ΠΛ Πολ 401b–403c
Η παιδαγωγική σημασία της μουσικής για την αρμονική πνευματική καλλιέργεια των φυλάκων
Κατά τη συζήτηση για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης των φυλάκων (βλ. σχετικά και ΠΛ Πολ 392c–394b) καθορίστηκαν τα είδη της μουσικής που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά για την ορθή διαπαιδαγώγησή τους, και οι συνομιλητές συμφώνησαν ότι όλες οι τέχνες επιτελούν παιδαγωγικό ρόλο.
[401b] Ἆρ’ οὖν τοῖς ποιηταῖς ἡμῖν μόνον ἐπιστατητέον καὶ
προσαναγκαστέον τὴν τοῦ ἀγαθοῦ εἰκόνα ἤθους ἐμποιεῖν
τοῖς ποιήμασιν ἢ μὴ παρ’ ἡμῖν ποιεῖν, ἢ καὶ τοῖς ἄλλοις
δημιουργοῖς ἐπιστατητέον καὶ διακωλυτέον τὸ κακόηθες τοῦτο
καὶ ἀκόλαστον καὶ ἀνελεύθερον καὶ ἄσχημον μήτε ἐν εἰκόσι
ζῴων μήτε ἐν οἰκοδομήμασι μήτε ἐν ἄλλῳ μηδενὶ δημιουρ-
γουμένῳ ἐμποιεῖν, ἢ ὁ μὴ οἷός τε ὢν οὐκ ἐατέος παρ’ ἡμῖν
δημιουργεῖν, ἵνα μὴ ἐν κακίας εἰκόσι τρεφόμενοι ἡμῖν οἱ
[401c] φύλακες ὥσπερ ἐν κακῇ βοτάνῃ, πολλὰ ἑκάστης ἡμέρας
κατὰ σμικρὸν ἀπὸ πολλῶν δρεπόμενοί τε καὶ νεμόμενοι, ἕν
τι συνιστάντες λανθάνωσιν κακὸν μέγα ἐν τῇ αὑτῶν ψυχῇ,
ἀλλ’ ἐκείνους ζητητέον τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυνα-
μένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ τε καὶ εὐσχήμονος φύσιν,
ἵνα ὥσπερ ἐν ὑγιεινῷ τόπῳ οἰκοῦντες οἱ νέοι ἀπὸ παντὸς
ὠφελῶνται, ὁπόθεν ἂν αὐτοῖς ἀπὸ τῶν καλῶν ἔργων ἢ πρὸς
ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοήν τι προσβάλῃ, ὥσπερ αὔρα φέρουσα ἀπὸ
[401d] χρηστῶν τόπων ὑγίειαν, καὶ εὐθὺς ἐκ παίδων λανθάνῃ εἰς
ὁμοιότητά τε καὶ φιλίαν καὶ συμφωνίαν τῷ καλῷ λόγῳ
ἄγουσα;
Πολὺ γὰρ ἄν, ἔφη, κάλλιστα οὕτω τραφεῖεν.
Ἆρ’ οὖν, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, τούτων ἕνεκα κυριωτάτη
ἐν μουσικῇ τροφή, ὅτι μάλιστα καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς
ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία, καὶ ἐρρωμενέστατα ἅπτεται
αὐτῆς φέροντα τὴν εὐσχημοσύνην, καὶ ποιεῖ εὐσχήμονα,
[401e] ἐάν τις ὀρθῶς τραφῇ, εἰ δὲ μή, τοὐναντίον; καὶ ὅτι αὖ τῶν
παραλειπομένων καὶ μὴ καλῶς δημιουργηθέντων ἢ μὴ καλῶς
φύντων ὀξύτατ’ ἂν αἰσθάνοιτο ὁ ἐκεῖ τραφεὶς ὡς ἔδει, καὶ
ὀρθῶς δὴ δυσχεραίνων τὰ μὲν καλὰ ἐπαινοῖ καὶ χαίρων καὶ
καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ’ ἂν ἀπ’ αὐτῶν καὶ
[402a] γίγνοιτο καλός τε κἀγαθός, τὰ δ’ αἰσχρὰ ψέγοι τ’ ἂν ὀρθῶς
καὶ μισοῖ ἔτι νέος ὤν, πρὶν λόγον δυνατὸς εἶναι λαβεῖν,
ἐλθόντος δὲ τοῦ λόγου ἀσπάζοιτ’ ἂν αὐτὸν γνωρίζων δι’
οἰκειότητα μάλιστα ὁ οὕτω τραφείς;
Ἐμοὶ γοῦν δοκεῖ, ἔφη, τῶν τοιούτων ἕνεκα ἐν μουσικῇ
εἶναι ἡ τροφή.
Ὥσπερ ἄρα, ἦν δ’ ἐγώ, γραμμάτων πέρι τότε ἱκανῶς
εἴχομεν, ὅτε τὰ στοιχεῖα μὴ λανθάνοι ἡμᾶς ὀλίγα ὄντα ἐν
ἅπασιν οἷς ἔστιν περιφερόμενα, καὶ οὔτ’ ἐν σμικρῷ οὔτ’ ἐν
[402b] μεγάλῳ ἠτιμάζομεν αὐτά, ὡς οὐ δέοι αἰσθάνεσθαι, ἀλλὰ
πανταχοῦ προὐθυμούμεθα διαγιγνώσκειν, ὡς οὐ πρότερον
ἐσόμενοι γραμματικοὶ πρὶν οὕτως ἔχοιμεν―
Ἀληθῆ.
Οὐκοῦν καὶ εἰκόνας γραμμάτων, εἴ που ἢ ἐν ὕδασιν ἢ ἐν
κατόπτροις ἐμφαίνοιντο, οὐ πρότερον γνωσόμεθα, πρὶν ἂν
αὐτὰ γνῶμεν, ἀλλ’ ἔστιν τῆς αὐτῆς τέχνης τε καὶ μελέτης;
Παντάπασι μὲν οὖν.
Ἆρ’ οὖν, ὃ λέγω, πρὸς θεῶν, οὕτως οὐδὲ μουσικοὶ πρό-
[402c] τερον ἐσόμεθα, οὔτε αὐτοὶ οὔτε οὕς φαμεν ἡμῖν παιδευτέον
εἶναι τοὺς φύλακας, πρὶν ἂν τὰ τῆς σωφροσύνης εἴδη καὶ
ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας καὶ ὅσα
τούτων ἀδελφὰ καὶ τὰ τούτων αὖ ἐναντία πανταχοῦ περι-
φερόμενα γνωρίζωμεν καὶ ἐνόντα ἐν οἷς ἔνεστιν αἰσθανώμεθα
καὶ αὐτὰ καὶ εἰκόνας αὐτῶν, καὶ μήτε ἐν σμικροῖς μήτε ἐν
μεγάλοις ἀτιμάζωμεν, ἀλλὰ τῆς αὐτῆς οἰώμεθα τέχνης εἶναι
καὶ μελέτης;
Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη.
[402d] Οὐκοῦν, ἦν δ’ ἐγώ, ὅτου ἂν συμπίπτῃ ἔν τε τῇ ψυχῇ
καλὰ ἤθη ἐνόντα καὶ ἐν τῷ εἴδει ὁμολογοῦντα ἐκείνοις καὶ
συμφωνοῦντα, τοῦ αὐτοῦ μετέχοντα τύπου, τοῦτ’ ἂν εἴη
κάλλιστον θέαμα τῷ δυναμένῳ θεᾶσθαι;
Πολύ γε.
Καὶ μὴν τό γε κάλλιστον ἐρασμιώτατον;
Πῶς δ’ οὔ;
Τῶν δὴ ὅτι μάλιστα τοιούτων ἀνθρώπων ὅ γε μουσικὸς
ἐρῴη ἄν· εἰ δὲ ἀσύμφωνος εἴη, οὐκ ἂν ἐρῴη.
Οὐκ ἄν, εἴ γέ τι, ἔφη, κατὰ τὴν ψυχὴν ἐλλείποι· εἰ
μέντοι τι κατὰ τὸ σῶμα, ὑπομείνειεν ἂν ὥστε ἐθέλειν
[402e] ἀσπάζεσθαι.
Μανθάνω, ἦν δ’ ἐγώ· ὅτι ἔστιν σοι ἢ γέγονεν παιδικὰ
τοιαῦτα, καὶ συγχωρῶ. ἀλλὰ τόδε μοι εἰπέ· σωφροσύνῃ
καὶ ἡδονῇ ὑπερβαλλούσῃ ἔστι τις κοινωνία;
Καὶ πῶς; ἔφη, ἥ γε ἔκφρονα ποιεῖ οὐχ ἧττον ἢ λύπη;
Ἀλλὰ τῇ ἄλλῃ ἀρετῇ;
[403a] Οὐδαμῶς.
Τί δέ; ὕβρει τε καὶ ἀκολασίᾳ;
Πάντων μάλιστα.
Μείζω δέ τινα καὶ ὀξυτέραν ἔχεις εἰπεῖν ἡδονὴν τῆς περὶ
τὰ ἀφροδίσια;
Οὐκ ἔχω, ἦ δ’ ὅς, οὐδέ γε μανικωτέραν.
Ὁ δὲ ὀρθὸς ἔρως πέφυκε κοσμίου τε καὶ καλοῦ σωφρόνως
τε καὶ μουσικῶς ἐρᾶν;
Καὶ μάλα, ἦ δ’ ὅς.
Οὐδὲν ἄρα προσοιστέον μανικὸν οὐδὲ συγγενὲς ἀκολασίας
τῷ ὀρθῷ ἔρωτι;
Οὐ προσοιστέον.
[403b] Οὐ προσοιστέον ἄρα αὕτη ἡ ἡδονή, οὐδὲ κοινωνητέον
αὐτῆς ἐραστῇ τε καὶ παιδικοῖς ὀρθῶς ἐρῶσί τε καὶ ἐρωμένοις;
Οὐ μέντοι μὰ Δί’, ἔφη, ὦ Σώκρατες, προσοιστέον.
Οὕτω δή, ὡς ἔοικε, νομοθετήσεις ἐν τῇ οἰκιζομένῃ πόλει
φιλεῖν μὲν καὶ συνεῖναι καὶ ἅπτεσθαι ὥσπερ ὑέος παιδικῶν
ἐραστήν, τῶν καλῶν χάριν, ἐὰν πείθῃ, τὰ δ’ ἄλλα οὕτως
ὁμιλεῖν πρὸς ὅν τις σπουδάζοι, ὅπως μηδέποτε δόξει μα-
[403c] κρότερα τούτων συγγίγνεσθαι· εἰ δὲ μή, ψόγον ἀμουσίας καὶ
ἀπειροκαλίας ὑφέξοντα.
Οὕτως, ἔφη.
Ἆρ’ οὖν, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ σοὶ φαίνεται τέλος ἡμῖν ἔχειν
ὁ περὶ μουσικῆς λόγος; οἷ γοῦν δεῖ τελευτᾶν, τετελεύ-
τηκεν· δεῖ δέ που τελευτᾶν τὰ μουσικὰ εἰς τὰ τοῦ καλοῦ
ἐρωτικά.
Σύμφημι, ἦ δ’ ὅς.
***
Τότε λοιπόν τους ποιητές μονάχα θα πρέπει να επιβλέπουμε και να τους υποχρεώνουμε να αποτυπώνουν στα έργα τους το αγαθό ήθος, ειδαλλιώς να μη συνθέτουν στην πόλη μας ποιήματα, ή θα χρειαστεί να επιβλέπουμε και τους άλλους τεχνίτες και να τους εμποδίζουμε τούτο τον κακό χαρακτήρα, τον ακόλαστο, τον μικροπρεπή, τον παράταιρο να τον απεικονίζουν στους ζωγραφικούς πίνακές τους, στα οικοδομήματα ή σε οποιοδήποτε άλλο έργο, και σ' όποιον δεν είναι ικανός να το κάνει αυτό να μην του επιτρέπουμε να ασκεί στην πόλη μας την τέχνη του, προκειμένου οι φύλακές μας να μην ανατρέφονται μέσα σε απεικονίσεις του κάκου σαν μέσα σε κακό λιβάδι τσιμπολογώντας απο 'δω κι απο 'κει λίγο–λίγο κάθε μέρα και δοκιμάζοντας πολλά ώσπου τελικά, δίχως να αντιληφθούμε πώς, να σωρεύσουν στην ψυχή τους ένα πελώριο κακό, αλλά να αναζητούμε τεχνίτες με έμφυτη την ικανότητα να ανιχνεύουν την ομορφιά και την ευπρέπεια, ώστε οι νέοι, σαν μέσα σ' έναν τόπο υγιεινό, να αντλούν ωφέλεια από τα πάντα, καθώς οτιδήποτε από τα όμορφα έργα θα αγγίζει τα μάτια ή τα αυτιά τους θα είναι σαν αύρα από έναν τόπο καλό που θα φέρνει υγεία, και χωρίς καν να το καταλάβουν, από παιδιά κιόλας, θα τους οδηγεί να μοιάσουν, να φιλιώσουν και να ταιριάξουν με το λόγο που κλείνει μέσα της η ομορφιά;
Τούτη η αγωγή, είπε, θα ήταν ομορφότερη από κάθε άλλη.
Άραγε, είπα, Γλαύκων, γι' αυτό η αγωγή με τη μουσική και την ποίηση είναι η πιο σημαντική, επειδή ο ρυθμός και η μελωδία εισχωρούν στα τρίσβαθα της ψυχής κι αδράχνοντάς την με δύναμη μεγάλη φέρνουν μέσα της ευπρέπεια και της δίνουν ομορφιά, άμα κάποιος ανατραφεί σωστά, ενώ, αν δεν συμβεί αυτό, γίνεται το αντίθετο; Και μια παραπέρα αιτία δεν είναι ότι όποιος έχει ανατραφεί όπως πρέπει θα προσέξει αμέσως οποιαδήποτε ατέλεια, οτιδήποτε δεν είναι όμορφα φτιαγμένο ή η φυσική ανάπτυξή του δεν έχει όμορφα ξεδιπλωθεί, και δυσανασχετώντας, δικαίως, γι' αυτό όσα μεν είναι ωραία θα τα παινεύει και θα τα χαίρεται, και κλείνοντάς τα μέσα στην ψυχή του θα τρέφεται από αυτά και θα πλάθεται καλός και άξιος, ενώ όσα είναι άσχημα θα τα κατακρίνει, όπως είναι το σωστό, και θα τα απεχθάνεται από νέος κιόλας, προτού καν να είναι σε θέση να αντιληφθεί για ποιον ακριβώς λόγο συμβαίνει αυτό, κι όταν κάποτε ο λογισμός έλθει, εκείνος, έχοντας έτσι ανατραφεί, θα τον καλωσορίσει αμέσως αναγνωρίζοντάς τον από τη συγγενικότητα που έχει μαζί του. Έτσι δεν είναι;
Η γνώμη μου, είπε, είναι ότι ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους η αγωγή πρέπει να βασίζεται στη μουσική και την ποίηση.
Είναι, είπα, όπως όταν αρχίζαμε να μαθαίνουμε γράμματα. Νιώθαμε τότε ότι θα είχαμε κάνει σημαντική πρόοδο, όταν θα μπορούσαμε να αναγνωρίζουμε τα γράμματα, που είναι λιγοστά, σε όλες τις λέξεις, στις οποίες εναλλακτικά εμφανίζονται, και δίναμε σ' αυτά την ίδια προσοχή, αδιακρίτως αν ήταν γραμμένα μικρά ή μεγάλα, χωρίς να το νομίζουμε αυτό κάτι άχρηστο αλλά προσπαθώντας να τα διακρίνουμε παντού, έχοντας κατανοήσει ότι δεν θα μαθαίναμε ανάγνωση προτού να το κατορθώναμε αυτό.
Αλήθεια.
Δεν αληθεύει επίσης ότι και τις εικόνες των γραμμάτων, ας πούμε επάνω σε μια υδάτινη επιφάνεια ή σ' έναν καθρέφτη, δεν θα είμαστε σε θέση να τις διακρίνουμε προτού μπορέσουμε να διακρίνουμε τα ίδια τα γράμματα; Κι αυτές οι δύο ικανότητες δεν ανήκουν στην ίδια τεχνική γνώση και άσκηση;
Βεβαιότατα, είπε.
Τότε λοιπόν, μα τους θεούς, δεν είναι σωστό αυτό που λέω, ότι δηλαδή δεν πρόκειται να λάβουμε ολοκληρωμένη καλλιέργεια, ούτε εμείς ούτε αυτοί για τους οποίους ισχυριζόμαστε ότι πάμε να τους δώσουμε παιδεία, εννοώ τους φύλακες, προτού να μπορούμε να διακρίνουμε τα σχήματα της σωφροσύνης, της ανδρείας, της μεγαλοψυχίας, της αξιοπρέπειας κι όσα πάνε χέρι–χέρι με αυτά, όπως πάλι και τα αντίθετά τους, παντού όπου αυτά εναλλακτικά εμφανίζονται και υπάρχουν, μέσα στο καθετί στο οποίο υπάρχουν; Κι επίσης προτού να μπορούμε να τα αντιλαμβανόμαστε και αυτά και τις απεικονίσεις τους χωρίς να τα περιφρονούμε, είτε τα ανιχνεύουμε σε κάτι μικρό είτε και σε κάτι μεγάλο, αλλά θεωρώντας ότι αποτελούν αντικείμενα μιας και της αυτής τέχνης και άσκησης;
Αναπόφευκτα, είπε.
Επομένως, είπα, όποιος συμβαίνει και μέσα στην ψυχή να έχει ευγενικά γνωρίσματα και η εξωτερική εμφάνιση του να είναι ανάλογη και να ταιριάζει με εκείνα καθώς θα έχει βγει από το ίδιο καλούπι, άραγε δεν θα 'ταν αυτό το πιο όμορφο θέαμα για όποιον έχει μάτια να βλέπει;
Ασφαλώς θα ήταν.
Κι αλήθεια, δεν είναι το πιο όμορφο αυτό που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μας είναι επιθυμητό;
Φυσικά.
Τότε ο καλλιεργημένος άνθρωπος είναι αυτός που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θα 'νιωθε έρωτα για τέτοιους ανθρώπους. Ενώ απεναντίας για κάποιον που δεν θα είχε μέσα του αρμονία δεν θα ένιωθε έρωτα.
Δεν θα ένιωθε, είπε, έρωτα γι' αυτόν, αν υστερούσε σε κάποιο ψυχικό χάρισμα· αν όμως υστερούσε σωματικά σε κάτι, αυτό θα το υπόφερνε και δεν θα αποτελούσε λόγο να μη θέλει να τον αγαπά.
Καταλαβαίνω, είπα· το λες επειδή έχεις ή είχες κάποτε έναν τέτοιο αγαπημένο, και το δέχομαι. Πες μου όμως τούτο: υπάρχει κάποια συνάφεια ανάμεσα στη σωφροσύνη και την υπέρμετρη ηδονή;
Μα πώς να υπάρχει; Αυτή σε βγάζει από τα λογικά σου όσο κι η λύπη!
Με τις υπόλοιπες όμως αρετές;
Με κανέναν τρόπο.
Όμως με την αλαζονεία και την ακολασία;
Με αυτές βεβαίως.
Κι έχεις να αναφέρεις κάποια ηδονή που να 'ναι μεγαλύτερη και εντονότερη από τη σαρκική;
Δεν έχω, είπε· ούτε κάποια που να σου παίρνει τα μυαλά περισσότερο.
Αλλά ο σωστός έρωτας δεν είναι να 'χεις ερωτευθεί κάτι ευγενικό κι όμορφο μ' έναν τρόπο που να 'χει φρόνηση και αρμονία;
Βεβαιότατα, είπε εκείνος.
Δεν πρέπει, επομένως, να αφήνουμε τίποτα παράφορο, τίποτα συγγενικό με την ακολασία να πλησιάζει τον σωστό έρωτα.
Δεν πρέπει να το αφήνουμε να πλησιάσει.
Άρα δεν πρέπει να αφήσουμε να πλησιάσει αυτή η ηδονή, ούτε να 'χουν σχέση με αυτήν ο εραστής κι ο αγαπημένος, αν είναι να αγαπούν και να αγαπιούνται αληθινά.
Δεν πρέπει, μα το Δία, Σωκράτη, να πλησιάσει.
Έτσι, καθώς φαίνεται, θα θεσπίσεις νόμο στην πολιτεία που πάμε να ιδρύσουμε, ότι ο εραστής θα φιλάει τον αγαπημένο και θα 'ναι μαζί του και θα τον αγγίζει σαν να ήταν παιδί του για χάρη της Ομορφιάς, εφόσον τον πείθει, κατά τα άλλα όμως, ότι η συναναστροφή του με εκείνον για τον οποίο θα ενδιαφερόταν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μη δώσει ποτέ την εντύπωση ότι η σχέση τους προχωρεί παραπάνω από αυτό το σημείο. Διαφορετικά θα θεωρηθεί ακαλλιέργητος, άνθρωπος δίχως αίσθηση του ωραίου.
Έτσι, είπε.
Άραγε, είπα, δεν νομίζεις κι εσύ ότι τη διερεύνησή μας για τη μουσική και την ποίηση την έχουμε ολοκληρώσει; Εν πάση περιπτώσει έχει καταλήξει εκεί που πρέπει να καταλήγει: στον έρωτα για την ομορφιά.
Συμφωνώ, είπε.
Τότε λοιπόν τους ποιητές μονάχα θα πρέπει να επιβλέπουμε και να τους υποχρεώνουμε να αποτυπώνουν στα έργα τους το αγαθό ήθος, ειδαλλιώς να μη συνθέτουν στην πόλη μας ποιήματα, ή θα χρειαστεί να επιβλέπουμε και τους άλλους τεχνίτες και να τους εμποδίζουμε τούτο τον κακό χαρακτήρα, τον ακόλαστο, τον μικροπρεπή, τον παράταιρο να τον απεικονίζουν στους ζωγραφικούς πίνακές τους, στα οικοδομήματα ή σε οποιοδήποτε άλλο έργο, και σ' όποιον δεν είναι ικανός να το κάνει αυτό να μην του επιτρέπουμε να ασκεί στην πόλη μας την τέχνη του, προκειμένου οι φύλακές μας να μην ανατρέφονται μέσα σε απεικονίσεις του κάκου σαν μέσα σε κακό λιβάδι τσιμπολογώντας απο 'δω κι απο 'κει λίγο–λίγο κάθε μέρα και δοκιμάζοντας πολλά ώσπου τελικά, δίχως να αντιληφθούμε πώς, να σωρεύσουν στην ψυχή τους ένα πελώριο κακό, αλλά να αναζητούμε τεχνίτες με έμφυτη την ικανότητα να ανιχνεύουν την ομορφιά και την ευπρέπεια, ώστε οι νέοι, σαν μέσα σ' έναν τόπο υγιεινό, να αντλούν ωφέλεια από τα πάντα, καθώς οτιδήποτε από τα όμορφα έργα θα αγγίζει τα μάτια ή τα αυτιά τους θα είναι σαν αύρα από έναν τόπο καλό που θα φέρνει υγεία, και χωρίς καν να το καταλάβουν, από παιδιά κιόλας, θα τους οδηγεί να μοιάσουν, να φιλιώσουν και να ταιριάξουν με το λόγο που κλείνει μέσα της η ομορφιά;
Τούτη η αγωγή, είπε, θα ήταν ομορφότερη από κάθε άλλη.
Άραγε, είπα, Γλαύκων, γι' αυτό η αγωγή με τη μουσική και την ποίηση είναι η πιο σημαντική, επειδή ο ρυθμός και η μελωδία εισχωρούν στα τρίσβαθα της ψυχής κι αδράχνοντάς την με δύναμη μεγάλη φέρνουν μέσα της ευπρέπεια και της δίνουν ομορφιά, άμα κάποιος ανατραφεί σωστά, ενώ, αν δεν συμβεί αυτό, γίνεται το αντίθετο; Και μια παραπέρα αιτία δεν είναι ότι όποιος έχει ανατραφεί όπως πρέπει θα προσέξει αμέσως οποιαδήποτε ατέλεια, οτιδήποτε δεν είναι όμορφα φτιαγμένο ή η φυσική ανάπτυξή του δεν έχει όμορφα ξεδιπλωθεί, και δυσανασχετώντας, δικαίως, γι' αυτό όσα μεν είναι ωραία θα τα παινεύει και θα τα χαίρεται, και κλείνοντάς τα μέσα στην ψυχή του θα τρέφεται από αυτά και θα πλάθεται καλός και άξιος, ενώ όσα είναι άσχημα θα τα κατακρίνει, όπως είναι το σωστό, και θα τα απεχθάνεται από νέος κιόλας, προτού καν να είναι σε θέση να αντιληφθεί για ποιον ακριβώς λόγο συμβαίνει αυτό, κι όταν κάποτε ο λογισμός έλθει, εκείνος, έχοντας έτσι ανατραφεί, θα τον καλωσορίσει αμέσως αναγνωρίζοντάς τον από τη συγγενικότητα που έχει μαζί του. Έτσι δεν είναι;
Η γνώμη μου, είπε, είναι ότι ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους η αγωγή πρέπει να βασίζεται στη μουσική και την ποίηση.
Είναι, είπα, όπως όταν αρχίζαμε να μαθαίνουμε γράμματα. Νιώθαμε τότε ότι θα είχαμε κάνει σημαντική πρόοδο, όταν θα μπορούσαμε να αναγνωρίζουμε τα γράμματα, που είναι λιγοστά, σε όλες τις λέξεις, στις οποίες εναλλακτικά εμφανίζονται, και δίναμε σ' αυτά την ίδια προσοχή, αδιακρίτως αν ήταν γραμμένα μικρά ή μεγάλα, χωρίς να το νομίζουμε αυτό κάτι άχρηστο αλλά προσπαθώντας να τα διακρίνουμε παντού, έχοντας κατανοήσει ότι δεν θα μαθαίναμε ανάγνωση προτού να το κατορθώναμε αυτό.
Αλήθεια.
Δεν αληθεύει επίσης ότι και τις εικόνες των γραμμάτων, ας πούμε επάνω σε μια υδάτινη επιφάνεια ή σ' έναν καθρέφτη, δεν θα είμαστε σε θέση να τις διακρίνουμε προτού μπορέσουμε να διακρίνουμε τα ίδια τα γράμματα; Κι αυτές οι δύο ικανότητες δεν ανήκουν στην ίδια τεχνική γνώση και άσκηση;
Βεβαιότατα, είπε.
Τότε λοιπόν, μα τους θεούς, δεν είναι σωστό αυτό που λέω, ότι δηλαδή δεν πρόκειται να λάβουμε ολοκληρωμένη καλλιέργεια, ούτε εμείς ούτε αυτοί για τους οποίους ισχυριζόμαστε ότι πάμε να τους δώσουμε παιδεία, εννοώ τους φύλακες, προτού να μπορούμε να διακρίνουμε τα σχήματα της σωφροσύνης, της ανδρείας, της μεγαλοψυχίας, της αξιοπρέπειας κι όσα πάνε χέρι–χέρι με αυτά, όπως πάλι και τα αντίθετά τους, παντού όπου αυτά εναλλακτικά εμφανίζονται και υπάρχουν, μέσα στο καθετί στο οποίο υπάρχουν; Κι επίσης προτού να μπορούμε να τα αντιλαμβανόμαστε και αυτά και τις απεικονίσεις τους χωρίς να τα περιφρονούμε, είτε τα ανιχνεύουμε σε κάτι μικρό είτε και σε κάτι μεγάλο, αλλά θεωρώντας ότι αποτελούν αντικείμενα μιας και της αυτής τέχνης και άσκησης;
Αναπόφευκτα, είπε.
Επομένως, είπα, όποιος συμβαίνει και μέσα στην ψυχή να έχει ευγενικά γνωρίσματα και η εξωτερική εμφάνιση του να είναι ανάλογη και να ταιριάζει με εκείνα καθώς θα έχει βγει από το ίδιο καλούπι, άραγε δεν θα 'ταν αυτό το πιο όμορφο θέαμα για όποιον έχει μάτια να βλέπει;
Ασφαλώς θα ήταν.
Κι αλήθεια, δεν είναι το πιο όμορφο αυτό που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μας είναι επιθυμητό;
Φυσικά.
Τότε ο καλλιεργημένος άνθρωπος είναι αυτός που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θα 'νιωθε έρωτα για τέτοιους ανθρώπους. Ενώ απεναντίας για κάποιον που δεν θα είχε μέσα του αρμονία δεν θα ένιωθε έρωτα.
Δεν θα ένιωθε, είπε, έρωτα γι' αυτόν, αν υστερούσε σε κάποιο ψυχικό χάρισμα· αν όμως υστερούσε σωματικά σε κάτι, αυτό θα το υπόφερνε και δεν θα αποτελούσε λόγο να μη θέλει να τον αγαπά.
Καταλαβαίνω, είπα· το λες επειδή έχεις ή είχες κάποτε έναν τέτοιο αγαπημένο, και το δέχομαι. Πες μου όμως τούτο: υπάρχει κάποια συνάφεια ανάμεσα στη σωφροσύνη και την υπέρμετρη ηδονή;
Μα πώς να υπάρχει; Αυτή σε βγάζει από τα λογικά σου όσο κι η λύπη!
Με τις υπόλοιπες όμως αρετές;
Με κανέναν τρόπο.
Όμως με την αλαζονεία και την ακολασία;
Με αυτές βεβαίως.
Κι έχεις να αναφέρεις κάποια ηδονή που να 'ναι μεγαλύτερη και εντονότερη από τη σαρκική;
Δεν έχω, είπε· ούτε κάποια που να σου παίρνει τα μυαλά περισσότερο.
Αλλά ο σωστός έρωτας δεν είναι να 'χεις ερωτευθεί κάτι ευγενικό κι όμορφο μ' έναν τρόπο που να 'χει φρόνηση και αρμονία;
Βεβαιότατα, είπε εκείνος.
Δεν πρέπει, επομένως, να αφήνουμε τίποτα παράφορο, τίποτα συγγενικό με την ακολασία να πλησιάζει τον σωστό έρωτα.
Δεν πρέπει να το αφήνουμε να πλησιάσει.
Άρα δεν πρέπει να αφήσουμε να πλησιάσει αυτή η ηδονή, ούτε να 'χουν σχέση με αυτήν ο εραστής κι ο αγαπημένος, αν είναι να αγαπούν και να αγαπιούνται αληθινά.
Δεν πρέπει, μα το Δία, Σωκράτη, να πλησιάσει.
Έτσι, καθώς φαίνεται, θα θεσπίσεις νόμο στην πολιτεία που πάμε να ιδρύσουμε, ότι ο εραστής θα φιλάει τον αγαπημένο και θα 'ναι μαζί του και θα τον αγγίζει σαν να ήταν παιδί του για χάρη της Ομορφιάς, εφόσον τον πείθει, κατά τα άλλα όμως, ότι η συναναστροφή του με εκείνον για τον οποίο θα ενδιαφερόταν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μη δώσει ποτέ την εντύπωση ότι η σχέση τους προχωρεί παραπάνω από αυτό το σημείο. Διαφορετικά θα θεωρηθεί ακαλλιέργητος, άνθρωπος δίχως αίσθηση του ωραίου.
Έτσι, είπε.
Άραγε, είπα, δεν νομίζεις κι εσύ ότι τη διερεύνησή μας για τη μουσική και την ποίηση την έχουμε ολοκληρώσει; Εν πάση περιπτώσει έχει καταλήξει εκεί που πρέπει να καταλήγει: στον έρωτα για την ομορφιά.
Συμφωνώ, είπε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου