Κυριακή 18 Αυγούστου 2024
Ο Ξενοφώντας και η τραγωδία του πολέμου
Οι συγκρούσεις στον αρχαιοελληνικό κόσμο φαίνεται να μην έχουν τελειωμό. Μετά την αιματηρή συμπλοκή στην πεδιάδα της Κορωνείας και την επιστροφή του Αγησιλάου στη Σπάρτη συνεχίστηκαν οι πολεμικές επιχειρήσεις με τους Αθηναίους, τους Αργείους και τους άλλους συμμάχους να έχουν ως βάση την Κόρινθο και τους Σπαρτιάτες τη Σικυώνα.
Η Κόρινθος είχε βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα, αφού, ως κέντρο των επιχειρήσεων, είχε συγκεντρώσει όλο το πολεμικό ενδιαφέρον: «οι Κορίνθιοι έβλεπαν ότι με το να βρίσκονται αδιάκοπα στην πρώτη γραμμή του πολέμου είχαν πολλές απώλειες κι η χώρα τους πάθαινε καταστροφές, ενώ οι υπόλοιποι σύμμαχοι ζούσαν κι οι ίδιοι ειρηνικά κι η γη τους έφερνε καρπό». (4,4,1).
Σταδιακά άρχισαν να υψώνονται φωνές που να τάσσονται υπέρ της ειρήνης: «η πλειοψηφία των Κορινθίων, και μάλιστα η αριστοκρατική τάξη, αποζήτησαν την ειρήνη κι άρχισαν να το συζητούν αναμεταξύ τους και να συνεννοούνται». (4,4,1).
Το πράγμα άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνο για εκείνους που ήθελαν να επιβάλουν τον πόλεμο και κυρίως για όσους είχαν πάρει χρήματα από τον Πέρση βασιλιά: «Τότε οι Αργείοι, οι Αθηναίοι κι οι Βοιωτοί, καθώς κι όσοι Κορίνθιοι είχαν πληρωθεί από τα χρήματα του Βασιλέως κι όσοι είχαν σταθεί πρωταίτιοι του πολέμου, καταλάβαιναν ότι, αν δεν εξουδετέρωναν την ειρηνόφιλη μερίδα, υπήρχε κίνδυνος να προσχωρήσει η πόλη ξανά στους Λακεδαιμονίους». (4,4,2).
Τα λεφτά του Τιθραύστη δεν πήγαν χαμένα. Δωροδοκώντας τους σωστούς ανθρώπους σε Θήβα, Κόρινθο και Άργος κατάφερε και τον Αγησίλαο να διώξει από την Ασία και να μεταφέρει το μέτωπο στον ελληνικό χώρο και να αποδυναμώσει όλες τις ελληνικές δυνάμεις από τις ανελέητες συγκρούσεις. Μόνο στην Αθήνα δε χρειάστηκε καμία δωροδοκία. Και μόνο η ελπίδα για επανάκτηση της ηγεμονίας ήταν αρκετή. Από αυτή την άποψη οι Αθηναίοι ήταν το καλύτερο χαρτί του Τιθραύστη, όπως κάποτε οι Σπαρτιάτες του Τισσαφέρνη.
Στην Κόρινθο, όμως, οι εξελίξεις δεν ήταν καλές. Οι ειρηνόφιλοι καθημερινά κέρδιζαν έδαφος και χωρίς κάποια δυναμική παρέμβαση υπήρχε κίνδυνος να πετύχουν το σκοπό τους. Οι υποστηρικτές του πολέμου έπρεπε να δράσουν το ταχύτερο δυνατό: «γι’ αυτό οργάνωσαν σφαγή ενώ πουθενά δεν εκτελούνται ούτε οι νόμιμες θανατικές αποφάσεις σε μέρα γιορτής, εκείνοι διάλεξαν για τα φονικά την τελευταία μέρα των Ευκλείων» (ο Ρόδης Ρούφος εξηγεί ότι πρόκειται για γιορτή της Ευκλείας Άρτεμης), «με τη σκέψη ότι τότε θα ‘πιαναν περισσότερο κόσμο συγκεντρωμένο στην Αγορά». (4,4,2).
Και μετά το σχεδιασμό ακολουθεί η υλοποίηση: «Όταν λοιπόν δόθηκε το σύνθημα σ’ αυτούς που είχαν πάρει οδηγίες ποιους να σκοτώσουν, τράβηξαν τα σπαθιά τους κι άρχισαν να χτυπάνε – τον ένα την ώρα που στεκόταν σε μιαν ομάδα, τον άλλο καθισμένο, άλλους στο θέατρο, ακόμα κι άνθρωπο που έκρινε δραματικόν αγώνα. Μόλις μαθεύτηκε το γεγονός, όσοι ανήκαν σε καλές οικογένειες έτρεξαν αμέσως να σωθούν, άλλοι στ’ αγάλματα των θεών στην Αγορά κι άλλοι στους βωμούς· οι αντίπαλοί τους όμως, κι εκείνοι που πρόσταζαν κι εκείνοι που εκτελούσαν, δεν δίστασαν μπροστά στην έσχατη ασέβεια κι ανομία, παρά τους έσφαξαν ακόμη και στους ιερούς τόπους – τόσο που μερικοί νομοταγείς πολίτες, μ’ όλο που δεν χτυπούσαν τους ίδιους, αγανάκτησαν με την ιεροσυλία». (4,4,3).
Διασώθηκαν κυρίως οι νεότεροι, επειδή κατέφυγαν στο Γυμνάσιο της Κορίνθου (Κράνειο), καθώς ο ηγέτης της φιλολακωνικής ομάδας, Πασίμηλος (που για προφανείς λόγους τασσόταν με την ειρήνη), είχε υποψιαστεί τις κινήσεις των αντιπάλων κι έδωσε εντολή να πάνε εκεί. Βέβαια, όσο εξελισσόταν στην αγορά η σφαγή έρχονταν πολλοί προς αυτούς έντρομοι και τελικά αναγκάστηκαν όλοι μαζί να μεταφερθούν στον Ακροκόρινθο και να αποκρούσουν επίθεση των Αργείων.
Κατόπιν αυτών αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να καταφύγουν αλλού ως εξόριστοι, αλλά μετά από παρέμβαση συγγενών και από ένορκες διαβεβαιώσεις ανθρώπων της «κυβερνητικής μερίδας» ότι δεν θα τους πείραζε κανείς, οι περισσότεροι επέστρεψαν: «ωστόσο, έβλεπαν ένα τυραννικό καθεστώς ν’ αφανίζει την πόλη – αφού έβγαζε και τα οροθετικά σήματα από τα σύνορα κι ονόμαζε πατρίδα το Άργος αντί την Κόρινθο – και να τους παραχωρεί με τη βία πολιτικά δικαιώματα στο Άργος, που δεν τα ‘θελαν καθόλου, ενώ στην ίδια τους την πόλη είχαν λιγότερη επιρροή κι από τους μετοίκους». (4,4,6).
Το πολίτευμα της Κορίνθου αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτο μπροστά στα λεφτά του Τιθραύστη και τα συμφέροντα που διακυβεύονται. Οι Κορίνθιοι βρίσκονται μπροστά σε πρωτοφανείς πολιτειακές μεταβολές με εξάρτηση από το Άργος και ανίερες σφαγές που αγανακτούν τους πολίτες. Αυτή τη φορά είναι οι ολιγαρχικοί που εκτοπίζονται και οι δημοκρατικοί που κρατούν τα ηνία της πόλης, με τις ευλογίες της περσικής χρηματοδότησης. Οι έννοιες έχουν χάσει το νόημά τους και οι συνθήκες του εμφυλίου γίνονται όλο και ωριμότερες: «Μερικοί λοιπόν αποφάσισαν πως η ζωή δεν ήταν υποφερτή με τέτοιους όρους: θα δοκίμαζαν να ξανακάνουν πατρίδα τους την Κόρινθο, όπως ήταν παλιά, να την ελευθερώσουν, να την απαλλάξουν από τους ανόσιους δολοφόνους και ν’ αποκαταστήσουν τη νομιμότητα». (4,4,6).
Κι όπως ήταν φυσικό κατέφυγαν στους Σπαρτιάτες: «Έτσι ξεκίνησαν δύο άνδρες, ο Πασίμηλος κι ο Αλκιμένης, να περάσουν έναν χείμαρρο και να συναντήσουν τον Λακεδαιμόνιο πολέμαρχο Πραξίτα που φρουρούσε με το τάγμα του τη Σικυώνα». (4,4,7). Ο Τιθραύστης μπορεί να τρίβει τα χέρια του.
Ο Πραξίτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Άφησε πίσω ένα τάγμα, αφού ματαίωσε την προσχεδιασμένη αναχώρησή του από τη Σικυώνα, για να τη φυλάει, κι ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα πήρε το δρόμο για την Κόρινθο. Οι Λακεδαιμόνιοι μπήκαν στα τείχη της Κορίνθου και μαζί με τους Σικυωνίους, που τους ακολούθησαν, και τους εξόριστους Κορινθίους παρατάχτηκαν εναντίον των Αργείων, των μισθοφόρων του Ιφικράτη και των Κορινθίων της πόλης. Οι Αργείοι που υπερείχαν αριθμητικά επιτέθηκαν πρώτοι και συνέτριψαν τους Σικυωνίους.
Στη συμπλοκή αυτή σκοτώθηκε και ο Πασίμαχος, διοικητής του ιππικού των Λακεδαιμονίων μαζί με αρκετούς άντρες του: «Ωστόσο οι Κορίνθιοι εξόριστοι νίκησαν τους αντικρινούς τους και προχώρησαν σε βάθος, πλησιάζοντας το εσωτερικό τείχος της πόλης. Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι μόλις αντιλήφθηκαν την ήττα των Σικυωνίων βγήκαν να τους βοηθήσουν έχοντας αριστερά τους το φράγμα. Όταν οι Αργείοι έμαθαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι βρίσκονται πίσω τους, έκαναν στροφή και πέρασαν ξανά τρέχοντας το φράγμα, αλλά εκείνοι που ήταν στο άκρο δεξιό τους βρέθηκαν με την αφύλακτη πλευρά τους έκθετη στα φονικά χτυπήματα των Λακεδαιμονίων, ενώ όσοι ήταν προς το μέρος του τείχους εξακολουθούσαν ν’ ανεβαίνουν σαν άτακτο μπουλούκι προς την πόλη. Καθώς συνάντησαν όμως τους εξόριστους Κορινθίους και τους αναγνώρισαν για εχθρούς, έκαναν ξανά στροφή». (4,4,11).
Οι Αργείοι πιάστηκαν σαν τα ποντίκια στη φάκα. Η συνέχεια απολύτως αναμενόμενη: «μερικοί απ’ αυτούς ανέβηκαν από τις σκάλες στο τείχος και πηδώντας έξω τσακίστηκαν· άλλοι βρέθηκαν στριμωγμένοι γύρω στα σκαλοπάτια κάτω από τα χτυπήματα του εχθρού και σκοτώθηκαν εκεί· άλλοι, τέλος, έπαθαν ασφυξία πατώντας ο ένας τον άλλον. Οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήξεραν ποιον να πρωτοσκοτώσουν: ο θεός τους χάρισε στ’ αλήθεια, σ’ εκείνη ειδικά την περίπτωση, κάτι που ούτε στις προσευχές τους δεν θα ‘χαν σκεφτεί να ζητήσουν». (4,4,11-12).
Κι αν κάποιος αναρωτιέται για τον τελικό απολογισμό: «Τόσοι πολλοί σκοτώθηκαν τότε σε τόσο μικρό χώρο, ώστε οι άνθρωποι, συνηθισμένοι να βλέπουν σωρούς από στάρι, ξύλα ή πέτρες, είδαν τότε και σωρούς πτωμάτων. Σκοτώθηκαν κι οι Βοιωτοί φρουροί του λιμανιού, άλλοι στα τείχη κι άλλοι πάνω στα υπόστεγα των καραβιών». (4,4,12).
Ο Πραξίτας γκρέμισε ένα μέρος από το τείχος για να μπορεί να περνάει ευκολότερα ο στρατός. Μετά απ’ αυτό κυρίευσε το Σιδούντα και τον Κρομμυώνα κι, αφού οχύρωσε την Επιείκεια, επέστρεψε στη Σπάρτη. Οι Λακεδαιμόνιοι φαίνονται να ελέγχουν απόλυτα την κατάσταση. Τώρα πια είναι η ώρα του Ιφικράτη να ανακατέψει την τράπουλα: «Τότε ήταν που ο Ιφικράτης έκανε εισβολή στον Φλιούντα κι έστησε ενέδρα: άρχισε να λεηλατεί με μικρή δύναμη, κι όταν οι κάτοικοι της πόλης βγήκαν δίχως προφυλάξεις να τον χτυπήσουν σκότωσε πολλούς». (4,4,15).
Οι Φλιάσιοι αναγκάστηκαν να καλέσουν σε βοήθεια τη Σπάρτη και να της αναθέσουν τη φρούρηση της πόλης, πράγμα που ποτέ ως τότε δεν είχαν κάνει από φόβο μην υποχρεωθούν να δεχτούν πίσω δικούς τους εξόριστους που είχαν φιλολακωνικά αισθήματα. Οι Σπαρτιάτες προστάτεψαν την πόλη και την παρέδωσαν χωρίς να επιχειρήσουν καμία μεταβολή, όταν έκριναν ότι ο κίνδυνος είχε περάσει.
Ο Ιφικράτης λεηλάτησε πολλές περιοχές της Αρκαδίας σκορπώντας τέτοιο πανικό που οι Αρκάδες δεν έβγαιναν να τον αντιμετωπίσουν. Καταγόμενος από την Αθήνα είχε περάσει στα περσικά συμφέροντα, όπως και ο Κόνων, και διοικούσε μισθοφόρους πελταστές. Οι Πέρσες κατάφεραν να διαλύσουν το σπαρτιατικό στόλο με τον Κόνωνα και το Φαρνάβαζο και τώρα θέλουν να φθείρουν όσο μπορούν και το πεζικό. Γι’ αυτό στέλνουν τον Ιφικράτη και τους πελταστές στην Πελοπόννησο.
Το πρόβλημα ήταν ότι «τους Λακεδαιμονίους τους έτρεμαν οι πελταστές σε σημείο που δεν τους πλησίαζαν ούτε σ’ απόσταση βολής ακοντίου, επειδή σε κάποια περίπτωση οι νεότεροι από τους Λακεδαιμονίους τους κυνήγησαν από τέτοιαν απόσταση, έπιασαν μερικούς και τους σκότωσαν». (4,4,16). Η αλήθεια είναι ότι και στα τείχη της Κορίνθου ο Ιφικράτης δεν μπόρεσε να πετύχει κάτι. Πίστευε όμως πολύ στο ελαφρύ πεζικό και κυρίως στην ταχύτητα των πελταστών. Βελτιώνοντας τους στρατιώτες του θα καταφέρει πολύ σοβαρά πλήγματα στη Σπάρτη.
Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι πηγαίνουν στην Κόρινθο και ξαναχτίζουν τα τείχη που κατέστρεψε ο Πραξίτας. Ο Αγησίλαος με τη σειρά του, αφού λεηλάτησε τη χώρα των Αργείων, επέστρεψε στην Κόρινθο και ξαναγκρέμισε τα τείχη που είχαν χτίσει οι Αθηναίοι, ενώ ο αδερφός του, ο Τελευτίας, με δώδεκα πλοία κυρίευσε όλους τους κορινθιακούς ναυστάθμους.
Έχουμε φτάσει πια στο 390 π. Χ. και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την απόλυτη υπεροχή της Σπάρτης. Είναι η χρονιά, που ο Αγησίλαος κατέλαβε το Πείραιο στο οποίο οι Κορίνθιοι φύλαγαν τα κοπάδια τους. Όταν κυρίευσε και το Ήραιο, όπου είχαν καταφύγει οι κάτοικοι του Πειραίου, αποκτώντας πολλούς αιχμαλώτους και λάφυρα, έφτασαν πρεσβείες από πολλά μέρη ζητώντας ειρήνη. Ο Αγησίλαος φέρθηκε περιφρονητικά στους Βοιωτούς παριστάνοντας ότι ούτε καν τους έβλεπε.
Όμως, εκείνη τη στιγμή έφτασε αγγελιοφόρος που του ανακοίνωσε τα καθέκαστα στο Λέχαιο. Αμέσως φώναξε τους πολέμαρχους και τους διέταξε να ξεκινήσουν το γρηγορότερο. Ο ίδιος έφυγε αμέσως χωρίς καν να γευματίσει: «Είχε κιόλας ξεπεράσει τη θερμοπηγή και φτάσει στην πεδιάδα του Λεχαίου, όταν ήρθαν να τον απαντήσουν τρεις καβαλάρηδες, με την είδηση ότι είχαν περισυλλέξει τους νεκρούς». (4,5,8).
Η περισυλλογή των νεκρών, ως αδιαπραγμάτευτη απόδειξη της ήττας, έκανε μάταιη τη συνέχεια της πορείας. Επέστρεψε στο Ήραιο και την επόμενη μέρα φώναξε πάλι τους Βοιωτούς για να συνεχίσει τη συνάντηση που διέκοψε την προηγούμενη νύχτα. Αυτή τη φορά όμως δεν ακούστηκε κουβέντα για ειρήνη. Η συμφορά στο Λέχαιο είχε αναθαρρέψει τους αντιπάλους. Τα πράγματα ξεκινούσαν και πάλι απ’ την αρχή.
Η συμφορά στο Λέχαιο είχε να κάνει με τη μεταφορά των Αμυκλαίων στον τόπο τους, για να γιορτάσουν τα Υακίνθια. Ο πολέμαρχος της φρουράς του Λεχαίου, αφού τοποθέτησε φρουρά στα τείχη, βγήκε ο ίδιος με ένα τάγμα οπλιτών κι ένα τάγμα ιππικού με σκοπό να συνοδεύσει τους Αμυκλαίους, που θα περνούσαν μπροστά από την Κόρινθο: «Όταν έφτασαν σ’ απόσταση είκοσι τριάντα σταδίων από τη Σικυώνα, ο πολέμαρχος κίνησε να επιστρέψει στο Λέχαιο με τους οπλίτες – που ήταν κάπου εξακόσιοι – λέγοντας στον διοικητή του ιππικού να συνοδέψει τους Αμυκλαίους με το τάγμα του για όσο διάστημα του ζητούσαν και κατόπιν να γυρίσει πίσω να τον βρει». (4,5,12).
Το λάθος αυτό οφειλόταν μάλλον σε αλαζονεία, καθώς όλοι ήξεραν ότι μέσα στην Κόρινθο υπάρχουν δυνάμεις του εχθρού, αλλά κανείς δεν πίστεψε ότι θα μπορούσαν να επιτεθούν. Μέσα στην Κόρινθο ήταν ο Αθηναίος στρατηγός Καλλίας που είχε οπλίτες και ο Ιφικράτης με τους πελταστές: «Βλέποντας πως οι Σπαρτιάτες οπλίτες και λίγοι ήταν, και δεν τους συνόδευαν μήτε πελταστές μήτε ιππικό, έκριναν ότι μπορούσαν με ασφάλεια να τους επιτεθούν με τους πελταστές· αν εκείνοι συνέχιζαν την πορεία τους στον δρόμο, θα τους χτυπούσαν με τ’ ακόντια από την αφύλακτη πλευρά τους και θα τους σκότωναν, κι αν πάλι δοκίμαζαν να κυνηγήσουν τους πελταστές θα ‘ταν εύκολο για τούτους – τους τόσο ελαφρούς – ν’ αποφύγουν τους οπλίτες». (4,5,13).
Κι ακριβώς έτσι έγινε. Στην επίθεση των πελταστών του Ιφικράτη οι Σπαρτιάτες είχαν νεκρούς κι ο πολέμαρχος αναγκάστηκε να διατάξει αντεπίθεση. Οι οπλίτες ήταν αδύνατο να προφτάσουν τους πελταστές: «Την ώρα ωστόσο που τούτοι γύριζαν πίσω σκορπισμένοι – γιατί ο καθένας τους είχε τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε -, οι άνδρες του Ιφικράτη γύρισαν κι αυτοί κι άρχισαν να τους χτυπάνε μ’ ακόντια, άλλοι ξανά κατά μέτωπο κι άλλοι, τρέχοντας στο πλάι τους, από το αφύλαχτο πλευρό τους. Στην πρώτη κιόλας εξόρμηση έπεσαν εννιά δέκα Λακεδαιμόνιοι, και μετά απ’ αυτό οι αντίπαλοί τους τους χτυπούσαν με περισσότερη τόλμη». (4,5,15).
Έγιναν κι άλλες τέτοιες αντεπιθέσεις, οι οποίες είχαν ολοένα και χειρότερα αποτελέσματα. Όταν έφτασε το ιππικό, «είχαν κιόλας σκοτωθεί οι καλύτεροι». (4,5,16). Όμως και το ιππικό δεν ακολούθησε σωστή τακτική. Αντί να κυνηγήσει τους πελταστές και να εξοντώσει όσους μπορέσει, «ευθυγραμμίστηκε με την πρώτη σειρά των οπλιτών» (4,5,16) με αποτέλεσμα να γίνουν όλοι εύκολος στόχος. Τελικά κατέφυγαν «σ’ έναν χαμηλό λόφο που απείχε κάπου δύο στάδια από τη θάλασσα και δεκαέξι δεκαεφτά από το Λέχαιο». (4,5,17).
Εκεί παίχτηκε η τελευταία πράξη: «οι οπλίτες βρίσκονταν πια σ’ απόγνωση καθώς τους χτυπούσαν και τους σκότωναν, δίχως οι ίδιοι να μπορούν να κάνουν τίποτα· σαν είδαν και τους οπλίτες των αντιπάλων να ‘ρχονται καταπάνω τους, λύγισαν· μερικοί έπεσαν στη θάλασσα, ενώ λίγοι έφτασαν στο Λέχαιο μαζί με το ιππικό και σώθηκαν». (4,5,17). Η Λακεδαιμόνιοι που βρίσκονταν στο Λέχαιο, όταν αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε μπήκαν σε βάρκες κι έσπευσαν να βοηθήσουν, όμως ήταν αργά. Περίπου διακόσιοι πενήντα άντρες βρήκαν το θάνατο, νούμερο ασύλληπτο για τα δεδομένα της Σπάρτης.
Η συντριβή στο Λέχαιο κλόνισε σοβαρά το γόητρο των Λακεδαιμονίων. Θα έλεγε κανείς ότι για την αντισπαρτιατική συμμαχία ήταν το φιλί της ζωής. Η στάση των Βοιωτών, που πήγαν για ειρήνη και αμέσως μετά παρίσταναν τους ανήξερους είναι απολύτως χαρακτηριστική. Ο Ιφικράτης ανέτρεψε την κατάσταση αποκαθιστώντας τις ισορροπίες. Ο περσικός δάκτυλος δικαιώνεται. Οι επεκτατικές βλέψεις του Αγησιλάου στην Ασία δεν του βγήκαν σε καλό. Οι Πέρσες βρήκαν τον τρόπο να τον ξεφορτωθούν χωρίς καν να πολεμήσουν.
Οι προσφιλείς μεθοδεύσεις της δωροδοκίας και του μισθοφορικού στρατού που ανατίθεται σε ξένους (και μάλιστα ομοεθνείς των αντιπάλων) αποδεικνύονται εξόχως αποτελεσματικές: «Καθώς δεν ήταν συνηθισμένοι οι Λακεδαιμόνιοι σε τέτοιες συμφορές, ο στρατός τους πένθησε πολύ· εξαίρεση έκαναν όσοι είχαν γιο, πατέρα ή αδελφό σκοτωμένο εκεί· αυτοί τριγύριζαν σαν νικητές, ντυμένοι γιορτινά και χαρούμενοι για τον χαμό των δικών τους». (4,5,10).
Μετά το Λέχαιο ο Ιφικράτης αλώνιζε στην περιοχή. Όλα τα οχυρά που είχαν καταλάβει οι Λακεδαιμόνιοι – Σιδούντα, Κρομμυώνα, Οινόη, Πείραιο – κατάφερε να τα επανακτήσει, όχι όμως και την πέτρα του σκανδάλου, το Λέχαιο, που το κράτησε η Σπάρτη: «Όσο για τους εξόριστους Κορίνθιους, μετά το πάθημα του τάγματος δεν έβγαιναν πια πεζή από τη Σικυώνα, παρά πήγαιναν γιαλό γιαλό από τη θάλασσα κι από κει εξορμούσαν για αψιμαχίες με τους συμπατριώτες τους της πόλης». (4,5,19).
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου