Κυριακή 18 Αυγούστου 2024
Νίκος Τσιφόρος: Το κοροϊδιλίκι των θρησκειών
Και συ είσαι το κέντρο της γης. Μάλιστα. Από σένα ξεκινάει το βλέμμα και φτάνει μέχρι απάνω στα ακίνητα παγωμένα αστέρια, από σένα ξεκινάει η ακοή, που πιάνει το τραγούδι των φύλλων και τη μουσική τού Τσαϊκόφσκυ, από σένα ξεκινάνε οι πόθοι, ο φόβος τού αύριο, τα γενετήσια ένστικτα, η απληστία, το μίσος να καταστρέψεις, η λαχτάρα να δημιουργήσεις, ο αγώνας να διατηρηθείς, όλα από σένα, κι εδώ μέσα στο στήθος σου, δεξιότερα από την καρδιά, νιώθεις ένα τόσο δα πραματάκι, που είναι κάποιο πουλάκι από άνεμο και το λένε ψυχή, να θέλεις και να μη θέλεις, το πιστεύεις στο τέλος, ότι εσύ είσαι το κέντρο της δημιουργίας του Σύμπαντος και την ψωνίζεις, ότι είσαι σπουδαίος και μέγας, και το σκέφτεσαι μέσα σε κείνο το μυστήριο ραντάρ που λέγεται «υποσυνείδητο».
– Ναι, ρε, εγώ είμαι. Μάλιστα, εγώ. Βεβαίως. Πώς; Τι;
Σου ΄δωσε το χρυσό χάπι η θρησκεία, η όποια θρησκεία και να ΄ναι και γελάει μέσα της και σου κάνει απ΄ όξω της:
– Τα βλέπεις, ρε μπαγάσικο;
Και ξαφνικά, εκεί που είσαι καταυχαριστημένος γιατί έγινες κέντρο, σου ρίχνει ένα φάσκελο:
– Να, κόπανε.
Απορείς, το λοιπόν. «Παρακαλώ, πώς φασκελώνετε ένα κέντρον της δημιουργίας; Να έχετε και ανατροφή».
Η θρησκεία ξεκαρδίζεται αναιδέστατα μέσα στα μούτρα σου.
– Θα πεθάνεις, ρε κόπανε.
Εδώ σου κόβονται τα ποδάρια. Κιτρινίζεις.
– Ορίστε;
– Θα πεθάνεις, ρε.
Κακιά η κουβέντα, να φας τη γλώσσα σου και κουνήσου από τη θέση σου, έλα όμως που ‘ναι κι αλήθεια…
– Μάλιστα, θα πεθάνεις, λέει η θρησκεία, και τα λουλούδια θ΄ ανθίζουνε την άνοιξη και θα κυλάνε ασημόνερα τα ρυάκια και θα γυρίζουνε τα ντονέρια να σπάνε μύτες και θα φοράνε τα κορίτσια λιλά φορέματα. Όλα θα είναι όμορφα, φωτεινές ρεκλάμες, αυτοκίνητα, πικνίκια, πεταλούδες που χορεύουνε γύρω από το φως.
Διάλος τον πατέρα του! Για σκέψου! Πάλι θα υπάρχουνε αυτά και συ τίποτα, θα σ΄ έχουνε χώσει στη γη, κει πέρα σε κάνα αχάριστο νεκροταφείο, στην αρχή θα ΄ρχεται η στοργή να σ΄ ανάψει κάνα παλιοκάντηλο και να σου πούνε τρισάγιο, μετά θα σε ξεχάσουνε, και οι κοντινές σου στοργές θ΄ αρχίσουνε να χαμογελάνε δειλά για να το φτάσουνε αργότερα στο μπασαδούρικο χάχανο, τίποτις κοπρόσκυλα μπορεί να κατουράνε τον τάφο σου, και πιομετά, σε δυο γενεές, κανένας δεν θα σε μελετάει -ποιος μελετάει τον προπάππο του;- και δεν θα μείνεις, βλάκα μου, ούτε καν «σποδός αναμνήσεων» στον κόσμο.
Τώρα σε μαγγώνουνε οι κρυάδες.
– Ωχού! Ρε, τι πάθαμε.
Εδώ σε περιμένει η θρησκεία. Να σε ρίξει, μέσα στη στέρνα με την απελπισία και τώρα σου δίνει το χέρι.
– Έλα.
– Τι;
– Έλα, ρε κορόιδο, δεν θα πεθάνεις, δεν σ΄ αφήνω εγώ.
– Σοβαρά;
Και σ΄ ανοίγει μια πόρτα και σε μπάζει ο Χριστιανός σ΄ έναν παράδεισο γαλαζοπεριβολάτον, και ο Μουσουλμάνος σ΄ έναν παράδεισο μελοπιλαφάτο, και ο Ινδουιστής σε μια νιρβάνα τής απόλυτης γαλήνης, και το κάθε κέρατο τον έχει φτιάξει τον παράδεισο με δικό του σκηνογράφο και τον ρεκλαμάρει πια σαν τουριστικό γραφείο «Βιζιτέ λε Καναρί», τέτοια ωραία πράματα.
Εσένα δεν σου πάει, κύριε, να χαθείς εσύ και να γίνεις χώμα και, σύμφωνα με το νόμο τής αφθαρσίας τής ύλης, να γυρισουνε τα υλικά σου στη γη, «πωλούνται παλαιά υλικά εκ κατεδαφίσεως», και η ψυχή σου να ενωθεί και πάλι μέσα στο μεγάλο ρευστό τού Σύμπαντος και να χαρμανιάσει με δαύτο και να χάσει το εγώ της. Γιατί θάνατος τούτο θα πει: «Να χάσεις το εγώ σου». Και επειδή θέλεις να υπάρχεις μέσα σε όλα τούτα που ξέρεις ότι υπάρχουνε, το δίνεις το ξερό σου.
– Αμάν, βγάλε με και ό,τι θέλεις.
Σε κέρδισε η θρησκεία τώρα που είσαι ζωντανός, γιατί πεθαμένο σ΄ έχει δια βίου. Κι από δω και πέρα, σε κουμαντάρει όπως τη συμφέρει αυτήνε. Άμα είναι ζόρικα, δεν έχει μονάχα λουλουδοπερίβολα. Έχει και κλιβάνους. Σε χώνει μέσα και γκιουβετσιάζεις εις τους αιώνας των αιώνων. Και σε τρομάζει:
– Πρόσεχε τώρα. που είσαι ζωντανός κι είναι καιρός να κάνεις κείνα που λέω 'γω, αλλιώς σε βλέπω με σκορδάκι στο φούρνο.
Κι άμα σου βαστάει, κάνε κι αλλιώς.
Αυτό είναι. Κάποιος είπε: «Η θρησκεία είναι μια εταιρία, που εκδίδει μετοχές επί ανύπαρκτων μεταλλείων». Δεν θυμάμαι ποιός το είπε, αλλά θαρρώ πως το είπα εγώ. Και κανένας δεν παίρνει μερίσματα από τούτες τις μετοχές, αλλά μόνο το διοικητικό συμβούλιο τούτης τής εταιρίας τρώει καλά. Κι αυτό θαρρώ πως το είπα πάλι εγώ και είμαι κολασμένος, το ξέρω…»
Νίκος Τσιφόρος, Ελληνική Μυθολογία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου