ΙΙΙ. -ίσκος, -ίσκη, -ίσκον
§ 397. Το υποκοριστικό επίθημα -ισκ- συνδέεται μεταξύ άλλων με το γερμανικό - isch (από το - isk), έτσι ώστε μπορούμε να συμπεράνουμε την ύπαρξη ενός ινδοευρωπαϊκού επιθήματος επιθέτων - isko - με τη σημασία 'του ίδιου είδους με τη βάση'. Η Ελληνική όμως γνωρίζει το επίθημα μόνο σε ουσιαστικά.
Η πρώτη του εμφάνιση τοποθετείται αμέσως μετά τον Όμηρο (Αλκμάνας, Ιππώνακτας)· δύσκολο να καταλήξουμε αν η απουσία του από τον Όμηρο οφείλεται σε κοινωνικούς-υφολογικούς λόγους ή αν έτσι αποδεικνύεται γενικά η απουσία του από τη γλώσσα της εποχής. Πάντως η διαμόρφωση της κυρίως μικρυντικής σημασίας του -ισκ- είναι παλιότερη από το -ιον- (§ 291 κεξξ.), και το -ισκ- επισκιάζεται κατά τη διάρκεια της κλασικής περιόδου από το -ιον- και τις παραφυάδες του, με αποτέλεσμα στην ελληνιστική-ρωμαϊκή περίοδο το -ισκ- να προσφέρεται και πάλι περισσότερο για τη δήλωση της ομοιότητας· πόσο μακριά από την υποκοριστική σημασία μπορεί να βρίσκεται η τελευταία το αποδεικνύουν λέξεις όπως σφηκίσκος 'κάτι σαν κεντρί σφήκας = μυτερός πάσσαλος' (Αριστοφ.) από το σφήξ 'σφήκα', χηνίσκος 'κοίλο σαν το λαιμό της χήνας τμήμα στην πρύμη του καραβιού' (Λουκιανός) από το χήν 'χήνα'.
§ 398. Το γένος των σχηματισμών με το -ισκ- ευθυγραμμίζεται γενικά με τη βάση: ὀβελός - ὀβελίσκος, κόρη - κορίσκη [1], μέλος - μελίσκον· πρβ. στα λατινικά liber 'βιβλίο' - libellus, columna 'κίονας' - columella, signum 'σήμα' - sigillum. Αλλά υπάρχει μια αναμφισβήτητη τάση προτίμησης του αρσενικού, καθώς η αναλογία με άλλα συγγενικά στη σημασία αρσενικά επιβάλλει την επιρροή της: κεντρίσκος 'είδος ψαριού' (κέντρον) κατ' αναλογία με άλλες ονομασίες ψαριών όπως γλαυκίσκος και δελφινίσκος· λινίσκος (από το λίνον 'λινάρι, λινό ρούχο') μάλλον κατά το χιτωνίσκος (χιτών). Τα ονόματα προσώπων παίρνουν, όπως είναι ευνόητο, το φυσικό τους γένος: ἀγρός - Ἀγρίσκᾱ, μύρον - Μυρίσκος.
§ 399. Η μεταχείριση της θεματικής απόληξης της βάσης πριν από το -ισκ- είναι μάλλον αδίστακτη· παραδείγματα τολμηρών εκθλίψεων: πῆχυς - πηχίσκος, βασιλεύς - βασιλίσκος, σκέλος 'μηρός' - σκελίσκος (ή -ον;), σφέλας 'σκαμνί' - σφελίσκον, σανίς - σανίσκη. Πρόσεξε επίσης το Ἑρμαῖος - Ἑρμαΐσκος (πρβ. -αϊκός κ.τ.ό. § 394).
Ιδιαίτερα πολυάριθμα είναι τα κύρια ονόματα σε -ίσκος (-ίσκη). Μερικά είναι μόνο προσηγορικά που χρησιμοποιούνται ως κύρια ονόματα: Ἀνδρίσκος, Φιλίσκος κτλ.· άλλα προέρχονται από εθνικά: Συρίσκος 'Σύρος', πολλά από ονόματα προσώπων: Λάμπρος - Λαμπρίσκος· προστίθενται επίσης τα "συντμημένα ονόματα": Μεν-ίσκος αντί για Μενέ-ξενος, Μενέ-λαος κτλ.· πρβ. § 164 .
----------------------------
1. Και το παιδίσκη ευθυγραμμίζεται με το θηλυκό παῖς, ενώ για το αρσενικό στις άλλες διαλέκτους εκτός της δωρικής διατηρήθηκε το παῖς, και έτσι στην προκειμένη περίπτωση το -ίσκη λειτουργούσε ως θηλυκό επίθημα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου