσπαστεί, ότι ο κόσμος μας είναι τόπος σκότους και μετανοίας και υπάρχει ανάγκη κάθαρσης, όλα αυτά συνδυασμένα και με άλλες μορφές της μαγικής παράδοσης.
Έτσι, καθώς οι άνθρωποι έπρεπε μόνοι τους να νοιαστούν για την ατομική τους σωτηρία κατέφευγαν σε γνωστές παραδοσιακές ή νέες μεθόδους ατομικής σωτηρίας. Έτσι άλλοι βασίζονταν σε ιερά βιβλία, που δήθεν ανακαλύφθηκαν σε ναούς της Ανατολής ή υπαγορεύτηκαν από θεό σε κάποιον εμπνευσμένο προφήτη, άλλοι αναζητούσαν μια προσωπική αποκάλυψη μέσα από χρησμό, όνειρο ή όραμα, άλλοι αναζητούσαν την ασφάλεια στην τελετουργική λατρεία είτε μυούμενοι σε ένα ή περισσότερα «μυστήρια» που υπήρχαν, ή καταφεύγοντας σε ιδιωτικούς μάγους.
Μια προσπάθεια να κυριευθεί το βασίλειο των ουρανών με υλικά μέσα. Έτσι βλέπουμε την πλήρη χρεοκοπία του ελληνικού ορθολογισμού. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι γιατί οπισθοχώρησε. Η φύση και οι αιτίες αυτής της οπισθοχώρησης δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Υπάρχουν πολλές μεμονωμένες απόψεις, οι οποίες επιδέχονται και αντιρρήσεις.
Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό της Ελληνιστικής εποχής είναι η δρομολόγηση προς το μονοθεϊσμό. Η ιδέα ότι υπήρχαν πολλοί θεοί σύμφωνα με την ανθρώπινη πίστη, αλλά σύμφωνα με τη φύση ένας μόνον, (Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη) ήταν γνωστή από παλιά στους Έλληνες. Ήδη ο Ξενοφάνης το δεύτερο μισό του 6αι διακήρυξε ότι: «υπάρχει ένας θεός μέγιστος από θεούς και ανθρώπους, διάφορος στη μορφή και στη διάνοια από τους θνητούς», ενώ πολλοί άλλοι σπουδαίοι φιλόσοφοι μίλησαν για το «έν» ως πρωταρχική αρχή, ανεξαρτήτως της σημασίας που έδινε ο καθένας από αυτούς σε αυτό το εν. Βεβαίως αυτό δε σημαίνει ότι απέβαλαν τον πολυθεϊσμό. Κατά την Ελληνιστική όμως εποχή κάτω από τη μοναρχική και καλά οργανωμένη διακυβέρνηση του κράτους και κάτω από την επίδραση της νέας κοσμολογίας και της ηλιακής θρησκείας η φιλοσοφία συμπέρανε ότι ο κόσμος πρέπει να τακτοποιείται από έναν υπέρτατο άρχοντα ενθρονισμένο στους ουρανούς, τον Ήλιο. Και φυσικά αυτήν την ιδέα την ενθάρρυναν οι μονάρχες- αυτοκράτορες: όπως ο θεός- ήλιος κυβερνούσε το σύμπαν έτσι και το αντίγραφό του στη γη, ο αυτοκράτορας, κυβερνούσε σοφά τον κόσμο. Αλλά, όπως προείπαμε, η λατρεία του ήλιου ήταν περισσότερο θρησκεία του κράτους και όχι του λαού. Ήταν πολύ επιστημονική για να δώσει στον απλό πιστό ένα θεό που να εμπιστεύεται και να του δίνει παρηγοριά και βοήθεια. Πάντως ο Ήλιος ως σύμβολο είχε μεγάλη επιρροή και τον συναντούμε και σε χριστιανικά κείμενα (ο Χριστός, ήλιος της δικαιοσύνης). Η αδυναμία αυτού του ειδωλολατρικού, θα λέγαμε, μονοθεϊσμού ήταν ότι δεν απέβαλε ποτέ τον παλιό πολυθεϊσμό ούτε διαμόρφωσε ένα ενιαίο δόγμα. Οι παλιοί θεοί επέζησαν ως υποτελείς ή ως εκδηλώσεις του Υπέρτατου θεού σε διάφορα μέρη. Πάντως η συσσώρευση πολλών επιθέτων και λειτουργιών στον παντοδύναμο Δία και η πίστη ότι οι πολλοί θεοί της παλαιότερης πίστης δεν είναι παρά ένας θεός με πολλά ονόματα, μπορούν να θεωρηθούν προκαταρκτικά για το μονοθεϊσμό.
Τελειώνοντας και συνοψίζοντας την τελευταία περίοδο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, την Ελληνιστική, θα λέγαμε καταρχάς ότι η γνώση μας για τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά της εποχής αυτής (όπως και όλης της αρχαιότητας) σχηματίζει μια εικόνα περίπλοκη και μεταβαλλόμενη, η οποία συνεχώς διευρύνεται ή τροποποιείται με την ανακάλυψη νέου υλικού και από τον συνεχώς αυξανόμενο όγκο των σύγχρονων μελετών. Η ποικιλία εκδηλώσεων και η μεγάλη εσωτερική ταραχή είναι τα χαρακτηριστικά της εποχής. Επιπλέον, ενώ στο πρώτο κυρίως τμήμα της ήταν μια εποχή μεγάλων αυτόνομων επιτευγμάτων σε πολλούς τομείς, στην οψιμότερη αρχαιότητα δε βρήκε μια ισότιμη συνέχιση που θα συμπλήρωνε τα επιτεύγματα της, αφού τη θέση της έρευνας και της αναζήτησης πήραν η πίστη και η αποκάλυψη. Πολλά από αυτά που πέτυχε αποναρκώθηκαν ή ξεχάστηκαν, και από αυτήν την άποψη εμφανίζεται σαν μια εποχή μεταβατική που οδήγησε στο τέλος τους σημαντικές εξελίξεις και προετοίμασε συγχρόνως το έδαφος για το νέο και διαφορετικό που είδε το σκοτάδι με τον αισχρό και εθνοδιαλυτικό Εβραιοχριστιανισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου