Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Η ΠΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΚΗ ΒΗΜΑ-ΒΗΜΑ

Για την δίκη του Σωκράτη έχουν γραφή πολλές μονογραφίες. Η πρώτη χρονικά γράφεται το 388 π.Χ.1 από τον Πλάτωνα: «Απολογία Σωκράτους». Γενικά γίνεται δεκτό από τους ιστορικούς ότι αυτή η απολογία περιλαμβάνει τους τρεις λόγους του Σωκράτη, όπως αυτός τους εκφώνησε στην πραγματικότητα. Αργότερα, το 360 π.Χ.2, ο Ξενοφών γράφει και αυτός την «Απολογία Σωκράτους». Η τρίτη χρονικά Απολογία Σωκράτους γράφεται το 344 μ.Χ. από τον Σοφιστή Λιβάνιο στην Αντιόχεια. Κύρια πηγή3 για την παρούσα έρευνα αποτελεί η Απολογία Σωκράτους του Πλάτωνα, όχι γιατί είναι η χρονικά πρώτη, άλλα διότι ο Πλάτων ήταν στην δίκη παρών. Αντίθετα τότε, το 399 π.Χ., ο Ξενοφών απουσιάζει σε εκστρατεία στην Μικρά Ασία και συγγράφει την Απολογία Σωκράτους 39 χρόνια μετά την δίκη βάσει αφηγήσεων. Ως πηγές για την δίκη χρησιμοποιούνται όμως και οι γενικές πηγές, δηλαδή τα αντικείμενα, τα έγγραφα, οι πάπυροι και οι επιγραφές που παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικές με το πώς διεξαγόταν η ποινική ή αστική δίκη στην Αθήνα.

Η διαφορά λοιπόν της παρούσας μελέτης έγκειται σε αυτό, ότι, ενώ υπάρχουν πολλά έργα που γενικά περιγράφουν την διαδικασία της απονομής της δικαιοσύνης στην αρχαία Αθήνα και Ελλάδα, και πλείστα άλλα που αναπτύσσουν μια γενική φιλοσοφική, κοι­νωνική, ηθική προβληματική απτόμενη της δίκης, εκλείπει ωστόσο ή συστηματική και με σαφήνεια παρουσίαση της δίκης, όπως ακριβώς αυτή διεξάγεται στην Αθήνα το 399 π.Χ. με βάση τις πρωτογενείς και δευ­τερογενείς, τις ειδικές και γενικές πηγές. Ό συνδυασμός των πληροφοριών των πηγών αποσκοπεί εδώ στην σαφή παρου­σίαση της δίκης του Σωκράτή βάσει του αττικού δικονομικού δικαίου. Όπου κρί­νεται απολύτως αναγκαίο, γίνεται ανα­φορά και σε άλλα ζητήματα, είτε σε νομικά ζητήματα άσχετα προς την δίκη ή σε κοι­νωνικά, πολιτικά και ηθικά ζητήματα σχε­τικά με την δίκη. Αυτές οι αναφορές γίνο­νται πάντως κυρίως σε υποσημειώσεις, ώστε να μην χάση ό αναγνώστης την ευκαιρία να δη «ζωντανά» πώς εξελίχθηκε από την αρχή μέχρι το τέλος ή πιο συ­γκλονιστική δίκη όλων των εποχών4.

Α. Μία προγενέστερη «δίκη»

Πριν ο Σωκράτής έρθει αντιμέτωπος με την Ηλιαία των 50Ί5 δικαστών (Αθηναίων πολιτών) το 399 π.Χ., μία άλλη «οιονεί» δί­κη διεξάγεται κατά του Σωκράτη το 403 π.Χ. ενώπιον δύο εκ των Τριάκοντα, που κυβερνούν τότε στην Αθήνα.

Συγκεκριμένα, ένας νέος νόμος, τον όποιο εισηγούνται ο Κριτίας (μαθητής του Σωκράτη) και ο Χαρικλής, απαγορεύει την διδασκαλία της τέχνης λόγων, δηλαδή την διδασκαλία της ικανότητας για λογική συζήτησή. Κριτίας και Χαρικλής καλούν στην συνέχεια τον Σωκράτή ενώπιον τους και του ανακοινώνουν την απόφαση τους: «Απαγορεύεται να συνομιλής με νέους»6. Του λένε μάλιστα να μην συνέχιση τον χαρακτηριστικό τρόπο φιλοσοφικής διδα­σκαλίας, μολονότι ο Κριτίας ως μαθητής του Σωκράτη έχει επωφεληθή από αυτήν (ίσως γι’ αυτό ο Κριτίας είναι ο ένας που πρότεινε τον νόμο αυτό).

Ως εδώ νομικά διαφαίνονται τουλάχι­στον δύο σημεία άξια περαιτέρω προ­σοχής. Πρώτον, σε αντίθεση με την χρο­νικά επόμενη περίοδο, αυτή της δημοκρα­τίας, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της Αθήνας από τους Τριάκοντα επιβάλ­λεται χωρίς ιδιαίτερη νομική διαδικασία από τους ίδιους τους νομοθέτες που λει­τουργούν και ως εκτελεστική και ως δικα­στική εξουσία, από τον Κριτία και τον Χαρικλή, στον Σωκράτή να μην συναναστρέ­φεται με νέους (πρώτη εντολή) και να μην συνέχιση τον τρόπο διδασκαλίας του (δεύ­τερη εντολή).

Δεύτερον, ενώ η δεύτερη εντολή βασί­ζεται στον νόμο που μόλις εξεδόθη, ή πρώ­τη εντολή περιορίζει το «ατομικό δικαιω­μα» του Σωκράτή να συναναστρέφεται με τους νέους. Επιβάλλεται με την πρώτη εντολή δηλαδή στον Σωκράτή ένας «πε­ριοριστικός όρος», να μην συναναστρέφε­ται με τους νέους, ο Οποίος δεν έχει απ’ ευθείας έρεισμα στον νόμο που απαγο­ρεύει την διδασκαλία της τέχνης λόγων. Ό Σωκράτής θα μπορούσε να τηρή τον νό­μο, να μην διδάσκη την τέχνη λόγων, άλλα να ομιλή για άλλα θέματα με τους νέους. Με την απόφαση αυτή των Κριτία και Χαρικλή επιβάλλεται με τρόπο παράνομο7 στον Σωκράτη να μην όμιλή με τους νέους για κανένα θέμα. Η επιβολή «ποινής» χωρίς νόμο σήμερα θεωρείται παράνομη και αντισυνταγματική. Στην Αθήνα των Τριάκοντα (αλλά και στην δημοκρατική Αθήνα8) είναι ένα πραγματικό και νομικό γεγονός, το όποιο βίωσε ό 'ίδιος ό Σωκρά­της.

Σχετικά με την δεύτερη εντολή λεκτέα τα ακόλουθα: Είναι απλώς μια «ανακοίνω­ση» προς τον Σωκράτή, με ιδιάζουσα βα­ρύτητα μεν, άλλα νομότυπη και χωρίς να έμπεριέχη ποινή. Εξειδικεύοντας το περιεχόμενο του νόμου ως εκτελεστική και δικαστική εξουσία οι δύο εκ των Τριάκο­ντα τον διατάζουν να μην συνέχιση τον τρόπο διδασκαλίας του. Ό Ξενοφών ισχυ­ρίζεται μάλιστα9, ότι ό νόμος ψηφίστηκε ειδικά για τον Σωκράτη. Ωστόσο ποινή για πράξεις του παρελθόντος οι Τριάκοντα δεν επιβάλλουν στον Σωκράτη.

Δύο ακόμα σημεία που χρήζουν προ­σοχής και επισήμανσης προκύπτουν από τον διάλογο που είχε ό Σωκράτης με τους "δικαστές" του, τον Κριτία και τον Χαρικλή.

Σωκράτης: Μπορώ να σας ρωτήσω, σε πε­ρίπτωση που δεν καταλαβαίνω κάποιο από τα σημεία των απαγορεύσεων σας;

Κριτίας10: Μπορείς.

Νομικά ή αξία της απάντησης του Κριτία είναι η εξής: Ό Σωκράτης έχει το «δικαιω­μα της ακρόασης». Και στην δίκη είχε το δικαιωμα της απολογίας, άρα εδώ οι Τριά­κοντα επιδεικνύουν πνεύμα «δημοκρατι­κότητας». Ίσως ρόλο να παίζη το γεγονός ότι ο Σωκράτης είναι ήδη 66 ετών, αξιοσέ­βαστος πολίτης και δάσκαλος του Κριτία.

Σωκράτης: Εγώ λοιπόν είμαι έτοιμος να υπακούσω στους νόμους. Άλλα για να μην κάνω εξ αγνοίας καμμιά παρανομία κατά λάθος, θέλω καθαρά να μάθω από σας αυτό. Νομίζετε ότι ή τέχνη λόγων, από την οποία με διατάζετε να απέχω, ενυπάρχει στα ορθώς λεγόμενα ή στα μη ορθώς; Για­τί, αν ενυπάρχη στα ορθώς λεγόμενα, τότε μου λέτε να αποφεύγω να μιλώ ορθώς· αν ενυπάρχη στα μη ορθώς λεγόμενα, τό­τε μου λέτε να προσπαθήσω να ομιλώ ορθώς.

Χαρικλής (οργισμένα): Επειδή βρίσκε­σαι σε αγνοία, Σωκράτη, θα σου το πουμε σε γλώσσα πιο απλή, για να το καταλάβης. Σου απαγορεύουμε να συνδιαλέγεσαι με τους νέους καθ' Ολοκληρίαν.

Ο Σωκράτης ρωτάει για την ηλικία «των νέων» και Ο Χαρικλής απαντάει: «Οι μέχρι τριάντα ετών άνθρωποι, επειδή αυτοί δεν επιτρέπεται να γίνουν βουλευτές, γιατί δεν έχουν ακόμα φρόνηση». Ό Σωκράτης ρωτάει τέλος, αν θα πρέπει να απέχη και από τα αγαπημένα του θέματα «περί του δικαιου, του θείου και των άλλων τοιού­των».

Χαρικλής: Και βέβαια ναι, και από τους βουκόλους επίσης. Αλλιώς κι εσύ θα βρης τα βόδια σου (εννοεί τους μαθητές του) λιγότερα.

Αυτή ή σύντομη δίκη κλείνει με μια απειλή, η οποία σχετίζεται με παλαιότερη δήλωση του Σωκράτη κατά των συστηματικών φόνων από τους Τριάκοντα11. Δεν γνωρίζουμε εάν επι­βλήθηκε άλλη ποινή στον Σωκράτη έως το 399 Π.Χ., αν και εικάζουμε ότι ο Σωκράτης μάλλον θα παραβίασε τον νόμο και την «δι­καστική απόφαση». Νομικά αυτή η «δίκη» μπορεί να αποτελέση μέτρο σύγκρισης για την γνωστή δίκη. Εδώ έχουμε μια ελλιπή διαδικασία και ένα επιεικέστατο μέτρο, στην δίκη έχουμε μια νομότυπη διαδικα­σία, λείπουν όμως η σύνεση και η επιείκεια των δημοκρατών δικαστών Αθηναίων πο­λιτών.

Β. Ή υποβολή των γραπτών κατηγοριών στον άρχοντα - βασιλέα, ή ανάκριση ενώπιον του άρχοντα – βασιλέα και ή παραπομπή του Σωκράτη σε δίκη ενώπιον της Ηλιαίας

α. Ο Μέλητος προσκαλεί τον Σωκράτη σε δίκη και υποβάλει γραπτές κατηγορίες στον άρχοντα – βασιλέα

Ο Μέλητος αρχικά προσκαλεί12 (πρόσκλησις) το 399 π.Χ., μετά από παρακίνη­ση του Άνύτου και με την συμπαράσταση του Λύκωνα, τον Σωκράτη σε δίκη ενώπιον δύο μαρτύρων (κλητήρων), πιθανόν του Άνυτου και του Λύκωνα. Στην συνέχεια υποβάλλει γραφή ύβρεως και ακολασίας (μήνυση)™ κατά του Σωκράτη στον άρχο­ντα - βασιλέα, ό οποίος ως αρμόδιος ανα­κριτής ανακρίνει και ή κλείνει την υπόθε­ση ή την παραπέμπει (εισάγει) στο ακροα­τήριο (τμήμα των 501 η Ολομέλεια) της Ηλιαίας. Ό Μέλητος καταθέτει (μαζί με την γραφή) και τα δικαστικά έξοδα (παράστασις)14.

Στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. κάθε Αθηναίος πολίτης επιτρεπόταν να μηνύη οποίον θεωρούσε παραβάτη νόμων του ποινικού δικαιου για δημόσια αδικήματα.

Η γραφή λεγόταν και μήνυση, διότι αφο­ρούσε σε ένδικο μέσο που ασκούνταν για δημόσια αδικήματα. Για να γίνη κατανοη­τό, Ότι δεν είναι δυνατή η αντιστοιχία15 με το σημερινό ελληνικό δίκαιο, αναφέρουμε το έξης χαρακτηριστικό: Για φόνους ασκείτο η δίκη φόνου16. Ο φόνος θεωρείτο αδίκημα17 που έθιγε μόνο τους συγγενείς του φονευθέντος και όχι όλη την πολιτεία, πράγμα νομικά αδιανόητο σήμερα. Η γραφή λοιπόν εναντίον του Σωκράτη δίνει μια διάσταση δημοσίου ενδιαφέροντος, ώστε να θεωρηθή δτι αύτη ή υπόθεση αφορά όλους τους Αθηναίους.

Νομικά ή κατηγορία (γραφή) περιλαμβά­νει δύο επιμέρους κατηγορίες (γραφές).

Ως προς rò περιεχόμενο, ή πρώτη κα­τηγορία είναι δτι 0 Σωκράτης δεν πιστεύ­ει στους θεούς των Αθηναίων και ότι εισά­γει νέες θεότητες. Ό Σωκράτης δεν κατη­γορείται ως άθεος, άλλα ως υβριστής18, γιατί εισάγει στην Αθήνα άλλες θεότη­τες19. Αυτή η κατηγορία (γραφή ύβρεως) πάσχει νομικά κατά το περιεχόμενο της, διότι δεν προσδιορίζει συγκεκριμένες πρά­ξεις, με τις όποιες ο Σωκράτης διαταράσ­σει την θρησκευτική τάξη της Αθήνας, ούτε πότε και που συνέβησαν αυτά που προσάπτονται ως κατηγορία στον Σωκρά­τη20.

Ως προς τον νομικό τύπο, η πρώτη κα­τηγορία νομίμως υποβάλλεται ως γραφή ύβρεως στον άρχοντα - βασιλέα, διότι αυτός είναι ο αποκλειστικά αρμόδιος ανα­κριτής για γραφές θρησκευτικών αδικη­μάτων21.

Ως προς rò περιεχόμενο, η δεύτερη κα­τηγορία είναι ότι ο Σωκράτης διαφθείρει τους νέους. Tί ακριβώς σημαίνει «δια­φθορά των νέων»;

Υποστηρίζεται ότι η διαφθορά σχετίζε­ται με την ομοφυλοφιλία22, ωστόσο η άπο­ψη αυτή είναι ορθό να ειδωθή υπό το πρί­σμα των συγκεκριμένων συνθηκών και ηθών της εποχής23, άλλα και των συγκε­κριμένων αντίθετων μαρτυριών24. Συμπεραίνουμε από το σύνολο της Απολογίας, ότι η διαφθορά σχετιζόταν με το ότι ο Σωκράτης ήταν σοφιστής. Καταλήγουμε μά­λιστα στο συμπέρασμα, ότι υπάρχει ασά­φεια, γι’ αυτό ο Σωκράτης απολογείται και ως προς το ότι είναι σοφιστής. Και στην δεύτερη κατηγορία εντοπίζουμε νομική πλημμέλεια ως προς το περιεχόμενο, διό­τι δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένες πράξεις, τόπος και χρόνος του -υποτιθέ­μενου- αδικήματος του δράστη, του Σωκράτη, ενώ ούτε το αδίκημα εξειδικεύεται. Ως προς τον νομικό τύπο, εάν θεωρή­σουμε ότι η διαφθορά των νέων ως δεύτε­ρη κατηγορία πηγάζει από και εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία25, τότε μπορούμε να δεχθούμε ότι η γραφή ύβρεως και ακο­λασίας που υπέβαλε ο Μέλητος ενώπιον του άρχοντα - βασιλέα κατά του Σωκράτη ήταν 100% νομότυπη, διότι η κατηγορία (η γραφή) υπό την εκδοχή αυτή είναι μία: ύβρις. Η άποψη αυτή δεν φαίνεται πειστι­κή, ιδίως αν κάποιος διάβαση προσεκτικά την διατύπωση της κατηγορίας και τα λό­για του Σωκράτη (γραφή ύβρεως και ακο­λασίας) τόσο στην Απολογία Σωκράτους του Πλάτωνα όσο και του Ξενοφώντα και του Λιβάνιου.

Εάν θεωρήσουμε ότι η διαφθορά των νέων ως δεύτερη κατηγορία έχει αυτοτελή υπόσταση (αυτό είναι μάλλον και το ορθό), τότε αποδεχόμαστε ότι οι γραφές είναι δύο. Και το νομικό ερώτημα που ανακύ­πτει είναι το εξής: Είναι αρμόδιος ο άρχων - βασιλεύς να δικάση, να ανακρίνη το αδί­κημα της ακολασίας26;

Φαίνεται πιθανό ότι από τον Μέλητο νό­μιμα υποβάλλεται στον αρμόδιο (άρχοντα - βασιλέα) η γραφή ακολασίας, εάν θεω­ρούνταν ότι είναι και αυτό το αδίκημα (η ακολασία ή η σοφιστεία που οδηγεί στην ακολασία) συναφές με την θρησκευτική τάξη της πάλης (πράγμα όχι και τόσο απί­θανο)27.

θ. Ή διαδικασία ενώπιον του άρχοντα -βασιλέα και ή παραπομπή του Σωκράτη σε δίκη

Τί ακριβώς συμβαίνει λοιπόν με τον Μέ­λητο και τον Σωκράτη ενώπιον του άρχο­ντα - βασιλέα;

Κατά πρώτον, ο Μέλητος έχει υποβάλει εγγράφως στον άρχοντα - βασιλέα τις γραφές ύβρεως και ακολασίας. Στην συ­νέχεια ο άρχοντας - βασιλεύς εφαρμόζο­ντας τον αττικό νόμο καλεί (μετά την πρόσκλησιν και πριν την δικάσιμο) τον κατή­γορο και τον κατηγορούμενο στην βασίλειον στοάν, για να τους ανακρίνη και να αποφασίση, εάν θα παραπέμψη την υπό­θεση στην Ηλιαία ή οχι28.

Ο Μέλητος ορκίζεται (προωμοσία) ότι διατυπώνει την κατηγορία με αλήθεια και σύμφωνα με την συνείδηση του. Αμέσως μετά ο Σωκράτης ορκίζεται ότι δεν αδικεί (αντωμοσία)29. Υποβάλλει την αντιγραφή, δηλαδή την έγγραφη απολογία του στον ανακριτή. Το περιεχόμενο αυτής δεν μας σώζεται. Βάσιμα όμως μπορούμε να υπο­στηρίξουμε ότι το περιεχόμενο αυτής αντιστοιχεί κατά περίληψη στο περιεχό­μενο της απολογίας του Σωκράτη, όπως αυτή μας σώζεται στο ομώνυμο κείμενο του Πλάτωνα.

Μετά ο ανακριτής υποβάλλει ερωτήσεις και στον Μέλητο και στον Σωκράτη, για να διακριβώση την αλήθεια των ισχυρισμών των δύο αντιδίκων30.

Αφού λοιπόν τηρείται η νόμιμη διαδικα­σία31, ο άρχων-βασιλεύς αποφασίζει την παραπομπή (εισαγωγή) του Σωκράτη σε δί­κη ενώπιον της Ηλιαίας των 501.

Οι νομικές πλημμέλειες ως προς το πε­ριεχόμενο των γραφών δεν εμποδίζουν, παρ’ όλα αυτά τον αρμόδιο ανακριτή (άρχοντα-βασιλέα) να παραπέμψη (εισάγη) την υπόθεση στο ακροατήριο του τμήμα­τος των 501 της Ηλιαίας.

Το με ποιό κριτήριο δεν παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια των 6000 Αθη­ναίων πολιτών της Ηλιαίας δεν το γνωρί­ζουμε32. Η σπουδαιότητα της υπόθεσης είναι ένα κριτήριο, άλλα μάλλον όχι το μο­ναδικό, και σίγουρα όχι αυτό που έπαιξε ρόλο στην απόφαση του άρχοντα-βασιλέα για την παραπομπή της υπόθεσης του Σω­κράτη στο τμήμα των 501 της Ηλιαίας.

Η γραφή και η αντιγραφή αντιγράφονται από ειδικό υπάλληλο (γραμματέα) και το­ποθετούνται μέσα στον εχίνο, έναν ειδικό αμφορέα, που θα ανοιχθή πλέον μόνο στην δίκη.

Ο άρχων-βασιλεύς ορίζει την «τακτική δικάσιμο» (προγραφεί), την ήμερα που θα διεξαχθή η δίκη σε ήμερα που να απέχη τουλάχιστον33 πέντε ήμερες μετά την πρόσκλησιν, καθώς και τον τόπο, ανακοινώ­νοντας τα στον Μέλητο και τον Σωκράτη, και τα στοιχεία αυτά (τόπος, ήμερα, ονό­ματα διαδίκων) αναγράφονται στο πινά­κιο34, του οποίου η ονομασία στην Αθήνα του 399 π.Χ. υποδηλώνει, ανάμεσα στα άλλα, άκρι6ώς το ίδιο με αυτό που υποδη­λώνει και στα σημερινά αθηναϊκά δικαστή­ρια, στην Αθήνα του 2000 μ.Χ.

Μέχρι την έναρξη της δίκης ο Σωκράτής είναι ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους.

Γ. Η πρώτη φάση της διαδικασίας

α. Η σύνθεση της Ηλιαίας που κληρώνεται να δικάση τον Σωκράτη

Είμαστε τώρα πια στην ήμερα που θα διεξαχθή η δίκη. Το αττικό δικονομικό δί­καιο υποχρεώνει το κάθε τμήμα των 501 της Ηλιαίας να αρχίζη την συνεδρίαση του, μόλις χαράζει, μόλις ανατέλλει ο ήλιος. Μέχρι, το αργότερο, την δύση του ηλίου35 πρέπει να έχει ολοκληρωθή η διαδικασία και να έχει εκδοθή η απόφαση36. Γι’ αυτό υπάρχει η κλεψύδρα37, ώστε να ελέγχεται ο μέγιστος χρόνος ομιλίας των αντιδίκων και να μπορούν οι δικαστές το βράδυ να κοιμηθούν ήσυχοι, ότι δεν υπάρ­χει εκκρεμότητα ενώπιον της δικαιοσύνης.

Χρονικά ή δίκη διεξάγεται το 399 π.Χ., όταν ο Σωκράτης είναι 70 ετών. Τοπικά δεν γνωρίζουμε σε ποιο χώρο της αθηναϊκής αγοράς διεξάγεται η δίκη. Εάν μεταφερό­μασταν τότε στην Αθήνα με την μηχανή του χρόνου, σίγουρα θα μαθαίναμε που γί­νεται η δίκη, γιατί φαίνεται ότι είναι ένα πολύ γνωστό γεγονός εκείνες τις ήμερες για τους Αθηναίους. Πολύς κόσμος έχει συγκεντρωθή γύρω από τον χώρο του δι­καστηρίου. Είναι πιθανόν ο χώρος αυτός να είναι ή Στοά Ποικίλη38, το Ωδείον του Περικλή39 ή το θέατρο του Διονύσου.40 Εικάζουμε ότι ήταν το θέατρο του Διονύ­σου, γιατί ο Σωκράτης λέει «ανέβηκα στο δικαστήριο»41. Άρα το δικαστήριο ήταν ψη­λά42, όπως είναι το θέατρο του Διονύσου43.

Πρώτα όμως σε άλλο χώρο γίνεται η κλή­ρωση των δικαστών, για να σχηματιστή την ίδια μέρα που διεξάγεται η δίκη του Σωκράτη η σύνθεση του δικαστηρίου. Υπο­ψήφιοι είναι όλοι οι Αθηναίοι πολίτες που έχουν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλι­κίας τους44. Από κάθε φυλή από τις 1045 εκλέγονται 50 δικαστές και ένας, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο της ισοψη­φίας.

Η κλήρωση διεξάγεται προς αποφυγή δωροδοκιών ή επηρεασμού των δικαστών46 από το πρωί και σε απόσταση από το δικα­στήριο47.

Πώς γίνεται ή κλήρωση;

Οι εφευρετικοί Αθηναίοι χρησιμοποιούν το κληρωτήριο, το οποίο χειρίζονται οι εννέα άρχοντες48, όχι οι Έντεκα, οι οποίοι είναι πάντως οι αρμόδιοι για την ομαλή διεξαγωγή της δίκης του Σωκράτη, άλλα και κάθε δίκης στην Αθήνα49.

Η κλήρωση ξεκινά. Η ώρα είναι 7 το πρωί50.

Όπως περιγράφεται και στην εικόνα51του κληρωτηρίου, ένας - ένας οι Αθηναίοι κληρώνονται από κάθε μία από τις 10 φυ­λές, για να δικάσουν τον Σωκράτη. Οι κλη­ρωθέντες λαμβάνουν αμέσως μετά την κλήρωση τους την βακτηρία52 και το σύμ­βολο, με το όποιο αποδεικνύουν ότι κλη­ρώθηκαν από τους αρμόδιους υπάλληλους που διενεργούν την κλήρωση.

Η κλήρωση αποπερατώνεται μέσα σε θόρυβο και αναταραχή και οι τελευταίοι κληρωθέντες έχουν περπατήσει από τον χώρο του κληρωτηρίου προς το δικαστή­ριο, προς το θέατρο του Διονύσου.

Ο πρόεδρος (άρχων-βασιλεύς) ορίζει 10 δικαστές53, έναν από κάθε φυλή, στους οποίους αναθέτει ειδικά καθήκοντα. Ο ένας ονομάζεται «εφ’ ύδωρ». Είναι αυτός που χειρίζεται την κλεψύδρα. Τέσσερεις είναι οι ψηφολέκτες, και οι υπόλοιποι πέ­ντε επιφορτίζονται να παρακολουθούν τους προηγούμενους.

Θεόρατοι Σκύθες54, υπηρέτες των Έντε­κα, επιτηρούν την τάξη και ελέγχουν να μην εισέλθουν στον χώρο του δικαστηρί­ου (του θεάτρου του Διονύσου) άλλοι πλην των αρμοδίων, που είναι κυρίως οι διάδικοι, οι υποστηρικτές τους και οι δι­καστές που κρατούν την βακτηρία και το σύμβολο.

Έξω από τα κιγκλιδώματα και τους δρύφακτους55 είναι συγκεντρωμένο πλήθος κόσμου που καθίστανται ακρο­ατές56. Δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν όλοι. Γι’ αυτό, αν και η δίκη είναι δημό­σια57, εισέρχονται στον χώρο του δικα­στηρίου -εικάζουμε- οι διάδικοι, οι υπο­στηρικτές που οι διάδικοι φέρνουν και οι δικαστές.

Οι 501 άνδρες Αθηναίοι πολίτες, δικα­στές της Ηλιαίας είναι πλέον έτοιμοι στις θέσεις τους να δικάσουν τον Σωκράτη. Η ώρα είναι 10 το πρωί.

β. Η έναρξη της δίκης και ή απαγγελία της κατηγορίας από τον Μέλητο

Εκτός από τους κληρωθέντες δικαστές, έχουν πάρει τις θέσεις τους και οι άλλοι παράγοντες της δίκης. Στην μέση «της έδρας» του δικαστηρίου κάθεται ο πρόε­δρος της δίκης, ήτοι ο άρχων-βασιλεύς που αποφάσισε ως ανακριτής να παραπέμψη τον Σωκράτη σε δίκη ενώπιον του παρόντος τμήματος της Ηλιαίας. Μπρο­στά του έχει τον εχίνο. Αριστερά του (εικά­ζουμε) κάθεται ο γραμματέας και μπροστά του έχει τα οικεία βιβλία, στα οποία πρό­κειται να αναγραφή την απόφαση του δι­καστηρίου, και ο κήρυκας. Δεξιά του (εικά­ζουμε) κάθονται οι Έντεκα, αρμόδιοι και για την ομαλή διεξαγωγή της δίκης, και για την σύλληψη του Σωκράτη, αν καταδικαστή, και για την εκτέλεση της θανατικής ποινής, αν καταδικαστή σε θανατική ποινή.

Μπροστά από αυτούς βρίσκεται το βήμα58 και δεξιά (εικάζουμε), όπως κοιτά­ζει ο διάδικος, βρίσκεται η κλεψύδρα και ο «εφ' ύδωρ» που έχει γεμίσει τον πάνω αμφορέα ήδη με νερό ως απάνω59 και ελέγ­χει την ροή του νερού κατά τις εντολές του προέδρου. Πάνω στον αμφορέα ανα­γράφεται η λέξη ΑΝΤΙΟΧΙΔΟΣ. Αυτό συμ­βαίνει, διότι το 399 π.Χ. ή φυλή Αντιοχίς είναι η πρυτανεύουσα στην Αθήνα60.

Ο πρόεδρος κηρύσσει μέσω του κήρυκα την έναρξη της δίκης (ο κήρυκας καλεί την γραφή)61. Ο πρόεδρος καλεί με νεύμα να εισέλθουν τα διάδικο μέρη και οι υποστη­ρικτές τους στον χώρο του δικαστηρίου. Ο γραμματέας με εντολή του προέδρου ανοίγει τον εχίνο και διαβάζει την γραφή και την αντιγραφή. Έτσι, μόνο τώρα για πρώτη φορά (θεωρητικά τουλάχιστον) οι 501 δικαστές αποκτούν γνώση για το ακριβές περιεχόμενο της κατηγορίας. Με τον τρόπο αυτό διαφυλάσσεται ή αντικει­μενικότητα της διαδικασίας και των δικα­στών, οι όποιοι δεν γνώριζαν εκ των προ­τέρων το ακριβές περιεχόμενο της κατη­γορίας (ούτε γνώριζαν βέβαια αν θα κλη­ρωθούν).

Ο πρόεδρος καλεί στο βήμα πρώτα62 τον κατήγορο, δηλαδή τον Μέλητο. Ο όρκος των δικαστών (στην αρχή του έτους ο ήλιαστικός όρκος) και των διαδίκων (κατά την προδικασία)63 έχουν ήδη δοθή. Όλα είναι έτοιμα. Ο πρόεδρος κάνει νόημα στον «εφ’ ύδωρ» να αφήση το νερό να ρεύση από την κλεψύδρα. Ξεκινά τώρα ουσιαστικά το πρώτο μέρος της δίκης, όπου κρίνεται η αθωότητα ή η ενοχή του Σωκράτη. Η ώρα είναι περίπου 10 το πρωί.

Ο Μέλητος αρχικά διατυπώνει την κατηγορία: «Σωκράτης αδικεί τους τε νέους διαφθείρων και θεούς ους ή πόλις νομίζει ου νομίζων, ετέρα δε δαιμόνια καινά. Σωκράτης αδικεί και περιεργάζεται ζητών τα τε υπό γης και ουρά­νια και τον ήττω λόγον κρείττω ποιών και άλλους τα αυτά ταύτα διδά­σκων»64. Συνεχίζει αναφέροντας και αλλά τέτοια, την ακρίβεια των λόγων αυτών όμως δεν γνωρίζουμε. Είμαστε όμως βέβαιοι65, ότι οι ειδικοί, οι λογογράφοι66, χορήγησαν για την απαγ­γελία των κατηγοριών και των συναφών με αυτές λόγων ειδικά για την δίκη του Σω­κράτη στον Μέλητο έναν ρητορικό λόγο, ο οποίος δεν μας σώζεται και τον όποιο ο Μέ­λητος υποχρεώνεται από το αττικό δικονομικό δίκαιο μόνος του να διάβαση ή να απαγγείλη. Αφού απαγγέλλει τις κατηγορίες με (υπο­θέτουμε) αοριστία, ο Μέλητος καλεί στο βήμα ως μάρτυρες κατηγορίας πρώτα τον Λύκωνα και μετά τον Άνυτο (ή το αντίστροφο, δεν γνωρίζουμε την σειρά)67. Το νερό της κλε­ψύδρας ρέει68 για τον κατήγορο Μέλητο και κατά την διάρκεια των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας, Άνυτο και Λύκωνα. Την ροή θα σταματούσε ο «εφ’ ύδωρ», μόνο εάν διαβάζονταν τμήματα από νόμο, πράγμα που δεν φαίνεται να συνέβη κατά την δια­τύπωση των κατηγοριών από τον Μέλητο, τον Άνυτο ή τον Λύκωνα. Ο Άνυτος και ο Λύκων από το βήμα του δικαστηρίου απαντούν στις ερωτήσεις του Μέλητου και γί­νονται «οιονεί» κατήγοροι του Σωκράτη69. Λεπτομέρειες των λόγων αυτών δεν γνω­ρίζουμε.

Το νερό της κλεψύδρας για τον χρόνο που μετράει για τον κατήγορο Μέλητο έχει ρεύσει πια ολόκληρο διαδοχικά τρεις φορές ή για τρίτη (εικάζουμε) φορά70. Ο πρόεδρος δίνει την εντολή στον Μέλητο να κατέβη από το βήμα, διότι ο νόμιμος χρόνος για τον Μέλητο έχει τελειώσει. Πα­ραμένει ωστόσο κοντά στο βήμα και λίγο πιο πίσω, ώστε να απάντηση, εάν χρειαστή, σε ερωτήσεις του κατηγορουμένου, του Σωκράτη. Η ώρα είναι 12 το μεσημέρι.

γ. Η απολογία του Σωκράτη (πρώτος λόγος)

Όσο ο «εφ’ ύδωρ» γεμίζει τον αμφορέα της κλεψύδρας με νερό ως απάνω, ο πρό­εδρος καλεί στο βήμα τον Σωκράτη. Αυτό είναι υποχρεωτικό από τον νόμο. Η απο­λογία του κατηγορουμένου είναι υποχρε­ωτική από την εποχή του Δράκοντα και του Σόλωνα71. Ο Σωκράτης έχει ίσο χρόνο ομι­λίας, όσον είχε και ο κατήγορος72. Υπολο­γίζουμε χρόνο περί τις 2 ώρες, δηλαδή πε­ρίπου να αδειάσουν τρεις γεμάτοι με νερό αμφορείς της κλεψύδρας. Μόνο εάν διαβαστή νόμος, διακόπτεται η ροή του νερού. Αλλά ούτε κατά την απολογία του Σω­κράτη γίνεται κάτι τέτοιο.

Ο Σωκράτης ανεβαίνει στο βήμα. Ξεκινά την απολογία του, χωρίς να έχη μπροστά του κείμενο και χωρίς να έχη αποστηθίσει λόγο από λογογράφο. Αρνήθηκε να δεχθή να διαβάση το νομικά άρτια συντεταγμένο κείμενο από τον λογογράφο Λυσία, μάλλον το 399 π.Χ. Ό Λυσίας ετοίμασε αυτό το κεί­μενο73 ειδικά για τον Σωκράτη. Παρ’ όλα αυτά ο Σωκράτης πιστεύει στην δικαιοσύ­νη, ότι δεν χρειάζεται να χρησιμοποίηση τα γνωστά «τερτίπια» της δικαστηριακής πρακτικής, και ότι το δίκαιο θα επικράτηση στην εναντίον του δίκη. Καταθέτει τα ουσιαστικά του επιχειρήματα και δεν κα­ταφεύγει σε παρακάλια και κλάψες που απαγορεύονταν από τον αττικά δικονομικό νόμο, άλλα στα όποια συχνά καταφεύγουν οι διάδικοι. Ακόμα δε και ο ίδιος ο Περι­κλής είχε κλάψει μπροστά στους δικα­στές74.

Ο Σωκράτης δεν καλεί μάρτυρες υπε­ράσπισης, μολονότι του επιτρέπεται από τους κείμενους νόμους75. Και αυτή η ενέρ­γεια του Σωκράτη είναι αξιοθαύμαστη. Μό­νος του από την αρχή μέχρι το τέλος. Μό­νος του76. Απολογείται με εγωισμό (λέει ότι η Πυθία απάντησε στον Χαιρεφώντα ότι δεν υπάρχει σοφώτερος άνθρωπος από τον Σωκράτη)77, με θάρρος και πίστη στον εαυτό του και στην ουσιαστική δικαιοσύνη, την οποία οφείλουν να απονέμουν τα αθη­ναϊκά δικαστήρια, και πιο συγκεκριμένα η Ηλιαία. Εκθέτει λοιπόν με απλή γλώσσα την αλήθεια και καλεί τους δικαστές να μην εξαπατηθούν από τον τύπο, άλλα να ερευνήσουν την ουσία και το δίκαιο.

Διαβάζοντας την απολογία του Σωκρά­τη, της οποίας το περιεχόμενο μόνο περι­ληπτικά είμαστε σε θέση εδώ να αναφέ­ρουμε, μένει κανείς έκπληκτος από την άρτια δομή, η οποία αφορά στην σκέψη του Σωκράτη και όχι στον τύπο. Αφού ανα­σκευάζει την κατηγορία, καλεί τον Μέλη­το στο βήμα.

Δεν γνωρίζουμε, εάν ο ερωτώμενος από τον κατηγορούμενο κατήγορος στεκόταν κοντά στο βήμα ή πάνω στο βήμα, αλλά γνωρίζουμε ότι ο ερωτώμενος (από τον κα­τήγορο ή/και τον κατηγορούμενο) μάρτυ­ρας (κατηγορίας ή υπεράσπισης) στεκόταν πάνω78 στο βήμα. Εάν δε σκεφτούμε την εικόνα στο δικαστήριο, τότε καταλήγουμε στο εξής: Ο Μέλητος βρίσκεται πάνω στο βήμα, ο Σωκράτης δίπλα του, κάτω από το βήμα. Και υποβάλλει ερωτήσεις στον Μέ­λητο.

Με τις ερωτήσεις του Σωκράτη, τις οποίες όλες ο Μέλητος είναι υποχρεωμέ­νος από την αττική δικονομία να άπαντήση79, ο Μέλητος πέφτει σε αντιφάσεις, λέγοντας την μια ότι ο Σωκράτης είναι άθεος και την άλλη ότι πιστεύει σε θεότη­τες, απαντά μονολεκτικά ή δεν απαντά κα­θόλου. Τότε ο Σωκράτης απαντά ο ίδιος αντ’ αυτού, αν και ο νόμος του επιτρέπει να απαιτήση την απάντηση από τον Μέλητο, και οι δικαστές να τον πιέσουν προς τούτο80. Ο Μέλητος έχει βρεθή σε πολύ δύσκολη θέση. Ως προς την κατηγορία της διαφθοράς των νέων απαντά στις ερω­τήσεις του Σωκράτη και καταλήγει να ισχυριστή (προφανώς άστοχα) ότι όλοι στην Αθήνα συμβάλλουν για το καλό της νεο­λαίας, όλοι έκτος του Σωκράτη!

Από αυτήν κυρίως την αντιπαράθεση του Σωκράτη με τον Μέλητο, όπου ο Σω­κράτης τον καλεί να απαντά, όπως προ­βλέπει άλλωστε και ο νόμος, εικάζουμε ότι πολλοί δικαστές πείθονται για την πλήρη αθωότητα του Σωκράτη.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι κατά την αντιπαράθεση αυτή ο Σωκράτης ορκί­ζεται στον Δία και στην Ήρα, ιδίως όταν ο Μέλητος δεν απαντά, ίσως δε και για να δείξη ότι δεν αμφισβητεί τους θεούς των Αθηναίων81. Αυτός ο όρκος βέβαια γίνεται εν τη ρύμη του λόγου και νομικά δεν σχε­τίζεται ούτε με τον ηλιαστικό όρκο ούτε με την διομωσία (προωμοσία, αντωμοσία).

Κλείνοντας ο Σωκράτης την απολογία του, δηλαδή τον πρώτο του λόγο ως προς την αθωότητα του, τονίζει ότι δεν επιχει­ρεί να κινήση τον οίκτο των δικαστών, γιατί το θεωρεί αισχρό και άδικο (είναι απαγο­ρευμένο, όπως είπαμε, από τον αθηναϊκό δικονομικό νόμο άλλα στην πράξη συνη­θισμένο).

Το νερό της κλεψύδρας έχει ρεύσει πια ολόκληρο για τρίτη φορά ή τρεις φορές και για τον Σωκράτη και ο πρόεδρος τον καλεί να κατέβη από το βήμα. Στην συνέ­χεια προστάζει μέσω του κήρυκα82 να ξεκινήση η διαδικασία της ψηφοφορίας των 501 δικαστών Αθηναίων πολιτών «επί της αθωότητας»83 του Σωκράτη. Η ώρα είναι 2 το μεσημέρι.

δ. Ή απόφαση της Ηλιαίας που κρίνει τον Σωκράτη ένοχο

Ένας-ένας οι δικαστές Αθηναίοι πολί­τες προσέρχονται να ψηφίσουν, αφού σκε­φθούν και κρίνουν, όπως ορίζει η αττική δικονομία, «γνώμη την δικαιότατη», εφ’ όσον δεν υπάρχει συγκεκριμένος εφαρ­μοστέος νόμος84.

Ο κήρυκας τους υπενθυμίζει ότι το τρυ­πημένο στο κέντρο μπρούντζινο δισκάριο, τετρυπημένη85, σημαίνει καταδίκη και το πλήρες μπρούντζινο δισκάριο, πλήρης, σημαίνει αθώωση. Οι 4 ψηφολέκτες συνο­λικά δίνουν 1002 δισκάρια, 2 σε κάθε έναν από τους 501 δικαστές. Στο ένα χέρι παίρ­νουν την τετρυπημένη και στο άλλο την πλήρη. Ένας-ένας πλησιάζει κοντά στο βήμα, εκεί όπου βρίσκονται δύο αμφορείς, δύο «κάλπες». Στον χάλκινο αμφορέα (κύ­ριος καδίσκος) ρίχνουν την ψήφο τους και στον ξύλινο αμφορέα (άκυρος καδίσκος) ρίχνουν το άλλο δισκάριο. Λευκό ή άκυρο με την σημερινή έννοια δεν υπάρχει86. Οι 501 δικαστές έχουν τώρα ρίξει τα 1002 δι­σκάρια στους 2 καδίσκους.

Οι 4 δικαστές ψηφολέκτες αδειάζουν κάτω στο έδαφος το περιεχόμενο του κύ­ριου καδίσκου και μετράνε τις ψήφους μία-μία ενώπιον των 5 δικαστών που είναι αρμόδιοι να τους επιτηρούν87 και των υπό­λοιπων δικαστών που έχουν λάβει ήδη τις θέσεις τους. Η αγωνία είναι στο κατακό­ρυφο. Τελικά ο Σωκράτης κρίνεται οριακά ένοχος. 281 ψήφισαν υπέρ της ενοχής του και 220 ψήφισαν υπέρ της αθωότητας του. Η ώρα είναι 4 το απόγευμα88.

Δ. Η δεύτερη φάση της διαδικασίας

α. Ο Μέλητος και ο Σωκράτης (δεύτερος λόγος) προτείνουν ποινή

Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινί­σουμε ότι ο δικαστικός αγώνας λεγόταν τιμητικός ή ατίμητος, ανάλογα με το εάν ο νόμος προβλέπη ή όχι ποινή. Εδώ ο νόμος δεν προβλέπει ποινή ή ίσως δεν υπήρχε συγκεκριμένος νόμος89 (Εάν νόμος πρό­βλεπε ποινή, δεν θα απαιτείτο η δεύτερη αυτή φάση της δίκης του Σωκράτη). Και οι δύο διάδικοι είναι δηλαδή υποχρεωμένοι από τον αττικό νόμο να προτείνουν την ποινή (τίμημα) που θέλουν (και ΟΧΙ την αρμόζουσα).

Πρώτα ανεβαίνει στο βήμα μετά από εντολή του προέδρου ο Μέλητος, προτεί­νει την ποινή του θανάτου και μετά κατε­βαίνει από το βήμα έχοντας εκπληρώσει όλες τις δικονομικές πράξεις, στις οποίες υποχρεούται να προβή ως κατήγορος του Σωκράτη. Η ώρα είναι 4 και μισή το από­γευμα.

Ο Σωκράτης ανεβαίνει πάλι στο βήμα μετά από εντολή του προέδρου. Από την έκταση του δεύτερου λόγου του Σωκράτη συμπεραίνουμε ότι δεν χρησιμοποιείται πλέον η κλεψύδρα ούτε για τον Μέλητο ούτε για τον Σωκράτη. Βαίνουμε προς το τέλος της δίκης. Το κλίμα έχει αρχίσει και βαραίνει για τον Σωκράτη.

Ατάραχος, δηλώνει έκπληκτος από το ότι για 30 ψήφους θα μπορούσε να είχε αθωωθή.

Εάν ο Σωκράτης ακριβολογή, τότε οι δι­καστές ήταν 500, διότι από 281 ψήφους αφαιρώντας 30 μένουν 251, δηλαδή και πά­λι καταδικαστική απόφαση. Το 281 σώζε­ται από επιγραφή του Διογένη Λαέρτιου90, πολύ μεταγενέστερη και, κατά συνέπεια, πολύ επισφαλής91. Αν ο Σωκράτης ακρι­βολογή, τότε οι καταδικαστικές ψήφοι ήταν 280 και οι δικαστές ήταν 501 (το πιο πιθανό)92, οπότε αν αφαιρέσουμε 30 από τις 280, οι καταδικαστικές ψήφοι θα ήταν 250 και οι αθωωτικές 251. Αν οι δικαστές ήταν 500, οι καταδικαστικές ψήφοι ήταν 280, άρα μένουν 250, και σε ισοψηφία Ο Σωκράτης θα αθωωνόταν93. Εάν ο Σωκρά­της δεν ακριβολογή, τότε πρέπει να συνά­γουμε ότι εννοεί πως για 31 ψήφους θα αθωωνόταν.

Ανεξάρτητα από αυτήν την αριθμητική λεπτομέρεια, είναι πράγματι εντυπωσιακό το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Εάν δε ο Μέλητος δεν κατάφερνε να πείση τουλά­χιστον 100 δικαστές να καταδικάσουν τον Σωκράτη, τότε θα ήταν υποχρεωμένος από τον αττικό νόμο να πληρώσει πρόστιμο 1.000 δραχμές94 (αξιοσέβαστο ποσό το 399 π.Χ. στην Αθήνα95). Μάλιστα Ο Σωκράτης ισχυρίζεται στον λόγο του αυτό, ότι σε κά­θε έναν από τους 3 κατηγόρους (Άνυτο, Μέλητο, Λύκωνα) αντιστοιχούν 93-94 ψήφοι, αρά ο Μέλητος θα έπρεπε να πλή­ρωση τις 1.000 δραχμές96. Αλλά οι δικα­στές έκριναν βάσει του γεγονότος ότι μό­νο ο Μέλητος είχε φανερά και νόμιμα υπο­βάλει επίσημα μήνυση, γραφή, κατηγορία.

Ο Σωκράτης από το βήμα του δικαστη­ρίου προτείνει στην συνέχεια το δικαστή­ριο να αποφασίση να τρέφεται τιμητικά στο Πρυτανείο97.

Έπειτα προτείνει να πλήρωση ποινή μία ασημένια μνα. Στην τελευταία του πρότα­ση καταλήγει ότι, αφού τον παρακινούν ο Πλάτων, ο Κρίτων, ο Κριτόβουλος και ο Απολλόδωρος και εγγυώνται98 για αυτό, «προτείνω να πληρώσω ποινή 30 ασημένιες μνές»99. Ο Σωκράτης κατεβαίνει από το βήμα. Η ώρα είναι 5 το απόγευμα.

β. Ή απόφαση της Ηλιαίας που καταδικάζει τον Σωκράτη σε θάνατο

Οι 501 δικαστές Αθηναίοι πολίτες πρέπει τώρα να διαλέξουν: θάνατος ή 30 ασημέ­νιες μνές που ΔΕΝ θα πλήρωση ο ίδιος ο Σωκράτης. Τρίτη επιλογή ΔΕΝ έχουν. Ή το ένα ή το άλλο. Έτσι ορίζει ο αττικός δικο­νομικός νόμος.

Και πάλι, ένας-ένας προσέρχονται μπρο­στά στο βήμα, εκεί όπου βρίσκεται ο κύ­ριος καδίσκος και ρίχνουν την ψήφο τους. Στο πινάκιο τιμητικό100 χαράσσουν μία μακρυα γραμμή για την θανατική ποινή ή μία μικρή γραμμή για τις 30 μνές και το ρί­χνουν στον χάλκινο αμφορέα. Εάν δεν ισχύη η ψήφος με το πινάκιο τιμητικό το 399 π.Χ.101, τότε εικάζουμε ότι ψηφίζουν ανάλογα με την προηγούμενη ψηφοφορία, προφανώς δε η τετρυπημένη αντιστοιχεί στην θανατική ποινή.

Γίνεται ή καταμέτρηση των 501 ψήφων ενώπιον των δικαστών από τους 4 ψηφο-λέκτες δικαστές102. Μετά από εύλογη103 κα­θυστέρηση και αγωνία (όλων πλην ίσως του Σωκράτη) για το αποτέλεσμα, η από­φαση είναι τελεσίδικη104: θάνατος. Η δια­φορά των ψήφων την φορά αυτή είναι πολύ μεγάλη105. Η ώρα είναι 7 το απόγευ­μα. Ήδη έχει αρχίσει να νυχτώνη.

Ε. Ή τρίτη φάση της διαδικασίας

α. Οι δικαστές αποχωρούν και ό Σωκράτης εκφωνεί τον τρίτο λόγο του

Η τυπική νομική διαδικασία έχει πλέον ολοκληρωθή. Ο Σωκράτης θα θανατωθή με απόφαση της Ηλιαίας, του δικαστηρίου της δημοκρατικής Αθήνας. Οι δικαστές αρχίζουν να αποχωρούν και κατευθύνο­νται προς το «δημόσιο ταμείο» προκειμέ­νου να εισπράξουν την αμοιβή τους, η οποία έχει με νόμο οριστή σε 3 όβολούς106.

Ο όρχων-βασιλεύς πρέπει να καταχώ­ριση στα βιβλία μέσω του γραμματέα την απόφαση της Ηλιαίας. Ο Σωκράτης πρέπει δικονομικά να παραδοθή στους Έντεκα.

Μέσα σε αυτήν την αναταραχή των απο­χωρούντων δικαστών (501 άνθρωποι μι­λούν, σχολιάζουν, θορυβούν) Ο Σωκράτης παίρνει τον λόγο για τρίτη φορά. Παραμέ­νει ήρεμος. Αποκαλεί για πρώτη φορά «δι­καστές» αυτούς που ψήφισαν υπέρ της αθωότητας του. Κάνει αυτήν την διάκρι­ση, για να δήλωση, ότι μόνο αυτοί ενήρ­γησαν ενσυνείδητα και απένειμαν το δί­καιο όσο ήταν σε αυτούς επιτρεπτό.

Πόσοι παραμένουν να τον ακούσουν δεν γνωρίζουμε. Πάντως από την έκταση του τρίτου λόγου του προκύπτει, ότι μιλάει για περίπου 30 λεπτά. Ο Σωκράτης με υπερη­φάνεια και αγέρωχο ύφος (όχι κλαίγοντας ή παρακαλώντας), έκτος πλέον της νόμι­μης διαδικασίας, λέει ότι το δαιμόνιο, το οποίο πάντοτε τον απέτρεπε από το να πράττη κάτι μη ορθό, ουδέποτε του εναντιώθηκε, ούτε όταν άρχισε η δίκη, ούτε κατά την διάρκεια της απολογίας του. Άρα ο Σωκράτης θεωρεί την καταδίκη του όχι μέγιστο κακό, άλλα καλό. Ο θάνατος του, συνεχίζει, είναι θέλημα θεού. Ο τρίτος (και τελευταίος ενώπιον της Ηλιαίας) λόγος του Σωκράτη κλείνει με την λέξη θεός.

β. Οι Έντεκα οδηγούν τον Σωκράτη στο δεσμωτήριο

Οι θεόρατοι Σκύθες υπηρέτες των Έντεκα συλλαμβάνουν κατά τον νόμο τον Σωκράτη και τον οδηγούν πεζή στο δε­σμωτήριο που είναι πλησίον του δικαστη­ρίου107. Στο δεσμωτήριο ο θυρωρός ή δε­σμοφύλακας υποδέχεται τον Σωκράτη και τους άλλους με αδιαφορία. Με ραθυμία τους οδηγεί σε ένα άδειο κελί, όπου με σι­δηρά δεσμά δένει τον Σωκράτη από τα πό­δια σε ειδικό ξύλινο όργανο που λέγεται ποδοκάκη108. Οι υπηρέτες φεύγουν και ο δεσμοφύλακας κλειδώνει την πόρτα πίσω του. Ο Σωκράτης, νύχτα πια, αποκοιμιέται.

ΣΤ. Η τέταρτη φάση της διαδικασίας

α. Ο Σωκράτης παραμένει για 30 ήμερες στο δεσμωτήριο

Ενώ κανονικά ο Σωκράτης θα έπρεπε να εκτελεστή το επόμενο βράδυ, η εκτέλεση του αναβάλλεται για 30 ήμερες. Σύμφωνα με τον αθηναϊκό νόμο απαγορεύεται ή εκτέλεση θανατικής ποινής για όσο χρο­νικό διάστημα το Ιερό Πλοίο λείπει από την Αθήνα στην Δήλο109. Ο Σωκράτης πα­ραμένει λοιπόν για 30 ήμερες στο δεσμω­τήριο λόγω της απουσίας του Ιερού Πλοί­ου από την αθηναϊκή θάλασσα.

Κάθε πρωί110 ο Φαίδων και οι άλλοι μα­θητές του Σωκράτη τον επισκέπτονται στην φυλακή, η οποία δεν ανοίγει πολύ πρωί. Όταν δε ανοίγει, εισέρχονται στο κελί του Σωκράτη και συχνά περνούν ολό­κληρη την ήμερα μαζί με τον δάσκαλο τους. Ο νόμος ή ο κανονισμός περί επι­σκεπτηρίου στο δεσμωτήριο δεν φαίνεται να είναι αυστηρός ή να τηρείται με αυστη­ρότητα. Οι μαθητές του προτρέπουν τον Σωκράτη να απόδραση. Του επισημαίνουν πόσο εύκολο είναι, εάν δεχθή, να δωροδοκήσουν οι ίδιοι τον δεσμοφύλακα. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι η φυλακή δεν είναι στην Αθήνα του 399 π.Χ. κάτι το τό­σο φοβερό, όπως είναι ή τουλάχιστον θε­ωρείται σήμερα, διότι ο καθένας μπορεί να «έξαγοράζη», παράνομα έστω, την ελευ­θερία του.

β. Ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο

Την επομένη της επιστροφής του Ιερού Πλοίου από την Δήλο στην Αθήνα είναι η μέρα που ο Σωκράτης πρέπει κατά τον νό­μο να εκτελεστή. Οι μαθητές του Σωκρά­τη κανονίζουν συνάντηση νωρίς το πρωί και μόλις φθάνουν έξω από το δεσμωτήριο, ο υπηρέτης των Έντεκα τους λέει να μην εισέλθουν παρά μόνο όταν αυτός τους φωνάξει. Συνεπώς είναι νόμιμο στην αρχαία Αθήνα η θανατική ποινή να εκτε­λεστή ενώπιον τρίτων, συγγενών ή φίλων.

Εκείνη την στιγμή οι Έντεκα μέσω του υπηρέτη τους απαλλάσσουν τον Σωκράτη από τα δεσμά του και του αναγγέλλουν: «Σήμερα είναι το τέλος σου». Μετά άπα αυτό ο υπηρέτης καλεί μέσα τον Απολλό­δωρο, τον Κριτόβουλο, την γυναίκα του την Ξανθίππη111, και άλλους, ο δε Πλάτων απουσιάζει λόγω ασθενείας112. Οι ώρες περνούν γοργά και το απόγευμα πλησιά­ζει. Αργότερα η Ξανθίππη ξεσπάει, φωνά­ζει και κλαίει, ώστε ο Σωκράτης καλεί υπη­ρέτες να την οδηγήσουν σπίτι. Αφού μι­λάει με τους υιούς του και γυναίκες συγ­γενείς του, μένει με τους μαθητές του. Ο υπηρέτης φέρνει την εντολή των Έντεκα, ότι ο Σωκράτης οφείλει να πιή το κώνειο, αφού πια ο ήλιος έχει δύσει. Αντίθετα από την έναρξη της δίκης που γίνεται κατά την ανατολή του ηλίου, η εκτέλεση της θανα­τικής ποινής γίνεται κατά την δύση του ηλίου. Ο δήμιος (άλλο πρόσωπο από τον υπηρέτη) του δίνει το κύπελλο με το κώ­νειο, ο Σωκράτης τον ρωτάει τί πρέπει να κάνη και ο δήμιος τον συμβουλεύει τί πρέπει να κάνη. Ο Κρίτων ισχυρίζεται ότι ο ήλιος δεν έδυσε ακόμη, άλλα πλέον η στιγ­μή έχει φτάσει. Ο Σωκράτης με γενναιό­τητα πίνει το κώνειο113. Οι μαθητές του κλαίνε. Ο Σωκράτης τους λέει: «Έδιωξα τις γυναίκες, για να μην πέσουν σε τέτοια σφάλματα∙ διότι έχω ακούσει, ότι πρέπει κανείς να άποθνήσκη μακαριζόμενος». Οι μαθητές του ντρέπονται και παύουν τα κλάματα. Ο Σωκράτης περιφέρεται στο κελί με το κώνειο να τον σκοτώνη. Αισθά­νεται βάρος και ξαπλώνει ύπτιος, όπως τον συμβούλεψε ο δήμιος, ο οποίος αγγίζο­ντας τα πόδια του Σωκράτη τον ρωτάει, αν τα αισθάνεται. Ο Σωκράτης απαντάει όχι. Ο Σωκράτης αρχίζει να παγώνη και να μην λυγίζη πλέον. Λέει τα τελευταία λόγια του με καλυμμένο το πρόσωπο του: «Κρίτωνα στον Ασκληπιό οφείλουμε έναν πετεινό∙ πληρώστε λοιπόν το χρέος μου και μην αμελήσετε». Ο Κρίτων αποκρίνεται: «Αυτό θα γίνη∙ αλλά κοίταξε μήπως έχεις να παραγγείλης και τίποτε άλλο». Ο Σωκράτης δεν απαντά. Ο δήμιος ξεσκεπάζει το κα­λυμμένο πρόσωπο του Σωκράτη. Ο Σω­κράτης έχει στυλωμένα τα μάτια. Ο Κρί­των του κλείνει το στόμα και τα μάτια. Αυτό ήταν το τέλος του Σωκράτη.

Ζ. Συμπεράσματα

Ορισμένα μόνο από τα συμπεράσματα, στα οποία καταλήγουμε, είναι τα ακόλου­θα:

Πρώτον, η αναζήτηση της αλήθειας σχε­τικά με την δίκη του Σωκράτη από νομικής άποψης οδηγεί στο ότι υπάρχουν σήμερα αρκετές πληροφορίες, που δίνουν μια σχεδόν πλήρη εικόνα των κανόνων δικαί­ου βάσει των οποίων εξελίχθηκε η δίκη.

Δεύτερον, η αποσαφήνιση του τοπίου που αφορά στην νομική διαδικασία είναι χρήσιμη για τουλάχιστον δύο λόγους. Αφ’ ενός γίνεται κατανοητό το αττικό δικονο­μικό δίκαιο με άμεσο τρόπο, αφ’ ετέρου γίνονται κατανοητοί οι λόγοι που οι Αθη­ναίοι καταδίκασαν τον Σωκράτη σε θάνατο. Το ότι είχαν να επιλέξουν υποχρεωτικά από τον νόμο ανάμεσα σε δύο προτεινό­μενες ποινές είναι κρίσιμο. Καταδεικνύει ότι ο Σωκράτης είχε την δυνατότητα να προτείνη μια ποινή για τον εαυτό του, ώστε να έπειθε τους δικαστές ότι είναι αρμόζουσα σε σύγκριση με την ποινή του θανάτου. Αντίθετα ο Σωκράτης πρότεινε μια ποινή-πρόκληοη, να σιτίζεται τιμητικά στο Πρυτανείο.

Τρίτον, η αττική ποινική δικονομία του 4ου αιώνα π.Χ. διαφέρει από την σημερινή ελληνική ποινική δικονομία, αλλά έχει και ομοιότητες. Υπάρχουν στοιχεία που σή­μερα είναι νομικώς αδιανόητα, άλλα και στοιχεία που από εκείνη την εποχή απο­τελούσαν θετό δίκαιο. Σήμερα υπάρχει η εισαγγελική αρχή που διώκει τα εγκλήμα­τα, των οποίων η τέλεση απαγορεύεται από ρητό νόμο και των οποίων συνέπεια είναι η επιβολή ποινής που επίσης προ­βλέπεται ρητά από τον νόμο. Τότε η ύπαρξη νόμου δεν ήταν καν απαραίτητη για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Γι’ αυτό ή κατηγορία κατά του Σωκράτη ήταν επι­τρεπτά -ως ένα σημείο- ασαφής.

Τέταρτον, η λαϊκή δίκη είναι γενικά προτιμότερη από την δίκη ενώπιον ολιγομε­λούς δικαστηρίου. Είναι βέβαιο, ότι η από­φαση 501 ανθρώπων είναι πιο αντικειμε­νική από ότι η απόφαση ενός ή τριών, έστω και αν αυτοί είναι εξειδικευμένοι νο­μικοί.

Πέμπτον, η απόφαση του τμήματος της Ηλιαίας των 501 να καταδικάση τον Σω­κράτη σε θάνατο εκφράζει το πνεύμα της εποχής της Αθήνας του 399 π.Χ. Οι Αθη­ναίοι, αν και τήρησαν την νόμιμη διαδικα­σία, υπέπεσαν λόγω και μιας δικαστικής «απάτης» αριστοτεχνικά στημένης από τον δημοκρατικό Άνυτο (ο οποίος δωροδόκησε το 409 π.Χ. ολόκληρο δικαστήριο114) όχι σε νομικό, αλλά σε ουσιαστικό ολίσθημα. Ίσως στο πιο μεγάλο σφάλμα τους, αφού, όπως είχε αποκριθή και η Πυθία, δεν υπάρ­χει σοφώτερος άνθρωπος από τον Σωκρά­τη.
-------------------------
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1 Ίσως γράφηκε το 394 π.Χ. Δεν γνωρίζουμε πό­τε ακριβώς ο Πλάτων έγραψε την Απολογία Σωκράτους.

2 Στο χρονικό διάστημα 360 -350 π.Χ. ό Ξενοφών έγραψε την Απολογία Σωκράτους.

3 Πηγές αποτελούν, ανάμεσα στις άλλες, ο Ευθύφρων του Πλάτωνα (για την ανάκριση), ο Φαίδων του Πλάτωνα (για την φάση της δια­δικασίας στο δεσμωτήριο) και τα αντικείμε­να, όπως η κλεψύδρα, όπου αναγράφεται η λέξη ΑΝΤΙΟΧΙΔΟΣ, τα δισκάρια, με τα όποια ψη­φίζουν οι δικαστές, και αλλά που αναφέρο­νται πιο κάτω.

4 Μετά ίσως από αυτήν κατά του Ιησού Χρι­στού, ενώ εξαιρετικό ενδιαφέρον θα παρου­σίαζε ή σύγκριση των δύο δικών (πλαίσιο νό­μων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, τή­ρηση ή όχι αυτών κ.ο.κ.) σε ξεχωριστή μονο­γραφία.

5 501 ήταν οι δικαστές σε περίπτωση εκδίκασης υποθέσεων δημοσίου ενδιαφέροντος (γραφών), 401 σε ιδιωτικές υποθέσεις (δικών) (για την διάκριση γραφή - δίκη βλ. πιο κάτω) που ή αξία του επίδικου αντικειμένου υπερέ­βαινε τις 1000 δραχμές και 201 σε ιδιωτικές υποθέσεις που ή αξία του επίδικου αντικει­μένου ήταν μικρότερη των 1000 δραχμών. Biscardi, 425.

6 Ξενοφών, Απομνημονεύματα στου Stone, 248 -249.

7 Ο νόμος απαγόρευε την διδασκαλία της τέ­χνης λόγων, δεν απαγόρευε την συνανα­στροφή με τους νέους.

8 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 545 και 6λ. πιο κάτω, σ. 89.

9 Ξενοφών, Απομνημονεύματα στου Stone, 251.

10 Το γεγονός ότι απαντά ο Κριτίας δεν ερείδε­ται σε ιδιαίτερη νομική διαδικασία, όπως ανα­φέρεται και πιο πάνω στο κείμενο της πα­ρούσης μελέτης.

11 Τότε λοιπόν ο Σωκράτης είχε κατακρίνει την τακτική των Τριάκοντα να φονεύουν Αθη­ναίους πολίτες λέγοντας: «Μου φαίνεται πε­ρίεργο, όταν κάποιος που βόσκει κοπάδι από βόδια και τα βλέπει να γίνονται λιγότερα, δεν ομολογεί ότι είναι κακός βουκόλος. Κι ακό­μα πιο περίεργο είναι, όταν κάποιος πολι­τικός κάνει τους πολίτες λιγότερους, δεν αισθάνεται γι’ αυτό και δεν θεωρεί τον εαυ­τό του κακό πολιτικό». Ξενοφών, Απομνημο­νεύματα στου Stone, 247.

12 Όχι εορτάσιμη ή αποφράδα ήμερα. Biscardi, 419. Harrison, 86.

13 Οι γραφές είναι δύο: η γραφή ύβρεως και η γραφή ακολασίας. Φαίνεται ωστόσο, ότι υπο­βλήθηκαν ως μία γραφή, σε ένα ενιαίο «δι­κόγραφο». Συνοπτικά ονομάζεται από σύγ­χρονους συγγραφείς ως γραφή ασεβείας. Κατά το αττικό δίκαιο (Biscardi, 39) η γραφή ασεβείας ασκούνταν κατά εκείνων που αμε­λούσαν τα καθήκοντα τους έναντι του φο­νευθέντος συγγενούς και δεν προχωρούσαν στην δίωξη του φονέα, παραβιάζοντας κα­νόνες θρησκευτικής και οικιακής τάξης. Νο­μικά συνεπώς δεν είναι ορθό να λέμε, ότι ό Μέλητος κατέθεσε κατά του Σωκράτη γραφή ασεβείας. Άλλο ένδικο μέσο ήταν η φάσις ασεβείας. Harrison, 104 (σ. 3 και σ. 7). Στήν Απολογία Σωκράτους του Πλάτωνα ανα­φέρεται Ο Σωκράτης στις κατηγορίες λέγο­ντας «γραφήν ύβρεως και ακολασίας». Δεν γνωρίζουμε, εάν Ο Σωκράτης διατυπώνει τυ­χαία αυτές τις λέξεις (δεν ήταν νομικός) ή ακριβολογώντας. Εδώ δεχόμαστε Ότι ακρι­βολογεί, διότι φαίνεται από την απολογία ότι είχε πολύ καλή γνώση των θεμάτων έχοντας δομήσει άρτια την υπεράσπιση του. Ενδέχεται να καταλήξουμε στο συμπέρασμα Ότι ή ονομασία της μίας και μόνης γραφής είναι γραφή ύβρεως και ακολασίας, αυτή όμως ή άποψη δεν είναι πειστική. Συνεπώς ουσιαστικά ορθότερο είναι να κάνουμε την διάκριση σε γραφή ύβρεως και σε γραφή ακολασίας. Νομικά ορθότερο είναι να κά­νουμε την διάκριση, γιατί έχει άλλες νομικές συνέπειες μία γραφή και άλλες νομικές συ­νέπειες έχουν δύο γραφές. Κατ' αποτέλε­σμα, ή νομική συνέπεια ήταν μία: «τίμημα θά­νατος».

14 Σε περίπτωση δίκης (και όχι γραφής) τα δι­καστικά έξοδα λέγονταν πρυτανεία. Biscardi, 419.

15 Harrison, 76.

16 Εκτός της δίκης και της γραφής υπήρχαν και πολλά άλλα ένδικα μέσα, για παράδειγμα η φάσις, η απογραφή, η εισαγγελία. Η φάσις ασεβείας διέφερε από την γραφή ασεβείας, υποβαλλόταν δε και αυτή στον άρχοντα - βα­σιλέα, (βλ. και σ. 13). Ή απογραφή ομοίαζε προς την γραφή (Harrison, 211 - 218). Ή εισαγγελία, για την οποία ο'ι πηγές μας προ­σφέρουν ελάχιστες πληροφορίες, ασκούνταν για ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήμα­τα, όπως ή εσχάτη προδοσία (Harrison, 50 -59).

17 Υπήρχαν πολλά διαφορετικά δικαστήρια που δίκαζαν υποθέσεις φόνων, ανάλογα με το αν ο φόνος ήταν ακούσιος ή εκούσιος. Το Παλ­λάδιο (ακούσιος φόνος), το Δελφίνειο (δι­καιολογημένες από τον νόμο ή την δικαιο­σύνη ανθρωποκτονίες), το Πρυτανείο (δίκες για άψυχα αντικείμενα ή ζώα που προκάλε­σαν θάνατο, για να μην δικάσουν τον ιδιο­κτήτη που συνήθως ήταν Ο δήμος. Π.χ. αν έπεφτε ένα κομμάτι από μάρμαρο από δη­μόσιο κτίσμα και σκότωνε κάποιον, δίκαζαν το κομμάτι μάρμαρο), το Φρεαττό (οι εξορι­σμένοι λόγω ακούσιου φόνου δικάζονται για ο,τιδήποτε πλην φόνου εκ προθέσεως, βρι­σκόμενοι πάνω σε βάρκα, λίγο έξω από την ακτή του Πειραιά, και απέναντι τους στην γη βρίσκονται οι δικαστές, και αυτό για να μην «μολύνουν» την αττική γη), η Ζέα (δικάζο­νταν -όπως στο Φρεαττό- οι εξορισμένοι λόγω ακούσιου φόνου για φόνο εκ προθέ­σεως). Boegehold, 3 - 9, 44 - 50. Για τον Άρειο Πάγο, βλ. Biscardi, 93. Bonner - Smith (I), 251-278. Άλλα δικαστήρια ήταν το Τρίγωνον, το Παράβυστον, το Βατραχιούν, το Φοινικιούν κ.ο.κ., συνολικά 25 ονομασίες μας σώζονται, χωρίς όμως να γνωρίζουμε, αν αναφέρονται σε 25 δικαστήρια ή δύο ή τρεις ονομασίες αναφέρονται στο ίδιο δικαστήριο.

18 Ο Δημοσθένης (21 Κατά Μειδίου 42) αναφέ­ρει σχετικά με την ύβριν «την γαρ πάλιν ηγείτ’ αδικείν, ου τον παθόντα μόνον, τον υβρίζειν επιχειρούντα». ΤΟ 347 π.Χ. 'ίσχυε δη­λαδή, ότι ή ϋβρις σχετιζόταν με την σημε­ρινή εξύβριση. Ωστόσο θεωρείται, ότι ή γραφή ύβρεως παλαιότερα (399 π.Χ.) σχετι­ζόταν με την ύβριν κατά των θεών (Γιαννα-κόπουλος, 268).

19 Ορισμένοι συνδέουν τις θεότητες με το δαι­μόνιο του Σωκράτη, άλλα φαίνεται ότι μάλλον πρόκειται για διαφορετικά πράγματα (Γιαννακόπουλος, 18 - 20 όπου και πλούσια βιβλιογραφία για το δαιμόνιο του Σωκράτη). Δεν κατηγορείται Ο Σωκράτης για το δαιμό­νιο που επικαλούνταν σε συζητήσεις, και το οποίο είναι ουσιαστικά ή συνείδηση του, άλλα για τα ότι εισάγει «καινά δαιμόνια». Βά­σιμα θα μπορούσε να υποστηριχθή, ότι η πρώτη κατηγορία με αυτήν την αμφίσημη διατύπωση κάλυπτε και τις δυο περιπτώσεις.

20 Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην περίπτωση της μήνυσης είναι ότι εύκολα ο καθένας μπο­ρεί να κατηγορή οποιονδήποτε για ο,τιδήποτε. Είναι γνωστό, ότι στην Αθήνα των αρχαίων χρόνων «άνθιζαν» οι συκοφάντες. Συκοφάντης άντρας μήνυε έναν άλλο κακό­βουλα με κατασκευασμένη κατηγορία, για να αποκόμιση ιδιωτικό κέρδος. Από την στιγμή που μπορούσε κάποιος να ανταμειφθή οικο­νομικά, επειδή οδήγησε σε επιτυχία μια καταγγελία (μερίδιο από τα πρόστιμα) ή που ένας πλούσιος - θύμα ήταν δυνατό να εκβια­στή να πλήρωση έναν επίδοξο μηνυτή - κα­τήγορο, οι συκοφάντες που το είχαν κάνει συνήθεια με τέτοιες μηνύσεις κέρδιζαν ση­μαντικά ποσά (Howatson, Συκοφάντες, 716).

21 Γραφές σχετικές με την διατάραξη της θρη­σκευτικής τάξης της πόλης ήταν για παρά­δειγμα ή γραφή ασεβείας, ή γραφή Ιεροσυ­λίας, ή γραφή ύβρεως, οι οποίες υποβάλλο­νταν μόνο στον άρχοντα - βασιλέα. Ο άρχων-βασιλεύς προΐσταται μάλιστα (ως «δι­ευθυντής» με διοικητικά καθήκοντα) του ιε­ρατείου στην Αθήνα (Biscardi, 104).

22 Η ακολασία ως λέξη παραπέμπει στην ομο­φυλοφιλία. Ακολασία = έλλειψη εγκράτειας. Ακόλαστος = φιλήδονος, αχαλίνωτος, Ακολάστως = χωρίς εγκράτεια (Παπανδρεόπουλου αντίστοιχα λήμματα, 18).

23 Η σχέση του Σωκράτη με ωραίους νεαρούς ήταν φλογερή, αλλά αγνή, Howatson, Ομο­φυλοφιλία, 557.

24 Ο Αλκιβιάδης απέτυχε να σαγήνευση τον Σω­κράτη: «Μάθετε λοιπόν, σας ορκίζομαι στους θεούς και στις θεές, κοιμήθηκα και ξύ­πνησα στο πλευρό του Σωκράτη, χωρίς να συμβή τίποτε περισσότερο απ’ ότι αν είχα κοιμηθή με τον πατέρα μου ή με έναν αδελ­φό μεγαλύτερο». Πλάτων, Συμπόσιον, 219 e.

25 Ό Σωκράτης δεν πιστεύει στους θεούς των Αθηναίων, οπότε εισάγοντας νέες θεότητες διαφθείρει την νεολαία, την αποπροσανατο­λίζει.

26 Δεν μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για γραφή ακολασίας. Στην περίπτωση που θεωρήσουμε ότι η διαφθορά των νέων ως αυτοτελής κατηγορία ερείδεται σε νόμο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αυτός ο νόμος ήταν εκείνος των Τριάκοντα. Ο νόμος για την απαγόρευση της διδασκαλίας της τέ­χνης λόγων δεν γνωρίζουμε, αν είχε καταργηθή κατά την δημοκρατική περίοδο που ακολούθησε μετά την διακυβέρνηση της Αθήνας από τους Τριάκοντα. Το 353 π.Χ φαί­νεται ότι παρόμοια κατηγορία προσήψαν στον Λυσίμαχο, για διαφθορά των νέων και σοφιστικές ιδιότητες (Ισοκράτης, 15/ 30).

27 Και σήμερα το ελληνικό Σύνταγμα -άρθρο 16 (2)- επιτάσσει την ανάπτυξη της θρησκευ­τικής συνείδησης των νέων στα πλαίσια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης τους. Δηλαδή, διαφθορά των νέων, ακολασία, σοφιστεία και θρησκευτική τάξη σχετίζονταν στην αρχαία Αθήνα με το ηθικό υπόβαθρο (και το μεγα­λείο) της πόλης.

28 Ό Σωκράτης δεν επικαλέστηκε (όσον γνωρί­ζουμε) την παραγραφή, αλλά προχώρησε στην απολογία. Δεν επικαλέστηκε την παρα­γραφή, επιδιώκοντας να μην προωθηθή η μή­νυση που στρεφόταν εναντίον του, ούτε ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω μήνυση δεν μπο­ρούσε να εγερθή ή ότι δεν εύρισκε έρεισμα στον νόμο η οδός, την οποία είχε ακολου­θήσει η ενάσκηση της («ουκ ισαγώγιμον είναι την δίκην» - φράση, την οποία συχνά συναντούμε σε λόγους ρητόρων). Ο Σωκράτης ήθελε να λάμψη η ουσιαστική αλήθεια, γι’ αυτό δεν χρησιμοποιεί δικονομικά (νόμι­μα) μέσα, όπως φαίνεται από όλη την απο­λογία του.

29 Harrison, 99.

30 Λεπτομέρειες για το τί ειπώθηκε (κατά κυ­ριολεξία, ειπώθηκε, γιατί ή διαδικασία ήταν τότε προφορική, ενώ από το 378 π.Χ. ήταν γραπτή - Harrison, 98) μέσα στο «γραφείο» του ανακριτή, την βασίλειον στοάν, δεν μας σώζονται. Στον Ευθύφρονα του Πλάτωνα συ­ναντούμε τον Μέλητο και τον Σωκράτη έξω από την βασίλειον στοάν, αλλά μετά δεν ανα­φέρεται τίποτε περισσότερο. Μάλλον θα ήταν μια τυπική διαδικασία, αφού ο άρχοντας - βασιλεύς μάλλον είχε ήδη λάβει την από­φαση για παραπομπή του Σωκράτη ενώπιον του τμήματος της Ηλιαίας. Είναι πολύ πι­θανόν να είχε μιλήσει ο Άνυτος στον άρχο­ντα - βασιλέα ή και να τον είχε προκαταλάβει υπέρ του να παραπεμφθή ο Σωκράτης σε δίκη.

Αυτό το στηρίζουμε στο γεγονός ότι ο Άνυτος είχε μεγάλη επιρροή στο καθεστώς, ήταν ένας ισχυρός πολιτικός άνδρας της εποχής, δεδηλωμένος δημοκρατικός (είχε αποκατα­στήσει την δημοκρατία στην Αθήνα μαζί με τον Θρασύβουλο) και ο ίδιος είχε στόχο την καταδίκη του Σωκράτη, αφού ήταν φανα­τικός εχθρός των σοφιστών. Ο Ξενοφών (Απολογία Σωκράτους) γράφει, ότι ο Άνυτος είχε προσωπική έχθρα κατά του Σωκράτη, επειδή ο φιλόσοφος κατηγορούσε τον Άνυτο για κακή ανατροφή του παιδιού του. Ο Άνυτος δεν μπορούσε να κατηγορήση (μέσω του Μέλητου) τον Σωκράτη για πολιτικά αδικήματα (αυτή ήταν η ουσία -Αισχίνης: «ένα αθηναϊκό δικαστήριο καταδί­κασε σε θάνατο τον Σωκράτη τον σοφιστή ... επειδή αποδείχτηκε ότι ήταν δάσκαλος του Κριτία, ενός από τους Τριάκοντα που κατέλυσαν την δημοκρατία»), γιατί είχε δοθή από το 403 π.Χ. γενική αμνηστία για πολιτικά αδι­κήματα.

31 Αυτό το στάδιο της διαδικασίας έχει σημα­σία, διότι στην περίπτωση που ο άρχων - βα­σιλεύς έκρινε, ότι ο Σωκράτης δεν είχε δια­ταράξει την θρησκευτική τάξη, θα μπορούσε να μην παραπέμψη τον Σωκράτη σε δίκη ενώ­πιον της Ηλιαίας, και να μην είχε ποτέ κα-ταδικαστή ο Σωκράτης. Δεν ξέρουμε, πάντως που ακριβώς αποσκοπούσε η ανάκριση (Bonner and Smith, I, 289). Βασικά η ανάκριση διενεργείται για συλλογή αποδείξεων (Biscardi, 420 - Harrison, 97) και για να κριθή, αν η δίκη είναι εισαγώγιμος, (Harrison, 98 σ. 3, 101).

32 Δεν γνωρίζουμε ούτε το γενικό κριτήριο με το όποιο ο εκάστοτε ανακριτής παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια (Τρωϊάνος -Βελισσαροπουλου, 60).

33 Biscardi, 419. Την αρμοδιότητα του αυτή την παραχωρούσε τόσο συχνά στους θεσμοθέ­τες, ώστε κατέληξε να θεωρείται ότι άνηκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα αυτών.

34 Biscardi, 420. Άλλο το πινάκιο αυτό, άλλο το πινάκιο, όπου έγραφαν το όνομα, το πατρώ­νυμο και την φυλή οι Αθηναίοι πολίτες δικα­στές (Boegehold, 59 - 64).

35 Κατά την μη κρατούσα γνώμη η Ηλιαία ονο­μάστηκε Ηλιαία από το ότι συνεδρίαζε υπαί­θρια, κάτω από το φως του ηλίου. Η κρα­τούσα γνώμη βασίζεται σε επιχείρημα που αντλείται από την ετυμολογία της λέξης (αλής), η οποία σήμαινε σε παλαιότερη διά­λεκτο «συνέλευση». Η κρατούσα γνώμη είναι επιστημονικά αρτιότερη, αλλά η μη κρα­τούσα γνώμη είναι αισθητικά προτιμότερη. Το φως του ήλιου φαίνεται όμως πως, αντί να φωτίση τον νου των δικαστών του Σω­κράτη, τους ζάλισε...

36 Στην Σπάρτη οι δίκες αυτού του είδους διαρ­κούσαν αντιθέτως πολλές ήμερες (Γιαννα-κόπουλος, 214).

37 Ή κλεψύδρα αποτελείται από δύο αμφορείς, όπως φαίνεται στην σελίδα 32. Ο αμφορέας υποδιαιρείτο σε 12 χοές (Biscardi, 426).

38 Boegehold, 98.

39 Boegehold, 94.

40 Boegehold, 33. Ο Boegehold (99) αναφέρε­ται και στον ορθογώνιο περίβολο ως χώρο, όπου ήταν γενικά πιθανό ότι συνεδρίαζε η Ηλιαία.

41 Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, I D.

42 Άλλη ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι το «ανέβηκα επί του δικαστηρίου» ισοδυναμεί με το «ανέβηκα στο βήμα», αλλά αυτή η ερμηνεία δεν φαίνεται να βρίσκη έρεισμα στο κείμενο της Απολογίας Σωκράτους του Πλάτωνα που περιβάλλει την φράση που συ­ζητούμε.

43 Βλ. Εικόνα 1, όπου φαίνεται ότι η Στοά Ποι­κίλη είναι ακριβώς από την απέναντι πλευρά της αθηναϊκής αγοράς, άπα εκεί που βρί­σκονται το Ωδείον του Περικλή και το θέατρο του Διονύσου.

44 Κατά συνέπεια, και οι κληρωθέντες για να δι­κάσουν τον Σωκράτη, είχαν δώσει από την αρχή του έτους στον λόφο του Αρδητού (Τρωϊάνος - Βελισσαροπουλου, 60) τον ηλιαστικό όρκο, ο οποίος μας έχει διασωθή ολό­κληρος από τον Δημοσθένη, Κατά Τιμοκράτους, 149-151.

«Ψηφιούμαι κατά τους νόμους και τα ψηφίσμα­τα του δήμου των Αθηναίων και της βουλής των πεντακοσίων, και τύραννον ου ψηφιουμαι είναι ούδ’ ολιγαρχίαν ούδ’ εάv τις καταλύη τον δήμον των Αθηναίων ή λέγη ή επιψηφίζη παρά ταύτα, ου πείσομαι· ουδέ των χρεών των ιδίων αποκοπάς ουδέ γης αναδασμόν της Αθηναίων ουδ’ οικιών ουδέ τους φεύγοντας κατάξω, ουδέ ων θάνατος κατέγνωσται, ουδέ τους μένοντας εξελώ παρά τους νόμους τους κείμενους και τα ψη­φίσματα του δήμου των Αθηναίων και της βουλής ουτ’ αυτός εγώ ουτ’ άλλον ουδένα εάσω∙ ουδ’ αρχήν καταστήσω ώστ’ άρχειν υπεύθυνον όντα ετέρας αρχής, και των εννέα αρχόντων και του ιερομνήμονος και όσαι μετά των εννέα αρχόντων κυαμεύονται ταύτη τη ημέρα, και κήρυκας και πρεσβείας και συ­νέδρων ουδέ δις την αυτήν αρχήν τον αυτόν ανδρα, ουδέ δύο αρχάς άρξαι τον αυτόν εν τω αυτω ενιαυτω· ουδέ δώρα δέξομαι της ηλιάσεως ένεκα ουτ’ αυτός εγώ ουτ’ άλλος εμού ουτ’ άλλη ειδότος εμού, ούτε τέχνη ούτε μηχανή ουδεμία. Και γέγονα ουκ έλαττον ή τριάκοντα έτη. Και ακροάσομαι του τε κατηγόρου και του απολογουμένου ομοίως αμφοιν, και διαψηφιουμαι περί αυτου ου αν ή δίωξις η. Επομνύναι Δία, Ποσειδώ, Δήμη­τρα, και επαράσθαι εξώλειαν εαυτω και οικία τη εαυτού, ει τι τούτων παραβαίνοι, ευορκουντι δε πολλά καγαθα είναι».

45 Αντίστοιχα ήταν τα 10 τμήματα της Ηλιαίας (hA - Κ). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 547.

46 Πάντως πρόβλημα δημιουργείτο, όταν οι δι­καστές βημάτιζαν από εκεί που γινόταν η κλήρωση (την διαδικασία της οποίας περι­γράφουμε αμέσως πιο κάτω), μέχρι εκεί που διεξαγόταν ή δίκη, διότι ήταν ευάλωτοι σε δωροδοκία.

47 Δεν γνωρίζουμε που ακριβώς στην αθηναϊκή αγορά έγινε η κλήρωση των δικαστών του Σωκράτη.

48 Οι δικαστές κληρούνται από τους καταλό­γους των δήμων, ανάλογα με τον πληθυσμό κάθε δήμου, διαδικασία που διενεργείται από τους εννέα άρχοντες [οι εννέα άρχοντες ήταν ο αρχών - βασιλεύς, ο επώνυμος αρχών, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέτες (Τρωϊάνος - Βελισσαροπουλου, 57)] και τον γραμ­ματέα των θεσμοθετών. Κάθε κληρωθείς δι­καστής λαμβάνει το πινάκιο με το όνομά του, το πατρώνυμο του, το όνομα του δήμου στον οποίο ανήκει και το ψηφίο του τμήματος του (Τρωϊάνος - Βελισσαροπουλου, 59). Το πι­νάκιο αυτό θα χρησιμεύση για τις επόμενες φορές που θα συμμετέχη σε κληρώσεις το πρωί της δίκης, όπου επιθυμεί να εκλεγή (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 547).

49 Boegehold, 58. Οι Έντεκα ήταν άρχοντες κληρωτοί, ένας από κάθε φυλή, και ο Γραμ­ματέας ως ενδέκατος. Η αρχή τους ήταν ενι­αύσια. Το έργο τους ήταν η εκτέλεση των δι­καστικών αποφάσεων, δηλαδή η μεταγωγή των κρατουμένων, η φρούρηση και η εκτέ­λεση τους, εφ’ όσον καταδικάζονταν σε θά­νατο (Γιαννακόπουλος, 215). Είχαν δικαστική εξουσία, ιδίως στις περιπτώσεις εγκλημάτων για τα οποία προβλεπόταν η άσκηση απα­γωγής [«αυτόφωρα εγκλήματα» και δικαίωμα του θύματος να συλλάβη τον δράστη, π.χ. κλέπτη, λωποδύτη (κλέφτης ρούχων), βαλλαντιοτόμο (πορτοφολάς)] (Biscardi, 408,414. Harrison, 222).

50 Εικάζουμε ότι η ώρα είναι 7 το πρωί, διότι ή διαδικασία ξεκινά με το χάραμα. Το εάν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας δεν το γνωρίζουμε. Οι Τόγιας - Ρούσσος (15) αναφέρουν ότι ήταν άνοιξη, θεωρούμε εδώ λοιπόν ότι είναι άνοι­ξη, ότι δηλαδή η μέρα διαρκεί περίπου 12 ώρες. Βλ. επίσης και το Χρονοδιάγραμμα.

51 Βλ. εικόνα στην σελίδα 32.

52 Boegehold, 238 -239.

53 Biscardi, 425.

54 Ή άλλων εθνικοτήτων υπηρέτες. Οι Σκύθες ήταν από την Ρωσία.

55 Boegehold, 25, 195 -196, όπου γίνεται ευρύ­τατη αναφορά σε πηγές, στις οποίες περι­γράφονται ή κιγκλίς (πόρτα) και οι δρύφακτοι (μπάρες).

56 Ο Σωκράτης αναφέρεται σε «ακροατές» στην Απολογία του. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους, XII, Ε, 25.

57 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 546.

58 Boegehold, 201. Το βήμα ήταν ένα υπερυψω­μένο βάθρο. Biscardi, 425.

69 Υπολογίζεται ότι η χρονική διάρκεια μέχρι όλο το νερό να ρεύση στον κάτω αμφορέα ήταν 52 λεπτά. Ανάλογα με την υπόθεση γέ­μιζαν μισό, κατά τα τρία τέταρτα, ή ολόκλη­ρο τον αμφορέα με νερό. Εάν η υπόθεση θα διαρκούσε πολύ γέμιζαν από 1 ως 12 αμφο­ρείς. Εδώ εικάζουμε και υπολογίζουμε ότι γέμισε ο «εφ’ ύδωρ» τον αμφορέα της κλε­ψύδρας 2-3 φορές, όπως αναφέρουμε και πιο κάτω στο κείμενο.

60 Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, XX, Β.

61 Biscardi, 425.

62 Howatson, Νόμος στην Αθήνα 527 (529).

63Ό.π. (Β. β.).

64 Η δεύτερη αυτή πρόταση μας θυμίζει τον νό­μο περί απαγόρευσης της διδασκαλίας της τέχνης λόγων.

65 Πλάτων, Σωκράτους Απολογία, 25. «Οι ρητο­ρικοί λόγοι των κατηγόρων ήταν αξιοθαύμα­στοι».

66 Αυτοί έγραφαν λόγους ειδικά για να τους διά­βαση ο μηνυτής, ο ενάγων, ο κατηγορούμε­νος ή ο εναγόμενος στο δικαστήριο. Γνωστοί λογογράφοι ήταν ο Αντιφών, ο Λυσίας και ο Δημοσθένης (Howatson, Λογογράφοι, 458). Αντί του διαδίκου αγόρευε ο συνήγορος σε εξαιρετικές περιπτώσεις και συντρεχόντων ειδικών σοβαρών λόγων (π.χ. ασθένεια δια­δίκου) (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 546).

67 Ο Άνυτος είναι το «ισχυρό χαρτί» του Μέλητου, για να πείση τους δικαστές και συνή­θως κρατάμε το «ισχυρό χαρτί» για το τέλος. Τόσο ισχυρός ήταν ο Άνυτος, ώστε ο Σωκράτης τον χαρακτηρίζει «κατήγορο».

68 Για 52 λεπτά ανά αμφορέα (Boegehold, 77).

69 Πλάτων, Σωκράτους Απολογία, 25. «Οι ρητο­ρικοί λόγοι των κατηγόρων ήταν αξιοθαύμα­στοι».

70 "Αν ήταν τρεις κλεψύδρες, θα ήταν για τρεις φορές συνολικά, αν ήταν μία κλεψύδρα θα ήταν για τρίτη φορά. Βάσει των πηγών υπήρχαν 1-12 κλεψύδρες, όπως είπαμε, αρά πιθανό είναι ότι υπήρχαν και οι δώδεκα και ο «εφ’ ύδωρ» γεμίζει και τις τρεις. Στο κείμενο αναφερόμαστε για λόγους αμεσότητας του λόγου και όχι κατ’ ακριβολογία σε μία κλε­ψύδρα που την γεμίζει τρεις φορές. Πράγ­ματι, δεν είναι πιθανό να δεχτούμε ότι η δια­δικασία σταματούσε, όποτε άδειαζε ένας αμφορέας και περίμεναν μέχρι να ξαναγεμίση την κλεψύδρα ο «εφ’ ύδωρ». Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνη, μόνο αν επιθυ­μούσαν να υπάρχουν διαλείμματα για ξε­κούραση.

71 Γιαννακόπουλος, 66.

72 Boegehold, 35.

73 Από το κείμενο αυτό μας σώζονται ελάχι­στες λέξεις.

74 Πλούταρχος, 32. Όταν δικαζόταν ή Ασπασία για ασέβεια, ο Περικλής παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και έκλαιγε μπροστά στους δικα­στές, για να πετύχη την αθώωση της.

75 Μόνο έμμεσα καλεί μάρτυρες υπεράσπισης, όταν απευθύνει ερωτήσεις στον Μέλητο και τον προτρέπει ο Μέλητος να καλέση μάρτυ­ρες, μαθητές του Σωκράτη, οι όποιοι θα κατέθεταν υπέρ του Σωκράτη, γι’ αυτό ο Μέ­λητος δεν τους καλεί. Κατ’ αποτέλεσμα ο Σωκράτης δεν καλεί μάρτυρες υπεράσπισης.

76 Όταν ο νεαρός τότε Πλάτων επιχείρησε να ανέβη στο βήμα, προκειμένου να υπερασπι­στή τον δάσκαλο του, οι δικαστές δια βοής δεν του το επέτρεψαν. Τον γιουχάρισαν (όχι όλοι) και συνέβη ο πρόεδρος να χάση τον έλεγχο, όπως αναφέρεται και στην επόμενη σημείωση.

77 Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, V, Ε. Στο ση­μείο αυτό οι δικαστές θορυβούν και ο Σω-κράτης τους καλεί να μην θορυβούν. Ο πρό­εδρος χάνει τον έλεγχο (ίσως σκόπιμα) και ο Σωκράτης αναλαμβάνει -προσωρινά- τα κα­θήκοντα του επιτηρητή της τάξης.

78 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 546.

79 «και γαρ ο νόμος κελεύει αποκρίνεσθαι» Πλά­των, Απολογία Σωκράτους, XIII, D.

80 Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, XIV, Β.

81 Αυτός ο όρκος αποτελεί ένδειξη, ότι ο Σω­κράτης πίστευε στους θεούς των Αθηναίων. Άλλη ισχυρότατη ένδειξη είναι η μαρτυρία ότι «ό Σωκράτης και φανερά προσέφερε θυ­σίες άλλοτε μεν στο σπίτι του άλλοτε δε στους κοινούς βωμούς της πόλης, και φα­νερά επίσης κατέφευγε στην μαντική» (ή μα­ντική ήταν αποδεκτή από τους Αθηναίους τότε) (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Ι 1,2).

82 Αισχίνης, 1, 79.

83 Ναι, η έκφραση είναι «επί της ενοχής», αλλά σκόπιμα εδώ χρησιμοποιείται η έκφραση «επί της αθωότητας».

84 Δημοσθένης, Προς Λεπτίνην, 118.

85 Ο κάθετος άξονας στο μέσο του δισκαρίου λεγόταν αυλίσκος (Αριστοτέλης, 68.2 - 69.2). 86 Άλλωστε, και σήμερα οι δικαστές είναι υπο­χρεωμένοι από τον νόμο να παίρνουν σαφή θέση.

87 Biscardi, 425.

88 Εικάζουμε ότι γίνεται ένα (σύντομο) διάλειμ­μα για φαγητό και (σύντομη) πνευματική ανάπαυση.

89 Biscardi, 426. Γενικά, ήταν επιτρεπτό να επι­βάλλεται ποινή, χωρίς να υπάρχη νόμος που να προβλέπη την πράξη (οπότε οι δικαστές έκριναν γνώμη τη δικαιότατη) η την ποινή (Οπότε πρότειναν οι διάδικοι ποινή). Β, 41

90 «ότ’ ουν κατεδικάσθη διοκοσίοις ογδοήκοντα μια πλείοσι ψήφους των απολυουσών».

91 Harrison, 92.

92 Ο Stone (282) κακώς λέει ότι οι δικαστές ήταν 500, χωρίς να προβληματίζεται για το εάν ήταν 500 ή 501.

93 Howatson, Νόμος στην Αθήνα 527 (528). όπου αναφέρεται, ότι υπάρχουν μαρτυρίες για τον τέταρτο αιώνα π.Χ., ότι τα δικαστήρια απαρτίζονταν από μονό αριθμό δικαστών, για να αποφεύγεται η ισοψηφία, ενώ μαρτυρία για μονό αριθμό κατά τον πέμπτο αιώνα δεν υπάρχει (Αισχύλος, Ορέστεια, Ευμενίδες: ισοψηφία σήμαινε αθώωση του κατηγορου­μένου). Μην ξεχνάμε όμως, ότι είμαστε στο έτος 399 π.Χ., ένα έτος μετά το πέρας του 5ου αιώνα, και στο πρώτο έτος του 4ου αιώ­να. Άρα είναι αδύνατο με ακρίβεια να προσ­διοριστή αν οι δικαστές ήταν 500 ή 501.

94 Ή αντιστοιχία χαλκών, άβολων, δραχμών, μνών και ταλάντων είναι ή ακόλουθη:

12 χαλκοί = 1 άβολος

6 άβολοι = 1 δραχμή

100 δραχμές = 1μνα

Ο Σόλων αύξησε την αξία της μνας από 73 σε 100 δραχμές. Biscardi, 378.

60 μνές = 1 τάλαντο. Howatson, Χρήματα 781.

Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς μπορούσε κανείς να αγοράση με μια μνα τότε που έγινε η δί­κη του Σωκράτη. Ξέρουμε μόνο ότι με 1 ως 5 μνές μπορούσε κάποιος να ελευθέρωση έναν αιχμάλωτο πολέμου και ότι ένα πρόβα­το πουλιόταν τον 4ο αιώνα π.Χ. 10-20 δραχ­μές (Τόγια - Ρούσσου, 55).

95 Τα χρήματα από τα πρόστιμα και τα δικαστικά έξοδα καταθέτονταν στο Ταμείο από το οποίο πληρώνονταν οι δικαστές. Howatson, Νόμος στην Αθήνα 527 (528).

96 Αυτή ή πρόταση του Σωκράτη θα μπορούσε να χαρακτηριστή με σημερινή νομική ορο­λογία ως ένσταση που κρινόταν από το δι­καστήριο παραχρήμα. Είναι πάντως αβάσιμη, διότι η απόφαση της Ηλιαίας ήταν 281 κατα­δικαστικές ψήφοι - 220 αθωωτικές ψήφοι και οι 100 καταδικαστικές περιλαμβάνονται στις 281 καταδικαστικές ψήφους. Ορθά και νόμι­μα συνεπώς απορρίπτεται από την Ηλιαία.

97 Αυτή η πρόταση του Σωκράτη αποδεικνύει την συνέπεια του, κρίνεται όμως από σύγ­χρονους συγγραφείς (Stone, 291 και 295) και ως πρόκληση. Τα σχετικά θέματα αναλύονται στα Συμπεράσματα.

98 Στο σημείο αυτό βλέπουμε ότι στην αρχαία Αθήνα τρίτοι επιτρέπεται να καταβάλουν για χάρη του ενόχου την χρηματική ποινή που ορίζει το δικαστήριο.

99 Δηλαδή μισό τάλαντο, 3000 δραχμές ή 6000 οβολοί, περίπου το 4πλάσιο όσων οβολών είχαν λάβει οι 501 δικαστές του Σωκράτη.

100 Boegehold, 235.

101 Δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για το τι ίσχυε με ακρίβεια έτους, άλλα με υπολογισμό δεκαετιών. Πρβλ. Boegehold, 36.

102 Βλ. πιο πάνω (Γ. δ.).

103 Η μέρα πλησιάζει στο τέλος και, είτε έγινε διάλειμμα για φαγητό είτε όχι, υπάρχει κού­ραση και εκνευρισμός.

104 Έφεση δεν επιτρεπόταν. Οι αποφάσεις της Ηλιαίας ήταν τελεσίδικες (Τρωϊάνος - Βε-λισσαροπουλου, 59). Μόνο αμνηστία θα μπορούσε νόμιμα να ζήτηση ο Σωκράτης (Harrison, 199), ενώ πριν την απόφαση θα μπορούσε να προτείνη εξορία.

105 Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των ψή­φων που καταδίκασαν τον Σωκράτη σε θά­νατο. Ίσως ήταν 361 - 140. Βλ. Χρονοδιά­γραμμα.

106 Δικαστικός μισθός (2 οβολοί) καθιερώθηκε από τον Περικλή, προκειμένου να καταστή δυνατόν και στις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις να μετέχουν στην απονομή της δι­καιοσύνης (Τρωϊάνος - Βελισσαροπουλου, 59). Πριν το 425 π.Χ. (και τύ 399 π.Χ.) οι 2 οβολοί αυξήθηκαν σε 3. Howatson, Νόμος στην Αθήνα 527 (528).

107 Mosse, 113.

108 Τόγια - Ρούσσου, 111.

109 Κάθε χρόνο, από τον καιρό, καθώς έλεγαν, του Θησέα, οι Αθηναίοι έστελναν μια ιερή πρεσβεία στην Δήλο. Όσο το κρατικό πλοίο απουσίαζε σ’ αυτήν την αποστολή, η Αθήνα διατελούσε σε κατάσταση τελετουργικής κάθαρσης, όπου κανένας εγκληματίας δεν επιτρεπόταν να εκτελεστή (Howatson, Δήλος, 199).

110 Ο Πλάτων στον Κρίτωνα παρουσιάζει τον Σωκράτη να μιλάη για το ότι είναι δίκαιο να μην αποδράσει, ενώ στον Φαίδωνα παρου­σιάζει τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη, αν και ο ίδιος ο Πλάτων ήταν απών λόγω ασθενείας, όπως αναφέρουμε πιο κάτω.

111 Ο Αντισθένης λέει, ότι η Ξανθίππη ήταν «ή πιο στρυφνή από όλα τα πλάσματα που υπάρχουν, θα έλεγα μάλιστα και που έχουν υπάρξει και που θα υπάρξουν ποτέ» (Ξε­νοφών, Συμπόσιον, II 10). Αλλού ο Σωκρά­της συμβουλεύει τον μεγάλο γυιό του, Λαμπροκλή, να τιμά την μητέρα του παρά την κακή της διάθεση (Ξενοφών, Απομνημονεύ­ματα, II, 2).

112 Υπάρχει η άποψη, ότι ο Πλάτων σκόπιμα στον Φαίδωνα παρουσιάζει τον εαυτό του απόντα (Τόγια-Ρούσσου, 111).

113 Από ένα φυτό που φυτρώνει στην Ελλάδα και το όνομα του είναι μαγκούτα ή βρωμό-χορτο, έπαιρναν τους σπόρους, τους ξέραι­ναν, τους έτριβαν, τους διέλυαν μέσα σε νερό και ετοίμαζαν έτσι το κώνειο. Αυτό ήταν πάρα πολύ δραστικό δηλητήριο και το έδιναν να το πιουν οι καταδικασμένοι σε θά­νατο (Τόγια-Ρούσσου, 117).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου