Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΣΟΦ Αντ 988–1114

Πέμπτο επεισόδιο: Ο μάντης Τειρεσίας καταγγέλλει την τακτική του Κρέοντα – Ο Χορός συμβουλεύει τον Κρέοντα

Στο τέταρτο επεισόδιο είδαμε την Αντιγόνη να οδηγείται στην υπόγεια φυλακή της, θρηνώντας για τη μοίρα της. Το είδος της ποινής της έφερε στον νου του χορού τρία μυθικά πρόσωπα, στην τύχη των οποίων αναφέρθηκαν οι γέροντες του χορού στο τέταρτο στάσιμο , τονίζοντας παράλληλα την παντοδυναμία και το αναπόδραστο της μοίρας.


ΤΕ. Θήβης ἄνακτες, ἥκομεν κοινὴν ὁδὸν
δύ’ ἐξ ἑνὸς βλέποντε· τοῖς τυφλοῖσι γὰρ
(990) αὕτη κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει.
ΚΡ. Τί δ’ ἔστιν, ὦ γεραιὲ Τειρεσία, νέον;
ΤΕ. Ἐγὼ διδάξω, καὶ σὺ τῷ μάντει πιθοῦ.
ΚΡ. Οὔκουν πάρος γε σῆς ἀπεστάτουν φρενός.
ΤΕ. Τοιγὰρ δι’ ὀρθῆς τήνδ’ ναυκληρεῖς πόλιν.
(995) ΚΡ. Ἔχω πεπονθὼς μαρτυρεῖν ὀνήσιμα.
ΤΕ. Φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
ΚΡ. Τί δ’ ἔστιν; ὡς ἐγὼ τὸ σὸν φρίσσω στόμα.
ΤΕ. Γνώσῃ, τέχνης σημεῖα τῆς ἐμῆς κλύων.
Εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον
(1000) ἵζων, ἵν’ ἦν μοι παντὸς οἰωνοῦ λιμήν,
ἀγνῶτ’ ἀκούω φθόγγον ὀρνίθων, κακῷ
κλάζοντας οἴστρῳ καὶ βεβαρβαρωμένῳ·
καὶ σπῶντας ἐν χηλαῖσιν ἀλλήλους φοναῖς
ἔγνων· πτερῶν γὰρ ῥοῖβδος οὐκ ἄσημος ἦν.
(1005) Εὐθὺς δὲ δείσας ἐμπύρων ἐγευόμην
βωμοῖσι παμφλέκτοισιν· ἐκ δὲ θυμάτων
Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμπεν, ἀλλ’ ἐπὶ σποδῷ
μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο
κἄτυφε κἀνέπτυε, καὶ μετάρσιοι
(1010) χολαὶ διεσπείροντο, καὶ καταρρυεῖς
μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς.
Τοιαῦτα παιδὸς τοῦδ’ ἐμάνθανον πάρα
φθίνοντ’ ἀσήμων ὀργίων μαντεύματα·
ἐμοὶ γὰρ οὗτος ἡγεμών, ἄλλοις δ’ ἐγώ.
(1015) Καὶ ταῦτα τῆς σῆς ἐκ φρενὸς νοσεῖ πόλις·
βωμοὶ γὰρ ἡμῖν ἐσχάραι τε παντελεῖς
πλήρεις ὑπ’ οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς
τοῦ δυσμόρου πεπτῶτος Οἰδίπου γόνου.
Κᾆτ’ οὐ δέχονται θυστάδας λιτὰς ἔτι
(1020) θεοὶ παρ’ ἡμῶν οὐδὲ μηρίων φλόγα,
οὐδ’ ὄρνις εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοάς,
ἀνδροφθόρου βεβρῶτες αἵματος λίπος.
Ταῦτ’ οὖν, τέκνον, φρόνησον. Ἀνθρώποισι γὰρ
τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν·
(1025) ἐπεὶ δ’ ἁμάρτῃ, κεῖνος οὐκέτ’ ἔστ’ ἀνὴρ
ἄβουλος οὐδ’ ἄνολβος, ὅστις ἐς κακὸν
πεσὼν ἀκεῖται μηδ’ ἀκίνητος πέλῃ·
αὐθαδία τοι σκαιότητ’ ὀφλισκάνει.
Ἀλλ’ εἶκε τῷ θανόντι, μηδ’ ὀλωλότα
(1030) κέντει· τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν;
Εὖ σοι φρονήσας εὖ λέγω· τὸ μανθάνειν δ’
ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι.
ΚΡ. Ὦ πρέσβυ, πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ
τοξεύετ’ ἀνδρὸς τοῦδε, κοὐδὲ μαντικῆς
(1035) ἄπρακτος ὑμῖν εἰμι, τῶν δ’ ὑπαὶ γένους
ἐξημπόλημαι κἀμπεφόρτισμαι πάλαι.
Κερδαίνετ’, ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων
ἤλεκτρον, εἰ βούλεσθε, καὶ τὸν Ἰνδικὸν
χρυσόν· τάφῳ δ’ ἐκεῖνον οὐχὶ κρύψετε,
(1040) οὐδ’ ἢν θέλωσ’ οἱ Ζηνὸς αἰετοὶ βορὰν
φέρειν νιν ἁρπάζοντες ἐς Διὸς θρόνους,
οὐδ’ ὣς μίασμα τοῦτο μὴ τρέσας ἐγὼ
θάπτειν παρήσω κεῖνον· εὖ γὰρ οἶδ’ ὅτι
θεοὺς μιαίνειν οὔτις ἀνθρώπων σθένει.
(1045) Πίπτουσι δ’, ὦ γεραιὲ Τειρεσία, βροτῶν
χοἰ πολλὰ δεινοὶ πτώματ’ αἴσχρ’, ὅταν λόγους
αἰσχροὺς καλῶς λέγωσι τοῦ κέρδους χάριν.
ΤΕ. Φεῦ· ἆρ’ οἶδεν ἀνθρώπων τις, ἆρα φράζεται,
ΚΡ. Τί χρῆμα; ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις;
(1050) ΤΕ. Ὅσῳ κράτιστον κτημάτων εὐβουλία;
ΚΡ. Ὅσῳπερ, οἶμαι, μὴ φρονεῖν πλείστη βλάβη.
ΤΕ. Ταύτης σὺ μέντοι τῆς νόσου πλήρης ἔφυς.
ΚΡ. Οὐ βούλομαι τὸν μάντιν ἀντειπεῖν κακῶς.
ΤΕ. Καὶ μὴν λέγεις, ψευδῆ με θεσπίζειν λέγων.
(1055) ΚΡ. Τὸ μαντικὸν γὰρ πᾶν φιλάργυρον γένος.
ΤΕ. Τὸ δέ γε τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ.
ΚΡ. Ἆρ’ οἶσθα ταγοὺς ὄντας ἃν λέγῃς λέγων;
ΤΕ. Οἶδ’· ἐξ ἐμοῦ γὰρ τήνδ’ ἔχεις σώσας πόλιν.
ΚΡ. Σοφὸς σὺ μάντις, ἀλλὰ τἀδικεῖν φιλῶν.
(1060) ΤΕ. Ὄρσεις με τἀκίνητα διὰ φρενῶν φράσαι.
ΚΡ. Κίνει, μόνον δὲ μὴ ’πὶ κέρδεσιν λέγων.
ΤΕ. Οὕτω γὰρ ἤδη καὶ δοκῶ τὸ σὸν μέρος.
ΚΡ. Ὡς μὴ ’μπολήσων ἴσθι τὴν ἐμὴν φρένα.
ΤΕ. Ἀλλ’ εὖ γέ τοι κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι
(1065) τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν,
ἐν οἷσι τῶν σῶν αὐτὸς ἐκ σπλάγχνων ἕνα
νέκυν νεκρῶν ἀμοιβὸν ἀντιδοὺς ἔσῃ,
ἀνθ’ ὧν ἔχεις μὲν τῶν ἄνω βαλὼν κάτω,
ψυχήν τ’ ἀτίμως ἐν τάφῳ κατῴκισας,
(1070) ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ’ αὖ θεῶν
ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν.
Ὧν οὔτε σοὶ μέτεστιν οὔτε τοῖς ἄνω
θεοῖσιν, ἀλλ’ ἐκ σοῦ βιάζονται τάδε.
Τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι
(1075) λοχῶσιν Ἅιδου καὶ θεῶν Ἐρινύες,
ἐν τοῖσιν αὐτοῖς τοῖσδε ληφθῆναι κακοῖς.
Καὶ ταῦτ’ ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος
λέγω· φανεῖ γὰρ οὐ μακροῦ χρόνου τριβὴ
ἀνδρῶν γυναικῶν σοῖς δόμοις κωκύματα.
(1080) Ἔχθρᾳ δὲ πᾶσαι συνταράσσονται πόλεις,
ὅσων σπαράγματ’ ἢ κύνες καθήγνισαν,
ἢ θῆρες, ἤ τις πτηνὸς οἰωνὸς φέρων
ἀνόσιον ὀσμὴν ἑστιοῦχον ἐς πόλιν.
Τοιαῦτά σου, λυπεῖς γάρ, ὥστε τοξότης
(1085) ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα
βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ ὑπεκδραμῇ.
Ὦ παῖ, σὺ δ’ ἡμᾶς ἄπαγε πρὸς δόμους, ἵνα
τὸν θυμὸν οὗτος ἐς νεωτέρους ἀφῇ,
καὶ γνῷ τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν
(1090) τὸν νοῦν τ’ ἀμείνω τῶν φρενῶν ἢ νῦν φέρει.
ΧΟ. Ἁνήρ, ἄναξ, βέβηκε δεινὰ θεσπίσας·
ἐπιστάμεσθα δ’, ἐξ ὅτου λευκὴν ἐγὼ
τήνδ’ ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα,
μή πώ ποτ’ αὐτὸν ψεῦδος ἐς πόλιν λακεῖν.
(1095) ΚΡ. Ἔγνωκα καὐτὸς καὶ ταράσσομαι φρένας·
τό τ’ εἰκαθεῖν γὰρ δεινόν, ἀντιστάντα δὲ
ἄτῃ πατάξαι θυμὸν ἐν δεινῷ πάρα.
ΧΟ. Εὐβουλίας δεῖ, παῖ Μενοικέως λαβεῖν.
ΚΡ. Τί δῆτα χρὴ δρᾶν; φράζε· πείσομαι δ’ ἐγώ.
(1100) ΧΟ. Ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ κατώρυχος στέγης
ἄνες, κτίσον δὲ τῷ προκειμένῳ τάφον.
ΚΡ. Καὶ ταῦτ’ ἐπαινεῖς καὶ δοκεῖς παρεικαθεῖν;
ΧΟ. Ὅσον γ’, ἄναξ, τάχιστα· συντέμνουσι γὰρ
θεῶν ποδώκεις τοὺς κακόφρονας βλάβαι.
(1105) ΚΡ. Οἴμοι· μόλις μέν, καρδίας δ’ ἐξίσταμαι
τὸ δρᾶν· ἀνάγκῃ δ’ οὐχὶ δυσμαχητέον.
ΧΟ. Δρᾶ νυν τάδ’ ἐλθὼν μηδ’ ἐπ’ ἄλλοισιν τρέπε.
ΚΡ. Ὧδ’ ὡς ἔχω στείχοιμ’ ἄν· ἴτ’ ἴτ’ ὀπάονες,
οἵ τ’ ὄντες οἵ τ’ ἀπόντες, ἀξίνας χεροῖν
(1110) ὁρμᾶσθ’ ἑλόντες εἰς ἐπόψιον τόπον.
Ἐγὼ δ’, ἐπειδὴ δόξα τῇδ’ ἐπεστράφη,
αὐτός τ’ ἔδησα καὶ παρὼν ἐκλύσομαι·
δέδοικα γὰρ μὴ τοὺς καθεστῶτας νόμους
ἄριστον ᾖ σῴζοντα τὸν βίον τελεῖν.

***
ΠΕΜΠΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Άρχοντες των Θηβών, τον ίδιο δρόμο
ήρθαμε δυο μαζί, που με τα μάτια
βλέπουν του ενός· γιατ' αυτός είναι ο δρόμος
του τυφλού, να 'χη απ' οδηγόν ανάγκη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι τρέχει, γέροντά μου Τειρεσία;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θα σου το μάθω κι άκουε εσύ το μάντη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα ούτε και πριν απ' τη δική σου γνώμη
ξεμάκραινα.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Γι' αυτό κι αυτή την πόλη
τιμόνευες απ' το σωστό το δρόμο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έχω να μαρτυρώ το καλό που είδα.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μα τώρα μάθε πως η τύχη σου
από μια τρίχα κρέμεται.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι τρέχει;
Τρομάρ' απ' τα λόγια σου με πιάνει.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θα το μάθης ακούοντας τα σημάδια
που θα σου πω της τέχνης μου: Καθόμουν
στου ορνιθοσκόπου τον αρχαίο το θρόνο,
που ήταν για μένα κάθε οιωνού λιμάνι,
όταν άξαφν' ακούω παράξενες
κραξιές πουλιών, που σκλήριζαν με μια άγρια
παραφορά κι ακατανόητο τρόπο·
κατάλαβα πως με τα φονικά τους
τ' αρπάγια σπαραζότανε, γιατ' ήταν
όχι κουφός ο φτεροσάλαγός των·
και τρομαγμένος δοκιμάζω αμέσως
πάνω σε ολόφλογους βωμούς να πάρω
μαντεία απ' τη φωτιά, μα ο Ήφαιστος
δεν έλαμπε απ' τα θύματα κι απάνω
στη στάχτη απ' τα μεριά αχνιστό το πάχος
ανάλυωνε και κάπνιζε και σκούσε
και σκόρπιες οι χολές ψηλά πετιόνταν·
μα τα μεριά, μια που έρεψε όλη γύρω
η σκέπη που τα τύλιγε, έξω εμείναν.
Τέτοιο χαμένο τέλος τα σημάδια
της σκοτεινής αυτής θυσίας πως πήραν
απ' το παιδί αυτό μάθαινα, που μου είναι
οδηγός μου, καθώς εγώ των άλλων·
γιατ' οι βωμοί και των θεών οι εστίες
έχουν γιομίση απ' τα σκυλιά και τα όρνια
με τ' αποφάγια από του σκοτωμένου
άμοιρου γυιου του Οιδίποδα τις σάρκες·
και γι' αυτό πια οι θεοί δε δέχουνται
από μας ούτε προσευχές θυσίας,
ούτε τη φλόγα από μεριά κομένα,
κι ουδέ πουλί κανένα πια δεν κράζει
με καλοσήμαδες φωνές, γιατ' έχουν
γευτή πηγμένο γαίμα πεθαμένου.
Αυτά λοιπόν βάλε, γυιε μου, στο νου σου·
κοινό είναι βέβαια σ' όλους τους ανθρώπους
να σφάλουνε, μα όταν κανένας σφάλη,
δεν είναι ανόητος πια και δυστυχής
όποιος το κακό πόκαμε γιατρεύει
και δε μένει μ' αγύριστο κεφάλι·
με αναποδιές πλερώνεται το πείσμα·
μα στο νεκρό υποχώρησε και πάψε
να κεντάς ένα πτώμα· είναι αντρεία
τον πεθαμένο να ξανασκοτώνης;
Εγώ καθώς σου θέλω το καλό σου,
έτσι και σου μιλώ· κι άλλο δεν είναι
καλύτερο, παρά ν' ακούη κανείς
σαν του μιλούν καλά για ωφέλειά του.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γέροντα, βλέπω κι όλοι σαν τοξότες
με βάλατε σημάδι εμένα κι ούτε
κι η μαντική σας άγγιχτο μ' αφήνει·
όσο γι' αυτούς απ' τή γενιά μας, είναι
τώρα καιρός που μ' έχουνε πουλήση
και μέ φορτώση για έξω. Καλά κέρδη
λοιπόν, εμπορευτήτε κι αγοράστε
αν θέλετε το ήλεκτρο απ' τις Σάρδεις
και το χρυσάφι το ινδικό, μα εκείνον
σε τάφο δε θα θάψετε, ουδέ αν θέλουν
του Δία οι αετοί ν' αρπάξουν και να πάνε
τις σάρκες του στους θρόνους του, και πάλι
μη βάλη ο νους σας, πως εγώ από φόβο
για ένα μόλυσμα τέτοιο, θα επιτρέψω
εκείνος να ταφή, γιατί το ξέρω
πολύ καλά, πως άνθρωπος κανένας
τους θεούς δε μπορεί να τους μολύνη·
μα πέφτουνε, γέροντα Τειρεσία,
πολύ άσκημα κι οι πιο πονηρεμένοι,
όταν με λόγους όμορφους στολίζουν
τα κακά σχέδιά τους για το κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αλλίμονο,
να ξέρη τάχα, νοιώθει τάχα κάποιος ―

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι πράμα; Τι να λες αόριστα έτσι;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Πόσο είναι η γνώση το πιο πρώτο απ' όλα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όσο, φαντάζομαι, η ανεμυαλιά
το πιο χειρότερο είναι.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Κι όμως είσαι
απ' αυτή την αρρώστεια εσύ γεμάτος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δε θέλω σ' ένα μάντη ν' απαντήσω
κι εγώ μ' άσκημη γλώσσα.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Όμως το κάνεις
όταν μου λες πως ψέματα μαντεύω.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γιατ' είναι φιλοχρήματη όλη η φάρα
των μάντηδων.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μα και των βασιλιάδων
τ' αδιάντροπ' αγαπά τα κέρδη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ξέρεις
πως όσα λες τα λες σε βασιλιάδες;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Το ξέρω, αφού την πόλη έχεις σώση
χάρη σε μένα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σοφός μάντης είσαι
μα τ' άδικ' αγαπάς.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θα μ' αναγκάσης
να βγάλω όσα στο νου φυλάω κλεισμένα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Βγάλε τα, φτάνει μην τα λες για κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Ώστε εγώ τέτοιος φαίνομαι για σένα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μάθε πως την ιδέα μου δε θ' αλλάξης.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μάθε λοιπόν κι εσύ πως δε θα δης
πολλούς του ήλιου γοργόδρομους ακόμα,
δίχως μ' έναν απ' τα δικά σου σπλάχνα
κι εσύ νεκρό νεκρούς ν' αντιπλερώσης·
γιατ' έχεις έναν απ' τους επάνω ρίξη
στον Κάτω κόσμο κι άνομα έχεις κλείση
μια ζωντανή ψυχή μέσα σε τάφο·
κι έναν πάλι νεκρό μακρυά απ' τους Κάτω
θεούς κρατάς, χωρίς ταφή και δίχως
τις νόμιμες τιμές, ενώ δεν έχεις
δικαίωμα, μήτε εσύ μήτε και οι επάνω
θεοί, μα με τη βία τους αναγκάζεις.
Για όλ' αυτά κι οι εκδικήτρες στερνοφθόρες
του Άδη και των θεών οι Ερινύες
σόχουν στήση καρτέρι, για να πέσης
κι ο ίδιος μες στις συμφορές τις ίδιες·
και κοίτα αν πλερωμένος με χρυσάφι
σου τα λέω αυτά· γιατί δε θα περάση
πολύς καιρός που αντρίκεια και γυναίκεια
στα σπίτια σου θ' ανάψουν μοιρολόγια.
Εχτρές σου όλες ταράζουνται κι οι χώρες
που στων νεκρών τους τα ξεσκλίδια έδωσαν
τις επιτάφιες τις τιμές οι σκύλοι,
ή αγρίμια, ή κάποιο γοργοφτέρουγο όρνιο,
φέρνοντας μιαν ανόσια οσμή στην πόλη,
που είχε την πατρική τους την εστία.
Τέτοια, αφού μ' ερεθίζεις, σαν τοξότης
σου 'ριξα στο θυμό μου κι εγώ βέλη
αλάθευτα, ίσα στην καρδιά, που εσύ
δε θα γλυτώσης το ζεμάτισμά τους.
Μα έλα, παιδί, κι οδήγα με στο σπίτι
για ν' αφήσωμε αυτόν να ξεθυμάνη
πάνω σ' άλλους νεώτερους και μάθη
να 'χη γλώσσα ησυχώτερη και γνώση
του μυαλού του καλύτερη από τώρα.

ΧΟΡΟΣ
Έφυγε ο μάντης, βασιλιά, αφού είπε
φοβερές προφητείες, και ξέρομε όλοι,
από τότε που αυτές φορώ τις άσπρες
αντί τις μαύρες τρίχες, πως ως τώρα
ψέμα ποτέ δεν είπε αυτός στην πόλη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι εγώ το ξέρω και ταράζεται
ο νους μου· γιατί και να υποχωρήσω
τρομερό θα 'ταν, μα κι αν επιμείνω,
είναι φόβος σε συφορά μην πέσω.

ΧΟΡΟΣ
Χρειάζεται γνώση, γυιε του Μενοικέα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και τι πρέπει λοιπόν να κάμω; Πε μου
και θα σ' ακούσω εγώ.

ΧΟΡΟΣ
Να πας να βγάλης
την κόρη απ' την υπόγεια φυλακή της,
και τον άταφο θάψε ευτύς σε μνήμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έτσι το εγκρίνεις κι είσαι της ιδέας
να υποχωρήσω;

ΧΟΡΟΣ
Κι όσο, βασιλιά μου,
πιο γρήγορα μπορείς, γιατί προφταίνουν
τους άμυαλους γοργές των θεών οι Βλάβες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αλλίμονο, με κόπο, μα όμως το κάνω
κι απ' την απόφαση μου παραιτούμαι,
γιατί κανείς δεν πρέπει να τα βάζη
με την ανάγκη.

ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν τρέξε ο ίδιος
και μην τ' αφήσης αυτά πάνω σ' άλλους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έτσι όπως είμαι φεύγω· τρέχτε, δούλοι,
οσ' είστε και δεν είστε, πάρτε αξίνες
στα χέρια και τραβάτε ευτύς στο μέρος
που βλέπετ' εκεί πέρα· κι εγώ τώρα
μια που έτσι άλλαξα γνώμη, πάω ο ίδιος
να τη βγάλω από κει· γιατί φοβούμαι
μη δεν είν' το καλύτερο να ζούμε
φυλάγοντας τους νόμους που 'ναι για όλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου