Άλλο ένα βράδυ που γυρνάς στο σπίτι κουρέλι, νιώθεις εξαντλημένος, τα βήματα σου αργά, νωχελικά, σέρνουν το κουφάρι του εαυτού σου.
Δειλά ανοίγεις την πόρτα και μ’ όση δύναμη σου έχει μείνει την κοπανάς πίσω σου. Ο ήχος της δυνατός και για μια στιγμή σε ταράζει.
Εκπνέεις και νιώθεις ν’ αδειάζεις απ’ όλο τον αέρα, σαν να ξεφουσκώνεις, να διώχνεις από μέσα σου όλα εκείνα που σου φόρτωσαν και σήμερα. Ύστερα πετάς τα κλειδιά στον πάγκο και ψάχνεις να βρεις τον πιο μικρό χώρο του σπιτιού. Αυτό θα είναι το καταφύγιό σου γι’ απόψε. Άλλη μια νύχτα που κρύβεσαι απ’ τους ξένους, απ’ τους περαστικούς, απ’ τους δικούς σου ανθρώπους. Άλλο ένα μερόνυχτο που προσπαθείς να κρυφτείς κι από εσένα.
Μεγάλωσες πια και μαζί σου μεγάλωσαν και τα προβλήματα. Εκτίθεσαι στον έξω κόσμο κι είσαι ένα αρνί μπροστά τους, ένα μικρό κι αθώο αρνάκι που σε κυνηγάνε για να σε θυσιάσουν, λες κι είναι κάθε μέρα Πάσχα γι’ αυτούς. «Ο κόσμος είναι κακός» σκέφτεσαι με παράπονο, μοιάζει με τους κακούς λύκους και τα τέρατα, που τόσο πολύ ευχαριστιόσουν ν’ ακούς στα παιδικά παραμύθια.
Τώρα κάθε λύκος, κάθε τέρας έχει και μια μορφή ανθρώπινη, ακόμη πιο τρομακτική απ’ ότι μπορούσε η φαντασία σου να φτιάξει. Στριμώχνεσαι σε μια γωνιά με τοίχους γύρω σου, ψάχνεις ένα φυσικό φρούριο να προστατευτείς, δεν είσαι ακόμη σίγουρος ότι το κακό πέρασε, ακόμα φοβάσαι πως οι σειρήνες θα ηχήσουν και τα λόγια κι οι πράξεις τους θα σε βρουν αφύλαχτο και θα σε λαβώσουν. Η πλάτη σου κολλάει στον παγωμένο τοίχο, το κεφάλι σου γέρνει λίγο προς τα πίσω, κι εδώ στην άκρη κουλουριασμένος, νιώθεις επιτέλους ασφαλής.
Στο μυαλό σου έρχονται πάλι εκείνα τα λόγια, οι κινήσεις, οι προθέσεις, τα βλέμματα και τα κρυφά χαμόγελα.
Μα πόση κακία μπορεί να κρύβει κάποιος μέσα του; Πώς μπορεί να πληγώνει χωρίς δεύτερη σκέψη, να πυροβολεί στο ψαχνό και να φεύγει με μια ικανοποίηση στο βλέμμα, μ’ ένα αίσθημα επιτυχίας, νικητής; Τι είδους λύκοι και τι εξωγήινα τέρατα είναι αυτά, που βγάζουν όλα τα κόμπλεξ και τη βλακεία τους στους άλλους; Η λογική σου δε δίνει απάντηση, αλλά τα συναισθήματά σου βράζουν.
Πόσο θα ήθελες να είχες μιλήσει, πόσο θα ήθελες να είχες απαντήσει σ’ εκείνο το σχόλιο, που έγινε πίσω απ’ την πλάτη σου την ώρα που διέσχιζες το δρόμο, να είχες κοιτάξει κατάματα εκείνους, που σου κάρφωναν το βλέμμα τους και γέμιζαν ειρωνεία το χώρο. Πόσο θα ήθελες να είχες σπρώξει μακριά τους κηφήνες, που έτρωγαν κι έπιναν στην υγειά σου χρόνια ολόκληρα και σε πρόδωσαν με τόση ευκολία σαν να κατάπιναν το νερό που τους προσέφερες.
Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να φέρονται σκληρά, δεν μπορούν όλοι να πληγώνουν και να «τιμωρούν», γιατί τότε ο κόσμος θα ήταν ένα άδειο χωράφι, ξερό κι άγονο. Ναι, ο κόσμος είναι κακός και πληγώνεσαι απ’ αυτόν και πέφτεις. Με την ίδια ευκολία, όμως, σηκώνεσαι και τραβάς ξανά μπροστά, χτίζεις πάλι τα φρούρια σου, δημιουργείς, δε χάνεσαι. Έτσι τους χτυπάς, ευθύβολα, ακαριαία. Η δικιά σου ανάταση θα σε γλυτώνει πάντα και θα είναι στον αιώνα τον άπαντα η καλύτερη απάντηση σ’ όσους σε λοιδόρησαν και σ’ όσους επιφυλάσσονται να το κάνουν στο μέλλον.
Είναι δεδομένο πως οι άνθρωποι πάντα θα μεμψιμοιρούν, θα ζηλεύουν, θα καταριούνται, θ’ αναθεματίζουν, θα πληγώνουν. Πάντα θα στοχεύουν εκεί, που δεν μπορούν να φτάσουν, πάντα θ’ αναζητούν ουρανούς που δεν τους ανήκουν. Κάποιοι θ’ απογοητεύονται και θα εγκαταλείπουν, δε θα δουν ποτέ τα «θαύματα». Κάποιοι άλλοι, όμως, θα τα δημιουργούν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου