Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Η τέχνη του να φεύγεις

Συνήθιζε να κρύβεται πίσω από τις προτάσεις, συνήθιζε να κρύβεται πίσω από τα θλιμμένα μάτια του, μια θλίψη που έκρυβε χιλιάδες συναισθήματα. Ωστόσο, δεν του άρεσαν τα ορατά πράγματα και συνήθιζε να χτίζει παγόβουνα με αόρατες προτάσεις. Τα λόγια του συνεχίστηκαν και συνεχίστηκαν. Δεν πήρε ούτε μία ανάσα για να προσθέσει ένα κόμμα ανάμεσα στις μακριές του προτάσεις.
«Φεύγω», είπε.

Ερωτας είσαι εσύ... Και η τέχνη του να φεύγεις...


Πρέπει πάντα το ρήμα «φεύγω» να είναι τόσο βίαιο από τη φύση του; Η εποχή ή χρονική περίοδος που ζούσαμε δεν είχε σημασία.

Καθισμένοι σε ένα τραπέζι και φλυαρώντας με έναν τρόπο που ταίριαζε σε αριστοκράτες των μοντέρνων καιρών, είχαμε ρίξει όλη μας την ωμότητα στη φωτιά. Όλες οι προτάσεις που ακολούθησαν το ρήμα «φεύγω», κατέβαιναν τον δρόμο με τη μέγιστη ταχύτητα, σαν ένα φορτηγό, που του είχαν σπάσει τα φρένα.

Είχαμε εξομοιώσει τις χρονολογικές τύψεις του παρελθόντος με τα βάσανα, που υπέστησαν οι άνθρωποι σε όλη την ιστορία. Όταν λέω «είχαμε εξομοιώσει», τα είχα απλά μόλις ακούσει και, ακούγοντας τα, είχα συμπράξει σε όλα από ντροπή. Πάντα πιστεύω ότι οι άνθρωποι που υποφέρουν από πονόδοντο αισθάνονται τον ίδιο πόνο. Αν και οι πόνοι που μας ένωναν φαίνονταν τόσο απλοί, το να βρούμε δυο λέξεις για να εκφράσουμε τον πόνο της καρδιάς μας ήταν πολύ δύσκολο.

Οι όμορφες μέρες, των οποίων οι χυμοί σκορπίστηκαν, σαν να είχαν τυλιχτεί γύρω από το μίξερ μέσα στην τραχεία, είχαν πια μετατραπεί σε απόβλητα του πεπτικού μας συστήματος.

Η δύναμη όλων των φωνών είχε κοπεί κατά τη διάρκεια της σιωπής. Οι λέξεις «Φεύγω» περίμεναν να εκραγούν, σαν μια χειροβομβίδα που έριξαν πάνω μας. Αν οι στιγμές που περάσαμε στη σιωπή μεγάλωσαν σε διάρκεια μετά από όλες αυτές τις γεμάτες προτάσεις, που είχαν ειπωθεί, τότε αυτό σήμαινε ότι αυτές οι προτάσεις έγιναν άδειες προτάσεις.

Μια χρονική περίοδος που περίμενε να εκπνεύσει ο χρόνος και μετέτρεψε το να καθόμαστε γύρω από το τραπέζι σε ένα επίσημο καθήκον, είχε γεννηθεί. Υπήρχαν άγραφοι απάνθρωποι κανόνες, χωρίς όνομα. Αυτός που μπορούσε να παραμείνει δυνατός, μπορούσε να ζητήσει τον λογαριασμό και να φύγει.
Το να είσαι δυνατός ήταν ένα σημαντικό ζήτημα, γιατί τα μαθήματα που είχαμε πάρει στην παιδική μας ηλικία, μας επέβαλλαν να είμαστε δυνατοί. Αυτός που έμεινε στο τραπέζι περισσότερο από τον άλλο, φαινόταν ότι υπέφερε και αγαπούσε περισσότερο. Δεν ήταν αυτό υποκρισία;
Υποθέτω ότι δεν ήθελε να ήταν υποκριτής και είπε «Όπως θέλεις».

Αυτά τα λόγια, για ώρες ή ακόμα και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της σχέσης μας, καταγράφηκαν ως το μόνο πράγμα που θα μπορούσα να ξέρω. Ξέρω ότι θα υπήρχε άλλη μια στιγμή σιωπής και όλες οι προτάσεις θα επανέρχονταν με την πρώτη σφαίρα. Μπορούσα να δω σύννεφα θυμού στα μάτια του, γιατί είπα «Ας φύγουμε».
 
Αλλά αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον και, πρώτα και κύρια μπορούσαμε να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον.

Ζήτησε τον λογαριασμό. Ο σερβιτόρος είχε φέρει πίσω τα ρέστα με μια προθυμία που δεν περίμενα απ' αυτόν. Η πρώτη πρόταση που αρθρώνεται όταν τελειώνει μία σχέση μπορεί να περιγράψει τα πάντα σαν ένα ιστορικό σημείωμα. Φορέσαμε τα μπουφάν μας και σηκωθήκαμε σαν δύο ξένοι, χωρίς να κοιτάμε ο ένας τον άλλο.

«Θέλεις να σε πάω;» μου είπε Τα σώματά μας είχαν την αφέλεια δύο ανθρώπων που μόλις συναντήθηκαν και τα πρόσωπά μας ήταν ανειλικρινή.

«Μπορώ να πάω μόνη μου». Δεν μπορούσε να απαντήσει λες και δεν με είχε πάει ποτέ πριν.

Στεκόμασταν όρθιοι και περιμέναμε. Το μέλλον μας ήταν κολλημένο γύρω από ένα τραπέζι. Πώς μπορεί κάποιος να μην γελάσει με αυτή την κατάσταση; Γινόμασταν όλο και πιο μικροί, γινόμασταν ένα από τα χαλύβδινα πόδια ενός τραπεζιού σε αυτόν τον τεράστιο κόσμο.

Αυτός ήταν που ήθελε να φύγει, αλλά τώρα και οι δυο μας ήμασταν αυτοί που δεν μπορούσαν να φύγουν.

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που καταστρέφουν αυτές τις στιγμές. Ενώ περιμέναμε όρθιοι, κάτι που μπορεί να διήρκεσε μόλις 10 δευτερόλεπτα, και ήμασταν έτοιμοι να τελειώσουμε, είδαμε έναν παλιό φίλο. Και οι δυο μας τον χαιρετίσαμε ταυτόχρονα, τον αγκαλιάσαμε ταυτόχρονα και τον φιλήσαμε.

Χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει πόσο αγαπητός ήταν, έγινε ο επίτιμος προσκεκλημένος του τραπεζιού μας, του οποίου τον λογαριασμό είχα μόλις πληρώσει. Τα μενού τόσο μεγάλα όσο ένα κρεβάτι ήρθαν πίσω και θελήσαμε να παίξουμε την παράταση μιας τελειωμένης σχέσης μέχρι τον τελευταίο καφέ.

«Δεν θέλω να σας κρατάω παιδιά. Ήσασταν έτοιμοι να φύγετε.»

Αν και ο φίλος μου, μ' ένα βλέμμα έκπληξης στο πρόσωπό του, προσπαθούσε να είναι ευγενικός, θα είχε παραγγείλει άλλο έναν καφέ αν ήξερε πόσο αγαπητός ήταν.

«Έχω καιρό να σας δω. Ας πιούμε έναν καφέ. Κερνάω εγώ.»

Δεν είχε σημασία αν ο φίλος μας μιλούσε, αρκεί να συνέχιζε να πίνει τον καφέ του.

Παίζαμε το ρόλο των εραστών, σαν να είχε φύγει ένα βάρος από τους ώμους μας. Είχα παραγγείλει άλλο έναν καφέ χωρίς να έχω τελειώσει αυτόν που είχα. Την ώρα που ο φίλος μας ήταν έτοιμος να φύγει υποκρινόμενος ότι έπινε την τελευταία γουλιά του καφέ του είχα σερβίρει το γλυκό του με τα ίδια μου τα χέρια.

Είχαμε κάνει μία από τις κοινές μας αναμνήσεις απ' το αρχείο των αναμνήσεων μας πολύτιμη και μιλούσαμε για κάθε στιγμή αυτής της ανάμνησης. Κατά τη διάρκεια του πιο κρεμώδους μέρους του γλυκού, αρχίσαμε να μιλάμε για τη σχέση μας.

Ορκίζομαι, εσείς οι δύο ταιριάζετε πάρα πολύ ο ένας με τον άλλον, είπε ο φίλος μας.

Είχαμε κουνήσει καταφατικά το κεφάλι μας χαμογελώντας με το ζόρι, χωρίς να δείξουμε τα δόντια μας. Ήταν αυτό το γέλιο το περίεργο που συνήθως το υιοθετούμε για ισορροπία, ή ακόμα και για υποκρισία.

«Ορκίζομαι, ταιριάζετε πολύ.»

Δεν είχαμε κουνήσει καταφατικά το κεφάλι, ούτε είχαμε χαμογελάσει με το ζόρι αυτή τη φορά, αλλά οι καρδιές μας είχαν καεί από τον πόνο. Είχε πάρει ένα αλαζονικό ύφος και ρίχνοντας ματιές ως προς εμένα, σαν να έλεγε «Εσύ ήσουν αυτή που ήθελε να φύγει», γέλασε  με το ζόρι.

Είχαμε ταΐσει τον φίλο μας, παρατείναμε τη ζωή του και τον κατακλύσαμε με την προσοχή μας.
«Επιτρέψτε μου να φύγω, δεν θέλω να σας κρατάω παιδιά».

«Περίμενε... Γιατί βιάζεσαι;» Είχα πει την πιο ψεύτικη πρότασή μου. Ο φίλος μας είχε σηκωθεί και μας αγκάλιασε γύρω από τον λαιμό, έχοντας πάρει θάρρος από την πλημμύρα συναισθημάτων που είχαμε δείξει πριν από λίγο. Είναι πολύ δυσάρεστο να βλέπεις κάποιον να φεύγει.

Παρακολουθούσαμε τον φίλο μας να απομακρύνεται.

Είχαμε δημιουργήσει λανθασμένες μεταφορές για τους εαυτούς μας. Ποιος θα έλεγε την πρώτη πρόταση; Και η επίδραση της πρώτης πρότασης θα έμενε σαν η τελευταία πρόταση;

Ο ενοχλητικός σερβιτόρος είχε φέρει πάλι τον λογαριασμό και μπλόκαρε όλες τις τεχνικές δυνατότητες. Δεν υπήρχε ούτε μια πρόταση στην οποία θα μπορούσα να καταφύγω ούτε μια χρονική περίοδος που θα μπορούσε να καταδικαστεί σε σιωπή.

Δεν είχαμε σηκωθεί αυτή τη φορά. Κάναμε ότι ήμασταν απασχολημένοι με τα τηλέφωνά μας και μοιάζοντας ήρεμοι, είχαμε σκλαβωθεί από την περηφάνια μας. Κοιτάζοντας επίμονα τα τηλέφωνά μας και χωρίς να κοιτάμε ο ένας τον άλλο, σηκωθήκαμε ταυτόχρονα.

Μια παράλογη πρόταση «Θα μπορούσαμε να ζήσουμε σε έναν πολύ ειλικρινή κόσμο αν μπορούσαμε να δούμε τις φωνές του μυαλού μας», είχε κολλήσει στο κεφάλι μου.
 Δεν θα ήταν καταπληκτικό αν μπορούσε να διαβάσει το μυαλό μου, αν μπορούσα να ζωγραφίσω ένα συννεφάκι κειμένου με το «Μην φεύγεις» πάνω στο κεφάλι μου;
Γυρίζοντας αυτά ξανά και ξανά στο μυαλό μου, έστειλα όλα τα τοτέμ που ήξερα στο σύμπαν και, ευχόμουν αυτός να μπορούσε να δει, στα συννεφάκια που θεωρούσα ότι υπάρχουν πάνω από την καρδιά μου.

Ο άσπλαχνος σερβιτόρος είχε σηκωθεί κι αυτός μαζί μας σαν να περίμενε να φύγουμε και να καθαρίσει το τραπέζι. Ήταν ώρα να φύγουμε από το τραπέζι που έβαλε μια τέντα ακριβώς δίπλα στην καρδιά μας. Είχαμε μετακινηθεί ταυτόχρονα και σπάσαμε τη σιωπή μας ταυτόχρονα.

«Θέλεις να σε πάω;»

«Μπορώ να πάω μόνη μου.» Δεν είχαμε μια τρίτη πρόταση να πούμε εκείνη τη στιγμή.

Μόλις ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, ο φίλος μας έτρεξε  προς το μέρος μας και ρώτησε: «Αύριο είναι τα γενέθλιά μου. Θα έρθετε;» Είχαμε κάνει το καλύτερο που κάναμε πάντα και απαντήσαμε ταυτόχρονα: «Βέβαια.» Ο φίλος μας είχε γίνει ο σωτήρας μας.

Παρακολουθούσαμε τον σωτήρα μας να επιστρέφει στο τραπέζι του και, γυρνώντας τα χαμογελαστά μας πρόσωπα ο ένας στον άλλο, είχαμε ψιθυρίσει, αλλά όχι ταυτόχρονα αυτή τη φορά:

«Θα πιούμε άλλο έναν καφέ;»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου