θεῶν πατρῴων,
840 οὐκ οἰχομέναν ὑβρίζεις,
ἀλλ᾽ ἐπίφαντον;
ὦ πόλις, ὦ πόλεως
πολυκτήμονες ἄνδρες·
ἰὼ Διρκαῖαι κρῆ-
845 ναι Θήβας τ᾽ εὐαρμάτου ἄλ-
σος, ἔμπας ξυμμάρτυρας ὔμμ᾽ ἐπικτῶμαι,
οἵα φίλων ἄκλαυτος, οἵοις νόμοις
πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔρ-
χομαι τάφου ποταινίου·
850 ἰὼ δύστανος, βροτοῖς
οὔτε ‹νεκρὸς› νεκροῖσιν
μέτοικος, οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν.
ΧΟ. προβᾶσ᾽ ἐπ᾽ ἔσχατον θράσους
ὑψηλὸν ἐς Δίκας βάθρον
855 πολὺ προσέπαισας, ὦ τέκνον.
πατρῷον δ᾽ ἐκτίνεις τιν᾽ ἆθλον.
ΑΝ. ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας [ἀντ. β]
ἐμοὶ μερίμνας,―
πατρὸς τριπόλιστον οἶτον
τοῦ τε πρόπαντος
860 ἁμετέρου πότμου
κλεινοῖς Λαβδακίδαισιν.
ἰὼ ματρῷαι λέ-
κτρων ἆται κοιμήματά τ᾽ αὐ-
865 τογέννητ᾽ ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου ματρός,
οἵων ἐγώ ποθ᾽ ἁ ταλαίφρων ἔφυν·
πρὸς οὓς ἀραῖος ἄγαμος ἅδ᾽
ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι.
ἰὼ δυσπότμων κασί-
870 γνητε γάμων κυρήσας,
θανὼν ἔτ᾽ οὖσαν κατήναρές με.
ΧΟ. σέβειν μὲν εὐσέβειά τις,
κράτος δ᾽, ὅτῳ κράτος μέλει,
παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει,
875 σὲ δ᾽ αὐτόγνωτος ὤλεσ᾽ ὀργά.
ΑΝ. ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναι- [ἐπῳδ.]
ος ταλαίφρων ἄγομαι
τὰν ἑτοίμαν ὁδόν.
οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν
880 ὄμμα θέμις ὁρᾶν ταλαίνᾳ·
τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον
οὐδεὶς φίλων στενάζει.
840 οὐκ οἰχομέναν ὑβρίζεις,
ἀλλ᾽ ἐπίφαντον;
ὦ πόλις, ὦ πόλεως
πολυκτήμονες ἄνδρες·
ἰὼ Διρκαῖαι κρῆ-
845 ναι Θήβας τ᾽ εὐαρμάτου ἄλ-
σος, ἔμπας ξυμμάρτυρας ὔμμ᾽ ἐπικτῶμαι,
οἵα φίλων ἄκλαυτος, οἵοις νόμοις
πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔρ-
χομαι τάφου ποταινίου·
850 ἰὼ δύστανος, βροτοῖς
οὔτε ‹νεκρὸς› νεκροῖσιν
μέτοικος, οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν.
ΧΟ. προβᾶσ᾽ ἐπ᾽ ἔσχατον θράσους
ὑψηλὸν ἐς Δίκας βάθρον
855 πολὺ προσέπαισας, ὦ τέκνον.
πατρῷον δ᾽ ἐκτίνεις τιν᾽ ἆθλον.
ΑΝ. ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας [ἀντ. β]
ἐμοὶ μερίμνας,―
πατρὸς τριπόλιστον οἶτον
τοῦ τε πρόπαντος
860 ἁμετέρου πότμου
κλεινοῖς Λαβδακίδαισιν.
ἰὼ ματρῷαι λέ-
κτρων ἆται κοιμήματά τ᾽ αὐ-
865 τογέννητ᾽ ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου ματρός,
οἵων ἐγώ ποθ᾽ ἁ ταλαίφρων ἔφυν·
πρὸς οὓς ἀραῖος ἄγαμος ἅδ᾽
ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι.
ἰὼ δυσπότμων κασί-
870 γνητε γάμων κυρήσας,
θανὼν ἔτ᾽ οὖσαν κατήναρές με.
ΧΟ. σέβειν μὲν εὐσέβειά τις,
κράτος δ᾽, ὅτῳ κράτος μέλει,
παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει,
875 σὲ δ᾽ αὐτόγνωτος ὤλεσ᾽ ὀργά.
ΑΝ. ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναι- [ἐπῳδ.]
ος ταλαίφρων ἄγομαι
τὰν ἑτοίμαν ὁδόν.
οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν
880 ὄμμα θέμις ὁρᾶν ταλαίνᾳ·
τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον
οὐδεὶς φίλων στενάζει.
***
ΑΝΤ. Οϊμένα, με γελούνε· για τ᾽ όνομα των θεών,
840 γιατί πριν να πεθάνω και βλέπω ακόμα φως
με βρίζεις έτσι; ω πόλη κι αρχοντολόι εσείς
της χώρας, ω της Δίρκης τρεχάμενα νερά,
οϊμένα άλσος της Θήβας της πολυξακουστής,
μα εσάς μαρτύρους παίρνω,
πως άκλαυτη από φίλους, με νόμους ποιούς εγώ
στην πετροστοιβαγμένη πηγαίνω φυλακή
του ανήκουστού μου τάφου·
850 και η άμοιρη, οϊμέ,
ούτε στη γης επάνω ούτε κάτω απ᾽ τη γη
συγκάτοικη θενά ᾽μαι
ούτε με πεθαμένους κι ούτε με ζωντανούς.
ΧΟΡ. Μα ως τ᾽ ακρόκορφα του θράσους προχωρώντας
στο ψηλό θρονί της Δίκης
σκόνταψες πολύ
και πλερώνεις κάποιο κρίμα, κόρη, πατρικό.
ΑΝΤ. Μ᾽ άγγιξες την έγνοια την πικρότατή μου,
τον τρισόργωτο καημό μου για τη μοίρα
860 του πατέρα μου, και για όλης της γενιάς μας,
των κλεινών Λαβδακιδών, τη μοίρα.
Οϊμένα, ο μητρικός ο ανίερος γάμος,
ω κοιμήματα της άθλιάς μου της μητέρας
με την ίδια της τη γέννα,
το δικό μου τον πατέρα·
ω από ποιούς γονιούς, η μαύρη, πὄχω γεννηθεί
που η καταραμένη τώρα πάω να τους βρω
έτσι ανύπαντρη να κάθουμαι μαζί τους·
870 κι εσύ αδερφέ μου, ω γάμο που ᾽λαχες πικρό,
αχ, θανάτωσες και μένα ζωντανή νεκρός.
ΧΟΡ. Καλός κι άγιος είν᾽ αυτός σου ο σεβασμός,
μα τη δύναμη και κείνου που την εξουσία κρατά
ν᾽ αψηφάς δεν είναι τρόπος·
κι έτσι η αυτόγνωμή σου εσένα
σε κατέστρεψε βουλή.
ΑΝΤ. Αθρήνητη, άφιλη, χωρίς
τραγούδια της χαράς μου,
σέρνομαι η άμοιρη σ᾽ αυτόν
τον αναπόφευγο το δρόμο.
Κι αυτό του ήλιου το μάτι το ιερό
880 να βλέπω δε μου συχωριέται πια
κι ουδέ κανείς από δικούς
τη μοίρα μου δεν κλαίει, δε στενάζει.
ΑΝΤ. Οϊμένα, με γελούνε· για τ᾽ όνομα των θεών,
840 γιατί πριν να πεθάνω και βλέπω ακόμα φως
με βρίζεις έτσι; ω πόλη κι αρχοντολόι εσείς
της χώρας, ω της Δίρκης τρεχάμενα νερά,
οϊμένα άλσος της Θήβας της πολυξακουστής,
μα εσάς μαρτύρους παίρνω,
πως άκλαυτη από φίλους, με νόμους ποιούς εγώ
στην πετροστοιβαγμένη πηγαίνω φυλακή
του ανήκουστού μου τάφου·
850 και η άμοιρη, οϊμέ,
ούτε στη γης επάνω ούτε κάτω απ᾽ τη γη
συγκάτοικη θενά ᾽μαι
ούτε με πεθαμένους κι ούτε με ζωντανούς.
ΧΟΡ. Μα ως τ᾽ ακρόκορφα του θράσους προχωρώντας
στο ψηλό θρονί της Δίκης
σκόνταψες πολύ
και πλερώνεις κάποιο κρίμα, κόρη, πατρικό.
ΑΝΤ. Μ᾽ άγγιξες την έγνοια την πικρότατή μου,
τον τρισόργωτο καημό μου για τη μοίρα
860 του πατέρα μου, και για όλης της γενιάς μας,
των κλεινών Λαβδακιδών, τη μοίρα.
Οϊμένα, ο μητρικός ο ανίερος γάμος,
ω κοιμήματα της άθλιάς μου της μητέρας
με την ίδια της τη γέννα,
το δικό μου τον πατέρα·
ω από ποιούς γονιούς, η μαύρη, πὄχω γεννηθεί
που η καταραμένη τώρα πάω να τους βρω
έτσι ανύπαντρη να κάθουμαι μαζί τους·
870 κι εσύ αδερφέ μου, ω γάμο που ᾽λαχες πικρό,
αχ, θανάτωσες και μένα ζωντανή νεκρός.
ΧΟΡ. Καλός κι άγιος είν᾽ αυτός σου ο σεβασμός,
μα τη δύναμη και κείνου που την εξουσία κρατά
ν᾽ αψηφάς δεν είναι τρόπος·
κι έτσι η αυτόγνωμή σου εσένα
σε κατέστρεψε βουλή.
ΑΝΤ. Αθρήνητη, άφιλη, χωρίς
τραγούδια της χαράς μου,
σέρνομαι η άμοιρη σ᾽ αυτόν
τον αναπόφευγο το δρόμο.
Κι αυτό του ήλιου το μάτι το ιερό
880 να βλέπω δε μου συχωριέται πια
κι ουδέ κανείς από δικούς
τη μοίρα μου δεν κλαίει, δε στενάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου