Ο Νικολό Μακιαβέλι (ιταλικά: Niccolò di Bernardo dei Machiavelli) (3 Μαΐου 1469 – 21 Ιουνίου 1527), ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας
Οι Διατριβές πάνω στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου είναι το σημαντικότερο και περιεκτικότερο έργο του Μακιαβέλι. Η διαφορά με τον Ηγεμόνα είναι διαφορά ύφους, τόνου και φωτισμού άλλων άλλοτε πλευρών των θεμελιωδών προβλημάτων που απασχολούν τον Μ., όμως η παιδεία, ο πολιτικός προσανατολισμός και η ψυχοδιανοητική δομή, η οποία επιστρατεύεται για τη συγγραφή των δύο έργων συμπίπτουν σε όλα τα βασικά σημεία. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε τις απόψεις του Μακιαβέλι για τον λαό και τη φύση του, την εκλογή των αρχόντων και το πολίτευμα της δημοκρατίας, όπως εμφανίστηκε ιστορικά μέχρι την εποχή του.
Οι Διατριβές πάνω στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου είναι το σημαντικότερο και περιεκτικότερο έργο του Μακιαβέλι. Η διαφορά με τον Ηγεμόνα είναι διαφορά ύφους, τόνου και φωτισμού άλλων άλλοτε πλευρών των θεμελιωδών προβλημάτων που απασχολούν τον Μ., όμως η παιδεία, ο πολιτικός προσανατολισμός και η ψυχοδιανοητική δομή, η οποία επιστρατεύεται για τη συγγραφή των δύο έργων συμπίπτουν σε όλα τα βασικά σημεία. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε τις απόψεις του Μακιαβέλι για τον λαό και τη φύση του, την εκλογή των αρχόντων και το πολίτευμα της δημοκρατίας, όπως εμφανίστηκε ιστορικά μέχρι την εποχή του.
Για τους Ρωμαίους, το κύρος, η αυθεντία της συγκλήτου (auctoritas senatus), αποτελούσε κύριο στοιχείο της πολιτικής ζωής.
Όπως και στον Ηγεμόνα, ο Μ. περιγράφει όσον το δυνατόν πιο ψυχρά κι αντικειμενικά το θέμα που διαπραγματεύεται, παρουσιάζει έντιμα τις απόψεις των παλαιότερων ή άλλες γνώμες διαφορετικές, και γράφει ανοιχτά τη δική του άποψη. Σε κεφάλαιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το πλήθος είναι πιο γνωστικό και σταθερό παρά ο ηγεμόνας.», ο Μ. επιχειρεί ν’ αντικρούσει τις απόψεις πολλών συγγραφέων για τη φύση του λαού. Οι περισσότεροι, ανάμεσά του κι ο ιστορικός Τίτος Λίβιος, υποστηρίζουν πως «η φύση του πλήθους είναι ή να υπηρετάει ταπεινά ή να κυβερνάει αλαζονικά.», κι επομένως οι ηγεμόνες είναι καλύτεροι από τον «άστατο λαό» και γενικώς πιο κατάλληλοι να κυβερνήσουν μια πολιτεία. Ωστόσο, αν ανατρέξουμε προσεκτικά στην ιστορία, θα βρούμε σχετικά λίγα παραδείγματα αρχόντων αγαθών -τέτοιοι λογαριάζονται λ.χ. οι παλιοί βασιλιάδες της αρχαίας Αιγύπτου και της Σπάρτης- ενώ θα συναντήσουμε πάρα πολλές περιπτώσεις άστατων ή διεφθαρμένων ηγεμόνων. Περισσότεροι αγαθοί άνδρες εμφανίστηκαν στις δημοκρατίες, λ.χ. στην Ελλάδα και τη Ρώμη, παρά στην Ασία, λέει ο Μακιαβέλι, κι αυτό δεν μπορεί να συνέβη τυχαία. Οι δημοκρατικές κι ελεύθερες πολιτείες πρόκοψαν στο άψε σβήσε, επειδή έδιναν τις ευκαιρίες στους άξιους ν΄αναδειχθούν, όπως έδειξε η ακμή της Αθήνας μετά την πτώση του Πεισίστρατου και, βεβαίως, η άνοδος και η κυριαρχία της Ρώμης για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια. Ήτανε άραγε διαφορετικής φύσης άνθρωποι οι αρχαίοι; Η διαφορά δεν εντοπίζεται στην ανθρώπινη φύση, αυτή θεωρείται ίδια και γενικώς αμετάβλητη, αλλά στο ιστορικό γεγονός ότι στις δημοκρατίες υπάρχουν νόμοι που λειτουργούν και δεσμεύουν τόσο τον λαό όσο και τους άρχοντες: «Κι η διαφορά στο φέρσιμο γεννιέται όχι από το διαφορετικό φυσικό τους – γιατί αυτό σ’ όλους είναι ένα πράγμα, κι αν σε κάποιον η ζυγαριά γέρνει προς το καλό, αυτός είναι ο λαός – μα απ’ το πόσο σέβονται τους νόμους που μέσα τους ζούνε κι ο ένας κι ο άλλος. Κι όποιος εξετάσει το ρωμαϊκό λαό θα δει πως τετρακόσια χρόνια στάθηκε εχθρός στ’ όνομα το βασιλικό κι εραστής της δόξας και της κοινής ωφέλειας της πατρίδας του, και θα βρει και χίλια παραδείγματα που μαρτυρούν και το πρώτο και το δεύτερο.» Χωρίς το φόβο του νόμου, λαός και ηγεμόνες μπορούν να σφάλλουν: «Γι’ αυτό και δεν πρέπει πιότερο να κατηγοράμε τη φύση του πλήθους από των ηγεμόνων, αφού όλοι το ίδιο σφάλλουνε, όταν μπορούνε να σφάλλουνε άφοβα.»
«Κι αν πεις για φρονιμάδα και σταθερότητα, εγώ λέω πως ο λαός πέφτει πιο γνωστικός, πιο σταθερός και καλύτερος κριτής παρά ένας ηγεμόνας. Κι όχι δίχως κάποιο λόγο παρομοιάζεται η φωνή του λαού με τη φωνή του Θεού, αφού βλέπεις το λαϊκό αίσθημα να κάνει θαύματα στις προγνώσεις του, με τρόπο που φαίνεται σα να ‘χει κάποιο κρυφό χάρισμα και προβλέπει τι θα του βγει σε καλό και τι σε κακό.»
Τα πάθη του ηγεμόνα είναι μάλλον περισσότερα απ’ αυτά του λαού και πιο επιζήμια. Το πλήθος, ακόμα και στις εξάρσεις του συμμαζεύεται εύκολα, αν βρεθεί κάποιος να του μιλήσει κατάλληλα, και το κακό δεν κρατάει πολύ. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν πηγάζει απ΄τους ίδιους τους πολίτες, που γρήγορα επιστρέφουν από φόβο, ένας – ένας, στις δουλειές τους, αλλά από δημαγωγούς ηγέτες που μπορεί να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για να του καθίσουν στο σβέρκο, ως τύραννοι. Ένα «ξαμολυτό πλήθος» λοιπόν είναι λιγότερο επικίνδυνο για μια πολιτεία από έναν ηγεμόνα που δεν δεσμεύεται από την ισχύ των νόμων. Ο λαός, εφόσον αποφάσιζε στην εκλογή του κάπως ελεύθερα και χωρίς βία, δεν θα ανέβαζε ποτέ έναν διεφθαρμένο άνθρωπο στα δημόσια αξιώματα, ενώ, από χίλιους δρόμους και για χίλιους λόγους, ένας ηγεμόνας συχνά εμπιστεύεται σε δημόσιες θέσεις ανθρώπους ατιμασμένους, δηλαδή φιλόδοξα πρόσωπα που δεν επιδιώκουν το κοινό καλό αλλά το προσωπικό όφελος: «Κι αν τυχόν πέφτει έξω σε ζητήματα που θέλουνε καρδιά, ή που φαίνεται ότι θα φέρουν ωφέλεια, έχω να πω πως κι ο ηγεμόνας πολλές φορές πλανιέται παρασυρμένος απ’ τα πάθη του, που είναι πολύ περισσότερα από του λαού. Κι ακόμα βλέπεις πως ο λαός διαλέγει τους άρχοντες χίλιες φορές καλύτερα παρά ο ηγεμόνας, κι ούτε ποτέ θα πείσεις ένα λαό πως είναι καλό ν’ ανεβάσει στ’ αξιώματα άνθρωπο ατιμασμένο και διεφθαρμένο· όμως εύκολα κι από χίλιους δρόμους καταφέρνεις τον ηγεμόνα να κάμει κάτι τέτοιο.»
Ο ηγεμόνας, αν δεν τον δένουν οι νόμοι, μπορεί να είναι χειρότερος από τον λαό: «Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα πως ο λαός δεν έχει άλλα ελαττώματα παρ’ εκτός από ‘κείνα πούχουν κι οι ηγεμόνες – αντίθετα από την κοινή γνώμη που μας λέει πως ο λαός, όταν βρίσκεται στα πράγματα είναι άστατος, γληγοροχόρταγος κι αχάριστος. Κι αν κανένας κατηγορήσει λαό και ηγεμόνα, μαζί και τους δυό, μπορεί να πει κι αλήθεια· άμα όμως αφήσει απ’ έξω τους ηγεμόνες, τότε πέφτει σε σφάλμα: γιατί λαός που κυβερνάει κι είναι καλοσυνταγμένος θα μείνει σταθερός, φρόνιμος κι ευγνώμονας το ίδιο μ΄έναν ηγεμόνα – μπορεί και καλύτερα ακόμα κι από ηγεμόνα που περνιέται για γνωστικός· ενώ απ’ την άλλη μεριά ηγεμόνας που δεν τόνε δένουνε νόμοι θα ‘ναι απ’ το λαό πιότερο αχάριστος, άστατος κι ελαφρόμυαλος.»
Παρά τα όσα λέγονται, συνεχίζει ο Μ., ο λαός αποδείχτηκε πιο σταθερός στις απόψεις από τους ηγέτες του, όπως λ.χ. οι Ρωμαίοι, που τόσο αγαπούσαν την πατρίδα τους και την κοινή λευτεριά, ώστε δεν δεν επέτρεπαν σε κανέναν να βασιλέψει, να γίνει τύραννος και υπεράνω των νόμων της ρωμαϊκής πολιτείας. Η αξιοσύνη δεν αφορούσε μόνο τους εκλεγμένους ηγέτες, αλλά και τους πολίτες, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στη δημόσια ζωή και θα έπρεπε να μπορούν να επιλέξουν τους κατάλληλους ανθρώπους. Ο πολίτες της δημοκρατίας δεν είναι αλάνθαστοι, λαθεύουν όμως λιγότερες φορές από τους ηγέτες τους: «Ή πάλι βλέπεις το λαό να παίρνει κάποιο πράμα μ΄ άσχημο μάτι και να κρατιέται στην ιδέα του αιώνες ολόκληρους· κι αυτό δεν το βλέπεις σε ηγεμόνα. Και για τα δύο αυτά σώνει να φέρω για μαρτυρία το ρωμαϊκό λαό, που μέσα σ’ εκατοντάδες ολόκληρες χρόνια, μέσα σε τόσες εκλογές Υπάτων και Δημάρχων, τέσσερις φορές μοναχά μετάνιωσε που διάλεξε κάποιον. Και, καθώς είπα, σε τόσο μίσος κρατούσε το βασιλικό όνομα, που, όση υποχρέωση κι αν είχε σ’ έναν πολίτη, τούτος δε γλίτωνε από την ορισμένη ποινή, αν τυχόν κι ήθελε να βασιλέψει.»
Λίγο παρακάτω, γίνεται αναφορά στα βασικά κριτήρια με τα οποία αποφασίζει ο λαός, όταν πρόκειται να εκλέξει έναν άρχοντα: «Λέω λοιπόν πως ο λαός, όταν έρχεται να διαλέξει, ακολουθεί ότι λέει για κάποιον η δημόσια διάδοση ή φήμη, αν δεν τον ξέρει αλλιώς από γνωστές πράξεις του· ή πάλι, ακολουθεί τις γνώμες και τις εικασίες που ΄χει υφασμένες για τον ίδιο. Τούτες οι ιδέες γεννιούνται ή επειδή οι πατεράδες κάποιου σταθήκανε άνθρωποι σπουδαίοι και τρανοί μέσα στην πόλη, κι έτσι ο κόσμος πιστεύει πως τα παιδιά τους θα τους μοιάσουν, ώσπου οι πράξεις τους να δείξουνε το αντίθετο· ή γεννιούνται από τα φερσίματα του καθενός.»
Στις αρχαίες ελεύθερες δημοκρατίες, οι δημόσιες συναναστροφές των υποψήφιων για δημόσια αξιώματα επηρεάζουν την κρίση του λαού, ενώ δημόσια φήμη μπορούσε ν’ αποχτήσει κάποιος κάνοντας κάτι αξιομνημόνευτο, ακόμα και ιδιωτικά:
«Και τα καλύτερα φερσίματα που μπορεί κάποιος να δείξει είναι: να ‘χει για συντροφιά του ανθρώπους σοβαρούς και με καλά συνήθεια, που όλος ο κόσμος τους περνάει για γνωστικούς. Κι αφού σημάδι πιο τρανταχτό για έναν άνθρωπο δεν βρίσκεται άλλο από τις συντροφιές του, επάξια αποχτάει καλό όνομα όποιος έχει συντροφιές καλές, γιατί αδύνατο είναι να μη μοιάζει κάπως μαζί τους. Ή, πάλι, τη δημόσια φήμη την αποκτάς με κάποιαν ασυνήθιστη κι αξιομνημόνευτη πράξη, ακόμα και ιδιωτική, που τέλειωσε για σένα τιμητικά.»
Ο νέος ηγέτης, ειδικά αν δεν είναι από καλή γενιά, φρόνιμο είναι να στηριχθεί στις δικές του πράξεις:
«Κι από τα τρία τούτα που δίνουνε όνομα καλό σε κάποιον, το σπουδαιότερο είναι το τελευταίο που είπαμε· γιατί το πρώτο, οι πρόγονοι κι οι πατεράδες, είναι τόσο απατηλό που οι άνθρωποι το βλέπουνε μ’ επιφύλαξη, και γρήγορα εξανεμίζεται, άμα δεν το συνοδεύει η προσωπική αξιοσύνη του ανθρώπου που είναι για να κριθεί. Το δεύτερο πάλι, που σε κάνει να ξεχωρίζεις απ’ τις παρέες σου, πέφτει καλύτερο απ’ το πρώτο, όμως υστερεί πολύ από το τρίτο· γιατί ώσπου να ιδεί ο άλλος από σένα κάποιο χειροπιαστό σημάδι, η υπόληψη που σου έχει στηρίζεται πάνω σε μια γνώμη ξερή, που ευκολότατα φυλλορροεί. Μα το τρίτο, όντας αρχινισμένο και θεμελιωμένο πάνω στη δική σου ενέργεια και πράξη, σου φέρνει εξαρχής τέτοιο έναν όνομα, που πρέπει, για να το χαλάσεις, να κάνεις πολλά ενάντια σε τούτο. Όσοι λοιπόν γεννιούνται σε δημοκρατία πρέπει να παίρνουνε τούτο τον δρόμο και να μηχανεύονται με ποια εξαιρετική πράξη θ’ αρχίσουνε ν’ ανεβαίνουν.»
Ο Τίτος Μάνλιος, ένας Ρωμαίος Ύπατος που διετέλεσε δικτάτορας δύο φορές (το 353 και το 349, και ύπατος το 347, το 344 και το 340) έμεινε στην ιστορία για τις εξαίρετες πράξεις του. Μεταξύ άλλων, θέλοντας να διδάξει το σεβασμό στους νόμους της Ρώμης, σκότωσε το ίδιο του το παιδί, επειδή παράκουσε στις διαταγές και όρμησε νικηφόρα στη μάχη: «Αυτό το κάνανε στη Ρώμη πολλοί, όντας ακόμα νέοι, ή προτείνοντας κάποιο νόμο κοινής ωφέλειας ή κατηγορώντας κάποιον ισχυρό πολίτη για παραβάτη των νόμων ή κάνοντας παρόμοια αξιοσημείωτα και πρωτοφανέρωτα πράγματα, που να ΄χει ο κόσμος να μιλάει γι’ αυτά. Κι όχι μονάχα χρειάζονται παρόμοια πράγματα για ν’ αρχίσεις ν’ αποχτάς κύρος, παρά είναι κι απαραίτητα για να το κρατήσεις και να τ’ αυγατίσεις. Κι αν θέλεις να το κάνεις αυτό, πρέπει κάθε τόσο να βρίσκεις κάτι καινούριο, όπως έκανε ο Τίτος Μάνλιος σ’ όλη του τη ζωή: τούτος, αφού διαφέντεψε τόσο άξια κι εξαιρετικά τον πατέρα του, κερδίζοντας το πρώτο του κύρος μ’ αυτή την πράξη, ύστερ’ από κάμποσα χρόνια μονομάχησε μ΄ εκείνον το Γαλάτη, κι αφού τον σκότωσε, του πήρε μια χρυσή αλυσίδα που φορούσε, κι από ‘δώ ονομάστηκε Τορκουάτος. Δεν έφτασε αυτό και στερνά, σε ώριμη πια ηλικία, σκότωσε το γιο του, επειδή πολέμησε δίχως άδεια, μόλο που νίκησε τον εχθρό.»
«Όσο για το πώς κρίνει ο λαός τα πράγματα, πολύ σπάνια συμβαίνει, όταν ακούει δυο ισάξιους ρήτορες με διαφορετικές γνώμες να μη διαλέξει την καλύτερη και να μη σε καταλάβει όταν λες το σωστό..»
Οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι καλοί, εφόσον και οι πολίτες είναι καλοί· στην πολιτεία που σχεδόν οραματίζεται ο Μ. «το κράτος είναι πλούσιο και οι ιδιώτες φτωχοί.» Ακόμα και στον κίνδυνο ή άλλες έκτακτες περιστάσεις, όταν, για πρακτικούς λόγους, χρειάζεται να συγκεντρωθεί η εξουσία στα χέρια λίγων, αυτό πρέπει να γίνει έτσι, ώστε να μην υπονομευτεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο περιβόητος θεσμός του δικτάτορα, η αφαίρεση εξουσίας από τους Ύπατους και η συγκέντρωσή της σε ένα πρόσωπο, μάλλον ωφέλησε τη Ρώμη, παρά την έβλαψε, όπως έγραφαν ορισμένοι, επιχειρώντας να εξηγήσουν την πτώση της. Αυτό συνέβη επειδή οι εξουσίες του Δικτάτορα περιορίζονταν αποφασιστικά από τους Νόμους, η θητεία του ήταν προσωρινή και δεν μπορούσε ως άτομο, ή ομάδα να μετατρέψει το πολίτευμα σε τυραννίδα. Στα τελευταία χρόνια μάλιστα, οι Ρωμαίοι δίνανε την εξουσία όχι στον Δικτάτορα, αλλά στον Ύπατο, με τούτα τα λόγια: «Ας έχει το νου του ο Ύπατος, να μη βλαφτεί σε τίποτα η Δημοκρατία.»
Όπως και στον Ηγεμόνα, ο Μ. περιγράφει όσον το δυνατόν πιο ψυχρά κι αντικειμενικά το θέμα που διαπραγματεύεται, παρουσιάζει έντιμα τις απόψεις των παλαιότερων ή άλλες γνώμες διαφορετικές, και γράφει ανοιχτά τη δική του άποψη. Σε κεφάλαιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το πλήθος είναι πιο γνωστικό και σταθερό παρά ο ηγεμόνας.», ο Μ. επιχειρεί ν’ αντικρούσει τις απόψεις πολλών συγγραφέων για τη φύση του λαού. Οι περισσότεροι, ανάμεσά του κι ο ιστορικός Τίτος Λίβιος, υποστηρίζουν πως «η φύση του πλήθους είναι ή να υπηρετάει ταπεινά ή να κυβερνάει αλαζονικά.», κι επομένως οι ηγεμόνες είναι καλύτεροι από τον «άστατο λαό» και γενικώς πιο κατάλληλοι να κυβερνήσουν μια πολιτεία. Ωστόσο, αν ανατρέξουμε προσεκτικά στην ιστορία, θα βρούμε σχετικά λίγα παραδείγματα αρχόντων αγαθών -τέτοιοι λογαριάζονται λ.χ. οι παλιοί βασιλιάδες της αρχαίας Αιγύπτου και της Σπάρτης- ενώ θα συναντήσουμε πάρα πολλές περιπτώσεις άστατων ή διεφθαρμένων ηγεμόνων. Περισσότεροι αγαθοί άνδρες εμφανίστηκαν στις δημοκρατίες, λ.χ. στην Ελλάδα και τη Ρώμη, παρά στην Ασία, λέει ο Μακιαβέλι, κι αυτό δεν μπορεί να συνέβη τυχαία. Οι δημοκρατικές κι ελεύθερες πολιτείες πρόκοψαν στο άψε σβήσε, επειδή έδιναν τις ευκαιρίες στους άξιους ν΄αναδειχθούν, όπως έδειξε η ακμή της Αθήνας μετά την πτώση του Πεισίστρατου και, βεβαίως, η άνοδος και η κυριαρχία της Ρώμης για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια. Ήτανε άραγε διαφορετικής φύσης άνθρωποι οι αρχαίοι; Η διαφορά δεν εντοπίζεται στην ανθρώπινη φύση, αυτή θεωρείται ίδια και γενικώς αμετάβλητη, αλλά στο ιστορικό γεγονός ότι στις δημοκρατίες υπάρχουν νόμοι που λειτουργούν και δεσμεύουν τόσο τον λαό όσο και τους άρχοντες: «Κι η διαφορά στο φέρσιμο γεννιέται όχι από το διαφορετικό φυσικό τους – γιατί αυτό σ’ όλους είναι ένα πράγμα, κι αν σε κάποιον η ζυγαριά γέρνει προς το καλό, αυτός είναι ο λαός – μα απ’ το πόσο σέβονται τους νόμους που μέσα τους ζούνε κι ο ένας κι ο άλλος. Κι όποιος εξετάσει το ρωμαϊκό λαό θα δει πως τετρακόσια χρόνια στάθηκε εχθρός στ’ όνομα το βασιλικό κι εραστής της δόξας και της κοινής ωφέλειας της πατρίδας του, και θα βρει και χίλια παραδείγματα που μαρτυρούν και το πρώτο και το δεύτερο.» Χωρίς το φόβο του νόμου, λαός και ηγεμόνες μπορούν να σφάλλουν: «Γι’ αυτό και δεν πρέπει πιότερο να κατηγοράμε τη φύση του πλήθους από των ηγεμόνων, αφού όλοι το ίδιο σφάλλουνε, όταν μπορούνε να σφάλλουνε άφοβα.»
«Κι αν πεις για φρονιμάδα και σταθερότητα, εγώ λέω πως ο λαός πέφτει πιο γνωστικός, πιο σταθερός και καλύτερος κριτής παρά ένας ηγεμόνας. Κι όχι δίχως κάποιο λόγο παρομοιάζεται η φωνή του λαού με τη φωνή του Θεού, αφού βλέπεις το λαϊκό αίσθημα να κάνει θαύματα στις προγνώσεις του, με τρόπο που φαίνεται σα να ‘χει κάποιο κρυφό χάρισμα και προβλέπει τι θα του βγει σε καλό και τι σε κακό.»
Τα πάθη του ηγεμόνα είναι μάλλον περισσότερα απ’ αυτά του λαού και πιο επιζήμια. Το πλήθος, ακόμα και στις εξάρσεις του συμμαζεύεται εύκολα, αν βρεθεί κάποιος να του μιλήσει κατάλληλα, και το κακό δεν κρατάει πολύ. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν πηγάζει απ΄τους ίδιους τους πολίτες, που γρήγορα επιστρέφουν από φόβο, ένας – ένας, στις δουλειές τους, αλλά από δημαγωγούς ηγέτες που μπορεί να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για να του καθίσουν στο σβέρκο, ως τύραννοι. Ένα «ξαμολυτό πλήθος» λοιπόν είναι λιγότερο επικίνδυνο για μια πολιτεία από έναν ηγεμόνα που δεν δεσμεύεται από την ισχύ των νόμων. Ο λαός, εφόσον αποφάσιζε στην εκλογή του κάπως ελεύθερα και χωρίς βία, δεν θα ανέβαζε ποτέ έναν διεφθαρμένο άνθρωπο στα δημόσια αξιώματα, ενώ, από χίλιους δρόμους και για χίλιους λόγους, ένας ηγεμόνας συχνά εμπιστεύεται σε δημόσιες θέσεις ανθρώπους ατιμασμένους, δηλαδή φιλόδοξα πρόσωπα που δεν επιδιώκουν το κοινό καλό αλλά το προσωπικό όφελος: «Κι αν τυχόν πέφτει έξω σε ζητήματα που θέλουνε καρδιά, ή που φαίνεται ότι θα φέρουν ωφέλεια, έχω να πω πως κι ο ηγεμόνας πολλές φορές πλανιέται παρασυρμένος απ’ τα πάθη του, που είναι πολύ περισσότερα από του λαού. Κι ακόμα βλέπεις πως ο λαός διαλέγει τους άρχοντες χίλιες φορές καλύτερα παρά ο ηγεμόνας, κι ούτε ποτέ θα πείσεις ένα λαό πως είναι καλό ν’ ανεβάσει στ’ αξιώματα άνθρωπο ατιμασμένο και διεφθαρμένο· όμως εύκολα κι από χίλιους δρόμους καταφέρνεις τον ηγεμόνα να κάμει κάτι τέτοιο.»
Ο ηγεμόνας, αν δεν τον δένουν οι νόμοι, μπορεί να είναι χειρότερος από τον λαό: «Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα πως ο λαός δεν έχει άλλα ελαττώματα παρ’ εκτός από ‘κείνα πούχουν κι οι ηγεμόνες – αντίθετα από την κοινή γνώμη που μας λέει πως ο λαός, όταν βρίσκεται στα πράγματα είναι άστατος, γληγοροχόρταγος κι αχάριστος. Κι αν κανένας κατηγορήσει λαό και ηγεμόνα, μαζί και τους δυό, μπορεί να πει κι αλήθεια· άμα όμως αφήσει απ’ έξω τους ηγεμόνες, τότε πέφτει σε σφάλμα: γιατί λαός που κυβερνάει κι είναι καλοσυνταγμένος θα μείνει σταθερός, φρόνιμος κι ευγνώμονας το ίδιο μ΄έναν ηγεμόνα – μπορεί και καλύτερα ακόμα κι από ηγεμόνα που περνιέται για γνωστικός· ενώ απ’ την άλλη μεριά ηγεμόνας που δεν τόνε δένουνε νόμοι θα ‘ναι απ’ το λαό πιότερο αχάριστος, άστατος κι ελαφρόμυαλος.»
Παρά τα όσα λέγονται, συνεχίζει ο Μ., ο λαός αποδείχτηκε πιο σταθερός στις απόψεις από τους ηγέτες του, όπως λ.χ. οι Ρωμαίοι, που τόσο αγαπούσαν την πατρίδα τους και την κοινή λευτεριά, ώστε δεν δεν επέτρεπαν σε κανέναν να βασιλέψει, να γίνει τύραννος και υπεράνω των νόμων της ρωμαϊκής πολιτείας. Η αξιοσύνη δεν αφορούσε μόνο τους εκλεγμένους ηγέτες, αλλά και τους πολίτες, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στη δημόσια ζωή και θα έπρεπε να μπορούν να επιλέξουν τους κατάλληλους ανθρώπους. Ο πολίτες της δημοκρατίας δεν είναι αλάνθαστοι, λαθεύουν όμως λιγότερες φορές από τους ηγέτες τους: «Ή πάλι βλέπεις το λαό να παίρνει κάποιο πράμα μ΄ άσχημο μάτι και να κρατιέται στην ιδέα του αιώνες ολόκληρους· κι αυτό δεν το βλέπεις σε ηγεμόνα. Και για τα δύο αυτά σώνει να φέρω για μαρτυρία το ρωμαϊκό λαό, που μέσα σ’ εκατοντάδες ολόκληρες χρόνια, μέσα σε τόσες εκλογές Υπάτων και Δημάρχων, τέσσερις φορές μοναχά μετάνιωσε που διάλεξε κάποιον. Και, καθώς είπα, σε τόσο μίσος κρατούσε το βασιλικό όνομα, που, όση υποχρέωση κι αν είχε σ’ έναν πολίτη, τούτος δε γλίτωνε από την ορισμένη ποινή, αν τυχόν κι ήθελε να βασιλέψει.»
Λίγο παρακάτω, γίνεται αναφορά στα βασικά κριτήρια με τα οποία αποφασίζει ο λαός, όταν πρόκειται να εκλέξει έναν άρχοντα: «Λέω λοιπόν πως ο λαός, όταν έρχεται να διαλέξει, ακολουθεί ότι λέει για κάποιον η δημόσια διάδοση ή φήμη, αν δεν τον ξέρει αλλιώς από γνωστές πράξεις του· ή πάλι, ακολουθεί τις γνώμες και τις εικασίες που ΄χει υφασμένες για τον ίδιο. Τούτες οι ιδέες γεννιούνται ή επειδή οι πατεράδες κάποιου σταθήκανε άνθρωποι σπουδαίοι και τρανοί μέσα στην πόλη, κι έτσι ο κόσμος πιστεύει πως τα παιδιά τους θα τους μοιάσουν, ώσπου οι πράξεις τους να δείξουνε το αντίθετο· ή γεννιούνται από τα φερσίματα του καθενός.»
Στις αρχαίες ελεύθερες δημοκρατίες, οι δημόσιες συναναστροφές των υποψήφιων για δημόσια αξιώματα επηρεάζουν την κρίση του λαού, ενώ δημόσια φήμη μπορούσε ν’ αποχτήσει κάποιος κάνοντας κάτι αξιομνημόνευτο, ακόμα και ιδιωτικά:
«Και τα καλύτερα φερσίματα που μπορεί κάποιος να δείξει είναι: να ‘χει για συντροφιά του ανθρώπους σοβαρούς και με καλά συνήθεια, που όλος ο κόσμος τους περνάει για γνωστικούς. Κι αφού σημάδι πιο τρανταχτό για έναν άνθρωπο δεν βρίσκεται άλλο από τις συντροφιές του, επάξια αποχτάει καλό όνομα όποιος έχει συντροφιές καλές, γιατί αδύνατο είναι να μη μοιάζει κάπως μαζί τους. Ή, πάλι, τη δημόσια φήμη την αποκτάς με κάποιαν ασυνήθιστη κι αξιομνημόνευτη πράξη, ακόμα και ιδιωτική, που τέλειωσε για σένα τιμητικά.»
Ο νέος ηγέτης, ειδικά αν δεν είναι από καλή γενιά, φρόνιμο είναι να στηριχθεί στις δικές του πράξεις:
«Κι από τα τρία τούτα που δίνουνε όνομα καλό σε κάποιον, το σπουδαιότερο είναι το τελευταίο που είπαμε· γιατί το πρώτο, οι πρόγονοι κι οι πατεράδες, είναι τόσο απατηλό που οι άνθρωποι το βλέπουνε μ’ επιφύλαξη, και γρήγορα εξανεμίζεται, άμα δεν το συνοδεύει η προσωπική αξιοσύνη του ανθρώπου που είναι για να κριθεί. Το δεύτερο πάλι, που σε κάνει να ξεχωρίζεις απ’ τις παρέες σου, πέφτει καλύτερο απ’ το πρώτο, όμως υστερεί πολύ από το τρίτο· γιατί ώσπου να ιδεί ο άλλος από σένα κάποιο χειροπιαστό σημάδι, η υπόληψη που σου έχει στηρίζεται πάνω σε μια γνώμη ξερή, που ευκολότατα φυλλορροεί. Μα το τρίτο, όντας αρχινισμένο και θεμελιωμένο πάνω στη δική σου ενέργεια και πράξη, σου φέρνει εξαρχής τέτοιο έναν όνομα, που πρέπει, για να το χαλάσεις, να κάνεις πολλά ενάντια σε τούτο. Όσοι λοιπόν γεννιούνται σε δημοκρατία πρέπει να παίρνουνε τούτο τον δρόμο και να μηχανεύονται με ποια εξαιρετική πράξη θ’ αρχίσουνε ν’ ανεβαίνουν.»
Ο Τίτος Μάνλιος, ένας Ρωμαίος Ύπατος που διετέλεσε δικτάτορας δύο φορές (το 353 και το 349, και ύπατος το 347, το 344 και το 340) έμεινε στην ιστορία για τις εξαίρετες πράξεις του. Μεταξύ άλλων, θέλοντας να διδάξει το σεβασμό στους νόμους της Ρώμης, σκότωσε το ίδιο του το παιδί, επειδή παράκουσε στις διαταγές και όρμησε νικηφόρα στη μάχη: «Αυτό το κάνανε στη Ρώμη πολλοί, όντας ακόμα νέοι, ή προτείνοντας κάποιο νόμο κοινής ωφέλειας ή κατηγορώντας κάποιον ισχυρό πολίτη για παραβάτη των νόμων ή κάνοντας παρόμοια αξιοσημείωτα και πρωτοφανέρωτα πράγματα, που να ΄χει ο κόσμος να μιλάει γι’ αυτά. Κι όχι μονάχα χρειάζονται παρόμοια πράγματα για ν’ αρχίσεις ν’ αποχτάς κύρος, παρά είναι κι απαραίτητα για να το κρατήσεις και να τ’ αυγατίσεις. Κι αν θέλεις να το κάνεις αυτό, πρέπει κάθε τόσο να βρίσκεις κάτι καινούριο, όπως έκανε ο Τίτος Μάνλιος σ’ όλη του τη ζωή: τούτος, αφού διαφέντεψε τόσο άξια κι εξαιρετικά τον πατέρα του, κερδίζοντας το πρώτο του κύρος μ’ αυτή την πράξη, ύστερ’ από κάμποσα χρόνια μονομάχησε μ΄ εκείνον το Γαλάτη, κι αφού τον σκότωσε, του πήρε μια χρυσή αλυσίδα που φορούσε, κι από ‘δώ ονομάστηκε Τορκουάτος. Δεν έφτασε αυτό και στερνά, σε ώριμη πια ηλικία, σκότωσε το γιο του, επειδή πολέμησε δίχως άδεια, μόλο που νίκησε τον εχθρό.»
«Όσο για το πώς κρίνει ο λαός τα πράγματα, πολύ σπάνια συμβαίνει, όταν ακούει δυο ισάξιους ρήτορες με διαφορετικές γνώμες να μη διαλέξει την καλύτερη και να μη σε καταλάβει όταν λες το σωστό..»
Οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι καλοί, εφόσον και οι πολίτες είναι καλοί· στην πολιτεία που σχεδόν οραματίζεται ο Μ. «το κράτος είναι πλούσιο και οι ιδιώτες φτωχοί.» Ακόμα και στον κίνδυνο ή άλλες έκτακτες περιστάσεις, όταν, για πρακτικούς λόγους, χρειάζεται να συγκεντρωθεί η εξουσία στα χέρια λίγων, αυτό πρέπει να γίνει έτσι, ώστε να μην υπονομευτεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο περιβόητος θεσμός του δικτάτορα, η αφαίρεση εξουσίας από τους Ύπατους και η συγκέντρωσή της σε ένα πρόσωπο, μάλλον ωφέλησε τη Ρώμη, παρά την έβλαψε, όπως έγραφαν ορισμένοι, επιχειρώντας να εξηγήσουν την πτώση της. Αυτό συνέβη επειδή οι εξουσίες του Δικτάτορα περιορίζονταν αποφασιστικά από τους Νόμους, η θητεία του ήταν προσωρινή και δεν μπορούσε ως άτομο, ή ομάδα να μετατρέψει το πολίτευμα σε τυραννίδα. Στα τελευταία χρόνια μάλιστα, οι Ρωμαίοι δίνανε την εξουσία όχι στον Δικτάτορα, αλλά στον Ύπατο, με τούτα τα λόγια: «Ας έχει το νου του ο Ύπατος, να μη βλαφτεί σε τίποτα η Δημοκρατία.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου